Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)


Πέμπτη 29 Ιουλίου 2010

Πολιτικόν και θρησκευτικόν Παρι-εορτολόγιον


Αγαπητέ κύριε διευθυντά του Kozan.gr

Σε σχόλιο του ανώνυμου σχολιαστή σας (γιατί τέτοια ανωνυμία στα μπλοκ; ) με το προσωνύμιο “Κατάσκοπος” περί της ονομαστικής εορτής του άλλοτε πολυχρόνιου Δημάρχου (νυν βουλευτού του Πασόκ που ψήφισε το επαίσχυντο Μνημόνιον σωτηρίας μας, όπως και όλοι του αυτού κόμματος κι αυτό ας μη το ξεχάσουμε ποτέ όταν έρθει η ώρα) έχω να σημειώσω τα παρακάτω:
Ο εν λόγω δεν εορτάζει την 26η του μηνός Ιουλίου (“Τη αυτή ημέρα μνήμη της Αγίας οσιομάρτυρος του Χριστού Παρασκευής προστάτιδος συν τοις άλλοις και των πωλητών ομματοϋαλίων (ηλίου ή μυωπίας αδιάφορον) καθότι έχει επιλέξει τη γραφή του ονόματός του με “ι” (Πάρις) κι όχι με (η) εκ του Παρασκευάς (οσία Παρασκευή) άρα παράγεται από τον ομηρικό Πάρι (του Πάριδος), αυτός δηλαδή που έκλεψε την Ελένη «...Και κάθε Ελένη της επαρχίας της Αθήνας κοιμωμένη».
Ο ομηρικός εκαλείτο Αλέξανδρος, όπως ανέλυσε στα σχόλιά του ο μεταφραστής και της Ιλιάδας, τοπικός λόγιος την περίοδο του ύστερου νεοελληνικού διαφωτισμού, Γεώργιος Ρουσιάδης (πράγματα βέβαια που γνωρίζουν πολύ καλύτερα από ημάς οι πνευματικοί του σύμβουλοι, αλλά και οι θεσμικοί λαμπτήρες της Δημοτικής Βιβλιοθήκης κλπ.)
Αντιγράφω δια του λόγου το ασφαλές από παλιότερη μου ανάρτηση στο iparemvasi.blogspot.com και το άρθρο “Ωρα που λύνουν απ’ το ζυγό τα βόδια” τα εξής:

Ο Πρίαμος τον Αλέξανδρό του τον είχε για ξέκαμα. Οταν τον γέννησε η Εκάβη, αυτή ονειρεύτηκε πως έτεκεν μια φλόγα. Ολοι οι μάντεις της Τρώας γης γνωμάτευσαν πως το παιδί αυτό θα γίνει η αιτία να καεί η Τροία. Τον έδωσαν στο δούλο Αγέλαο να τον αφήσει στο βουνό. Αλλά μετά από πέντε χρόνια που τον ξαναέψαξε ο δούλος, τον βρήκε εκεί να τρέφεται από μιαν άρκτο. «Ελαβεν αυτό μεθ’ αυτού εις την οικίαν του και ωνόμασεν αυτό Πάριν». Πάρις- Πάρης – Αλέξανδρος. Ονόματα και γραφές ποικίλες του ωραίου μας. Γράφει στις εκτενείς σημειώσεις του σε κάθε ραψωδία ο κοζανίτης λόγιος μεταφραστής του Ομήρου, Γ. Ρουσιάδης: «Τινές θέλουσιν ότι το όνομα αυτού παράγεται από του Παριέναι· επειδή τον κίνδυνον της ζωής αυτού επί το όρος ευτυχώς παρήλθεν· άλλοι, από της Πήρας, εις την οποία ετέθη και εφέρθη επί το όρος· και άλλοι πάλιν, από το Πηρούν· διότι δια της ωραιότητός του θάμβωνε κάθε εις αυτόν ατενίζον όμμα». Αφροδίτη και Ελένη γνωρίζουν εξ ιδίας πείρας το πηρούν του». Πιο είναι το αληθές; Του Γ. Ρουσιάδη ο Πάρις του Πάριδος ή του Δ. Ν. Μ(αρωνίτη), ο Πάρης, ο οποίος είναι πιο κοντά στο Παρασκευάς. Για να το ξεκαθαρίσει (επιτέλους) κι ο άλλοτε Δήμαρχος Κοζάνης που γράφει το όνομά του ως Πάρις, ενώ Παρασκευά τον εβάπτισε ο νονός του εις το όνομα της αγίας Τριάδος.
- Αμήν...

Αρα, μάλλον ως Αλέξανδρος πρέπει να το γιορτάζει και την 30η Αυγούστου, μνήμη Αλεξάνδρου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως και για δύο περιπλέον λόγους: ότι συνεχώς τον αναφέρετε ως Πατριάρχη της τοπικής αυτοδιοίκησης αλλά κι ως άλλος Αλέξανδρος (“ασήκωσε θεέ μου έναν άλλον Αλέξανδρο…” εκστράτευσε επιτυχώς και κατενίκησε την Τ.Α. α’ βαθμού, πήγε στο βουλευτήριον και τώρα ίσως ν’ ανοίγει τα πανιά του για τα πελάγη (μήπως και τενάγη;) της περιφερειαρχικής κλπ. διοικήσεως.
- Ωχ, άλλη εικοσαετία που μας περιμένει.

Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010

Ο πλάτανος της Δημοκρατίας στη Λευκοπηγή


Πλατεία Εξαρχείων, εντελώς ειρηνική, καθημερινή. Πού είναι όλα αυτά που ακούμε και διαβάζουμε για τους περίφοβους περίοικούς της («να φοβάσαι αυτόν που θέλει να ζήσει ήσυχα είναι αδίστακτος σε οτιδήποτε χρειαστεί για να έχει την ησυχία του») ή τους μπάτσους της φυσιολογικής ή ελεεινής μορφής. Αφήνουμε τους «Χάρτες» (των ονείρων μας) επί της Βαλτετσίου και κάτω από το θερινό σινεμά ΒΟΞ, ο καφές τούτη τη φορά είναι κρύος. Το βράδυ στην αυλή του παίζει την ταινία «Το αδελφάτο των ιπποτών της ελεεινής τραπέζης». Μια σπαρταριστή μαύρη κωμωδία. Την αυτή μεσημβρινή ώρα της 24ης, στο προεδρικό μέγαρο, διάφορα αδελφάτα, συνήθως με τους αντιπροσώπους τους, εορτάζουν (το γλεντούν δηλαδή, κάπως πιο σεμνά φέτος λόγω του Μνημονίου) την επιστροφή της Δημοκρατίας που γύρισε σ’ αυτόν τον τόπο, πριν 36 τόσα χρόνια· είχε χαθεί για μόλις 7. Επί του προσωπικού, νομίζω πως η μεταπολίτευση μετρά από την 23η Ιουλίου· το πολιτικό κατεστημένο και στη συνεχεία καθυστερημένο ήταν που ονόμασε γιορτή την 24η, ξημερώματα της οποίας γύρισε από την αυτοεξορία του ο μεγάλος σταρ της βραδιάς («Αλληλογραφία με τον Κόστα» που έγραφε κι ο Μπόστ). «Κοράκου χρώμα τα μαλλιά κι ασπρίσανε /απ’ τη μεριά της εξορίας γυρίσανε» οι άλλοι όμως, αλλά αυτοί θα είναι συνεχώς στο «Εικοναστάσι των ανωνύμων αγίων» της σκέψης μας κρεμασμένοι. Μήπως τελικά ως μαύρη ή γκρίζα κωμωδία πρέπει να βιώνουμε αυτές τις γιορτές της «αποκατάστασης» (θυμίζουν τις ΕΑΠ ήγουν Επιτροπές Αποκατάστασης Προσφύγων) με τις οποίες την καταβρίσκει όλο το ψευτοσόι της κρατικής γραφειοκρατίας πολιτικής, θρησκευτικής, στρατιωτικής, δικαστικής και του εν γένει αλληλοσαλιαρίσματος, επί του ορθίως. Ολοι αυτοί θα έσπευδαν παντού όπου θα τους καλούσε η όποια νόμιμη ή γελοία εξουσία, αρκεί να ήταν αυτοί μέσα στα πράγματα. Αλλά κι οι φύσει και θέσει μαϊδανοί (από σεβάσμιοι έως νούμερα) όπως πάντα εκεί αλίμονο…
Πού είναι, άραγε, το προεδρικό μέγαρο, όπου μαζεύονται κάθε τόσο διάφοροι; Μήπως περνώ απ’ έξω του, πηγαίνοντας στο καφενείο του εθνικού κήπου, όπου για να πιεις μια μπύρα σε δυο ποτήρια πληρώνεις 5 ευρώ· σ’ αυτό το ελεεινό μαγαζί και τραπέζι της αρπαχτής. (Αλλά, ας μην πήγαινες...)
Παρακαλώ τον κύριο πρόεδρο επί της ελληνικής δημοκρατίας, του χρόνου, καλά να ‘μαστε, να καλέσει και εμένα μαζί με μια παρέα φίλων από το χωριό (Λευκοπηγή) σ’ αυτή του την αυλή, δια τους εξής νόμιμους, βάσιμους κι αληθινούς λόγους:
Τω καιρώ εκείνω, μέρες 23 προς 24 ο Ιούλιος του 1974, φοιτητές στο χωριό γυρίζαμε, ανώδυνα «ρεμάλια», αστράτευτοι κι ακάλεστοι ως αγύμναστοι, από την επιστράτευση της πλάκας της 20ης Ιουλίου, όταν μπήκαν στην Κύπρο οι Τούρκοι, και περιμέναμε, άγρια φορτισμένοι δε λέω, να πέσει η χούντα. Παίζαμε τάβλι και χαρτιά ή παρακολουθούσαμε. («Είκοσι χρόνια παίζοντας αντί χαρτιά βιβλία») στα καφενεία της πλατείας δίπλα στο λάκκο γεμάτο υγιεινό νερό (κι όχι όπως στο γελοίο εθνικό αυλάκι το «Σάπιο νερό») και κάτω από τον τρισμέγιστο πλάτανο.
Ακούσαμε την 23η το μεσημέρι στο σταθμό των Παρισίων, με ευχάριστη αδημονία να λένε πως κάτι έκτακτο συμβαίνει στην Ελλάδα ενώ στη χωρική τηλεόραση ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, ένας Κ. Ράλλης αν καλά θυμάμαι, να σοβαρλολογεί: «Μην ακούτε τους διαδοσίες». Ομως η πολιτική αλλαγή ήταν ήδη γεγονός. Οι πολιτικοί ξαναπήραν την εξουσία στα χέρια τους (κι οι επίγονοί τους κατάφεραν κι έφεραν, 36 χρόνια μετά, τον τόπο στη χρεοκοπία και τη διάλυση)· η δικτατορία πέρασε στις πίσω μας σελίδες.
Εμείς, νέοι τότε μιας άλλης πατρίδας και παρτίδας απόψεων (και «χαρτοπαιγνίων») το μόνο που κάναμε, έτσι για να δείξουμε την οργή μας, ήταν κάποιος μας να κλωτσίσει το πιλήκειο («Μηδέν στο πηλίκειο» που λέει κι ο επιμνημόνιος πρωθυπουργός μας») από έναν κάπως βλάκα, χωροφύλακα, ο οποίος παρακολουθούσε τα παίγνια ως θεατής· κι αυτό πήρε την άγουσα προς το λάκκο.
Εκείνη τη μέρα (μήπως την άλλη τι σημασία έχει βέβαια τότε οι πρώτες μέρες της πολιτικής αλλαγής ήταν όλες το ίδιο φωτεινές) ο μπάρμπα-Μήτρος Ζάκας, ο οποίος είχε το καφενείο δίπλα στο λάκκο, θέλησε να φυτέψει τους ...διαδόχους του μεγάλου πλάτανου. Με εμάς βοηθούς φυτεύτηκαν δύο τρία πλατάνια. Δεν επιβιώσαν όλα, μόνον ένα, αλλά είναι τόσο βεβαίας χρονολογίας, όσο είναι ο καθένας μας για τα ήδη χρόνια του επί γης. «Ο πλάτανος της Δημοκρατίας» τον είπαμε και τον λέμε ακόμα, όταν συνδαυλίζουμε εκείνες τις μνήμες, δείχνει και συνεχίζει σφριγηλός προς τα πάνω, τα δίπλα, τα κάτω του. Τώρα έσπασε και τα πέτρινα δεσμά του, που περιέβαλαν τον κορμό του, αφού οι ρίζες του ψάχνουν με αγωνία, έκδηλη φορές στα φύλλα του, για ζωτικό χώρο. Ο πλάτανος όπως η Δημοκρατία και το ποδήλατο, όπως έλεγε κι ο Λεωνίδας Κρκς (τον είδα εκεί στην αυλή του προέδρου καθισμένο πάνω στα χρόνια και στα κονιορτοποιημένα του όνειρα) για να ζήσει, πρέπει να προχωρήσει.
Αυτά τα γενναία, λοιπόν, κάναμε εμείς τότε. Καταφέραμε να φυτέψουμε έναν πλάτανο ο οποίος μεγάλωσε και μέχρι σήμερα μας θυμίζει πως υπήρξαν (κι υπήρξαμε) κάποια χρόνια «θύματα» μιας γλυκιάς κι ολοζώντανης πολιτικής περιόδου, στην οποία προλάβαμε, κατά τον τραγουδοποιό, «να δούμε τους ποιητές», ότι μόνον τσαλαπατητές κάθε ωραίου βλέπουμε και ζούμε σήμερα.
Νομίζω πως αξίζει να αναγνωρίσει αυτά ο κυρ’ Πρόεδρος και να τιμήσει την αξόδευτη τότε συναισθηματική φόρτιση των νέων -δεν είμασταν όλοι της άμεσης πράξης- και τελικά να μας καλέσει (τον Γ., τον Γργ. τον Κ., τον Ν. τον …ποιόν άλλο;) στον κήπο του, μαζί με όλους τους άλλους –μαργαρίτες και μη-, να κόψουμε κι εμείς βόλτες, πίνοντας αναψυκτικά, έστω, να φωτογραφιζόμεθα, να αλλάζουμε κουβέντες ή σιωπές· μπορεί να μας δείξει κι η τηλεόραση, και έτσι να περάσουμε εμείς καλά κι αυτοί καλύτερα.
Ας κοπανήσω και την ύστερη στροφή μου, ως αόριστη κι ανεπιτυχή συμπύκνωση ενός τρόπου που μας συνείχε άλλοτε, ως πράξη και τώρα ως μνήμη.

