Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)


Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2022

Τα θανάσιμα αμαρτήματα

Τα θανάσιμα αμαρτήματα κατά τη χριστιανική πίστη και πρακτική είναι επτά (όσα και τα φωνήεντα) και φωνάζουν δυνατά: αλαζονεία, λαιμαργία, απληστία, λαγνεία, οκνηρία, φθόνος, οργή. Αρα η κακομεταχείριση ήγουν καύση η πέταμα βιβλίων κ.λπ δεν είναι αμάρτημα βαρύ αφού δεν περιλαμβάνεται ρητώς σ’ αυτά. Είναι αμαρτία αλλά μ’ αυτήν εξασφαλίζεις σίγουρα όχι την κόλαση αλλά το «καθαρτήριο» θέση για την οποία και καίγομαι. Οταν δε ομολογείται είναι συγχωρητέα. Ετσι ομολογώ πως: α) έκαψα στη χωματερή της πόλεως εκατοντάδες βιβλία του σχεδόν μεγάλου τιμονιέρη της Β. Κορέας Κιμ Ιλ Σιουνγκ όταν ήμουν επώνυμος άρχων της Δημοτικής Βιβλιοθήκης, τα οποία έστελνε η πρεσβεία τους κατά ντάνες. Κράτησα φυσικά κάποια για την ιστορία δεν υπήρχε και χώρος και κάποια έπρεπε να θυσιαστούν. β) αντάλλαξα (άρα ξεφορτώθηκα) τα μισά από τα Απαντα του ΛΕΝΙΝ κοντά 20 τόμους, εκδ. πολυτελείας της Σύγχρονης Εποχής (τι τα ήθελα ο ερίφης και τα αγόραζα ήμουν όμως εντελώς νέος) με τον λίαν φίλο μου Θ. με 4 χειμωνιάτικες ρόδες Ι.Χ. σχεδόν απερπάτητες. Ηρθε και τα πήρε από το χωριό σε σακί από λίπασμα. Εμαθα αργότερα πως η εντελώς καλή κυρία του τα ξεπροβόδησε από τη βιβλιοθήκη τους σε άνθρωπο κομμουνιστή ο οποίος τα δέχτηκε ως μάννα εξ ουρανού. - Ταύτα και γράμματα (ολίγα) γνωρίζω... ΥΓ. Θυμάμαι τον αλησμόνητο ποιητή Ν. Χειλαδάκη που μου έλεγε το πως κουβαλούσαν στην πλάτη τους σακιά με βιβλία από τη Ρωσική πρεσβεία στα γραφεία του πασόκ τον καιρό του εισοδισμού των τροτσκιστών (εκεί ανήκε) σ’ εκείνο τον αλήστου μνήμης πολιτικό χώρο!

ΜΙμης Σουλιώτης...

Το σωτήριον έτος 2012 (Νοέμβριος μήνας, 27)/ ότε αποφάσισεν ο ποιητής συνήθως, Μίμης Σουλιώτης// από Μοναστήρι, Αθήνα, Φλώρινα ορμώμενος,/ ν’ αφήσει πίσω του τις αγορές της ποίησης/ τα παζάρια της επιστήμης / συν τ’ άφιλτρα σιγάρα άσος σκέτος,/ τους επίγειους ήγουν έρωτές του/ δεν υπελόγισεν τι κονιορτό θα σήκωνε το περάσμα / από το είναι του στο ήταν από το νυν στο αεί./ Ετσι Παρασκευή, 25 Αικατερίνης της πανσόφου, / μετά από χρόνους δέκα/ απαρηγόρητοι ακόμα οι ανθρώποι του / θα του ψάλλουν εν Αθήναις τροπάρια αλησμοσύνης/ στου Παρνασσού τις κορυφές κι όχθες του Σακουλέβα./ Ομού με το κοπάδι των συντρόφων του/ όσους δηλαδή ο χρόνος κρατάει ακόμα αφάγωτους/ Θα είμαστε εκεί ακόμα κι αν δεν πάμε/ αύριο στις 6: 45 με 8-17ο C κι ηλιοφάνεια/ - Δόξα τον...

