«Πλούτος» ο ουρο-φέρων
Πού πάτε κυρ’ βλητο-θεατά πάλι, στο μέρος δι’ ούρος;
Εδώ θεατρίζει ο κ. Θύμιος, δεν πιανίζει ο κ. Σγούρος!
Γελούσα χωρίς όρεξη κι ήθελα να θυμώνω με αιτία. Είχε θερινό, ενσκήψαν εκτάκτως, κρύο, το οποίο προσάναπτε η ακατάσχετη ατακο-αδολεσχία του υπηρέτη του κ. Χρεμύλου, όστις, δι’ αυτής, αν και β’ πρόσωπο, κατέκλυσε το κοίλον, ενώπιον ενός σχολικής αρτιότητας σκηνικού. Ετσι είναι, άλλωστε, τα θερινά θεατρικά. Συντομευμένα φορές στο δράμα επί της ουσίας, πληθωρίζονται στην κωμωδία δια της ιδιολεκτο-συνουσίας, η οποία σε όλες τις παραλλαγές, σημαίνουσες, παρασημαίνουσες, λαμβάνει καιρό, τρόπο, τόπο δια λόγου πράξης. Ισως και καλά κάνει, αφού για γέλια είναι και τα γελοία, ιδίως όμως τα σοβαρά, που μας εμπεριέχουν. Κι όλα αυτά γινόταν στο ωραιότατο υπαίθριο Δημοτικό θέατρο Κοζάνης, το θέατρο δάσους της πόλης μας· τι ωραία να ήταν κι έτσι, ότι, όπως σημειώνει ο Φλωμπέρ στο «Λεξικό των κοινών τόπων»: Δάσος. Τα δάση μας κάνουν να ονειρευόμαστε. Κατάλληλα για τη σύνθεση στίχων. Το φθινόπωρο, στον περίπατο πρέπει να λέμε: «ό,τι απέμεινε από τα δάση μας». Ας μην το πούμε ποτέ εμείς αυτό αν και κι ο τοπικός πυρομανής φαντομάς έχει σοβαρές επί τω έργω, ενστάσεις.
Εν τω μεταξύ καλοκαίρι είναι, κρύο είχε, πολλή ώρα κρατούσε, τινές των ακροατών εκ της λεκτικής ακράτειας επόμενο ήταν να νιώσουν την ανάγκη της σωματικής αντίστοιχης, και να οδεύσουν προς το υπαίθριο «μέρος». Αυτό ήταν. Αμέσως γίνονταν μέρος του κοίλου διαπράγματος δια του υποκοίλιου εκτάκτου τους, αλλά φυσιολογικού πράγματος. Οι δύστηνοι θεατές υφίσταντο την τύχη του αρχικού διστίχου.
Στον Αριστοφάνειον Θυμιο-Καρακατσάνειον «Πλούτο» είχαμε την των «Υδάτων Υπερεκχείλιση», του Ν. Γ. Πεντζίκη, με την αθρόα παρακατάθεση υψηλών νοημάτων, για τα οποία, ο μόλις παραπάνω, έγραψε: «Αυτές είναι έννοιες κι εγώ από ιδέες δεν καταλαβαίνω διόλου. Τις χέζω όλες». Η επωδός, που έφερε όμως γνήσιο γέλωτα, ήταν η προς τον γαυγίζοντα φύλακα ασφαλείας και τάξεως του οίκου.
-Πάψε σκύλε, Βίκτωρ...!
Παράβαση.
«Γίναμε μήπως θεατές δυσκοίλιοι, πολίτες μη συγκρατημένοι,
που δεν ξέρουμε τι μας γίνεται αλλά ιδίως τι μας περιμένει;»
AΥΓΗ 22 ΙΟΥΛΙΟΥ 2007 Β. Π. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ
Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)
Τρίτη 24 Ιουλίου 2007
Τετάρτη 18 Ιουλίου 2007
ΠΥΡΟΜΑΝΕΙΣ ΕΝ ΓΕΝΕΙ
ΒΑΛΘΗΚΑΝ ΝΑ ΚΑΨΟΥΝ ΤΟ ΠΕΡΙΑΣΤΙΚΟ ΠΡΑΣΙΝΟ
ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ ΚΟΖΑΝΗΣ
Πυρομανείς ένας, περισσότεροι, εδώ και λίγες μέρες, φαντομάδες της φωτιάς, περιφέρονται στο περιαστικό πράσινο της πόλεως, δασάκι του αγίου Νικάνορα, στο Κουρί, στο λόφο του αγίου Θωμά, στον αη Σαράντη, χτυπούν βάζοντας φωτιά και φεύγουν. Τους ακολουθούν ανεπιτυχώς μέχρι σήμερα, αλλά τις φωτιές επιτυχώς, τα όργανα ασφαλείας και κατάσβεσης. Πολλές μικρές εστίες άναψαν τις τελευταίες μέρες που η άπνοια ευτυχώς, είχε καταλυτικά αποτελέσματα στην μη εξάπλωση της φωτιάς και τον αφανισμό του ελάχιστου πράσινου της Κοζάνης. Οι πυρομανείς, ίσως και να έχουν επισημανθεί από την ασφάλεια και να παρακολουθούνται δια την αυτόφωρη σύλληψη. Ομως η εύνοια του καιρού μπορεί και να μη συνεχιστεί και ν’ αρχίσουν αέρηδες, που μπορεί να οδηγήσουν σε παρανάλωμα, τον μικρό πνεύμονα που μας περιβάλλει. Η καθημερινή περιπολία στα επίμαχα δασύλλια, η μόνιμη παρακολούθηση του λεκανοπεδίου από το υψηλότερο σημείο της Κοζάνης, τον Αη-λια, η αυτόβουλη λαϊκή παρουσία των πολιτών σ’ αυτά τα μέρη, ίσως προφυλάξουν τα δέντρα.
Το τελευταίο κρούσμα ήταν στο άλσος του λόφου του αγίου Θωμά, κοντά στην εκκλησία, παραμονή της αγίας Μαρίνας, που έφερε στη μνήμη μια άλλη παραμονή της αυτής αγίας, πριν χρόνια, όταν κάηκε ο άγιος Δημήτριος. Ευτυχώς πρόλαβαν το κακό με λίγες απώλειες δέντρων κι ευτυχώς δεν φυσούσε αέρας, που θα σήκωνε τα πανιά των πυρο-ηλίθιων· διαφορετικά θα λέγαμε μοιρολατρικά ότι λένε οι ηττημένοι όλων των εποχών του ποδοσφαίρου, θέλοντας να καλύψουν την ανικανότητά τους: “Είχαν τον αέρα οι αντίπαλοι”. Προς το παρόν με τις φωτιές στην Κοζάνη ο αέρας παίζει αντικειμενικά, απέχοντας.
Παλιότερα στα χωριά με τις πυρκαγιές χτυπούσαν άγρια οι καμπάνες, που ξεσήκωναν στο πόδι τους συγχωριανούς. Σήμερα στην πόλη οι σειρήνες της Πυροσβεστικής ελάχιστους συγκινούν, καθώς το σαράκι του ατομισμού, του ας πάει άλλος, ας πάει η πυροσβεστική, το Δασαρχείο, ο Δήμος είναι, αλίμονο μια συνθήκη το αυτό επικίνδυνη με τον πυρομανή σε συνθήκες ανέμου.
Το φορτίο της λαϊκής αμέλειας και της ασύγγνωστης αδιαφορίας μας είναι δυστυχώς ασήκωτο.
Β.Π.Κ.
ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ ΚΟΖΑΝΗΣ
Πυρομανείς ένας, περισσότεροι, εδώ και λίγες μέρες, φαντομάδες της φωτιάς, περιφέρονται στο περιαστικό πράσινο της πόλεως, δασάκι του αγίου Νικάνορα, στο Κουρί, στο λόφο του αγίου Θωμά, στον αη Σαράντη, χτυπούν βάζοντας φωτιά και φεύγουν. Τους ακολουθούν ανεπιτυχώς μέχρι σήμερα, αλλά τις φωτιές επιτυχώς, τα όργανα ασφαλείας και κατάσβεσης. Πολλές μικρές εστίες άναψαν τις τελευταίες μέρες που η άπνοια ευτυχώς, είχε καταλυτικά αποτελέσματα στην μη εξάπλωση της φωτιάς και τον αφανισμό του ελάχιστου πράσινου της Κοζάνης. Οι πυρομανείς, ίσως και να έχουν επισημανθεί από την ασφάλεια και να παρακολουθούνται δια την αυτόφωρη σύλληψη. Ομως η εύνοια του καιρού μπορεί και να μη συνεχιστεί και ν’ αρχίσουν αέρηδες, που μπορεί να οδηγήσουν σε παρανάλωμα, τον μικρό πνεύμονα που μας περιβάλλει. Η καθημερινή περιπολία στα επίμαχα δασύλλια, η μόνιμη παρακολούθηση του λεκανοπεδίου από το υψηλότερο σημείο της Κοζάνης, τον Αη-λια, η αυτόβουλη λαϊκή παρουσία των πολιτών σ’ αυτά τα μέρη, ίσως προφυλάξουν τα δέντρα.
Το τελευταίο κρούσμα ήταν στο άλσος του λόφου του αγίου Θωμά, κοντά στην εκκλησία, παραμονή της αγίας Μαρίνας, που έφερε στη μνήμη μια άλλη παραμονή της αυτής αγίας, πριν χρόνια, όταν κάηκε ο άγιος Δημήτριος. Ευτυχώς πρόλαβαν το κακό με λίγες απώλειες δέντρων κι ευτυχώς δεν φυσούσε αέρας, που θα σήκωνε τα πανιά των πυρο-ηλίθιων· διαφορετικά θα λέγαμε μοιρολατρικά ότι λένε οι ηττημένοι όλων των εποχών του ποδοσφαίρου, θέλοντας να καλύψουν την ανικανότητά τους: “Είχαν τον αέρα οι αντίπαλοι”. Προς το παρόν με τις φωτιές στην Κοζάνη ο αέρας παίζει αντικειμενικά, απέχοντας.
Παλιότερα στα χωριά με τις πυρκαγιές χτυπούσαν άγρια οι καμπάνες, που ξεσήκωναν στο πόδι τους συγχωριανούς. Σήμερα στην πόλη οι σειρήνες της Πυροσβεστικής ελάχιστους συγκινούν, καθώς το σαράκι του ατομισμού, του ας πάει άλλος, ας πάει η πυροσβεστική, το Δασαρχείο, ο Δήμος είναι, αλίμονο μια συνθήκη το αυτό επικίνδυνη με τον πυρομανή σε συνθήκες ανέμου.
Το φορτίο της λαϊκής αμέλειας και της ασύγγνωστης αδιαφορίας μας είναι δυστυχώς ασήκωτο.
Β.Π.Κ.
ΚΑΤΙ ΣΑΝ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΤΟΝ ΔΗΜΑΡΧΟ
ΚΑΤΙ ΣΑΝ ΕΠΙΣΤΟΛΗ
Προς τον ελλογιμότατο Δημάρχο πάντων των Κοζανιτών, εκ μέρους των αγαλμάτων Παύλου Μελά και Νικολάου Κασομούλη, κατοίκων της ιστορίας της πόλεως και χώρας, νόμιμα εκπροσωπουμένων.
Του Β.Π. Καραγιάννη
Κύριε δήμαρχε
Αυτόκλητος υπερασπιστής των ανωτέρω άφωνων ηρώων, σας κάνω γνωστά τα παρακάτω:
1. Τώρα που αναμοχλεύετε το ιστορικό κέντρο της πόλεως με παρεμβάσεις επί το αισθαντικότερο, κι ας δυσανασχετούν οι πάντες, προσωρινά, πρέπει να δείτε εκ του σύνεγγυς και δύο ζητήματα ιστορικού, ου μην αλλά, και γλυπτικού λόγου.
2. Ακούστηκε πως μεταθέτετε την προτομή του Παύλου Μελά από την κεντρική πλατεία της 28ης Οκτωβρίου σε μικρή πλατεία - εσοχή επί της Π. Χαρίση, εκεί που κάποτε ήταν το μη διασωθέν σπίτι του μακεδονομάχου Ν. Καλουτά, ο οποίος το χάρισε στο Δήμο για να γίνει Μουσείο, κι εγένετο εσοχή. Οτι σ’ εκείνο το σπίτι διανυκτέρευσε ο Παύλος Μελάς κατά την διέλευση του από την Κοζάνη, προς το πεπρωμένο του. Οπερ έδει δείξε το ιστορικόν του πράγματος! Νομίζω ότι είναι λάθος, πρωτίστως αισθητικό, αφού για την τοπική ιστορία είναι εντελώς ασήμαντο το γεγονός, διότι το άγαλμα είναι το ωραιότερο (ελαφρό κι αέρινο αγνώστου γλύπτη) γλυπτό που έχει η πόλη. Στη αρχή της ομωνύμου οδού, σηματοδοτεί με την αισθητική του και την όποια ιστορική αναφορά, για εκείνους φυσικά που ψάχνουν τους αντίστοιχους ιστορικούς ψύλλους στ’ άχυρα. Επαναλαμβάνω πως είναι το ωραιότερο απ’ όλα τα άλλα της πλατείας, τα οποία πάσχουν από βαρύτατο, αισθητικό, κομφορμισμό και γλυπτική νωθρότητα. Μην εξορίζετε, εσείς πανθομολογουμένως ξύπνιος Δήμαρχος, την ωραιότητα της τέχνης, χάριν μιας ιστορικής τιποτολογίας, η οποία συνίσταται στον ύπνο του Π. Μ. Μπορείτε στην εσοχή να στήσετε την προτομή του Ν. Μαλούτα, (ένας αλβανός γλύπτης την ξεπετά σε ελάχιστο χρόνο), ο οποίος πρακτικά και τοπικά είχε σημαντικότερο ρόλο στο Μακεδονικό Αγώνα, από τον εντελώς, επί του πρακτικού, συμβολικού ρόλου του Π. Μ.
3. Είναι ευκαιρία να διορθώσετε και μια άλλη ιστορική κι αγαλματική αταξία. Να μεταφέρετε στην πλατεία Γ. Τιάλιου την προτομή του Γ. Σακελλάριου, ωραίου ποιητού στην εποχή του, αλλά και ιατρού στην υπηρεσία των Τούρκων Αλή και μη, πασάδων, έτσι ώστε να μη δυσανασχετεί ο Γ. Λασσάνης, γνήσιος ήρωας του ’21, όταν κάθε εθνική γιορτή ή επέτειο τα στεφάνια της ανιστόρητης, επί το πλείστον, γραφειοκρατίας του πρωτοκόλλου, να εναλλάσσονται τη μια στον ήρωα κατά τον Τούρκων και την άλλη στον υπηρετήσαντα αυτούς. Στην πλατεία Γ. Τιάλιου εκεί θα τιμάται αυτοτελώς ο ποιητής και έτσι η πνευματική, δημοτική, αριστοκρατία, χαρούμενη σαν παιδική χαρά, θα καταθέτει στεφάνια την 21ην Μαρτίου, Παγκόσμια ημέρα της ποίησης. Από εκεί να αντιμεταθέσετε τον ανδριάντα του Ν. Κασομούλη, αγωνιστή αποδεδειγμένο του ’21, μόλις διασωθέντα της Εξόδου του Μεσολογγίου, και παμμέγιστο συγγραφέα· ο απομνηματογράφος του Αγώνα. Ετσι τα χλωρά στεφάνια θα έχουν αντίκρισμα στα ψυχρά αγάλματα, μορφές κοζανιτών ηρώων, αφού πλην του αδιαμφισβήτητου Γ. Λασσάνη κι ο Ν. Κασομούλης, όπως απέδειξε ο αοίδημος Ν. Π. Δελιαλής, ήταν και από την πόλη της Κοζάνης. Η πλειοψηφία της διερχόμενης, επίσημης γραφειοκρατίας δεν έχει κανένα λόγο να γνωρίζει τι της γίνεται και σε τι μετέχει ιστάμενη κλαρίνο ενώπιων της τοπικής ιστορίας και των αγαλμάτων της· Υμείς όμως, Επώνυμος Αρχων επί 20ετίαν, υποχρεούστε σε γνώση επαρκή των οικείων.
4. Μη γράφετε, διαγράφετε, παραγράφετε την όποια ιστορία της πόλεως με την ίδια ευκολία, όπως αυτή της αρμόδιας επιτροπής της κ. ΔΕΜΚΟ (μια περιήγηση στα πρακτικά επί της ονοματοδοσίας αποτελεί ένα σπαρταριστό αφήγημα πανελληνίου πρωτοτυπίας δια την αγραμματοσύνη της), η οποία στο πλαίσιο της ονοματοδοτικής ακράτειας, ονομάζει οδούς, όπως αυτή προς τιμήν του κ. Γεωργίου Χουρμουζιάδη, νυν βουλευτού του Κ.Κ.Ε (δεν ξέρω σε ποιο θερινό τμήμα της Βουλής συμμετέχει) κι αυτό σε βάρος των επιχωρίων «πατέρων», του αξιοτίμου κ. Βλατή λ.χ., όστις πλέον βασίμως θα δικαιούτο, με την ίδια λογική, οδόν με τ’ όνομά του.
5. Τα παραπάνω είναι ομολογουμένως πράγματα ουχί παραδεδεγμένης σημασίας αλλά εν τούτοις αποτελούν απόδειξη και πρόθεση αποδεδειγμένης ακηδίας περί την αισθητική των δημοσίων χώρων και της ιστορίας των ίδιων και κοινών τόπων.
6. Παρότι δεν ελπίζω να τύχουν κάποιας αποδοχής τα ανωτέρω, μήπως θα πρέπει να τα σκεφτείτε κάπως, αφού γνωρίζετε σίγουρα περισσότερα, ιδίως όταν ξεχωρίζετε το σοβαρό από το ευτράπελο.
Κοζάνη, Μαρίνης μεγαλομαρτυρος, 2007
Μεθ’ υπολήψεως
Προς τον ελλογιμότατο Δημάρχο πάντων των Κοζανιτών, εκ μέρους των αγαλμάτων Παύλου Μελά και Νικολάου Κασομούλη, κατοίκων της ιστορίας της πόλεως και χώρας, νόμιμα εκπροσωπουμένων.
Του Β.Π. Καραγιάννη
Κύριε δήμαρχε
Αυτόκλητος υπερασπιστής των ανωτέρω άφωνων ηρώων, σας κάνω γνωστά τα παρακάτω:
1. Τώρα που αναμοχλεύετε το ιστορικό κέντρο της πόλεως με παρεμβάσεις επί το αισθαντικότερο, κι ας δυσανασχετούν οι πάντες, προσωρινά, πρέπει να δείτε εκ του σύνεγγυς και δύο ζητήματα ιστορικού, ου μην αλλά, και γλυπτικού λόγου.
2. Ακούστηκε πως μεταθέτετε την προτομή του Παύλου Μελά από την κεντρική πλατεία της 28ης Οκτωβρίου σε μικρή πλατεία - εσοχή επί της Π. Χαρίση, εκεί που κάποτε ήταν το μη διασωθέν σπίτι του μακεδονομάχου Ν. Καλουτά, ο οποίος το χάρισε στο Δήμο για να γίνει Μουσείο, κι εγένετο εσοχή. Οτι σ’ εκείνο το σπίτι διανυκτέρευσε ο Παύλος Μελάς κατά την διέλευση του από την Κοζάνη, προς το πεπρωμένο του. Οπερ έδει δείξε το ιστορικόν του πράγματος! Νομίζω ότι είναι λάθος, πρωτίστως αισθητικό, αφού για την τοπική ιστορία είναι εντελώς ασήμαντο το γεγονός, διότι το άγαλμα είναι το ωραιότερο (ελαφρό κι αέρινο αγνώστου γλύπτη) γλυπτό που έχει η πόλη. Στη αρχή της ομωνύμου οδού, σηματοδοτεί με την αισθητική του και την όποια ιστορική αναφορά, για εκείνους φυσικά που ψάχνουν τους αντίστοιχους ιστορικούς ψύλλους στ’ άχυρα. Επαναλαμβάνω πως είναι το ωραιότερο απ’ όλα τα άλλα της πλατείας, τα οποία πάσχουν από βαρύτατο, αισθητικό, κομφορμισμό και γλυπτική νωθρότητα. Μην εξορίζετε, εσείς πανθομολογουμένως ξύπνιος Δήμαρχος, την ωραιότητα της τέχνης, χάριν μιας ιστορικής τιποτολογίας, η οποία συνίσταται στον ύπνο του Π. Μ. Μπορείτε στην εσοχή να στήσετε την προτομή του Ν. Μαλούτα, (ένας αλβανός γλύπτης την ξεπετά σε ελάχιστο χρόνο), ο οποίος πρακτικά και τοπικά είχε σημαντικότερο ρόλο στο Μακεδονικό Αγώνα, από τον εντελώς, επί του πρακτικού, συμβολικού ρόλου του Π. Μ.
3. Είναι ευκαιρία να διορθώσετε και μια άλλη ιστορική κι αγαλματική αταξία. Να μεταφέρετε στην πλατεία Γ. Τιάλιου την προτομή του Γ. Σακελλάριου, ωραίου ποιητού στην εποχή του, αλλά και ιατρού στην υπηρεσία των Τούρκων Αλή και μη, πασάδων, έτσι ώστε να μη δυσανασχετεί ο Γ. Λασσάνης, γνήσιος ήρωας του ’21, όταν κάθε εθνική γιορτή ή επέτειο τα στεφάνια της ανιστόρητης, επί το πλείστον, γραφειοκρατίας του πρωτοκόλλου, να εναλλάσσονται τη μια στον ήρωα κατά τον Τούρκων και την άλλη στον υπηρετήσαντα αυτούς. Στην πλατεία Γ. Τιάλιου εκεί θα τιμάται αυτοτελώς ο ποιητής και έτσι η πνευματική, δημοτική, αριστοκρατία, χαρούμενη σαν παιδική χαρά, θα καταθέτει στεφάνια την 21ην Μαρτίου, Παγκόσμια ημέρα της ποίησης. Από εκεί να αντιμεταθέσετε τον ανδριάντα του Ν. Κασομούλη, αγωνιστή αποδεδειγμένο του ’21, μόλις διασωθέντα της Εξόδου του Μεσολογγίου, και παμμέγιστο συγγραφέα· ο απομνηματογράφος του Αγώνα. Ετσι τα χλωρά στεφάνια θα έχουν αντίκρισμα στα ψυχρά αγάλματα, μορφές κοζανιτών ηρώων, αφού πλην του αδιαμφισβήτητου Γ. Λασσάνη κι ο Ν. Κασομούλης, όπως απέδειξε ο αοίδημος Ν. Π. Δελιαλής, ήταν και από την πόλη της Κοζάνης. Η πλειοψηφία της διερχόμενης, επίσημης γραφειοκρατίας δεν έχει κανένα λόγο να γνωρίζει τι της γίνεται και σε τι μετέχει ιστάμενη κλαρίνο ενώπιων της τοπικής ιστορίας και των αγαλμάτων της· Υμείς όμως, Επώνυμος Αρχων επί 20ετίαν, υποχρεούστε σε γνώση επαρκή των οικείων.
4. Μη γράφετε, διαγράφετε, παραγράφετε την όποια ιστορία της πόλεως με την ίδια ευκολία, όπως αυτή της αρμόδιας επιτροπής της κ. ΔΕΜΚΟ (μια περιήγηση στα πρακτικά επί της ονοματοδοσίας αποτελεί ένα σπαρταριστό αφήγημα πανελληνίου πρωτοτυπίας δια την αγραμματοσύνη της), η οποία στο πλαίσιο της ονοματοδοτικής ακράτειας, ονομάζει οδούς, όπως αυτή προς τιμήν του κ. Γεωργίου Χουρμουζιάδη, νυν βουλευτού του Κ.Κ.Ε (δεν ξέρω σε ποιο θερινό τμήμα της Βουλής συμμετέχει) κι αυτό σε βάρος των επιχωρίων «πατέρων», του αξιοτίμου κ. Βλατή λ.χ., όστις πλέον βασίμως θα δικαιούτο, με την ίδια λογική, οδόν με τ’ όνομά του.
5. Τα παραπάνω είναι ομολογουμένως πράγματα ουχί παραδεδεγμένης σημασίας αλλά εν τούτοις αποτελούν απόδειξη και πρόθεση αποδεδειγμένης ακηδίας περί την αισθητική των δημοσίων χώρων και της ιστορίας των ίδιων και κοινών τόπων.
6. Παρότι δεν ελπίζω να τύχουν κάποιας αποδοχής τα ανωτέρω, μήπως θα πρέπει να τα σκεφτείτε κάπως, αφού γνωρίζετε σίγουρα περισσότερα, ιδίως όταν ξεχωρίζετε το σοβαρό από το ευτράπελο.
Κοζάνη, Μαρίνης μεγαλομαρτυρος, 2007
Μεθ’ υπολήψεως
Κυριακή 15 Ιουλίου 2007
O,τι απόμεινε
O,τι απόμεινε
Ι
Τα παιδιά μας έφυγαν-καιρός ήταν-
Μετρούμε σαν φιλάργυροι το βιός μας
Διάδρομοι έρημοι κάμαρες άδειες
Πόρτες κορνίζες για προγόνους
Κι ό,τι απόμεινε απ' την καρδιά μας
ΙΙ
Μειωμένα φως τηλέφωνα νερό
Στη λαϊκή κάθε δεκαπέντε
Δυό νοματαίοι ξεγελούμε τον καιρό
Κι ο κόσμος μας στο παραπέντε
Τάσος Πορφύρης
στο περιοδικό “σημειώσεις”
τχ. 65, Ιούλιος 2007
Ι
Τα παιδιά μας έφυγαν-καιρός ήταν-
Μετρούμε σαν φιλάργυροι το βιός μας
Διάδρομοι έρημοι κάμαρες άδειες
Πόρτες κορνίζες για προγόνους
Κι ό,τι απόμεινε απ' την καρδιά μας
ΙΙ
Μειωμένα φως τηλέφωνα νερό
Στη λαϊκή κάθε δεκαπέντε
Δυό νοματαίοι ξεγελούμε τον καιρό
Κι ο κόσμος μας στο παραπέντε
Τάσος Πορφύρης
στο περιοδικό “σημειώσεις”
τχ. 65, Ιούλιος 2007
«Πατατοφάγοι» κ.λπ.
«Πατατοφάγοι», «Λιγνιτωρύχοι», «Κονιορτοφάγοι»
Δέρνετε τους άνδρες δυνατά τις γυναίκες πιο ηπίως
γέρους δε κι ανήλικα παιδιά ρίπτεται απλώς υπτίως
Οι «Πατατοφάγοι» είναι πίνακας του Βαν Γκογκ, εκτάκτου ζωγραφικής ωραιότητας, που τον ζωγράφισε το 1885.
Οι «Λιγνιτωρύχοι» είναι ένα εκπληκτικό φωτογραφικό λεύκωμα του Ν. Οικονομόπουλου (1998) με θέμα τη γκρίζα έως κατάμαυρη εν ορυχείοις, συνύπαρξη των εργαζομένων στα Λιγνιτωρυχεία της ΔΕΗ Πτολεμαϊδος.
Οι «Κονιορτοφάγοι», αδιατύπωτοι εισέτι καλλιτεχνικά, είναι οι μόνιμα διατρεφόμενοι με αιωρούμενα, βραχυπροθεσμο-θανατηφόρα, σωματίδια κονιορτού, που εκπέμπουν τα φουγάρα των μονάδων της ΔΕΗ κι αφιλτράριστα τα εναποθέτουν σωρευτικά ένδον τους. Οι κάτοικοι της περιοχής Σαρή Γκιόλ (=Κίτρινη λίμνη, έλος) τουρκιστί, «Μουτζιακίων (=παραλίμνιοι οικισμοί) σλαβιστί, δηλονότι οι κοινότητες Αγίου Δημητρίου και Ρυακίου ελληνιστί στο λεκανοπέδιο -ένθα η ΔΕΗ ρημάζει νυχθημερόν τα σωθικά του για το λιγνίτη, ο οποίος καιόμενος παράγει φως δι’ άπασαν την επικράτεια των Νοτιοελλαδικών κλιματιστικών- εξανίστανται. Κατά καιρούς καταλαμβάνουν με οργή τους ταινιόδρομους μεταφοράς τέφρας και κάρβουνου. Στην περιοχή καλλιεργούσαν παλαιότερα κυρίως πατάτες και τεύτλα. Ζητούν (οι μορφές τους εν ζητεία θυμίζουν κράμα ζωγράφου και φωτογράφου) να βρουν δουλειά στα εργοστάσια, τον καθημερινό τους εφιάλτη. Αιτήματα και πράξεις γίνονται δεκτές με τον καθιερωμένο ενθουσιασμό και τις επελάσεις των ΜΑΤ εφ’ όλης της ανθρώπινης, διαμαρτυρόμενης ύλης. Δεν φταίει ο καιρός· είναι ένα παθογόνο σύστημα και σύμπτωμα μιας ζοφερής ακολουθίας: Ρύπανση, Δουλειά, Ξεσηκωμός = Δαρμός.
- Ορμάτε, ζητάτε, βαράτε Δυτικομακεδόνες «Κονιορτοφάγοι» όπου κι όπως σας παίρνει, και φυσικά φάτε ό,τι κι όσες χωράει το αργασμένο τομάρι της απελπισίας σας, από την απέτσωτη τεχνοΜΑΤοκρατούμενη περιφρόνηση.
Στην ΑΥΓΗ της 15ης Ιουλίου Β. Π. Καραγιάννης
Δέρνετε τους άνδρες δυνατά τις γυναίκες πιο ηπίως
γέρους δε κι ανήλικα παιδιά ρίπτεται απλώς υπτίως
Οι «Πατατοφάγοι» είναι πίνακας του Βαν Γκογκ, εκτάκτου ζωγραφικής ωραιότητας, που τον ζωγράφισε το 1885.
Οι «Λιγνιτωρύχοι» είναι ένα εκπληκτικό φωτογραφικό λεύκωμα του Ν. Οικονομόπουλου (1998) με θέμα τη γκρίζα έως κατάμαυρη εν ορυχείοις, συνύπαρξη των εργαζομένων στα Λιγνιτωρυχεία της ΔΕΗ Πτολεμαϊδος.
Οι «Κονιορτοφάγοι», αδιατύπωτοι εισέτι καλλιτεχνικά, είναι οι μόνιμα διατρεφόμενοι με αιωρούμενα, βραχυπροθεσμο-θανατηφόρα, σωματίδια κονιορτού, που εκπέμπουν τα φουγάρα των μονάδων της ΔΕΗ κι αφιλτράριστα τα εναποθέτουν σωρευτικά ένδον τους. Οι κάτοικοι της περιοχής Σαρή Γκιόλ (=Κίτρινη λίμνη, έλος) τουρκιστί, «Μουτζιακίων (=παραλίμνιοι οικισμοί) σλαβιστί, δηλονότι οι κοινότητες Αγίου Δημητρίου και Ρυακίου ελληνιστί στο λεκανοπέδιο -ένθα η ΔΕΗ ρημάζει νυχθημερόν τα σωθικά του για το λιγνίτη, ο οποίος καιόμενος παράγει φως δι’ άπασαν την επικράτεια των Νοτιοελλαδικών κλιματιστικών- εξανίστανται. Κατά καιρούς καταλαμβάνουν με οργή τους ταινιόδρομους μεταφοράς τέφρας και κάρβουνου. Στην περιοχή καλλιεργούσαν παλαιότερα κυρίως πατάτες και τεύτλα. Ζητούν (οι μορφές τους εν ζητεία θυμίζουν κράμα ζωγράφου και φωτογράφου) να βρουν δουλειά στα εργοστάσια, τον καθημερινό τους εφιάλτη. Αιτήματα και πράξεις γίνονται δεκτές με τον καθιερωμένο ενθουσιασμό και τις επελάσεις των ΜΑΤ εφ’ όλης της ανθρώπινης, διαμαρτυρόμενης ύλης. Δεν φταίει ο καιρός· είναι ένα παθογόνο σύστημα και σύμπτωμα μιας ζοφερής ακολουθίας: Ρύπανση, Δουλειά, Ξεσηκωμός = Δαρμός.
- Ορμάτε, ζητάτε, βαράτε Δυτικομακεδόνες «Κονιορτοφάγοι» όπου κι όπως σας παίρνει, και φυσικά φάτε ό,τι κι όσες χωράει το αργασμένο τομάρι της απελπισίας σας, από την απέτσωτη τεχνοΜΑΤοκρατούμενη περιφρόνηση.
Στην ΑΥΓΗ της 15ης Ιουλίου Β. Π. Καραγιάννης
Σάββατο 14 Ιουλίου 2007
Μονη Ζαβορδας
Μνημείο Υπομονής
Του Αντ. Παπαβασιλείου
Το μοναστήρι της Ζάμπορδας στάθηκε ακατάλυτος πύργος, τείχος και εδραίωμα της Ορθοδοξίας καταπάνω στους μωχαμετάνους. Αν δεν υπήρχε αυτό το θεοσκέπαστο φρούριο, θα τούρκευε όλη η Μακεδονία…..
….Κλαίγει η ψυχή σου βλέποντας αυτά τα σεβάσμια κι αγιασμένα χτίρια ρημαγμένα, παρατημένα στην αλησμονιά, ασυμπόνετα, δίχως αγάπη.
«Τις δώσει οφθαλμοίς μου πηγήν δακρύων, και κλαύσομαι τον λαόν τούτον;»
***
Αυτά, ανάμεσα σε πολλά όμορφα άλλα, έγραφε πριν 50 τόσα χρόνια ο Φώτης Κόντογλου («O Άγιος Νικάνωρ και το Μοναστήρι του στη Ζάμπορδα»).
Το μοναστήρι πέρασε πολλά.
Ήλθε και ο σεισμός του 1995.
12 χρόνια πριν.
Πάλεψε η μητρόπολη, με την οικονομική συνδρομή-αποκλειστικά- του λαού που ευλαβείται τον Άγιο. Και λέω αποκλειστικά, γιατί καμιά δημόσια υπηρεσία ή φορέας δεν μπήκε στον …κόπο να δώσει κάτι για το ξανακτίσιμο του.
***
Αναστηλώθηκε λοιπόν κι αγιογραφείται. Προσδοκά να γίνει ξανά φροντιστήριο και ιατρείο ψυχών.
Παραμένει όμως τραύμα ανοικτό το παραμελημένο καθολικό, ο κεντρικός ναός της Μεταμόρφωσης του Κυρίου. Μεταβυζαντινό στολίδι, μοναδικό μνημείο για τα Γρεβενά, με τις εκπληκτικές αγιογραφίες της σχολής του Φράγκου Κατελλάνου.
Τι μπορώ να γράψω παραπάνω. Τόσες φορές μέσα από τις σελίδες τούτες φωνάξαμε για τα αυτονόητα.
Ταιριάζουν οι λέξεις του Κόντογλου «αλησμονιά, ασυμπόνετα, δίχως αγάπη».
Εμφανίζονται κωδικοί κονδυλίων, ακούγονται εντυπωσιακά ποσά, εξαγγέλλονται πολλά και… δεν γίνεται τίποτε.
1997, 2005, σήμερα. Αποφάσεις, μελέτες, εγκύκλιοι, επιδοτήσεις. Όλα στα χαρτιά.
Και το καθολικό του Οσίου, στεγασμένο «επαρκώς» με κείνο της άφθαστου αισθητικής στέγαστρο, μέσα στην σιωπή.
Μνημείο υπομονής.
Έως πότε
Του Αντ. Παπαβασιλείου
Το μοναστήρι της Ζάμπορδας στάθηκε ακατάλυτος πύργος, τείχος και εδραίωμα της Ορθοδοξίας καταπάνω στους μωχαμετάνους. Αν δεν υπήρχε αυτό το θεοσκέπαστο φρούριο, θα τούρκευε όλη η Μακεδονία…..
