Η πνευματική ιδιαιτερότητα
του Χρίστου Μπέσσα (1932 - 2007)
Το καβαφικό σπάραγμα επιτύμβιου, που περιέχεται στο ποίημα «ΕΝ ΤΩ ΜΗΝΙ ΑΘΥΡ», αποτυπώνει το αίσθημα που διακατείχε την «εποχούμενη» συνοδεία, μετά το οριστικό απολυτήριο από τη ζωή που έλαβε ο Χ. Μπ., προς το γήινο αποθετήριο των σωμάτων -χώμα να γίνει εκ νέου, ότι χους ήν..., όπως όλοι μας- εκείνη την αρρωστημένη, χειμερινή αιθρία της 1ης Φεβρουαρίου 2007, μνήμη αγίου Τρύφωνος (και ως Αη Τρίφυλλον τον συνηθίζουν στην ύπαιθρο), προστάτη των αγρών κυρίως από τις ακρίδες και τ’ άλλα βλαβερά ζωύφια. Το σκηνικό θύμιζε κάπως την αρχή του μυθιστορήματος «Δόκτωρ Ζιβάγκο», του Μπ. Πάστερνακ:
«Προχωρούσαν, προχωρούσαν κι έψελναν «Αιωνία σου η μνήμη», κι ακόμη κι όταν στέκονταν έμοιαζε σαν να συνέχιζαν να ψέλνουν στον ίδιο ρυθμό, τα πόδια, τ’ άλογα, η πνοή του ανέμου. Οι περαστικοί παραμέριζαν να περάσει η νεκρική πομπή, μετρούσαν τα στεφάνια κι έκαναν τον σταυρό τους. Οι περίεργοι έμπαιναν στην ακολουθία, ρωτούσαν «πώς τον λένε τον νεκρό;
Τους απαντούσαν «Ζιβάγκο»...
Ισως και γιατί αγαπούσε τους Ρώσους συγγραφείς και γενικότερα τη σλάβικη βαριά ευαισθησία, τη θρησκευτική τους μουσική. Ήθελε την περίφημη χορωδία του Ζαγκόρσκι να τη συγχρηματοδοτήσει, αν ερχόταν κάποτε στην Κοζάνη. Στις μεταφραστικές του απόπειρες η Αν. Αχμάτοβα και το «Ρέκβιέμ» της ήταν που τον συγκινούσαν ιδιαίτερα.
Την αυγή σε πήραν μακριά
ξοπίσω σαν έτρεξα, σαν να μην ήθελα να το πιστέψω
στο σκοτεινό δωμάτιο τα παιδιά έκλαιγαν
το κερί τρεμόπαιζε στο εικονοστάσι
Το κρύο της εικόνας στα χείλη σου
ιδρώτας θανάτου στα τόξα των φρυδιών σου...
Μην το ξεχάσεις ποτέ!...
Θα ουρλιάξω πλάι στους Πύργους του Κρεμλίνου
όπως οι γυναίκες του Streltsyt.
Οσοι γνώρισαν τον Χ. Μπ. (Ego te intus in et cute novi = σε ξέρω από μέσα και κάτω από το πετσί, Πέρσιου Σάτιρα ΙΙΙ) στην πραγματικότητα της καθημερινής του ύπαρξης είτε στην επιφάνεια είτε στην ουσία της, διατηρεί ο καθένας τους δικούς του κώδικες καταχώρισής του. Ποικίλουν οι διαβαθμίσεις, καθώς ο εκλιπών συνάντησε στο βίο του πολλούς φίλους αλλά και σκόνταψε σε εχθρούς, οι οποίοι, όμως, είναι αμφίβολο αν έμειναν ως το τέλος πιστοί στην αφετηριακή τους σχέση. Κι αυτό ήταν επόμενο και συνακόλουθο της ανθρώπινης αδυναμίας. Του άρεσε άλλωστε πάντα εκείνο του Πασκάλ, για τον άνθρωπο που δεν είναι παρά ένα αδύναμο καλάμι που το φυσάει ο άνεμος πότε προς τη μια πότε προς την άλλη κατεύθυνση της ζωής.
Γιατρός επιφανής, κυρίως στο επίπεδο της θεραπευτικής και διαγνωστικής ιατρικής των οφθαλμών, τους ύστερους, ώριμους καιρούς του, με έντονη την αλτρουιστική χροιά στην καθημερινή της άσκηση, έθραυσε την κατεστημένη ιατρική συνήθεια με την αφιλοχρηματία που τον διέκρινε. Το λαϊκό προσκύνημα που γινόταν στο ιατρείο του ήταν μια επιβεβαίωση της επιστημονικής και της ανθρώπινης ιδιαιτερότητάς του. Επί του ιατρικού θέματος υπάρχει η διδακτορική του διατριβή με τον τίτλο: «Επιλογή σκληρού ή μαλακού φακού επαφής για κοσμητικούς λόγους», Θεσσαλονίκη 1982.
Η ρομαντική, άρα ατελέσφορη για τα πολιτικά, οικολογική του συμπεριφορά, περισσότερο προσιδίαζε στον παθιασμένο φίλο του περιβάλλοντος (ένας περιπατητής, λάτρης της φύσης, οπαδός θαρρείς του Ζ.Ζ.Ρουσώ), παρά στον ηγέτη και μέτοχο του έντονα πολιτικοποιημένου, ριζοσπαστικού κινήματος της οικολογίας, το οποίο προσπαθεί ν’ αλλάξει τις συνειδήσεις των ανθρώπων. Μια κίνηση για να εμποδίζει περιβαλλοντικές καταστροφές- που δεν τα καταφέρνει συνήθως ποτέ-, για να σώσει έστω και ένα δέντρο, από τους αποφασισμένους και συχνά αποφασιστοποιημένους θεσμούς εξουσίας των δενδροκτόνων και περιβαλλοντοκτόνων όλων των εποχών. Αυτό τον έθλιβε τα μέγιστα. Τον συνήγειραν και οι καιροί που τραβούσαν αυτές τις μαζικές ενασχολήσεις, όπως και η υπαρκτή αναγκαιότητα στον τόπο μας με το εφιαλτικό περιδέραιο της καθημερινής μας εξωτερικής, κατ’ εξοχήν, ρύπανσης, αλλά και εσωτερικής μόλυνσης, η οποία εκ των πραγμάτων συγκινούσε και ξεσήκωνε κάθε ευαίσθητη προσωπικότητα, όπως ήταν και ο Χ. Μπ. Ναυτιούσε μπροστά σε κάθε λαϊκισμό, ολοκληρωτισμό και σε ό,τι τσαλάκωνε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Η παρουσία του στο Δημοτικό Συμβούλιο Κοζάνης (εκλεγμένος εκπρόσωπος της Οικολογικής Κίνησης) του προκαλούσε μια ψυχική φθορά διαρκείας· δεν άντεχε η ευαισθησία του το ατελέσφορο της διαδικασίας και το μάταιο της όποιας προσπάθειάς του εκεί που του ήταν κόσμοι ξένοι κι ακατανόητοι στην πρακτική και την ιδεολογία τους.
Θα αναφερθώ για λίγο σε μια πτυχή της προσωπικότητάς του, που νομίζω πως, σ’ αυτή την εκδοχή τού είναι του, η ψυχή του επιθυμούσε να οικεί περισσότερο: τη συμμετοχή του στον κόσμο και στον τρόπο των εν γένει γραμμάτων. Οι άλλες πλευρές του νοτίζονταν απλά απ’ αυτήν που τις προσδιόριζε δήλα ή άδηλα.