Απο τα 12 ποιήματα για τον Καβάφη

Tην επαύριο της 17ης/11ου / 2022 / σε αναστοχασμό αφέθηκε/ για την πορεία προς Αμερικάνικη πρεσβεία/ και άλλες τρίχες αγωνιστικές./ Ακρη σιωπηλού πιάνου, καφές γαλλικός με γάλα/ πίσω στον τοίχο Δον Κιχώτης του Γ. Κόλλα/ λάμπα με κίτρινο φως./ Ανοιξε τα «12 ποιήματα για τον Καβάφη»/ του Γιάννη Ρίτσου με την αφιέρωση του ποιητή/ Κι έλαβε θέση αναμετάξυ των δύο / κατά βέβηλον τρόπον ορισμένως... / Αυτός «Κάθεται αόρατος σχεδόν στην πολυθρόνα/ έχοντας πάντα το παράθυρο στη ράχη του./ Πίσω από τα γυαλιά του/ πελώρια και περίσκεπτα παρατηρεί τον συνομιλητή του...»/ «Κι εκείνος πανούργος, αδηφάγος, σαρκικός, ο μέγας αναμάρτητος, / ανάμεσα στο ναι και στο όχι, στην επιθυμία και τη μετάνοια, / σαν ζυγαριά στο χέρι του θεού ταλαντεύεται ολόκληρος,/ ενώ το φως του παραθύρου πίσω απ’ το κεφάλι του/ τοποθετεί ένα στέφανο συγγνώμης κι αγιοσύνης./ «Αν άφεση δεν είναι η ποίηση, –ψιθύρισε μόνος του–/ τότε, από πουθενά μην περιμένουμε έλεος»./

«Ψωμί (κατσίκι), παιδεία κ. λπ.»

«...Κάμποσα χρόνια ύστερα ξανά στο ΚΤΕΛ για Θεσσαλονίκη. Να δω το γιό φοιτητή. Είχα τη σύσταση στα χέρια, δρόμος Περδίκκα 61-63 είχε και μια εκκλησία κοντά, Ιωάννου Χρυσοστόμου. Στο δρόμο, στο λεωφορείο άκουσα να λένε κάτι για Πολυτεχνεία. Φοιτητές, διαδηλώσεις, τανκς, σκοτωμένοι, τραυματίες. Τι ήταν αυτά πόλεμο έχουμε; Που κίνησα να πάω κι εγώ; Κι αν ήταν κι αυτός μέσα και δεν βγήκε κι αν κι αν κι αν. Με έζωναν φίδια. Μόλις κατέβηκα απ’ το λεωφορείο, το πρακτορείο ήταν στη Χαλκέων, ένοιωσα να μ’ αρπάζουν δυό σαν σταυράκια και να με βάζουν σ’ ένα ταξί. Ούτε ανάσα δεν πήρα. Ευτυχώς, Παναγία μου δεν έπαθαν τίποτε. Ηταν πολύ καλό αυτό το παιδί, Γιάννης, αυτός με το οποίο συγκατοικούσε ο γιός. Ψηλός ωραίος από την Τρίπολη, που είν’ αυτή; Πελοπόννησο! Την πήγαμε κάποτε εκδρομή με τη ΔΕΗ. Μετά από χρόνια του μίλησα στο τηλέφωνο τον ρώτηξα τι κάνουν οι γονείς μάνα πατέρας. - Καλά είναι εκεί που είναι κυρα- Δήμητρα. Στο χώμα.» Είχε και γούστο. Στην τσάντα είχα κι ένα κατσίκι, μικρό βέβαια, αλλά ολόκληρο ψημένο γι’ αφνούς, τυλιγμένο σε λαδόχαρτο και σε μια εφημερίδα Βραδυνή την λέγαν εκείνο τον καιρό. Ηταν σαν πανηγύρι καλοκαιρινό ή σαν Πάσχα μικρό φθινοπωριάτικο..." - Κι αυτοί φώναζαν για «Ψωμί... (Από τη διήγηση «ΟΙ σαρδέλες της οδού Μοργκεντάου» στο βιβλίο μου «Επισκέπτης από τα δυτικά, μέρες και νύχτες της Θεσσαλονίκης.», εκδ. Παρέμβαση 2022

Πολυβολεία...

