Βιβλία του παγκόσμιου αισθητισμού
και βιβλία «εθνικού φρονηματισμού»
Του Β. Π. Καραγιάννη
Ετούτη την εποχή τοποθέτησα στην αναγνωστική μου φαρέτρα πολλά βέλη. Πότε θα φύγουν απ’ αυτήν είναι ένα ερώτημα στο οποίο ο χρόνος είναι μια καθοριστική παράμετρος και μου χαμογελάει, από τη γωνία του, κάπως ειρωνικά. Βρίσκομαι στο γεωγραφικό τόξο της βόρειας Ευρώπης, που το χτυπάει άγρια ο Ατλαντικός κι ο αέρας, και που ξεκινάει από τη Νορμανδία-Βρεττάνη και φτάνει μέχρι την Ολλανδία. Κοινός καιρός εκεί η υγρασία, η ομίχλη, η βροχή, το κρύο. Κοινός υποθαλάσσιος κόσμος οι ρέγκες και οι μπακαλιάροι. Η συγγραφική περίοδος ξεκινάει τον 16ο αι. και φτάνει στο σήμερα. Μερικά απ’ αυτά τα βιβλία έχουν αφήσει εποχή στην εποχή τους, διέσχισαν τις ενδιάμεσες κι έφτασαν στην σημερινή. Με τα βιβλία αυτά βρίσκομαι τον τελευταίο καιρό, σε μια σχέση βιωματικής έντασης, αναγνωστικής έξαψης και οικειότητας και κάποτε σ’ αντιπαλότητα. Είναι ογκώδη, δυσκολοδιάβαστα κι αναγκαστικά σε υποχρεώνουν σε ανάγνωση διακοπτόμενη. Κάτι σαν συνουσία διακεκομμένη, που λεν! (1). Τα αρχίζεις, τα παρατάς, τα συνεχίζεις, τα ξεχνάς και πάλι απ’ την αρχή. Στο μεταξύ παρεισφρέουν κι οι καθημερινές αναγνωστικές υποχρεώσεις, που ευτυχώς ξεπετιούνται στα γρήγορα· ελληνική ποίηση και μυθιστόρημα κυρίως, βιβλία που έρχονται, φιλική προσφορά από τους συγγραφείς, και πως να αρνηθείς τη διατριβή τους μ’ αυτά, ή και σαν μια εσπευσμένη αγορά τους, αφού πάσχεις κι από την ανίατη βιβλιοφιλία, η οποία συνίσταται στην αγορά και κατοχή του βιβλίου πρωτίστως, αλλά φορές σου προκύπτει και η ανάγνωση. «Η βιβλιοφιλία είναι βέβαια η αγάπη για τα βιβλία, αλλά όχι κατ’ ανάγκη για το περιεχόμενό τους.» (2).
Ετσι ήρθαν τα βιβλία: του Βασίλη Χατζηβασιλείου το «Κοιμούνται τα πράγματα μαμά;» ρηξικέλευθον και σπαρταριστό μυθιστόρημα, εκδ. Ψυχογιός· του Kώστα Ακρίβου το «ΠανΔαιμόνιο», ένα ...αμαρτωλό, κατά κάποιο τρόπο μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στον Αγιον Ορος, εκδ. Μεταίχμιο· Γιάννη Κιουρτσάκη «Το βιβλίο του έργου και του χρόνου» κάτι σαν ένα μεγαλοφυές μυθιστόρημα για το μυθιστόρημα, εκδ. Κέδρος· Αργύρη Χιόνη «Περί αγγέλων και δαιμόνων» περίεργες προς το μαγικό, αφηγήσεις, εκδ. Γαβριηλίδη. Καταγινόμαστε δηλαδή με το τρόπο που πρέπει να διαβάζουμε· σύμφωνα με τη διάθεση της ψυχής και της στιγμής κι όχι με τον καταναγκασμό των σελίδων ή την μονορούφι μονο-ανάγνωση απ’ αρχής μέχρι τέλους. Ετσι γίνεται με τη μελέτη των εγχειριδίων για τις εξετάσεις κι όχι για την απόλαυση από την ανάγνωση.
