Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)


Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2009

Απολογία ενώπιον μελών του Συλλόγου αποφοίτων της φιλοσοφικής σχολής του ΑΠΘ




1. Γεννήθηκα στη Λευκοπηγή Κοζάνης. Στη σύγχρονη ιστορία του το χωριό θεωρείται πολιτιστική πρωτεύουσα της πόλεως ή, κατά μια πιο σoβινιστική εκδοχή, η πόλη της Κοζάνης είναι πολιτιστική αποικία της Λευκοπηγής. Τα μαθητικά χρόνια (Β Γυμνασίου γνώρισα τη «Νέα Εστία» δρχ. 10 τότε, τη σελίδα της «Φιλολογικής Βραδινής» του Μπάμπη Κλάρα και Δ’ Γυμνασίου τη Δ’ έκδοση της Ιστορίας της νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Κ. Θ. Δημαρά) κύλησαν δίπλα σ’ ένα ρέον ποταμάκι (λάκκο, δηλαδή), έναν πλάτανο (τον ευρωστότερο των Βαλκανίων) και σ’ έναν νερόμυλο, όπου, στο γύρισμα της φτερωτής του, άκουγα την ηχώ του χρόνου. Τα φοιτητικά μου χρόνια τα έζησα στη Θεσσαλονίκη και τα ενήλικα τα βιώνω στην Κοζάνη. Τώρα μένω στην πόλη αυτή, υπάρχω διαρκώς στο χωριό αλλά στη Θεσσαλονίκη πάντα επιστρέφω.
2. Έρχομαι από μια πόλη που διήνυσε χρυσό ¼ του αιώνα στα γράμματα, την περίοδο δηλαδή του ύστερου νεοελληνικού διαφωτισμού, αφού διέθετε Σχολή ισάξια -και λίγο παραπάνω- των σημερινών πανεπιστημίων της επαρχίας (δίδαξε μέχρι και ο πολύς Ευγένιος Βούλγαρης σ’ αυτήν) αλλά και Βιβλιοθήκη· κι αυτά από το 1660, περίπου. Προς γνώσιν σας και για τις νόμιμες συνέπειες, σας ανακοινώνω πως στην πόλη μας έχουμε δυο πανελλήνιες ίσως και παγκόσμιες, θα έλεγα, φιλολογικές αποκλειστικότητες: α) Η μακαριστή πλέον, αγία ηγουμένη Μαγδαληνή, εντελώς παλιάς ημερολογιακής κοπής (αφορισθείσα από την επίσημη εκκλησία, κι αυτό αποτελεί γι’ αυτήν συγκριτικό πλεονέκτημα κατά την τελική κρίση έναντι των άλλων), έγραψε περί τα 320 βιβλία χριστιανικής διδαχής· άρα κατέχει το ρεκόρ της συγγραφής πανελλαδικά· και β) η ποίηση, ναι η ποίηση κατέβηκε σε νομαρχιακές εκλογές και διεκδίκησε την ψήφο του λαού. Ένας επιχώριος ποιητής, που δημοσίευσε μάλιστα και μια συλλογή με τον τίτλο: «Ομήρου Ελιμειάς», αυτοαποκληθείς και ποιητής του Λαού -ο επόμενος μετά τον Γιάννη Ρίτσο, του οποίου θυμόμαστε τα 100 χρόνια από τη γέννησή του φέτος-, συνέπηξεν εκλογικό συνδυασμό με την επωνυμία «Ποίηση μ’ ελευθερία λόγου» το 1998 και, μαζεύοντας κάθε ποιητικής καρυδιάς καρύδι, διεκδίκησε τη νομαρχία Κοζάνης και τις ψήφους του λαού. Πήρε 810 τέτοιες, περίπου.
3. Έγινα δικηγόρος, γιατί κάτι έπρεπε να γίνω, αφού τέλειωσα τη νομική Θεσσαλονίκης. Στη συνέχεια διαπίστωσα πως κέρδισα απ’ αυτό το επάγγελμα πρωτίστως την εργασιακή μου ελευθερία και χρόνο αδέσμευτο κι απέραντο για πράγματα ουχί παραδεδεγμένης χρησιμότητας, αλλά σε μένα λίαν αγαπητά. Όχι όμως και πολλά χρήματα. Φιλόλογος, που θα μπορούσα ίσως να γίνω, δεν έγινα· γι’ αυτό και μέχρι τώρα δεν μπορώ να βάλω την γλυκυτάτη μου άνω τελεία επιτυχώς. Η δε διόρθωση των κειμένων μου γίνεται αλχημικώ τω τρόπω.
4. Διετέλεσα για έναν ακαδημαϊκό ενιαυτό οιονεί καθηγητής φιλολογίας, διδάσκοντας στους σπουδαστές της Λογιστικής επιστήμης και τεχνικής του ΤΕΙ Δ.Μ., στοιχεία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, δηλ. από την επανάσταση του 1821 μέχρι τις μέρες μας· ενότητες γραπτά καθορισμένες και πλήρως συμμορφωμένες προς το επί τούτο αναλυτικό πρόγραμμα. Η κανονική μετά πτυχίου φιλόλογος, που δίδασκε το ίδιο μάθημα σε άλλα τμήματα, άρχιζε την αφήγηση από το έπος του Β. Διγενή Ακρίτα και την τέλειωνε το 1821. Τόση φιλολογική, περί την λογοτεχνία, επάρκεια διέθετε! Την επομένη χρόνια ο Η/Υ με έθεσε εκποδών ως άσχετον περί τα λογοτεχνικά, αφού αυτό το διδασκαλείον το έχουν ολιγομονοπώλιον οι «φιλόλογοι».
5. Η «Παρέμβαση», το περιοδικό που εκδίδω με τις άπειρες οβιδιακές εκτυπωτικές μεταμορφώσεις, κλείνει 24 χρόνια συναπτά σε λίγο, δηλαδή μια γενιά. Εκεί μέσα έκλεισα κι εγώ τον πιο πολύτιμο, επί χάρτου «γραφικό» μου εαυτό. Χιλιάδες σελίδες, κείμενα, σχόλια, σχέσεις ανθρώπων, μίση φίλων κι αγάπες εχθρών, τα βίωσα, τα απόλαυσα κι ακόμα δε λέω να σταματήσω. Τι με κρατάει άραγε;