….Κλαίγει η ψυχή σου βλέποντας αυτά τα σεβάσμια κι αγιασμένα χτίρια ρημαγμένα, παρατημένα στην αλησμονιά, ασυμπόνετα, δίχως αγάπη.
«Τις δώσει οφθαλμοίς μου πηγήν δακρύων, και κλαύσομαι τον λαόν τούτον;»
***
Αυτά, ανάμεσα σε πολλά όμορφα άλλα, έγραφε πριν 50 τόσα χρόνια ο Φώτης Κόντογλου («O Άγιος Νικάνωρ και το Μοναστήρι του στη Ζάμπορδα»).
Το μοναστήρι πέρασε πολλά.
Ήλθε και ο σεισμός του 1995.
12 χρόνια πριν.
Πάλεψε η μητρόπολη, με την οικονομική συνδρομή-αποκλειστικά- του λαού που ευλαβείται τον Άγιο. Και λέω αποκλειστικά, γιατί καμιά δημόσια υπηρεσία ή φορέας δεν μπήκε στον …κόπο να δώσει κάτι για το ξανακτίσιμο του.
***
Αναστηλώθηκε λοιπόν κι αγιογραφείται. Προσδοκά να γίνει ξανά φροντιστήριο και ιατρείο ψυχών.
Παραμένει όμως τραύμα ανοικτό το παραμελημένο καθολικό, ο κεντρικός ναός της Μεταμόρφωσης του Κυρίου. Μεταβυζαντινό στολίδι, μοναδικό μνημείο για τα Γρεβενά, με τις εκπληκτικές αγιογραφίες της σχολής του Φράγκου Κατελλάνου.
Τι μπορώ να γράψω παραπάνω. Τόσες φορές μέσα από τις σελίδες τούτες φωνάξαμε για τα αυτονόητα.
Ταιριάζουν οι λέξεις του Κόντογλου «αλησμονιά, ασυμπόνετα, δίχως αγάπη».
Εμφανίζονται κωδικοί κονδυλίων, ακούγονται εντυπωσιακά ποσά, εξαγγέλλονται πολλά και… δεν γίνεται τίποτε.
1997, 2005, σήμερα. Αποφάσεις, μελέτες, εγκύκλιοι, επιδοτήσεις. Όλα στα χαρτιά.
Και το καθολικό του Οσίου, στεγασμένο «επαρκώς» με κείνο της άφθαστου αισθητικής στέγαστρο, μέσα στην σιωπή.
Μνημείο υπομονής.
Έως πότε
Ευχαριστιες ειδικου λογου
Aξιότιμε κύριε Καραγιάννη,
Σας ευχαριστώ πολύ για την ευγενική σας χειρονομία να μου στείλετε το
τόσο
ξεχωριστό από όλες τις απόψεις έντυπό σας.Το σχόλιό σας για εμένα είναι
σίγουρα κολακευτικό, αλλά κυρίως πλαισιωμένο, σε εξαιρετική γλώσσα, με
έγκυρα και επί της ουσίας στοιχεία, που προσδίδουν την απαραίτητη
σοβαρότητα
που οφείλει να έχει κάθε σχετικό σχόλιο. Επίσης, είναι πλέον σπανιότατο
φαινόμενο το να γνωρίζουμε το υψηλό επίπεδο που υπάρχει και εκπέμπει
πέραν
των αστυφιλικών συνόρων και ως εκ τούτου η τιμή που μου κάνετε
συνοδεύεται
και από αυτή την ευχάριστη έκπληξη! Εύχομαι σε αμφότερους να έχουμε
συνέχεια
ανάλογη των αρχικών προθέσεών μας, ούτως ώστε να μπορέσουμε να
συναντηθούμε
ξανά και πιό δημιουργικά!
Μετά τιμής,
Χρίστος Παπαγεωργίου
Σας ευχαριστώ πολύ για την ευγενική σας χειρονομία να μου στείλετε το
τόσο
ξεχωριστό από όλες τις απόψεις έντυπό σας.Το σχόλιό σας για εμένα είναι
σίγουρα κολακευτικό, αλλά κυρίως πλαισιωμένο, σε εξαιρετική γλώσσα, με
έγκυρα και επί της ουσίας στοιχεία, που προσδίδουν την απαραίτητη
σοβαρότητα
που οφείλει να έχει κάθε σχετικό σχόλιο. Επίσης, είναι πλέον σπανιότατο
φαινόμενο το να γνωρίζουμε το υψηλό επίπεδο που υπάρχει και εκπέμπει
πέραν
των αστυφιλικών συνόρων και ως εκ τούτου η τιμή που μου κάνετε
συνοδεύεται
και από αυτή την ευχάριστη έκπληξη! Εύχομαι σε αμφότερους να έχουμε
συνέχεια
ανάλογη των αρχικών προθέσεών μας, ούτως ώστε να μπορέσουμε να
συναντηθούμε
ξανά και πιό δημιουργικά!
Μετά τιμής,
Χρίστος Παπαγεωργίου
Πέμπτη 12 Ιουλίου 2007
Εμποροι Πτολεμαιδος κι ο αρχιμ. Νικηφορος
Περί των εμπόρων γενικώς, του Εμπορικού Συλλόγου Πτολεμαϊδος ειδικώς, και του συγγραφέως αρχιμ. Νικηφόρου π’’ Χρ. Μανάδη,
πολλά τα έτη.
Του Β. Π. Καραγιάννη
Τελευταία αισθάνομαι να μ’ έχουν βαρέσει με ρόγα, όπως στα χωριά μας στην γύρωθεν του Αλιάκμονος ορεινή περιοχή, βάραιναν τα γίδα και τα πρόβατα στο τσομπάνο με ρόγα. Ετσι λοιπόν είμαι στην τρέχουσα πολιτιστική, άτυπη υπηρεσία της διεκπεραίωσης των προς τα έξω μικρο-βιβλιο-υποθέσεων της νέας νομαρχιακής τάξεως πραγμάτων. Δεν λέω ότι δε μ’ αρέσει αυτό κι ούτε με ζόρισε και κανείς. Βέβαια κάποιες φορές παρακάθομαι σε τραπέζια με από αδιάφορους έως αντιπαθείς συμπαρουσιαστές, αλλά άλλες, όπως κι η αποψινή, είμαι εν τω μέσω γνησίων εντελώς φίλων, (του Γιάννη Κούση και Δημήτρη Λιακάκου) για το βιβλίο ενός ακόμα πιο φίλου συγγραφέως, όπως είναι ο άγιος μας αρχιμανδρίτης· άγιος κατά την τρέχουσα εκκλησιαστική κι απαρεξήγητη ορολογία, κατά την οποία έτσι αποκαλούνται μέχρι κι οι ευλαβείς κανδηλανάπται αλλά κι οι υπηρεσιακοί επίτροποι.
Να ‘μαστε πάλι εδώ η τριάδα αγαπημένη αλλά και μανιασμένη περί των βιβλίων, υπό την ευλογία και σκέπη, κάπως μακράν του ναού της Αγίας Σκέπης, και κατά φίλια παράκληση του πολυ-λογίου, πανοσιολογιοτάτου της Εορδαίας Μικροβάλτου και Κοζάνης, πολύγραφου, αξιόγραφου συμπολίτη δε στην πολιτεία των γραμμάτων, θέλω να πω αρχιμανδρίτη Νικηφόρου και κατά κόσμον Μανάδη, κατά θεόν Νικόλαο. Ο Θεός μας γνωρίζει με τα βαπτιστικά ονόματα αλλά τους συγγραφείς θα πρέπει να τους έχει στις άπειρες δέλτους Του με τα ετερώνυμα ή και ψευδώνυμά τους. Αυτό το αράδιασμα επιθέτων μπορεί να φαίνεται επίθεση στη σεμνότητα που διακρίνει τον συγγραφέα, αλλά όταν λέγονται εκ καθαρού συνειδότως και με δόση αλήθειας οριστική τότε δεν είναι επίθετα, αλλά ουσιαστικά.
Το σημερινό το έχουμε διαπράξει πλειστάκις. Η μόνη αλλαγή είναι το πρώτο πρόσωπο της τοπικής εξουσίας, ο κ. Νομάρχης λ.χ. ως προϊστάμενος της νέας Ν. Εξουσίας, που ανέλαβε την έκδοση του βιβλίου αυτού, με τον τίτλο «Εμπορικός Σύλλογος Πτολεμαϊδος από το 1923» το οποίο, ας το δηλώσω απ’ την αρχή, με εξέπληξε, ως προς το αισθητικό, εκδοτικό του μέρος. Μπορεί, το λοιπόν, η Πτολεμαϊδα να εκδίδει αυτού του είδους, τεχνικά, άρτια, βιβλία; Το τυπογραφείο Γ. Τσαβδαρίδη κάνει θαυμάσια τα εκτυπωτικά, οι δε επί του συγκεκριμένου σχεδιαστές, διορθωτές, στοιχειοθέτες, Χρυσ. Χρυσοστομίδης και Γ. Συμεωνίδη -δεν τους ξέρω προσωπικά- αρίστη δουλειά δουλεύουν. Αυτά επί του εκτυπωτικού. Επί της καθ’ αυτού ουσίας του βιβλίου θ’ αναφερθούμε παρακατιώντες· κι ήδη προηγήθηκαν ριπές χαιρετισμών, δοξαστικών και ευλογηταρίων. Ολα δεκτά κι ευλογημένα φυσικά.
Εν αρχή ας ορίσουμε τους εμπόρους κατά το λεξικό της Σούδα αλλά (γιατί όχι) και κατά τον προσφιλέστατο στα κατά το θέρος περιοδεύοντα, θεατρικά σχήματα, Αριστοφάνη τον μέγα.
Στο λεξικό της Σούδα: Εμπορος =ο πραγματευτικός άνθρωπος· κυρiως δε ο πλέων θάλασσαν, παρά το πόρος. Ετσι ήταν κάποτε. Ομως στη συνέχεια της εξέλιξης του ανθρωπίνου είδους, ο έμπορος πάτησε και ρίζωσε στη στεριά, σύστησε την αγορά, βγήκε στη γειτονιά, άνοιξε μαγαζί, πήρε το δρόμο, έκτισε τα πολυώροφα. Είναι το επάγγελμα και το αντικείμενο που κίνησε την ιστορία στην κυριολεξία.
Στον Αριστοφάνη: «Εμπορος ειμί σκηπτόμενος» αυτός που προφασίζεται εκ λόγων δειλίας να μην πάει στον πόλεμο, διότι είναι έμπορος. «Ως των εμπόρων μη εξιόντων επί τας στρατείας δια το εύχρηστον τα προς τροφήν φέροντας». Κάποιοι βέβαια εν παντί καιρώ και χρόνω εμπορεύτηκαν τους πολέμους κι έγιναν βαθυ-καχύ-πλουτοι.
Το βιβλίο μιλάει για τους εμπόρους της πόλεως Πτολεμαϊδας και της περιοχής Εορδαίας κι επειδή το γράφει άνθρωπος κατά τεκμήριο ένθεος και εν-χριστος, θυμόμαστε: «Και εισήλθεν ο Ιησούς εις το ιερόν του Θεού και εξέβαλε πάντας τους πωλούντας και αγοράζοντας εν τω ιερώ, και τας τραπέζας των κολλυβιστών κατέστρεψε και τας καθέδρας των πωλούντων τας περιστεράς, και λέγει αυτοίς· Γέγραπται, ο οίκος μου οίκος προσευχής κληθήσεται· υμείς δε αυτόν εποιήσατε σπήλαιον ληστών».
Ενας σύγχρονος, όχι εκ των Γραμματέων εκείνης της εποχής αλλά ευ-γράμματος γραμματικός, λαμβάνει καιρό και δίδει τόπο στη γνωστική χώρα και διεξέρχεται μέσα από μια σειρά αρχείων και φωτογραφιών -τι ωραία σέπια πάνω τους ο χρόνος- το συλλογικό «είναι» των εμπόρων πάσης Εορδαίας. Ο αρχιμανδρίτης δεν τους βρήκε τους εμπόρους της Πτ. στο ναό, αλλά μέσα στο λαό, τον φτωχικό πρωτίστως, κι από το λαό και τους έμπασε από το νυν της μικρής ιστορίας τους στο αεί της μεγάλης μας. Κομμάτια όλοι είμαστε ενός και μόνου κόσμου κι αντιλαλούμε ό,τι φέρουμε είτε ως σφραγίδα δωρεάς, ως τάλαντο της παραβολής η απλή αλλά καθοριστική δεξιότητα εν τω βίω ύπαρξης και τέχνης. Οι μικρές κοινωνικές ενότητες και πρωτίστως οι δυναμικές, όπως οι έμποροι, αποτελούν τις ακτίνες ενός τροχού που γυρίζει και δημιουργεί την κίνηση στην κοινωνία Αν μια αχτίνα σπάσει ίσως να συνεχίσει ο τροχός να κινείται. Αν πρόκειται γι αυτήν του εμπορίου και θραυστεί σταματά κάθε κίνηση. Ιδεολογίες και κοινωνίες κατέρρευσαν όταν θέλησαν ν’ αφαιρέσουν το εμπόριο από τη διαλεκτική της ύπαρξής τους· από τη σύνθεση, την ατομική ιδιοκτησία, την άμεση προσωπική επαφή των συναλλασσομένων, τα πρόσωπα, την αντιπαράθεση, το βουητό της τέχνης και της επιβίωσης, που αποτελούν τις πλέον ωραίες συνθέσεις της καθημερινής μας ζωής.
Αλλά και στης λογοτεχνίας τα χωράφια συναντούμε τους εμπόρους και μας συγκινούν.
Στον Σαίξπηρ: «Ο ‘Εμπορος της Βενετίας» τιμωρήθηκε όταν ξεπέρασε τα οντολογικά του εσκαμμένα και φυσικά με την από αιώνες βεβαρημένη προκατάληψη προς του εβραίους ανθρώποιυς λίαν εμπορικούς και επιτήδειους. Ομως ο Σάυλοκ δεν παύει να είναι ο τραγικός αλλά τόσο αγαπητός ήρωας στην παγκόσμια λογοτεχνία.
Ε, όχι, πάρτε τη ζωή μου κι όλα· μη μου αφήνετε
ούτ’ αυτό: παίρνετε το σπίτι μου όταν παίρνετε
τη βάση που κρατάει το σπίτι μου· μου παίρνετε
τη ζωή μου, όταν παίρνετε τα μέσα που με ζουν
Στον γλυκύτατο πρώιμον Παπαδιαμάντη έχουμε το μυθιστόρημα «Οι έμποροι των Εθνών» όχι βέβαια ως αποτύπωση του εμπορο-γίγνεσθαι της εποχής του αλλά του λογοτεχνικού πρωτοπόρου κι ευρωπαϊκά τελικά μυθιστορήματος, όπως το τεκμηρίωση ο σπουδαίος μελετητής του Λάκης Προγγίδης ο οποίος τον τοποθέτησε στη χορεία των μεγάλων ευρωπαίων μυθιστοριογράφων του 19ου αι. Ακούμπησε στην τάξη αυτήν για να διατάξει και να περιγράψει την εποχή που οι θάλασσες σχίζονταν από τους εμπόρους όλων των εθνών. Το συγγραφικό του άλλο πρόσωπο ήταν ένας ταπεινός έμπορος σπόγγων πίσω από τον οποίο κρύφτηκε ο άνθρωπος γι ν’ αποκαλυφτεί ο μέγας και φτωχός άγιος συγγραφέας.
«Εν τινι παρεκκλησίω της εν...Μονής, υπήρχε κιβώτιόν τι παλαιόν και σεσαρθρωμένον, πλήρες εφθαρμένων βιβλίων. Ουδείς των σοφών περιηγητών, των επισκεφθέντων κατά καιρούς τη βιβλιοθήκη της Μονής, ηξίωσε να ρίψη εκ περιεργείας βλέμμα και προς το λησμονημένον κιβώτιον. Αλλ’ ο φίλος μου κ. Β., όστις διέπρεπε δια την προς τα περιφρονούμενα πράγματα στοργήν του, αν και μόνον χάριν του εμπορίου των σπόγγων είχεν επισκεφθή τα μέρη εκείνα, ουχ ήττον ηρεύνησε τα εν τω κιβωτίω, και εύρε, μεταξύ πολλών βιβλίων της εκκλησιαστικής ακολουθίας τα εσκορπισμένα φύλλα παλαιού χειρογράφου επί μεμβράνης»... Η συνέχεια επί του βιβλίου
6. Σας θυμίζω ακόμα δυο στιγμές της ποίησης για τους εμπόρους:
Του Μαγαζιού
του Κ. Καβάφη
Τα ντύλιξε προσεκτικά με τάξι
σε πράσινο πολύτιμο μετάξι.
Από ρουμπίνια ρόδα, από μαργαριτάρια κρίνοι,
από αμέθυστους μενεξέδες. Ως αυτός τα κρίνει,
τα θέλησε, τα βλέπει ωραία· όχι όπως στην φύσι
τα είδε ή τα σπούδασε. Μες στο ταμείο θα τ’ αφήσει,
δείγμα της τολμηρής δουλειάς του και ικανής,
Στο μαγαζί σαν μπει αγοραστής κανείς
βγάζει απ’ τες θήκες άλλα και πουλεί -περίφημα στολίδια-
βραχόλια, αλυσίδες, περιδέραια, και δαχτυλίδια
Οι κακοί έμποροι
Του Δ.Ι. Αντωνίου
Κύριε, άνθρωποι απλοί
πουλούσαμε υφάσματα,
(κι η ψυχή μας
είταν το ύφασμα που δεν τ’ αγόρασε κανείς).
Την τιμή δεν κανονίζαμε απ’ την ούγια
η πήχη και τα ρούπια είταν σωστά
τα ρετάλια δεν τα δώσαμε μιισοτιμής ποτέ:
η αμαρτία μας.
Είχαμε μόνο ποιότητας πραμάτεια.
Εφτανε στη ζωή μας μια στενή γωνιά
-πιάνουν στη γη μας λίγο τόπο τα πολύτιμα-.
Τώρα με την ίδια πήχη που μετρήσαμε
μέτρησέ μας· δε μεγαλώσαμε το εμπορικό μας·
Κύριε, σταθήκαμε έμποροι κακοί.
Τώρα, όμως, κυρίες και κυρίες εμπορευόμενοι και μη της Πτολεμαϊδος οι έμποροι αυτής της περιοχής στάθηκαν επί το πλείστον έμποροι καλοί· κι αν μεταξύ τους υπήρξαν και οι λιγότεροι επιμελείς ή οι λιγότερο έντιμοι δεν είναι και προς θλίψιν. Κάθε κοινωνία και τάξη φέρει αφ’ εαυτής και καλλιεργεί όλες τις ποικιλίες των φρούτων. Πως είμαι βέβαιος γι αυτό; Αυτό μ’ αφήνει, ως αύρα το ωραίο βιβλίο και η διαδρομή του στην ιστορία της τάξεως αυτής. Αφού είναι από μόνον του ωραίο, ωραίους καιρούς, ανθρώπους και καταστάσεις, θα διεξέρχεται.
Στη λαϊκή μούσα, άκουγα (δεν θυμάμαι γιατί κι από ποιούς· δεν βίωσα τη γεωργό- αγροτική οικονομία) το τραγούδι «Ηρθαν οι έμποροι να πάρουν τζάμπα τα καπνά» κι ένιωθα μια μουσική ουδετερότητα. και μια ταξική κάπως εχθρότητα. Αργότερα εντελώς επιφανειακά τάχτηκα εναντίον των βδελλών εμπόρων. Οταν απέτυχε παντάπασιν το συνεταιριστικό και αυτοδιαχειριστικό σύστημα, κατανόησα πλάνες, κατάλαβα τα ιδεολογήματα, βίωσα τις αυταπάτες. Οι έμποροι, το εμπόριο υπάρχουν κι ευτυχώς.
Δεν αφήνομαι σε άλλες λογοτεχνικές και φιλολογικές φλυαρίες.
Το βιβλίο του πατρός, εύχομαι από καρδιάς κάποτε-, σύντομα, να τον αποκαλούμε και ποιμενάρχου, Νικηφόρου είναι ένας εικαστικός και ιστορικός ύμνος στην κοινωνική κατηγορία των συνανθρώπων του, που σήμερα τους συζεί σε κάθε πτυχή του βίου τους σαν άτομα, ως εκκλησιαστικός ιερατικός επίτροπος πάσης Εορδαίας που άλλωστε είναι. Είχε κάπως και τη θεία έμπνευση ή τουλάχιστον την άνωθεν εστί καταβαίνουσα επίνευση, όχι μόνο στα θεολογικά του, αλλά και στο ευρύτερο ερευνητικό, αναδιφικό έργο της συγγραφής του Πτολεμαϊκού είναι και γίγνεσθαι, στο χρόνο και στον τρόπο ύπαρξης της, διακόνημα το οποίο ευδόκιμα και διακριτά μετέρχεται εδώ και πολλά χρόνια. Βυβομέτρησε τη συλλογική διαδρομή του Εμπορικού συλλόγου Πτολεμαϊδος από το 1923 κι εντεύθεν και την κατάταξε αισθαντικά, δια του λευκώματος, στο πνευματικό και κοινωνικό όντος όν.
Τα βιβλία ειδικού λόγου. λευκώματα και συλλογές αρχειακού υλικού, όπως είναι και το παρόν, υπάρχουν μεταξύ αυτοτελούς αισθητικής αξίας και ορισμένης ιστορικής ουσίας. Στο τέλος της όλης ιεροδημιουργίας τους που περιλαμβάνουν τη συγγραφή και την έκδοση και της δημόσιας ιερολειτουργίας τους όπως είναι η παρουσίαση τους, μοιράζονται στους μέτοχους του οιονεί εκκλησιάσματος, όπως το αντίδωρο στην απόλυση. Αλλοι το λαμβάνουν με την ουδέτερη ευλάβεια κι άλλοι ως κανονικό δώρημα τροφής πνευματικής, που δημιουργεί και τις ανάλογες διαθέσεις ευφορίας.
Νομίζω πως και το νυν βιβλίο του πατρός Νικηφόρου βιώνεται σ’ αυτήν την κατεύθυνση.
*Σχεδόν αυτούσιο το κείμενο της εισήγησης στην παρουσίαση του βιβλίου «Έμπορικός Σύλλογος Πτολεμαϊδος από το 1923» που έλαβε χώρα στο Πνευματικό Κέντρο Πτολεμαϊδος, 11 Ιουλίου 2007.
πολλά τα έτη.
Του Β. Π. Καραγιάννη
Τελευταία αισθάνομαι να μ’ έχουν βαρέσει με ρόγα, όπως στα χωριά μας στην γύρωθεν του Αλιάκμονος ορεινή περιοχή, βάραιναν τα γίδα και τα πρόβατα στο τσομπάνο με ρόγα. Ετσι λοιπόν είμαι στην τρέχουσα πολιτιστική, άτυπη υπηρεσία της διεκπεραίωσης των προς τα έξω μικρο-βιβλιο-υποθέσεων της νέας νομαρχιακής τάξεως πραγμάτων. Δεν λέω ότι δε μ’ αρέσει αυτό κι ούτε με ζόρισε και κανείς. Βέβαια κάποιες φορές παρακάθομαι σε τραπέζια με από αδιάφορους έως αντιπαθείς συμπαρουσιαστές, αλλά άλλες, όπως κι η αποψινή, είμαι εν τω μέσω γνησίων εντελώς φίλων, (του Γιάννη Κούση και Δημήτρη Λιακάκου) για το βιβλίο ενός ακόμα πιο φίλου συγγραφέως, όπως είναι ο άγιος μας αρχιμανδρίτης· άγιος κατά την τρέχουσα εκκλησιαστική κι απαρεξήγητη ορολογία, κατά την οποία έτσι αποκαλούνται μέχρι κι οι ευλαβείς κανδηλανάπται αλλά κι οι υπηρεσιακοί επίτροποι.
Να ‘μαστε πάλι εδώ η τριάδα αγαπημένη αλλά και μανιασμένη περί των βιβλίων, υπό την ευλογία και σκέπη, κάπως μακράν του ναού της Αγίας Σκέπης, και κατά φίλια παράκληση του πολυ-λογίου, πανοσιολογιοτάτου της Εορδαίας Μικροβάλτου και Κοζάνης, πολύγραφου, αξιόγραφου συμπολίτη δε στην πολιτεία των γραμμάτων, θέλω να πω αρχιμανδρίτη Νικηφόρου και κατά κόσμον Μανάδη, κατά θεόν Νικόλαο. Ο Θεός μας γνωρίζει με τα βαπτιστικά ονόματα αλλά τους συγγραφείς θα πρέπει να τους έχει στις άπειρες δέλτους Του με τα ετερώνυμα ή και ψευδώνυμά τους. Αυτό το αράδιασμα επιθέτων μπορεί να φαίνεται επίθεση στη σεμνότητα που διακρίνει τον συγγραφέα, αλλά όταν λέγονται εκ καθαρού συνειδότως και με δόση αλήθειας οριστική τότε δεν είναι επίθετα, αλλά ουσιαστικά.
Το σημερινό το έχουμε διαπράξει πλειστάκις. Η μόνη αλλαγή είναι το πρώτο πρόσωπο της τοπικής εξουσίας, ο κ. Νομάρχης λ.χ. ως προϊστάμενος της νέας Ν. Εξουσίας, που ανέλαβε την έκδοση του βιβλίου αυτού, με τον τίτλο «Εμπορικός Σύλλογος Πτολεμαϊδος από το 1923» το οποίο, ας το δηλώσω απ’ την αρχή, με εξέπληξε, ως προς το αισθητικό, εκδοτικό του μέρος. Μπορεί, το λοιπόν, η Πτολεμαϊδα να εκδίδει αυτού του είδους, τεχνικά, άρτια, βιβλία; Το τυπογραφείο Γ. Τσαβδαρίδη κάνει θαυμάσια τα εκτυπωτικά, οι δε επί του συγκεκριμένου σχεδιαστές, διορθωτές, στοιχειοθέτες, Χρυσ. Χρυσοστομίδης και Γ. Συμεωνίδη -δεν τους ξέρω προσωπικά- αρίστη δουλειά δουλεύουν. Αυτά επί του εκτυπωτικού. Επί της καθ’ αυτού ουσίας του βιβλίου θ’ αναφερθούμε παρακατιώντες· κι ήδη προηγήθηκαν ριπές χαιρετισμών, δοξαστικών και ευλογηταρίων. Ολα δεκτά κι ευλογημένα φυσικά.
Εν αρχή ας ορίσουμε τους εμπόρους κατά το λεξικό της Σούδα αλλά (γιατί όχι) και κατά τον προσφιλέστατο στα κατά το θέρος περιοδεύοντα, θεατρικά σχήματα, Αριστοφάνη τον μέγα.
Στο λεξικό της Σούδα: Εμπορος =ο πραγματευτικός άνθρωπος· κυρiως δε ο πλέων θάλασσαν, παρά το πόρος. Ετσι ήταν κάποτε. Ομως στη συνέχεια της εξέλιξης του ανθρωπίνου είδους, ο έμπορος πάτησε και ρίζωσε στη στεριά, σύστησε την αγορά, βγήκε στη γειτονιά, άνοιξε μαγαζί, πήρε το δρόμο, έκτισε τα πολυώροφα. Είναι το επάγγελμα και το αντικείμενο που κίνησε την ιστορία στην κυριολεξία.
Στον Αριστοφάνη: «Εμπορος ειμί σκηπτόμενος» αυτός που προφασίζεται εκ λόγων δειλίας να μην πάει στον πόλεμο, διότι είναι έμπορος. «Ως των εμπόρων μη εξιόντων επί τας στρατείας δια το εύχρηστον τα προς τροφήν φέροντας». Κάποιοι βέβαια εν παντί καιρώ και χρόνω εμπορεύτηκαν τους πολέμους κι έγιναν βαθυ-καχύ-πλουτοι.
Το βιβλίο μιλάει για τους εμπόρους της πόλεως Πτολεμαϊδας και της περιοχής Εορδαίας κι επειδή το γράφει άνθρωπος κατά τεκμήριο ένθεος και εν-χριστος, θυμόμαστε: «Και εισήλθεν ο Ιησούς εις το ιερόν του Θεού και εξέβαλε πάντας τους πωλούντας και αγοράζοντας εν τω ιερώ, και τας τραπέζας των κολλυβιστών κατέστρεψε και τας καθέδρας των πωλούντων τας περιστεράς, και λέγει αυτοίς· Γέγραπται, ο οίκος μου οίκος προσευχής κληθήσεται· υμείς δε αυτόν εποιήσατε σπήλαιον ληστών».
Ενας σύγχρονος, όχι εκ των Γραμματέων εκείνης της εποχής αλλά ευ-γράμματος γραμματικός, λαμβάνει καιρό και δίδει τόπο στη γνωστική χώρα και διεξέρχεται μέσα από μια σειρά αρχείων και φωτογραφιών -τι ωραία σέπια πάνω τους ο χρόνος- το συλλογικό «είναι» των εμπόρων πάσης Εορδαίας. Ο αρχιμανδρίτης δεν τους βρήκε τους εμπόρους της Πτ. στο ναό, αλλά μέσα στο λαό, τον φτωχικό πρωτίστως, κι από το λαό και τους έμπασε από το νυν της μικρής ιστορίας τους στο αεί της μεγάλης μας. Κομμάτια όλοι είμαστε ενός και μόνου κόσμου κι αντιλαλούμε ό,τι φέρουμε είτε ως σφραγίδα δωρεάς, ως τάλαντο της παραβολής η απλή αλλά καθοριστική δεξιότητα εν τω βίω ύπαρξης και τέχνης. Οι μικρές κοινωνικές ενότητες και πρωτίστως οι δυναμικές, όπως οι έμποροι, αποτελούν τις ακτίνες ενός τροχού που γυρίζει και δημιουργεί την κίνηση στην κοινωνία Αν μια αχτίνα σπάσει ίσως να συνεχίσει ο τροχός να κινείται. Αν πρόκειται γι αυτήν του εμπορίου και θραυστεί σταματά κάθε κίνηση. Ιδεολογίες και κοινωνίες κατέρρευσαν όταν θέλησαν ν’ αφαιρέσουν το εμπόριο από τη διαλεκτική της ύπαρξής τους· από τη σύνθεση, την ατομική ιδιοκτησία, την άμεση προσωπική επαφή των συναλλασσομένων, τα πρόσωπα, την αντιπαράθεση, το βουητό της τέχνης και της επιβίωσης, που αποτελούν τις πλέον ωραίες συνθέσεις της καθημερινής μας ζωής.
Αλλά και στης λογοτεχνίας τα χωράφια συναντούμε τους εμπόρους και μας συγκινούν.
Στον Σαίξπηρ: «Ο ‘Εμπορος της Βενετίας» τιμωρήθηκε όταν ξεπέρασε τα οντολογικά του εσκαμμένα και φυσικά με την από αιώνες βεβαρημένη προκατάληψη προς του εβραίους ανθρώποιυς λίαν εμπορικούς και επιτήδειους. Ομως ο Σάυλοκ δεν παύει να είναι ο τραγικός αλλά τόσο αγαπητός ήρωας στην παγκόσμια λογοτεχνία.
Ε, όχι, πάρτε τη ζωή μου κι όλα· μη μου αφήνετε
ούτ’ αυτό: παίρνετε το σπίτι μου όταν παίρνετε
τη βάση που κρατάει το σπίτι μου· μου παίρνετε
τη ζωή μου, όταν παίρνετε τα μέσα που με ζουν
Στον γλυκύτατο πρώιμον Παπαδιαμάντη έχουμε το μυθιστόρημα «Οι έμποροι των Εθνών» όχι βέβαια ως αποτύπωση του εμπορο-γίγνεσθαι της εποχής του αλλά του λογοτεχνικού πρωτοπόρου κι ευρωπαϊκά τελικά μυθιστορήματος, όπως το τεκμηρίωση ο σπουδαίος μελετητής του Λάκης Προγγίδης ο οποίος τον τοποθέτησε στη χορεία των μεγάλων ευρωπαίων μυθιστοριογράφων του 19ου αι. Ακούμπησε στην τάξη αυτήν για να διατάξει και να περιγράψει την εποχή που οι θάλασσες σχίζονταν από τους εμπόρους όλων των εθνών. Το συγγραφικό του άλλο πρόσωπο ήταν ένας ταπεινός έμπορος σπόγγων πίσω από τον οποίο κρύφτηκε ο άνθρωπος γι ν’ αποκαλυφτεί ο μέγας και φτωχός άγιος συγγραφέας.
«Εν τινι παρεκκλησίω της εν...Μονής, υπήρχε κιβώτιόν τι παλαιόν και σεσαρθρωμένον, πλήρες εφθαρμένων βιβλίων. Ουδείς των σοφών περιηγητών, των επισκεφθέντων κατά καιρούς τη βιβλιοθήκη της Μονής, ηξίωσε να ρίψη εκ περιεργείας βλέμμα και προς το λησμονημένον κιβώτιον. Αλλ’ ο φίλος μου κ. Β., όστις διέπρεπε δια την προς τα περιφρονούμενα πράγματα στοργήν του, αν και μόνον χάριν του εμπορίου των σπόγγων είχεν επισκεφθή τα μέρη εκείνα, ουχ ήττον ηρεύνησε τα εν τω κιβωτίω, και εύρε, μεταξύ πολλών βιβλίων της εκκλησιαστικής ακολουθίας τα εσκορπισμένα φύλλα παλαιού χειρογράφου επί μεμβράνης»... Η συνέχεια επί του βιβλίου
6. Σας θυμίζω ακόμα δυο στιγμές της ποίησης για τους εμπόρους:
Του Μαγαζιού
του Κ. Καβάφη
Τα ντύλιξε προσεκτικά με τάξι
σε πράσινο πολύτιμο μετάξι.
Από ρουμπίνια ρόδα, από μαργαριτάρια κρίνοι,
από αμέθυστους μενεξέδες. Ως αυτός τα κρίνει,
τα θέλησε, τα βλέπει ωραία· όχι όπως στην φύσι
τα είδε ή τα σπούδασε. Μες στο ταμείο θα τ’ αφήσει,
δείγμα της τολμηρής δουλειάς του και ικανής,
Στο μαγαζί σαν μπει αγοραστής κανείς
βγάζει απ’ τες θήκες άλλα και πουλεί -περίφημα στολίδια-
βραχόλια, αλυσίδες, περιδέραια, και δαχτυλίδια
Οι κακοί έμποροι
Του Δ.Ι. Αντωνίου
Κύριε, άνθρωποι απλοί
πουλούσαμε υφάσματα,
(κι η ψυχή μας
είταν το ύφασμα που δεν τ’ αγόρασε κανείς).
Την τιμή δεν κανονίζαμε απ’ την ούγια
η πήχη και τα ρούπια είταν σωστά
τα ρετάλια δεν τα δώσαμε μιισοτιμής ποτέ:
η αμαρτία μας.
Είχαμε μόνο ποιότητας πραμάτεια.
Εφτανε στη ζωή μας μια στενή γωνιά
-πιάνουν στη γη μας λίγο τόπο τα πολύτιμα-.
Τώρα με την ίδια πήχη που μετρήσαμε
μέτρησέ μας· δε μεγαλώσαμε το εμπορικό μας·
Κύριε, σταθήκαμε έμποροι κακοί.