Πολύπλευρα μορφωμένος υπήρχε στον κόσμο των γραμμάτων με την άνεση που βιώνει κάθε είδος στον βιότοπό του. Διέκρινες πάνω του μια κάποια αριστοκρατική αντιμετώπιση του πνεύματος, αλλά ταυτόχρονα και μια άδολη, δημοκρατική, ζεστή ματιά για τον απλό, τον αδικημένο, τον παραμελημένο συμπολίτη. Παρακολουθεί και διαβάζει απευθείας εκ του γαλλικού τον σύγχρονο κόσμο της σκέψης και τις αναζητήσεις του. Ετσι στην πόλη ασχολείται από παλιά με την εφημεριδιακή σχολιογραφία για γεγονότα του πολιτισμού: θέατρα, μουσικές βραδιές, κινηματογραφικές προβολές, εκθέσεις ζωγραφικής, εκδηλώσεις γραμμάτων. Στην εφημερίδα «Θάρρος» τις δεκαετίες του ‘60 και ’70, βρίσκονται πολλά κείμενά του. Ακολουθεί η λιγόχρονη συμμετοχή του στην εφημερίδα «Χρόνος», στην οποία συμμετείχε και στην ιδρυτική της (αρχές δεκαετίας του 1980) προσπάθεια, με τον εβδομαδιαίο σχολιασμό γεγονότων της πόλης, της χώρας, της κοινωνίας, του πολιτισμού. Αμέσως μετά τη μεταπολίτευση το 1975, πρωτοστατεί στη δημιουργία του συλλόγου «Φίλοι της Τέχνης» (πρόεδρος στην ακμή του αλλά όχι στη διάλυσή του)· ενός σωματείου που μπορεί να έζησε λίγα χρόνια αλλά υπήρξε μια από τις δυναμικότερες, πολιτισμικές, συλλογικές παρουσίες κι ιδιαιτερότητες στην μεταπολεμική ιστορία της πόλεως Κοζάνης (Αναλυτικά στο κείμενο «Οι δύο ροζ φάκελοι», στη συλλογική εργασία «Κοζάνη 1912-1993» εκδ. Παρέμβαση, σελ. 24-25). Εκεί, ο Χ. Μπ. ηγεμόνευε με την όλη προσωπικότητά του. Η θεατρική του παιδεία και η σκηνοθετική του οικείωση- την οποία απέκτησε μάλλον από την πείρα του θεατή, την ανάγνωση του παγκόσμιου δραματολογίου, τη διαίσθηση κι αγάπη του στο θέατρο -έφεραν το ανέβασμα του έργου του Ιονέσκο «Οι καρέκλες», που έμειναν στη θεατρική, ερασιτεχνική δημιουργία πρότυπο για τον θεατρικό τόπο μας, με πρωταγωνιστή τον ανεπανάληπτο Ελ. Ελευθεριάδη. Η ενασχόληση με το θέατρο του Παραλόγου, και τους εκφραστές του, γέννησε μια σειρά κείμενα που έγιναν διαλέξεις για την πνευματική αυτή παράμετρο.
Στο τέλος της δεκαετίας του ’80, ελεύθερος, μοναχικός, πνευματικός σκοπευτής με αδέσμευτη κρίση, γνώμη και παρρησία λόγου, γνωρίστηκε με τον κόσμο και τον κύκλο του λογοτεχνικού περιοδικού «Παρέμβαση». Μ’ αυτό τον κόσμο ανέπτυξε μια σχέση έντονη, η οποία και στάθηκε καθοριστική για την ολοκλήρωση και την εξωτερίκευση της πνευματικής του προσωπικότητας, αλλά και του αντίστοιχού έργου του ως υλική υπόσταση. Ηταν μια από τις πλέον ισχυρές σχέσεις, όχι μόνον για την παρουσία του στον κόσμο των γραμμάτων αλλά και στον προσωπικό του βίο. Εκεί βρέθηκε στην πιο ώριμη φάση της δημιουργίας του. Υπήρξε κεντρικός συνεργάτης με τις επιφυλλίδες, τα σχόλια, τα κείμενα, τη συμμετοχή του στη ζωή του περιοδικού. Περίοδος της ζωής του από τις πιο ζωντανές κι ως εκ τούτου όχι ανέφελη· η ιδιαιτερότητά του επέτρεπε ρήξεις, διαφωνίες και επαναπροσδιορισμούς κυρίως για λόγους άλλης οπτικής ματιάς των πραγμάτων.
Στο τεύχος 3 του περιοδικού Ελιμειακά, με αφιέρωμα στη μνήμη του Παύλου Παπασιώπη, του εκ Κοζάνης λόγιου της Θεσσαλονίκης, υπάρχει ένα κείμενό του με τον τίτλο «Η Αίθουσα και το μικρό δωμάτιο». Στην αφήγηση αυτή και μέσα από το διήγημα του Π.Π. ο Χρ. Μπ. περιγράφει τις τελευταίες ώρες του στο νοσοκομείο. Ξαναδιαβάζοντάς το, και τηρουμένων κάποιων «ασθενικών» αναλογιών, νομίζω πως διαβάζω για τις τελευταίες ώρες του Χ. Μπ. στο νοσοκομείο Κοζάνης. Είχε μια στενή γνωριμία και σχέση με τον Π. Π. Του είχε εμπιστευτεί έναν προσωπικό φάκελο, ροζ στο χρώμα, με κείμενά του, χειρόγραφα, κατάλοιπα έργων, δημοσιευμένα ίσως κι αδημοσίευτα, να τα φροντίσει μετά θάνατον. Τον ξεφύλλισα πολλές φορές αλλά δεν τον πήρα ούτε μια καθοριστική και σωτήρια φορά. Ποιος ξέρει τώρα πού να βρίσκεται χωμένος και χαμένος κι εντελώς άδικα, μαζί με τα προσωπικά κι αδημοσίευτα κατάλοιπα του Χρ. Μπ.;
Τα κείμενά του με έντονο προσωπικό ύφος και ζεστό λόγο, συγκινούσαν πολλές αναγνωστικές διαθέσεις. Ετσι είχε σχηματιστεί ένα δικό του ακροατήριο είτε από τη γοητεία του ζωντανού είτε από τα γραπτά του.
Η διαρκής ενασχόλησή του με το ιστορικό και πνευματικό υπέδαφος της πόλεως και της περιοχής και η μόνιμη παρουσία του στα αρχεία της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης (κάποτε υπήρξε μέλος του Δ.Σ. της, αλλά ποτέ πρόεδρός της, κάτι που θα κοσμούσε το αξίωμα, ότι δεν υπήρξε μέλος καμιάς φιλοδημαρχιακής ακολουθίας), είχε σαν αποτέλεσμα τη συγγραφή δύο βιβλίων. Μια μεγάλη περιδιάβαση μετά σχολιασμών, στην Κοζάνη μετά την απελευθέρωσή της με τον τίτλο: «Το χρονικό της Κοζάνης 1914-1919», βιβλίο στο οποίο, μέσα από το ξεφύλλισμα της εφημερίδας «ΗΧΩ της Μακεδονίας», ανέστησε στο σήμερα τον τότε βίο της πόλης (εκδ. ΙΝΒΑ 1999). Το άλλο μικρό βιβλιαράκι αναφέρεται στο βίο του αρχιμανδρίτη Ιωακείμ Ιουλία, «Ο μάρτυρας αρχιμανδρίτης Ιωακείμ Λιούλιας» (εκδ. Παρέμβαση 2000). Στην εντονότερη και δημιουργική φάση της λειτουργίας του ΙΝΒΑ (1996-2001) υπήρξε ένας από τους βασικότερους συντελεστές στη δράση του με ομιλίες, τοποθετήσεις, παρεμβάσεις, συμμετοχές σε συνέδρια κ.λπ.