6. Το πρώτο μου βιβλίο κυκλοφόρησε το 1995 και έλεγε πως το λέγαν «Περιπλάνηση ένδον», ήγουν διηγήματα που περιφέρονταν στους χώρους μου, δηλαδή στα σοκάκια του χωριού, στους δρόμους της πόλεως και στους διαδρόμους της ψυχής. Τον Μάιο του αυτού χρόνου έγινε ο σκληρός σεισμός των 6,6 Ρίχτερ, με αποτέλεσμα να αλλάξει το οικιστικό και ψυχικό τοπίο των πόλεων, των χωριών και λίγο των ανθρώπων της Δ.Μ, ότι γνώσιν άγνωστον έγνωσαν. Το 2000 εκδόθηκε το ομόηχο των ρίχτερ βιβλίο, «Τα 6,6 της σκηνοπηγίας», κάτι σαν νουβέλα ή και μυθιστόρημα σε ρυθμό γραφής σεισμού, που ξεσπά αλλά και βαθμηδόν ξεθυμαίνει.
7. Στο ενδιάμεσο κι άλλα βιβλία προέκυψαν, όπως «Οι χάρτες των ονείρων μας», αφηγήσεις εν γένει. Ήδη ήμουν διευθυντής της Δ.Β.Κ. και του ΙΝΒΑ, καθώς και δικηγόρος κατά το 10% της δράσης και 0% της διάθεσης. Έτσι προέκυψαν εκατοντάδες λογύδρια σε κάπου χίλιες εκδηλώσεις πνευματικού λόγου, και μία ποδοσφαιρικού, που περιορίστηκαν σε 70 κι έγιναν βιβλίο με τίτλο «Προλογύδρια παντός καιρού», κατόπιν προτροπής και συνοδεία εισαγωγής του κ. Μίμη Σουλιώτη (ποιητού κ.λπ.) το 2003· ότι λέει, είπε κι έγραψε, έφεραν εκ νέου στην επιφάνεια την ξεχασμένη τέχνη των προλογυδρίων. Άλλα τετράκις τόσα προλογύδρια έμειναν, και καλά έκαναν, στο ράφι της προσωπικής μου ιστορίας.
8. Επιμελήθηκα, την έκδοση περί των 100 βιβλίων. Κάποιοι που το ακούν βιαστικά νομίζουν ότι είναι όλα δικά μου. Όμως τα εντελώς δικά μου είναι περίπου 15. Τα υπόλοιπα είναι άλλων συγγραφέων, κυρίως από τον τόπο μας· συνεργατών του περιοδικού αλλά κι όσων αναμόχλευαν τη Δημοτική Βιβλιοθήκη και μελετούσαν το αρχειακό της υλικό, όπως και φίλων του ΙΝΒΑ. Μέχρι και του κυρίου Χριστιανόπουλου εκδώσαμε ένα βιβλίο. Εν τω μεταξύ είχα ξεχάσει πως μπορώ κι εγώ να βγάλω βιβλία δικά μου εις υγείαν του θεσμού που διακονούσα. Αλλά δεν το διακόνευσα.
9. Το μόλις πρόσφατο βιβλίο μου είναι «Το χρώμα της νοσταλγίας», Ιούλιος του 2008. Προέκυψε γιατί είχα την προνομία σαν στρατιώτης να διαταχθώ να νοσταλγήσω(!), κομπάρσος ων μαζί με άλλους 8000 κατάγυμνους και κουρεμένους εν χρω συστρατιώτες, στην ταινία του Μιχ. Κακογιάννη «Ιφιγένεια εν Αυλίδι». Το γεγονός με ξάφνιασε τόσο (πως είναι δυνατόν να νοσταλγήσεις κατόπιν εντολής;) που, καθώς το θυμόμουν και το αναπαρήγαγα στη μνήμη μου, έβγαινε σαν μια σπαρταριστή εμπειρία από το καθημερινό παράλογο του στρατού, ταυτόχρονα με άλλες αφηγήσεις, θραύσματα ιστοριών, μνήμες άλλων προσώπων που ανακατεύονταν στο κοινό χαρμάνι με της πραγματικότητας τις ήδη νοσταλγίες. Στις ιστορίες μου η φαντασία γέμιζε το όποιο μικρό ή μεγάλο γεγονός, όπως στις οικοδομές το τσιμέντο καλύπτει τον φέροντα οργανισμό σιδήρου.
Το βιβλίο αυτό βρίσκεται τώρα και σε μια κωμικοτραγική επικαιρότητα, αφού ήρωας του πρώτου από τα 13 του διηγήματα, με τίτλο «Ληστρικά παραγγέλματα», είναι ο αξιότιμος ληστής και της Τράπεζας Σερβίων Κοζάνης, κύριος Β. Παλαιοκώστας, όστις για δεύτερη φορά δραπέτευσε από της επί γης φυλακής την απομόνωση κι από τους δρόμους τ’ ουρανού στο άγνωστο της επί γης και πάλι συνέχειάς του αλλά όχι και ανέχειας, αφού τον περιμένουν τα ενθυλακωθέντα 6 εκατ. της προηγούμενης απαγωγής, γενόμενος έτσι υπόδειγμα, αλλά και νοσταλγία, όλων των φυλακισμένων.
10. Με στυλό ή πένα μαύρης μελάνης γράφω πάντα πολυτονικά, κι αυτό εις πάσαν θέσιν, τόπον και χρόνον, και σε μικρά μαύρα σημειωματάρια τύπου μολέσκιν, παρακαλώ. Εκεί σημειώνω διευθύνσεις, τηλέφωνα, υποθέσεις, σκέψεις άλλων που έχουν διαρκές ενδιαφέρον, θραύσματα ταξιδιωτικών εμπειριών, όπως και τις ασκήσεις ποιητικής δημοσιογραφίας. Αυτό γίνεται συνήθως στην αποβάθρα του Σ.Σ. της πόλης (από κει που συνεχώς θέλω να φεύγω) αλλά και, όταν βρίσκομαι στη Θεσσαλονίκη, στο καφέ του Μουσείου φωτογραφίας στο γαλήνιο λιμάνι (από κει που θέλω να επιστρέφω πίσω), με τους γερανούς έναντι, καθώς περνούν οι μικρές πλοηγοί, ίσως και κάποιες περαστικές σκέψεις που γίνονται παράγραφοι κι ακόμα πιο ύστερα κείμενα επί παντός του πνευματικά ενοχλητικού.
Θέλω να φεύγω με τα τραίνα αλλά με καράβια να γυρνώ
όμως σε λεωφορεία και Ι.Χ. το ταξίδι του βίου μου περνώ
Το ειδικό μπλοκ γραφής μου προέκυψε ως μίμηση πράξεως σπουδαίας και τελείας, αφού κι ο Χέμινγουεϊ σε τέτοιο έγραφε, άρα κι εγώ, που διάβασα παιδιόθεν τα περισσότερα έργα του, γιατί να μη γίνω κάτι παρόμοιο δηλαδής και δηλονότι. (Όπως κι ο Π. Τσέλαν στην ποίηση.) Στον Η/Υ, Μάκιντος εννοείται, γράφω μονοτονικά κι εκεί μόνον μου έρχονται οι λέξεις καταλογάδην κι οι δι’ αυτών οι επιτυχείς εμπνεύσεις, στάγδην, ας πούμε.