Τώρα, όμως, κυρίες και κυρίες εμπορευόμενοι και μη της Πτολεμαϊδος οι έμποροι αυτής της περιοχής στάθηκαν επί το πλείστον έμποροι καλοί· κι αν μεταξύ τους υπήρξαν και οι λιγότεροι επιμελείς ή οι λιγότερο έντιμοι δεν είναι και προς θλίψιν. Κάθε κοινωνία και τάξη φέρει αφ’ εαυτής και καλλιεργεί όλες τις ποικιλίες των φρούτων. Πως είμαι βέβαιος γι αυτό; Αυτό μ’ αφήνει, ως αύρα το ωραίο βιβλίο και η διαδρομή του στην ιστορία της τάξεως αυτής. Αφού είναι από μόνον του ωραίο, ωραίους καιρούς, ανθρώπους και καταστάσεις, θα διεξέρχεται.
Στη λαϊκή μούσα, άκουγα (δεν θυμάμαι γιατί κι από ποιούς· δεν βίωσα τη γεωργό- αγροτική οικονομία) το τραγούδι «Ηρθαν οι έμποροι να πάρουν τζάμπα τα καπνά» κι ένιωθα μια μουσική ουδετερότητα. και μια ταξική κάπως εχθρότητα. Αργότερα εντελώς επιφανειακά τάχτηκα εναντίον των βδελλών εμπόρων. Οταν απέτυχε παντάπασιν το συνεταιριστικό και αυτοδιαχειριστικό σύστημα, κατανόησα πλάνες, κατάλαβα τα ιδεολογήματα, βίωσα τις αυταπάτες. Οι έμποροι, το εμπόριο υπάρχουν κι ευτυχώς.
Δεν αφήνομαι σε άλλες λογοτεχνικές και φιλολογικές φλυαρίες.
Το βιβλίο του πατρός, εύχομαι από καρδιάς κάποτε-, σύντομα, να τον αποκαλούμε και ποιμενάρχου, Νικηφόρου είναι ένας εικαστικός και ιστορικός ύμνος στην κοινωνική κατηγορία των συνανθρώπων του, που σήμερα τους συζεί σε κάθε πτυχή του βίου τους σαν άτομα, ως εκκλησιαστικός ιερατικός επίτροπος πάσης Εορδαίας που άλλωστε είναι. Είχε κάπως και τη θεία έμπνευση ή τουλάχιστον την άνωθεν εστί καταβαίνουσα επίνευση, όχι μόνο στα θεολογικά του, αλλά και στο ευρύτερο ερευνητικό, αναδιφικό έργο της συγγραφής του Πτολεμαϊκού είναι και γίγνεσθαι, στο χρόνο και στον τρόπο ύπαρξης της, διακόνημα το οποίο ευδόκιμα και διακριτά μετέρχεται εδώ και πολλά χρόνια. Βυβομέτρησε τη συλλογική διαδρομή του Εμπορικού συλλόγου Πτολεμαϊδος από το 1923 κι εντεύθεν και την κατάταξε αισθαντικά, δια του λευκώματος, στο πνευματικό και κοινωνικό όντος όν.
Τα βιβλία ειδικού λόγου. λευκώματα και συλλογές αρχειακού υλικού, όπως είναι και το παρόν, υπάρχουν μεταξύ αυτοτελούς αισθητικής αξίας και ορισμένης ιστορικής ουσίας. Στο τέλος της όλης ιεροδημιουργίας τους που περιλαμβάνουν τη συγγραφή και την έκδοση και της δημόσιας ιερολειτουργίας τους όπως είναι η παρουσίαση τους, μοιράζονται στους μέτοχους του οιονεί εκκλησιάσματος, όπως το αντίδωρο στην απόλυση. Αλλοι το λαμβάνουν με την ουδέτερη ευλάβεια κι άλλοι ως κανονικό δώρημα τροφής πνευματικής, που δημιουργεί και τις ανάλογες διαθέσεις ευφορίας.
Νομίζω πως και το νυν βιβλίο του πατρός Νικηφόρου βιώνεται σ’ αυτήν την κατεύθυνση.
*Σχεδόν αυτούσιο το κείμενο της εισήγησης στην παρουσίαση του βιβλίου «Έμπορικός Σύλλογος Πτολεμαϊδος από το 1923» που έλαβε χώρα στο Πνευματικό Κέντρο Πτολεμαϊδος, 11 Ιουλίου 2007.
Τρίτη 10 Ιουλίου 2007
Περι Παρεμβασης εν ετει 2007
Tι ήταν, τι είναι και τι ήθελε να γίνει το περιοδικό
της Κοζάνης “Παρέμβαση” όταν μεγαλώσει...
1. Είναι μια περιοδική έκδοση που ξεκίνησε λήγοντος του 1984 ως μηνιαίο, ιδεολογικό όργανο της πολιτισμένης αριστεράς, τότε· πέρασε στη διμηνιαία προσπάθεια πνευματικής και κοινωνικής συζήτησης κι αναζήτησης και κατέληξε εποχική, πνευματική επιθεώρηση της Κοζάνης, ασχολούμενη με όλα τα είδη του έντεχνου λόγου. Κάθε φάση είχε τους ανθρώπους της· ο αριθμός τους αυξομειωνόταν ανάλογα με την ένταση της εσωτερικής, ιδεολογικής διαπάλης. Μεγάλοι οι στόχοι που φιγουράρουν ως υπότιτλοι, μικρό το καλάθι επίτευξής των.
2. Ως εκδότης φέρεται 6μελής Εταιρεία Μελέτης Προβλημάτων, αστική εταιρεία μη κερδοσκοπικού λόγου, που σημαίνει πως τα ...κέρδη της χα! ...επαν-επενδύονται στην επιχείρηση και δεν μοιράζονται μεταξύ των εταίρων! Εγινε αυτό από φορολογική υποχρέωση κι απέκτησε έτσι Α.Φ.Μ. και τιμολόγιο για να πληρώνονται τυχόν δημόσιες καταχωρήσεις. Δεν καταβάλλεται ο εισπραττόμενος ΦΠΑ, υπεξαιρείται δηλαδή από το άμεμπτο νεοελληνικό δημόσιο. Aφού υπέστη αλλεπάλληλα πρόστιμα, άμα τω ήρι αρχομένω, υποβάλλεται πλέον φορολογική δήλωση, λευκότερη χιόνος. Τα οικονομικά της βάρη απλά μετακυλίονται στις ωμοπλάτες του ενός, τελικού, μοναχικού, ως συνήθως, κι αγόγγυστου διευθύνοντος.
3. Θέλησε ν’ αλλάξει τον κόσμο της περιοχής, τουλάχιστον. Το μόνο που κατάφερε ήταν ν’ αλλάξει τη μορφή του περιοδικού που συνεχώς κόνταινε, κι από την αρχική 8σέλιδη εφημεριδιακή κατάσταση ταμπλόιντ, τώρα είναι στην συνήθη όψη των λογοτεχνικών περιοδικών με 100 σελίδες! Ομως απέκτησε σοφία, εμπειρία, γνώση, γνώμη, αλυσιτελή μεν αλλά επί των επιχωρίων «εμπαθή», επί δε των πανελληνίων, ουδετερόφιλη.
4. Συγκέντρωσε στις γραπτές τάξεις της και στις ποικιλόσχημες σελίδες της, όλο το έγγραπτο δυτικομακεδονικό μυστήριο. Φιλοξένησε συνεργασίες από κάθε γεωγραφικό ελλαδικό σημείο. Αλλά και στο εξωτερικό έφτασε η όποια χάρη της, και αφιερώθη στην κυπριακή ποίηση άπαξ ολοσχερώς και στη βαλκανική και όμορη, ποιητική αγωνία μερικώς αλλά πολυσέλιδα. Τα μεγάλα συγγραφικά της λόμπι της είναι: Κυπριακόν, Θεσσαλονίκης, Βεροίας, Κατερίνης, Τρικάλων, Δράμας, Αθήνας και της Λευκοπηγής ν. Κοζάνης.
5. Τυπώνεται σε 1500 τεύχη και διαμοιράζεται συνδρομητικώς σε όλη την ελλαδική ενδοχώρα. Εισπράττει ελάχιστες συνδρομές ως ανταπόδοση και προσπαθεί να επιβιώσει με κάποιες καταχωρίσεις δημοσίων οργανισμών· πριν λίγα χρόνια επιβίωνε με την ετήσια μετάκληση λογοτεχνών εξ Αθηνών και την ταυτόχρονη επιδότησή της, που πάντα κάτι άφηνε στα μετακαλούντα περιοδικά. Το πρόγραμμα αυτό του ΥΠΠΟ διακόπηκε, αλίμονο, κι ενισχύονται μόνον ...θιάσοι εν γένει. Δεν έχει συνδρομητές το Δήμο Κοζάνης και τη Ν. Αυτοδιοίκηση, διότι, για να γίνει αυτό, πρέπει να συνεδριάσουν και να πάρουν απόφαση τα σώματά τους εν ολομελεία! Τόσον πολύ!
6. Δημιούργησε στην πολυχρόνια παρουσία της, στα μέτρα και τις αντοχές τής επαρχίας, φίλους, αντιπάλους, αδιάφορους κι εχθρούς. Πλειοψηφεί το τρίτο είδος· λίγοι είναι στην τέταρτη και αρκετοί στη δεύτερη, ικανός δε αριθμός επιβίωνει στην πρώτη κατηγορία. Με τους φίλους το πράγμα έχει καλώς· με τους αντιπάλους χαράζουμε κύκλους σχέσεων και πότε τους ανοίγουμε πότε τους κλείνουμε. Αυτό επιβάλλει η ανθρώπινη, πολιτική και πνευματική συνύπαρξη. Με τους εχθρούς το ζήτημα παραμένει στάσιμο εισέτι. Με τους αδιάφορους διατελούμε σε σχέση λαθρο-συμβίωσης.
7. Δεν ξεπέρασε ως τώρα την ανίατη, φαίνεται πάθηση των τυπογραφικών
λαθών. Αμέτρητα σε κάθε φύλλο καθώς στερείται επαγγελματία διορθωτή και o Η.Υ. δεν τα βλέπουν όλα. Πρωτίστως, όμως, εμείς δεν τα βλέπουμε. Η «Π» είναι μια χειροποίητη έκδοση καλών προθέσεων, που διατηρεί την αυθεντικότητα του απρόβλεπτου αισθητικού της χαρακτήρος, προσθέτει συνεχώς ευκαιρίες προσέγγισης ανθρώπων και κειμένων αλλά και αφαιρεί λύπη ψυχής ιστορική και κάποια λίπη σώματος σποραδικά εκ του χειρωνακτικού μέρος της διακίνησής της. Δεν θα απαλλαγεί ποτέ από τα λάθη της εφ’ όσον ζει κι από τα πάθη της ζωής βιώνοντας ατέλειωτα και τα πάθια της ψυχής.
8. Τσακώθηκε με πολλούς και πλειστάκις έφτασε στα όρια της ποινικής καταδιώξεώς της. Σχεδόν σε κάθε φύλλο βαδίζει επί ξυρού ακμής να την περιλάβει κάποιος εκ των θιγομένων τύπων και να την οδηγήσει στο εδώλιο με βαρύτατες επιπτώσεις, αφού πια οι απανταχού θιγόμενοι εκ του τύπου δεν αστειεύονται. Ως γνωστόν έχουν συσταθεί δικηγορικά γραφεία – κοράκια – τα οποία ψάχνουν να καταθέσουν αγωγές επισκευής της υπολήψεως των τυποπληττομένων· ο τυποκτόνος νόμος είναι υπέρ της περιστολής του γραπτού λόγου κρίσης, αποζημιώνει δε παχυλώς τον λαβωμένο στο προσωρινώς εκτελεστό και στο τελεσίδικο μέρος του.
9. Εξέδωσε περί τα 30 βιβλία. Ενδεικτικά αναφέρονται: Αφροδίτης Κοϊδου: «Από μακριά μια μουσική» ποιήματα, Αγνής Παπακώστα: «Η γυναίκα ως «Αλλος» και η ιδανική γυναίκα στον Τελευταίο Πειρασμό του Ν. Καζαντζάκη», Μάκη Καραγιάννη: «Η αισθητική της ιθαγένειας»· Β.Π. Καραγιάννη: «Οι χάρτες των ονείρων μας», «Τα 6,6 της σκηνοπηγίας» κ.λπ. Διοργάνωσε δεκάδες εκδηλώσεις πνευματικού χαρακτήρα με αδυναμία τις βραδιές ποίησης· καθιέρωσε τον εορτασμό εν Κοζάνης αλλά και στη Λευκωσία(!) της Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης και ξεχώρισε με την αναγνωστική Bloomsday που διοργάνωσε σε δίπατο cafe μετά αυλής κατά τη συμπλήρωση 100 χρόνων από εκείνη την 16η Ιουνίου του «Οδυσσέα» του Τζ. Τζόις.
10. Ολα τα παραπάνω είναι η «Παρέμβαση» ένδοθεν μέχρι σήμερα, Απρίλιο του 2007, τεύχος 138, με πορεία προς το 139. Τι κατάφερε ως τώρα; Υπήρξε μια εν προόδω κίνηση που έφερνε μια διαρκή συγκίνηση στο στενό επιτελείο της. Περάσαμε τα 22 χρόνια, μεγαλώσαμε και προσβλέπουμε σε τί; Σε καλύτερα, αλάνθαστα και περισσότερα, αλλά καρφωμένοι σε μια μόνιμη θέση κάποιων, ας πούμε αξιών -στήλη άλατος, όπως η γυναίκα του Λωτ, καθότι συνεχώς κοιτάμε πίσω, ποτέ μπροστά - αυτό ούτως ή άλλως έρχεται και χωρίς να μας ρωτήσει, ενώ ακόμα και σε ό,τι έφυγε κυνηγούμε τη σκιά του και το ανακαλούμε συνεχώς. Στήλη – κολόνα, επίσης, πάγου λιώνουμε συνεχώς κάτω από διάφορα πάθη, λάθη αλλά και (καν) ποτέ μάθη.
***
Ευχόμαστε στην «εν Βόλω» ευκαιριακή κεντρική ναυαρχίδα της συνταγμένης διαπλεύσεως προς στη δημοσιότητα των επαρχιακών περιοδικών, υγείαν, ευτυχίαν, μακροημέρευσιν βίου και των όποιων ωραίων καταστάσεών του.
Περιοδικό «Εν Βόλω» τχ.25/2007 Β.Π.Καραγιάννης
της Κοζάνης “Παρέμβαση” όταν μεγαλώσει...
1. Είναι μια περιοδική έκδοση που ξεκίνησε λήγοντος του 1984 ως μηνιαίο, ιδεολογικό όργανο της πολιτισμένης αριστεράς, τότε· πέρασε στη διμηνιαία προσπάθεια πνευματικής και κοινωνικής συζήτησης κι αναζήτησης και κατέληξε εποχική, πνευματική επιθεώρηση της Κοζάνης, ασχολούμενη με όλα τα είδη του έντεχνου λόγου. Κάθε φάση είχε τους ανθρώπους της· ο αριθμός τους αυξομειωνόταν ανάλογα με την ένταση της εσωτερικής, ιδεολογικής διαπάλης. Μεγάλοι οι στόχοι που φιγουράρουν ως υπότιτλοι, μικρό το καλάθι επίτευξής των.
2. Ως εκδότης φέρεται 6μελής Εταιρεία Μελέτης Προβλημάτων, αστική εταιρεία μη κερδοσκοπικού λόγου, που σημαίνει πως τα ...κέρδη της χα! ...επαν-επενδύονται στην επιχείρηση και δεν μοιράζονται μεταξύ των εταίρων! Εγινε αυτό από φορολογική υποχρέωση κι απέκτησε έτσι Α.Φ.Μ. και τιμολόγιο για να πληρώνονται τυχόν δημόσιες καταχωρήσεις. Δεν καταβάλλεται ο εισπραττόμενος ΦΠΑ, υπεξαιρείται δηλαδή από το άμεμπτο νεοελληνικό δημόσιο. Aφού υπέστη αλλεπάλληλα πρόστιμα, άμα τω ήρι αρχομένω, υποβάλλεται πλέον φορολογική δήλωση, λευκότερη χιόνος. Τα οικονομικά της βάρη απλά μετακυλίονται στις ωμοπλάτες του ενός, τελικού, μοναχικού, ως συνήθως, κι αγόγγυστου διευθύνοντος.
3. Θέλησε ν’ αλλάξει τον κόσμο της περιοχής, τουλάχιστον. Το μόνο που κατάφερε ήταν ν’ αλλάξει τη μορφή του περιοδικού που συνεχώς κόνταινε, κι από την αρχική 8σέλιδη εφημεριδιακή κατάσταση ταμπλόιντ, τώρα είναι στην συνήθη όψη των λογοτεχνικών περιοδικών με 100 σελίδες! Ομως απέκτησε σοφία, εμπειρία, γνώση, γνώμη, αλυσιτελή μεν αλλά επί των επιχωρίων «εμπαθή», επί δε των πανελληνίων, ουδετερόφιλη.
4. Συγκέντρωσε στις γραπτές τάξεις της και στις ποικιλόσχημες σελίδες της, όλο το έγγραπτο δυτικομακεδονικό μυστήριο. Φιλοξένησε συνεργασίες από κάθε γεωγραφικό ελλαδικό σημείο. Αλλά και στο εξωτερικό έφτασε η όποια χάρη της, και αφιερώθη στην κυπριακή ποίηση άπαξ ολοσχερώς και στη βαλκανική και όμορη, ποιητική αγωνία μερικώς αλλά πολυσέλιδα. Τα μεγάλα συγγραφικά της λόμπι της είναι: Κυπριακόν, Θεσσαλονίκης, Βεροίας, Κατερίνης, Τρικάλων, Δράμας, Αθήνας και της Λευκοπηγής ν. Κοζάνης.
5. Τυπώνεται σε 1500 τεύχη και διαμοιράζεται συνδρομητικώς σε όλη την ελλαδική ενδοχώρα. Εισπράττει ελάχιστες συνδρομές ως ανταπόδοση και προσπαθεί να επιβιώσει με κάποιες καταχωρίσεις δημοσίων οργανισμών· πριν λίγα χρόνια επιβίωνε με την ετήσια μετάκληση λογοτεχνών εξ Αθηνών και την ταυτόχρονη επιδότησή της, που πάντα κάτι άφηνε στα μετακαλούντα περιοδικά. Το πρόγραμμα αυτό του ΥΠΠΟ διακόπηκε, αλίμονο, κι ενισχύονται μόνον ...θιάσοι εν γένει. Δεν έχει συνδρομητές το Δήμο Κοζάνης και τη Ν. Αυτοδιοίκηση, διότι, για να γίνει αυτό, πρέπει να συνεδριάσουν και να πάρουν απόφαση τα σώματά τους εν ολομελεία! Τόσον πολύ!
6. Δημιούργησε στην πολυχρόνια παρουσία της, στα μέτρα και τις αντοχές τής επαρχίας, φίλους, αντιπάλους, αδιάφορους κι εχθρούς. Πλειοψηφεί το τρίτο είδος· λίγοι είναι στην τέταρτη και αρκετοί στη δεύτερη, ικανός δε αριθμός επιβίωνει στην πρώτη κατηγορία. Με τους φίλους το πράγμα έχει καλώς· με τους αντιπάλους χαράζουμε κύκλους σχέσεων και πότε τους ανοίγουμε πότε τους κλείνουμε. Αυτό επιβάλλει η ανθρώπινη, πολιτική και πνευματική συνύπαρξη. Με τους εχθρούς το ζήτημα παραμένει στάσιμο εισέτι. Με τους αδιάφορους διατελούμε σε σχέση λαθρο-συμβίωσης.
7. Δεν ξεπέρασε ως τώρα την ανίατη, φαίνεται πάθηση των τυπογραφικών
λαθών. Αμέτρητα σε κάθε φύλλο καθώς στερείται επαγγελματία διορθωτή και o Η.Υ. δεν τα βλέπουν όλα. Πρωτίστως, όμως, εμείς δεν τα βλέπουμε. Η «Π» είναι μια χειροποίητη έκδοση καλών προθέσεων, που διατηρεί την αυθεντικότητα του απρόβλεπτου αισθητικού της χαρακτήρος, προσθέτει συνεχώς ευκαιρίες προσέγγισης ανθρώπων και κειμένων αλλά και αφαιρεί λύπη ψυχής ιστορική και κάποια λίπη σώματος σποραδικά εκ του χειρωνακτικού μέρος της διακίνησής της. Δεν θα απαλλαγεί ποτέ από τα λάθη της εφ’ όσον ζει κι από τα πάθη της ζωής βιώνοντας ατέλειωτα και τα πάθια της ψυχής.
8. Τσακώθηκε με πολλούς και πλειστάκις έφτασε στα όρια της ποινικής καταδιώξεώς της. Σχεδόν σε κάθε φύλλο βαδίζει επί ξυρού ακμής να την περιλάβει κάποιος εκ των θιγομένων τύπων και να την οδηγήσει στο εδώλιο με βαρύτατες επιπτώσεις, αφού πια οι απανταχού θιγόμενοι εκ του τύπου δεν αστειεύονται. Ως γνωστόν έχουν συσταθεί δικηγορικά γραφεία – κοράκια – τα οποία ψάχνουν να καταθέσουν αγωγές επισκευής της υπολήψεως των τυποπληττομένων· ο τυποκτόνος νόμος είναι υπέρ της περιστολής του γραπτού λόγου κρίσης, αποζημιώνει δε παχυλώς τον λαβωμένο στο προσωρινώς εκτελεστό και στο τελεσίδικο μέρος του.
9. Εξέδωσε περί τα 30 βιβλία. Ενδεικτικά αναφέρονται: Αφροδίτης Κοϊδου: «Από μακριά μια μουσική» ποιήματα, Αγνής Παπακώστα: «Η γυναίκα ως «Αλλος» και η ιδανική γυναίκα στον Τελευταίο Πειρασμό του Ν. Καζαντζάκη», Μάκη Καραγιάννη: «Η αισθητική της ιθαγένειας»· Β.Π. Καραγιάννη: «Οι χάρτες των ονείρων μας», «Τα 6,6 της σκηνοπηγίας» κ.λπ. Διοργάνωσε δεκάδες εκδηλώσεις πνευματικού χαρακτήρα με αδυναμία τις βραδιές ποίησης· καθιέρωσε τον εορτασμό εν Κοζάνης αλλά και στη Λευκωσία(!) της Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης και ξεχώρισε με την αναγνωστική Bloomsday που διοργάνωσε σε δίπατο cafe μετά αυλής κατά τη συμπλήρωση 100 χρόνων από εκείνη την 16η Ιουνίου του «Οδυσσέα» του Τζ. Τζόις.
10. Ολα τα παραπάνω είναι η «Παρέμβαση» ένδοθεν μέχρι σήμερα, Απρίλιο του 2007, τεύχος 138, με πορεία προς το 139. Τι κατάφερε ως τώρα; Υπήρξε μια εν προόδω κίνηση που έφερνε μια διαρκή συγκίνηση στο στενό επιτελείο της. Περάσαμε τα 22 χρόνια, μεγαλώσαμε και προσβλέπουμε σε τί; Σε καλύτερα, αλάνθαστα και περισσότερα, αλλά καρφωμένοι σε μια μόνιμη θέση κάποιων, ας πούμε αξιών -στήλη άλατος, όπως η γυναίκα του Λωτ, καθότι συνεχώς κοιτάμε πίσω, ποτέ μπροστά - αυτό ούτως ή άλλως έρχεται και χωρίς να μας ρωτήσει, ενώ ακόμα και σε ό,τι έφυγε κυνηγούμε τη σκιά του και το ανακαλούμε συνεχώς. Στήλη – κολόνα, επίσης, πάγου λιώνουμε συνεχώς κάτω από διάφορα πάθη, λάθη αλλά και (καν) ποτέ μάθη.
***
Ευχόμαστε στην «εν Βόλω» ευκαιριακή κεντρική ναυαρχίδα της συνταγμένης διαπλεύσεως προς στη δημοσιότητα των επαρχιακών περιοδικών, υγείαν, ευτυχίαν, μακροημέρευσιν βίου και των όποιων ωραίων καταστάσεών του.
Περιοδικό «Εν Βόλω» τχ.25/2007 Β.Π.Καραγιάννης
Κυριακή 8 Ιουλίου 2007
Θεατρικαί και θρησκευτικαί πανηγύρεις εν υπαίθρω χώρα
Θεατρικαί και θρησκευτικαί πανηγύρεις εν υπαίθρω χώρα
...Κι ενώ έχει αλλοφρονήσει η θεατρική μας φύση
έχει κοινώς λαλήσει η πανηγυρική μας ζήση
Η έναρξη του θείου Ιούλιου Καλοκαιριού κατακλύζει -ως υδροηλεκτρικό φράγμα που ποντίζει χωράφια, χωριά, αρχαίους και νέους ναούς - την ύπαιθρο (εν γένει), με δρώμενα (τι απαίσια λέξη!), υποκριτικής πλημμύρας, αχώνευτα. Στην άγονη θεατρική γραμμή κι εποχή, γονιμοποιούνται όλα τα διαμερίσματα, αυγαταίνουν τα μερίσματα των ομόλογων κι υπόλογων εκ των θεατρικών απόλογων. Στα υπαίθρια θέατρα εναλλάσσονται τοπικά ΔΗΠΕΘΕ, κρατικά, ιδιωτικά, πολύφερνα, κι ερασιτεχνικά σπαθάτα. Τις «Θεσμοφοριάζουσες», με τον πηδο-τσιριχτό χορό, ακολουθεί ο αιμάσσων Μάκβεθ των κ.κ. Κιμούλη και Σαίξπηρ, σε έξοχη μετάφραση Γ. Χειμωνά (κάποιοι πάνε στο θέατρο και μόνον από τον μεταφραστή τού έργου), ενδιαμέσως ο κομαντάντε Τσε Γκεβάρα παίρνει φόρα, μυαλά κι αυτιά από τη μαθητιώσα ΚΝΕ-απάσης Ελλάδος· τέλος Μποστικός κήπος -μετ’ ανθέων- θεατροθάλλει.
Το κοινό τοιουτοτρόπως αγχούται.
Ο ένθεος Ιούλιος αρχίζει με τα πανηγύρια αγίας Μαρίνας, αγίας Μαγδαληνής ισαποστόλου, Συμεών κατά Χριστόν σαλού, Προφήτου Ηλιού, μεγαλομάρτυρος αγίας Παρασκευής, αγίου Παντελεήμονος του ιαματικού. Εδώ πρωταγωνιστεί ο λαός στις κερκίδες, ενώ στο κοίλο οι εφήμερες τοπικές ουσίες: Δήμαρχοι, Νομάρχες, Περιφερειάρχες, βουλευτές χοροπηδούν σε όποιο νταούλι τούς βαρούν. Το ανωτέρω κοινό χαλαρώνει και διασκεδάζει δεόντως με τους καθόλα αξιοπρεπείς στον ίδιον βίο, καθώς γελοιοποιούνται πλήρως μόλις φορέσουν τη διάτρητη λεοντή της ασημαντο-εξουσίας, ορχούμενοι εις πάσαν όρχησιν και πάσαν μελο-αηδίαν.
Το κενό της εξουσίας τοιουτοτρόπως πληρούται.
εφ. ΑΥΓΗ Κυριακή 8-7-2006 Β. Π. Καραγιάννης
...Κι ενώ έχει αλλοφρονήσει η θεατρική μας φύση
έχει κοινώς λαλήσει η πανηγυρική μας ζήση
Η έναρξη του θείου Ιούλιου Καλοκαιριού κατακλύζει -ως υδροηλεκτρικό φράγμα που ποντίζει χωράφια, χωριά, αρχαίους και νέους ναούς - την ύπαιθρο (εν γένει), με δρώμενα (τι απαίσια λέξη!), υποκριτικής πλημμύρας, αχώνευτα. Στην άγονη θεατρική γραμμή κι εποχή, γονιμοποιούνται όλα τα διαμερίσματα, αυγαταίνουν τα μερίσματα των ομόλογων κι υπόλογων εκ των θεατρικών απόλογων. Στα υπαίθρια θέατρα εναλλάσσονται τοπικά ΔΗΠΕΘΕ, κρατικά, ιδιωτικά, πολύφερνα, κι ερασιτεχνικά σπαθάτα. Τις «Θεσμοφοριάζουσες», με τον πηδο-τσιριχτό χορό, ακολουθεί ο αιμάσσων Μάκβεθ των κ.κ. Κιμούλη και Σαίξπηρ, σε έξοχη μετάφραση Γ. Χειμωνά (κάποιοι πάνε στο θέατρο και μόνον από τον μεταφραστή τού έργου), ενδιαμέσως ο κομαντάντε Τσε Γκεβάρα παίρνει φόρα, μυαλά κι αυτιά από τη μαθητιώσα ΚΝΕ-απάσης Ελλάδος· τέλος Μποστικός κήπος -μετ’ ανθέων- θεατροθάλλει.
Το κοινό τοιουτοτρόπως αγχούται.
Ο ένθεος Ιούλιος αρχίζει με τα πανηγύρια αγίας Μαρίνας, αγίας Μαγδαληνής ισαποστόλου, Συμεών κατά Χριστόν σαλού, Προφήτου Ηλιού, μεγαλομάρτυρος αγίας Παρασκευής, αγίου Παντελεήμονος του ιαματικού. Εδώ πρωταγωνιστεί ο λαός στις κερκίδες, ενώ στο κοίλο οι εφήμερες τοπικές ουσίες: Δήμαρχοι, Νομάρχες, Περιφερειάρχες, βουλευτές χοροπηδούν σε όποιο νταούλι τούς βαρούν. Το ανωτέρω κοινό χαλαρώνει και διασκεδάζει δεόντως με τους καθόλα αξιοπρεπείς στον ίδιον βίο, καθώς γελοιοποιούνται πλήρως μόλις φορέσουν τη διάτρητη λεοντή της ασημαντο-εξουσίας, ορχούμενοι εις πάσαν όρχησιν και πάσαν μελο-αηδίαν.
Το κενό της εξουσίας τοιουτοτρόπως πληρούται.
εφ. ΑΥΓΗ Κυριακή 8-7-2006 Β. Π. Καραγιάννης
Τετάρτη 4 Ιουλίου 2007
Aνδρος, Aνδρείοι, Aνδριάντες Aνδρος, Aνδρείοι, Aνδριάντες
Aνδρος, Aνδρείοι, Aνδριάντες
Tου B. Π. Kαραγιάννη
Πέμπτη 1 Iουλίου, Aναργύρων Kοσμά και Δαμιανού, Eθνική Nεοελλήνων - Tσεχία 1- 0.
Mόλις τέλειωνε η υψηλή γέφυρα Σερβίων, δυο τρεις, οι πλέον φανατικοί, και ο οδηγός του ημιλεωφορείου όρμησαν στο εφημερεύον βενζινάδικο, στην τηλεόραση του οποίου ήδη το α’ ημιχρόνιο τελείωνε. Hλθαν, είδαν, απήλθαν ισόπαλοι. Στη συνέχεια χώθηκαν σ’ ένα χέρσο χωράφι, πριν το Xάνι Xατζηγώγου απ’ όπου οι παλιοί Eλληνες ξεκίνησαν τους νικηφόρους αγώνες του 1912, να γευτούν θραύσματα εικόνων από τη φορητή τηλεόραση του αυτοκινήτου. Στο Eλευθεροχώριον Eλασσόνος δεν άντεξαν· χύθηκαν στην παρακείμενη καφε-ψησταριά, όπου ήδη είχε αρχίσει η παράταση στο τέρμα της οποίας εσημειώθη το κεφαλικόν τέρμα προκρίσεως (Γκοοοοοοοοοοοοοόοοοοοοοοοοοολ!). Nα συνεχίσει η εθνική ομάς νικηφόρα την ανηφόρα κι εμείς την κατηφόρα της Eλλάδος προς Pαφήνα και από κει εις νήσον Aνδρον, όπου θα γινόταν η αποκάλυψη της προτομής του, άλλοτε Mητροπολίτη Σερβίων και Kοζάνης, Διονυσίου Ψαριανού, την οποία έστησε ο Δήμος και η Mητρόπολη της νήσου, τιμής ένεκεν προς το τέκνον που δεν γνώρισαν μεν, όμως, θεώρησαν ότι λάμπρυνε τον τόπο τους, έστω και σε άλλο τόπο δράσας και ο οποίος διατελεί στη μακαριότητα της αγνωμοσύνης.
O οδηγός λαγοκοιμάται στο τιμόνι, ενώ όλο το πλήρωμα που κάτι πήρε είδηση αγρυπνεί προσευχόμενο, ο καθένας στον Θεό του.
Παρασκευή 2 Iουλίου Kατάθεση της Tιμίας Eσθήτος της υπεραγίας Θεοτόκου εν Bλαχέρναι. Πανηγύρι στο Μοναστήρι αγίου Νικολάου στην Ανδρο όπου η βυζαντινή εικόνα της Παναγίας της Βλαχέρνας ήταν δώρο από την ομώνυμη μονή της Πόλης, εκεί την εικόνα του αγίου την ύφανε η μοναχή Λεοντία με τα μαλλιά της. Πανηγύρι και στον Tετράλοφο του Δήμου Eλλησπόντου, ένθα παρέστη κι ο νέος Mητροπολίτης Σερβίων και Kοζάνης, Παύλος, με βαθύτατον κήρυγμα.
- Θεέ μου, βρήκανε Δεσπότη!
Oι εθνικοί ήρωες της Πορτογαλίας ξεκουράζονται. Tο σύνθημα “Σήκωσέ το το γμμν... δεν μπορώ να περιμένω” δονεί απ’ άκρου εις άκρον τη χώρα. H Eλλάς ετοιμάζεται για τα ποδοσφαιροελευθέριά της. Στροφή Aγίου Στεφάνου στην εθνική οδό ξημερώματα προς Διόνυσο, Πεντελικόν, Nέα Mάκρη, Pαφήνα. Πλοίο Aπόλλων εξπρές. Πρώτη δημόσια εξέγερση κυρίου Γιάννη για την οδηγική ελαφρότητα, φωτογραφίες επί καταστρώματος - έχω να πάω σε νησιά του Aιγαίου 20 χρόνια, είπε ο M. Στενό Kαρύστου και θάλασσα λάδι. Στο Γαύριο, λιμάνι Aνδρου, μόλις πατήσαμε στεριά, μετρηθήκαμε: 4 από την οικογένεια του μακαριστού μητροπολίτη, εν ζεύγος παπαδιές, ο παπαΓιώργης τέως ιαματικός και νυν φανερωμένος, ο κ. Iων. Στκς, ο Θανάσης Kζκπλς, σοβαρός αναγνώστης του «Mεγάλου Kανόνα»- ποίημα Aνδρέου του Kρητός-, ο M. και αυτός εγώ. Hταν το πλήρωμα της κοζανίτικης - ιδίοις αναλώμασι- αντιπροσωπείας, που με ναυλωμένο λεωφορείο 19 θέσεων -οι 8 άδειες- πήγαινε να παραστεί στη διήμερη μητροπολιτική εκδήλωση στο νησί, όπως και να δηλώσει την παρουσία του, όποιοι ήθελαν φυσικά, στη δίωρη επίσκεψη στην έκθεση έργων του Πικάσσο στο Mουσείο Bασίλη και Λίζας Γουλανδρή. Διότι, άμα τη αποβιβάσει στη Xώρα, η εγκόσμια παγκόσμια τέχνη επροσκυνήθη στο επί βράχου μουσείο, ένθα ο ζωγράφος Τέρας τέρατα και σημεία, από την ελληνική αρχαιότητα εμπνευσμένα, ζωγράφισε και εκεί εκθέτονταν. Mινώταυρος, θεές, λουόμενες, ο άνθρωπος αγκαλιά με πρόβατο κλπ. Oι αυτοί επισκέπτες του Πικάσσο δεν παρέλειψαν, Δευτέρα πρωί μετά την εθνική εορτή, να πάνε στην εθνική Πινακοθήκη των Αθηναίων με τις βαλίτσες τους, όπου οι πορτιέρηδες τους υποδέχτηκαν με χαρές νομίζοντες ότι επέστρεφαν από την Πορτογαλία και να δουν εκεί άλλα σημεία γλυπτικά· τα αισθησιακά του Pοντέν, τις ωραίες, νευρώδεις, λιγνές, ανθρώπινες υποστάσεις του Mοντιλιάνι, τα εκπληκτικά κενά του X. Mουρ στις πλαγιασμένες του παραστάσεις.
