Μας ρήμαξαν στα γκολ, 5-0 οι πράσινοι, της Παναθηναϊκής
γης, του Δήμου Αθηναίων αλλά και πάσης Αφρικής... Στο βιβλιοπωλείο και μέσα στο βιβλίο «Ταξιδιωτικό στα βιβλία μαθητεία στο ταξίδι» βρήκα την πρόσκληση για τον αγώνα ΚΟΖΑΝΗ - Παναθηναϊκός, για το κύπελλο Ελλάδος. Η Κοζάνη, πρωτεύουσα της Δ. Μακεδονίας, βρίσκεται μεν στις εσχατιές της εθνικής, ποδοσφαιρικής κλίμακας, αλλά στο εθνικό κύπελλο συναριθμείται (όπως τα λευκά και τα άκυρα ψηφοδέλτια) ομού με όλες τις ομάδες πόλεων και χωριών της επικράτειας. Παρακάτω της υπάρχει η Δ’ Εθνική κατηγορία με αγωνιζόμενα σ’ αυτήν τα γύρωθέν της χωριά: Γκοτζιαματλή, Ελάτη, Γκόμπλιτσα, ΑνωΚάτω Βάντσες (η Λευκοπηγή δεν έχει ομάδα πια γιατί ο μέγας της Αλέξανδρος διαλύθηκε από τους επιγόνους, αμέσως μετά την κατάκτηση του ποδοσφαιρικού τίποτα). Τα Γρεβενά των οποίων ο «Πυρσός» αγωνίζεται πλέον με τα χωριά γι’ αυτό κι εξέλεξε και με την πρώτη Δήμαρχο, όπως όλες οι κοινότητες της χώρας κ.α.
Ταξίδι πίσω στις ποδοσφαιρικές λέξεις και λόξες.
Τετάρτη απόγευμα, παραμονή της εθνικής επετείου, μέχρι κι εγώ ήμουν στο γήπεδο, στην κερκίδα με το σκέπαστρο - οι δύο ξεσκέπαστες είχαν καταληφθεί από τους φτηνούς θεατές και τους οργανωμένους φωνασκούντες του ΠΑΟ. Κεντρικό τους σύνθημα: «Γαμείστε τον πούστη τον Ολυμπιακό», ένα πρωθύστερο σχήμα βοώντος οχλαγωγικού λόγου, ο οποίος αναφερόταν στον αγώνα που έμελε να συμβεί στην Αθήνα το Σάββατο και κατέκλυζε η αγωνία του το μυαλό κάθε αγνού φιλάθλου (πατριώτη, χριστιανού και ψηφοφόρου συνήθως των κομμάτων εξουσίας). Ενδον σημ.: Ο αγώνας έγινε και οι πράσινοι με 1-0 (το ένα που «τσούζει» δηλαδή) έκαναν ύλη πραγματικότητας την μέχρι τότε ιλύ του ονείρου τους.
Από τους τελευταίους (ξέχασα να πω πως έβρεχε κιόλας) προσπέρασα τις παλιές αποθήκες του Γεωργικού Συνεταιρισμού Σερβίων και Κοζάνης (οι αποθήκες των γεωργοκτηνοτρόφων και η αγία Μητρόπολη φέρουν τον αυτό ιστορικό τίτλο). Αυτές σε λίγο θα γίνουν η νέα ιστορική, Δημοτική Βιβλιοθήκη πάνω σ’ εκείνο το ωραίο αρχιτεκτονικό σχέδιο, κάτι σαν κλωβός ψυχασθενών· κλωβοί επίσης υπάρχουν στη λίμνη Πολυφύτου όπου εγκλωβίζουν τα ψάρια και τα «επικονιάζουν» κανονικά. Τον Δημοτικό κήπο όπου φωτογραφίζονται οι νεόνυμφοι κοζανίτες, όπως επίθ υπαρκτού σοσιαλισμού οι νεόνυμφοι της Μόσχας φωτογραφίζονταν στο άγαλμα του ποιητή Πούσκιν στο οποίο και εναπέθεταν τις γαμήλιές τους ανθοδέσμες, το Δημοτικό ωδείο με τις ακέφαλες στήλες (κάτι σαν τις Ερμές του Αλκιβιάδη) και εισήλθα επίσημα στο Εθνικό Στάδιο Κοζάνης –είχα πρόσκληση, το επαναλαμβάνω- άρα ήμουν ηυξημένης σοβαρότητος θεατής.