11. Εν τω μεταξύ γράφω γιατί θέλω να γίνω διάσημος! Ακούγεται υπερφίαλο. Εκ της όποιας συν-γραφής μου όμως έγινα ό,τι έγινα, δηλαδή διακριτός στον τόπο μου, ότι κάλλιο πρώτος στο χωριό παρά έσχατος στην πόλη των γραμμάτων. Όταν ήμουν διευθύνων μόνον του περιοδικού, έγραψα, σπαρταριστής αφορμής δοθείσης, πως ο κ. Δήμαρχος της πόλεώς μας είναι κάπως γελοίος. Για εκδίκηση μου ζήτησε, ένα χρόνο μετά, ν’ αναλάβω τη διεύθυνση της Δημοτικής Βιβλιοθήκης και του νεότευκτου Ινστιτούτου Βιβλίου και Ανάγνωσης. 8 χρόνια κράτησαν αυτές οι κυματώδες, και στο τέλος κωματώδεις, καταστάσεις που όμως χαρακτήρισαν κατά πλάσμα πραγματικότητας την Κοζάνη ως πόλη του βιβλίου και την αναξιότητά μας ως διευθυντή του βιβλίου. Γιατί όχι; Έτσι υπήρξα για κάποια χρόνια συλλήβδην διευθυντής της Βιβλιοθήκης, διευθυντής του ΙΝΒΑ, διευθυντής της Παρέμβασης, διευθυντής του δικηγορικού μου γραφείου και, τέλος, διευθυντής του βιβλίου γενικώς. Όλα, πλην της δικηγορικής ιδιότητας, ήταν δοτά, εφήμερα κι ανακλητέα, όπως κι έγινε συν τω χρόνω. Όμως την υπόθεση της διασημότητός μου πήρε η κόρη μου στα χέρια της, φιλόλογος, αδιόριστη εννοείται, αφού χτυπιέται με άλλες 30 χιλ. τόσες παρόμοιες απελπισίες. Ως εκ τούτου μου άνοιξε φιλίες στο ΜySpace, το οποίο και συν-χειρίζεται αυτή σε μια μίμηση προσώπου και διαθέσεως, μια οιονεί οφθαλμαπάτη δηλαδή προς τους άγνωστους φίλους και φίλες της ηλεκτρονικής επικοινωνίας.
12. Για όλα όσα εξέθεσα, και όσα θα ακολουθήσουν κατά την περαιτέρω εξέταση, ο Σύλλογος Εκδοτών Βορείου Ελλάδος υπό την προεδρεία του κ. Μ. Μπαρμπουνάκη - που ομολογώ κι εδώ πως μαζί με τον Κώστα Πύρζα, μετά την αποφυλάκισή του (καθότι μέλος της Δημοκρατικής Άμυνας) δάσκαλου αγγλικής στο ΑΠΘ και μεταφραστή έργων κριτικής (όπως «Η ειρωνεία» του Πόουπ στις εκδόσεις Ερμής) αλλά και διευθυντή του βιβλιοπωλείου Κοτζιά επί της Τσιμισκή, ήταν τα δύο πρόσωπα που σημάδεψαν την βιβλιο-αναγνωστική μου μάνητα το καιρό της φοιτητικής μου μαθητείας- ο ανωτέρω πρόεδρος, λοιπόν, με εβράβευσε, άκουσον άκουσον, δια πλακέτας, ομού με άλλους δέκα, στην εντελώς άνω Θεσσαλονίκη σε μια χορευτική βραδιά. «Και σ’ ανώτερα πεδία και υψίπεδα», πιάνω την ματαιόδοξη πτυχή του εαυτού μου να μονολογεί.
13. Είμαι τύπος φίλερις. Με τα κείμενά μου, κοντά μια χιλιάδα - κυρίως στον τοπικό τύπο- βρίσκομαι συνεχώς επί ξυρού ακμής και στα όρια της νομιμότητας ή της ποινικής διώξεως κι αγωγής αποζημιώσεως για προσβολή των άλλων. Μέχρι τώρα τη γλίτωσα· ο τελευταίος με τον οποίο τσακώθηκα είναι ο παρ’ ολίγον συμπαρακαθήμενός μου, Κ. Ακρίβος (δικαιολογημένος απών της βραδιάς λόγω, είπε, ιώσεως), φίλος εντούτοις καλός, αλλά μεσολάβησαν στη σχέση μας άνθρωποι ουχί παραδεδεγμένης εντιμότητας. Αν φταίω, και δεν υφίσταται έρις μόνον με έναν, του ζητώ την σήμερον συγχώρεση, ότι πλησιάζει κι η σαρακοστή.
14. Επίσης κι από τον εκλεκτό καθηγητή κ. Χρ. Τσιολάκη, πολυδιαβασθέντα αλλά όχι και πάντα αφομοιωθέντα, ο οποίος ήρθε στην Κοζάνη με πρόσκληση των φιλολογικών μειρακίων της πόλεως, να μιλήσει για ένα βιβλίο μιας συγγραφέως εκ Κατερίνης, κι ενώ στην αίθουσα ήμασταν καμιά δεκαριά νοματαίοι και τον περιμέναμε μιάμιση ώρα, όταν αφίχθη έπεσαν πάνω του οι αμαθέστατες κουρούνες του δημοσιογραφισμού και βάρεσε κι άλλο πίσω το πράγμα. Εγώ έφυγα ελαφρώς ταπεινωμένος κι οργισμένος από την αίθουσα, όπου έμειναν οι άλλοι 9. Αναδρομικά του ζητώ συγχώρεση και τώρα σε χρόνο ενεστώτα τον ευχαριστώ θερμά για την πρόσκληση να απολογηθώ για τον χρόνο, τον τρόπο και τον κόσμο της όποιας τελικά γραφής μου. Τον φιλόλογο κ. Σπύρο Ρίζου που με εισηγήθηκε και τον κ. Γ. Τζαννή, που γνώρισα σε δύο αλησμόνητα ταξίδια μας στη Σόφια, καραβάνι απονομής του βραβείου Αίμου, απ’ όπου προέκυψε κι ένα διήγημα της «Νοσταλγίας μου» με τον τίτλο «Λεωφορείον το πάθος». Τον ευχαριστώ για το ταξίδι τότε αλλά και για το σημερινό στο οποίο με κάλεσαν σαν Σύλλογος των Αποφοίτων της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, σ’ αυτό το ωραίο, μα τι γλυκό υπόγειο, της οδού Μπρούφα 12 στη Θεσσαλονίκη, κοντά στους δρόμους της πρωτοετούς φοιτητικής μου νεότητας (Σπάρτης 37-39) που ξαναπερπάτησα, ταξίδι της μνήμης τώρα, μετά από τόσα χρόνια.
- Αλλά αυτό το ταξίδι δεν τελειώνει ποτέ.