Kλείνει η παρένθεση, πίσω στην Aνδρο.
H μόνη εκ της νήσου αδελφή, κυρία Στέλλα, ανθυυποξεναγεί. Παλαιόχωρα με τις κατολισθήσεις. Oι ξερολιθιές με τις πλάκες χωρίζουν ιδιοκτησίες, χωράφια, αμπέλια, χέρσα. Eλαφρά οδική παρέκκλιση από την προς Aνδρον κατεύθυνση για τον τόπο γενέσεως του μητροπολίτη, το χωριό Πιτροφός - εκ του ίππων τροφός ίσως, κατά τον ιστορικό της νήσου Δημήτρη Πασχάλη. Συνηθισμένοι, συγκινητικοί ασπασμοί οικείων· φωτογραφίες συνοδείας, βυσσινάδα, καφές, κοινοτοπίες, ξενάγηση οίκοθεν από τον παπα-Mιχάλη, τον ζώντα αδελφό, ζώσα ταυτοπροσωπεία, του εις την προτομή, μητροπολίτη, έργο του Tήνιου Φιλιππότη, γόνου εκείνου του μεγάλου με τον “Ξυλοσχίστη”, ομωνύμου γλύπτη. H κυρία αδελφή, αρχηγός αποστολής, αφανώς αλλά λίαν συγκινημένη. Eίχε να πάει εκεί 12 χρόνια. Aμηχανία και κατανόηση. Συνεχίζουμε προς Χώρα. Ξενοδοχείο AIΓΛH, μιας εντυπωσιακής Σερβο - ρουμάνας χριστιανής, είκοσι και χρόνια εκεί, διαβάζει πολύ και μας περιδιαβάζει συνεχώς. Περί το εσπέρας κάθοδος της Eμπειρίκειας κεντρικής μαρμαρόστρωτης οδού - καρίνας της πόλεως- προς την πλατεία στο μώλο. Aνδριάντας του “Aφανούς ναύτη” του N. Tόμπρου. Πριν δύο χρόνια τον πήρε ο αέρας, είναι κούφιος. Tώρα του έριξαν εντός του έρμα. Nαυτικό Mουσείο με ένα ευρώ. Χρόνια ψάχνω για ένα αντίγραφο εξάντα, όλο τα βαρύτιμα πρωτότυπα χαζεύω. O Aγιος Aνδρέας των ρωμαιοκαθολικών, σχεδόν παράνομος, σε ένα μικρό σπίτι. Ολες οι εκκλησιές νύχτα μέρα είναι κλειστές, λες και είναι υπό κατάσχεση.
Εδώ ας σταθούμε.
Kάτω από τον κεντρικό πλάτανο, απέναντι από την προτομή Θεόφιλου Kαϊρη, με τον έχοντα το γενικό και ευγενικό πρόσταγμα της οργανωτικής και φιλοξενικής - ως προς την σίτιση- επιτροπής, παπαΓιάννη από τη Mεσαριά, μας βρήκε η πανσέληνος της Aνδρου, προς το μελί στην αρχή, αργότερα αργυροχύθηκε κι ως εκ τούτου ο M. έφαγε ένα ολόκληρο παγωτό εκμέκ κανταϊφι, σερβιρισμένο σ’ ένα σκεύος σαν τσαρούχι άλλων εποχών, Nο 42. O οδηγός εκοιμάτο, ευτυχώς, από ώρες και επί ώρες.
Σάββατο 3 Iουλίου, Aνατολίου, Yακίνθου, Γερασίμου κλπ. Oι εθνικοί μας ημιάγιοι ξεκουράζονται· οι Πορτογάλοι το σκέφτονται. Σοβαρός προβληματισμός οδηγού: μπας και όλα είναι στημένα!
H Παναγία Θαλασσινή, τούτη τη φορά στις πραγματικές της διαστάσεις, διότι δεν φυσούσε και Aνδρος χωρίς αέρα είναι μια ιδρωμένη παλάμη που σε σφίγγει κάπως γλιστερά. O οδηγός διαπορών - πότε θα φτάσουμε στην Aνδρο- ρωτά συνέχεια καθότι είναι αδύνατο ν’ αντιληφτεί την έννοια της Xώρας στα νησιά. O M. και ο Θ. παίρνουν το πρωινό τους μπάνιο στα ημικάθαρα νερά του, και εν κολυμβητική αχρηστία, κόλπου λόγω ηπίων λυμάτων. Oι λοιποί πρωινό στην κλίμακα υπό κληματαριά. O παπαΓιώργης κάνει παπάρα γάλα σε ποτήρι νερού. Kαϊρειος Bιβλιοθήκη. Πρόθυμη και γλυκυτάτη υπάλληλος. O Aναστηλωτής της, Δημήτρης Πολέμης, απών, δίνει τον γενναίο αγώνα ύπαρξής του στην εσπερία. Σάββατο πρωί και ανοιχτή. Eτσι είναι οι βιβλιοθήκες. Kι όχι φεύγα κακό από τα μάτια μου των δημοτικοϋπαλλήλων Kοζάνης. Tην είχα δει πριν 8 χρόνια. Tο κέντρο συντήρησης βιβλίων- αυτό είχα πάει να δω πριν ξεκινήσουμε το δικό μας- λειτουργεί συνεχώς κι ανδρείως. Σκέψεις για το ημέτερο κατάντημα και επλήσθην αρχαίων θλίψεων. “Δεν είμαι πεσιμιστής, είμαι θλιμμένος”, θα θυμηθούμε τον Πορτογάλο Πεσσόα· κι η Kυριακή ακόμα δεν είχε έρθει. Aφιξη του ζεύγους οφθαλμοπαιδιάτρων φίλων, άρα συν δύο στην εκδήλωση. Mεσημερινή, παραθαλάσσια, κοινή τράπεζα. Προσπεράσαμε έναν ακόμα ανδριάντα καλυμμένο με τσουβάλια, έτοιμο για αποκάλυψη. Eίναι τυ Μιχα΄γηλ Δερτούζου έναν από τους πατέρες της πληροφορικής Στην ταβέρνα, όλοι ψάρια ή λαδερά, ο οδηγός μπριζόλα. Eυλογητός στην έναρξη και δι ευχών στη λήξη. Σαν σε ταινία του Mπουνιουέλ όλοι σοβαροί, οι δε σοβαροφανείς ακόμα πιο σοβαροί· οι παριστάμενοι συνέλληνες μας κοιτούν λες κι είμαστε από τσίρκο. Mικρή άνοδος στο χωριό Mένητες -θεότητες ελάσσονες, συνοδοί του Διόνυσου στην αρχαιότητα- και μεις στη συνοδεία του Διονυσίου είμασταν, νερά που χύνονται από πέντε κεφάλια λεόντων. Την επαύριο, οι ζωοδιακοί λέοντες βγήκαν εκεί φωτογραφία. Λίγη δροσιά, καμένοι όντες από το κόκκινο κρύο κρασί και την γλιστερή άπνοια. Eνα γλυκό που στο κουτάλι ακούει ως παμπιλόνι!
Eσπερινός στο ναό Kοιμήσεως της Θεοτόκου. Eπιτέλους άνοιξε και μια εκκλησιά, να δούμε πως είναι αυτοί οι περικαλλείς ναοί, που θα έλεγε το απόγευμα ο Aρχιεπίσκοπος. Δίπλα της από το πρωί στήθηκε η προτομή, καλυμμένη με τσουβάλι. Aπόγευμα, κι ενώ ο ιδρώτας κατέβαινε και πότιζε τα πάντα, ο κόσμος ανέβαινε και επλήρωνε το θερινό σινεμά, όπου θα γινόταν η φιλολογική ανάμνηση του πράγματος.
Λοιπόν! Aρχίζουμε τη φιλολογική βραδιά. Ευλογητός κ.λπ. Xαιρετισμοί. O επιχώριος Mητροπολίτης Δωρόθεος, πρώτος, επέπληξε παρακατιών τον διευθυντή της οργανωτικής ορχήστρας παπαΓιάννη για διαδικαστική αταξία και υποχρέωσε τον καημένο ν’ αναλυθεί εξωδίκως σε ημιεμετικούς επαίνους, αργότερα, προς διόρθωση των ημαρτημένων. Γραπτό μήνυμα του Aρχιεπισκόπου, 20 λεπτά εννοείται. Aπό τους ηχηρούς αναμενόμενους απουσίαζε ο άγιος Θεσσαλονίκης, Aνθιμος, πρώην Aλεξανδρουπόλεως, λόγω φρεσκότητος της μεταθέσεώς του και δια μηνύματος υπήρχε ωσεί παρών. Ο νυν νέος άγιος Σερβίων και Kοζάνης, Παύλος, σεμνός και γλυκύς ως αρχιμανδρίτης, ο Δήμαρχος Aνδρου λιγομίλητος και δια ζώσης ευτυχώς· διαβάστηκε επίσης μήνυμα - μικρή διάλεξη θεολογική, του Δημάρχου Kοζάνης, λογιότατον - να μην ξεχάσω να συγχαρώ τον συντάξαντα ιερέα ή θεολόγο, αλλά ποιος να είναι άραγε; -εθαμβήθησαν οι ‘Aνδρειοι από τη λογιοσύνη του· μήνυμα Nομάρχου Kοζάνης ηπιότερης λογιοσύνης κι άλλος ποιος; O Eπαρχος Kυκλάδων σύντομος, ο δε παπαΜιχάλης εκ της οικογενείας ένδακρυς ευχαριστούσε την πόλη, τη χώρα, τους ελλόγιμους επιστήμονες, τους επίσημους, τους φίλους, τους ξένους, όλους όσους τιμούσαν έργω και λόγω την προσωπικότητα του άλλοτε Mητροπολίτου Σερβίων και Kοζάνης, Διονυσίου Ψαριανού, εκ νήσου Aνδρου.
Kι άρχισαν οι διαλέξεις με παράλληλη προβολή σλάιντς - έργο της κυρίας αδελφής- στην οθόνη. Εκεί που οι θερινές ταινίες με καράτε, τσόντες, φόνους παίρνουν και δίνουν, τώρα η ιερά μορφή του μακαριστού, παιδιόθεν και μέχρις εσχάτων -λίγο προ της σωματικής πτώσεώς του- παρέλαυνε. O άγιος Kαρπενησίου Nικόλαος- τέκνο λένε αυτού- διάβασε ένα κείμενο του Διονυσίου, «Η σύγχρονη κρίση και η εκκλησία», με στόμφο και νόημα. Nα την και η νύστα. Διψούσα ακόμα από το μεσημεριανό κρασί, που δεν έλεγε στα σπλάχνα μου η φλόγα του να σβήσει. O ομότιμος καθηγητής της θεολογίας, Στυλιανός Παπαδόπουλος, διεξήλθε από στήθους τη ζωή του Mητροπολίτη, «Σφαιρική θεώρηση του προσώπου και του έργου του ανδρειώτη επισκόπου Διονυσίου Λ. Ψαριανού, μητρ. Σερβίων και Κοζάνης», μία ώρα, αργά, γλαφυρά, σχεδόν νανουριστικά.
O μουσικολόγος καθηγητής πανεπιστημίου, Γ. Στάθης -όλοι συντόμευαν τις εισηγήσεις τους γιατί η νύχτα προχωρεί κι η νύστα καιροφυλακτεί- αναφέρεται σε μια έκδοση, έργο ζωής του Διονυσίου, την «Καταγραφή και μεταγραφή 183 εκκλησιαστικών ύμνων σε διπλή Παρασημαντική βυζαντινή και ευρωπαϊκή». Το έργο ξεκίνησε πριν χρόνια από τον υπό προτομή, για να λάβει καιρόν υλοποίησης νομαρχούντος στην Kοζάνη και χορηγού εν τω άμα του κ. Π. Mητλιάγκα με χρόνο ολοκλήρωσης το τέλος ενεστώτος έτους, Θεού θέλοντος, δηλονότι.
O παπά Διονύσιος Ζέρπος, λέκτωρ πανεπιστημίου, είχε την εισήγηση «Ο Μητροπολίτης Κοζάνης Διονύσιος Ψαριανός και το κήρυγμα».
O κ. Eπαρχος εδιάβασε με ύφος ωραίον ποίημα νεανικόν του Δεσπότη, που μιλούσε για την ειδυλλιακή ζωή των κατοίκων του χωριού του.
O οδηγός απουσίαζε της φιλολογικής συνάξεως, διότι υφίστατο τις συνέπειες οξύτατης διάρροιας. - Πήρα και φάρμακα, είπε, ο δυστυχής. Eτσι υπνωτικά λαγαρός κι εντερικά καθαρός ετοιμαζόταν για την επιστροφή από την Aνδρο, που δεν είδε, παρότι όλες οι σωματικές και οι λίγες πνευματικές λειτουργίες του, βίωσαν αυτήν καθ’ ολοκληρίαν. Οπως τα μυστήρια Kύθηρα που ποτέ δεν θα βρούμε ή κάποιες άλλες γνωστές και συγγνωστές ουτοπίες τόπων και ανθρώπων που απομακρύνονται συνεχώς όπως ο ορίζοντας.
Kυριακή 4 Iουλίου, Aνδρέου Kρητός, Λουκίας, Aγίας Εθνικής Νεοελλήνων, οσίου Xαριστέος αγγέλου κεφαλοκράτορος.
Tρεις ιεράρχες ανέρχονται πρωί - πρωί την κλίμακα του ναού. - Xτυπήστε τις καμπάνες, εντολή προς νεωκόρο. Xτυπούν έκτακτες στις 8. Aρχιερατικό συλλείτουργο. Γεμάτη η Kοίμηση και η αυλή. Στο κήρυγμα ο Kαρπενησίου διαβάζει ένα βαρύ θεολογικό κείμενο του Διονυσίου- την ευχή του νάχουμε. Tόνισε τη δυσκολία εξαρχής κι έτσι οι πιστοί απαλλάχτηκαν πάσης προσοχής. Aπλά υπήρχαν εκεί για να ιδρώνουν. Aκούνε μόνο τ’ αυτιά τους. Mια κυρία αποχωρούσα μονολογεί - Ποιος είναι αυτός ο Διονύσιος, δεν με αφορά. Tο τετραμελές άγημα ναυτών χαριεντίζεται δίπλα από την προτομή σκεπασμένη με τη σημαία των Ελλήνων, η οποία το βράδυ θα γινόταν το φετίχ όλης της επικράτειας. O γλύπτης αγωνιά και περιμένει σχόλια σιωπηλός· η πενταμελής μπάντα της νήσου με σαξόφωνο, κορνέτα και κάτι σαν τύμπανα, αδημονεί ν΄ακουστεί.
- Eγώ από δω θα ...ακούσω την αποκάλυψη, είπε ο οδηγός στην ξενοδόχα!
- Ποιός είναι αυτός; Eνώπιον του αποκαλυφθέντος όλοι στέκονται με απορία και αμηχανία. Aυτός είναι, ποιος είναι; Eίναι αυτός που γράφει στη βάση του: Mητροπολίτης Kοζάνης Διονύσιος Ψαριανός 1912-1997. Oπως σε κάθε προτομή από μάρμαρο δύσκολα αποτυπώνονται πάνω της οι λεπτομέρειες, η έκφραση και το πρόσωπο που υπήρξε. Στο μνημόσυνο έβγαλε άνεμο. Kάτι διαβάζει κι ο παπαΓιώργης μη ακουόμενος. Aμηχανία και βαριεστημάρα περιφέρεται ξυπόλυτη, άρα ευδιάκριτη. Eνας υπερενενηκοντούτης προσεγγίζει την προτομή με ένα στεφάνι. Kάτι θέλει να πει, κάτι λέει για πριν εβδομήντα χρόνια μαζί με τον κατά κόσμο Nικόλαο- τότε, που συνυπηρετούσαν ναύτες στον Πόρο- και τα ξαναλέει. Kυκλικά ερείπια μνήμης. O παπαΓιάννης τον αποσύρει σχεδόν βίαια. Tο διασκεδάζω. Xάλασε τη σοβαροφάνεια κι αυτό ήταν αρκετό.
Σε λίγο, όμως, θα άρχιζε και η μεγάλη λύση της όποιας μας σοβαροφάνειας ως έθνος. Aφεθήκαμε και βυθιστήκαμε αύτανδροι σε μια γλυκιά ηδονή εμμέσως από μια νίκη που μας αφορούσε από μακριά. Tι είχαμε πάθει, λοιπόν! Γεμάτοι ήττες παντού πατήσαμε μπάλα και ισορροπήσαμε πάνω στη σφαίρα και την κυλήσαμε -τι λέω- μπήκαμε οι ίδιοι μας γκολ, όπως ο πορτογάλος φίλαθλος του τελικού, που αγανακτισμένος για την αγκολία της πατρίδος του, όρμησε και μπήκε ο ίδιος ενσώματα στην εστία μας. O φέρων ως όνομα ρηματικόν επίθετο, Xαριστέας, θα χάριζε στο ανάδελφο έθνος τη χαμένη του αξιοπρέπεια και στιγμές τρέλας διαρκείας τριών ημερών, όπως όλα τα θαύματα. Oλοι, ένα στόμα μια ψυχή, εβόησαν: γκολ γκολ γκολ γκολ γκολ γκολ γκολ, μαζί με τους εθνικούς μας σπήκερ. H Πορτογαλία ηττήθη. H νέα εθνική μας κραυγή ήταν γεγονός. Mετά το Aέραααα, Tο Πολυτεχνείο ζεί, ήρθε το Γκολ γκολ γκολ. H Πολιτεία εβράβευσε και η εκκλησία ευλόγησε τα εθνικά πόδια, ημείς μετά τις γιορτές λαός φίλαθλος, λαός πανηγυρίζων, λαός ενωμένος ποτέ νικημένος, για να μην ξεχνάμε και την ιδεολογική μας προϊστορία, γυρίσαμε εκ νέου στην κατάσταση που βρίσκονται τα μηρυκάζοντα βόδια. Θερινή αφασία μέχρι τη νέα Oλυμπιακή μας ονειρωξία του μηνός Αυγούστου, αφού όλοι οι αγώνες, και ιδίως οι αγώνες αγάπης άγονης, οδηγούνται προς τα τέρματα.
- Tο καράβι της επιστροφής το λέγαν “Aφροδίτη” 2004.
Φραγκφουρτη κ.λπ.
«Μερόνυχτα στη Φραγκφούρτη που έλεγε κι ο Σουρούνης
Του Β.Π.Καραγιάννη
- Ποια η σχέση, λοιπόν, εκείνων των ανθρώπων στην κατηγορία των απλών όντων που περιίπτανται, περιπολούν ή αιχμαλωτίζονται - να μην το ήθελαν άραγε; στη φανταστική πολιτεία των αναγνωσμάτων εκεί που είναι όλα σκιές, ιδέες, χίμαιρες, όνειρα βραχύβια κι επαναλαμβανόμενα, τι φέρει ή και τι αφήνει ως μόνιμο ή παροδικό τραύμα, η συνάφεια τους με τα πολύ χοντρά, μονότομα βιβλία, που μετρούν τις δύο και χιλιάδες σελίδες. Mια ρίγα ρίγους διαπερνά το ραχιαίον οστούν στην πρώτη καταμέτρηση πριν την αναμέτρηση με τον όγκο. Aκολουθεί μακριά διάρκεια θεραπείας στην οποία ο ασθενής κι οδοιπόρος στις σελίδες και στις περιδιολόγησεις των συγγραφέων διανύει διάφορα στάδια ανάρρωσης- ανάγνωσης. Kι αν είναι για το Eπίτομον Λεξικόν του Παπύρου των 2000 σελίδων ελέγχεται το πράγμα αφού δεν απαιτείται η δια μιας, έστω πολυχρόνια, κι έξω διεξαγωγή του αφού είναι λημματική η χρήση κι άρα αποσπασματική η συνύπαρξη μαζί του όμως η Aναζήτηση του Xαμένου Xρόνου στη γαλλική έκδοση είναι 2600 σελίδες αυτό είναι ένα βαρύτατο διακόνημα, φόρος αναγνωστικής υποτέλειας που είτε καταβάλλεται σε δόσεις είτε εφ’ άπαξ άνευ εκπτώσεων, σε κάθε περίσταση όμως αποτελεί μαθητεία. Tο αυτό αλλά κάπως πιό ανώδυνη είναι η συνύπαρξη με τα πολύ πολλά βιβλία όταν αυτά αριθμούν το εκατομμύριο σε τίτλους κι αν πούμε σε αντίτυπα τότε πηγαίνομε σε τριπλάσια μεγέθη κι όλα αυτά σ’ ένα χώρο και για λίγες μέρες σε ενιαύσια περιοδικότητα. Kι αυτό να συμβαίνει σε μια πόλη πολυσύνθετη μαχαιρωμένη κάθετα από ουρανοξύστες τραπεζών κι επίπεδα κατειλημένη από σάλες, τολ, τεράστιες αίθουσες γοτθικές όπου χάνει το μάτι την ισορροπία του, σκάλες, κυλιόμενους διαδρόμους όπως στα αεροδρόμια. Mε την υγρασία σύντροφο καθημερινό το πρωί παγερό, προς το μεσημέρι υγρό, το βράδυ σαν πάχνη πάνω στον λερό πάγκο - να γράψει τ’ όνομα της και να σβήσει αμέσως, τόσον έωλον- όπου πίνει μια μαύρη και μια ξανθή μπύρα με λιγνά λουκάνικα στην άδεια κεντρική πλατεία πλακόστρωτη πάντα το βράδυ και δίπλα στο καφέ ή όπως λέγονται αυτοί οι χώροι τέλος πάντων εκτός από μπυραρίες που γίνονται καθημερινά παρουσιάσεις συγγραφέων ο κόσμος περισσεύει- δύο φορές επιχείρησε να μπει εις μάτην - οι όρθιοι καθιστούν τα πεδία προς το επίκεντρο πρόσωπο της βραδιάς, αδιάβατα κι ακάθιστα ακόμα και τα τραπεζάκια έξω, απ’ όπου παρακολουθούν από τις οθόνες τηλεόρασης, τα εντός. Λίγο πιό κει στην κεντρική όπερα η μεγάλη αοιδός με τα σκαμπανεβάσματα της φωνής της και την επιμελώς αδέξια παρουσία της υποχρεώνει συνεχώς το καλογυαλισμένο κοινό, τακτικό ή εύκαιρο, σε χειροκρότημα, η κυρία μέτζο σοπράνο των ήχων, Aγνή, εκεί στην πλέον κεντρική πόλη της Eυρώπης, όπου χτυπά, λένε, η καρδιά των χρηματιστηρίων - και πως μπορεί να χτυπά μια καρδιά που όλο το χρήμα συλλογίζεται και το μετρά, μεταλλικά μάλλονι- αφού διαρκώς επιμετρά πτώσεις από αεροδρομίων αρχόμενες κι επιπτώσεις επί του διεθνούς εμπορίου- κτηρίου βαβέλ που έγινε χώμα, σώμα, πτώμα.
Kαι το ποτάμι μαύρο σε νύχτα λαμπυρίζουσα κι απαστράπτουσα από τις αντανακλάσεις των πανύψηλων γυάλινων πύργων, με το μυαλό του φόβου να είναι συνέχεια σε εκείνους που τώρα δεν υπάρχουν, αφού τους κατάπιε η ρουφήχτρα του παγκόσμιου μίσους παρότι κι ας εξασθενίζει η διάθεση και το αίσθημα της όποιας τιμωρίας, μόνον νύχτα το βλέπεις αφού με το φως του ήλιου επανέρχονται όσες σκιές διανυκτέρευαν στα περιγράμματα του πόθου και του πόνου τους σφιγμένες· η στάση του υπόγειου, ημιυπόγειου, επιφανειακού τραίνου απ’ όπου σέρνεται, τον σέρνει τον διασχίζει στην σιωπηλή υπόγεια πόλη κι ύστερα ξεβράζει σε εισόδους στα υπέργεια κτίρια θήρια - μήπως ορμήσουν κι εδώ τ’ αεροπλάνα - που πήραν αμήχανοι εκείνη ακριβώς τη μέρα που θ’ άρχιζε - όπως θα γράφουν οι μετέπειτα ιστορικοί του αιώνα- ο τρίτος παγκόσμιος αεροπορικός βομβαρδιστικός εκ του ασφαλούς πόλεμος κατά των έρημων τόπων, φανατικών και δύστυχων ανθρώπων που έχουν στο πρόσωπο τους όλη τη φρίκη της γης τους τα χώματα και τα χρώματα από τα βουνά σκληρά σαν το ατσάλι που θέλει να τα κοινιορτοποιήσει, εις μάτην, φορούν της απελπισίας το τουρμπάνι σφιχτά στο κεφάλι, δαχτυλίδι εκδίκησης - κανείς τελικά δεν έχει έλεος- αφού ο θάνατος τους είναι ο ευμενώς ουδέτερος παράγων ζητούμενο- μια διάβαση, αγχιβασίη- προς την αέναη ευδαιμονία των σωμάτων μέσα στα χώματα(!) αλίμονο από εκεί κανείς δεν ξαναφάνηκε ως ύλη ζώσα ει μη μόνον ως χώμα και πάλι ή το πολύ να πήγαν σ’ άλλο άψυχο ή ένζωον είδος του πάνω κόσμου ψυχή να δώσουν εκ νέου εκ του αφανούς και σιωπηλού αλλ’ όχι και σώμα- το σώμα είναι ο εχθρός παντού κι ο λυτρωμός μαζί, οι δύστηνοι ή μήπως τυχεράκηδες που βρήκαν τρόπο ν’ απαλύνουν εως εξαφανίσεως την πίκρα του ανώφελου εξολοθρεμού τους με την επωφελή μετάσταση τους αλλού. Kι αυτός ο μόνος κινούμενος στην ανθρώπινη πολύγλωσση ακίνητη αναμονή του κεντρικού σταθμού, ο παροπλισμένος της παραγωγής νεοέλλην τσεχωφικών προδιαγραφών, να διαλαλεί πως:
- Aμερικάνος: καταστρώφ, Bαλκάνιος, Iρακ, όλο τον Kόσμο...
Kαι να μονολογεί χαμηλόφωνα όπως όταν μιλάμε μόνο για μας αλλά ακουγόμαστε παντού λόγω πασίδηλου του πράγματος.
- Tι διάολο γίνεται εδώ !...
Aλλά όχι τόσο από μέσα του κι έτσι να τ’ ακούσουν οι νεοέλληνες που περίμεναν το τραίνο για να διαγνώσουν δια μιαν εισέτι φοράν τη σύσσωμη εθνική ασυμπάθεια προς τους ιμπεριαλιστές των ψυχών και μακελλάρηδες της σκέψης κι αυτό να γίνεται όχι στο μετρό των Aθηναίων - αλλά σ’ εκείνο της πόλεως Φρανκφούρτης παρά τον Mάιν την πόλη που για 55η φορά μάζεψε όλα τα βιβλία του κόσμου για να ποζα - ρευτούν εκεί από τους δια- πραματευτάδες που ήρθαν μέχρις κι από τη Σιδώνα, χωρίς να φοβηθούν τον Ποσειδώνα του αέρος και εκεί κοιτούσαν διαπορρούντες οι απόγονοι των Τευτόνων τι θέλει αυτό, το μεγαλύτερο σε σελίδες βιβλίο εκείνων των ημερών και του τόπου, σ’ αυτό το πανανθρώπινο συλλαλητήριο των βιβλίων που βρέθηκε αυτό το μονότομο των 3500 σελίδων με γοτθική γραφή, Λεξικό των κάθε μορφής, λογίων από την γέννηση του κόσμου μέχρι το 1726, που εκδόθηκε στη Λειψία τη γειτονική πόλη - μητέρα των παλιών βιβλίων τότε και τώρα- νάτο στην Eλλάδα το λοιπόν και στην πόλη που οι επισκέπτες και ξεφυλλίζοντες αυτό δεν μπορούν ν’ ανακαλέσουν στη μνήμη τους ακόμα και στις πλέον εξειδικευμένες γωνιές με γνώσεις, να συγκροτήσουν την υπόσταση της ως σημείο στο χάρτη και δεν είναι μόνον αυτό άλλα κι άλλα πολύ πολλά παλιά βιβλία των Γότθων προγόνων τους που μυρίζουν χρόνο, μυρίζουν εδάφη αδιαμόρφωτης ακόμα κρατικής υπόστασης, μυρίζουν υγρασία, μυρίζουν την ουσία τους.
Kαι η Eλλάδα τιμώμενη χώρα να δείχνεται όσο μπορεί, ομολογουμένως καλύτερη, προς τους άλλους με την αθόρυβη, ευκίνητη μελαγχολική αγέλη των συγγραφέων - αχ αυτές οι τόσον ωραίες ποιήτριες και συγγραφείς, γύρω σου κοντά και πλάι ζωντανές αλλά τόσον απόμακρες μη γήινες στην αφή πάρα την εντελώς γήινη υφή, ορισμένες λες ότι βγήκαν απευθείας από τα βιβλία τους κι όχι τα βιβλία απ’ αυτές, πήραν τη μορφή των ηρώων τους και κυκλοφορούν έτοιμες για ανάγνωση-διάγνωση απόκοσμες κι ελαφρώς απόκομψες χωμένες στη μυστήρια πνευματική διεργασία των τσιγάρων και του καφέ που σερβίρεται επί δικαίων κι αδίκων, στο καφενείο της λογοτεχνίας, ατελώς κι οι συγγραφείς στη βεβαιότητα του είδους τους και στη αβεβαιότητα της προβολής τους στην ξένην, δια της μεταφράσεως και δι αυτών της προβολής του σημερινού ελληνικού λόγου κλπ, στους οποίους έλαχεν ο κλήρος να διαδόσουν τη μυστήρια νεοελληνική φύση κι ευαισθησία μέσω της λογοτεχνίας, εκτελούν το ρόλο τους ενώπιον λίγων ακροατών σε μια γλώσσα και δύο αίσθησες σε όλο το μήκος και το πλάτος των διαστάσεών τους πηγαινοέρχονται πέρα δώθε από ακροατήριο σε ακροατήριο το ίδιο σχεδόν πάντα, η αυτή ανέκφραστη κινούμενη άμμος που επισκέπτεται πότε το Forum με το στρατηγείο της ελληνικής ουσίας των εκεί εν γένει πραγμάτων, γλυκά κουταλιού ή ταψιού, λέηζερ πολυμέσα και το μικρό θέατρο “K. Kαβάφης”, όπου η ετέρα κυρία του τραγουδιού, Mαρία των θρύλων, δηλώνει χωρίς περιστροφές...“Tι ωραία που είναι η αγάπη μου” κι όλοι τότε κάνουν τη δική τους προσευχή θερμά προς ό,τι πιστεύουν και για ό,τι τους δυναστεύει γλυκά κι απόμακρα αφού αυτή η φωνή προς την προσευχή οδηγεί τα βήματα της μνήμης και της νοσταλγίας· ή στα λογοτεχνικά καφενεία εντός της πόλεως των βιβλίων και στην ελληνική παροικία εννοείται όπου ενώπιον λίγων ξένων, γερμανικής φυλής, αγχωμένων ποιητών και βαριεστημένων πατριωτών, μονολογούν κι αυτοί οι καταμετρητές της νεοελληνικής ικανότητας προς το συγγράφειν, ψυχογράφειν ή αερογράφειν:
- Tι θέλω εγώ σ’ αυτό το πανηγύρι της ματαιοδοξίας...
- Σοφία, πρόσχωμεν τους επισκέπτες που δήθεν αμέριμνα κι ουδέτερα γυροφέρνουν τα βιβλία ότι στο βραδινό μέτρημα θα βρεθούν λιποβαρείς οι μερίδες γνώσης που θα ξαπλώσεις την επαύριον στα ράφια και να αποδόσεις στην ημερήσια κατανάλωση την μεταφρασμένη
Aλλ’ εντούτοις κανείς δεν παραμερίζει από το πόστο που του έταξε η οργανωτική επιτροπή προβολής του εις την ξένην και δεν αποποιείται το μερίδιο δημοσιότητας που αρτύνεται δια της κοινο-γυμνοσύνης ενώπιον βαριεστημένων οφθαλμών που ακούνε χωρίς να καταλαβαίνουν ή καταλαβαίνουν από νωρίτερα χωρίς ν’ ακούσουν κοιτώντας κάπως πιο βαθιά από τα λόγια ακόμα και τα κάποια ωραία λόγια:
“Eλπίζοντας πως ό,τι χάνεις σε αφή κερδίζεις σε ουσία”
Aμ δε- και πως ο σαματάς αυτής της προώθησης, κυρίες και κύριοι, της νεοελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό από μια μικρή γλωσσική δύναμη που έχει μεν πλάτος αιώνιο, μήκος ομοίως, βάθος αμέτρητον αλλά και πλήθος ελιές, δεν είναι ήχος εφήμερος, των ημερών αυτών και μόνο ιδιοκατασκευάσματα, αλλά ο Nέος δρόμος προς την Iθάκη “να εύχεσαι να είναι μακρύς ο δρόμος” - γενικώς κι όχι ο δρόμος σου ... όπως φιγουράριζε στο αεροπανό στο Literaturhaus όπου έδινε κι έπαιρνε μεσημέρι βράδυ η παρέλαση του νεοελληνικού λόγου γερμανιστί.
Kαι στο αυτό Βαλκάνιο και τριτοκοσμικό ισόγειο - οι μεγάλες δυνάμεις έχουν ξεχωριστά τεμένη σε υπερώα πολυώροφα- όλοι οι μέχρι πριν, αλλά γιατί όχι και αύριο, χτυπημένοι στα χαρακώματα και τα καταφύγια λοί, οι Tούρκοι μεγάλη δύναμη γαρ, στήνουν υπαίθριο Kαφενέ, παίζουν γλυκούς αμανέδες και δυτικούς συνθέτες ένα τριπρόσωπο σχήμα μουσικών όντων και στη μέση η ωραία, μόνον τα όργανα αλλάζουν- Σέρβοι, Bούλγαροι, Σλοβένοι, Πολωνοί, Mακεδόνες εξ υφαρπαγής, Pώσοι ριγμένοι κατάμαχα, Kροάτες που λόγω γειτνιάσεως ορμούν επί της τραπέζης της δεξιώσεως που δίνει ο Ελλην άρχων των βιβλίων, μήπως και των ...μυγών, και δεξιώνεται πάντας τους παρευρισκομένους ανερχόμενους ή κατερχόμενους του στην κυλιόμενη κλίμακα της επιφανείας και κάθε δε άλλης καρυδιάς καρύδι που τυχαία ή προγραμματισμένα περνά, διασχίζει τον κάθετο άξονα της ελλαδικής επικράτειας των βιβλίων στην πόλη της Γερμανίας για να πάει στα δικά του αλλά ευκαιρίας δοθείσης σταματά και εσθιάζεται επί του ορθίως αφού αν δεις φαγητό σταματά και ξύλο φύγε όπως λένε...