Η μακρόχρονη κατατριβή με τις τοπικές εφημερίδες και την ιστορία του μεσοπολέμου της πόλεως, αλλά και τις όποιες πηγές προφορικές και γραπτές υπήρχαν, έφεραν μια μεγάλη εργασία για τον μητροπολίτη ΙΩΑΚΕΙΜ Αποστολίδη, μιας προσωπικότητας για την οποία έτρεφε επιστημονικό πάθος έρευνας αλλά και ιδεολογική αντίθεση, που δεν την έκρυβε δημοσίως. Η έρευνα ολοκληρώθηκε σε πρώτη μορφή και ήταν έτοιμη για έκδοση. Ομως δεν πραγματοποιήθηκε, γιατί άρχισε να καλπάζει προς αυτόν γρήγορα η σωματική φθορά και η πνευματική διολίσθηση προς το κενό, άρα και τη σιωπή. Υπάρχει, όμως σαν ένα ιστορικό κρατούμενο, που σχολάζει εκδοτικά.
Να θυμίσω και την ενασχόληση του Χρ. Μπ. με την ποίηση· είχε ήδη έτοιμη μια ποιητική συλλογή, της οποίας το 1998 έγινε η παρουσίαση όντας ανέκδοτη στην κυριολεξία και τότε κι ακόμα τώρα, στη Δημοτική Βιβλιοθήκη και στα «Φιλολογικά Βραδινά», τα οποία είχαν αρχίσει τη διαδρομή τους με μια δική του ομιλία, στην αίθουσα «Μητροπολίτη Διονυσίου Ψαριανού».
Με ένα δείγμα της ποίησής του κλείνουμε το σύντομο αυτό ιχνογράφημα, «σχέδιο με μολύβι» για την εν γένει πνευματική οντότητα του Χ. Μπέσσα:
ANEMEΛA ΠAIΔIA
Λαλίστατοι δημοκόποι βαρετοί
που δεν γνωρίζουν φραγμούς και όρια,
καρφώνουν στα στήθια τους ανούσιες σκέψεις.
Kι εσύ, τερπνή επινόηση των ποιητών,
δίνοντας οριστικό σχήμα στ’ αστέρια,
και διέξοδο στο πάθος, τρεις φορές μονάχα,
είπες το ρήμα σ’ αγαπώ.
Σαν υπεροπτικά, άχρονα κι αθάνατα πλάσματα
και σαν ανέμελα παιδιά χαραγμένα
στα ποτέ κρυστάλλινα ύδατα,
κρατήσαμε τη συμπάθεια για την ήττα
και την ειρωνική ανοχή στην ανθρώπινη σύμβαση.
Β.Π.Καραγιάννης
Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)
Παρασκευή 25 Μαΐου 2007
40 χρόνια πριν ή 40 χρόνια μετά
(Ελάσσονες ενθυμήσεις από την 21η/4/1967)
Του κόσμου η δόξα όλη ξοδεμένη,
και ποιος θα πει το νόημα του πόνου·
ακούγεται τις νύχτες κι όμως μένει
αμίλητος ο θόρυβος του χρόνου
Δ. Καψάλη «Ο κρότος του χρόνου» εκδ. Αγρα
Του Β.Π. Καραγιάννη
Οπως το πάρει κανείς κι ανάλογα από ποια όψη κοιτά το μεγάλο χαρτονόμισμα της μνήμης.
Το «πριν» φέρει πάνω του μια νοσταλγία ξεθωριασμένη φυσικά σαν μια πολυχρησιμοποιημένη πετσέτα σώματος φθαρμένη, που παραμένει στα αχρησιμοποίητα, αλλά δεν πέρασε στα υπό ...δίωξιν ακόμα, εκ του λόγου ότι φέρει μαζί της μυρωδιές του αυτού προσώπου και σώματός μας, σε πολλές όμως χρονικές παραλλαγές, παραλογές, μεταμορφώσεις. Τους αγαπούμε όσο κι αν μας πονούν οι πρώην εαυτοί μας. Οπως και ό,τι πέρασε από πάνω ή από δίπλα μας, αλλά καταχωρήθηκε στα υπό αναζήτηση είτε ως χαμένος χρόνος (χαμένος κόπος) είτε ως χαμένος τρόπος ύπαρξης και συνύπαρξης με τον άλλο, τους άλλους, τον εαυτό σου.
Το «μετά» μου θυμίζει, τώρα, ένα χριστιανικό βιβλίο που διάβαζα εκείνη ακριβώς την εποχή κι αγόρασα από το τότε βιβλιοπωλείο της ΧΕΝ. «40 χρόνια στην Ερημο» και αφορούσε την περιπλάνηση των Εβραίων μετά την ‘Εξοδό τους από την Αίγυπτο. Τα σαράντα χρόνια που πέρασαν από την 21η/4/1967 προφανώς και δεν είχαν στοιχεία εκείνης της Βιβλικής εξόδου είτε σε γενικό επίπεδο είτε σε προσωπική βάση στον καθένα. Ομως είχαν επιμέρους ερημώσεις, μικρές ερήμους αντί για οάσεις, είχαν μάννα εξ ουρανού αλλά και φλόγες κόλασης, θανάτου, δηώσεως· φωτιές-κολόνες που καθοδηγούσαν και αντίστοιχες που κατέφαγαν το σώμα της φύσης· φοίνικες αναδυόμενους αντί για ορτύκια καταδυόμενα. Είχαν πολιτικές αλλαγές, μεταπολιτεύσεις χαμένες, δικαιωμένες ή αδικαίωτες. Είχε από όλα ο μπαχτσές του νεοελληνικού κράτους στο συλλογικό μας είναι.