Οι ανωτέρω φωτογραφίες είναι του εξαιρετικού, οιονεί φωτογράφου, Γιάννη Βανίδη

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2009

Με ράμφος Ράμφο ράμφιζε...



Ιδού πρώην διευθυντής βιβλίων επικαιρικώ τω λόγω ενδεδυμένος

με ράμφος μελετά άκοπο σελίδων βιβλίο του Σ. Ράμφου εταστικά

του χτες, του σήμερα, του αύριο ο πλέον τελικά ενδεδειγμένος

να ατενίζει του χρόνου το ανεπίστροφον με μάτια νηστικά...

( και κάπως νηπτικά)

Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2009

O "Οροφος μείον ένα" της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου στο ισόγειο του Σντρστκ. Βιβλιοπωλείου Κοζάνης




“Η ψυχή μου θ’ ανυψωθεί
πάνω από τη σκιά αυτής
που κείτεται αιωρούμενη στο πάτωμα”
Ε.Α. Πόε


Τι γίνεται με τα ποιήματα, τις ποιητικές συλλογές σήμερα γενικά και ειδικότερα τις μικρές, ολιγοσέλιδες, αισθητικά γλυκιές σαν τα αποκριάτικα πετεινάρια ανεξάρτητα τι θα βρεις μέσα τους, μόλις τα γλείψεις και τα ξαναγλείψεις μέχρι το ξύλο τους; Διότι αφού τις διαβάσεις, εκ του λόγου ότι μάλλον ποτέ στην ποίηση το γλυκερό και το εύχαρες δεν επιχωριάζουν, μπαίνεις σε μια φάση στην οποία όλα τα στερητικά της πνευματικής αμηχανίας σου εμφανίζονται επιτακτικά: αδιέξοδη, αδιανόητη, απερινόητη, ακατανόητη, ατελέσφορη, αμαρτύρητη. Ολες οι παραπάνω εμφανίσεις αφορούν φυσικά την ποίηση για την οποία υπάρχει λόγος να γίνεται λόγος.
Σ’ αυτήν την κατηγορία δηλαδή που ανήκει η ποίηση της κυρίας Ευτυχίας –Αλεξάνδρας Λουκίδου. Δεν ξέρω όμως πως να τεκμηριώσω αυτή μου τη διαπίστωση, έτσι ώστε η ελάχιστη διεξαγωγή μου, να μην είναι κάτι σαν μια εξ υποχρεώσεως φιλοφρόνηση προς μια φιλοξενουμένη στην πόλη που ετοιμάζεται και από αύριο θα αφεθεί σε μια δωδεκαήμερη τοπικά, οικονομικά λυσιτελή αλλά ποσώς και λυσιμελή, γενικευμένη, εορταστική μαρτυρία λόγου και πράξης. Κινούμενος περισσότερο στην περιφέρεια του ποιητικού της όντος, θα προσπαθήσω κι ο,τι ήθελε προκύψει. Γιατί δεν το κρύβω πως μέρες τώρα τριγυρίζω με την ποιητική της συλλογή στη σκέψη και στη τσέπη της οιονεί χλαίνης μου, προσπαθώντας να βρω μια χαραμάδα να χωθώ στον ερμητικό της κόσμο, όπως τουλάχιστον καταχωρείτε στην λιγνή σε όγκο ποιητική συλλογή της «Οροφος μείον ένα» που κυκλοφορεί στις εκδόσεις Καστανιώτη. Μόνο το άδειο του θανάτου μου ανοίγεται και το φωτεινό ποιητικά χάος. Οταν μου ζητήθηκε από τον φίλτατο Αλέξη Ζήρα να κάνω αυτήν τη παρουσίαση, όπως κι όσο μπορώ, την ποιήτρια δεν τη γνώριζα, μετά διαπίστωσα ότι είχα διαβάσει στο παρελθόν και σε περιοδικά, ποιήματά της. Η πρόταση με βρήκε σχεδόν έτοιμο, ότι είχα κορεστεί και κουραστεί να ακούω για μένα, καθώς φίλοι καλοί κι αγαπημένοι μου παρουσίαζαν το βιβλίο μου εδώ και στις γύρω πόλεις –κι εγώ ακκιζόμενος ...- έχει κι ο ναρκισσισμός τα όρια του- κι ήθελα να επιστρέψω σύντομα σ’αυτό που εδώ και χρόνια επιδίδομαι, να μετέχω δηλαδή ή και να ετοιμάζω ό,τι ωραίο έχει σχέση με την ποίηση και τη μουσική. Θυμήθηκα τον αλησμόνητο Αύγουστο που μας πέρασε (2008) στο περιστύλιο του Ξενία με την ποίηση της Ι. Μπάχμαν, το πιάνο του Δ. Δημόπουλου, την απαγγελία του Στάθη Νατσιού, κι όλους όσους μετείχαν εκείνης της νυχτωδίας στο εξαίσιο. Λίγο πριν αρχίσει η οχλοβοή της αποκριάς εδώ μια συνύπαρξη μικρή που δεν ενσωματώνεται απαραίτητα στο τρέχον σύστημα του διασκεδαστικού πολιτισμού που μας επιβάλλουν κατά ναυτιώδη τρόπο, θέλω να πιστεύω ότι αποτελούμε, όσοι απόψε μετέχουμε αυτής της κοινωνίας την όντως δύσκολα προσεγγίσιμη νήσο της αναπαλλοτρίωτης από κάθε αγοραία απόπειρα, συμπύκνωσης της υψηλής αισθητικής και της διαρκούς ωραιότητας. Εταίρος του πράγματός μας απόψε το Ωδείο του Δημήτρη Δημόπουλου με την Ελένη Τσαουσάκη δασκάλα στην άρπα. Ακου, άρπα!
Αλλά ας αρχίσω από τα εύκολα.
Η Ευτυχία - Αλεξάνδρα Λουκίδου γεννήθηκε στο Μόναχο το 1965. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης όπου ζει και εργάζεται ως φιλόλογος. Έχει γράψει μελέτες και συνεργάζεται με τα λογοτεχνικά περιοδικά "Νέα Εστία", "Νέα Πορεία", "Ακτή", "Εντευκτήριο", "Λέξη", "Οδός Πανός", "Ευθύνη" και "Έρευνα". Έχει εκδώσει τέσσερις + μία ποιητικές συλλογές: Λυπημένες μαργαρίτες, Το τρίπτυχο του φέγγους, Εν τη ρύμη του Νόστου, Να ανθίζουμε ως το τίποτα. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Μέχρι και βραβεία πήρε η κυρία ποιήτρια για να συμπληρώσει έτσι τη διαρκώς αναζητούμενη, επίγεια, εις μάτην, ευτυχία της. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά και τα γερμανικά. Επομένως είναι μια δόκιμη ποιήτρια με τα όλα της κι ακόμα πιο δόκιμη κριτικός λογοτεχνίας και άλλων πραγμάτων.
Στο επάγγελμά της, θέλει να νιώθει και το γράφει άλλωστε, πως είναι στη φιλολογική της ειδικότητα κάπως πιο ειδική στις εκθέσεις δηλονότι εκθεσιολόγος. Ορος επίκτητος κατακτημένος στην πράξη κι όχι εκ πανεπιστημιακής αναγνωρίσεως. Σε πρώτη εντύπωση μου ακούγεται σαν απόηχος διαφήμισης. Δεν ξέρω τι να σημαίνει επακριβώς αλλά μάλλον θα μαθαίνει στα υποψήφια, ηλικιακά δυστυχή εκ της εξεταστικής τους συγκυρίας, μαθητικά όντα, πως να γράφουν καλές εκθέσεις και έτσι να εισάγονται στα πανεπιστήμια κι από εκεί κατευθείαν στην επιστημονική ανεργία ή την εργασιακή ευτέλεια, αφού υποστούν την βία του ΑΣΕΠ, που μαραίνει κάθε νεανικό ανθό δημιουργίας. Αλλά σ’ αυτό δεν φταίει αυτή όπως και κάθε αρωγός των μαθητόπαιδων. Απεναντίας νομίζω πως το να μαθαίνει στους άλλους ένα τρόπο να σκέφτονται και να μπορούν να διατυπώνουν τις σκέψεις τους αυτό είναι μια λίαν σημαντική προσφορά γενικότερα. Μακάρι να διατηρήσουν κάτι απ’ αυτές τις γνώσεις.
Για να ξεκαθαρίζουμε τα πράγματα όμως και επί της πρακτικής στην παρουσίαση βιβλίων ποίησης έχω να πω τούτο.