Σε πλάτανο βεβαίας χρονολογίας κάποτε ενηλικιωθήκαμε
ως μιας εποχής συμβάντα χωρίς έρμα πείρας ανοχύρωτοι
σε περιδινήσεις μιας φευγαλέας αίσθησης λησμονηθήκαμε
χωρίς σκοπούς ψυχής και σώματος· πόθοι ανεκπλήρωτοι.

Τρίτη 20 Ιουλίου 2010

Γυνή στο θέρος πλέουσα


Γυνή -όχι γυμνή- πλέουσα στην επιφάνεια της θαλάσσης
αμέτρητων χρόνων, και το νερό να διαγράφει την ειδή της
στα ρούχα, που άλλοτε θα λαχτάριζες να προσπελάσεις.
Τώρα εκεί περιγράφονται μόνον τ’ άφτερα πτεροειδή της.

Παλιά κυρία που χώθηκες και χάθηκες σε κύματα απείρου
και λησμονήθηκες στης πράξης τα θέλω και τα μη πρέπει.
Αν το λογάριασες λίγο να διαβείς τα σύνορα του ονείρου
η λαιμητόμος του καιρού να αφεθείς δεν σου το επιτρέπει

στου Ν. Καββαδία πάνω τo φτερό του καρχαρία να ταξιδέψεις.
Δεν σε κρατάει πια η μοίρα σου καθώς ελάφρυνες πολύ
απ’ του ωραίου το μερίδιο που σ’ αναλογεί να κλέψεις.
Ομως η θάλασσα, ο ήλιος, το νησί σε νιώθουν σαν πουλί.

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010

Ο όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ και του Δρεπάνου


...Τι του ‘ρθε Κυριακή 18 Ιουλίου περί το εσπέρας με λίαν ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα –καλοκαιριάτικες οι μπόρες κι άγριες με τις επί γης πτώσεις κεραυνών και ενουράνιων μπουμπουνηγμάτων, να πάρει τον παλιό δρόμο, από Δρέπανο προς Θεσσαλονίκη! Με την Εγνατία πόσο άσπλαχνα λησμονήθηκε αυτή η διαδρομή με την οποία πραγματοποιήσαμε την πρώτη έξοδο από τα χωρικά χώματα της πόλης και του χωριού, προς τον άλλο πολιτισμό και τους ανθρώπους του. Το πρωί στην πόλη, σ’ ένα στύλο με φανάρι δρόμου, μια μικρή αφίσα, δύο παλάμες έκταση, έλεγε πως το βράδυ στον ιερό ναό του οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ (υπήρχε τέτοιος λοιπόν στην περιοχή μας;) θα διεξαχθεί εσπερινός, ότι την επαύριο ξημέρωνε η γιορτή αυτού του Ρώσου αγίου.
Λίγο πριν βγεις από το Δρέπανο δεξιά παίρνεις μία οδό στο λοχία Π. Αποστολίδη του αλβανικού πολέμου ήρωα, αφιερωμένη, παρισινών προδιαγραφών (τηρουμένων των μεγάλων αναλογιών πάντα) και φεύγεις προς τα πάνω στους λόφους· φλαμουριές και άλλα δέντρα μικρά μετά μεγάλων ένθεν κι ένθεν του δρόμου, ο οποίος κράτησε επ’ αρκετό τη σκέψη μου με την αισθητική και την όποια του αναφορά σε ταξίδια, αναγνώσεις, προσδοκίες, ποίηση τελικά.
Στην βόρεια πλάτη της εκκλησίας σαν δύο αφίσες απ’ αυτές που κρεμά ο επερχόμενος μεγάλος Δήμος των ασήμαντων ανθρώπων, στο Δημαρχείο του και τελαλούν τις εκδηλώσεις διαφόρων-συνήθως γελοίων- καλλιτεχνικών όντων, δύο εντοιχισμένες ωραίες εικόνες του αγίου Γεωργίου και του οσίου Σεραφείμ. Ο ναός από παλιά ευλαβούνταν στη μνήμη του πρώτου μεγάλου αγίου και στη συνέχεια, κοντά στα δύο χρόνια τώρα, ετοιμάζονται να προσθέσουν παρεκκλήσι, αφιερωμένο στον νεοφανέντα Ρώσο άγιο. Αυτός γεννήθηκε το 1759 στο Κούρκ της Ρωσίας, βαπτίστηκε Προχόρ και στα 17 του μπήκε στο μοναστήρι του Σάρωφ. Εκεί «διψώντας» να πλησιάσει περισσότερο το Θεό, ως μοναχός Σεραφείμ πια, τον παρακάλεσε να τον αξιώσει ν’ αποσυρθεί (τον είχαν φθονήσει κι οι συν-μονάζοντές του δια το ατσαλάκωτον της πίστης του) σε κάποια ερημική περιοχή. Ετσι για 16 χρόνια βρέθηκε βαθιά μέσα στο δάσος σε μια καλύβα με μόνους σύντροφους και φίλους (αυτός ο μετέπειτα «Φίλος του Θεού») τα δέντρα και τα ζώα του δάσους, για να αφοσιωθεί στη μελέτη, στη σιωπή, στην άσκηση και στην έντονη προσευχή, αγωνιζόμενος μέρα τη μέρα ν’ ανεβεί την κλίμακα που οδηγεί στα ουράνια. Τότε έκανε και τη γνωστή άσκηση «Χίλιες νύχτες προσευχής» (οι «Χίλιες και μια νύχτες» αφήγησης είχαν προηγηθεί). Πάνω σε μια μεγάλη πέτρα (αυτή κι αν ήταν «πέτρα της υπομονής») ξαγρυπνούσε προσευχόμενος επί χίλιες νύχτες! Στο δάσος κάποτε του ρίχτηκαν ληστές να του πάρουν το θησαυρό που ...έκρυβε (αυτός τον μόνο θησαυρό που είχε ήταν της ψυχής του). Τον χτύπησαν τόσο πολύ που μόλις επιβίωσε. Σύρθηκε ως το μοναστήρι όπου και σώθηκε κι έκτοτε περπατούσε «συγκύπτων». Θυμήθηκα τα παρόμοια πάθη του ιερομόναχου Ιλαρίωνα στη Λαριού από τη συμμορία του μέγα Μπάμπη (πάει κι αυτού η δόξα, πρόωρα έγινε τροφή σκωλήκων, όπως και κάθε άλλη εγκόσμια φυσιολογική ή αφύσικη που τότε εγγίζει στη λόξα) τον έδειραν έως θανάτου να τους αποκαλύψει κι αυτός, που έκρυβε τις λίρες του, ο πολυτάλας μοναχός. Εξελίχτηκε σε μέγα «στάρετς» στο μοναστήρι του Σάρωφ μέχρι το τέλος του βίου που επισυνέβη το 1833. Κηρύχτηκε άγιος το 1903.
Είχα διαβάσει μια βιογραφία του γραμμένη από τον Π. Β. Πάσχο κι από κει τον πρωτογνώρισα κάπως και αγάπησα, ας πούμε.
Τις προάλλες μου ζήτησαν ένα κείμενο λίγων λέξεων (οι 300 για την αδολεσχία μας είναι ελάχιστες...) για το ημερολόγιο της Εταιρείας Συγγραφέων. Εκεί το ‘φερε και το θέμα και θυμήθηκα τον άγιο με την ιστορία των διψασμένων μουλαριών στον Αθω. Στην νεότητά του αυτός ξενυχτούσε στις θερισμένες καλαμιές τα μουλάρια και τ’ άλογα. Ούτε που ήξερα πότε εόρταζε πολύ δε περισσότερο ότι εδώ δίπλα μας πως υπήρχε εκκλησία, έστω κατά το ήμισυ δική του. Υπάρχει δε και τεμάχιο λειψάνου του, το οποίο δεν προσκύνησα και δεν ξέρω γιατί.
Προΐστατο του εσπερινού ο άγιος άνθρωπος του Θεού, αρχιμανδρίτης Αυγουστίνος (Μύρου) συγγραφέας και πολλών βιβλίων, ο οποίος είπε το λόγο του ζεστά κι αγαπητικά για τον Σεραφείμ κι εντός του κηρυγματικού χρόνου, χωρίς να γίνει ούτε λεπτό βαρετός, όπως συνήθως συμβαίνει με τους μεγαλοσχήμονες του κλήρου και του λήρου.
Εφυγα με μια γλυκόπικρη αίσθηση νοσταλγίας (για τί πράγμα και για ποιό λόγο;) από αυτόν τον εσπερινό στο Δρέπανο ευγνωμονώντας εκείνους του κατοίκους του χωριού που είχαν την πρωτοβουλία (δεν ρώτησα να μάθω ποιοί και γιατί, αν και ο παπα-Ηλίας του τώρα είχε σίγουρα το λόγο του) κι έφεραν εδώ δίπλα μας την υλική -εν εκκλησίαις- μνήμη του οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ.
Στο λεκανοπέδιο της πρώην λίμνης Σαρί Γκιόλ, με θερισμένα όλα πλέον τα χωράφια του, τα φουγάρα των εργοστασίων εν κονιορτο-θριάμβω, νύχτωνε κι άναβαν στα χωριά οι λύχνοι της αγίας καθημερινότητας, γιατί όχι κι οι στιγμιαίοι λαμπτήρες της ανατροπής της, όπως επισυνέβη και εις ημάς αυτούς, ανέλπιστα με τον όσιο Σεραφείμ του Δρεπάνου.