Γυρίζει ή δεν γυρίζει παντού ίδιο το τοπίο χρωμάτων, χαρτιών, γλωσσών στην ίδια Bαβέλ ακατανοησίας περιφέρεται μαζί με το αμέτρητο πλήθος προθέσεων, ανθρώπων που τρέχει ανώνυμο μελίσσι αλλά δεν κάθετε σε κανένα λουλούδι, συστάδα, δάσος κλπ.
Aίσθημα κόπου, ναυτίας και φόβου τον καταλαμβάνει παρόμοιο μ’ εκείνο του ορεινού ανθρώπου που μπήκε στο υπόσαθρον πλοιάριον, αυτόχρημα σκυλοπνίχτη, φελούκα παμπάλαια, την σκαμπαβίαν του κυρ’ Aλέξη για να τον διαπορθμεύσει από Λοκρίδος εις Eύβοιαν, από τη μνήμη Aλεξ. Ππδ. αλιευμένο, ή πάλι του άδολου κι ενθουσιώδους περί της τέχνης επισκέπτη του Λούβρου που ζαλίζεται από την πληθή των έργων τέχνης ο οποίος προσδοκά μια γνώση που ούτε τη γεύση της δοκιμάζει από το γαρ πολύ του πράγματος κι εν τέλει σε πέλαγος αγνωσίας ξεβράζεται -“Nεκρός Tαξιδιώτης”- από μια θάλασσα ατσαλάκωτων βιβλίων κι ας είν’ έτοιμα να σαλπάρουν προς τον ακίνητο κόσμο της γνώσης στον άυλο κινητό της μνήμης.
Kι άρα εν τέλει στην απόγνωση να αφεθείς, από την αδυναμία να διασχίσεις ό,τι κι όσα ποθείς.
Του Β.Π.Καραγιάννη
- Ποια η σχέση, λοιπόν, εκείνων των ανθρώπων στην κατηγορία των απλών όντων που περιίπτανται, περιπολούν ή αιχμαλωτίζονται - να μην το ήθελαν άραγε; στη φανταστική πολιτεία των αναγνωσμάτων εκεί που είναι όλα σκιές, ιδέες, χίμαιρες, όνειρα βραχύβια κι επαναλαμβανόμενα, τι φέρει ή και τι αφήνει ως μόνιμο ή παροδικό τραύμα, η συνάφεια τους με τα πολύ χοντρά, μονότομα βιβλία, που μετρούν τις δύο και χιλιάδες σελίδες. Mια ρίγα ρίγους διαπερνά το ραχιαίον οστούν στην πρώτη καταμέτρηση πριν την αναμέτρηση με τον όγκο. Aκολουθεί μακριά διάρκεια θεραπείας στην οποία ο ασθενής κι οδοιπόρος στις σελίδες και στις περιδιολόγησεις των συγγραφέων διανύει διάφορα στάδια ανάρρωσης- ανάγνωσης. Kι αν είναι για το Eπίτομον Λεξικόν του Παπύρου των 2000 σελίδων ελέγχεται το πράγμα αφού δεν απαιτείται η δια μιας, έστω πολυχρόνια, κι έξω διεξαγωγή του αφού είναι λημματική η χρήση κι άρα αποσπασματική η συνύπαρξη μαζί του όμως η Aναζήτηση του Xαμένου Xρόνου στη γαλλική έκδοση είναι 2600 σελίδες αυτό είναι ένα βαρύτατο διακόνημα, φόρος αναγνωστικής υποτέλειας που είτε καταβάλλεται σε δόσεις είτε εφ’ άπαξ άνευ εκπτώσεων, σε κάθε περίσταση όμως αποτελεί μαθητεία. Tο αυτό αλλά κάπως πιό ανώδυνη είναι η συνύπαρξη με τα πολύ πολλά βιβλία όταν αυτά αριθμούν το εκατομμύριο σε τίτλους κι αν πούμε σε αντίτυπα τότε πηγαίνομε σε τριπλάσια μεγέθη κι όλα αυτά σ’ ένα χώρο και για λίγες μέρες σε ενιαύσια περιοδικότητα. Kι αυτό να συμβαίνει σε μια πόλη πολυσύνθετη μαχαιρωμένη κάθετα από ουρανοξύστες τραπεζών κι επίπεδα κατειλημένη από σάλες, τολ, τεράστιες αίθουσες γοτθικές όπου χάνει το μάτι την ισορροπία του, σκάλες, κυλιόμενους διαδρόμους όπως στα αεροδρόμια. Mε την υγρασία σύντροφο καθημερινό το πρωί παγερό, προς το μεσημέρι υγρό, το βράδυ σαν πάχνη πάνω στον λερό πάγκο - να γράψει τ’ όνομα της και να σβήσει αμέσως, τόσον έωλον- όπου πίνει μια μαύρη και μια ξανθή μπύρα με λιγνά λουκάνικα στην άδεια κεντρική πλατεία πλακόστρωτη πάντα το βράδυ και δίπλα στο καφέ ή όπως λέγονται αυτοί οι χώροι τέλος πάντων εκτός από μπυραρίες που γίνονται καθημερινά παρουσιάσεις συγγραφέων ο κόσμος περισσεύει- δύο φορές επιχείρησε να μπει εις μάτην - οι όρθιοι καθιστούν τα πεδία προς το επίκεντρο πρόσωπο της βραδιάς, αδιάβατα κι ακάθιστα ακόμα και τα τραπεζάκια έξω, απ’ όπου παρακολουθούν από τις οθόνες τηλεόρασης, τα εντός. Λίγο πιό κει στην κεντρική όπερα η μεγάλη αοιδός με τα σκαμπανεβάσματα της φωνής της και την επιμελώς αδέξια παρουσία της υποχρεώνει συνεχώς το καλογυαλισμένο κοινό, τακτικό ή εύκαιρο, σε χειροκρότημα, η κυρία μέτζο σοπράνο των ήχων, Aγνή, εκεί στην πλέον κεντρική πόλη της Eυρώπης, όπου χτυπά, λένε, η καρδιά των χρηματιστηρίων - και πως μπορεί να χτυπά μια καρδιά που όλο το χρήμα συλλογίζεται και το μετρά, μεταλλικά μάλλονι- αφού διαρκώς επιμετρά πτώσεις από αεροδρομίων αρχόμενες κι επιπτώσεις επί του διεθνούς εμπορίου- κτηρίου βαβέλ που έγινε χώμα, σώμα, πτώμα.
Kαι το ποτάμι μαύρο σε νύχτα λαμπυρίζουσα κι απαστράπτουσα από τις αντανακλάσεις των πανύψηλων γυάλινων πύργων, με το μυαλό του φόβου να είναι συνέχεια σε εκείνους που τώρα δεν υπάρχουν, αφού τους κατάπιε η ρουφήχτρα του παγκόσμιου μίσους παρότι κι ας εξασθενίζει η διάθεση και το αίσθημα της όποιας τιμωρίας, μόνον νύχτα το βλέπεις αφού με το φως του ήλιου επανέρχονται όσες σκιές διανυκτέρευαν στα περιγράμματα του πόθου και του πόνου τους σφιγμένες· η στάση του υπόγειου, ημιυπόγειου, επιφανειακού τραίνου απ’ όπου σέρνεται, τον σέρνει τον διασχίζει στην σιωπηλή υπόγεια πόλη κι ύστερα ξεβράζει σε εισόδους στα υπέργεια κτίρια θήρια - μήπως ορμήσουν κι εδώ τ’ αεροπλάνα - που πήραν αμήχανοι εκείνη ακριβώς τη μέρα που θ’ άρχιζε - όπως θα γράφουν οι μετέπειτα ιστορικοί του αιώνα- ο τρίτος παγκόσμιος αεροπορικός βομβαρδιστικός εκ του ασφαλούς πόλεμος κατά των έρημων τόπων, φανατικών και δύστυχων ανθρώπων που έχουν στο πρόσωπο τους όλη τη φρίκη της γης τους τα χώματα και τα χρώματα από τα βουνά σκληρά σαν το ατσάλι που θέλει να τα κοινιορτοποιήσει, εις μάτην, φορούν της απελπισίας το τουρμπάνι σφιχτά στο κεφάλι, δαχτυλίδι εκδίκησης - κανείς τελικά δεν έχει έλεος- αφού ο θάνατος τους είναι ο ευμενώς ουδέτερος παράγων ζητούμενο- μια διάβαση, αγχιβασίη- προς την αέναη ευδαιμονία των σωμάτων μέσα στα χώματα(!) αλίμονο από εκεί κανείς δεν ξαναφάνηκε ως ύλη ζώσα ει μη μόνον ως χώμα και πάλι ή το πολύ να πήγαν σ’ άλλο άψυχο ή ένζωον είδος του πάνω κόσμου ψυχή να δώσουν εκ νέου εκ του αφανούς και σιωπηλού αλλ’ όχι και σώμα- το σώμα είναι ο εχθρός παντού κι ο λυτρωμός μαζί, οι δύστηνοι ή μήπως τυχεράκηδες που βρήκαν τρόπο ν’ απαλύνουν εως εξαφανίσεως την πίκρα του ανώφελου εξολοθρεμού τους με την επωφελή μετάσταση τους αλλού. Kι αυτός ο μόνος κινούμενος στην ανθρώπινη πολύγλωσση ακίνητη αναμονή του κεντρικού σταθμού, ο παροπλισμένος της παραγωγής νεοέλλην τσεχωφικών προδιαγραφών, να διαλαλεί πως:
- Aμερικάνος: καταστρώφ, Bαλκάνιος, Iρακ, όλο τον Kόσμο...
Kαι να μονολογεί χαμηλόφωνα όπως όταν μιλάμε μόνο για μας αλλά ακουγόμαστε παντού λόγω πασίδηλου του πράγματος.
- Tι διάολο γίνεται εδώ !...
Aλλά όχι τόσο από μέσα του κι έτσι να τ’ ακούσουν οι νεοέλληνες που περίμεναν το τραίνο για να διαγνώσουν δια μιαν εισέτι φοράν τη σύσσωμη εθνική ασυμπάθεια προς τους ιμπεριαλιστές των ψυχών και μακελλάρηδες της σκέψης κι αυτό να γίνεται όχι στο μετρό των Aθηναίων - αλλά σ’ εκείνο της πόλεως Φρανκφούρτης παρά τον Mάιν την πόλη που για 55η φορά μάζεψε όλα τα βιβλία του κόσμου για να ποζα - ρευτούν εκεί από τους δια- πραματευτάδες που ήρθαν μέχρις κι από τη Σιδώνα, χωρίς να φοβηθούν τον Ποσειδώνα του αέρος και εκεί κοιτούσαν διαπορρούντες οι απόγονοι των Τευτόνων τι θέλει αυτό, το μεγαλύτερο σε σελίδες βιβλίο εκείνων των ημερών και του τόπου, σ’ αυτό το πανανθρώπινο συλλαλητήριο των βιβλίων που βρέθηκε αυτό το μονότομο των 3500 σελίδων με γοτθική γραφή, Λεξικό των κάθε μορφής, λογίων από την γέννηση του κόσμου μέχρι το 1726, που εκδόθηκε στη Λειψία τη γειτονική πόλη - μητέρα των παλιών βιβλίων τότε και τώρα- νάτο στην Eλλάδα το λοιπόν και στην πόλη που οι επισκέπτες και ξεφυλλίζοντες αυτό δεν μπορούν ν’ ανακαλέσουν στη μνήμη τους ακόμα και στις πλέον εξειδικευμένες γωνιές με γνώσεις, να συγκροτήσουν την υπόσταση της ως σημείο στο χάρτη και δεν είναι μόνον αυτό άλλα κι άλλα πολύ πολλά παλιά βιβλία των Γότθων προγόνων τους που μυρίζουν χρόνο, μυρίζουν εδάφη αδιαμόρφωτης ακόμα κρατικής υπόστασης, μυρίζουν υγρασία, μυρίζουν την ουσία τους.
Kαι η Eλλάδα τιμώμενη χώρα να δείχνεται όσο μπορεί, ομολογουμένως καλύτερη, προς τους άλλους με την αθόρυβη, ευκίνητη μελαγχολική αγέλη των συγγραφέων - αχ αυτές οι τόσον ωραίες ποιήτριες και συγγραφείς, γύρω σου κοντά και πλάι ζωντανές αλλά τόσον απόμακρες μη γήινες στην αφή πάρα την εντελώς γήινη υφή, ορισμένες λες ότι βγήκαν απευθείας από τα βιβλία τους κι όχι τα βιβλία απ’ αυτές, πήραν τη μορφή των ηρώων τους και κυκλοφορούν έτοιμες για ανάγνωση-διάγνωση απόκοσμες κι ελαφρώς απόκομψες χωμένες στη μυστήρια πνευματική διεργασία των τσιγάρων και του καφέ που σερβίρεται επί δικαίων κι αδίκων, στο καφενείο της λογοτεχνίας, ατελώς κι οι συγγραφείς στη βεβαιότητα του είδους τους και στη αβεβαιότητα της προβολής τους στην ξένην, δια της μεταφράσεως και δι αυτών της προβολής του σημερινού ελληνικού λόγου κλπ, στους οποίους έλαχεν ο κλήρος να διαδόσουν τη μυστήρια νεοελληνική φύση κι ευαισθησία μέσω της λογοτεχνίας, εκτελούν το ρόλο τους ενώπιον λίγων ακροατών σε μια γλώσσα και δύο αίσθησες σε όλο το μήκος και το πλάτος των διαστάσεών τους πηγαινοέρχονται πέρα δώθε από ακροατήριο σε ακροατήριο το ίδιο σχεδόν πάντα, η αυτή ανέκφραστη κινούμενη άμμος που επισκέπτεται πότε το Forum με το στρατηγείο της ελληνικής ουσίας των εκεί εν γένει πραγμάτων, γλυκά κουταλιού ή ταψιού, λέηζερ πολυμέσα και το μικρό θέατρο “K. Kαβάφης”, όπου η ετέρα κυρία του τραγουδιού, Mαρία των θρύλων, δηλώνει χωρίς περιστροφές...“Tι ωραία που είναι η αγάπη μου” κι όλοι τότε κάνουν τη δική τους προσευχή θερμά προς ό,τι πιστεύουν και για ό,τι τους δυναστεύει γλυκά κι απόμακρα αφού αυτή η φωνή προς την προσευχή οδηγεί τα βήματα της μνήμης και της νοσταλγίας· ή στα λογοτεχνικά καφενεία εντός της πόλεως των βιβλίων και στην ελληνική παροικία εννοείται όπου ενώπιον λίγων ξένων, γερμανικής φυλής, αγχωμένων ποιητών και βαριεστημένων πατριωτών, μονολογούν κι αυτοί οι καταμετρητές της νεοελληνικής ικανότητας προς το συγγράφειν, ψυχογράφειν ή αερογράφειν:
- Tι θέλω εγώ σ’ αυτό το πανηγύρι της ματαιοδοξίας...
- Σοφία, πρόσχωμεν τους επισκέπτες που δήθεν αμέριμνα κι ουδέτερα γυροφέρνουν τα βιβλία ότι στο βραδινό μέτρημα θα βρεθούν λιποβαρείς οι μερίδες γνώσης που θα ξαπλώσεις την επαύριον στα ράφια και να αποδόσεις στην ημερήσια κατανάλωση την μεταφρασμένη
Aλλ’ εντούτοις κανείς δεν παραμερίζει από το πόστο που του έταξε η οργανωτική επιτροπή προβολής του εις την ξένην και δεν αποποιείται το μερίδιο δημοσιότητας που αρτύνεται δια της κοινο-γυμνοσύνης ενώπιον βαριεστημένων οφθαλμών που ακούνε χωρίς να καταλαβαίνουν ή καταλαβαίνουν από νωρίτερα χωρίς ν’ ακούσουν κοιτώντας κάπως πιο βαθιά από τα λόγια ακόμα και τα κάποια ωραία λόγια:
“Eλπίζοντας πως ό,τι χάνεις σε αφή κερδίζεις σε ουσία”
Aμ δε- και πως ο σαματάς αυτής της προώθησης, κυρίες και κύριοι, της νεοελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό από μια μικρή γλωσσική δύναμη που έχει μεν πλάτος αιώνιο, μήκος ομοίως, βάθος αμέτρητον αλλά και πλήθος ελιές, δεν είναι ήχος εφήμερος, των ημερών αυτών και μόνο ιδιοκατασκευάσματα, αλλά ο Nέος δρόμος προς την Iθάκη “να εύχεσαι να είναι μακρύς ο δρόμος” - γενικώς κι όχι ο δρόμος σου ... όπως φιγουράριζε στο αεροπανό στο Literaturhaus όπου έδινε κι έπαιρνε μεσημέρι βράδυ η παρέλαση του νεοελληνικού λόγου γερμανιστί.
Kαι στο αυτό Βαλκάνιο και τριτοκοσμικό ισόγειο - οι μεγάλες δυνάμεις έχουν ξεχωριστά τεμένη σε υπερώα πολυώροφα- όλοι οι μέχρι πριν, αλλά γιατί όχι και αύριο, χτυπημένοι στα χαρακώματα και τα καταφύγια λοί, οι Tούρκοι μεγάλη δύναμη γαρ, στήνουν υπαίθριο Kαφενέ, παίζουν γλυκούς αμανέδες και δυτικούς συνθέτες ένα τριπρόσωπο σχήμα μουσικών όντων και στη μέση η ωραία, μόνον τα όργανα αλλάζουν- Σέρβοι, Bούλγαροι, Σλοβένοι, Πολωνοί, Mακεδόνες εξ υφαρπαγής, Pώσοι ριγμένοι κατάμαχα, Kροάτες που λόγω γειτνιάσεως ορμούν επί της τραπέζης της δεξιώσεως που δίνει ο Ελλην άρχων των βιβλίων, μήπως και των ...μυγών, και δεξιώνεται πάντας τους παρευρισκομένους ανερχόμενους ή κατερχόμενους του στην κυλιόμενη κλίμακα της επιφανείας και κάθε δε άλλης καρυδιάς καρύδι που τυχαία ή προγραμματισμένα περνά, διασχίζει τον κάθετο άξονα της ελλαδικής επικράτειας των βιβλίων στην πόλη της Γερμανίας για να πάει στα δικά του αλλά ευκαιρίας δοθείσης σταματά και εσθιάζεται επί του ορθίως αφού αν δεις φαγητό σταματά και ξύλο φύγε όπως λένε...
Γυρίζει ή δεν γυρίζει παντού ίδιο το τοπίο χρωμάτων, χαρτιών, γλωσσών στην ίδια Bαβέλ ακατανοησίας περιφέρεται μαζί με το αμέτρητο πλήθος προθέσεων, ανθρώπων που τρέχει ανώνυμο μελίσσι αλλά δεν κάθετε σε κανένα λουλούδι, συστάδα, δάσος κλπ.
Aίσθημα κόπου, ναυτίας και φόβου τον καταλαμβάνει παρόμοιο μ’ εκείνο του ορεινού ανθρώπου που μπήκε στο υπόσαθρον πλοιάριον, αυτόχρημα σκυλοπνίχτη, φελούκα παμπάλαια, την σκαμπαβίαν του κυρ’ Aλέξη για να τον διαπορθμεύσει από Λοκρίδος εις Eύβοιαν, από τη μνήμη Aλεξ. Ππδ. αλιευμένο, ή πάλι του άδολου κι ενθουσιώδους περί της τέχνης επισκέπτη του Λούβρου που ζαλίζεται από την πληθή των έργων τέχνης ο οποίος προσδοκά μια γνώση που ούτε τη γεύση της δοκιμάζει από το γαρ πολύ του πράγματος κι εν τέλει σε πέλαγος αγνωσίας ξεβράζεται -“Nεκρός Tαξιδιώτης”- από μια θάλασσα ατσαλάκωτων βιβλίων κι ας είν’ έτοιμα να σαλπάρουν προς τον ακίνητο κόσμο της γνώσης στον άυλο κινητό της μνήμης.
Kι άρα εν τέλει στην απόγνωση να αφεθείς, από την αδυναμία να διασχίσεις ό,τι κι όσα ποθείς.
Η Γαλλία σε δύο επίπεδα επί έξι μερόνυχτα
Η Γαλλία σε δύο επίπεδα επί έξι μερόνυχτα
Του Β. Π. Καραγιάννη
Μια ανεξίτηλη ασφυξιογόνος μνήμη εκ πολυ-ανθρωπισμού, Καθαρά Δευτέρα κάποια, προ ευ-μνημονεύτων χρόνων. Στον δημόσιο δρόμο μπροστά από το σινεμά «Αστρον» μια ανθρώπινη μάζα πάει κι έρχεται, πολτός λάσπης με την οποία στα χωριά, τότε, κόβανε πληθιά. Φωνές, βρισιές, σπρώξιμο, διαγκωνισμοί. Μες στο χυλό κι εγώ. Πνίγομαι δεν μπορώ ν’ ανασάνω. Φωνάζω· δεν μου φτάνει ο μολυσμένος ανθρωπο-αέρας της καθαρής μέρας. Με πνίγουν γενικά οι απελπισμένες ανθρωπο-συνυπάρξεις, που τις διακατέχει ένας πανικός προτεραιότητας, ένα βιαστικό τίποτε για τη διεκδίκηση ενός εφήμερου τώρα. Ακόμα ν’ ανοίξουν οι πόρτες για το εισιτήριο και για την αίθουσα. Η πιο απαίσια ημέρα της ζωής· ακόμα θυμάμαι που κυμάτιζα για να δω την ταινία «Η πιο μεγάλη μέρα του πολέμου». Για την απόβαση στη Νορμανδία ο κινηματογραφικός λόγος.
Κοιτώντας τώρα εκείνη την παραλία αφ’ υψηλού επισκέπτης της -μια από κείνες που έδειχνε η ταινία- η ομίχλη στο βάθος δεν σ’ επιτρέπει να δεις τίποτε· το νερό της βόρειας θάλασσας ξεπλυμένο όπως οι όψεις των βορείων γυναικών. Υγρασία κι ο σβέρκος μ’ ενοχλεί όλες τις μέρες. Το αμερικάνικο νεκροταφείο με τους 9 χιλ. τόσους σταυρούς - μνήματα στρατιωτών· κάπου κάπου και κανένα άστρο του Δαβίδ να διασπά τη μονοτονία του εύτακτου κι αποστειρωμένου πένθους. Τάξη και συμμετρία απόλυτη, ησυχία, μόνο το ψιλόβροχο ακούγεται στη σκέψη μας -τι ωραία που με νοτίζει- παρότι οι τάφοι ποδοπατούνται από τουρίστες σεμνούς σαν τους πετεινούς της Ιερουσαλήμ τη Μεγάλη βδομάδα. Ενα απέραντο λιβάδι σπαρμένο σκοτωμένους. Στη μέση το γραφείο πληροφοριών με φωτογραφίες των Μπους και Πάουελ, ως επιμελητών άλλων νεκροταφείων σήμερα. Ενας Σκωτσέζος με φούστα, στο κεντρικό μνημείο ενός γιγαντιαίου μπρούντζινου γυμνού νέου, παίζει με τη γκάιντα, εις επήκοον πολλών μας, κάτι δικό του· τελειώνει, χαιρετά, φεύγει· φεύγουμε.
Μπαινοβγαίνουμε στα μπούνκερ με τα κανόνια που θα υπερασπίζονταν την παραλία! Ποιος θα μπορούσε, όμως, ν’ αντισταθεί σ’ εκείνη την παλίρροια των προορισμένων να χαθούν.
Στην μικρή πόλη «Αγία Μητέρα Εκκλησία» -το γράφω στην ελληνική ερμηνεία της- είδα τη σκηνή του έργου με τον κρεμασμένο αλεξιπτωτιστή στο καμπαναριό της εκκλησίας που έπεσε τη νύχτα της απόβασης και κουφάθηκε από τον ήχο. Τώρα υπάρχει ένα διαρκές σκηνικό της σκηνής, ένα πλαστικό του ομοίωμα, που αιωρείται στο διαρκές προσκύνημα των τουριστών. Παντού πινακίδες με αριθμούς νεκρών στρατιωτών κι ούτε ένας Γάλλος. Αλήθεια πού πολέμησαν αυτοί; Στο πουθενά της σύγχρονης ιστορίας και στον τόπο τους.
Ο φάρος της Γκαντβίλ δεν είναι «Ο φάρος στη άκρη του κόσμου» -νάτος ο Ιούλιος Βέρν που μου προέκυψε παρότι δεν μας βγάζει ο δρόμος της επίσκεψης στην γενέθλια Αμιένη του- κι είχα ως αναμνηστικά τα γραμματόσημα που αγόρασα αφιερωμένα σ’ αυτόν, από το Μοντ Σαιν Μισέλ. Προτιμώ ν’ ανέβω το φάρο 75 μέτρα, 365 σκαλιά παρά τον Πύργο του Αϊφελ, όχι λόγω ύψους· η ευτυχία είναι ζήτημα ύψους μόνο στον ...Καρυωτάκη αλλά το ζήτημα εδώ είναι τι βλέπεις εξ ύψους νοητού. Η θέα εκ του φάρου είναι μια θέαση προς το ανόθευτο απέραντο της θάλασσας και της ξηράς σε διαλεκτική συσχέτιση, ενώ εκ του πύργου είναι μια όραση απρόσωπη από χιλιάδες τεφρές σκεπές εποχής. Μου αρκεί η από Σάκρε Κέρ κατόπτευση του Παρισιού που έχει θρησκευτική υποβλητικότητα πίσω σου συνεπικουρούμενη με την καλλιτεχνική, πολυεθνική μοναδικότητα και μοναχικότητα της Μονμάρτρ των ζωγράφων κλπ. Το φυτό που ζει στην εκεί θάλασσα του βορρά ονομάζεται «όμπιον γκλίνετ» κάτι σαν τη γλιστρίδα, το λένε έτσι διότι όταν περπατάς πάνω του με πλαστικά παπούτσια κάνει γκλιν γκλιν. Οι ωραίοι Γάλλοι, συντρόφισσες και σύντροφοι, όταν περπατάς δίπλα τους δεν κάνουν έτσι, αλλά εγώ έτσι τους ακούω σπουδάζων δίπλα τους την ωραιότερη γλώσσα του κόσμου, αυτή της σιωπής. Τέλος· με δίψασε πολύ αυτή η θάλασσα.
Φτάσαμε οδικώς στη Νορμανδία μετά από την πτήση. Εισβάλαμε δηλονότι κατά την αντίθετη φορά από ‘κείνη των ελευθερωτών εισβολέων.
Κι λίγο πριν την πόλη, μέσα από άγριους καιρούς του απογεύματος, άκουσα από τον Σ.Κ, -ποιον άλλον;- την είδηση από το κινητό του θανάτου του Μανόλη Αναγνωστάκη. Φορτώθηκα έτσι απ’ την αρχή του ταξιδιού ένα πρόσθετο φόρτωμα λύπης.
Την αύριο στο Μοντ Σαιν Μισέλ. Αυτός ο μπαρόκ βράχος στη θάλασσα που θαρρείς ότι είναι εκεί ριγμένος από θεούς πρωτόγονους αλλά φτιαγμένος από ακόμα πιο ανώτερη ανθρώπινη θέληση και θεία επίνευση, άλλοτε είναι νησί κι άλλοτε ακρωτήρι, ανάλογα με τα κέφια της παλίρροιας που μας υποδέχτηκε τραβώντας τα νερά της, για να παρκάρει στο υγρό ακόμα τσιμέντο, το αυτοκίνητό μας. Και χιλιάδες άλλα τροχοφόρα και δίποδα τουριστο-όντα που ανεβαίνουν προς μια ανάταση. Το γρανιτένιο μοναστήρι γεμάτο σκάλες, δωμάτια, διαδρόμους, αίθουσες, εκκλησίες κελιά, τράπεζες, μυστήρια, κολόνες, δέος και ελεγχόμενη θρησκευτική διάθεση καθότι είναι ρωμαιοκαθολικό το δόγμα· οι ορθόδοξοι πηγαίνουν όπως στα μουσεία στους ιερούς τόπους των δυτικών. Σαν την Μονεμβασιά; Ισως, αλλά όλος ο βράχος της να είναι μια εκκλησία που ανεβαίνει συνεχώς ψηλά και η θάλασσα από κάτω της κι ένας ποταμός να ορμά μέσα της ακμαίος, σε μάκρος, διατηρώντας τη γλυκύτητα του νερού στην αλμύρα του Ατλαντικού, που πότε απλώνεται και πότε μαζεύεται, σ’ ένα γιγάντιο, τακτικό, υδάτινο πηγαινέλα. Τα νερά «σκίνδησι και συνάγει, συνίσταται και απολείπει, πρόσεισι και άπεισι», σκορπίζονται και μαζεύονται, σμίγουν και χωρίζουν, ζυγώνουν και ξεμακραίνουν» κατά Ηράκλειτον. Ημερολόγιο παλιρροιών όπως ημερολόγιο καταστρώματος. Διατρίβων εν Κοζάνη ο πολύς Ευγένιος Βούλγαρης έγραψε το «Περί Παλιρροιών» του σύγγραμμα, που δεν διάβασα αλλά ήθελα να εκδώσω. Φωτογραφίζω ένα ψάρι που ξεχάστηκε στα ρηχά, κάπως μακρουλό, οφιοειδές. Μια άλλη φωτογραφία από το πλατανο-δάσος στην πρόσθετη λίμνη του ποταμού Αλιάκμονα με το εκεί ξεχασμένο ξεβρασμένο ψάρι. Δυο θύματα παλίρροιας και άμπωτης κι υπόθεση δευτερολέπτων η ζωή. Στα αλμυρά χωράφια γύρωθεν που χορταριάζουν μετά την φυγή της θάλασσας, βόσκουν πρόβατα, αλμυρό κρέας νόστιμο άρα αλμυρότερο και στην τιμή. Τα γελάδια ελεύθερα στα ατέλειωτα χωράφια, βόσκουν κι αυτά απαθή αλλά τα ελάφια στις απαγορευτικές πινακίδες μας παρατηρούν κρυμμένα πίσω από δέντρα. Δεν τα είδα· υποθέτω.
Πνευματική αποικία του μοναστηριού, περί του οποίου ερίζουν για τουριστικούς λόγους οι παρακείμενοι δήμοι Νορμανδίας και Βρετάννης, είναι η πόλη Αβράνς που φιλοξενεί και τα σπουδαία χειρόγραφα και τα βιβλία του, στο ειδικό μουσείο βιβλιοθήκη στο Δημαρχείο της. Εδώ και η μύηση παλιού χειρόγραφου βιβλίου. Μ’ έπιασε μια θλίψη για ευνόητους, ίσως κι ανόητους, λόγους. Πόλεις που αγαπούν το είναι τους και το ήταν τους!
Πηγαίνουμε παράλληλα με τις ακτές της Απόβασης. Ο τουρισμός των ακτών σήμερα είναι γι’ αυτό το συμβάν αλλά, όμω,ς έχουν όλες τους οι πόλεις της υπαίθρου, ειδικά τα χωριά, το άλλο τους πριν σε μια εξαίσια σύνθεση διατήρησης της μνήμης. Θαρρώ πως όλα αυτά μου είναι γνωστά. Μου έρχονται σκηνές της γαλλικής υπαίθρου από τα βιβλία των κλασικών και μη της Γαλλίας. Δεν πήγα στον Σαιν Μαλό λίγο παρακάτω Αλλά το «Χωρίς οικογένεια» του Εκτορα Μαλό με συνόδευε σε όλα τα χωριά της περιοχής και ειδικά τα σπίτια με την παλαιϊκή τους αρχοντιά και τη διάβασή της μέσω των δρόμων και των τοίχων τους στο σήμερα.
Ολοι γύρω μου είναι και Γάλλοι· δηλαδή μιλούν γαλλικά. Διαβάζω στα ελληνικά γαλλική ποίηση, το υπέδαφος της ψυχής των πραγμάτων και των ανθρώπων που βιώνω, φιλοξενούμενοι μιας εξαιρετικής μεικτής Αλγερινο-γαλλικής συμμαχίας σωμάτων σε οικογενειακό επίπεδο, σ’ ένα προάστιο της πόλεως ΚΑΝ, στην οποία ο καθεδρικός ναός ακόμα μπαλώνει τις συνέπειες των βομβαρδισμών της απόβασης. Οι νύχτες αργούν πολύ να ‘ρθούν εδώ. Λες και δεν θέλει να βραδιάσει. Δεν έχω δει από που ανατέλουν ο ήλιος και το φεγγάρι όπως και τι λογιών είναι τα άστρα τους. Το φως μέρας και νύχτας προς το χλωμό κι υγρό. Σχεδόν δικά μας μεσάνυχτα και διαβάζω ακόμα χωρίς φως στον κήπο του σπιτιού πού μας κατοικεί κάτω από μια τέντα σαν σε υγρή έρημο· γράφω, συλλογίζομαι ή περπατώ στο δίπλα ιδιωτικό δάσος με μια άναρχη αλλά γνήσια δενδροφυϊα. Τόπος ηρεμίας, ώρες περίσκεψης, νύχτα που έρχεται με δυστοκία αλλά εντελώς δική μου.
Οντας την πόλη αποκοιμάς, κατ’ από τα πέπλα σου,
Τα κυματώδη, φτάνει μου ν’ ανοίξω, να χυθής
Μεσ’ απ’ το παραθύρι μου σαν άπειρο ποτάμι,
Και σ’ όλο εμένα το είνε μου, νύχτα ιερή να μπης.
Διαβάζω στον Ζαν Μωρεάς, συντροφιά, όλο αυτό το γαλλικό εξαήμερο, σε μετάφραση του Μ. Μαλακάση.
Γυρίζουμε εις Παρισίους με τραίνο· πρωί της Κυριακής· ψιλόβροχο, ομίχλη και διάθεση ταξιδευτή. «Πόσο καιρό έχεις να ταξιδέψεις με τραίνο», παραλλάσσω μια σκέψη του Μ. Αν. από το Υ.Γ. Δεν το ψάχνω, το ζω, το επωφελούμαι όσο κι όπως μπορώ, γιατί κι αυτό τρέχει σιωπηλά και γρήγορα και η απόλαυσή του οσονούπω τελειώνει.
Από το τραίνο επιφανείας στον υπόγειο και μ’ αυτόν στην ήσυχη περιοχή Μαλακώφ στα όρια του Παρισιού.
Μπήκαμε αμέσως στην ουσία του, επιλεκτικά φυσικά, ούτε οι μέρες ούτε η διάθεση για τα ίδια πάλι, υπήρχε. Ο,τι και να κάνεις σ’ αυτές τις παγκόσμιες πόλεις παραμένεις τουρίστας. Μάταια προσπαθείς να διατηρήσεις το ιδεολόγημα που κατασκεύασες για τον εαυτό σου, του ταξιδιώτη. Ο πρώτος είναι στο κοπάδι που θα θητεύει συνεχώς στις ίδιες και ίδιες γνώσεις κι εμπειρίες Ο δεύτερος θα ψάξει την ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου τόπου και ταξιδιού. Αν δεν τα βρει μένει στα δικά του κατασκευάσματα και ίσως είναι καλύτερα.
Ως εκ τούτου στάσεις της μνήμης μόνον τρεις.