Το πριν
Tο πρωί της 21ης Aπριλίου, όπως κάθε πρωί, πηγαίναμε με το αστικό λεωφορείο στης Kοζάνης το Γυμνάσιο. Kοντά στην εκκλησία της Παναγίας, μας σταμάτησε ένα αυτοκίνητο της EΣA. Aνέβηκε ένας αξιωματικός. Κοιτούσαμε χωρίς να καταλαβαίνουμε. “Πού παν όλοι αυτοί;”. “Mαθητές είναι, στο σχολείο πάνε” απαντά ο οδηγός. Στο Γυμνάσιο, ήταν Παρασκευή πριν τη M. Eβδομάδα, λίγες οι τάξεις που είχαν μείνει· οι περισσότερες ήταν στις πολυήμερες εκδρομές. Μας πήγαν κι εμάς εκδρομή στο γήπεδο. Kατά τις 10 η ώρα ο γυμναστής (ποιος ήταν;) μας μάζεψε και θορυβημένος μας είπε να το διαλύσουμε, ότι κλείνει το σχολείο τώρα, και να φεύγουμε παρέες μέχρι τρεις το πολύ. Απορίες δυσεξήγητες! Tότε άκουσα πως ένας κάποιος A. Παπανδρέου έπεσε από τη σοφίτα (δεν ήξερα ακόμα τι μέρος του σπιτιού ήταν αυτό· πολύ αργότερα στο χωριό έκαναν και σοφίτες στα νεόχτιστα και τις χρησιμοποιούσαν για αποθήκες χορτονομής) που κρυβόταν και έσπασε και το χέρι. Θραύσματα γεγονότων πολιτικών και γνώσεων. Με τον αδελφικό, παιδικό φίλο της εποχής, Γιώργο Μ. Καραγιάννη, φύγαμε με τα πόδια για το χωριό· η συγκοινωνία είχε κοπεί. Στο ραδιόφωνο άκουσα δημοτικά τραγούδια και εμβατήρια. Περισσότερα δεν καταλάβαινα. O καιρός μουντά ανοιξιάτικος. Διάβαζα τα «Πασχαλινά διηγήματα» του Aλξ. Ππδ. σε εκείνες τις φτηνές εκδόσεις MAPH, στο σπίτι, κουκουλωμένος κάτω από την κουβέρτα στο δυτικό δωμάτιο κι ήμουν χαμένος στους ονειρικούς τόπους και κόσμους του, ξένος του εξωτερικού γεγονότος που ήδη λάβαινε καιρό και χώρα στη χώρα, στο χώρο της ψυχής ορισμένων και στο κατάστικτο σώμα της νεοελληνικής ιστορίας. Αν η Ελλάδα έμπαινε σε δοκιμασίες των οποίων η έξοδος έχει πάντα αιματηρά επακόλουθα, όπως θα σημείωνε δυο χρόνια μετά ο Γ. Σεφέρης στη «Δήλωσή» του, αυτό ούτε που μ’ ένοιαζε προσωπικά, εκ λόγων παιδικής αγνοίας, ούτε και το καταλάβαινα άλλωστε, όπως πιστεύω και η συντριπτική πλειοψηφία των Νεοελλήνων τότε, που έβλεπε ή δεν έβλεπε κάτι παρανοϊκούς και γελοίους αξιωματικούς (ξεχάσαμε και τα ονόματά τους κάτι σαν Παττακός, Παπαδόπουλος κ.λπ.) να ασελγούν επί μια επταετία στην κοινή πολιτική νοημοσύνη και τα ζητούμενα της καχεκτικής ελληνικής δημοκρατίας που ασφυκτιούσε από τους κατ’ εξακολούθησιν βιασμούς της. Ο μήνας Απρίλιος ήταν κάπως στις κρύες του εκδοχές. Εβλεπα άνδρες των TEA στο χωριό οπλισμένους, με τις κάννες των τουφεκιών προ τα κάτω (μάλλον γιατί κάπου κάπου ψιλόβρεχε και δεν ήθελαν να μπουν σταγόνες μέσα τους και μετά να τρίβουν με τις μέρες και τον σχοινοκαθαριστήρα που είχε διασωθεί από την τσαρουχο-χρήση προς γυαλισμόν τους) να περιπολούν και να ανιούν κατά δυάδες. Ενας χωριανός τούς έβαλε σε ...τάξη. –«Γιατί οι κάννες προς τα κάτω; Έχουμε Επανάσταση, έχουμε στρατό, Κεβέρνηση έχουμε... κάτι τέτοια. Επομένως, πρέπει οι κάννες νικηφόρα να κοιτούν τον ουρανό». Είπα νικηφόρα και θυμήθηκα, τώρα εννοείται, τον Νικηφόρο Μανδηλαρά, δικηγόρο κι από τους πρώτους δολοφονημένους της χούντας στο ποίημα που του αφιέρωσε ο μεγαλομάρτυς Αλέκος Παναγούλης και μελοποίησε ο Μ. Θεοδωράκης («Δεν θα τολμήσουν έλεγες/ δεν έχουν άλλο δρόμο σ’ απαντούσα/ Αυτός ο δρόμος θάναι ο τάφος τους/ Φώναζες με πίστη/ Ναι, Νικηφόρε...). Οχι μόνο τόλμησαν, όχι μόνον πέρασαν αλλά γέμισαν τον εθνικό χώρο με τάφους, Κυπρίων κυρίως!
Οι οπλίτες των ΤΕΑ άκουγαν χωρίς να καταλαβαίνουν ούτε το κάτω ούτε το πάνω. Με κάτι στραβοχυμένους μπερέδες σαν εκείνους που σου λαχαίνουν στο σωρό, όταν παρουσιάζεσαι στο κέντρο νεοσυλλέκτων και δεν μπορείς ούτε σε στάσιμο νερό να κοιταχτείς, όχι σε καθρέφτη. Tι φύλαγαν κι αυτοί οι ταλαίπωροι;
Τελικά έγινα ένα παιδί της Χούντας, με τον καιρό. Εξηγούμαι. Η Δικτατορία ήθελε νέα ιδεολογικά έντυπα για να προπαγανδίζουν τον κόσμο της τον διαφορετικό, εναντίον της φαυλοκρατίας. Μια εφημερίδα που κυκλοφόρησε τότε, η «Νέα Πολιτεία», ήταν Κυριακάτικη. Παιδί δευτέρας και τρίτης γυμνασίου την αγόραζα επειδή δημοσίευε ένα διήγημα από την Ανθολογία Νεοελληνικού Διηγήματος του Ηρακλή και Ρένου Αποστολίδη. Εκ των υστέρων, σε απολογητικό λόγο, ο Ρένος Απ. απεφάνθη, όταν τον έσφιξε ο ιδιότυπος πνευματικός δωσιλογισμός του, ότι αυτό ήταν μια πράξη υψηλής πνευματικής αντίστασης, διότι έπεισε, λέει, τους δικτάτορες να υποχρεώσουν τους εκδότες να δημοσιεύουν στις εφημερίδες τους τα διηγήματα της ανθολογίας -με το αζημίωτο; Ηταν όντως ωραία διηγήματα· ακόμα θυμάμαι του Δ. Κόκκινου το «Δυό ντουφεκιές στο γαλάζιο νερό»! Για ν’ ανοίξουν τα μάτια και τα μυαλά των αναγνωστών υπηκόων της δικτατορίας, ήθελαν δεν ήθελαν. Επιπλέον δε, και επειδή η ανθολογία είχε και διηγήματα αριστερών και κομμουνιστών συγγραφέων, με τον τρόπο αυτό έσπαγε τη ...λογοκρισία, έλεγε, είπε ο Ρ. Απ. Δεν ξέρω αν έκανε κι αντίσταση τότε που όλοι οι άλλοι τους έλεγε «αντιστασιακούς εκ των υστέρων» στο περιοδικό «Τετράμηνα» που επιμελούνταν- «ήταν κρυμμένοι από το φόβο τους κάτω από τις κουβέρτες επιποθούντες επιστροφήν εις την μήτραν». Ορισμένως τα πίστευα αυτά· αργότερα, εν επιγνώσει, όχι.
Κι εγώ εκ των υστέρων αποενοχοποιήθην, αναγνωστικά τουλάχιστον, γιατί τις Δευτέρες αγόραζα τη «Βραδυνή», που είχε τη σελίδα της «Φιλολογικής Βραδυνής» σε επιμέλεια του Μπάμπη Κλάρα (αδελφού, πολύ μετά το έμαθα, του Αρη Βελουχιώτη, παρακαλώ). Τι καταλάβαινα κι απ’ αυτά; Ελάχιστα. Ηθελα ωστόσο να υπάρχω στο κλίμα του φιλολογικού λογοτεχνικού πράγματος, όπως κι όσο. Τέλος πάντων.