Τρίτη 13 Ιουλίου 2010

Αποκαλυπτήρια ή αισθητικά και πολιτιστικά κατεδαφιστήρια



Στην αυλή του Λαογραφικού Μουσείου τυλιγμένος στο επίσημο γαλάζιο πλαστικό του περιμένει ο ανδριάντας του Κ. Ε. Σιαμπανόπουλου τον ...Οικουμενικό Πατριάρχη να τον αποκαλύψει! Απελπισία! Ενας δάσκαλος πρωτοπόρος, ορθολογιστής και κάθε άλλο παρά θρησκευόμενος και σκοταδιστής, να υφίσταται τέτοια βεβήλωση η μνήμη του από τους επιγόνους του! Η τοπική πολιτεία δια του κ. Νομάρχου της, που χρηματοδότησε την κατασκευή του, παραμερίζεται περιφρονητικά. Επαρχία γαρ και «Είμαστε μεσοπόλεμος, σου λέω, ανίατα μεσοπόλεμος» (Βύρων Λεοντάρης).
***
Αυτά γράφαμε τον περασμένο Απρίλιο. Τώρα, όμως, όλα έλαβαν τέλος. Μεσούντος του Ιουλίου κι απούσης της επίσημης («αγαπημένης» κατά τον σύζυγο της κυρίας Γκερέκου) καλεσμένης κ. Υπουργού επί της θλιβεράς παιδείας και διαφόρων άλλων ακόμα εκπαιδευτικών ...θριχών και τίτλων, λόγω επανειλλημένων υποχρεώσεών της, ο κ. Νομάρχης αποκάλυψε τον ανδριάντα του μέγα Εκλιπόντα, χυθέντα σε μπρούντζο. Μου κάνει εντύπωση, αλλά είπαμε, «είμαστε ανίατα μεσοπόλεμος», το γιατί παραγνωρίζουν τον μόνο ευεργέτη του ...ανδριάντα, την Ν.Α. Κοζάνης και τον κ. Νομάρχη αυτής (οσονούπω διαλυόμενα και τα δύο και εις περιφερειαρχεία μετατρεπόμενα, του κυρίου Ρούλη Κκλδ (γιατί αργούν οι κύριοι και οι συν-κυρίες του πασόκ να τον χρίσουν εντελώς ως άνθρωπό τους) καραδοκούντα να τα καταλάβει εξ εφόδου ο αθεόφοβος, και κάθε φορά θέλουν να κολλούν δίπλα στους τοπικούς άρχοντες κάποια τσόντα, διάφορους δηλαδή τύπους από Πατριάρχες εν αγία αδιαφορία, έως Υπουργούς εν αγρία κομματική απελπισία.
Στητός αγέροχος, όπως στάθηκε σ’ όλες τις δυσκολίες της ζωής του –στις ασήμαντες μόνο λύγιζε- είδαμε στον ανδριάντα του και φυσικά αυτό έλειπε να μην κάνουμε σχόλια! Επεμβαίνουμε τελικά σχεδόν σε όλα με ταχύτητα (και φορές τραχύτητα) λες και δεν έχουμε άλλη δουλιά να γράψουμε, και με την ίδια χρονική συνέπεια, όπως κι ο παραπάνω οιονεί βουλευτής (μια φορά βουλευτής, πάντα βολευτής, όπως λεν στους προσκόπους) όστις καταθέτει ερωτήσεις σωρηδόν κι επερωτήσεις τσουβαληδών, προς το τίποτα, έτσι για να υπάρχει στην πιάτσα των τοπικών ΜΜΕ, στα οποία οι περισσότεροι τον παίρνουν και στα σοβαρά!
- Μήπως το αυτό πάσχουμε κι ημείς, αλίμονο;
1. Στα αποκαλυπτήρια ενός αγάλματος, την ανώτερη μετά θάνατον τιμή που γίνεται σ’ έναν επώνυμο (εν ζωή προτομές αξιώθηκαν μόνο ο κύριος Μέγας Αλέξανδρος Κούδας, ποδοσφαιριστής κι ο επίσης κύριος Πέτρος Γαλακτόπουλος παλαιστής δεύτερος ολυμπιονίκης- αν ήταν χρυσός θα δικαιούτο ανδριάντα), αφού έτσι περνάει στο πάνθεο της όποιας, τέλος πάντων, ιστορίας, καλείς, ως θεσμός, κόσμο να λαμπρύνει την εκδήλωση. Τιμάς ούτω πως ιδιαιτέρως τη μνήμη του τιμώμενου. Οχι, όπως γράφουν στα μνημόσυνα: «Ιδιαίτερες προσκλήσεις δεν θα σταλούν» κι ούτε φυσικά τυπώνεις αφίσες και καλείς εν γένει τον κόσμο, όπως καλή ώρα κάνει ο κύριος Φιλοπρόοδος Σύλλογος («Στην κερασιά από κάτω» που συνήθως πέφτουν τα σάπια κεράσια) -οποία πολυχρόνια γλυκεράδα μας λανσάρεται ως πολιτισμός νέου τύπου!-, ή οι εκδηλώσεις για τα θερινά πανηγύρια των χωριών καθώς και οι επέτειοι των κέντρων διασκέδασης (τα «Νανάκια» Ροδιανής λ.χ. γιορτάζουν τα 20 χρόνια της νανοσφαγεύσεως των πουλιών τους υπέρ των καταπιόνων και των στομάχων όλης της Περιφέρειας (όσην δηλαδή άφησαν αφάγωτη οι λε(γ)ούρδηδες και λοιπά όντα σημαντικά κι ασήμαντα.
2. Συνήθως τα μαυσωλεία είναι γεμάτα μάρμαρα, όπως και στην περίπτωση μας, αλλά και κυπαρίσσια. Τα δύο λιγνά και σεμνά που στέκονται σαν τους φρουρούς δίπλα από τον Αγέρωχο, θυμίζουν τους Ηρακλείς του στέμματος, κάποτε στα δραχμικά μας αποθέματα (Αχ, που ‘σαι δραχμή),, τώρα παραπέμπουν σε νεκροταφεία αφού εκεί συνηθίζονται διότι οι ρίζες τους πηγαίνουν, προς τα κάτω για να μην ξεσκεπάζουν κόκαλα.
3. Η έλλειψη ενός δέντρου στο οικόπεδο πίσω από τον ανδριάντα, όπου ήταν άλλοτε η περίφημη ιτιά, για την οποία διεξήχθη η μάχη του μεγάλου Απόντα με τον άλλο απόντα Χρ. Μπέσα, και τα σκάγια πήραν ημάς (όπως, όταν παλεύουν στο βάλτο τα βουβάλια και την πληρώνουν κ.λπ...) είναι απελπιστικά φανερή. Ισως πρέπει να πείσουν τους κυρίους του διασκεδαστηρίου χώρου «Αν» να φυτέψουν κάτι για να καλύψουν τας μελαγχολικάς, τουλάχιστον, κυπάρισσους.
Θυμίζω, αλλά αυτό το γνωρίζουν μάλλον τα εντελώς εγγράμματοι μέλη του Δ.Σ. του Σ.Γ. και Τ.ν. Κοζάνης (κατά τεκμήριον οι πιο μορφωμένοι της περιοχής) πως το θεατρικό «Πέρα απ’ τον ίσκιο των Κυπαρισσιών» του Γιάννη Ρίτσου, πρωτοανέβηκε στην Κοζάνη 9 Φεβρουαρίου 1945, από το θέατρο του Λαού στο θίασο μέλος (ηθοποιός) του οποίου ήταν κι αυτός. Εδώ ως μονόπρακτο «Η Αθήνα στ’ άρματα» και σε λίγο το έκανε τρίπρακτο με τον τίτλο «Η Μάνα» για να λάβει την οριστική μορφή το 1958. Ο Μιχ. Παπακωνσταντίνου (θείος του νυν ψυχρού ολετήρα των φτωχών) έγραψε την «Πέτρινη πόλη» του τότε (και του τώρα και του αεί).
«Η πολιτεία κοιμάται
βαθιά-βαθιά κοιμάται η πολιτεία
με το πρόσωπο χωμένο στις πέτρινες παλάμες της...»
άρχιζε ο Γ. Ρίτσος το θεατρικό του.
4. Ο γλύπτης εκ της Βορείου Ηπείρου της νοτίου Αλβανίας, Βαγγέλης Τσεκρετζής, φρόντισε να χαράξει επί του έργου του (δεν συνηθίζεται στο σώμα αλλά στη βάση του) το όνομά του αδέξια και βιαστικά για να υπάρχει. Ηξερε φαίνεται πως οι του Συνδέσμου οικειοποιούνται (επιτυχώς ή με χωρική πονηριά) τα ξένα έργα λόγου και τέχνης.
5. Στα αναθηματικά, μεταλλικά φύλλα (καρακιτσαρία και της πλάκας στην κυριολεξία κι επ’ αυτής) με το «Δάσκαλος» (να υποδηλώνεται άραγε «του γένους», όπως βλακωδώς τον είπαν αμετροεπείς τοπικοί, πολιτικοί, τα κατεξοχήν ημιμαθή όντα, και «ιδρυτής του Λαογραφικού Μουσείου κλπ.». όπως και με την όλη σύνθεση του ερήμην σώματος, ταφικού μνημείου, θύουν στο αυτονόητο, όμως δεν παραλείπουν και το ελαφρώς ανόητο. Είναι μέσα στα αισθητικά και στα ιδεολογικά μέτρα του αγαλματοποιηθέντος, άρα είναι και όντως πετυχημένο. Το μουσείο στο Μπούρινο δείχνει του λόγου το ασφαλές. Επομένως κι εν κατακλείδι όλα καλά έγιναν και καλώς καμωμένα ήδη υφίστανται. Αυτός είναι ο θεσμικός μας πολιτισμός, οι άνθρωποί του, οι δυνατότητές τους. Αυτά μπορούν, τόσοι ήταν. Δίπλα τους ο νομαρχιακός χειρότερός τους και παραδίπλα ο Δημοτικός τρις χειρότερος.
6. «Κι όλα αυτά χωρίς καμιά έξαρση, καμιά καταγγελία, κανένα βεβιασμένο γέλιο, μόνο μ’ έναν ανάλαφρο, ανάλαφρο, ανάλαφρο πέπλο θλίψης» κατέληγε ο Μίλαν Κούντερα στο νέο βιβλίο του «Συνάντηση» μετ. Γ. Η. Χάρης, εκδ. Εστίας (μόνον για εκλεκτούς αναγνώστες όμως).


ΥΓ. Διαβάζουμε για τα οικονομικά προβλήματα του Συνδέσμου Γραμμάτων και του Μουσείου λαογραφικών εκθεμάτων κλπ. Γνώμη μας είναι και με το συμπάθιο, οι νυν διοικούντες, οι οποίοι κι έφεραν το Σύνδεσμο στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, καλή ώρα όπως ο Πρωθυπουργός μας τη χώρα του, να καλέσουν τον παραπάνω πολιτευτάκια διαρκείας, ως Μουσειοσωτήρα και να του αναθέσουν τα ηνία τους. Αυτός θα κάνει διοίκηση εθνικής αχαμνότητος κ.λπ. τα γνωστά δηλαδή από τον Ιούλιο του 1974. Ετσι κι αλλιώς σε λίγο εκεί θα καταλήξει, εκπροσωπών στο παρελθόν, στο παρών και στο μέλλον το είδος του μόνιμου υποψηφίου δημόσιας, πολιτικής θέσεως, ουδέποτε επιτυγχάνων αυτή, πλην εκείνης του παρουσιαστή ποιητικής συλλογής, τα καθήκοντα της οποίας εσχάτως διεξήλθε επιτυχώς ο πολυτάλας.

Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010

Τα ήμερα του βουνού και τα ακόμα πιο ήμερα του λόγγου



«Ο Mahler έλεγε συχνά ότι δίχως την αποτοξίνωση της ζωής μέσω του χιούμορ δεν θα μπορούσε να αντέξει την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης»

Bruno Walter

Είδα εσχάτως στις εφημερίδες τον ένδοξο (μήπως και κάπως ένλοξο αλλά με ωραία λόξαν ποιμενικήν, ήγουν αυτής της διαποιμάνσεως ανθρώπων και αλλόγων όντων), Δήμαρχον Γαλατινής μέχρι τέλους του έτους και μετά στο μέγα δήμο Βοϊου πλέον οριστικά κι αμετάθετα (της έδρας). Σ’ αυτόν το Δήμο θα ανήκουν και τα βοειδή τα οποία δεν γνωρίζω πότε εορτάζουν (κουρεύουν) γιατί η περίφραση «Οταν κουρεύουν τα γελάδια» δεν παραπέμπει σε ημερομηνία μάλλον το ποτέ ορίζει. Χόρευε λίαν λεβέντικα (από την έκταση των χεριών και το παράστημα, του μύστακος συνεπικουρούντος, θα χόρευε μάλλον το ηρωικό τσάμικον: «Ενας λεβέντης διάβαινε» και κούρευε. Δίπλα του κλαρίνο μεθυσμένο τον εμαυλούσε (μαυλώ στην ποιμενική σημαίνει με παραπλανητικές χειρονομίες και λόγους να προσκαλείς τα ζώντα ζώα κοντά σου) και παραδίπλα λογής πρόβατα έλλογα και άλλογα μετείχαν της λαμπράς ταύτης πανηγύρεως δηλονότι της δημόσιας κουράς προβάτων (καμία σχέση με την κουρά μοναχού ή ιερωμένου). Αλήθεια, εορτή (κουρά) μόνον προβάτων ή μήπως έχουμε και αιγών-γιδιών δηλαδή; Αυτά όμως, νομίζω ότι τα κουρεύουν του Αϊ Γιάννη, 24 Ιουνίου -αγαπητή σε μένα ημέρα μαζί με το κι ομότιτλο ποίημα του Γ. Σεφέρη.- κατά την οποία αναμμένες φωτιές υπερπηδούν οι νότιοι και οι νησιώτες, τον Κλήδονα συνομολογούν οι πόντιοι (ήπιοι ή άγριοι) κι οι ντόπιοι, βλάχοι κλπ. «μιλέτια» κουρεύουν τα γίδια. Μετά την διάπραξη αυτή στην έξοδο του κοπαδιού από το χώρο «κουλκουρεύσεώς τους» στο χωριό για να επιστρέψουν στο λόγγο στολίζουν τα κέρατα των τράγων με τα τεράστια βουερά κουδούνια, με Αγιάννη, λουλούδι χρώματος προς το μωβ και με έντονη μυρωδιά που κάπως συγγενεύει συνάμα καλύπτει και νοθεύει την βίαια κι οξεία στην αίσθηση, γενετήσια οσμή των κερασοφόρων, που ζητά άμεση ικανοποίηση με άγριο μάλιστα τρόπο στην αίτησή του.
Σημ.: Τώρα αυθαιρετώ λαογραφίζων τοιουτοτρόπως, αλλά ως γωστόν η Λαογραφία είναι μια ενέξοδη εγγράμματη ενασχόληση με την οποία μπορεί να ασχοληθεί ο πάσα ένας κι ατιμωρητί· είναι επιστημονικά ανοχύρωτη κι ακατοχύρωτη. Παρακαλώ εδώ να μου επιτεθούν για την ολιγολοαγραφοσύνη μου οι κ.κ. Λαογράφοι και Οικολόγοι –πάλι αυτοί;- μάλλον όχι οι οικολόγοι εδώ αλλά με όσα παρακατιών θα γράψω θα δώσω λαβή στον κ. Αι-Λάζαρον με την διφυή υπόστασή του, πότε οικολόγος πότε πολιτικοπρασινολόγος, πότε κόμμα (που δεν δέχεται σκώμμα) πότε κίνημα (αυτό κι αν είναι τέτοιο!), όπως τον βολεύει δηλαδή- να μου ριχτεί καθοριστικά ίσως και με νοκ άουτ.
Ανήμερα της φετινής γιορτής του Αϊ-Γιάννη έφτασα ως την είσοδο του καθεδρικού της πόλεως, παραμέσα δεν πάω όταν λειτουργούν δύο παπάδες οι οποίοι στον εσπερινό και στο «Κύριε εκέκραξα» μ’ αφήνουν ...αθυμιάτιστο (κατά τον «Αλιβάνιστο» του Αλεξ. Ππδ.) δια την ιερά χλεύην που τους φιλοδώρησα άλλοτε. Σε σημείο που ο μόνιμος (άγιος) του στασιδιού στον οποίο προσκολούμαι σαν βδέλλα δίπλα του (έχει εξασφαλίσει σίγουρα θέση στον Παράδεισο, όταν όλοι μας θα τα «γυαλίζουμε» στην Κόλαση μαζί μας κι ο κ. Παγούνης που τα βάζει με την αγία Αικατερίνη) με τους άπειρους εκκλησιασμούς και τις υπερεκατόν είκοσι εισόδους του στο άγιον Ορος (κάθε είσοδος εκεί, λεν οι αγορείτες, εξαλείφει μια μεγάλη αμαρτία, άρα;) να μου λέει: «Πήγαινε παραπέρα γιατί πιάνουν και μένα τα σκάγια της α-θυμιατήσεώς σου». Μια αγία γυναίκα (αγίες θεωρούνται σήμερα οι απλές γυναίκες του λαού του χωριού ή της πόλης που διατηρούν μια έμφυτη ευλάβεια διακρίνονται για το ειρηνικόν του βίου και ρίπτουν χάρτινο νόμισμα στον δίσκο κατά την προτροπήν του αγίου Ποιμένα τους) μου έδωσε ένα μεγάλο κλωνάρι με το ομώνυμο της εορτής άνθος του Αγιάννη. Είναι μία απ’ αυτές τις γυναίκες τις στερημένες λειτουργιών, αφού οι παπάδες (όχι ιερείς) ως γνήσια τέκνα του δεσπότη τους έκοψαν για λόγους οικονομικούς («ο πόσα δίνεις κι ο πόσα παίρνεις» του Κ. Παλαμά) εκείνες τις ωραίες λειτουργίες της Τετράδης στα ναΰδρια Αγίας Αννης, και Μεταμορφώσεως του Σωτήρος δίπλα από τον χαίνοντα και ερειπωμένο Ξενία.

- Εξ αυτού εμνήσθην ημερών προβατοαρχαίων...