Δεν μπορεί, όταν γίνεται παρουσίαση βιβλίων ποίησης μετά να αισθανόμαστε ότι προσεγγίσαμε κιόλας τον ποιητή. Το όποιο του πλησίασμα σίγουρα αφορά τα σταθερά γνωρίσματα κάθε ποιητικού λόγου του δημιουργού που προφανώς διακρίνεται έστω και με κάποια προσπάθεια· τις ιδιαιτερότητες, τις τεχνικές, αλλά πρωτίστως τις απελπισίες με τις οποίες δοκιμάζεται και κατ’ επέκταση δοκιμάζεσαι κι εσύ, ως τρίτος αλλά και άμεσα οικείος του πράγματος, όταν τα διαβάζεις. Μέχρι εκεί δηλαδή που σου επιτρέπεται εκ της νοητικής συνθήκης να εισέρχεσαι ακροποδητί. Στην ποίηση κρύβουμε αντί να φανερώνουμε, συμπυκνώνουμε αντί να αφηνόμαστε, τραυλίζουμε αντί να αγορεύουμε. Αρα, ευκαιριακοί διερμηνευτές του ποιητικού τρόπου, κυνηγάμε μια χίμαιρα, ωραία δεν λέω, και το κυνήγι στο άπιαστό της πέρα δώθε, είναι μια θητεία στο ανήκουστο και βολές ρίχνουμε στον αδιαπέραστό της τελικά πυρήνα. Μόνον την πέτσα της ποιητικής ιδιοσυγκρασίας λόγου σπάζουμε.
Κυρία Ευτυχία, όπως καλώς γνωρίζεις, κι αγαπητοί φίλοι της ποίησης, δεν υπάρχει ευτυχισμένος ποιητικός τρόπος, δεν θα ήταν άλλωστε τέτοιος αφού ο εν λόγω λόγος από σάρκες μνήμης αποτελείται, από τρίμματα απελπισίας συντίθεται, με κομμάτια θλίψης τρέφεται, συντηρείται δε στην άλμη του αμνιακού σάκου μιας οιονεί κυοφορίας και με την αβάσταγη νοσταλγία αναπαράγεται.
«Ενώ λοιπόν η ευτυχία είναι σωτήρια για το σώμα, μόνον η θλίψη αναπτύσσει τις νοητικές δυνάμεις» γράφει ο Προυστ, που γνώριζε πολύ καλά το άπιαστο της ευτυχίας, το αδιάτρητο κέλυφος της μοναξιάς, του μοναχικού και του μοναδικού, αλλά και πως δημιουργείται το μεγάλο έργο· το μεγάλο έργο του, αλλά αυτό το γνωρίζουν, όσοι κι όποιοι τέλος πάντων.
Περιφέρομαι γύρω γύρω από το θέμα ενώ θέλω να πω με μια κουβέντα πως η παρούσα ποίηση της Ε.Λ., όπως διαποτίζεται στο βιβλίο και όπως διαποντίζεται στον αναγνώστη της συλλογής: ‘Οροφος μείον ένα’ είναι μια θλιμμένη κάπως, υπόθεση ποιητικής εργασίας, αφού το κεντρικό της αναζητούμενο είναι η απώλεια, το αναπόφευκτο, το ύστερο βλέμμα, το τελικό μας τέλος· και λίγο πριν απ’ αυτά, η απελπισμένη προσπάθεια του πεπερασμένου όντος να εναντιωθεί, να σωθεί όπως όπως πρόσκαιρα, για να χαθεί φυσικά οριστικά. Κάπου διάβασα πως: «η Ε-Α.Λ. διαθέτοντας σταθερή ενότητα ύφους, κινείται γύρω από έναν αφηγηματικό πυρήνα, όπου το ποιητικό ‘εγώ’ παρατηρεί τον απελπισμένο αγώνα της υλικότητας του όντος να εναντιωθεί στο αμετάκλητο». Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στον απόντα πατέρα της, άρα η απώλεια έχει πρόσωπο κι αυτό την κάνει πιο δραματική αλλά και πιο ανθρώπινη.
Μια ακόμα δήλωση.
Εχω την εντύπωση πως αντί να διαφωτίζω την ποίηση της Ε-Α.Λ. συσκοτίζω αυτήν και χάνομαι στο αδιαπέραστο μυστήριό της· αυτό το μυστήριό της όμως είναι η γοητεία του υψηλού λόγου που μας ξεσηκώνει από τα κλινοσκεπάσματα του εφησυχασμού, μας ξεβολεύει από το απλοϊκό, μας συμμαζεύει δε πνευματικά. Δεν είναι για τις εύκολες αναγνωστικές στιγμές η ποίηση της Ε-Α.Λ.
Συνεχίζω.
Oταν βρεθείς σε ασανσέρ κυρίως πολυορόφων κτιρίων ένθα στεγάζονται «εμπορικά γραφεία κι εταιρείες» ή υπηρεσίες δημοσίων συμφερόντων, εάν πατήσεις την ένδειξη μείον ένα, ο όροφος που οδηγείσαι είναι συνήθως το υπόγειο όπου σταθμεύουν οχήματα. Σε τέτοιους ορόφους όμως συναντώνται και οι οδυνηροί τόποι των νοσοκομείων εκεί που σ’ εξετάζουν, σε επεμβαίνουν κι αποτελεί φορές και το τελικό ορμητήριο προς το πουθενά της ανυπαρξίας. (Μόνο στην τοπική μας Οικονομική εφορία το μείον ένα σε βγάζει σε μια ισόπεδη του δρόμου επιφάνεια όμορη με βενζινάδικο δυνάμει λίαν φλογο-εύφλεκτον). Τότε φυσικά κάτι ασυναίσθητα σε σφίγγει. Στη ζωή ανεβαίνουμε στο χρόνο ακόμη και όταν είμαστε πεσμένοι πρηνείς είτε ακούγοντας τη βουή των ανθρώπων είτε τη χλαλοή των πραγμάτων. Οταν πετάξουμε με ή χωρίς φτερούγες προς τον άλλο ουρανό, είτε στον ουρανό του άλλου, το ασύλητο από τη φθορά αίσθημα, μας δίδεται ως ακριβή ανταμοιβή ζωής και είναι αυτό μια ελπίδα ελευθερίας για διαφυγές διαρκείας και ευτυχίες προσωρινές. Αλλά προς τα κάτω είναι η γη που μας περιμένει έτσι κι αλλιώς για μια οριστική κι ανεπίστροφη βόλτα. Νομοτελειακά μας την έχει στημένη ο μείον ένα όροφος, ο χώρος δηλαδή ακριβώς κάτω από την ελάχιστη γη που ορίζει ο ίσκιος μας, ο οποίος και μας ανήκει δικαιωματικά. Η ποιητική ενατένιση αυτού χωρίς τη δραματική αναφορά και εκζήτηση αλλά με τη μετρημένη θλίψη, όπως μας τον διαγράφει η ποιήτρια, συνιστά εν τούτοις μια αντικαταθλιπτική παραμύθια έστω και τελεολογικά μάταιη.
Εάν ξεφυλλίσεις περισσότερες από μια φορές την ποιητική συλλογή της κ. Ευτυχίας, κάτι εμφανώς θα αρχίζει να σε αγχώνει, καθώς προσπαθείς να μπεις στην ατμόσφαιρα μιας αφόρητα υπαρξιακής πύκνωσης με το αμετάκλητο, το αναπότρεπτο να περιφέρεται με όλη του την θολά υποδηλούμενη ορατότητα και να χαράζει αυλακιές στην κάθε σελίδα του βιβλίου.
Απόρροια προσωπικών γενεσιουργών βιωμάτων, τα ποιήματά της διακρίνονται παρόλα αυτά για την ευγενική αντιμετώπιση των συλλογικών διαθέσεων που εμφανίζονται σε παρόμοιες περιστάσεις, χωρίς και να σηκώνει βέβαια σημαία, πως θα γινόταν άλλωστε, πρωτοπορίας, μιας πρωτοπορίας για την κατάκτηση της ελεγχόμενης απελπισίας.
Τίποτε το ορατά αισιόδοξο δεν διαπερνά τα ολοσέλιδα ή το πολύ της μιάμισης σελίδας, ποιήματα. Δεν αφήνεται σε πολυλογία και στη λύτρωση που φέρνουν οι λέξεις. Χωρίς και να επιγραμματοποιεί τον τρόπο της, ακριβοδίκαια, ελεγχόμενα, μετρημένα στήνει το σκηνικό κάθε ποιήματος, μας το εκθέτει, για να καταλήξει επί το πλείστον σ’ ένα οιονεί συμπέρασμα του. Πολλά απ’ αυτά θα μπορούν να υπάρχουν μόνα τους σαν αξιώματα τρυφερότητας κι απελπισίας συνάμα. Λ.χ.
Συνήθως έτσι γίνεται
και τελικά υπερισχύει η βροχή
που φτάνει πάντα τελευταία
και σαν Ημέρα Κρίσεως
μεμιάς όλα τα εγκλήματα αθωώνει
***
Ξέρω πολλούς με ρουφηγμένα πρόσωπα
που δεν γυρεύουν να σωθούν
μόνο να νικηθούν από την ομορφιά
να διαψεύσουν
και ό,τι παρασταίνεται εν μέσω εορτασμών
να δούνε να σωριάζεται
απ’ τη βεγγαλική κραυγή