Υπήρξαμε τρόφιμοι τελικά ενός συλλογικού ψυχιατρείου ή είμαστε ως λαός κομπάρσοι σε μια ιλαροτραγωδία, που έπρεπε να ανεβεί στο θέατρο της ιστορίας, αφού αποχαυνωμένο το κράτος πήγαινε κι ερχότανε, φτερό Σολωμικό; Θυμάμαι τους ηλίθιους γυψο-γιατρούς συνταγματάρχες και κωμικοτραγικούς ταξίαρχους με μια μελαγχολία και με μια αίσθηση συγχώρεσης. Δεν πιστεύω ν’ αμαρτάνω!
Κακά το ψέματα η δικτατορία δημιούργησε στενά νομικά, εν τη ανομία κι αδικία της, δίκαιο· επικράτησε, νομοθέτησε, κυβέρνησε· οι νόμοι της ακόμα κρατούν. Ετσι, και δεν την πήρε είδηση ο Αθηνών και της συμ-πασχούσης εξ αυτού Ελλάδος, μελετηρός αρχιεπίσκοπος! Λίγοι «απάτριδες» στο εξωτερικό, οι έγκλειστοι στις φυλακές, οι εξόριστοι στις νήσους του Αιγαίου, όσοι δηλαδή το πήραν επί προσωπικού πόνου και για να διασώσουν την αξιοπρέπειά τους και τιμή, έκαναν ό,τι έκαναν εμφανώς, επώνυμα κι εναντίον της δικτατορίας. Η τεράστιας έκτασης και ποιότητας συλλογική μας ουδετερότητα του έθνους, εξ αυτής της ατομικής θυσίας, δεν εξαγοράζεται. Ακόμα κι όταν το μοναχικό, φοιτητικό, συλλογικό της εποχής πήρε και σηκώθηκε στα πόδια του, δεν αποτέλεσε παρά μια μικρή νησίδα αγωνιστικής, συναισθηματικής έξαρσης, έξαψης και τρυφερότητας εν γένει.
Το μετά, δηλονότι το σήμερα
Απόγευμα προς το βράδυ της Πέμπτης 19/4/2007. Αίθουσα τελετών Α.Π.Θεσσαλονίκης. Εκδήλωση μνήμης: «21 Απριλίου 1967-21 Απριλίου 2007. 40 χρόνια από τη Χούντα». Διοργάνωση Σύνδεσμος Φυλακισθέντων –Εξορισθέντων Αντιστασιακών (Σ.Φ.Ε.Α. 1967-74), Επιτροπή Διάσωσης Ιστορικών Αρχείων (Ε.Δ.Ι.Α.)1940-74, Ινστιτούτο Μελέτης Σύγχρονης Ιστορίας (ΙΜΕΣ). Στην είσοδο του χώρου μια οριζόντια έκθεση φωτογραφικών ντοκουμέντων. Μια φωτοτυπία σελίδας της εφημ. «Θεσσαλονίκης» του 1973 δείχνει το «στρατηγείο», δηλαδή τον αχυρωνοειδή, ισόπεδο χώρο της κατάληψης της Πολυτεχνικής, το Νοέμβριο του 1973 κι αμέσως μετά την αναίμακτη αλλά όχι «ασύλληπτη» κι «άδαρτη» «Εξοδο». Πότε έγιναν αυτά; Σαν να ψάχνω στο άδειο, θαρρώ της μνήμης. Στέκομαι σε μια φωτογραφία: Φυλακές Φλώρινας, 20 Σεπτέμβρη 1967, διαβάζω, και τρεις άνδρες· Τάκης Καρδάσης, Βαγγέλης Τσαμπούρης, Γιάννης Μάτσος, εκ Κοζάνης, φυλακισμένοι της 21ης . Σιγά σιγά οι ηλικίες και οι μνήμες μαζεύονται. Στη σκάλα χαιρετώ τον Πάνο Δημητρίου, ιστορικό πρόσωπο της κάποτε πολιτισμένης αριστεράς, υπερβεβηκίας ηλικίας μετά βακτηρίας κι υποβασταζόμενος σχεδόν. Ηθελα να του μιλήσω πιο ζεστά. Στο τέλος της αίθουσας ο Λευτέρης - Λαοκράτης Χαλβατζής διακριτικά δηλώνει παρών. Αυτός έχει να θυμάται πολύ συγκεκριμένα πράγματα. Ο Χρίστος Ζαφείρης δημοσιογράφος, συγγραφέας και καταγραφέας της πόλης αυτής («Θεσσαλονίκης τοπιογραφία» το τελευταίο του βιβλίο) εκεί. Μπροστά, ο Γ. Μητλιάγκας που βρέθηκε στη Θ. και δεν μπορούσε να μην είναι εκεί. Ο γεραρός Νίκος Καλογερόπουλος, ψυχή πολλών ιστορικών διαπραγμάτων στη Θεσσαλονίκη και στον τόπο μας, από τους διοργανωτές. Αυτούς γνωρίζω ή αναγνωρίζω μόνον; Φευ! Πρόβα ορχήστρας; «Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί…». Ενας νεαρός με ευγενείς σχεδόν τρόπους, υπενθυμίζει την ύπαρξη της εφημερίδας «Σοσιαλιστική Αλληλεγγύη». Καιροί και τρόποι του άλλοτε, ξεθωριασμένοι. Προσφωνήσεις σημαντικών κι ασήμων με τη σειρά προσελεύσεως. Ο κ. πρύτανης προσεφωνήθη ερήμην του, ωσί παρών, ότι ήδη είχε αναχωρήσει δια σύσκεψιν. Ένα ντιβιντί δυσανάγνωστο αγωνίζεται επί της οθόνης κάτι να θυμίσει κινηματογραφικά. Χαιρετίζει μετρημένα ο Φώτης Προβατάς, πρόεδρος του ΣΦΕΑ. Ο Γ. Μαργαρίτης, καθηγητής ιστορίας, τεκμηριώνει επιστημονικά τον ιστορικό χρόνο. Ο Β. Δεμουρτζίδης προσπαθεί να φανατίσει τους εντελώς δικούς του ακροατές με κοινοτοπίες πολιτικής διδαχής περασμένου καιρού. Ο Μ. Μητσιάς, γλυκύτατος, σεμνός τραγουδιστής, έγκλειστος τω καιρώ εκείνω στο Επταπύργιο, θυμάται, τραγουδά, συγκινεί ανεπιτήδευτα κι αναχωρεί. Η γενναία Δημοτική αστυνομία Θεσσαλονίκης, την ίδια ώρα αφαιρεί την μπροστινή πινακίδα του αυτοκινήτου μου –γιατί μόνο τη μια κύριε δήμαρχε;- «διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις». Οταν το είδα το εισπρακτικό σαφάρι επί ανώδυνου δρόμου στη λεωφόρο Δικαστηρίων ήθελα να παραφράσω τον Μ. Αναγνωστάκη κάπως («Και πώς να τον πεις κάθαρμα, όταν έχει κάτσει 20 χρόνια φυλακή) αλλά τ’ αφήνω. Είναι και τόσα χρόνια εκλεγμένος και μόνον πολιτικά (τρέχα γύρευε δηλαδή) είναι ένοχος υπερβάσεων των χαμηλότατων, γενικώς, οργάνων του. Επιμένω πως κατά πλάσμα δικαίου και ως εκ της επιτοπίου συνηθείας δεν ήμουν έκνομος, αλλά πληρώνω· ότι φορές Δήμος = δήμιος.