«Πόσο ξένο και μοναχικό θεωρώ μερικές φορές τον εαυτό μου! Ολη μου η ζωή είναι για μένα μια μεγάλη νοσταλγία»
Mahler
Μια Κυριακή πρωί ο ήλιος (καιρός κάπως νεφελώδης) μας βρήκε στο βουνό της μνήμης και της νοσταλγίας μας, με προϊστάμενον οδοιπορίας τον Γ. Μτλγκ. Πορεία επιστροφής στο χρόνο μέσα από τα ερείπιά του κι όπως αυτά χαράζονται στις στρούγκες της νεότητας, κυρίως με το άρμεγμα των προβάτων στο βουνό. Στη Βίγλα, τον ορίζοντα μας, τη γέμισαν με κεραίες της κινητής τηλεφωνίας οι λιμασμένοι του κέρδους κι οι λυσσασμένοι (κι εμείς κι εμείς εκεί...) της κάθε στιγμής επικοινωνίας! Περπατήσαμε το φρύδι στο Κράκουρο -κι αυτό είναι ο δυτικός ορίζοντας του λεκανοπεδίου- συναντήσαμε ένα εικονοστάσι στη μνήμη Αλεξάνδρου του φίλου του Θεού, αν κι εδώ έχω μια σύγχυση περί ποιού Αλεξάνδρου πρόκειται, δε ζει και ο Μάκης, υιός Μ. Σιαμέτη, να μου το ξεκαθαρίσει ως εορτογνώστης- ...βόσκοντας χαμοκέρασα, λιλιπούτειες φράουλες. Μ’ αυτά ήρθαν και οι μνήμες από αφηγήσεις του πατέρα στις μάχες των ελληλοελλήνων του Γράμμου· έχει πλέον σημασία σε ποιά πλευρά ήταν, ενδιαφέρει κανέναν αυτό πλην των «υπαλλήλων» του ΠΑΜΕ (να αρπάξουμε ό,τι μπορούμε). Ομως, τι μου φταίνει αυτοί οι αγαθοί άνθρωποι; Πηχτή δροσιά, πέτρες βουνού υπέροχες, πουρνάρια αδιάσχιστα, λιγόστεψαν τόσο πολύ τα κοπάδια αποψίλωσής των. «Μιλούσε αυτός που οδηγούσε» για τα πράγματα που κάτεχε από ίδια μνήμη, αλλά και από αφηγήσεις παλαιοτέρων. Τα γελαδομάντρια, κλειστοί χώροι μέσα στο κεδροπουρναρόδασο, όπου μάζευαν τα γελάδια οι γελαδάρηδες του τότε - τώρα το επάγγελμα αυτό μόνο ως επίθετο επιχωριάζει στην πόλη. Ηχοι κουδουνιών από γελάδια χαμένοι στο χρόνο και στο ασύλληπτό του χαραγμένοι στις πέτρες. [Ο ήχος των αγελαδοκούδουνων ως σύμβολο «απόκοσμης μοναξιάς» στο Μάλερ. Αυτός ήθελε μ’ αυτόν να προσδώσει τον χαρακτήρα ενός ολότελα γήινου θορύβου που ηχεί από πολύ μακρινή απόσταση και σβήνει. Σ’ εκείνα τα σημεία του έργου του ο ίδιος αισθανόταν «σαν να βρίσκεται στην υψηλότερη βουνοκορφή ατενίζοντας την αιωνιότητα. Καθώς λοιπόν ο σταδιακά εξαλειφόμενος ήχος των κοπαδιών που βόσκουν μακριά φθάνει ακόμη στ’ αυτιά εκείνου που οδοιπορεί στα ορεινά υψώματα, σαν ύστατος χαιρετισμός έμψυχων όντων» ο συγκεκριμένος ήχος του φαινόταν και ως ο μόνος ενδεδειγμένος για τον συμβολισμό της «απόκοσμης μοναξιάς». Κ. Φλώρου «GUSTAV MAHLER οραματιστής και δυνάστης», εκδ. Νεφέλη.] Τα αλώνια, πλακόστρωτοι κυκλικοί χώροι όπου αλώνιζαν οι παλιοί το στάρι από τα χωράφια που είχαν στο βουνό. Πάντα εκεί κι η πέτρινη καλύβα τους για να κοιμούνται. Σε μια τέτοια στο αλώνι του μπάρμπα Χαρίση κοιμήθηκαν οι αντάρτες (στο δεύτερο αντάρτικο) τους βράδιασε εκεί μετά την περιπολ(ε)ία τους στα χωριά του κάμπου. Ομως στο ύπνο, τούς έπεσαν κάποια κομμάτια λίρες στα άχυρα. Οταν γύρισαν να τις ψάξουν έβαλαν το μαχαίρι μέσα σχεδόν στο λαιμό (μην έκοψαν και μέρος του κιόλας) του μπαρμπα Χ. να τους αποκαλύψει αν τις βρήκε. Αυτός έπιασε το «δεν», έλεγε η μάνα, μέχρι τέλους. Αντεξε, γλίτωσε μόλις! Χάρισε μια από τις «χαμένες» σ’ αυτήν κι αυτή με τη σειρά τους, και με τα χρόνια, τη χάρισε στην ομώνυμη εγγονή της, όταν γεννήθηκε. Επαιζε μ’ αυτή (κι όσες άλλες μάζεψε) αφού μόνον συμβολική αξία έχουν και χρησιμεύουν σε οικογενειακά γεγονότα, εκτός από κείνες που βρήκαν σε τενεκέδες κάποιοι που τους είχε τάξει η μοίρα, το κόμμα, οι περιστάσεις να τις βρουν... μόνον όμως αυτοί!
Σκύβω σ’ αυτές τις πλάκες που μόλις φαίνονται και φιλώ πάνω τους, το χρόνο, που δεν έζησα αλλά τον άκουσα να υπάρχει και να περνά στους άλλους, στους δικούς μου, κομμάτια ίδια είμαστε άρα και από μένα.