Ταις ημέρες που εορταζόταν η Νοεμβριανή απελευθέρωση της λοιπής Δ. Μακεδονίας (πλην της Οκτωβριανής Κοζάνης) αφίχθη στην ΕορδαΪκή γη στα πολιτικά και κομματικά έμπεδα του, ο επί του αγωνιστικού πεδίου μυστακοφόρος Κρης βωμολόχος στωμύλος αειστράτηγος, μιμητής γενόμενος των προγόνων του που ήρθαν εθελοντές προς απελευθέρωσιν του τόπου το 1912-1913. Μαζί με τους απλούς συντρόφους του σε χασαποταβέρνα εκήρυξαν απελευθέρωσιν του τοπικού τόπου από την χούντα του κ. κ. Κούλη κ. λπ. Κι αυτό στο ρυθμό του δημοτικού αντάρτικου τραγουδιού του ηρωικού Πάνου Τζαβέλλα. «Ο αντιπεριφερειάρχης Καστοριάς τραβούσε τα μαλλιά του /. σαν ήρθανε τ’ ανταρτικά στην περιφέρεια του/ πάει το Αργος πάει το Μπλάτσι πάει και το Βογατσικό/ Δενδροχώρι Σκαλοχώρι πάει και το Νεστόριο κ.λπ./ Κάποτε ο Ανδρ. Παπανδρέου κήρυξε τον ένοπλο αγώνα κατά της χούντας σε ένα κυριλέ κέντρον στην Μπολώνια ή κάπου αλλού στην Ιταλία και στην συνέχεια όλοι οι αγωνιστές του ΠΑΚ ξεχύθηκαν σε τρελό μεθύσι, όπως διηγούνται αυτόπτες μάρτυρες της κρασοεξέγερσης. Τώρα: Κάποτε εκλήθημεν στα Γουναράδικα Καστοριάς να λύσουμε τις διαφορές / αλλ’ η έκκληση δεν ευοδώθηκε κι οι σύντροφοι βαρέθηκαν να περιμένουν/ - Με υποκλοπές κ.λπ., δεν βγαίνουν σκάνδαλα και άλλες τινές διαφθορές / - Εμπρος τα πολυβολεία του Εμφυλίου ανακαινισμένα μας προσμένουν.../

Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2022

Γ. Ριτσος κι ο Ανήφορος

Πρώτα ήταν ο μικρός Μ. που μου είπε πως «πήραμε έναν ανηφορισμόν» και μ’ άρεσε τόσο πολύ, τη λέμε κάπου κάπου αναμεταξύ μας, μαζί με τη λέξη «ακολουθισμόν». Υπήρχε βέβαια το νοσταλγικό δημοτικό της Κοζάνης «Νοσταλγία» ή «Ανήφορος» («Σαν παίρνω τον ανήφορο ένα ανηφοράκι» το οποίο μεταποίησε σε λογία σύνθεση ο κοζανίτης συνθέτης Γιάννης Δόδουρας. Στις μέρες μας ήρθε το ύστερο μυθιστόρημα «Ανήφορος» του Ν. Καζαντζάκη τον οποίο πήραμε στα γρήγορα παρότι ανηφόρα («ευλογημένη η ανηφόρα καταραμένη η κατηφόρα» λένε οι αγιορείτες και μου το θυμίζει πάντα ο συνοδοιπόρος εκεί Ν. Κούρτης), χωρίς ιδιαίτερες απώλειες. Στο βιβλίο είδα το όνομα του καπετάνιου των κρητικών επαναστάσεων Μιχαήλ Κόρακα. Στην οδό Μιχαήλ Κόρακα 10 στην Αθήνα έμενε εν ζωή ο Γιάννης Ρίτσος τον οποίο επισκεφτήκαμε τον Απρίλιο του 1987 (με αφορμή το ιδρυτικό συνέδριο της ΕΑΡ) κι εβγάλαμεν και αναμνηστικές φωτογραφίες. Σήμερα απλώς επισκεφτήκαμε τη μνήμη του ότι στις 11 Νοεμβρίου 1990 πέθανε σώματι αλλά ποτέ ως ποίηση.