Αμέριμνος έδειξα την κάρτα αλλά παρ’ όλα αυτά με περιλάβαν για σωματικό έλεγχο οι αστυνομικοί, μη τυχόν έχω αναπτήρα πάνω μου, κι ήταν θυροφύλακες της αντικαπνιστικής μας καθ-υστερίας. Δεν κάπνιζα. Αθώος.
Ο αρχηγός της πράσινης ομάδας ήταν ένας μαύρος εντελώς άνθρωπος πρόσωπο και σώμα. Κάποιος μακρινός του πρόγονος ίσως και να έφαγε μερίδα ανθρώπινη. Ενας γείτονας στην κερκίδα πρόθυμα με καθοδηγούσε στις νεότερες εξελίξεις του ποδοσφαίρου κι έλυνε απορίες μου. Είναι ο κ. Σισσού, Γάλλος υπήκοος, μεγάλο ταλέντο, είπε. Μια άλλη απορία ήταν οι αριθμοί που φέρουν στη φανέλα τους οι παίκτες. Είχα μείνει στην εποχή που η ενδεκάδα άρχιζε από 1 κι έφτανε στο 11 συν οι αναπληρωματικοί. Τώρα ο καθένας βάζει στην πλάτη του όποιον αριθμό του καπνίσει μέχρι το 99. Μυστήριο!
Πίσω ολοταχώς. Μαθητής δημοτικού υποστήριζα τον Παναθηναϊκό... Ακούσαμε πως έπαιζε με την Κοζάνη ματς φιλικό. Από νωρίς στο δημόσιο δρόμο κάτω από το στάδιο, στην άλλοτε οδό Χαιρωνείας, τώρα Ανδρέα Παπανδρέου, προς τιμή του μεγάλου πράσινου αρχηγού της ομάδας των μη προνομιούχων. Υπήρχε εκεί είσοδος, όχι δωρεάν αλλά και καβάκια για τους αναρριχητές παρατηρητές κάθε εποχής. Οπως και πυκνός κισσός αναρριχόμενος στα κάγκελα. Δεν μπορούσαμε να σκαρφαλώσουμε, αλλά ακούγαμε την ηχώ και τον αχό του αγώνα.
Επάνοδος στις μέρες μας. Ο ποιητής του λαού κ. Βασ. Βατάλης στις Νομαρχικές εκλογές του 1998 κατέβασε, κατά παγκόσμιον πρωτοπορία, την ποίηση στις εκλογές, αφού συνέπηξε ποιητικό συνδυασμό και διεκδίκησε επί ίσοις όροις, ακόμα και στα όρθια ντιμπέιτ των υποψηφίων, το νομαρχιακό θώκο. Εκείνο τον καιρό η Κοζάνη ήταν «Πόλη του βιβλίου», τώρα είναι η «Πρωτεύουσα των χαρτών», με στιχοκόλλησε με ποιητική προκήρυξη στο καμπαναριό και στην είσοδο των δικαστηρίων («Προς γνώσιν και για τις νόμιμες συνέπειες...») με το πολύστροφο ποίημά του «Αναρριχόμενος κισσός Βιβλιοθήκης» το οποίο άρχιζε ούτως:
«με τον φωτισμό του, τον μέλανα
ήρθε δικηγόρος να μας «γιάνει»!!!
σε ημετεριστικά έδρανα
κισσός, στ’ όνομα Καραγιάννη
κι αναρριχόμενος κομμάτων!!!
τους πεπρωμένους χτυπημένους
κόντρα, πεινασμένων στομάτων
ειρωνεύεται πονεμένους...» (1)
Κι εγώ που νόμιζα πως ακολουθούσα το του Γ. Δροσίνη: «Δεν θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα/ σε ξένα αναστηλώματα δεμένο./Ας είμαι ένα καλάμι, ένα χαμόδεντρο./ Μα όσο ανεβαίνω, μόνος ν' ανεβαίνω, με «γείωσε» κανονικά αφού ήμουν ο εκλεκτός άρα και έρμαιο των άστοχων ή πληθωριστικών κομ(μ)άτων, αλλά και των προσωπικών γλυκύτατων άνω τελειών και πρωτίστως ατελειών. Ω, οι ωραίοι καιροί! Ευχαριστώ αναδρομικά τον λίαν ετοιμόλογο στην ομοιοκαταληξία, ποιητή του λαού της Κοζάνης και περιχώρων.