Θέση Μπαράκος. Από που το όνομα; Ακουγα για ένα χώρο διασκέδασης –Θεσσαλονίκη, Αθήνα ποιος ξέρει;- για «Μια βραδιά στου Μπαράκου»! Στον «Αλιβάνιστο» του Ππδ. ένα μεγαλοβοσκό τον λέγαν Μπαρέκο...Τρεις οι στρούγκες προβάτων εκεί. Μηνά τ’ Ανέμελου στη μέση και κοντά στο πηγάδι με τις κουπάνες (ποτίστρες τις λένε οι αναπτυξιολόγοι κι οι καταχραστές σκανδαλοποιοί τους) ποτίσματος –χρησίμευε και για το ίδιον μπάνιο στη χάση και τη φέξη του χρόνου-, του Απόστολου Γκουτζιώτη, (κι αντιγράφω από τον «Αλιβάνιστο» μιαν εικόνα όχι όμως αυτού «.. Ο γέρων εφαίνετο αληθινός λυκάνθρωπος. Εφόρει είδος ράσου απροσδιορίστου χρώματος και μαύρην σκούφιαν, είχε μακράν κόμην, μαύρην ακόμη και ψαρά σγουρά γένεια.» πρώτη. Στην κορυφή του πεδίου ήταν των Μηντιλάδων ονοματοπαραποίηση των Δουγαλήδων, μεγάλης φάρας στο χωριό. Πριν φτάσεις εκεί- μνήμη εδώ σ’ έχω- σε ορμούσαν τα σκυλιά της πρώτης στρούγκας λυσσασμένα για άνθρωπο ξένο. Κάθεσαι τώρα στην οικεία στρούγκα του Μηνά στην ίδια πέτρα (της υπομονής) που κάθισες τόσες φορές όταν πήγαινες μαθητιών να κουβαλήσεις το γάλα από τα πρόβατα. Εσύ «λαλούσες» δηλ. τα οδηγούσες χτυπώντας τα πότε άγρια, πότε άκεφα, ποτέ όμως με όρεξη, προς την «Προβατική Πύλη» απ’ όπου ένα ένα περνούσαν για να αρμεχτούν. Αλλά εσύ συνήθως ήσουν χαμένος στο επί των γονάτων βιβλίο: Σαίξπηρ, οι Ρώσοι κλασικοί, ο Αλεξ. Ππδ. και σε φώναζαν λίαν προσβλητικά: «Αϊντε βάρε...». Αυτό σ’ έσφαζε ορισμένως αλλά και πάλι επέστρεφες («Επέστρεφε και παίρνε με...» στα προσφιλή σου. Εκεί πέταξες τη μεσαίου μεγέθους πέτρα για να μαζέψεις τα πρόβατα στη στρούγκα και χτύπησες κατακούτελα, στο σταυρό, το κατσίκι (είχε και μερικά γίδια το κοπάδι) κι αυτό πέθανε εντελώς κι αμέσως. Το πρώτο αλλά και το μόνο τόσο βαρύ, της ζωής μου αμάρτημα (Σιγά, έχασες το μέτρημα μάλλον!). Το ομολογώ τώρα κι ας με περιλάβει ο πρασινολόγος ως εριφιοκτόνο και δικαίως, παρότι παραγράφτηκε το έγκλημα από το νόμο των ανθρώπων αλλά όχι κι από το νόμο της φύσης.
Άρχισε ψιλή η βροχή. Μου δάνεισαν ένα αδιάβροχο οι φίλοι ότι εντελώς ανέτοιμος βγήκα στο βουνό. Ούτε βακτηρία δεν είχα αν και στο γραφείο μου, άνω των 30 καμαρώνουν ανενεργές, έργα των χειρών του στασιδιοσιομάρτυρα του αγ. Νικολάου. Το αλώνι τ’ Τσιροϊάννη (δεν κατέχω και το ιδίωμα να το γράψω δίχως λάθος) μεγάλο κι εντυπωσιακό. Αυτός ασχολούνταν σ’ όλο το βίο του με τις πολεμικές τέχνες: όπλα, σφαίρες, πυρομαχικά, εκρήξεις, πυροβολισμοί, κυνήγια, παλιές χειροβομβίδες άσκαστες κλπ. Σε τέτοιο σημείο είχε «ειδικευτεί» ώστε έδινε στους χωρατατζήδες του χωριού και ...βεβαίωση προϋπηρέσιας όταν πήγαιναν να δουλέψουν στα μεταλλεία χρωμίτη Αποστολίδη στις σήραγγες του Γιάχου, λίγο παρακάτω δηλαδή, ότι στο «Καλυκοποιείον – Πυριτιδοποιείον Τσιρογιάννη» δούλεψαν, όπως άλλοι στο αντίστοιχο του Μποδοσάκη.
Πιο πίσω ο τετράκλωνος κέδρος - έτσι τον ονόμασε ο αρχηγός- για τον οποίο ο Π. Β. Πάσχος έγραψε ένα ωραίο ποίημα κι ατενίζαμε τα βουνά μας: Ασπροβούνι, Καστρί με τα ερείπια του αρχαίου Κάστρο και τον εκεί βοσκότοπο (με τις πολυχρόνιες δικαστικές έριδες Λευκοπηγής – Μεταμορφώσεως)· η Τζερβένα, Νεράιδα, τα βουνά και υπόβουνα δηλαδή του Μπούρινου.
Επιστροφή. Απ’ το κοπάδι του Φόρη μας γαύγισαν τα σκυλιά αλλά εντελώς υπηρεσιακά, μας ένιωσαν μάλλον ως συγχωριανούς, ενώ στο μαντρί, τι λέω ολόκληρη ποιμενική βιοτεχνία του Μουρταζά στο Πορτοράζι, τα σκυλιά του όρμησαν να μας πετσοκόψουν αλλά το 4Χ4 ήταν απόρθητο. Είμασταν στη συνείδησή τους εχθροί, αναδρομικά κι αυτό πήγαινε και στις σκυλογενιές από τότε που τα χωριά πιάστηκαν σε πόλεμο για το νερό της Βίγλας και κόντεψαν να φτάσουν (δεν έφτασαν) σε μάχες εκ του συστάδην με κόσες, δρεπάνια, τσεκούρια, δίκαννα. Αντάλλαξαν όμως ομηρικούς πολεμικούς διαλόγους ο καθείς στον λεκτικό του τρόπο.
Ανωθεν του Πρωτοχωρίου το κτήμα Κουσίδη. Από τα πρώτα της περιοχής μαζί με του Ζήση Βενιώτη το περιβόλι και τα ακουστά φιρίκια, στα όρια των δύο κοινοτήτων. Παλιά δέντρα και μια γέρικη μουριά φορτωμένη.
Την ίδια είδαμε στον κουζινικό χώρο της μικρής αγίας Αννας στο άγιον Ορος, πριν λίγες μέρες.
Φάγαμε. Απλώς μας ανανέωσαν κι οι δύο το ρεπερτόριο των αναμνήσεων.
***
7 Ιουλίου. Ολη τη μέρα ακούω το «Τραγούδι της γης» του Μάλερ ημέρα γέννησης του συνθέτη, 150 χρόνια πριν, κι εγώ επιστρέφω στη δική μου γη χώνομαι σ’ αυτήν και χάνομαι στο τραγούδι της.