Στο γυρισμό η σελήνη ήταν νύχι δύο ημερών του Κ. Λαχά, αλλά «Ενα φεγγάρι ολονυχτίς ταξίδευε / πάνω στην ασημένια σου χορδή / ποτάμι, σιγανό / ποτάμι», του Τάκη Σινόπουλου, επενδυμένο μουσικά εξαίσια από τον Μιχάλη Γρηγορίου.
Σημείωση
Το παρόν αφιερούται στον αγαπημένο φίλο Μάκη Καραγιάννη, όστις, ενώ εγώ, όρθρου βαθέως, έγραφα τα ανωτέρω, αυτός την ίδια ώρα έτρεχε στις υπηρεσίες του Δήμου Θεσσαλονικέων, στην αστυνομία του, στα ΚΤΕΛ, να πληρώσει, να πάρει και να μου στείλει τη νόμιμα κλαπείσα πινακίδα για να μην τεθεί το όχημα επί 20ήμερον σε αργία. Δεν άντεξα ούτε μια μέρα χωρίς αυτό, ενώ ο λαός των νεοελλήνων για εφτά χρόνια άντεξε τους δικτάτορες, παρότι τους πολεμούσε συνεχώς, νύχτα μέρα, μέρα νύχτα, ανεξάρτητα αν αυτοί δεν το καταλάβαιναν!
«Αλλα τέτοια ζώα που ήταν πού να το καταλάβουν» (Φ. Μπαρλάς)
.
(Ελάσσονες ενθυμήσεις από την 21η/4/1967)
Του κόσμου η δόξα όλη ξοδεμένη,
και ποιος θα πει το νόημα του πόνου·
ακούγεται τις νύχτες κι όμως μένει
αμίλητος ο θόρυβος του χρόνου
Δ. Καψάλη «Ο κρότος του χρόνου» εκδ. Αγρα
Του Β.Π. Καραγιάννη
Οπως το πάρει κανείς κι ανάλογα από ποια όψη κοιτά το μεγάλο χαρτονόμισμα της μνήμης.
Το «πριν» φέρει πάνω του μια νοσταλγία ξεθωριασμένη φυσικά σαν μια πολυχρησιμοποιημένη πετσέτα σώματος φθαρμένη, που παραμένει στα αχρησιμοποίητα, αλλά δεν πέρασε στα υπό ...δίωξιν ακόμα, εκ του λόγου ότι φέρει μαζί της μυρωδιές του αυτού προσώπου και σώματός μας, σε πολλές όμως χρονικές παραλλαγές, παραλογές, μεταμορφώσεις. Τους αγαπούμε όσο κι αν μας πονούν οι πρώην εαυτοί μας. Οπως και ό,τι πέρασε από πάνω ή από δίπλα μας, αλλά καταχωρήθηκε στα υπό αναζήτηση είτε ως χαμένος χρόνος (χαμένος κόπος) είτε ως χαμένος τρόπος ύπαρξης και συνύπαρξης με τον άλλο, τους άλλους, τον εαυτό σου.
Το «μετά» μου θυμίζει, τώρα, ένα χριστιανικό βιβλίο που διάβαζα εκείνη ακριβώς την εποχή κι αγόρασα από το τότε βιβλιοπωλείο της ΧΕΝ. «40 χρόνια στην Ερημο» και αφορούσε την περιπλάνηση των Εβραίων μετά την ‘Εξοδό τους από την Αίγυπτο. Τα σαράντα χρόνια που πέρασαν από την 21η/4/1967 προφανώς και δεν είχαν στοιχεία εκείνης της Βιβλικής εξόδου είτε σε γενικό επίπεδο είτε σε προσωπική βάση στον καθένα. Ομως είχαν επιμέρους ερημώσεις, μικρές ερήμους αντί για οάσεις, είχαν μάννα εξ ουρανού αλλά και φλόγες κόλασης, θανάτου, δηώσεως· φωτιές-κολόνες που καθοδηγούσαν και αντίστοιχες που κατέφαγαν το σώμα της φύσης· φοίνικες αναδυόμενους αντί για ορτύκια καταδυόμενα. Είχαν πολιτικές αλλαγές, μεταπολιτεύσεις χαμένες, δικαιωμένες ή αδικαίωτες. Είχε από όλα ο μπαχτσές του νεοελληνικού κράτους στο συλλογικό μας είναι.
Το πριν
Tο πρωί της 21ης Aπριλίου, όπως κάθε πρωί, πηγαίναμε με το αστικό λεωφορείο στης Kοζάνης το Γυμνάσιο. Kοντά στην εκκλησία της Παναγίας, μας σταμάτησε ένα αυτοκίνητο της EΣA. Aνέβηκε ένας αξιωματικός. Κοιτούσαμε χωρίς να καταλαβαίνουμε. “Πού παν όλοι αυτοί;”. “Mαθητές είναι, στο σχολείο πάνε” απαντά ο οδηγός. Στο Γυμνάσιο, ήταν Παρασκευή πριν τη M. Eβδομάδα, λίγες οι τάξεις που είχαν μείνει· οι περισσότερες ήταν στις πολυήμερες εκδρομές. Μας πήγαν κι εμάς εκδρομή στο γήπεδο. Kατά τις 10 η ώρα ο γυμναστής (ποιος ήταν;) μας μάζεψε και θορυβημένος μας είπε να το διαλύσουμε, ότι κλείνει το σχολείο τώρα, και να φεύγουμε παρέες μέχρι τρεις το πολύ. Απορίες δυσεξήγητες! Tότε άκουσα πως ένας κάποιος A. Παπανδρέου έπεσε από τη σοφίτα (δεν ήξερα ακόμα τι μέρος του σπιτιού ήταν αυτό· πολύ αργότερα στο χωριό έκαναν και σοφίτες στα νεόχτιστα και τις χρησιμοποιούσαν για αποθήκες χορτονομής) που κρυβόταν και έσπασε και το χέρι. Θραύσματα γεγονότων πολιτικών και γνώσεων. Με τον αδελφικό, παιδικό φίλο της εποχής, Γιώργο Μ. Καραγιάννη, φύγαμε με τα πόδια για το χωριό· η συγκοινωνία είχε κοπεί. Στο ραδιόφωνο άκουσα δημοτικά τραγούδια και εμβατήρια. Περισσότερα δεν καταλάβαινα. O καιρός μουντά ανοιξιάτικος. Διάβαζα τα «Πασχαλινά διηγήματα» του Aλξ. Ππδ. σε εκείνες τις φτηνές εκδόσεις MAPH, στο σπίτι, κουκουλωμένος κάτω από την κουβέρτα στο δυτικό δωμάτιο κι ήμουν χαμένος στους ονειρικούς τόπους και κόσμους του, ξένος του εξωτερικού γεγονότος που ήδη λάβαινε καιρό και χώρα στη χώρα, στο χώρο της ψυχής ορισμένων και στο κατάστικτο σώμα της νεοελληνικής ιστορίας. Αν η Ελλάδα έμπαινε σε δοκιμασίες των οποίων η έξοδος έχει πάντα αιματηρά επακόλουθα, όπως θα σημείωνε δυο χρόνια μετά ο Γ. Σεφέρης στη «Δήλωσή» του, αυτό ούτε που μ’ ένοιαζε προσωπικά, εκ λόγων παιδικής αγνοίας, ούτε και το καταλάβαινα άλλωστε, όπως πιστεύω και η συντριπτική πλειοψηφία των Νεοελλήνων τότε, που έβλεπε ή δεν έβλεπε κάτι παρανοϊκούς και γελοίους αξιωματικούς (ξεχάσαμε και τα ονόματά τους κάτι σαν Παττακός, Παπαδόπουλος κ.