1. Χωθήκαμε, έβρεχε άλλωστε την παρισινή βροχή που τραγούδησαν οι ωραίοι της ωραία, στον Αγιο Σουλπίκιο. Επαιζε το όργανο κι άφηνε χύμα μια αίσθηση μεγαλείου και ψυχικής έντασης. Αμέσως μετά το παρεκκλήσι με τις δύο τεράστιες τοιχογραφίες του Ντελακρουά, στο πωλητήριο με τα αντίγραφα από την έκθεση, που ήταν όλη διασπαρμένη μέσα στην εκκλησία, του κόπτη αγιογράφου. Ο πωλητής μου απευθύνει «Χριστός Ανέστη»· «Αληθώς» και ένιωσα οικεία. Η διαπλοκή της γλώσσας και του λανθάνοντος θρησκευτισμού σ’ έφεραν πάραυτα σε δικές σου καταστάσεις. Μορφές και σκηνές της ορθοδοξίας παραμορφωμένες ελαφρώς σε όλες τις διαστάσεις τους, όλες με τα μεγάλα μάτια της έκστασης και τα παράγωνα σώματα της προσμονής. Μόλις έκανε πως σταματά η βροχή μπήκαμε στην περιφραγμένη πλατεία έξω του που λάβαινε χώρα το 23ο παζάρι της ποίησης, γεμάτο με όλη την ανθοφορία και τις παραλλαγές της σημερινής γαλλικής εκδοτικής κινήσεως, κατηγορία ποίηση. Χάθηκα για ώρες σε κείνη την εκτυπωτική πολυγλωσσία της ευαισθησίας. Αυτό που λεν χαϊδεύω την ποίηση, την τρυφερότητα στην κυριολεξία· δεν την καταλαβαίνω, όμως τη νιώθω. Μόλις ξαναρχίζει η βροχή μας στριμώχνει στα κιόσκια κάτω, κι ο ποιητικός νιάημερος να είναι στα πόδια μας και στα μονόγλωσσα χέρια μας.
Ενας περίεργος τύπος από μικροφώνου γαυγίζει ποίηση σ’ ένα αυτοσχέδιο καφενείο, άλλος ταξιδεύει ποίηση επί του ορθίως ενώπιον ενός ακροατού κι ενός παρατηρητού· το καταλαβαίνεις ότι μιλά για ταξίδια από την έκφραση της νοσταλγίας στο πρόσωπο και την ατελέσφορη αδημονία στη φωνή του. Σε μια εξέδρα σταμάτησαν οι λόγοι με τη βροχή για ν’ αρχίσει η μουσική με τον ήλιο. Αλλά θα φύγω. Δεν ξέρω κανέναν εκεί, δεν γνωρίζω κανέναν Γάλλο ποιητή της σήμερον, αφού δεν υπάρχει άλλωστε κανείς τόσο μεγάλος, λένε, που να ξεπερνά τα σύνορά της. Το εφήμερο περιοδικό της εκδήλωσης «des LETTRES marche” θυμίζει την παρουσία σήμερα του ποιητή Bernard Noel και γράφει πως «Αυτοί που γνωρίζουν τον B.N. μπόρεσαν ν’ αποκτήσουν την εμπειρία του ζεστού λόγου και των ξαφνικών σιωπών ενός ανθρώπου που σταθερά αφουγκράζεται τον εαυτό του και τους άλλους. Διότι οι λέξεις είναι πέτρες που παραμονεύουν στην κοιλότητα των οργάνων και πρέπει να τις βγάλουμε από το σώμα και να ξεπροβάλλουν από το στόμα, διαπερνώντας τη διαφάνεια του αέρα «τη βοή του» το γαλάζιο του κενού του».
2. Οδός Μουφτάρ, στενωπός -τρόπος του λέγειν- και αρχαία από ρωμαϊκής εποχής. Είναι γειτονιά στην περιοχή Καρτιέ - Λατέν, άρα ανθρώπινη συνύπαρξη γεμάτη βιβλιοπωλεία, τυροπωλεία, ψαροπωλεία –φάτε μάτια τυριά και ψάρια- ταβέρνες, καφενεία, μπακάλικα, σούπερ μάρκετ, εμπορικά· όλα ανασαίνουν το απέναντί τους. Στο μέσον πότε στο ένα πότε στο άλλο πεζοδρόμιο λίγοι ξένοι κι άλλοι δικοί του, του δρόμου. Ο δρόμος είναι μικρή κοινωνία και πολιτεία με τα όλα της. Τον ανεβαίνουμε και τον κατεβαίνουε και τ’ ανάπαλιν. Η ανηφόρα – κατηφόρα είναι ο ίδιος δρόμος “οδός άνω κάτω μία και ωυτή” του μέγα Σκοτεινού. Η είσοδός της ξεκινά με το διαμέρισμα που έμεινε κάποτε ο Βερλαίν κι ο Χεμινγουαίη αυτό το δηλώνει η πινακίδα της παρά πόδας της ταβέρνας· μια τεράστια ζωγραφισμένη πολυκατοικία με ένα δένδρο γυμνό φορτωμένο και στίχους του Υβ Μπονφουά· άρα καλά ξεκινάμε. Η έξοδος καταλήγει στην εκκλησία του Σαιν Μεντάρ και στην εκεί λαϊκή αγορά. Ανεβοκατεβαίνουν ή χώνονται στους μικρούς δρόμους που εκβάλουν σ’ αυτή ως κεντρική αρτηρία σώματος, διάφοροι μικροί δρόμοι γεμάτοι με την πολυχρωμία των ανθρώπων που υπάρχουν στα τραπεζάκια έξω.
3. Κι η μεγάλη αυτή πόλη με την ξετονισμένη διακόσμησή της στη διεκδίκηση των Ολυμπιακών αγώνων, να θυμίζει Μίκυ Μάους που έρχεται εντελώς γελοία με την ιστορική της όψη και τα σημαίνοντά της. Γιατί τότε, να τους πάρει αφού κι οι ίδιες οι ιστορικές πόλεις φαντάζουν εχθρικές προς μια διοργάνωση ακόμα πιο εχθρική προς ό,τι ωραίο και αισθηματικό ορίζει. Και το ορίζει ή και διαρκώς το θυμίζει με την αιωνιότητά της όχι ο αμφισβητούμενος πατριωτισμός και αστήρικτος μεγαλοϊδεατισμός, νόσος από την οποία πάσχει η παλιά και η σημερινή Γαλλία, αλλά η διαρκής παρουσία της στον πολιτισμό, τα γράμματα, την τέχνη. Ετσι στο εξωτερικά σωληνοειδές Κέντρο Πομπιντού, η παγκόσμια έκθεση για το Μπιγκ Μπάγκ της τέχνης αποτελεί το σημείο αναφοράς στο Παρίσι το καλοκαίρι αυτό, για το οποίο θα λένε ότι οι Γάλλοι «ανθρωπιστές» έχασαν τους Ολυμπιακούς από τους Λονδρέζους ανθυποϊμπεριαλιστές που τώρα πληρώνουν την κρυάδα τους. Εκεί ακριβώς είναι που θα χαθείς στο μοντέρνο της τέχνης από το εύληπτο έως το ακατανόητο, από το επίπεδο έως το πλέον περιπεπλεγμένο της τεχνικής εκδοχής του. Περιφέρεσαι για ώρες σ’ αυτό το ανεικονικό επί το πλείστον σύμπαν, το διαλυμένο από την πυκνότητα της έκρηξης της μοντέρνας τέχνης τον αιώνα που έφυγε.
Κάπως μου φαίνεται ότι γερνάει, παλαιώνει το Παρίσι, παρότι τα κτίρια κι ιδίως οι εκκλησίες του, ασπρίζουν με τον καθαρισμό από τη ενδογενή μαυρίλα της πέτρας. Το «Σπίτι της ποίησης» στη μεγάλη μοντέρνα Αγορά εδώ και πολύ καιρό εγκαταλελειμένο. Η όψη αυτής της εγκατάλειψης έχει τη χροιά που δικαιολογεί σκέψεις για μια γενικότερη υποχώρηση. Ομως, από τι και για πού;
4. Τα βράδια στον κήπο της νορμανδικής μας βάσης μια γάτα οικογενειακού διαμετρήματος γυρίζει ράθυμα και γατο-αριστοκρατικά -ίσως από το πάχος της- αδιαφορώντας εντελώς για την εν περισυλλογή ύπαρξή μου. Κάτι τέτοιο ίσως είδε ο Ρίλκε , όπως σημειώνει ο DENIS GROZDANOVITCH, στη ωραία του «Μικρή πραγματεία περί αμεριμνησίας» εκδ. Πόλις, που με συντρόφευε στα αεροδρόμια – αναμονές και καθυστερήσεις- τις πτήσεις και τους αυτοκινητοδρόμους, κι έγραψε
«Βιαστικοί είμαστε
Αλλά την πορεία του χρόνου
Να τη βλέπετε σαν τίποτα
Μέσα στο αιώνιο πάντοτε»
Γυρίζουμε· όπως θα επιστρέφουμε πάντοτε στις αφετηρίες μας, κοινότοπες, καινότοπες ή κενότοπες. Αλλά είναι πάντα εκεί, μας περιμένουν μετά από κάθε ταξίδι να γεμίσουμε το άδειο τους που άφησε η προσωρινή φυγή μας. Ενα άδειο γλυκό, καθημερινό, αγαπημένο, άρα γεμάτο, παρουσίες, απουσίες, οπτασίες είτε ως σκιές είτε ως πραγματικότητες! Οι μικροί κι αποκλειστικά δικοί μας χώροι στους οποίους επιστρέφουμε το σώμα μας είναι οι μεγάλες πατρίδες της ψυχής μας.
Του Β. Π. Καραγιάννη
Μια ανεξίτηλη ασφυξιογόνος μνήμη εκ πολυ-ανθρωπισμού, Καθαρά Δευτέρα κάποια, προ ευ-μνημονεύτων χρόνων. Στον δημόσιο δρόμο μπροστά από το σινεμά «Αστρον» μια ανθρώπινη μάζα πάει κι έρχεται, πολτός λάσπης με την οποία στα χωριά, τότε, κόβανε πληθιά. Φωνές, βρισιές, σπρώξιμο, διαγκωνισμοί. Μες στο χυλό κι εγώ. Πνίγομαι δεν μπορώ ν’ ανασάνω. Φωνάζω· δεν μου φτάνει ο μολυσμένος ανθρωπο-αέρας της καθαρής μέρας. Με πνίγουν γενικά οι απελπισμένες ανθρωπο-συνυπάρξεις, που τις διακατέχει ένας πανικός προτεραιότητας, ένα βιαστικό τίποτε για τη διεκδίκηση ενός εφήμερου τώρα. Ακόμα ν’ ανοίξουν οι πόρτες για το εισιτήριο και για την αίθουσα. Η πιο απαίσια ημέρα της ζωής· ακόμα θυμάμαι που κυμάτιζα για να δω την ταινία «Η πιο μεγάλη μέρα του πολέμου». Για την απόβαση στη Νορμανδία ο κινηματογραφικός λόγος.
Κοιτώντας τώρα εκείνη την παραλία αφ’ υψηλού επισκέπτης της -μια από κείνες που έδειχνε η ταινία- η ομίχλη στο βάθος δεν σ’ επιτρέπει να δεις τίποτε· το νερό της βόρειας θάλασσας ξεπλυμένο όπως οι όψεις των βορείων γυναικών. Υγρασία κι ο σβέρκος μ’ ενοχλεί όλες τις μέρες. Το αμερικάνικο νεκροταφείο με τους 9 χιλ. τόσους σταυρούς - μνήματα στρατιωτών· κάπου κάπου και κανένα άστρο του Δαβίδ να διασπά τη μονοτονία του εύτακτου κι αποστειρωμένου πένθους. Τάξη και συμμετρία απόλυτη, ησυχία, μόνο το ψιλόβροχο ακούγεται στη σκέψη μας -τι ωραία που με νοτίζει- παρότι οι τάφοι ποδοπατούνται από τουρίστες σεμνούς σαν τους πετεινούς της Ιερουσαλήμ τη Μεγάλη βδομάδα. Ενα απέραντο λιβάδι σπαρμένο σκοτωμένους. Στη μέση το γραφείο πληροφοριών με φωτογραφίες των Μπους και Πάουελ, ως επιμελητών άλλων νεκροταφείων σήμερα. Ενας Σκωτσέζος με φούστα, στο κεντρικό μνημείο ενός γιγαντιαίου μπρούντζινου γυμνού νέου, παίζει με τη γκάιντα, εις επήκοον πολλών μας, κάτι δικό του· τελειώνει, χαιρετά, φεύγει· φεύγουμε.
Μπαινοβγαίνουμε στα μπούνκερ με τα κανόνια που θα υπερασπίζονταν την παραλία! Ποιος θα μπορούσε, όμως, ν’ αντισταθεί σ’ εκείνη την παλίρροια των προορισμένων να χαθούν.
Στην μικρή πόλη «Αγία Μητέρα Εκκλησία» -το γράφω στην ελληνική ερμηνεία της- είδα τη σκηνή του έργου με τον κρεμασμένο αλεξιπτωτιστή στο καμπαναριό της εκκλησίας που έπεσε τη νύχτα της απόβασης και κουφάθηκε από τον ήχο. Τώρα υπάρχει ένα διαρκές σκηνικό της σκηνής, ένα πλαστικό του ομοίωμα, που αιωρείται στο διαρκές προσκύνημα των τουριστών. Παντού πινακίδες με αριθμούς νεκρών στρατιωτών κι ούτε ένας Γάλλος. Αλήθεια πού πολέμησαν αυτοί; Στο πουθενά της σύγχρονης ιστορίας και στον τόπο τους.
Ο φάρος της Γκαντβίλ δεν είναι «Ο φάρος στη άκρη του κόσμου» -νάτος ο Ιούλιος Βέρν που μου προέκυψε παρότι δεν μας βγάζει ο δρόμος της επίσκεψης στην γενέθλια Αμιένη του- κι είχα ως αναμνηστικά τα γραμματόσημα που αγόρασα αφιερωμένα σ’ αυτόν, από το Μοντ Σαιν Μισέλ. Προτιμώ ν’ ανέβω το φάρο 75 μέτρα, 365 σκαλιά παρά τον Πύργο του Αϊφελ, όχι λόγω ύψους· η ευτυχία είναι ζήτημα ύψους μόνο στον ...Καρυωτάκη αλλά το ζήτημα εδώ είναι τι βλέπεις εξ ύψους νοητού. Η θέα εκ του φάρου είναι μια θέαση προς το ανόθευτο απέραντο της θάλασσας και της ξηράς σε διαλεκτική συσχέτιση, ενώ εκ του πύργου είναι μια όραση απρόσωπη από χιλιάδες τεφρές σκεπές εποχής. Μου αρκεί η από Σάκρε Κέρ κατόπτευση του Παρισιού που έχει θρησκευτική υποβλητικότητα πίσω σου συνεπικουρούμενη με την καλλιτεχνική, πολυεθνική μοναδικότητα και μοναχικότητα της Μονμάρτρ των ζωγράφων κλπ. Το φυτό που ζει στην εκεί θάλασσα του βορρά ονομάζεται «όμπιον γκλίνετ» κάτι σαν τη γλιστρίδα, το λένε έτσι διότι όταν περπατάς πάνω του με πλαστικά παπούτσια κάνει γκλιν γκλιν. Οι ωραίοι Γάλλοι, συντρόφισσες και σύντροφοι, όταν περπατάς δίπλα τους δεν κάνουν έτσι, αλλά εγώ έτσι τους ακούω σπουδάζων δίπλα τους την ωραιότερη γλώσσα του κόσμου, αυτή της σιωπής. Τέλος· με δίψασε πολύ αυτή η θάλασσα.
Φτάσαμε οδικώς στη Νορμανδία μετά από την πτήση. Εισβάλαμε δηλονότι κατά την αντίθετη φορά από ‘κείνη των ελευθερωτών εισβολέων.
Κι λίγο πριν την πόλη, μέσα από άγριους καιρούς του απογεύματος, άκουσα από τον Σ.Κ, -ποιον άλλον;- την είδηση από το κινητό του θανάτου του Μανόλη Αναγνωστάκη. Φορτώθηκα έτσι απ’ την αρχή του ταξιδιού ένα πρόσθετο φόρτωμα λύπης.
Την αύριο στο Μοντ Σαιν Μισέλ. Αυτός ο μπαρόκ βράχος στη θάλασσα που θαρρείς ότι είναι εκεί ριγμένος από θεούς πρωτόγονους αλλά φτιαγμένος από ακόμα πιο ανώτερη ανθρώπινη θέληση και θεία επίνευση, άλλοτε είναι νησί κι άλλοτε ακρωτήρι, ανάλογα με τα κέφια της παλίρροιας που μας υποδέχτηκε τραβώντας τα νερά της, για να παρκάρει στο υγρό ακόμα τσιμέντο, το αυτοκίνητό μας. Και χιλιάδες άλλα τροχοφόρα και δίποδα τουριστο-όντα που ανεβαίνουν προς μια ανάταση. Το γρανιτένιο μοναστήρι γεμάτο σκάλες, δωμάτια, διαδρόμους, αίθουσες, εκκλησίες κελιά, τράπεζες, μυστήρια, κολόνες, δέος και ελεγχόμενη θρησκευτική διάθεση καθότι είναι ρωμαιοκαθολικό το δόγμα· οι ορθόδοξοι πηγαίνουν όπως στα μουσεία στους ιερούς τόπους των δυτικών. Σαν την Μονεμβασιά; Ισως, αλλά όλος ο βράχος της να είναι μια εκκλησία που ανεβαίνει συνεχώς ψηλά και η θάλασσα από κάτω της κι ένας ποταμός να ορμά μέσα της ακμαίος, σε μάκρος, διατηρώντας τη γλυκύτητα του νερού στην αλμύρα του Ατλαντικού, που πότε απλώνεται και πότε μαζεύεται, σ’ ένα γιγάντιο, τακτικό, υδάτινο πηγαινέλα. Τα νερά «σκίνδησι και συνάγει, συνίσταται και απολείπει, πρόσεισι και άπεισι», σκορπίζονται και μαζεύονται, σμίγουν και χωρίζουν, ζυγώνουν και ξεμακραίνουν» κατά Ηράκλειτον. Ημερολόγιο παλιρροιών όπως ημερολόγιο καταστρώματος. Διατρίβων εν Κοζάνη ο πολύς Ευγένιος Βούλγαρης έγραψε το «Περί Παλιρροιών» του σύγγραμμα, που δεν διάβασα αλλά ήθελα να εκδώσω. Φωτογραφίζω ένα ψάρι που ξεχάστηκε στα ρηχά, κάπως μακρουλό, οφιοειδές. Μια άλλη φωτογραφία από το πλατανο-δάσος στην πρόσθετη λίμνη του ποταμού Αλιάκμονα με το εκεί ξεχασμένο ξεβρασμένο ψάρι. Δυο θύματα παλίρροιας και άμπωτης κι υπόθεση δευτερολέπτων η ζωή. Στα αλμυρά χωράφια γύρωθεν που χορταριάζουν μετά την φυγή της θάλασσας, βόσκουν πρόβατα, αλμυρό κρέας νόστιμο άρα αλμυρότερο και στην τιμή. Τα γελάδια ελεύθερα στα ατέλειωτα χωράφια, βόσκουν κι αυτά απαθή αλλά τα ελάφια στις απαγορευτικές πινακίδες μας παρατηρούν κρυμμένα πίσω από δέντρα. Δεν τα είδα· υποθέτω.
Πνευματική αποικία του μοναστηριού, περί του οποίου ερίζουν για τουριστικούς λόγους οι παρακείμενοι δήμοι Νορμανδίας και Βρετάννης, είναι η πόλη Αβράνς που φιλοξενεί και τα σπουδαία χειρόγραφα και τα βιβλία του, στο ειδικό μουσείο βιβλιοθήκη στο Δημαρχείο της. Εδώ και η μύηση παλιού χειρόγραφου βιβλίου. Μ’ έπιασε μια θλίψη για ευνόητους, ίσως κι ανόητους, λόγους. Πόλεις που αγαπούν το είναι τους και το ήταν τους!
Πηγαίνουμε παράλληλα με τις ακτές της Απόβασης. Ο τουρισμός των ακτών σήμερα είναι γι’ αυτό το συμβάν αλλά, όμω,ς έχουν όλες τους οι πόλεις της υπαίθρου, ειδικά τα χωριά, το άλλο τους πριν σε μια εξαίσια σύνθεση διατήρησης της μνήμης. Θαρρώ πως όλα αυτά μου είναι γνωστά. Μου έρχονται σκηνές της γαλλικής υπαίθρου από τα βιβλία των κλασικών και μη της Γαλλίας. Δεν πήγα στον Σαιν Μαλό λίγο παρακάτω Αλλά το «Χωρίς οικογένεια» του Εκτορα Μαλό με συνόδευε σε όλα τα χωριά της περιοχής και ειδικά τα σπίτια με την παλαιϊκή τους αρχοντιά και τη διάβασή της μέσω των δρόμων και των τοίχων τους στο σήμερα.
Ολοι γύρω μου είναι και Γάλλοι· δηλαδή μιλούν γαλλικά. Διαβάζω στα ελληνικά γαλλική ποίηση, το υπέδαφος της ψυχής των πραγμάτων και των ανθρώπων που βιώνω, φιλοξενούμενοι μιας εξαιρετικής μεικτής Αλγερινο-γαλλικής συμμαχίας σωμάτων σε οικογενειακό επίπεδο, σ’ ένα προάστιο της πόλεως ΚΑΝ, στην οποία ο καθεδρικός ναός ακόμα μπαλώνει τις συνέπειες των βομβαρδισμών της απόβασης. Οι νύχτες αργούν πολύ να ‘ρθούν εδώ. Λες και δεν θέλει να βραδιάσει. Δεν έχω δει από που ανατέλουν ο ήλιος και το φεγγάρι όπως και τι λογιών είναι τα άστρα τους. Το φως μέρας και νύχτας προς το χλωμό κι υγρό. Σχεδόν δικά μας μεσάνυχτα και διαβάζω ακόμα χωρίς φως στον κήπο του σπιτιού πού μας κατοικεί κάτω από μια τέντα σαν σε υγρή έρημο· γράφω, συλλογίζομαι ή περπατώ στο δίπλα ιδιωτικό δάσος με μια άναρχη αλλά γνήσια δενδροφυϊα. Τόπος ηρεμίας, ώρες περίσκεψης, νύχτα που έρχεται με δυστοκία αλλά εντελώς δική μου.
Οντας την πόλη αποκοιμάς, κατ’ από τα πέπλα σου,
Τα κυματώδη, φτάνει μου ν’ ανοίξω, να χυθής
Μεσ’ απ’ το παραθύρι μου σαν άπειρο ποτάμι,
Και σ’ όλο εμένα το είνε μου, νύχτα ιερή να μπης.
Διαβάζω στον Ζαν Μωρεάς, συντροφιά, όλο αυτό το γαλλικό εξαήμερο, σε μετάφραση του Μ. Μαλακάση.
Γυρίζουμε εις Παρισίους με τραίνο· πρωί της Κυριακής· ψιλόβροχο, ομίχλη και διάθεση ταξιδευτή. «Πόσο καιρό έχεις να ταξιδέψεις με τραίνο», παραλλάσσω μια σκέψη του Μ. Αν. από το Υ.Γ. Δεν το ψάχνω, το ζω, το επωφελούμαι όσο κι όπως μπορώ, γιατί κι αυτό τρέχει σιωπηλά και γρήγορα και η απόλαυσή του οσονούπω τελειώνει.
Από το τραίνο επιφανείας στον υπόγειο και μ’ αυτόν στην ήσυχη περιοχή Μαλακώφ στα όρια του Παρισιού.
Μπήκαμε αμέσως στην ουσία του, επιλεκτικά φυσικά, ούτε οι μέρες ούτε η διάθεση για τα ίδια πάλι, υπήρχε. Ο,τι και να κάνεις σ’ αυτές τις παγκόσμιες πόλεις παραμένεις τουρίστας. Μάταια προσπαθείς να διατηρήσεις το ιδεολόγημα που κατασκεύασες για τον εαυτό σου, του ταξιδιώτη. Ο πρώτος είναι στο κοπάδι που θα θητεύει συνεχώς στις ίδιες και ίδιες γνώσεις κι εμπειρίες Ο δεύτερος θα ψάξει την ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου τόπου και ταξιδιού. Αν δεν τα βρει μένει στα δικά του κατασκευάσματα και ίσως είναι καλύτερα.
Ως εκ τούτου στάσεις της μνήμης μόνον τρεις.
1. Χωθήκαμε, έβρεχε άλλωστε την παρισινή βροχή που τραγούδησαν οι ωραίοι της ωραία, στον Αγιο Σουλπίκιο. Επαιζε το όργανο κι άφηνε χύμα μια αίσθηση μεγαλείου και ψυχικής έντασης. Αμέσως μετά το παρεκκλήσι με τις δύο τεράστιες τοιχογραφίες του Ντελακρουά, στο πωλητήριο με τα αντίγραφα από την έκθεση, που ήταν όλη διασπαρμένη μέσα στην εκκλησία, του κόπτη αγιογράφου. Ο πωλητής μου απευθύνει «Χριστός Ανέστη»· «Αληθώς» και ένιωσα οικεία. Η διαπλοκή της γλώσσας και του λανθάνοντος θρησκευτισμού σ’ έφεραν πάραυτα σε δικές σου καταστάσεις. Μορφές και σκηνές της ορθοδοξίας παραμορφωμένες ελαφρώς σε όλες τις διαστάσεις τους, όλες με τα μεγάλα μάτια της έκστασης και τα παράγωνα σώματα της προσμονής. Μόλις έκανε πως σταματά η βροχή μπήκαμε στην περιφραγμένη πλατεία έξω του που λάβαινε χώρα το 23ο παζάρι της ποίησης, γεμάτο με όλη την ανθοφορία και τις παραλλαγές της σημερινής γαλλικής εκδοτικής κινήσεως, κατηγορία ποίηση. Χάθηκα για ώρες σε κείνη την εκτυπωτική πολυγλωσσία της ευαισθησίας. Αυτό που λεν χαϊδεύω την ποίηση, την τρυφερότητα στην κυριολεξία· δεν την καταλαβαίνω, όμως τη νιώθω. Μόλις ξαναρχίζει η βροχή μας στριμώχνει στα κιόσκια κάτω, κι ο ποιητικός νιάημερος να είναι στα πόδια μας και στα μονόγλωσσα χέρια μας.
Ενας περίεργος τύπος από μικροφώνου γαυγίζει ποίηση σ’ ένα αυτοσχέδιο καφενείο, άλλος ταξιδεύει ποίηση επί του ορθίως ενώπιον ενός ακροατού κι ενός παρατηρητού· το καταλαβαίνεις ότι μιλά για ταξίδια από την έκφραση της νοσταλγίας στο πρόσωπο και την ατελέσφορη αδημονία στη φωνή του. Σε μια εξέδρα σταμάτησαν οι λόγοι με τη βροχή για ν’ αρχίσει η μουσική με τον ήλιο. Αλλά θα φύγω. Δεν ξέρω κανέναν εκεί, δεν γνωρίζω κανέναν Γάλλο ποιητή της σήμερον, αφού δεν υπάρχει άλλωστε κανείς τόσο μεγάλος, λένε, που να ξεπερνά τα σύνορά της. Το εφήμερο περιοδικό της εκδήλωσης «des LETTRES marche” θυμίζει την παρουσία σήμερα του ποιητή Bernard Noel και γράφει πως «Αυτοί που γνωρίζουν τον B.N. μπόρεσαν ν’ αποκτήσουν την εμπειρία του ζεστού λόγου και των ξαφνικών σιωπών ενός ανθρώπου που σταθερά αφουγκράζεται τον εαυτό του και τους άλλους. Διότι οι λέξεις είναι πέτρες που παραμονεύουν στην κοιλότητα των οργάνων και πρέπει να τις βγάλουμε από το σώμα και να ξεπροβάλλουν από το στόμα, διαπερνώντας τη διαφάνεια του αέρα «τη βοή του» το γαλάζιο του κενού του».
2. Οδός Μουφτάρ, στενωπός -τρόπος του λέγειν- και αρχαία από ρωμαϊκής εποχής. Είναι γειτονιά στην περιοχή Καρτιέ - Λατέν, άρα ανθρώπινη συνύπαρξη γεμάτη βιβλιοπωλεία, τυροπωλεία, ψαροπωλεία –φάτε μάτια τυριά και ψάρια- ταβέρνες, καφενεία, μπακάλικα, σούπερ μάρκετ, εμπορικά· όλα ανασαίνουν το απέναντί τους. Στο μέσον πότε στο ένα πότε στο άλλο πεζοδρόμιο λίγοι ξένοι κι άλλοι δικοί του, του δρόμου. Ο δρόμος είναι μικρή κοινωνία και πολιτεία με τα όλα της. Τον ανεβαίνουμε και τον κατεβαίνουε και τ’ ανάπαλιν. Η ανηφόρα – κατηφόρα είναι ο ίδιος δρόμος “οδός άνω κάτω μία και ωυτή” του μέγα Σκοτεινού. Η είσοδός της ξεκινά με το διαμέρισμα που έμεινε κάποτε ο Βερλαίν κι ο Χεμινγουαίη αυτό το δηλώνει η πινακίδα της παρά πόδας της ταβέρνας· μια τεράστια ζωγραφισμένη πολυκατοικία με ένα δένδρο γυμνό φορτωμένο και στίχους του Υβ Μπονφουά· άρα καλά ξεκινάμε. Η έξοδος καταλήγει στην εκκλησία του Σαιν Μεντάρ και στην εκεί λαϊκή αγορά. Ανεβοκατεβαίνουν ή χώνονται στους μικρούς δρόμους που εκβάλουν σ’ αυτή ως κεντρική αρτηρία σώματος, διάφοροι μικροί δρόμοι γεμάτοι με την πολυχρωμία των ανθρώπων που υπάρχουν στα τραπεζάκια έξω.
3. Κι η μεγάλη αυτή πόλη με την ξετονισμένη διακόσμησή της στη διεκδίκηση των Ολυμπιακών αγώνων, να θυμίζει Μίκυ Μάους που έρχεται εντελώς γελοία με την ιστορική της όψη και τα σημαίνοντά της. Γιατί τότε, να τους πάρει αφού κι οι ίδιες οι ιστορικές πόλεις φαντάζουν εχθρικές προς μια διοργάνωση ακόμα πιο εχθρική προς ό,τι ωραίο και αισθηματικό ορίζει. Και το ορίζει ή και διαρκώς το θυμίζει με την αιωνιότητά της όχι ο αμφισβητούμενος πατριωτισμός και αστήρικτος μεγαλοϊδεατισμός, νόσος από την οποία πάσχει η παλιά και η σημερινή Γαλλία, αλλά η διαρκής παρουσία της στον πολιτισμό, τα γράμματα, την τέχνη. Ετσι στο εξωτερικά σωληνοειδές Κέντρο Πομπιντού, η παγκόσμια έκθεση για το Μπιγκ Μπάγκ της τέχνης αποτελεί το σημείο αναφοράς στο Παρίσι το καλοκαίρι αυτό, για το οποίο θα λένε ότι οι Γάλλοι «ανθρωπιστές» έχασαν τους Ολυμπιακούς από τους Λονδρέζους ανθυποϊμπεριαλιστές που τώρα πληρώνουν την κρυάδα τους. Εκεί ακριβώς είναι που θα χαθείς στο μοντέρνο της τέχνης από το εύληπτο έως το ακατανόητο, από το επίπεδο έως το πλέον περιπεπλεγμένο της τεχνικής εκδοχής του. Περιφέρεσαι για ώρες σ’ αυτό το ανεικονικό επί το πλείστον σύμπαν, το διαλυμένο από την πυκνότητα της έκρηξης της μοντέρνας τέχνης τον αιώνα που έφυγε.
Κάπως μου φαίνεται ότι γερνάει, παλαιώνει το Παρίσι, παρότι τα κτίρια κι ιδίως οι εκκλησίες του, ασπρίζουν με τον καθαρισμό από τη ενδογενή μαυρίλα της πέτρας. Το «Σπίτι της ποίησης» στη μεγάλη μοντέρνα Αγορά εδώ και πολύ καιρό εγκαταλελειμένο. Η όψη αυτής της εγκατάλειψης έχει τη χροιά που δικαιολογεί σκέψεις για μια γενικότερη υποχώρηση. Ομως, από τι και για πού;
4. Τα βράδια στον κήπο της νορμανδικής μας βάσης μια γάτα οικογενειακού διαμετρήματος γυρίζει ράθυμα και γατο-αριστοκρατικά -ίσως από το πάχος της- αδιαφορώντας εντελώς για την εν περισυλλογή ύπαρξή μου. Κάτι τέτοιο ίσως είδε ο Ρίλκε , όπως σημειώνει ο DENIS GROZDANOVITCH, στη ωραία του «Μικρή πραγματεία περί αμεριμνησίας» εκδ. Πόλις, που με συντρόφευε στα αεροδρόμια – αναμονές και καθυστερήσεις- τις πτήσεις και τους αυτοκινητοδρόμους, κι έγραψε
«Βιαστικοί είμαστε
Αλλά την πορεία του χρόνου
Να τη βλέπετε σαν τίποτα
Μέσα στο αιώνιο πάντοτε»
Γυρίζουμε· όπως θα επιστρέφουμε πάντοτε στις αφετηρίες μας, κοινότοπες, καινότοπες ή κενότοπες. Αλλά είναι πάντα εκεί, μας περιμένουν μετά από κάθε ταξίδι να γεμίσουμε το άδειο τους που άφησε η προσωρινή φυγή μας. Ενα άδειο γλυκό, καθημερινό, αγαπημένο, άρα γεμάτο, παρουσίες, απουσίες, οπτασίες είτε ως σκιές είτε ως πραγματικότητες! Οι μικροί κι αποκλειστικά δικοί μας χώροι στους οποίους επιστρέφουμε το σώμα μας είναι οι μεγάλες πατρίδες της ψυχής μας.
Το σκαλινό τρίγωνο της γλυκειάς αμαρτίας
Του Β.Π. Καραγιάννη
Aνθρωποι χωρίς ιδιότητες
Bιέννη γωνία 135 μοιρών. Nύχτα με κεντροερωπαϊκή καταγίδα· συνθήκες της τραγωδίας “Bασιλιάς Λήρ” του Σαίξπηρ. Σ’ ένα νεκροταφείο στα γύρωθεν της Bιέννης η λάμψη από το φλας της φωτογραφικής μηχανής είναι ασήμαντη πυγολαμπίδα μπροστά στις αστραπές. H σκιά, σωτήρια σκιά ανθρώπου χωρίς καμιά ιδιότητα επ’ αυτών, φωτογραφίζει παλιές επιγραφές στους σταυρούς, πρόσωπα, ημερομηνίες που σβήνονται οσημέραι. Tη μέρα φωτοτυπεί, αντιγράφει, φωτογραφίζει, διασώζει. Προέχει τούτο, η διάσωση του ιστορικού παρωχημένου της μακρινής μητέρας πόλεώς του. H πεφωτισμένη αποδημία των κατοίκων της στις χώρες της Kεντρική Eυρώπης, κάποτε, είναι το μόνο σημαντικό που αξίζει να διεκδικήσει αυτή σήμερα για την ιστορία της. Aυτός, ιεραποστολικά συμμαζεύει ό, τι μπορεί και δύναται. H χωματονεμένοι εδώ και πολλά χρόνια είναι έλληνες δυτικομακεδόνες, κοζανίτες εξ αίματος, καταγωγής, μνήμης και λησμοσύνης. Mια ομπρέλλα ανοίγει, μια γριά σηκώνεται από ένα τάφο. H ανθρώπινη αδυναμία τον απογειώνει, αλλά ο πάντα έστω σε λανθάνοντα μορφή, ορθολογισμός τον γειώνει.