Σάββατο 3 Ιουλίου 2010

Το τραίνο που νόμιζες πως λαχτάριζες...



«...Ομως κανείς δεν είναι σήμερα τόσο λυπημένος
σαν κι εσένα σήμερα
κανείς δεν είναι τόσο ανήμπορος να κάνει κάτι
όλα έχουν φύγει αιώνες απ’ τα χέρια σου
κι αν κάτι σε παρηγορεί
είμαστε μόνο εμείς...»

Γιάννη Βαρβέρη «Ο άνθρωπος μόνος» εκδ. Κέδρος

Σφύριξε για ύστερη φορά και χάθηκε προς τα ανατολικά
η μόνη ταχεία της ζωής μας χωρίς πίσω να κοιτάξει
πήρε μαζί με το άδειο της κι όλα της ψυχής τα γυαλικά
και τη φωλιά που βρήκα εκεί κι από καιρό έχει ρημάξει.

Λαθρεπιβάτες μιας παραίσθησης το άπειρο θα κοιτάζουν
που θα φανεί καπνός αναθρώσκων φυγής ή νόστου
στις ουράνιες γραμμές αεροπλάνων καθώς χαράζουν
το δρομολόγιο μας στην παλάμη ενός θεού αγνώστου

Οι ράγες πια θα σε ταξιδεύουν στ’ ανάποδα του χρόνου
που θα διαβάζει στις σελίδες ό,τι το πεπρωμένο ορίζει
πράξεις, σκέψεις ενός καιρού και τρόπου αφρόνου
ως ο Σταθμάρχης θα χαιρετά το τραίνο που δεν γυρίζει.



Το ανωτέρω κούτσουρο ή πάτος μαζί με άλλα δέκα πρώην σώματα από φλαμουριές στον Σιδ. Σταθμό Κοζάνης, αφιερούται στον τοπικό Πράσινο-Λόγο και την εν γένει πρασινολογία του, μόνιμα εκ των υστέρων μεϊλολογούντα. Ενα περίπου χρόνο πριν μαζεύτηκαν εκεί περιμένοντας το "Πράσινό τους τραίνο", όπως οι άλλοι περιμένουν τα πράσινα άλ(λ)ογα) της ομόχρωμης ανάπτυξης και το διασκέδαζαν. Βέβαια θα πουν οι δρεπανηφόροι Μήδοι που ήδη πέρασαν, πως αυτές ξεράθηκαν (δε λένε ότι τις ξέραναν εδώ και δύο τρία χρόνια οι ίδιοι).

Ο τόπος μας ξεραίνεται από ανθρώπους και τρόπους αλίμονο.