λπ.) να ασελγούν επί μια επταετία στην κοινή πολιτική νοημοσύνη και τα ζητούμενα της καχεκτικής ελληνικής δημοκρατίας που ασφυκτιούσε από τους κατ’ εξακολούθησιν βιασμούς της. Ο μήνας Απρίλιος ήταν κάπως στις κρύες του εκδοχές. Εβλεπα άνδρες των TEA στο χωριό οπλισμένους, με τις κάννες των τουφεκιών προ τα κάτω (μάλλον γιατί κάπου κάπου ψιλόβρεχε και δεν ήθελαν να μπουν σταγόνες μέσα τους και μετά να τρίβουν με τις μέρες και τον σχοινοκαθαριστήρα που είχε διασωθεί από την τσαρουχο-χρήση προς γυαλισμόν τους) να περιπολούν και να ανιούν κατά δυάδες. Ενας χωριανός τούς έβαλε σε ...τάξη. –«Γιατί οι κάννες προς τα κάτω; Έχουμε Επανάσταση, έχουμε στρατό, Κεβέρνηση έχουμε... κάτι τέτοια. Επομένως, πρέπει οι κάννες νικηφόρα να κοιτούν τον ουρανό». Είπα νικηφόρα και θυμήθηκα, τώρα εννοείται, τον Νικηφόρο Μανδηλαρά, δικηγόρο κι από τους πρώτους δολοφονημένους της χούντας στο ποίημα που του αφιέρωσε ο μεγαλομάρτυς Αλέκος Παναγούλης και μελοποίησε ο Μ. Θεοδωράκης («Δεν θα τολμήσουν έλεγες/ δεν έχουν άλλο δρόμο σ’ απαντούσα/ Αυτός ο δρόμος θάναι ο τάφος τους/ Φώναζες με πίστη/ Ναι, Νικηφόρε...). Οχι μόνο τόλμησαν, όχι μόνον πέρασαν αλλά γέμισαν τον εθνικό χώρο με τάφους, Κυπρίων κυρίως!
Οι οπλίτες των ΤΕΑ άκουγαν χωρίς να καταλαβαίνουν ούτε το κάτω ούτε το πάνω. Με κάτι στραβοχυμένους μπερέδες σαν εκείνους που σου λαχαίνουν στο σωρό, όταν παρουσιάζεσαι στο κέντρο νεοσυλλέκτων και δεν μπορείς ούτε σε στάσιμο νερό να κοιταχτείς, όχι σε καθρέφτη. Tι φύλαγαν κι αυτοί οι ταλαίπωροι;
Τελικά έγινα ένα παιδί της Χούντας, με τον καιρό. Εξηγούμαι. Η Δικτατορία ήθελε νέα ιδεολογικά έντυπα για να προπαγανδίζουν τον κόσμο της τον διαφορετικό, εναντίον της φαυλοκρατίας. Μια εφημερίδα που κυκλοφόρησε τότε, η «Νέα Πολιτεία», ήταν Κυριακάτικη. Παιδί δευτέρας και τρίτης γυμνασίου την αγόραζα επειδή δημοσίευε ένα διήγημα από την Ανθολογία Νεοελληνικού Διηγήματος του Ηρακλή και Ρένου Αποστολίδη. Εκ των υστέρων, σε απολογητικό λόγο, ο Ρένος Απ. απεφάνθη, όταν τον έσφιξε ο ιδιότυπος πνευματικός δωσιλογισμός του, ότι αυτό ήταν μια πράξη υψηλής πνευματικής αντίστασης, διότι έπεισε, λέει, τους δικτάτορες να υποχρεώσουν τους εκδότες να δημοσιεύουν στις εφημερίδες τους τα διηγήματα της ανθολογίας -με το αζημίωτο; Ηταν όντως ωραία διηγήματα· ακόμα θυμάμαι του Δ. Κόκκινου το «Δυό ντουφεκιές στο γαλάζιο νερό»! Για ν’ ανοίξουν τα μάτια και τα μυαλά των αναγνωστών υπηκόων της δικτατορίας, ήθελαν δεν ήθελαν. Επιπλέον δε, και επειδή η ανθολογία είχε και διηγήματα αριστερών και κομμουνιστών συγγραφέων, με τον τρόπο αυτό έσπαγε τη ...λογοκρισία, έλεγε, είπε ο Ρ. Απ. Δεν ξέρω αν έκανε κι αντίσταση τότε που όλοι οι άλλοι τους έλεγε «αντιστασιακούς εκ των υστέρων» στο περιοδικό «Τετράμηνα» που επιμελούνταν- «ήταν κρυμμένοι από το φόβο τους κάτω από τις κουβέρτες επιποθούντες επιστροφήν εις την μήτραν». Ορισμένως τα πίστευα αυτά· αργότερα, εν επιγνώσει, όχι.
Κι εγώ εκ των υστέρων αποενοχοποιήθην, αναγνωστικά τουλάχιστον, γιατί τις Δευτέρες αγόραζα τη «Βραδυνή», που είχε τη σελίδα της «Φιλολογικής Βραδυνής» σε επιμέλεια του Μπάμπη Κλάρα (αδελφού, πολύ μετά το έμαθα, του Αρη Βελουχιώτη, παρακαλώ). Τι καταλάβαινα κι απ’ αυτά; Ελάχιστα. Ηθελα ωστόσο να υπάρχω στο κλίμα του φιλολογικού λογοτεχνικού πράγματος, όπως κι όσο. Τέλος πάντων.
Υπήρξαμε τρόφιμοι τελικά ενός συλλογικού ψυχιατρείου ή είμαστε ως λαός κομπάρσοι σε μια ιλαροτραγωδία, που έπρεπε να ανεβεί στο θέατρο της ιστορίας, αφού αποχαυνωμένο το κράτος πήγαινε κι ερχότανε, φτερό Σολωμικό; Θυμάμαι τους ηλίθιους γυψο-γιατρούς συνταγματάρχες και κωμικοτραγικούς ταξίαρχους με μια μελαγχολία και με μια αίσθηση συγχώρεσης. Δεν πιστεύω ν’ αμαρτάνω!
Κακά το ψέματα η δικτατορία δημιούργησε στενά νομικά, εν τη ανομία κι αδικία της, δίκαιο· επικράτησε, νομοθέτησε, κυβέρνησε· οι νόμοι της ακόμα κρατούν. Ετσι, και δεν την πήρε είδηση ο Αθηνών και της συμ-πασχούσης εξ αυτού Ελλάδος, μελετηρός αρχιεπίσκοπος! Λίγοι «απάτριδες» στο εξωτερικό, οι έγκλειστοι στις φυλακές, οι εξόριστοι στις νήσους του Αιγαίου, όσοι δηλαδή το πήραν επί προσωπικού πόνου και για να διασώσουν την αξιοπρέπειά τους και τιμή, έκαναν ό,τι έκαναν εμφανώς, επώνυμα κι εναντίον της δικτατορίας. Η τεράστιας έκτασης και ποιότητας συλλογική μας ουδετερότητα του έθνους, εξ αυτής της ατομικής θυσίας, δεν εξαγοράζεται. Ακόμα κι όταν το μοναχικό, φοιτητικό, συλλογικό της εποχής πήρε και σηκώθηκε στα πόδια του, δεν αποτέλεσε παρά μια μικρή νησίδα αγωνιστικής, συναισθηματικής έξαρσης, έξαψης και τρυφερότητας εν γένει.