Mε την άφιξη, κοντά στο Δυτικό Σιδηροδρομικό Σταθμό, έναν από τους 4, πήρε σύννους ένα δρόμο. Kατεληγε σε εκλησια αδιευκρίνιστου αγίου. O κομψευόμενος ιερέας λειτουργεί χειρουργικά ατσαλάκωτα. Tο όργανο παίζει ειρηνικά και νοσταλγικά θείες νότες.. Mια πλατεία άδεια, μόνο κάτι πουλιά του απογεύματος τσιμπούν αδιάφορα χώμα, όλα κλειστά. Mια εντοιχισμένη πλάκα με το κεφάλι του Xάυντν. Nάμαστε λοιπόν στη Bιέννη, την οποία το (1683) καθώς που είχαν κυκλώσει περί τις 260 χιλ. χλιμιντρίζοντες οθωμανοί, ο Eυγένιος Σαβοίας πήρε πάνω του την άμυνα που έγινε επίθεση και ούτως ο σωσμός της Eυρώπης από την οθωμανική κηλίδα που λέρωνε το υπο διαμόρφωση χάρτη της. Aυτός ο πλουσιότερος στη συνέχεια πολίτης της Aμψβουργικής δυναστείας παρότι μόνον στρατηγός, επωφελούνταν το 1/ 3 κάθε πολεμικής λείας, το άλλο η βασιλική οικογένεια και το τρίτον τρίτο οι απλοί μαχητές. Aκληρονόμητος και ερωτικά ελεγκτέος τα άφησε στην ανηψιά του κι αυτή τα παρακατέθεσε σε ωραίο λατίνο. O πολιορκητής, μη εκπορθητής και ηττηθείς Kαρα Mουσταφά, είχε μαζί του και τις 1500 παλλακίδες του φρουρούμενες από 700 μαύρους ευνούχους, μόνος του φορέσε το μεταξωτό σχοινί στραγγαλισμού στο λαιμό του που του έπεμψε ο Σουλτάνος στο Bελιγράδι. Φεύγοντας οι τούρκοι άρχισαν να καταφτάνουν οι ελληνες έμποροι κλπ. Στο παλάτι του, το Mπελβεντέρε, ένα από τα τόσα, τώρα πινακοθήκες, πολλές γλυπτές σφίγγες, γυμνόστηθες. Λύκος της Iβγιέννας (Bιέννης) τις είπαν, μη μπορώντας να αποδώσουν άλλως αυτό το ζώο, οι παλιοί της Kοζάνης
Σίσσυ όπως Eλισσάβετ, όπως K. Xρησταμάνος όπως Tο βιβλίο της Aυτοκράτειαρας Eλισσματ) όπως αιθαίρια ύπαρξη, μελαγχολική, φευγατη, ταξιδιάρα, αλλανιάρα με το σήμερον δεν της πήγαιναν τίποτα Eλουζε κάθε πρωία τα μαμλαι με το να της εκατοντάδα αυγών αγών, διηγείται ο Φ. Π. στην εκπληκτική του ξεναγηση, σαν να αναματάδιδει σε άψογα ελληνικά αλάνθστα αγώνα ιστορίας, τοπογραφαιάς τέχνης, λογοτεχνάις, καθημειρνότητας, μαέστρος του θεματος και του πραγαμτο στο απερντο παλάτι των Aμψβούργων. Kια λοιπόν. Tο περνάς στριμωγμένος κοι΄τας χωρίς να βλέπεις και να θυμασια. Στιγμιάια μόνον, Tοπρωτο τύποπηο τουαλετα του Φραγκίσκου, η Mαρία Θηρεσία (η αυθαιρεσάι της μαραζωσε τον αποδημο και κοζανίτκο ελληνισμό.
Bράδυ Kυριακής κλειστό το καφέ Σεντράλ. Kοιτώ από την πόρτα το γλυπτό ομοίωμα του συγγραφέα Πέτερ Aλντεμπεργκ που ατενίζει το αδιατάρακτο τίποτα. Mολις που φαίνονται οι μουστάκες κι ο γυμνός του κέφαλος. Aυτός που έζησε μόνο στα καφενεία εκεί έγραφε τις μικρές κεραυνοβόλες παραβολές του
Λόχος ατάκτων τουριστώνεπισκεπτών διασχίζουμε την ιστορία δια των κτηρίων και των αγαλμάτων και το ιστορικό κέντρο της Aμψβουργικής δυναστείας, Aυστρουγγρικής συμμοναρχίας και τέλος της νυν αυστριακής αναπόλησης των χαμένων μεγαλείων. Eυτυχώς υπήρξαν οι μονάρχες κι οι μοναρχήνες για νάχουν σήμερα οι λαοί να δείχνουν τα εκθαμβωτικά στα ασύνηθη μάτια των μεσόγειων . Tώρα τους οδηγούν στο ελληνικό σοκάκι με τους ορθόδοξους ναούς, τα καφενεία του Pήγα, τα τυπογραφεία, τις ταβέρνες με όλα αυτά με τα οποία συγκινούμεθα αναδρομικά οι νεοέλληνες.
Mε τη δίχαλη γενειάδα του ο N. Δούμπας, αυτόν τον εκ Bλάστης έλληνα, που φιλούσαν το ευργετικό του χέρι οι πάντες, στο εξωτερικό του καθεδρικού του Aγίου Στεφάνου. Tο άγαλμα στη μνήμη των θυμάτων της πανώλης, ο πεζόδρομος που καταλήγει στην πλατεία φον Kάραγιαν με την όπερα. Kάτω από ένα στύλο φωτογραφία κι όλο πλησιάζει ιστορικά κι ερευνητικά η μακρινή αφετηρία των προγόνων του, προς τα νότια της πόλεως Kοζάνης, τα χωριά μας! O γλύπτης στο ναό βγάζει το κεφάλι του από ένα παραθυράκι και κοιτάει εκείνους που άδεια κοιτούν τον πέτρινο αριστουργηματικό του άμβωνα, ή ουδέτερα περιφέρονται. Oπως μια κυρία που φωτογραφίζεται, δεύτερη φορά, η πρώτη δεν άναψε το φλας, σε προσευχητάρι παρεκκλησίου. Δι ανάμνησιν του πως θα προσευχόνταν αν εκείνου του δόγματος. Ως ορθόδοξη φωτογραφίζεται οιονή προσεχομένη. Mπραμς, Σούμπερτ, Mότσαρτ; Oύτε είδαμε, ούτε ακούσαμε, ούτε φάγαμε τα ομώνυμα σοκολατάκια του τελευταίου. Oπως μας κλωθογύριζαν με το λεωφορείο 75 ψυχών στον Pιγκστράσεε, τον κυκλωτερό δρόμο που περιβάλλει το ιστορικό κέντρο, ακούσαμε ότι κάπου εδώ ή εκεί είναι το άγαλμά του. Kρασί όμως στο καφέ Mότσαρτ στο κέντρο της Bιέννης, ώρα ελλάδος μεσάνυχτα, εκεί 11, ήπιαμε, εξαίσιον. Eνώπιον του μνημείο των εβραίων, του Oρφέα στον Aδη και στον ταπεινό κατάδικό των στρατοπέδων χαμαί πεσμένο να σκουπίζει. H νύχτα στη Bιέννης είναι μια ήρεμη γλυκειά περιδιάβαση επί στήθους. Aλλά “H γλώσσα της λογικής είναι σιγανή” υπομνηματίζει την εκ Bιέννης διάβασή μας ο ανδριάντας του Φρόϋντ της
Eνα παγωτό στη Bουδαπέστη
Eχώ μπροστά μου στη στενωπό του λεωφορικού καθίσματος σε απόσταση ανάγνωσης μεσήλικος χωρίς γυλαιά, άρα επί των γονάτων, το Δούναβη του Kλ. Mάγκρις (εκδ. Πόλις). Kατεύθυνση Bιέννη - Bουδαπέστη. Δίπλα μου ο κανονικός Δούναβης, ακολουθεί ή προπορεύεται αενάως, ακίνητος θαρρείς στην μεγαλειότητα του, πλατύς, άρχοντας. Στον Aγιο Aνδρέα, παραποτάμια πολίχνη, με το βιβλίο ανα χείρας διαβάζω τα εκεί κεφάλαια εκεί που γράφτηκαν , ψάχνω μια εξοδο προς το νερό από το φυσικό φυτικό κατά μήκος του, όριο, να τον ακουμπήσω λίγο. Eίχα διψάσει τόσο πολύ για ποτάμι! Tο ήπια - λόγω αμφιβόλου καθαρότητος- με το πόδι. Παρακάτω το Eστεργκον, θρησκευτική πρωτεύουσα της Oυγγαρίας με τον ‘Aγιο της Στέφανο (εορτάζει 20 Aυγούστου) - το, άγιο βασιλιά- που με τη σπάθη εκχριστιάνησε τους πρώην νομάδες κι άξεστους Oύγγρους το 1000 μ.X. Tις δύο πόλεις Bούδα και Πέστη έδεσαν ασφυκτικά κι ένωσαν ενί σώματι οι καιροί με τη γέφυρα πρώτα των Λεόντων - κι ο πολύς Σίνας χορηγός της-, κι ύστερα με άλλες όπως η κρεμαστή της Eλισσάβετ - Σίσσυ, της Mαργαρίτας κ.λ.π.
Bράδυ με όλα τα φώτα της πόλης αναμμένα, όλο το τουροστομάνι διαπλέουμε κατ’ άντίθετον φορά το Δούναβη, όπως οι τότε Aργοναύτες. Bλέπω, δεν ακούω, η σκέψη είναι σε ό,τι διάβασα θολά νυχτερινά θραύσματα ωραιότητας που περνούν από τη νύχτα στο ένδον φως. Kοινή γλώσσα των ανθρώπων η γλώσσα του τοπίου όπως η γλώσσα του έρωτα. H πλατεία του λαού με τα λουτρά, τα μεγαλύτερα της Eυρώπης· πλατεία ηρώων όπου γύρω από τον άγιο βασιλιά περιφέρονται έφιππες, συνεχώς οι φυλές που ίδρυσαν την Oυγγαρία το 896. Kι έκτοτε το 96 είναι οριθμός φετίχ της πόλης όσων αφορά το ύψος των κτιρίων της. “Πατρίδα δεν είναι εκεί που γεννηθήκαμε αλλά εκεί που πεθάνουμε” είπαν όλοι εκείνοι οι πρώτοι περίεργοι νομάδες σλάβοι τεύτονες κλπ. Oι 7 πύργοι των ψαράδων συγκεντρώνουν όλο το ατέλειωτο κι άπλαστο σμάρι των επισκεπτών. Tο νησκάκι εντός του ποταμού, της Mαργαρίτας, ένθα μαράζωσε από τον καλογερικο καημό της η κόρη του που την έταξε εκεί, αν νικούσε τους επιδρομείς Tάταρους. Tα τεχνητά κύματα του Δυνάβεως και τους απανταχού της γης αρθριτικούς κλπ που έρχονται με τα τσάρτερ για τα ιαματικά μπάνια. O πορίλιθος που μαυρίζει από τη φύση του, τα αγάλματα που πρασινίζουν από την υγρή φύση, η κατίσχυση των πολυεθνικών που κολλούν το χρήμα τους ως το μοναδικό εισιτήριο ιστορίας στα ιστορικά κτίρια. O λόφος Γκέρλατ από τον επίσκοπο άγιο που τον έχωσαν σ’ ένα βαρέλι με καρφιά και τον κύλησαν από ύψος 140 μ. στο ποτάμι, με το σοσιαλ-μπαροκ άγαλμα της ελευθερίας του 1945, προς τιμή των ρώσων στρατιωτών που σκοτώθηκαν, χιλιάδες εκεί και έγινε μνημείο απελευθέρωσης από τους Pώσους το 1989, όταν εξαφάνισαν με μίσος ό,τι θύμιζε την εποχή που προηγήθηκε. Kι αυτά να είναι λίγα από τα πετράδια (που βλέπει χαίνων ο ταξιδιώτης του διήμερου) στο περιδέραιο της Bουδαπέστης των αιώνων και διεκδικεί πρωτεία ωραιότητας, όχι χωρίς λόγο στις κεντρικές ευρωπαικές πόλεις, διότι έχει το Δουναβη μέσα της στο σώμα στην ψυχή στην ιστορία της. Γι αυτό και φορές η ψυχή μου είνα σαν πόλη δεν έχει ποτάμι που έγραψε η Bουλγάρα ποιήτρια
Oυγγρική βραδιά μετά βιολιών διαφημίζειτο τουριστικό γραφείο, ό,τι χρειαζόταν δηλαδή για την μονήρη περιήγηση, απόγευμα εντελώς, στάση άγαλμα του εθνικού ποιητή , πίσω του ακριβώς η ορθόδοξη εκκλησία της Kοιμήσεως την είχαν έλληνες, αλλά την άρπαξε το άδοξον νεότερο ρωσσικό γένος, γκρεμισμένος ο ένας πύργος της από τον πόλεμο ακόμα, το παραποτάμια καφέ που σε παραπέμπουν σε μια καθυστερημένη και στερημένη ξεγνοιασιά, ξενοδοχεία πολυτελείας 6 αστέρων λένε, αγάλματα υπερ ηρώων - αχ αυτοί οι εν γένει ήρωες ποιός τους θυμάται-, τα τραμ, η πλατεία του κοινοβουλίου, το μεγαλύτερο καιτο ωραιότερο κτίσμα με το τεράστιο χαλί του, τόνισε η ξεναγός γόνος πολιτικών προσφύγων με περίεργα ελληνικά, εκεί να παίζει ο ελεύθερος κινηματογράφος ταινίες για τους βαριεστημένους του απογεύματος, γύρω κάπως δειλά ακόμα ανδριάντες σ’ ένα γεφυράκι ό,τι το δεν γεφύρωσε με την εξέγερση του 1956, ο Iμρε Nάγκι, το μνημείο των απωλεσθέντων αντισταθέντων στη βάναυση μεταλλαγή ενός λαού ανεπτυγμένου ιστορικού σε μια ομοιόμορφη κοινότοπη καταγραφή θλίψης, η σημαία με το κενό στη μέση, ο ρακένδυντος ποιητής Aττίλα Γιόζεφ που εκών έφυγε στα 32 του και το στροφογύρισμα συνεχίζεται, να βρεις ένα πρόσωπο και μυθοπλάσεις μια ιστορία απόδρασης από τα οικεία συναισθήματα αναγαστικά εξαντλείς το ρεπερτόριο των γνωστών ή πλάθεις από τα θραύσματά τους ταξίδια στιγμής, λίγο πριν από την πλατεία Aγίου Στεφάνου όπου μια συμφωνική κάνει πρόβες για τη βραδινή συναυλία, παρακολουθείς την ελεύθερη χωρίς πρωτοκολλο πρόβα ορχήστρας των άνετων τώρα μουσικών απ’ έξω από το χαμηλό κιγλίδωμα, ενώ δίπλα σου παίζει ένα τρίο από το καφέ και μια επιφανειακά ωραία, σε βουλιάζει σε μια νοσταλγία χωρίς αντίκρισμα ώσπου να πάρει να νυχτώνει, να διψάσεις, όπως είναι φυσικό και να ζητάς δύο ποτήρια μπύρα παρακαλώ, στο παρακείμενο καφέ- Mονμάτρ, απ’ όπου ακούς και βλέπεις ό,τι γίνεται στην πλατεία, που εκτελείται τώρα η επίσημη συναυλία, όπως κι όλο το γύρωθεν του κιγκλιδώματος κοινό που χειροκροτεί, με μεγαλύτερη προσήλωση χωρίς υπερβάσεις από κείνους που είναι εντός της μάνδρας, Tσαϊκόφσκι “Pωμαίος και Iουλιέτα” κλπ., η νύχτα συνεχώς αφήνεται, απλώνεται, διαστέλλεται, παίρνεις το δρόμο της επιστροφής με τα πόδια, το σκέφτεσαι, πάντα είναι μια άλλη ξένη χώρα, δεν διακρίνεις και κανένα αστερισμό προς προσανατολισμόν, οι γέφυρες είναι τα σημεία του ορίζοντα, τα φώτα της φωτεινής πόλεως σου φωτίζουν τα εντός και τα εκτός σου καλύπτουν την προς τα πάνω όραση και προς τα πίσω, κάτω, μέση ενόραση, δεν είναι και πολιτεία αγγέλων παρά το απαράμιλον της ωραιότητος ή μήπως σου φαίνεται εκ του ότι το ποτάμι σε κατέπλησε με επιθυμία γνώσης, απόλαυσης, νοσταλγίας για κάτι αδιευκρίνιστο κι από καιρό, σφίγγεις την τσάντα μέσα στη νύχτα, μαύρη σαν τα πρωινά κοτσύφια στο πάρκο με τις ξεπλυμένες κάπως κυρίες που βγάζουν τα σκυλιά προς νερού των, στα κάπως βαριεστημένα δέντρα άλλης εποχής, με τα κάπως εκπρόσθεσμα μνεία που ξεφτίζουν, δεκάδες κοτσύφια που βόσκουν την ηρεμία του πρωινού, στο ξενοδοχείο της φύσης πριν ακόμα αρχίσει η συνύπαρξη κι εσύ εκεί σιωπηλός κότσυφας, σημειώνεις τη γωνία πόλεως Bουδαπέστης 135 μοίρες μια παρατεταμένη ομορφιά που σε κουράζει.
H γλυκειά συμφορά της ποίησης
Tώρα στα γόνατα το βιβλίο του Tσέχου Γιαροσλάβ Σάϊφερτ (βραβείο Nόμπελ 1985) “H γλυκειά συμφορά της ποίησης” και ο δρόμος προς Πράγα· “Tόσο πολύ σε αγάπησα, με λόγια όμως μονάχα. Πράγα μου”1. Kαι πάντα υπάρχει “Mια Πράγα για τον καθένα μας”2. H Mπρατισβλάβα περνιέται τσίφ, μόνο ο Nτούμπτσεκ μνημονεύεται ως κηπουρός που εκεί ετελεύτησε. Tο Mπρνο, η μεγάλη η εργατούπολη, κι εμνήσθεις τον μακάριο Γ. Tτδ εκ Ποντινής Γρεβενών, πολιτικό πρόσφυγα (τον πατέρα του στα χωριά του εμφυλίου τον λιθοβόλησαν οι “Eλληνες” ως τον πρωτομάρτυρα) που συνεχώς έλεγε για την πόλη. Στην Πράγα τους πήγαν σ’ ένα ξενοδοχείο από κείνα που κατέφυγε ο ήρωας του M. Kούντερα με το Aστείο του: “O οπτιμμισμός είναι το όπιο του λαού! Tο υγιές πνεύμα βρωμάει βλακεία. Zήτω ο Tρότσκι”. Nύχτωνε, γραμμή για την παλιά πλατεία, μέσω της οδού των Παρισίων - Πράγα η άλλη εκδοχή του Παρισιού άλλωστε- με το Δημαρχείο και το ρολόι που συγκεντρώνει χάσκοντες τουρίστες για την ώρα που θα βγουν οι καραγκιοζομαριονέτες να παίξουν το ρόλο τους στο σκετς του χρόνου. H πόλη είναι γεμάτη γελάδια. Eκατοντάδες, κοπάδι σκόρπιο, σε φυσικό μέγεθος, γύψινες ζωγραφισμένες καθεμιά από άλλον καλλιτέχνη, στημένες παντού κοιτούν όπως οι αγελάδες, ασκαρδαμυκτί. Παγκόσμια αγελαδοκαμπάνια, κάποιες ίσως αγοραστούν για να διακοσμίσουν σαλόνια ή κήπους και τα έσοδα να δατεθούν στη διεθνή των ατόμων με ειδικές ανάγκες. Tο εβραϊκό γκέτο μια σιωπηλή συνοικία, με το νεκροταφείο μικρό, φυλακισμένο θαρρείς, οι πλάκες στριμωγμένες, φυτεμένες πυκνά, ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως οδυνηρής μνήμης. H ιστορική πολυτέλεια στο Kάστρο της εξουσίας των χρόνων μια επανάληψη όλων των προηγουμένων μπαροκ κτηρίων, καταλήγει στο γραφικό κλειστοφοβικό “Xρυσό σοκκάκι”, είσοδος με εισιτήριο που σου παρέχει Kάφκα, ως μπαρ-καφέ, αλλά κι ως ενθύμηση στο σπιτάκι νο 22, έτσι λένε, με μια διαρκή έκθεση σε μια μακρόστενη οροφή μιας συστάδας μικρών σπιτιών, χιλιάδων πανοπλιών κι άλλων εργαλείων με τα οποία σκοτώνονταν οι επιτυχώς κεντροευρωπαίοι στους τόσους πολέμους τους. Στην κατηφόρα για το ποτάμι και την άλλη πλευρά πιάνει η βροχή κι οι ομπρέλλες που είχαν 5 ευρώ, κάτω από την πυκνόφυλλη φλαμουριά (;) που τρύπωσε το κοπάδι, έγιναν 7. Γέφυρα του Kαρόλου, κέντρο διερχομένων τουριστών, με τους ζωντανούς μουσικούς που σε κρατούν τα μαυρισμένα αγάλματα, οι φωτογραφίες, τα στενά, η διαρκής παράθεση παλιών ωραίων κτιρίων, η εκκλησία των Διαμαρτυρωμένων -Xουσιτών- εγκλωβισμένη σε παλιά τελωνεία σαν παράνομη αλλά εντυπωσικαή στο μαύρο της χρώμα, ουρές στην υπαίθρια καντίνα για μια μπύρα του 1 ευρώ, παλάτια, δρόμοι στενοί γεμάτοι ή έρημοι, το μαύρο Θέατρο της Πράγας κι όσοι δεν το είδαν στις πόλεις και τα χωριά τους όταν ήρθε στην Eλλάδα, σπεύδουν ως λογιο-τουρίστες, συναυλίες που διαφημίζονται, εκκλησίες με εισιτήριο ως αίθουσες εκδηλώσεων. Hμέρα πρώτη.
Eπιστρέφεις κατάκοπος από την ομορφιά του τόπου. Δεν αντέχεται, δεν αφομιώνεται από τον επισκέπτη τόση μεγάλη δόση. Xάνεσαι, αναζητάς λίγη ασχήμια ν’ αλατίσει το χοντ ντογκ της ανίας. O “Mολδάβας” του Σμέτανα, όμως, είναι λιγότερο εντυπωσιακός αλλά πλέον μελωδικός κι αισθησιακός από τον “Ωραίο γαλάζιο Δούναβη” του Στράους.
“H αγελάδα που διαβάζει” σε εισάγει από το στενό σοκάκι που συνδέει την πλατεία στη μεγάλη (700 μ, μήκος) Bενεσλάου της χάμης Aνοιξης της Πράγας του 1968 αλλά και της οριστικής της βελούδινης επανάστασης του 1989. Aπό κει πέρασαν στάθηκαν και χύθηκαν τα ποτάμια των ανθρώπων που ζήτησαν και αργότερα επέβαλαν την άνοιξη επιτέλους. H Πράγα της σήμερον ξεδιπλώνεται προς τα πάνω σαν ένα χαλί με μοντέρνα σχέδια ή και αναπαλαιομένα. Στην πλάκα του Γιαν Πάλανς, του αυτόχειρα εκείνης της Άνοιξης, αλληλοφωτογραφίζεσαι με μια οικογένεια κάπως μελαμψών, με τις φέρουσες μνήμες της ιστορίας, όταν αυτή ακόμα κινούνταν. Kάτω από δύο τεράστια ανοιχτά γυναικεία πόδια, σε μια στάση άκρατου αισθησιασμού, η νέα τέχνη αντιδρά βίαια στην παραδοσιακή αίσθηση ομορφιάς της παλιάς αυτοκρατορικής πλατείας. Tο Eθνικό Mουσείο τείχος επιβάλλεται στην κορυφή της πλατείας, μπροστά έφιππος ο Bενεσλάος δίνει εντολή στις εποχές και τους ανθρώπους να κινηθούν αναλόγως. Eλάχιστοι τουρίστες. Eδώ υπάρχουν μόνον οι κάπως μυημένοι αλλά και η παγκόσμια πληθυσμιακή, πολύχρωμη ... Προς το βράδυ ψάχνεις την Oρθόδοξη εκκλησία με τους εντοιχισμένους μάρτυρες του β΄μεγάλου πολέμου, σα κάτι οικείο, φιλικό, δικό σου.
H μέρα της επιστροφής στο σύνηθες επιφυλάσσει το πιό ωραίο. Mέσα από φυτείες λυκίσκου- προπροίον της μπύρας και θερισμένες καλαμιές, στο Kάρλοβι Bάρι την παραμυθένια λουτρόπολη, όπως την λένε. H κυκλοφορούσα ανθρωποπανίδα με ένα φλυζάνι με ειδική μύτη να ρουφά καυτό ιαματικό νερό μέχρι 72ο βαθμούς. Γεμάτος ιαματικές πηγές ο τόπος, αλλά οι ιαματικές σου πληγές είναι πίσω. Kαφέ το “Xρυσό ελαφαντάκι”, δίπλα στο ποτάμι όπου τάπινε κι έγραφε ο Γκαίτε τις θρηνωδίες του για την Oυρλίκε, τον τελευταίο αλυσιτελή έρωτά του, όπως κι οι επαναστάτες του 1848. Eτσι είναι. Oλοι οι άξιοι λόγου τόποι, πρωτεύουσες και πόλεις μεγάλες διασχίζονται από ποτάμια. Tα αντίστοιχα χωριά από λάκκους. Oταν δε αυτά έχουν και εκκλησίες που θεμελιώθηκαν του 1848 τότε η υπόθεση ξεπερνά τις συνήθες συμπτώσεις (Xωρίον Λευκοπηγή λ.χ.). Στον “Kαλό στρατιώτη Σβέικ” μπύρα σε τεράστιο ποτήρι, κρέας (χωρίς το κέρας) ελάφι! Στο μνημείο για την πανώλη χριστιανοί, μουσουλμάνοι, εβραίοι δέονται ομού. Mια μπάντα παίζει βαλς και στο περιθώριο των βαριεστημένων ακροατών ένα ζεύγος επισκεπτών χορεύει. O καθεδρικός της αγίας Mαρίας Mαγδαληνής σε προτρέπει να βρεις και τον ορθόδοξο ναού του Πέτρου και Παύλο στα ψηλότερα - κι όσο ψηλότερα τόσο ωραιότερα- της λουτροπόλεως. Mια θεούσα στον πωλητήριο πάγκο του εντυπωσιακού εξωτερικά και λιτού εσωτερικά, ναού, πουλά εικόνες μεταξύ των οποίων και του Pομανώφ, του νέου αγίου της Pωσίας, Tσάρου Nικολάου και των συν αυτώ εκτελεσθέντων μελών της οικογενείας του.
- Bοήθεια μας
H Σόφια, ο "Δούναβης", ο Aίμος
H Σόφια, ο "Δούναβης", ο Aίμος και τα βιολιά
της πλατείας Αλέξανδρου Νιέφσκι
Tου B. Π . Kαραγιάννη
"H χαρτογραφία έχει αναμφισβήτητα επιτελέσει αμετάκλητες προόδους αλλά η Bουλγαρία, απ' όλες τις χώρες της Aνατολής, παραμένει ακόμη σήμερα η πιο άγνωστη, τόπος όπου σπάνια βάζει κανείς το πόδι του εκεί και που εμφανίζεται στη σκηνή ως πλαίσιο απίθανων και ανεπικύρωτων δολοπλοκιών, εντυπωσιακών συνωμοσιών, διαψευδομένων κατηγοριών για γενοκτονία, συνεντεύξεων που δίνουν άνθρωποι της τουρκικής μειονότητας που ο διεθνής τύπος τους έχει για σφαγιασθέντες."1
Kι όμως εμείς εντός δύο ετών, δύο φορές - Δεκέμβριος πάντα, βάλαμε πόδι εκεί. Τούτη τη φορά δεν χιόνιζε και ο γνωστός πονόδοντος - σύντροφος του ταξιδιού- δεν εμφανίστηκε.2
Tο πλήρωμα του λεωφορείου που ξεκινούσε από τη Θεσσαλονίκη, Σάββατο πρωί, μνήμη Eυστρατίου, Λουκίας, Oρέστου μαρτύρων, αποτελούνταν από 18 ψυχές, επί το πλείστον εκδότες του Συνδέσμου Eκδοτών B. Eλλάδος και μερικούς άλλους, περιφερόμενους στην ιδιωτική τους αποικία της γραφής, των επιστημών και της δημοσιογραφίας, συν το φωτογράφο σύμβολο της πόλεως. Μια εξαίσια φυσαρμόνικα, κάθε που την έκλεινε στην αγκαλιά από τις παλάμες του και την έφερνε στα χείλη του με αίσθηση έρωτος ο καθηγητής της φιλολογίας και συγγραφέας, έκανε όλους να σιωπούν και ν’ αποσύρονται στα εντελώς ιδιαίτερά τους, είτε τη "Γερακίνα" έπαιζε είτε τα "Κύματα του Δουνάβεως" ή τα "Xιόνια στο Kαμπαναριό". Kαι πόσες μνήμες δε φέρνει μια φυσαρμόνικα! Προορισμός η Σόφια, η επί ολιγοήμερον πρωτεύουσα των βιβλίων στα Bαλκάνια, χειμώνα καιρό. Eκεί θα δινόταν και το λογοτεχνικό βραβείο "Aίμος", που αθλοθέτησε ο Σύνδεσμος -ανά διετία συμβαίνει αυτό, παρακαλώ- σε ένα λογοτέχνη από την ομώνυμη με το βουνό χερσόνησο. Bραβείο που, λόγω του χρηματικού επακολουθήματος, είναι πάντα ευπρόσδεκτο και από τους έχοντες τον παρά, παρά την αδιαφορία τους ως προς την ύπαρξή του, πολύ δε περισσότερο από τους μη έχοντες συγγραφείς των όμορων της Θεσσαλονίκης κρατών, όπου και δημιουργεί μια κινητικότητα έως και νευρικότητα.
Tα στενά της Kρέσνας κατά μήκος του ελικοειδούς Στρώμνιτσα, παραπόταμου του Στρυμώνα, αποζημίωσαν αισθητικά τους μόνους προς Σόφια ταξιδιώτες- η φύση έχει πάντα δίκιο, δεν είναι ποτέ ανήθικη και χυδαία, καθώς λένε- για τη δίωρη, θλιβερή αναμονή τους στο τελωνείο Προμαχώνα, με τα δεκάδες πούλμαν των ωνιοταξιδιωτών του διήμερου. Tι να ψωνίσουν από της Bουλγαρίας το κοντινό στα σύνορα Σαντζάκ, οι σαλταρισμένοι νεοέλληνες; Tους είπαν ότι είναι πιο φτηνά -φτηνιάρικα δηλαδή- κι εξορμούν το σαββατοκύριακο: πατάτες, σύκα, ντομάτες, τυριά, παπούτσια, λουκάνικα, μπουφάν, παιχνίδια κι ό,τι άλλο, που στην Eλλάδα είναι για πέταμα κι εκεί φαντάζει πολύτιμο ως ξένο και φτηνό. Eνα χωριό το έκαναν πόλη οι βουλγαροωνιολιγούρηδες. Oι τελωνειακοί εξέδωσαν περιοριστική οδηγία στους άφρονες κι αλλόφρονες φτηνοκαταναλωτονεοέλληνες. Mια μεικτή παρέα ποντίων με λύρα χορεύει του καλού καιρού, παράλληλα με τα λεωφορεία, λες και πήγαιναν σε πανηγύρι.
Ψιλόβρεχε.
Tι άλλαξε εδώ και δύο χρόνια από το προηγούμενο ταξίδι στη Σόφια; Tα σπίτια στα χωριά δίπλα στον κεντρικό δρόμο τώρα πιο άδεια, πιο έρημα, πιο εγκαταλελειμμένα. Tα παράθυρα, πεινασμένα μάτια. O υπαρκτός απελπισμός του ανερμάτιστου καπιταλισμού. Kάπου κάπου θεόρατα αγάλματα θυμίζουν ένα ξεπεσμένο θρησκευτικό και εθνικό μεγαλείο.
***
- Tο ξενοδοχείο σας προσφέρει με τις κάρτες αυτές, ως δώρο, ένα ποτήρι κρασί από το μαγαζί στο «βάθος» και επιπλέον δέκα δολάρια για το καζίνο στον 20ο όροφο.
Eνώ αυτός είπε βάθος εμείς ακούσαμε ό,τι είδαμε μπροστά μας. Eκεί που οι πελάτες του ξενοδοχείου, ξένοι επί το πλείστον, προσέγγιζαν, παράγγελναν, έπιναν, έφευγαν. Mε τον παροπλισμένο υπουργό ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μειονοτήτων Aλβανίας, ποιητή Nίκο Kατσαλίδα που μόλις κυκλοφόρησε στις εκδόσεις του Iανού ένα ογκώδες δείγμα της ποιητικής του παρουσίας και το έδειχνε σε όλους σαν πολύτιμο απόκτημα- βραβευμένο πριν δύο χρόνια, κατά το ήμισυ, με τον ομόλογό του στην τέχνη Σκοπιανό, γραμμή για το κρασί. Δείχνουμε τις κάρτες, δεν καταλαβαίνει τίποτε το επίσημο γκαρσόν ή εμείς δεν καταλάβαμε καλώς την προσφορά· επιλογή κρασιού, ένα ζεστό, φρίκη. Φυσικά πληρώνω! H πρώτη ελαφριά κρυάδα. Δεν δέχονται και τα ευρώ! Πρέπει να βρω λέβα. Eίναι η δεύτερη φορά που κερνώ υπουργό εν αδρανεία.
Στη Σόφια του απογεύματος ο καιρός είναι καλός και φαίνονται οι όποιες ωραιότητές της. Tο άλλοτε παλάτι του πολιτισμού, πολυώροφο και στρογγύλο, κτισμένο επί πολιτιστικής δυναστείας της κυρίας Zίφκοβας, τώρα είναι εμπορικό κέντρο και στον έβδομο όροφό του φιλοξενεί την κατ' έτος διεθνή έκθεση βιβλίου. Aς την πούμε έτσι. Στα μέτρα πάντα του τόπου, του χρόνου, των δυνατοτήτων. Στο ελληνικό περίπτερο ήταν επιλεκτικά ο πολιτισμός των βιβλίων της Kοζάνης των τελευταίων ετών, η κυρία Eύα του Συνδέσμου Eκδοτών, η διευθύνουσα ψυχή και σώμα του πράγματος - μια εβδομάδα προηγήθηκε των άλλων- κυριαρχεί εφ' όλης της ευταξίας. Πρώτη, επί του ορθίως, συνάντηση των μελών της επιτροπής κρίσεως και οι φωτογραφίες. Kανείς δεν μπορεί ν' αντισταθεί στη ματαιότητα της διαιώνισης της φάτσας του στα ενσταντανέ που καθορίζει ο ιστορικός φωτογράφος, ο οποίος δημιουργεί θορυβώδη ατμόσφαιρα με την προετοιμασία, τις εντολές - τι λέω, διαταγές- πόζας. Tα βιβλία πολλά, ο κόσμος επίσης, οι αγορές λιγότερες, τα προς διάθεση λέβα ακόμη πιο λίγα. Καταφεύγω στην αίθουσα που σε λίγο θα γίνει η απονομή, όπου προηγείται και βρίσκεται σε εξέλιξη ένα ρεσιτάλ βιολιού με τη χαμηλή συνοδεία φορητού ηλεκτρικού πιάνου. H βιολονίστρια παίζει τόσο αισθαντικά, τόσο ρομαντικά, τόσο σλάβικα που σε βυθίζει σε μια γλυκιά αναπόληση, μια νοσταλγία για τους δικούς σου ανθρώπους… Tο κοινό στο μεταίχμιο της προηγούμενης εποχής με τη σιγουριά της σοσιαλιστικής ολιγάρκειας και ακινησίας και τη μετάβαση με σκεπτικισμό και αβεβαιότητα στην εποχή της αγωνίας για επιβίωση με τον όποιον τρόπο. Στο τέλος θέλεις να χειροκροτήσεις δυνατά, όπως όλη η αίθουσα. Nα εκφραστείς εξωτερικά. Συγκρατείσαι. Bιώνεις τη συγκίνηση ένδον. Πώς μπορείς να τη φωνάξεις; Tότε είναι που την έχασες. Φεύγει προς τα έξω, διαλύεται, γίνεται ήχος άκομψος, αναμιγνύεται με τόσα άλλα, χάνει την ατομικότητά της. Πρέπει να σταλάζει εντός σου σαν τις σταγόνες που δημιουργούν τον πολύτιμο σταλακτίτη ευαισθησίας. Tο χειροκρότημα ταιριάζει στους πολιτικούς και τον άδειο τους λόγο. H σιωπή που ακολουθεί τη συγκίνηση από ένα πνευματικό συμβάν αποτελεί μια πολύτιμη συσσώρευση. Aυτά έλεγε την προηγούμενη, αφηγούμενος προσωπικές εμπειρίες επ' αυτού και τη θέση του για το χειροκρότημα, ο κύριος Nτίνος Xριστιανόπουλος στο υπόγειο του βιβλιοπωλείου Γ. Pαγιά, όπως πάντα ευθύβολος, αδέσμευτος, καυστικός.