Τω αυτώ μηνί ΙΑ’, μνήμη το Αγίου Μεγαλομάρτυρος Μηνά του εν τω Κοτυαείω

Ητο ο λογιότερος των ποιμένων/ Λευκοπηγής (Μπαράκος, Βίγλα, Ζυγόστι)/ «Το ζήτημα της σημασίας» δικό του/ όπως και το δυσερμήνευτον εισέτι «Λασιβέρσι»/ Στη στρούγκα του λαλών τα γιδοπρόβατα/ εδιάβασα τους κλασσικούς της νεότητός μου/ Παπαδιαμάντη, Ντοστογιέφσκι, Σαίξπηρ κ.α./ Ως ο «Μηνάς ο ανέμελος» τον καταγράψαμε / στο «Χρώμα της Νοσταλγίας»/ υπέροχος κι ο χρωστήρ Εμμανουήλ Δραγώγια/ Οταν του έδειξα την προσωπογραφία την ασπάστηκε/ εικόνα του εαυτού του κι άλλο θεό δε γνώρισε/ Περπάτησε όλα τα γύρωθεν βουνά ακμαίος/ πλην μια πετρούλα στο ίσωμα του έκοψε το νήμα / Οι τάφοι τους πατέρα, αδελφού του, συνορεύουν / Δεν χόρτασε η αγαθή ψυχή του το τσιγάρο/ Μεγάλη εν τούτοις η χάρη του Αγίου του.../ (άρχισε ήδη η γιορτή του)

Ομίχλες...

Πηχτές οι πρώτες Νοεμβριανές γλυκες ομίχλες/ Που πιάνουν τις «φτωχές ψυχες των απεργών σαν τσίχλες»

Μιχαήλ

Αλλά για ποιόν αρχάγγελον/ μιλάμε, Μιχαήλ κατ’ όνομα/ στην τέχνη και την πίστη/ βυζαντινής η δυτικής τεχνοτροπίας/ Τον αρχάγγελο Μιχαήλ Λευκοπηγής/ στον καθεδρικό του Τιμίου Προδρόμου/ να δείτε, τον πλέον εντυπωσιακό / της ορθόδοξης ζωγραφικής οικουμένης/ (Υπερβολές...)/ και από λαϊκό εικονογράφο ποιηθέντα./ Ο μόνος που επιβίωσε με το ξίφος του/ στον τοίχο του ναού/ κατά τον μέγιστο σεισμό 6,6 της 13/5/1995/ Μεγάλη, ας πούμε, η χάρη του...

Νεότερα εκ του Δυτικού Μετώπου

Σκεφτόμουν το νέο μου βιβλίο περί τίνος πρόκειται κι εβασανιζόμην ορισμένως ειδολογικά, ας το πούμε φιλολογικά. Πεζογράφημα (μυθιστόρημα, διηγήματα, δοκίμια) δεν είναι, ποίηση μόνον δεν είναι, ταξειδιωτικό μόνον δεν είναι, φωτο-λεύκωμα δεν είναι (όμως ο πίνακας του εξωφύλλου που κλέβει την παράσταση του μέγα φίλου Κώστα Ντιο, είναι). Αλλά τι στην ευχή είναι, λοιπόν; Ωσπου είδα ανάρτησιν ενταύθα από τον λίαν λόγιον φίλον εκ Γρεβενών Αντώνιον Παπαβασιλείου (την παραθέτω αυτούσια παρακάτω) ο οποίος εβαλε τα πράγματα κάπως στη σειρά κι ησύχασα. *** “Την Θεσσαλονίκη κτλ. της πρέπει η αγάπη. Και μάλιστα ένας χείμαρρος. Σαν αυτόν του φίλου μου ΒΠΚ, ο οποίος στο νέο βιβλίο του κατέγραψε την αγάπη του, τον έρωτα του για την μεγάλη πόλη. Μέσα από αναμνήσεις, πεζοπορίες, βιβλιοαναφωνήσεις, συναντήσεις, στίχους, επεισόδια από τον θαυμαστό κόσμο του χαρτιού και της βασιλείας του. Ο άνθρωπος αγαπά την πόλη, έχει διαβατήριο στην εσωτερική της ζωή, μέτρησε τις ομορφιές της και τους όμορφους ανθρώπους της (και τους άλλους σίγουρα), απολαμβάνει τα προσωπικά δρομολόγια του στην ενδοχώρα της. Από την Χ. Μούκα στην Τσιμισκή, όλοι και όλα υπάρχουν εδώ. Β. Π. Καραγιάννης "Επισκέπτης από τα δυτικά... Μέρες και νύχτες της Θεσσαλονίκης" Εκδόσεις Παρέμβαση Υ. Γ. Κάπου εκεί, γωνία Εγνατίας και Πρασακάκη, κι εμείς, με κείμενο μας, "Οδοιπορικά Δυτικομακεδόνος... ", που μας ζήτησε ο αγαπημένος φίλος.”