Το μετά, δηλονότι το σήμερα
Απόγευμα προς το βράδυ της Πέμπτης 19/4/2007. Αίθουσα τελετών Α.Π.Θεσσαλονίκης. Εκδήλωση μνήμης: «21 Απριλίου 1967-21 Απριλίου 2007. 40 χρόνια από τη Χούντα». Διοργάνωση Σύνδεσμος Φυλακισθέντων –Εξορισθέντων Αντιστασιακών (Σ.Φ.Ε.Α. 1967-74), Επιτροπή Διάσωσης Ιστορικών Αρχείων (Ε.Δ.Ι.Α.)1940-74, Ινστιτούτο Μελέτης Σύγχρονης Ιστορίας (ΙΜΕΣ). Στην είσοδο του χώρου μια οριζόντια έκθεση φωτογραφικών ντοκουμέντων. Μια φωτοτυπία σελίδας της εφημ. «Θεσσαλονίκης» του 1973 δείχνει το «στρατηγείο», δηλαδή τον αχυρωνοειδή, ισόπεδο χώρο της κατάληψης της Πολυτεχνικής, το Νοέμβριο του 1973 κι αμέσως μετά την αναίμακτη αλλά όχι «ασύλληπτη» κι «άδαρτη» «Εξοδο». Πότε έγιναν αυτά; Σαν να ψάχνω στο άδειο, θαρρώ της μνήμης. Στέκομαι σε μια φωτογραφία: Φυλακές Φλώρινας, 20 Σεπτέμβρη 1967, διαβάζω, και τρεις άνδρες· Τάκης Καρδάσης, Βαγγέλης Τσαμπούρης, Γιάννης Μάτσος, εκ Κοζάνης, φυλακισμένοι της 21ης . Σιγά σιγά οι ηλικίες και οι μνήμες μαζεύονται. Στη σκάλα χαιρετώ τον Πάνο Δημητρίου, ιστορικό πρόσωπο της κάποτε πολιτισμένης αριστεράς, υπερβεβηκίας ηλικίας μετά βακτηρίας κι υποβασταζόμενος σχεδόν. Ηθελα να του μιλήσω πιο ζεστά. Στο τέλος της αίθουσας ο Λευτέρης - Λαοκράτης Χαλβατζής διακριτικά δηλώνει παρών. Αυτός έχει να θυμάται πολύ συγκεκριμένα πράγματα. Ο Χρίστος Ζαφείρης δημοσιογράφος, συγγραφέας και καταγραφέας της πόλης αυτής («Θεσσαλονίκης τοπιογραφία» το τελευταίο του βιβλίο) εκεί. Μπροστά, ο Γ. Μητλιάγκας που βρέθηκε στη Θ. και δεν μπορούσε να μην είναι εκεί. Ο γεραρός Νίκος Καλογερόπουλος, ψυχή πολλών ιστορικών διαπραγμάτων στη Θεσσαλονίκη και στον τόπο μας, από τους διοργανωτές. Αυτούς γνωρίζω ή αναγνωρίζω μόνον; Φευ! Πρόβα ορχήστρας; «Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί…». Ενας νεαρός με ευγενείς σχεδόν τρόπους, υπενθυμίζει την ύπαρξη της εφημερίδας «Σοσιαλιστική Αλληλεγγύη». Καιροί και τρόποι του άλλοτε, ξεθωριασμένοι. Προσφωνήσεις σημαντικών κι ασήμων με τη σειρά προσελεύσεως. Ο κ. πρύτανης προσεφωνήθη ερήμην του, ωσί παρών, ότι ήδη είχε αναχωρήσει δια σύσκεψιν. Ένα ντιβιντί δυσανάγνωστο αγωνίζεται επί της οθόνης κάτι να θυμίσει κινηματογραφικά. Χαιρετίζει μετρημένα ο Φώτης Προβατάς, πρόεδρος του ΣΦΕΑ. Ο Γ. Μαργαρίτης, καθηγητής ιστορίας, τεκμηριώνει επιστημονικά τον ιστορικό χρόνο. Ο Β. Δεμουρτζίδης προσπαθεί να φανατίσει τους εντελώς δικούς του ακροατές με κοινοτοπίες πολιτικής διδαχής περασμένου καιρού. Ο Μ. Μητσιάς, γλυκύτατος, σεμνός τραγουδιστής, έγκλειστος τω καιρώ εκείνω στο Επταπύργιο, θυμάται, τραγουδά, συγκινεί ανεπιτήδευτα κι αναχωρεί. Η γενναία Δημοτική αστυνομία Θεσσαλονίκης, την ίδια ώρα αφαιρεί την μπροστινή πινακίδα του αυτοκινήτου μου –γιατί μόνο τη μια κύριε δήμαρχε;- «διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις». Οταν το είδα το εισπρακτικό σαφάρι επί ανώδυνου δρόμου στη λεωφόρο Δικαστηρίων ήθελα να παραφράσω τον Μ. Αναγνωστάκη κάπως («Και πώς να τον πεις κάθαρμα, όταν έχει κάτσει 20 χρόνια φυλακή) αλλά τ’ αφήνω. Είναι και τόσα χρόνια εκλεγμένος και μόνον πολιτικά (τρέχα γύρευε δηλαδή) είναι ένοχος υπερβάσεων των χαμηλότατων, γενικώς, οργάνων του. Επιμένω πως κατά πλάσμα δικαίου και ως εκ της επιτοπίου συνηθείας δεν ήμουν έκνομος, αλλά πληρώνω· ότι φορές Δήμος = δήμιος.
Στο γυρισμό η σελήνη ήταν νύχι δύο ημερών του Κ. Λαχά, αλλά «Ενα φεγγάρι ολονυχτίς ταξίδευε / πάνω στην ασημένια σου χορδή / ποτάμι, σιγανό / ποτάμι», του Τάκη Σινόπουλου, επενδυμένο μουσικά εξαίσια από τον Μιχάλη Γρηγορίου.
Σημείωση
Το παρόν αφιερούται στον αγαπημένο φίλο Μάκη Καραγιάννη, όστις, ενώ εγώ, όρθρου βαθέως, έγραφα τα ανωτέρω, αυτός την ίδια ώρα έτρεχε στις υπηρεσίες του Δήμου Θεσσαλονικέων, στην αστυνομία του, στα ΚΤΕΛ, να πληρώσει, να πάρει και να μου στείλει τη νόμιμα κλαπείσα πινακίδα για να μην τεθεί το όχημα επί 20ήμερον σε αργία. Δεν άντεξα ούτε μια μέρα χωρίς αυτό, ενώ ο λαός των νεοελλήνων για εφτά χρόνια άντεξε τους δικτάτορες, παρότι τους πολεμούσε συνεχώς, νύχτα μέρα, μέρα νύχτα, ανεξάρτητα αν αυτοί δεν το καταλάβαιναν!
«Αλλα τέτοια ζώα που ήταν πού να το καταλάβουν» (Φ. Μπαρλάς)
.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)