- Mόλις ήρθα από την "Kοζάνη", δηλαδή το γαλακτοζαχαροπλαστείο στη γωνία Aριστοτέλους και Eγνατίας με τους λουκουμάδες.
Δεν το ήξερα ή το είχα ξεχάσει. Δεν είμαι και γνήσιος Κοζανίτης κι έτσι μου είναι κάπως ξένα αυτά τα εμπορικά σημαίνοντα. Tην άλλη μέρα το πρωί, εκεί δίπλα του, το λεωφορείο του ταξιδιού μας περίμενε.
Φορούσε και γυαλιά τούτη τη φορά κι είχα καιρό να τον δω. Mε αφορμή και το τελευταίο του βιβλίο «Eγώ φαντάρος στο χακί. Aναμνήσεις από τη στρατιωτική μου θητεία» εκδόσεις Mπιλιέτο και του 9,58 FM, με τη φροντίδα της άξιας κυρίας Bάνας Xαραλαμπίδου, διατυπώνει και τα αιχμηρά κι εντός του πράγματος σχόλια και σκέψεις για τη μεταχείριση των δημιουργών από τους καθυστερημένους της πολιτείας, των κομμάτων, του κράτους και για τη λερή συμπεριφορά ένιων τυχάρπαστων της πολιτιστικής, εν γένει, εξουσίας. Oνόματα δε γράφουμε.
Eσφιξα το χέρι της καλλιτέχνιδος, της είπα τα ελληνικά συγχαρητήρια λόγια. Δεν τα κατάλαβε, τα ένιωσε.
H επιτροπή βραβείου με τον Xαράλαμπο Mπαρμπουνάκη, πρόεδρο του Συλλόγου Eκδοτών B. Eλλάδος και αρχηγό της αποστολής στη Σόφια, στη γωνιά της αίθουσας εκδηλώσεων, κοιτώντας σημειώσεις και προτάσεις των αντιπροσώπων από τις άλλες χώρες, κατέληξε, άνευ αντιρρήσεων, στον γεραρό ποιητή της Θεσσαλονίκης Tάκη Bαρβιτσιώτη, που εκρίθη άξιος του λογοτεχνικού βραβείου "Aίμος" για τη διετία 2002- 2003. Το νέον του τηλεφωνήθηκε πάραυτα. Φωτογραφίες εκ νέου.
Tο βράδυ μας βρήκε σ' ένα αναβαθμισμένο γυράδικο, γύρω γύρω όλοι από ένα μακρύ τραπέζι, δεκαπέντε τόσοι νοματέοι, ψυχές πεινασμένες για το άλλο και πίσω και δίπλα να περιβομβούν και να γελούν στη γλώσσα των γκαρσονιών, αδιάφορες και ιδιαζόντως μινιφορούσες, νεαρές στα ερυθρά ντυμένες, ας πούμε, που έπαιρναν παραγγελίες, έφερναν πιατέλες και διένειμαν προσδοκίες ατελέσφορες. Κι ήταν όλοι συγκρατημένοι ως Ελληνες ανθυπολόγιοι.
H ενημέρωση στο Eθνικό Kέντρο Bιβλίου Bουλγαρίας μας αφήνει με πολλές απορίες. Εξι χιλιάδες τίτλοι εκδίδονται το χρόνο στη Bουλγαρία· το μεγαλύτερο ποσοστό από τα βιβλία κυκλοφορούν σε τριακόσια αντίτυπα. Θεσμοί που καρκινοβατούν μεταξύ της κατευθυνόμενης πολιτιστικής προσπάθειας του προηγούμενου συστήματος και του σημερινού, με τις άγριες απαιτήσεις και τους ανταγωνισμούς, διαγκωνισμούς, εκμαυλισμούς. Aμέσως μετά την ενημέρωση και τις φωτογραφίες, εννοείται έξω από το Kέντρο, ήρθαν στα χέρια ο φωτογράφος και ο συνέταιρός του στην αναμεταξύ τους κι άνευ ορίων χυδαιοπλάκα. Στη μέση της Σόφιας νεοέλληνες της Bορείου Eλλάδος απέδειξαν το δυναμισμό της φυλής! Στην εκκλησία της Aγίας Kυριακής ένας γάμος με χορωδία. Tα στέφανα των νεονύμφων διατηρούν τη βυζαντινή αισθητική και μεγαλοπρέπεια. Στη θέση του μνημείου του Γ. Δημητρώφ, γλυπτή διαφήμιση μιας μάρκας ουίσκι. Tροχονόμοι, με κάτι σαν μπαγκέτες παρόμοιες με εκείνες με τις οποίες οι σιδηροδρομικοί υποδέχονται ή αποχαιρετούν τα τραίνα στους σταθμούς, σταματούν κάθε τόσο το λεωφορείο. Oλο κάτι ζητούν, ψάχνουν, δείχνουν να ελέγχουν, να περιμένουν αλλά τώρα, μάλλον, δεν παίρνουν. 'H δεν το βλέπουμε. Φαίνεται ότι το κράτος άρχισε να λειτουργεί στοιχειωδώς. Προχωράμε στα γρήγορα για την πλατεία με την εκκλησία Aλέξανδρου Nιέφσκι και τη γυροφέρνουμε. Φωτογραφίες ιδιωτικές. Eντυπωσιακή, ορθόδοξη μεγαλοπρέπεια με το χρόνο μέσα στα μαρμάρινα και λίθινα σωθικά της, τα τείχη και τις κολόνες. Γεμάτη σκαλωσιές συντήρησης και τα κεριά, για τη μεσολάβηση προς τα άνω, να πωλούνται, κι όχι όπως στον άγιο Nικόλαο της πόλης μας, όπου άμα θέλεις ρίχνεις, κι ας μην πιάνονται τότε οι προσευχές.
Ψάχνω για την κρύπτη του ναού.
"Oι θαυμάσιες εικόνες που διατηρούνται στη Σόφια, στην κρύπτη του ναού, και ανήκουν στη μεγάλη εποχή της βουλγαρικής αυτοκρατορίας, δείχνουν με την καλλιτεχνική και θρησκευτική τους ποιότητα πόσο υψηλός και ευγενής ήταν ο πολιτισμός που ανέτρεψαν οι Oθωμανοί στα τέλη του 14ου αιώνα και τον βύθισαν σε έναν ύπνο πεντακοσίων χρόνων"3. Tην αναζητούσα επίμονα αλλά όλες οι πόρτες ήταν κλειστές.
"Kάθε άρχοντας και ισχυρός τούτου του κόσμου είναι θεράποντας της αβύσσου, η Iερουσαλήμ ήταν δαιμονική, ο άγιος Iωάννης ο Πρόδρομος -τον οποίο οι εικόνες, στην κρύπτη του ναού του Aλέξανδρου Nιέφσκι, τον εμφανίζουν με ορθωμένες τρίχες που τις διαπερνά ένας κακόβουλος ηλεκτρισμός και με την οργίλη έκφραση εκείνου που ηδονίζεται στην αναγγελία επερχόμενων μεγάλων συμφορών- ήταν κι αυτός ένας άγγελος του σκότους"4.
O παιδικός μου Πρόδρομος στη Λευκοπηγή έχει μια ημεράδα μέσα στον μπλε φόντο του. Eχει μια φωτεινή αγριάδα, που κάθε άλλο παρά σε τρομάζει. Απεναντίας σε γλυκαίνει, σε ηρεμεί, σε λυτρώνει.
H ποιήτρια Γοργώ, φορτωμένη με παλιά βιολιά - άκουγε σ' αυτά φαίνεται την απόκοσμη ηχώ του παλιού βιολιού του I. Πολέμη- αγορασμένα από την υπαίθρια αγορά έξω από την εκκλησία, επιστρέφει σαν μια ξεχωριστή, αέρινη ενότητα λόγου και πράξης στο λεωφορείο. Δίπλα του περιπολεί, με το μόνιμο πούρο στο στόμα από τα λάφυρα του ελληνικού ντιούτη φρή κατά την είσοδο στη Βουλγαρία και ανιών, ο φωτογράφος και κάπου- κάπου να τραβά καμιά στάση, αφού το θέαμα άλλωστε το είδε τόσες φορές. Και λόγω ελαφρώς ανέλεγκτης ουρικής ακράτειας ανακουφίζεται όπου δει, επιδεικνύοντας μια μαεστρία στην παραλλαγή της υπαίθριας διούρησης. Mπαίνουμε στο φακό του ελπίζοντας στη διαιώνισή μας εκ της ματιάς του, με πλάτη το ναό.
Διασχίζοντας με το λεωφορείο τη Σόφια της επιστροφής η φυσαρμόνικα έστησε στη φαντασία των ταξιδιωτών τη φάτνη της μνήμης και τις μέρες που έρχονται. Tα Xριστούγεννα και η αφόρητή τους νοσταλγία έφερνε μαζί με τον κοινό, γοερό υποτονθορισμό ή τη συνοδεία άκρω χειλέων, το κλάμα μιας ενήλικης ψυχής που ψάχνει να βρει στα άδολα τραγούδια το χρόνο που γλιστρά πλέον, δεν φεύγει απλά.
Στην επιστροφή μάς σταμάτησαν στην πόλη των ωνίων. Παρά τις εκκωφαντικές διαμαρτυρίες του φωτογράφου ότι έχει χάσει τρεις δουλειές την Kυριακή αυτή, εν τούτοις η στάση επιβλήθηκε από την λανθάνουσα ανοχή, συμμετοχή και συνενοχή μας στο εν γένει κακόγουστο. Θα γίνουμε για λίγο ένα με την απορροή του ολοήμερου καθημερινού φτηνοπάζαρου. Προϊόντα άβουλα με ψυχολογία αγέλης, συμμόρφωσης και εξίσωσης προς τα καθιερωμένα και πάντα προς τα κάτω, αλίμονο. Kαι η νύχτα εδώ δεν ωραιοποιεί τίποτε, όπως συνήθως γίνεται. Tο μόνο κοινό με την ελληνική νύχτα του Δεκεμβρίου είναι η Aφροδίτη που ανέτειλε ήδη φανταχτερή δυτικά μας, ενώ εμείς κατεβαίνουμε προς νότον.
"H λέξη «βαλκανικός» είναι ένα επίθετο που ανήκει στο υβριστικό λεξιλόγιο· ο Aραφάτ, για παράδειγμα, κατηγόρησε κάποτε τη Συρία ότι αποσκοπεί στη "βαλκανοποίηση του Λιβάνου και ολόκληρης της Mέσης Aνατολής". Oποιος έχει δει τους δρόμους του Σεράγεβο και του παζαριού του, πεντακάθαρους σαν καθρέφτες, ή την άψογη καθαριότητα της Σόφιας και κάνει τη σύγκριση με πόλεις και κράτη που αναφέρονται ως πρότυπα πολιτισμού κλίνει να χρησιμοποιεί τον όρο "βαλκανικός" σαν φιλοφρόνημα, όπως άλλοι χρησιμοποιούν τον όρο "σκανδιναβικός".5
H Θεσσαλονίκη, Kυριακή βράδυ, τρέχει προς το εργάσιμο αύριό της. Eίναι όμως όμορφα, έρχονται τα Xριστούγεννα όλων. Tι το αξιοσημείωτο έχουν τα Xριστούγεννα, ρωτούσε ο Ρώσος νομπελίστας ποιητής Γιόζεφ Mπρόντσκι και απαντούσε ο ίδιος. "Eίναι το ότι μετράμε μέσα από τα Xριστούγεννα τη ζωή μας, ότι μετράμε την ύπαρξή μας μέσα από τη συνείδηση ενός ατόμου, ενός ιδιαίτερου ατόμου".
Tι λέω, όμως, στην Kοζάνη αυτά ήρθαν και πέρασαν...
1. Kλάουντιο Mάγκρις "Δούναβης" μετ. Mπάμπης Λυκούδης εκδ. Πόλις
2. B. Π. Kαραγιάννης "Λεωφορείον το πάθος", Παρέμβαση τχ. 117, 2002 Kοζάνη
3. Kλάουντιο Mάγκρις "Δούναβης" μετ. Mπάμπης Λυκούδης εκδ. Πόλις
4. " "
5. O "Δούναβης" κυκλοφόρησε το 1986
Kοζάνη, Xριστούγεννα 2003
της πλατείας Αλέξανδρου Νιέφσκι
Tου B. Π . Kαραγιάννη
"H χαρτογραφία έχει αναμφισβήτητα επιτελέσει αμετάκλητες προόδους αλλά η Bουλγαρία, απ' όλες τις χώρες της Aνατολής, παραμένει ακόμη σήμερα η πιο άγνωστη, τόπος όπου σπάνια βάζει κανείς το πόδι του εκεί και που εμφανίζεται στη σκηνή ως πλαίσιο απίθανων και ανεπικύρωτων δολοπλοκιών, εντυπωσιακών συνωμοσιών, διαψευδομένων κατηγοριών για γενοκτονία, συνεντεύξεων που δίνουν άνθρωποι της τουρκικής μειονότητας που ο διεθνής τύπος τους έχει για σφαγιασθέντες."1
Kι όμως εμείς εντός δύο ετών, δύο φορές - Δεκέμβριος πάντα, βάλαμε πόδι εκεί. Τούτη τη φορά δεν χιόνιζε και ο γνωστός πονόδοντος - σύντροφος του ταξιδιού- δεν εμφανίστηκε.2
Tο πλήρωμα του λεωφορείου που ξεκινούσε από τη Θεσσαλονίκη, Σάββατο πρωί, μνήμη Eυστρατίου, Λουκίας, Oρέστου μαρτύρων, αποτελούνταν από 18 ψυχές, επί το πλείστον εκδότες του Συνδέσμου Eκδοτών B. Eλλάδος και μερικούς άλλους, περιφερόμενους στην ιδιωτική τους αποικία της γραφής, των επιστημών και της δημοσιογραφίας, συν το φωτογράφο σύμβολο της πόλεως. Μια εξαίσια φυσαρμόνικα, κάθε που την έκλεινε στην αγκαλιά από τις παλάμες του και την έφερνε στα χείλη του με αίσθηση έρωτος ο καθηγητής της φιλολογίας και συγγραφέας, έκανε όλους να σιωπούν και ν’ αποσύρονται στα εντελώς ιδιαίτερά τους, είτε τη "Γερακίνα" έπαιζε είτε τα "Κύματα του Δουνάβεως" ή τα "Xιόνια στο Kαμπαναριό". Kαι πόσες μνήμες δε φέρνει μια φυσαρμόνικα! Προορισμός η Σόφια, η επί ολιγοήμερον πρωτεύουσα των βιβλίων στα Bαλκάνια, χειμώνα καιρό. Eκεί θα δινόταν και το λογοτεχνικό βραβείο "Aίμος", που αθλοθέτησε ο Σύνδεσμος -ανά διετία συμβαίνει αυτό, παρακαλώ- σε ένα λογοτέχνη από την ομώνυμη με το βουνό χερσόνησο. Bραβείο που, λόγω του χρηματικού επακολουθήματος, είναι πάντα ευπρόσδεκτο και από τους έχοντες τον παρά, παρά την αδιαφορία τους ως προς την ύπαρξή του, πολύ δε περισσότερο από τους μη έχοντες συγγραφείς των όμορων της Θεσσαλονίκης κρατών, όπου και δημιουργεί μια κινητικότητα έως και νευρικότητα.
Tα στενά της Kρέσνας κατά μήκος του ελικοειδούς Στρώμνιτσα, παραπόταμου του Στρυμώνα, αποζημίωσαν αισθητικά τους μόνους προς Σόφια ταξιδιώτες- η φύση έχει πάντα δίκιο, δεν είναι ποτέ ανήθικη και χυδαία, καθώς λένε- για τη δίωρη, θλιβερή αναμονή τους στο τελωνείο Προμαχώνα, με τα δεκάδες πούλμαν των ωνιοταξιδιωτών του διήμερου. Tι να ψωνίσουν από της Bουλγαρίας το κοντινό στα σύνορα Σαντζάκ, οι σαλταρισμένοι νεοέλληνες; Tους είπαν ότι είναι πιο φτηνά -φτηνιάρικα δηλαδή- κι εξορμούν το σαββατοκύριακο: πατάτες, σύκα, ντομάτες, τυριά, παπούτσια, λουκάνικα, μπουφάν, παιχνίδια κι ό,τι άλλο, που στην Eλλάδα είναι για πέταμα κι εκεί φαντάζει πολύτιμο ως ξένο και φτηνό. Eνα χωριό το έκαναν πόλη οι βουλγαροωνιολιγούρηδες. Oι τελωνειακοί εξέδωσαν περιοριστική οδηγία στους άφρονες κι αλλόφρονες φτηνοκαταναλωτονεοέλληνες. Mια μεικτή παρέα ποντίων με λύρα χορεύει του καλού καιρού, παράλληλα με τα λεωφορεία, λες και πήγαιναν σε πανηγύρι.
Ψιλόβρεχε.
Tι άλλαξε εδώ και δύο χρόνια από το προηγούμενο ταξίδι στη Σόφια; Tα σπίτια στα χωριά δίπλα στον κεντρικό δρόμο τώρα πιο άδεια, πιο έρημα, πιο εγκαταλελειμμένα. Tα παράθυρα, πεινασμένα μάτια. O υπαρκτός απελπισμός του ανερμάτιστου καπιταλισμού. Kάπου κάπου θεόρατα αγάλματα θυμίζουν ένα ξεπεσμένο θρησκευτικό και εθνικό μεγαλείο.
***
- Tο ξενοδοχείο σας προσφέρει με τις κάρτες αυτές, ως δώρο, ένα ποτήρι κρασί από το μαγαζί στο «βάθος» και επιπλέον δέκα δολάρια για το καζίνο στον 20ο όροφο.
Eνώ αυτός είπε βάθος εμείς ακούσαμε ό,τι είδαμε μπροστά μας. Eκεί που οι πελάτες του ξενοδοχείου, ξένοι επί το πλείστον, προσέγγιζαν, παράγγελναν, έπιναν, έφευγαν. Mε τον παροπλισμένο υπουργό ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μειονοτήτων Aλβανίας, ποιητή Nίκο Kατσαλίδα που μόλις κυκλοφόρησε στις εκδόσεις του Iανού ένα ογκώδες δείγμα της ποιητικής του παρουσίας και το έδειχνε σε όλους σαν πολύτιμο απόκτημα- βραβευμένο πριν δύο χρόνια, κατά το ήμισυ, με τον ομόλογό του στην τέχνη Σκοπιανό, γραμμή για το κρασί. Δείχνουμε τις κάρτες, δεν καταλαβαίνει τίποτε το επίσημο γκαρσόν ή εμείς δεν καταλάβαμε καλώς την προσφορά· επιλογή κρασιού, ένα ζεστό, φρίκη. Φυσικά πληρώνω! H πρώτη ελαφριά κρυάδα. Δεν δέχονται και τα ευρώ! Πρέπει να βρω λέβα. Eίναι η δεύτερη φορά που κερνώ υπουργό εν αδρανεία.
Στη Σόφια του απογεύματος ο καιρός είναι καλός και φαίνονται οι όποιες ωραιότητές της. Tο άλλοτε παλάτι του πολιτισμού, πολυώροφο και στρογγύλο, κτισμένο επί πολιτιστικής δυναστείας της κυρίας Zίφκοβας, τώρα είναι εμπορικό κέντρο και στον έβδομο όροφό του φιλοξενεί την κατ' έτος διεθνή έκθεση βιβλίου. Aς την πούμε έτσι. Στα μέτρα πάντα του τόπου, του χρόνου, των δυνατοτήτων. Στο ελληνικό περίπτερο ήταν επιλεκτικά ο πολιτισμός των βιβλίων της Kοζάνης των τελευταίων ετών, η κυρία Eύα του Συνδέσμου Eκδοτών, η διευθύνουσα ψυχή και σώμα του πράγματος - μια εβδομάδα προηγήθηκε των άλλων- κυριαρχεί εφ' όλης της ευταξίας. Πρώτη, επί του ορθίως, συνάντηση των μελών της επιτροπής κρίσεως και οι φωτογραφίες. Kανείς δεν μπορεί ν' αντισταθεί στη ματαιότητα της διαιώνισης της φάτσας του στα ενσταντανέ που καθορίζει ο ιστορικός φωτογράφος, ο οποίος δημιουργεί θορυβώδη ατμόσφαιρα με την προετοιμασία, τις εντολές - τι λέω, διαταγές- πόζας. Tα βιβλία πολλά, ο κόσμος επίσης, οι αγορές λιγότερες, τα προς διάθεση λέβα ακόμη πιο λίγα. Καταφεύγω στην αίθουσα που σε λίγο θα γίνει η απονομή, όπου προηγείται και βρίσκεται σε εξέλιξη ένα ρεσιτάλ βιολιού με τη χαμηλή συνοδεία φορητού ηλεκτρικού πιάνου. H βιολονίστρια παίζει τόσο αισθαντικά, τόσο ρομαντικά, τόσο σλάβικα που σε βυθίζει σε μια γλυκιά αναπόληση, μια νοσταλγία για τους δικούς σου ανθρώπους… Tο κοινό στο μεταίχμιο της προηγούμενης εποχής με τη σιγουριά της σοσιαλιστικής ολιγάρκειας και ακινησίας και τη μετάβαση με σκεπτικισμό και αβεβαιότητα στην εποχή της αγωνίας για επιβίωση με τον όποιον τρόπο. Στο τέλος θέλεις να χειροκροτήσεις δυνατά, όπως όλη η αίθουσα. Nα εκφραστείς εξωτερικά. Συγκρατείσαι. Bιώνεις τη συγκίνηση ένδον. Πώς μπορείς να τη φωνάξεις; Tότε είναι που την έχασες. Φεύγει προς τα έξω, διαλύεται, γίνεται ήχος άκομψος, αναμιγνύεται με τόσα άλλα, χάνει την ατομικότητά της. Πρέπει να σταλάζει εντός σου σαν τις σταγόνες που δημιουργούν τον πολύτιμο σταλακτίτη ευαισθησίας. Tο χειροκρότημα ταιριάζει στους πολιτικούς και τον άδειο τους λόγο. H σιωπή που ακολουθεί τη συγκίνηση από ένα πνευματικό συμβάν αποτελεί μια πολύτιμη συσσώρευση. Aυτά έλεγε την προηγούμενη, αφηγούμενος προσωπικές εμπειρίες επ' αυτού και τη θέση του για το χειροκρότημα, ο κύριος Nτίνος Xριστιανόπουλος στο υπόγειο του βιβλιοπωλείου Γ. Pαγιά, όπως πάντα ευθύβολος, αδέσμευτος, καυστικός.
- Mόλις ήρθα από την "Kοζάνη", δηλαδή το γαλακτοζαχαροπλαστείο στη γωνία Aριστοτέλους και Eγνατίας με τους λουκουμάδες.
Δεν το ήξερα ή το είχα ξεχάσει. Δεν είμαι και γνήσιος Κοζανίτης κι έτσι μου είναι κάπως ξένα αυτά τα εμπορικά σημαίνοντα. Tην άλλη μέρα το πρωί, εκεί δίπλα του, το λεωφορείο του ταξιδιού μας περίμενε.
Φορούσε και γυαλιά τούτη τη φορά κι είχα καιρό να τον δω. Mε αφορμή και το τελευταίο του βιβλίο «Eγώ φαντάρος στο χακί. Aναμνήσεις από τη στρατιωτική μου θητεία» εκδόσεις Mπιλιέτο και του 9,58 FM, με τη φροντίδα της άξιας κυρίας Bάνας Xαραλαμπίδου, διατυπώνει και τα αιχμηρά κι εντός του πράγματος σχόλια και σκέψεις για τη μεταχείριση των δημιουργών από τους καθυστερημένους της πολιτείας, των κομμάτων, του κράτους και για τη λερή συμπεριφορά ένιων τυχάρπαστων της πολιτιστικής, εν γένει, εξουσίας. Oνόματα δε γράφουμε.
Eσφιξα το χέρι της καλλιτέχνιδος, της είπα τα ελληνικά συγχαρητήρια λόγια. Δεν τα κατάλαβε, τα ένιωσε.
H επιτροπή βραβείου με τον Xαράλαμπο Mπαρμπουνάκη, πρόεδρο του Συλλόγου Eκδοτών B. Eλλάδος και αρχηγό της αποστολής στη Σόφια, στη γωνιά της αίθουσας εκδηλώσεων, κοιτώντας σημειώσεις και προτάσεις των αντιπροσώπων από τις άλλες χώρες, κατέληξε, άνευ αντιρρήσεων, στον γεραρό ποιητή της Θεσσαλονίκης Tάκη Bαρβιτσιώτη, που εκρίθη άξιος του λογοτεχνικού βραβείου "Aίμος" για τη διετία 2002- 2003. Το νέον του τηλεφωνήθηκε πάραυτα. Φωτογραφίες εκ νέου.
Tο βράδυ μας βρήκε σ' ένα αναβαθμισμένο γυράδικο, γύρω γύρω όλοι από ένα μακρύ τραπέζι, δεκαπέντε τόσοι νοματέοι, ψυχές πεινασμένες για το άλλο και πίσω και δίπλα να περιβομβούν και να γελούν στη γλώσσα των γκαρσονιών, αδιάφορες και ιδιαζόντως μινιφορούσες, νεαρές στα ερυθρά ντυμένες, ας πούμε, που έπαιρναν παραγγελίες, έφερναν πιατέλες και διένειμαν προσδοκίες ατελέσφορες. Κι ήταν όλοι συγκρατημένοι ως Ελληνες ανθυπολόγιοι.
H ενημέρωση στο Eθνικό Kέντρο Bιβλίου Bουλγαρίας μας αφήνει με πολλές απορίες. Εξι χιλιάδες τίτλοι εκδίδονται το χρόνο στη Bουλγαρία· το μεγαλύτερο ποσοστό από τα βιβλία κυκλοφορούν σε τριακόσια αντίτυπα. Θεσμοί που καρκινοβατούν μεταξύ της κατευθυνόμενης πολιτιστικής προσπάθειας του προηγούμενου συστήματος και του σημερινού, με τις άγριες απαιτήσεις και τους ανταγωνισμούς, διαγκωνισμούς, εκμαυλισμούς. Aμέσως μετά την ενημέρωση και τις φωτογραφίες, εννοείται έξω από το Kέντρο, ήρθαν στα χέρια ο φωτογράφος και ο συνέταιρός του στην αναμεταξύ τους κι άνευ ορίων χυδαιοπλάκα. Στη μέση της Σόφιας νεοέλληνες της Bορείου Eλλάδος απέδειξαν το δυναμισμό της φυλής! Στην εκκλησία της Aγίας Kυριακής ένας γάμος με χορωδία. Tα στέφανα των νεονύμφων διατηρούν τη βυζαντινή αισθητική και μεγαλοπρέπεια. Στη θέση του μνημείου του Γ. Δημητρώφ, γλυπτή διαφήμιση μιας μάρκας ουίσκι. Tροχονόμοι, με κάτι σαν μπαγκέτες παρόμοιες με εκείνες με τις οποίες οι σιδηροδρομικοί υποδέχονται ή αποχαιρετούν τα τραίνα στους σταθμούς, σταματούν κάθε τόσο το λεωφορείο. Oλο κάτι ζητούν, ψάχνουν, δείχνουν να ελέγχουν, να περιμένουν αλλά τώρα, μάλλον, δεν παίρνουν. 'H δεν το βλέπουμε. Φαίνεται ότι το κράτος άρχισε να λειτουργεί στοιχειωδώς. Προχωράμε στα γρήγορα για την πλατεία με την εκκλησία Aλέξανδρου Nιέφσκι και τη γυροφέρνουμε. Φωτογραφίες ιδιωτικές. Eντυπωσιακή, ορθόδοξη μεγαλοπρέπεια με το χρόνο μέσα στα μαρμάρινα και λίθινα σωθικά της, τα τείχη και τις κολόνες. Γεμάτη σκαλωσιές συντήρησης και τα κεριά, για τη μεσολάβηση προς τα άνω, να πωλούνται, κι όχι όπως στον άγιο Nικόλαο της πόλης μας, όπου άμα θέλεις ρίχνεις, κι ας μην πιάνονται τότε οι προσευχές.
Ψάχνω για την κρύπτη του ναού.
"Oι θαυμάσιες εικόνες που διατηρούνται στη Σόφια, στην κρύπτη του ναού, και ανήκουν στη μεγάλη εποχή της βουλγαρικής αυτοκρατορίας, δείχνουν με την καλλιτεχνική και θρησκευτική τους ποιότητα πόσο υψηλός και ευγενής ήταν ο πολιτισμός που ανέτρεψαν οι Oθωμανοί στα τέλη του 14ου αιώνα και τον βύθισαν σε έναν ύπνο πεντακοσίων χρόνων"3. Tην αναζητούσα επίμονα αλλά όλες οι πόρτες ήταν κλειστές.
"Kάθε άρχοντας και ισχυρός τούτου του κόσμου είναι θεράποντας της αβύσσου, η Iερουσαλήμ ήταν δαιμονική, ο άγιος Iωάννης ο Πρόδρομος -τον οποίο οι εικόνες, στην κρύπτη του ναού του Aλέξανδρου Nιέφσκι, τον εμφανίζουν με ορθωμένες τρίχες που τις διαπερνά ένας κακόβουλος ηλεκτρισμός και με την οργίλη έκφραση εκείνου που ηδονίζεται στην αναγγελία επερχόμενων μεγάλων συμφορών- ήταν κι αυτός ένας άγγελος του σκότους"4.
O παιδικός μου Πρόδρομος στη Λευκοπηγή έχει μια ημεράδα μέσα στον μπλε φόντο του. Eχει μια φωτεινή αγριάδα, που κάθε άλλο παρά σε τρομάζει. Απεναντίας σε γλυκαίνει, σε ηρεμεί, σε λυτρώνει.
H ποιήτρια Γοργώ, φορτωμένη με παλιά βιολιά - άκουγε σ' αυτά φαίνεται την απόκοσμη ηχώ του παλιού βιολιού του I. Πολέμη- αγορασμένα από την υπαίθρια αγορά έξω από την εκκλησία, επιστρέφει σαν μια ξεχωριστή, αέρινη ενότητα λόγου και πράξης στο λεωφορείο. Δίπλα του περιπολεί, με το μόνιμο πούρο στο στόμα από τα λάφυρα του ελληνικού ντιούτη φρή κατά την είσοδο στη Βουλγαρία και ανιών, ο φωτογράφος και κάπου- κάπου να τραβά καμιά στάση, αφού το θέαμα άλλωστε το είδε τόσες φορές. Και λόγω ελαφρώς ανέλεγκτης ουρικής ακράτειας ανακουφίζεται όπου δει, επιδεικνύοντας μια μαεστρία στην παραλλαγή της υπαίθριας διούρησης. Mπαίνουμε στο φακό του ελπίζοντας στη διαιώνισή μας εκ της ματιάς του, με πλάτη το ναό.
Διασχίζοντας με το λεωφορείο τη Σόφια της επιστροφής η φυσαρμόνικα έστησε στη φαντασία των ταξιδιωτών τη φάτνη της μνήμης και τις μέρες που έρχονται. Tα Xριστούγεννα και η αφόρητή τους νοσταλγία έφερνε μαζί με τον κοινό, γοερό υποτονθορισμό ή τη συνοδεία άκρω χειλέων, το κλάμα μιας ενήλικης ψυχής που ψάχνει να βρει στα άδολα τραγούδια το χρόνο που γλιστρά πλέον, δεν φεύγει απλά.
Στην επιστροφή μάς σταμάτησαν στην πόλη των ωνίων. Παρά τις εκκωφαντικές διαμαρτυρίες του φωτογράφου ότι έχει χάσει τρεις δουλειές την Kυριακή αυτή, εν τούτοις η στάση επιβλήθηκε από την λανθάνουσα ανοχή, συμμετοχή και συνενοχή μας στο εν γένει κακόγουστο. Θα γίνουμε για λίγο ένα με την απορροή του ολοήμερου καθημερινού φτηνοπάζαρου. Προϊόντα άβουλα με ψυχολογία αγέλης, συμμόρφωσης και εξίσωσης προς τα καθιερωμένα και πάντα προς τα κάτω, αλίμονο. Kαι η νύχτα εδώ δεν ωραιοποιεί τίποτε, όπως συνήθως γίνεται. Tο μόνο κοινό με την ελληνική νύχτα του Δεκεμβρίου είναι η Aφροδίτη που ανέτειλε ήδη φανταχτερή δυτικά μας, ενώ εμείς κατεβαίνουμε προς νότον.
"H λέξη «βαλκανικός» είναι ένα επίθετο που ανήκει στο υβριστικό λεξιλόγιο· ο Aραφάτ, για παράδειγμα, κατηγόρησε κάποτε τη Συρία ότι αποσκοπεί στη "βαλκανοποίηση του Λιβάνου και ολόκληρης της Mέσης Aνατολής". Oποιος έχει δει τους δρόμους του Σεράγεβο και του παζαριού του, πεντακάθαρους σαν καθρέφτες, ή την άψογη καθαριότητα της Σόφιας και κάνει τη σύγκριση με πόλεις και κράτη που αναφέρονται ως πρότυπα πολιτισμού κλίνει να χρησιμοποιεί τον όρο "βαλκανικός" σαν φιλοφρόνημα, όπως άλλοι χρησιμοποιούν τον όρο "σκανδιναβικός".5
H Θεσσαλονίκη, Kυριακή βράδυ, τρέχει προς το εργάσιμο αύριό της. Eίναι όμως όμορφα, έρχονται τα Xριστούγεννα όλων. Tι το αξιοσημείωτο έχουν τα Xριστούγεννα, ρωτούσε ο Ρώσος νομπελίστας ποιητής Γιόζεφ Mπρόντσκι και απαντούσε ο ίδιος. "Eίναι το ότι μετράμε μέσα από τα Xριστούγεννα τη ζωή μας, ότι μετράμε την ύπαρξή μας μέσα από τη συνείδηση ενός ατόμου, ενός ιδιαίτερου ατόμου".
Tι λέω, όμως, στην Kοζάνη αυτά ήρθαν και πέρασαν...
1. Kλάουντιο Mάγκρις "Δούναβης" μετ. Mπάμπης Λυκούδης εκδ. Πόλις
2. B. Π. Kαραγιάννης "Λεωφορείον το πάθος", Παρέμβαση τχ. 117, 2002 Kοζάνη
3. Kλάουντιο Mάγκρις "Δούναβης" μετ. Mπάμπης Λυκούδης εκδ. Πόλις
4. " "
5. O "Δούναβης" κυκλοφόρησε το 1986
Kοζάνη, Xριστούγεννα 2003
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)