Επιστροφή σε γ’ πρόσωπο. Ποιός νίκησε τότε δε Θυμάται. Αλλά θυμάται πως σ’ αυτό το γήπεδο σημείωσε το τέρμα της τιμής επί της ομάδος της Κοζάνης σε αγώνα προπόνησής της με τον Μέγα Αλέξανδρο Λευκοπηγής (ήτο δεινός περί την ποδοσφαιρικήν κι ιδίως την γκολικήν διαλεκτικήν όσο απίστευτο κι αν φαντάζει) αφού ο τερματοφύλαξ του στρατηλάτη που έφερε το ποδοσφαιρικό ψευδώνυμον Αττίλας από τον ‘Ισβορο (οι παλάμες του ήταν πλατιές σαν φουρναρόξυλα) έφαγε 6 γκόλ, ενώ ο κοζανίτης κ. Δήμου μόνον ένα, προς τιμωρία του γιατί τον περιέπαιζε ως ακίνδυνο ποδοσφαιρικά, νέον). Αυτό το γκολ βέβαια το πλήρωσε μετά από πολλά χρόνια ότι οι γνήσιοι της πόλεως το έφεραν βαρέως να σκοράρει ο χωρικός κατά της ομάδος τους.
‘Εβρεχε συνεχώς και οι ποδοσφαιριστές πάνω στο πράσινο χορτάρι ...χόρευαν. Προς στιγμή μου ‘ρθε κατά νουν το πολύστιχο ποίημα του κανονικού ποιητή αλλά ολόκληρου του εργαζόμενου κι αγωνιζόμενου λαού, Γ. Ρίτσου, ο τίτλος του δηλαδή, καθότι δε θυμάμαι αν το διάβασα ποτέ, «Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής».
«Χιλιάδες αποσιωπητικά τ' αστέρια. Φίλησε με.
Χιλιάδες στόματα χρυσά λιγάκι λυπημένα
πάνου στο στόμα σου. Κ' οι στίχοι ως πέρα απ' τα μεσάνυχτα
κάτου απ' τη λάμπα που καπνίζει. Μυρίζει πετρέλαιο...»
Η είσοδος του κ. Νομάρχη σήμανε και την έναρξη του αγώνα. Οι ομάδες ισότιμες μέχρι εδώ αφέθηκαν στις απαραίτητες ρεβεράντζες αβροφροσύνης κι αλληλοχαιρετήθηκαν οι δύο αρχηγοί της μαύρης και της κοζανίτικης φυλής. Στους παρευρισκόμενους υποψήφιους δεν επετράπει να χαιρετήσουν ότι αυτά γίνονται μόνο στις υδαρείς εκδηλώσεις πολιτισμού.
Από νωρίς η μάχη της κερκίδας μύριζε αντί πετρέλαιο ήττα. Ακουσα πως η πόλη είχε κάποτε οργωμένη ομάδα οπαδών με το όνομα «Τα Λιοντάρια». Πού ήταν αυτοί άραγε; Ούτε μια μαζική βρισιά της προκοπής δεν άκουσα. Ρουτίνα και πλήξη διακατείχε το φίλαθλο τελικά ακροατήριον. Σποραδικά ένας αψίκορος πολίτης φώναζε, καθ’ υπερβολήν, για κάποιο μαρκάρισμα σκληρό ή αβλεψία του διαιτητή ή του λάιτσμαν. Μια απαράδεκτα πολιτισμένη ατμόσφαιρα επικρατούσε σε αντίθεση με τους πράσινους οπαδούς και παίκτες, οι οποίοι «ως σκύμνοι ωρυόμενοι του αρπάσαι» μας έβαλαν 5 γκολ στο γήπεδο κι άπειρα στην κερκίδα.
«ΠΑΟ-Θρησκεία θύρα 13» ωρύονταν οι φιλοξενούμενοι, μεταξύ των οποίων και πολλοί ντόπιοι παναθηναϊκοί οι οποίοι έβγαζαν το άχτι τους. Βαρυνθέντες την επί 20ετία κυριαρχία των τοπικών πρασίνων, ήθελαν να νικήσουν τους κόκκινους του γηπέδου κι ας ήταν η πάτρια ομάδα τους. Προδότες; Κάπως. Οι κερκιδάνθρωποι είναι θρησκευόμενοι άνθρωποι. Αν και έπρεπε να έχουν την εξουσία (ή μήπως την επανάσταση) στην άκρη των ντουφεκιών τους, κατά τον Μάο Τσε Τουγκ, αυτοί έχουν στην άκρα των χειλιών τους, ως θεοσεβείς, το θείον γαμοσταυρίδι, την πλέον προσφιλή βρισιά με την οποία διαδηλώνουν άδολα την πίστη τους.