Ιστορικόν κέντρον

Η φλαμουριά το ξενοδοχείο η πλατεία η τράπεζα το μπλε τ ουρανού/ Τ απόγευμα που σε συνάντησα και διεσαλευθη ο νους αλλά Γ. Βιζυηνου

2 Νοεμβρίου

ΑΚΙΝΔΥΝΟΥ, ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟΥ, ΑΝΕΜΠΟΔΙΣΤΟΥ Αυτοί κι αν είναι άγιοι ποιητικοί... " Τώρα στη βάρκα όπου κι αν μπεις άδεια θα φτάσει/ Εγώ αποβλέπω σ' έναν μακρύ θαλασσινό Κεραμεικό..."/

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2022

Νοέμβριος

Νοέμβριος μήνας κι ας το μελαγχολισουμε ορισμενως/ αναμένονται οσημεραι νέες παραλαβές από ομίχλες / τα φύλλα οι παλιές πέτρες θησαυρός επι γης πεσμένος/ κι αναμασάνε «τις φτωχές ψυχές μας σαν τσίχλες»

Η μύτη

Πρώτη εισήλθε στο παρεκκλήσι του ιαματικού αγίου η μύτη της γραίας ως έχουσα μία οξύτητα και κάποιο μήκος και μετά αυτή η οποία: - Δεν φορούσε μάσκα - Εβηχε συνεχώς -Τρίτον και φαρμακερόν υποτονθόρυζε ολόκληρη την λειτουργία τα λόγια του ιερέα, των ψαλτάδων και των επιτρόπων τα καθήκοντα, προηγούμενη ή ταυτόχρονα μ’ αυτούς. Φορές εθυμιάτιζε νοερώς το εκκλησίαμα του παρεκκλησίου. Κόλλησε δίπλα στο στασίδι μου. Εφιαλτική κατάσταση...Ηθελα να τη βαρέσω ορισμένως (ήμαρτον!) Στο σπίτι άνοιξα τον Αλεξ. Ππδ. και το διήγημα «Ντελησυφέρω». «...Δύο παράξενοι γέροι, ὁ Νταραδῆμος, καὶ ὁ καπετὰν Γιῶργος ὁ Κονόμος, εἶχον τὴν μανίαν, ὁ μὲν πρῶτος ν᾽ ἀπαγγέλλῃ, μὲ φωνὴν ἀρκούντως ἀκουστήν, πρὶν νὰ τὰ εἴπῃ ἀκόμη ὁ παπὰς ἢ ὁ ψάλτης ἢ ὁ διαβαστής, πότε ὡς νὰ ἐβοήθει τὸν ψάλτην μακρόθεν, ὅλα τὰ μέρη τῆς ἀκολουθίας, τροπάρια, ψαλμούς, αἰτήσεις, ἐκφωνήσεις· ὁ δὲ δεύτερος νὰ δεικνύῃ ὅτι δὲν ἀνέχεται τὴν μανίαν αὐτήν, καὶ νὰ τὴν σκώπτῃ καὶ νὰ τὴν χλευάζῃ. Ὁ Νταραδῆμος, εἰς τὸ γωνιαῖον ἀκριβῶς στασίδι ἔλεγεν ὡς νὰ ἦτο ὑποβολεύς: ― «Ὁ Θεός, ὁ Θεός μου, πρὸς σὲ ὀρθρίζω· ἐδίψησέ σε ἡ ψυχή μου». Καὶ ὁ προεστὼς τοῦ χοροῦ, εἰς τὸ γιουδέκι ἄνωθεν τοῦ δεσποτικοῦ, ἐπανελάμβανεν: ― «Ὁ Θεός, ὁ Θεός μου, πρὸς σὲ ὀρθρίζω». Καὶ ὁ Κονόμος ὅστις εὑρίσκετο δύο ἢ τρία στασίδια παρεμπρός, στρεφόμενος πρὸς τοὺς περὶ αὐτόν: ― Τ᾽ ἀκοῦτε, χριστιανοί;… τ᾽ ἀκούσατε; καὶ δὲν ξέραμε νὰ τὸν παίρναμε ἀποβραδὺς στὰ σπίτια μας, νὰ μᾶς τὰ πῇ ὅλα!… θὰ γλυτώναμε ἀπ᾽ τὸν κόπο νὰ ᾽ρθοῦμε στὴν ἐκκλησιά. Καὶ οἱ χριστιανοὶ μετὰ δυσκολίας ἔπνιγον τοὺς γέλωτας…”