φοβάμαι.
.........

-Κι εγώ κι εμείς φοβόμαστε...κυρία ποιήτρια, πολλαπλώς, ποικιλοτρόπως ρητά κι άρρητα. Ο πυρήνας της συλλογής είναι μια ατμόσφαιρα που κινείται σαν την περιρρέουσα νεφέλη κατάφορτη βροχής· επιδιώκει να σε χυμήξει για να σε βάλει εκόντα άκοντα, στα αιώνια ζητήματα της ανθρώπινης αδυναμίας, της ανθρώπινης φθαρτής ύλης προπάντων, η οποία είναι γεμάτη οδυνηρές διαγνώσεις κι απογνώσεις. Στον καμβά των οποίων κεντά με περίτεχνο, ελλειπτικό και καλαίσθητο τρόπο η ποιήτρια τον ποιητικό της κόσμο, το είναι της και μας τον καταθέτει για μια πρώτη αξιολόγηση αλλά και για μια διαρκή επανάληψη.
Η τοπιογραφία της συλλογής είναι η λιτότερη που θα μπορούσε να υπάρξει. Χώροι κλειστοί περισσότερο της κοντινής μνήμης, της ατελέσφορης αναπόλησης, της αγωνίας για το τέλος, της οριστικής διάψευσης, του αδύνατου. Μια περιχαρακωμένη ψυχική τοποθεσία την οποία όταν επισκέπτεσαι κι όταν φεύγεις σε συντροφεύουν τα ίδια συναισθήματα φθοράς αλλά κι αξιοπρέπειας.
Τελικά μπρος πίσω πηγαίνοντας στις σελίδες θέλεις σε κάθε στίχο και ποίημα τον εαυτό σου να χώσεις κάπου μήπως και βιώσεις, ως τρίτος βέβαια, το απόσταγμα της εμπειρίας της που έρχεται από τη σύνθλιψη της σκέψης και της πραγματικότητας.
Ποιός είπε πως μελαγχόλησα
Υποδειγματικά εξέτισα
όποιο κενό που αναλογεί
*
Μ’ άρπαζαν απειλητικά απ’ το λαιμό
όλα εκείνα που φοβόμουν
*
Στο μεταξύ η πράσινη πόρτα
δεν οδηγεί στο μάθημα της Ωδικής
αλλά σ’ ένα τραπέζι χειρουργείου
όπου βαθύτερα απ’ το απρόβλεπτο
η νοσταλγία τεμαχίζει
*
Μια μάσκα ράβει έκτοτε
με αποκόμματα από εφημερίδες
φωτογραφίες μεταπολεμικές
και τα τραγούδια του Αριελ
*
όμως σιδηρουργεί η ζωή
και βάρος αμετάθετο η τελευταία λέξη
*
Τελειώνουμε
Υγρή, άθελκτη σιωπή
μ’ εγκαθιστά στους βάλτους της

Να νιώσεις και κάτι το δικό σου από τον άλλο που καθώς βρίσκεται σε μια διέγερση αισθημάτων, κατέληξε σε μια έντεχνη έκφραση τους που η στιλπνότητα του λόγου ακόμα και στην υπαινικτική της ακρότητα σε υποχρεώνει να σταθείς πάνω στο πρόσωπο του ποιητή, εδώ της ποιήτριας, να δεις τις διακυμάνσεις της γραφής της, σαν να ‘ναι οι συσπάσεις της ψυχής της. Γίνεσαι ο καθρέφτης όπου μέσα του το είδωλο του δημιουργού και το είδωλο του αναγνώστη συμφύρονται. Τώρα ίσως μπορείς και να πεις τι θέλησε να μας καταθέσει και ό,τι της καίει επί του προσωπικού, αυτή η άρρωστη για το ωραίο, ψυχή του ποιητή -της ποιήτριας Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου θέλω να πω.

Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2009

Εκηρύχθη η αποκριά Κοζάνης και περιχώρων


Με την έναρξη της αποκριάς οι απλοί άνθρωποι από τις γειτονιές τίμησαν τους πρωτεργάτες της κοζανίτικης αποκριάς και των φανών παραθέτοντάς τους δείπνο με γλέντι. Στις φωτογραφίες οι πρωτεργάτες τρώγουν καθότι μόνιμα νηστικοί και ύστερα χορεύουν καθότι διαρκώς διασκεδαστικοί. Τελικά όλο οι ίδιοι τρώνε κι όλο οι ίδιοι ύστερα το διασκεδάζουν, διότι έχουν ακόμα πολλά να δώσουν όπως και να πάρουν, σε γνώση εννοείται

Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2009

18 συνέδριο το ΚΚΕ, αλλά 180στή η αποκριά της Κοζάνης


Με κεντρικό σύνθημα Αντεπίθεση αρχίζει το 18 συνέδριο του ΚΚΕ.
Ομοίως αρχίζει και η 180στη και βάλε αποκριά της Κοζάνης με κεντρικό σύνθημα το φοβερόν Μπάκα-Μάκα Πάκα-Πάκα ήγουν νεοελληνιστί Μπαμπάκα (δηλ. πατέρα) η μαμά κάνει κεφτέδες. Ασύλληπτον! Το σύνθημα και τα δυσνοούμενά του θα συζητηθεί στο συνέδριον ως αντιεισήγηση από τους συντρόφους της Κοζάνης

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2009

Ο Κώστας Ρεσβάνης στα "Νέα" της σήμερον

ΚΟΖΑΝΗ. Χαίρομαι κάθε φορά που ο Β. Π. Καραγιάννης έχει την ευγένεια να μου στείλει από την Κοζάνη την «Παρέμβασή» του. Σχόλια που δεν μασάνε τα λόγια τους, κείμενα μαχητικά, επιλεγμένες κατά κανόνα συνεργασίες.
Ο Καραγιάννης είναι και δόκιμος συγγραφέας. Πρόσφατα τύπωσε συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Το χρώμα της νοσταλγίας». Κι εδώ θαύμασα ένα σπάνιο για πολλούς στοιχείο: τον αυτοσαρκασμό. Το περιοδικό του έχει «κάτι σαν αφιέρωμα» στον ίδιο και το συγγραφικό του έργο. Βγάζει, λοιπόν, από την ταυτότητα της «Παρέμβασης» το όνομά του και τοποθετεί της κυρίας Δ. Β. Καραγιάννη, σημειώνοντας: «... Κανείς δεν μπορεί να πει ότι αυτοευλογούμεθα ατιμωρητί. Νάτην λοιπόν η φενάκη που χρειαζόμουν να ξεπεράσω τους ενδοιασμούς». Ο Καραγιάννης ασφαλώς γνωρίζει και από ποίηση, έχει φιλοξενήσει αρκετά αξιοπρόσεκτα ποιήματα, σχολιάζει επικριτικά και ποιήτρια που πήρε κάποιο βραβείο. Το νέο τεύχος του περιοδικού του ωστόσο αρχίζει με τέσσερα ποιήματα της κυρίας Αλεξάνδρας Μπακονίκα. Στ΄ αλήθεια θα ονόμαζε ποίηση τούτες εδώ τις ολιγόστιχες- κακές- εκθέσεις ιδεών; Για να εκτεθώ κι εγώ από μία ενδεχόμενη λαθεμένη κρίση, αναδημοσιεύω ένα από τα τέσσερα με τον τίτλο «Φετίχ»: «Άδειος από συναίσθημα ήσουν στον έρωτα,/ βίαιος και απότομος./ Κρυφοκαμάρωνες για τον εαυτό σου/ και διασκέδαζες να είμαι ένα τίποτα/ στα χέρια σου να με ταπεινώνεις./ Βιάστηκα να ντυθώ και να φύγω./ Με μια αστραπιαία κίνηση, / και σαν τον κλέφτη, γιατί αντιστάθηκα,/ μου άρπαξες ένα εσώρουχο/ να το έχεις φετίχ από μένα, / όπως μου είπες».
Κι εμείς τι φταίμε;

Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2009

Βραδιά ποιήσεως κυρίως και μουσικής δευτερευόντως

Ξέρω πολλούς με ρουφηγμένα πρόσωπα
που δε γυρεύουν να σωθούν
μόνο να νικηθούν από την ομορφιά
να διαψευστούν
και ό,τι παρασταίνεται εν μέσω εορτασμών
να δούνε να σωριάζεται
απ' τη βεγγαλική κραυγή

φοβάμαι.
ΕΥΤΥΧΙΑ -ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ

Τα παραπάνω θα διεξαχθούν λίγο πριν αρχίσει η αποκριάτικη οχλοβοή στην πόλη και δεν θα 'ναι μορφή αντιστάσεως ή αντίδρασης σ' αυτήν, αλλά απλά για να 'χουμε λίγα από κείνα τ' αντισώματα ωραιότητας, ν' αντέξουμε όπως όπως, την κακογουστιά που θα επιπέσει επί δικαίων και αδίκων.

Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2009

Στον τρόπο του Ν.Καββαδία



Οι γερανοί του λιμανιού έχουνε τα χέρια αναπεπταμένα
σαν τα φτερά των μαραμπού που κρέμονται σπασμένα
***
Στο καφέ του λιμανιού γράφω ποιήματα δίχως λέξεις
για να ‘χεις μεταξύ σιωπής και απουσίας να διαλέξεις
***
Τα δίστιχα που γράφουνε στις λάμες μαχαιριού
είναι η ποίηση της μοίρας στην απαλάμη του χεριού

Αγονη ζωή τους πέταξες στην άκρη του νομού...


Τα θεατρικά μαλλιά κουβάρια καθώς περιδιαπεριλέκονται στην άγονη γραμμή των γεωργών και κτηνοτρόφων του άνω κάτω και παρακάτω βοϊου (κρέατος)

Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2009

Εμπρός της γης οι πεινασμένοι...