Πριν δυό –τρεις μήπως και τέσσερις βδομάδες, πάλι ήμουν στο γήπεδο! Τι έπαθα τελευταία; «Οι ελαφροί ας με λένε ελαφρό» Αγώνας Κοζάνη- Νίκη Βόλου. Νάτην πάλι «η μνήμη να γλιστρά με λαστιχένια πέδιλα». Κάποτε, το 1961-62 τότε που διεξάγονταν οι εκλογές της βίας και νοθείας (τώρα είναι οι εκλογές της αποχής και της αηδίας) όπως τις είπαν, η ποδοσφαιρική πόλη με τον Ολυμπιακό της («Ανοιξε η θάλασσα και βγήκαν τα χταπόδια βγήκαν κι οι Ολυμπιακοί με τα στραβά τα πόδια» ακούγαμε να λένε οι αντίπαλοί τους Μακεδονικοί –πάντα το διπολικό σχήμα κυριαρχούσε- διεκδίκησε την άνοδο στην Α’ εθνική εναντίον της κυρίας Νίκη Βόλου, η οποία τερμάτισε πρώτη, ανελθούσα στην Α’ κατηγορία. Φέτος η ομάδα αυτή ήρθε με κερκίδα οργανωμένη και με όλο το υβριστικό ρεπερτόριο ανά χείλας εναντίον των κοζανιτών, οι οποίοι άκουγαν σαν κότες, ειρηνικοί, μαλθακοί κι ήπιοι ως ο νυν (κι ερχόμενος;) δήμαρχός της κ. Μαλούτας Λάζαρος (του άλλου Λαζάρου της πόλεως εξέλεξαν συμβούλους τα όποια σχήματα υποστήριξε, ενώ ο τρίτος, ο Εορδός, δευτέρωσε και την Κυριακή η Μεγάλη Παρασκευή τον καρτερεί). Σύνθημά τους κι αυτοί: «Νίκη - Θρησκεία - Ιωνία». Με το δίκιο τους, διότι στο μεσοπόλεμο, σε κάποια κομματική οργάνωση βάσης (ΚΟΒ) του ΚΚΕ Μαγνησίας, μπήκε σε ψηφοφορία το θέμα της ύπαρξης ή μη του θεού και αποφασίστηκε με ψήφους 4-3 ότι δεν υπάρχει θεός. Επομένως αντί θεού η Νίκη, αλλά η νίκη της θεάς μπάλας ήταν τώρα της Κοζάνης με 1-0.
Μια λύπη για τους φουκαράδες προλετάριους της ποδοσφαιρικής Κοζάνης μου ‘ρθε. Αμείβονται λίαν λίγο σε σχέση με τους Αθηναίους που τα παίρνουν χονδρά· οι εδώ είναι όπως οι Αλβανοί των πρώτων καιρών στα χωράφια, στα πρόβατα, στα αμπέλια εργαζόμενοι για ένα κομμάτι ψωμί και «για μια μπουκιά κι ένα ποτήρι και δόξα το Θεό» («το λαό» παραποιούσαν οι αμετ-ανόητοι κομματικά θρησκευόμενοι). Ακόμα και στη σωματική εμφάνιση υστερούσαν οι δικοί μας (πως να τους πω, αδέλφια εν ευρεία εννοία τους ένιωθα;) κάτι λιανοπαίδια μπροστά στους νταβραντισμένους και γυμνασμένους σαν ρομπότ στυγνούς κι άνευ ουδενός αισθήματος, επαγγελματίες του είδους.
Σφύριγμα λήξης. Λαός και πολιτικοί αδελφωμένοι αναχωρούν· όμως από το βάθος της ιστορίας ακούγονται τα τύμπανα της ανατροπής δια της αποχής:
«τρέμε κομματική κυριαρχία
στον υποψήφιο, για νομαρχία
ποιητής λαού κατεβαίνει
τερματισμός, στις μασωνίες μπαίνει...»
- Αμήν αμήν λέγω ημίν κι υμίν.
ΥΓ. Το ποίημα του Βασ. Βατ. περιλαμβάνεται στη συλλογή με τον τίτλο: «Ηθικοπολιτικά Πονήματα ποιητή λαού», Κοζάνη 2002. Είναι η εβδόμη αν δεν κάνω λάθος συλλογή, μεταξύ των οποίων και η ευφυέστατη, ως τίτλος Ομήρου Ελιμειάς επί της οποίας το αρχαιολογικν Μουσείο Αιανής (είπαμε ιστορική κι αρχαιολογική έδρα του Δήμου Κοζάνης) προκήρυξε εκπόνηση διατριβής ως κατά τόπον, ύλην και αίσθησιν αρμόδιο.