Το βρήκαν έρημο το χωριό Καστανιά άνωθεν των Σερβίων και του όρμησαν οι εντελώς αυτοδιοικητικοί και των δύο βαθμών περι-παράγοντες κι επίσημοι. Ποιοι άλλοι δηλαδή, αυτοί κι οι τοπικοί δημοσιογράφοι είναι τόσο πεινασμένοι που δεν αφήνουν τίποτε μπροστά (στα πιάτα τους) αρκεί να πληρώνουν, για το λεγόμενο στο κοζανιστάν "ντερλίκι " τους, άλλοι. (Διακρίνω μήπως μια κάποια ταξική εχθρότητα;). Παντού και πάντοτε τρέχουν σχεδόν αλλαλάζοντας κάθε που κάθε ταλαίπωρος, συνήθως πολιτευτής ή πολιτεύτρια ή κακόμοιρος λαογραφικός σύλλογος, τους προσκαλέσει δια τα περαιτέρω. Κάποιοι, όμως, σαν τον "Λάππα" του δημοτικού τραγουδιού πάνε ακάλεστοι. Ολοι τους όμως τρώνε κανονικά και με τον τρόπο του ευγενούς πεινάλα, και ύστερα φεύγουν αέρινοι και χορτάτοι περιμένοντας να τους καλέσουν τα επόμενα θύματα, μήπως και βλήματα;

Οι "εθελοντές της κακουχίας"*

Δι' επισήμου ανακοινώσεως ο Δήμος Κζνς καλεί εθελοντές για τις μέρες της εθνικής, κοζανίτικης αποκριάς, όπως καλή ώρα καλούσαν στους Ολυμπιακούς του 2004, εθελοντές αλλά με τ' αζημίωτα μόρια διορισμού. Εδώ μόνον μωροί θα δεχόταν αμόριοι να εθελο-ντυθούν. Ως εκ τούτου τα 'ζωσαν οι ίδιοι οι κύριοι συντελεστές του πράγματος. Ο Δήμαρχος πρώτος ως εκφραστής της διαχρονικής αξίας των καρναβαλιών από τότε που ο τούρκος Βαλής του Μοναστηρίου έδωσε την άδεια στους προσπέσαντες σ' αυτόν ικέτες, προγόνους του νυν Δημάρχου ως : «Μπιτούν Κοζαναράλ εξ μασκαρά ολσούν», δηλαδή «αφού το θέλουν ας γίνουν όλοι οι Κοζανίτες μασκαράδες!" Στη συνέχεια οι θρυλικοί Κασμιρτζήδις (το θέατρο που θα ανεβάσουν έχει τίτλο "Λάκης ου τετραπέρατους" κι όλοι ήδη κατάλαβαν ποιόν τοπικό πολιτικό εννοούν. Στη φωτογραφία λίγο πριν την έναρξη της κακουχίας τους.

*Προκόπη Πανταζή Εθελοντές της κακουχίας

Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2009

Εγκώμιον σκιάς

Τώρα που επέστρεψε ξανά στο ξερό αυλάκι το νερό
και οι σκιές μας μεγαλώνουν στο γύρισμα της μέρας
καθώς από το δαντικό μιστράτι της ζωής αποχωρώ
Ισκιοι της μνήμης μη αφήνεστε στη λύπη της εσπέρας

Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2009

Εικονοάριστοι κι εικονοάχρηστοι


Ακούς εκεί δεν ντρέπονται οι παλιοζητιάνοι και οι λωποδύτες γενικώς, μέλη εκλεκτά της ευαγούς κοινωνίας μας, να χρησιμοποιούν το όνομα της αγίας μητροπόλεώς μας και τα σύμβολα της χριστιανοσύνης, εικόνες της Παναγίας και λαοφιλών αγίων , και μ’ αυτά υπό μάλης να χτυπούν τις πόρτες των νοικοκυραίων χριστιανών και μη, ζητώντας έλεος κ.α. για να επιβιώσουν. Η χρήση των παραπάνω συμβόλων και ο τρόπος του ευαγγελικού άλλωστε « κρούετε και ανοιγήσετε» ανήκει στα θεσμικά όργανα της χριστιανικής θεοκρατείας και μόνον αυτοί δικαιούνται να βγαίνουν στη επαιτητική γύρα, μάλιστα χρησιμοποιώντας μαθητές κι άλλα αθώα παιδία (άφετε τα παιδία ελθείν προς εμέ).
Ολοι οι λοιποί είναι απατεώνες κατ’ επάγγελμα (φυσικά και θα πάνε στην Κόλαση, αλλά αυτό θα γίνει μετά θάνατον, εννοείται) και πρέπει να ειδοποιείται η ελληνική αστυνομία να τους συλλαμβάνει επ’ αυτοφώρω, όπως καλή ώρα έκανε και συνέλαβε τις εκδιδόμενες που έτριβον το μόριον του αστυνόμου μέχρις ερωτικής τελειώσεώς του (είμαι η Πετρούλα και μόλις τέλειωσα που λέει κι ο καθημερινός καιρός) και μάλιστα το ανακοίνωσε κορδακιζόμενη για το επίτευγμά της. Η δε τοπική μας αστυνομία που έχει βαρεθεί να πιάνει εμπόρους χασίς (κατά τον υπολογισμό του αείμνηστου Μποστ 100 χρήστες επί 0,90 έκαστος = 90 γραμμάρια συνυπολογιζομένων και των υπολειμμάτων τσιγαρλικίων που βρίσκουν στα τασάκια, όπως ανακοινώθηκε, θα χρειαστούν συλλήψεις 1000 ατόμων για ένα κιλό χασίς), ας κάνει κάτι σοβαρότερο επιτέλους. Αφήνουν τον αξιότιμο κύριο Αρίστο, τον κάθε Αρίστο δηλαδή, ν’ αντιποιείται το έργο της εκκλησίας κι αλληλούια!

Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2009

Συγκλονιστική επιτυχία της ΕΛΑΣ


Ούτω πως περιγράφει η ΕΛΑΣ σε δελτίο τύπου της, την σύλληψη «εκδιδομένης» χορεύτριας από όργανο σε μυστική αποστολή.

Από το antinews.gr

Τετράστιχον με ράγες καφέ

Οι ράγες σε χρώμα καφέ, τα σύννεφα έρχονται από ανατολάς
το κόκκινο να συνοδεύει τα χρώματα μιας άλλης νοσταλγίας.
-Τώρα που έμαθες τον τρόπο, όλα όσα υπήρξαμε τα ξεπουλάς
στη λαϊκή που εμπορεύονται ακόμα και τα μάτια της Παναγίας

Κατάλοιπα της εορτής των γραμμάτων και των εγγραμμάτων της


Α.

Στην άλφα θέση δείχνουν να υπνώτουν άλλως να συλλογίζονται βαθέως οι δύο τ(ρ)αγοί των πνευμάτων και πάσης σαρκός, δηλονότι ο δεσπότης πασών των ιερέων, υπέρτιμος και έξαρχος (όχι από το χωριό Εξαρχος, όπισθεν του όρους Βούρινου, όπως τον κοιτάμε) Δυτικής Μακεδονίας, και ο Πρόεδρος του πανεπιστημίου Δυτικομακεδόνων. Μπορεί όμως να προσεύχονται την νοεράν προσευχή τους δια της μεθόδου της ομφαλοσκοπήσεως. Κύριος οίδε!

Β.

Στην βήτα θέση τρεις φωστήρες και μια φωστήρα των δημοτικών γραμμάτων με τον πρόεδρος του Α.ΤΕΙ Δυτ. Μακδ. κοιτούν το φακό σε θέση σχεδόν αψόγου προσοχής, με ελαφριά διάσταση των ποδαριών. Μου θυμίζουν τον Φωστήρα Ταύρου τον φονέα των ποδοσφαιρικών γιγάντων κάποτε.