Αλλά και γιατί να τα διαβάζουμε; Ας τα παρατήσουμε οριστικά κι αμετάκλητα. Δεν πρόκειται να μας επιτιμήσει, πολύ δε περισσότερο να μας τιμωρήσει κανείς, γιατί αφήσαμε ένα αγορασμένο βιβλίο, αδιάβαστο. Κι ούτε μπορείς να τα διαβάσεις κι όλα! Δεν έχω απάντηση πρόχειρη σ’ αυτό. Οταν, όμως, αφήνω στην οριστική γωνία της βιβλιοθήκης ή του πατώματος ένα βιβλίο, έχω πάντα μια κρυφή τύψη να με τύπτει με τον καιρό, γλυκά. Σαν μια ανεξερεύνητη αγάπη που άφησες και σε προσπέρασε υπακούοντας στην μοιρολατρία του Κ. Ουράνη: «Αν είναι να ‘ρθει θε να ‘ρθεί, αλλιώς θα προσπεράσει...», με την λανθάνουσα παρηγοριά πως ίσως να μη άξιζε τον κόπο. Αλλά αν άξιζε;
Στο τόξο των τόπων και των βιβλίων τώρα:
1. IAIN PEARS «Το πορτραίτο. Η εκδίκηση είναι τέχνη», εκδ. Αγρα, σελ. 220. Γράφει στο εξώφυλλο: «Ένα υπέροχα γραμμένο σύντομο μυθιστόρημα, γεμάτο σασπένς για ένα ζωγράφο που οδηγήθηκε στα άκρα». Είκοσι σελίδες προ του τέλους το μόνο που δεν βρήκα ήταν το σασπένς. Κράτησα μια επιθυμία του ιδιόρρυθμου ήρωα-ζωγράφου που ζει σε μια καλύβα δίπλα στη θάλασσα της Νορμανδίας, πως θέλει να πίνει κρασί που μυρίζει μόνο χώμα και ήλιο. Που να ‘βρω ένα τέτοιο μη όντας και ζωγράφος;
2. Ρόμπερτ Μπέρτον «Η ανατομία της μελαγχολίας» εκδ. Ηριδανός σελ.641. Αντιγράφω εκ νέου: «Αν τα τρία από τα τέσσερα βιβλία που πρέπει να διαθέτει ένας Αγγλος είναι η Βίβλος, ο Σαίξπηρ και ο Τσώσερ, τέταρτο είναι απαραιτήτως η «Ανατομία της μελαγχολίας». Η περιβόητη πραγματεία που έγραψε στα τέλη της Αναγέννησης ο θεολόγος Ρ. Μ. (1577 -1640) είναι αφενός μια σπουδή πάνω στην σκοτεινή αρρώστια που σήμερα ονομάζουμε κατάθλιψη, αφετέρου μια μνημειώδης αφήγηση της ανθρώπινης συνθήκης». Κι ακολουθούν άλλοι δύο τόμοι!
3. Χωλλ Κέιν: «Ο Μαξιώτης», μετάφραση Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, φιλολογική επιμέλεια Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Λαμπρινή Τριανταφυλλόπουλου, εκ. Ινδικτος σελ. 636. «Ο Χωλλ Κέιν κατάγεται εκ της νήσου του Μαν, κειμένης μεταξύ της Μεγ. Βρεττανίας και της Ιρλανδίας και εχούσας ιδιαιτέρους δεσμούς και προνόμια. Ολον το ελεύθερον πνεύμα των νησιωτών εκείνων, των αλιέων της ρέγκας, επιπνέει εις τα έργα του -των κατοίκων της νήσου εκείνης, όπου όλα είναι ιδιόρρυθμα, ως και ο όρκος, τον οποίον ομνύουν οι δικασταί της: «Ορκίζομαι να είμαι όπως το κόκαλον της ρέγκας το οποίον δεν κλίνει ούτε προς την μίαν ούτε προς την ετέραν πλευράν του μικρού οψαρίου, αλλά ίσταται ακριβώς εν τω μέσω· Τόσον να είμαι δίκαιος και ευθύς και αμερόληπτος…» Περί ρέγκας σήμερα ακούμε και τη φράση για τους αδύνατους: «Είναι ρέγκα χωρίς αυγά».
4. Ούγκο Κλάους «Η θλίψη του Βελγίου», μυθιστόρημα, μετάφραση από τα φλαμανδικά Γ. Ιωαννίδης, εκδ. Καστανιώτης σελ. 601. Θεωρείται το αριστούργημα του Ο. Κλ. και ένα από τα σημαντικότερα ευρωπαϊκά μυθιστορήματα, παρακαλώ.
5. Χάρι Μούλις: «Η ανακάλυψη του Ουρανού», μυθιστόρημα, μετάφραση από τα Ολλανδικά Ινώ Βαν Ντάικ- Μπλατά σελ. 645. Το μεγάλο αυτό μυθιστόρημα συνδυάζει με αριστουργηματικό τρόπο τη συγκίνηση με τον προβληματισμό, την αγωνία με το χιούμορ και είναι ένα από τα σημαντικότερα ευρωπαϊκά μυθιστορήματα των τελευταίων χρόνων – ένα σύγχρονο φιλοσοφικό έργο και ταυτόχρονα ένα συναρπαστικό θρίλερ. Θεωρείται το αριστούργημα του Χ. Μούλις τον οποίο απολαύσαμε στην εκπομπή «Οι κεραίες της εποχής μας» του Ανταίου Χρυσοστομίδη στην ΕΤ 1., μια Τετάρτη και για ακόμα λίγες Τετάρτες ώρα 10.
***
Πέρα απ’ αυτά υπάρχουν και τα βιβλία που έχουν ως μόνη τους επιδίωξη τον εθνικό μας φρονηματισμό!. Κάτι τέτοια μας ήρθαν, μας παρουσιάστηκαν και τα υποστήκαμε, (όσοι) στην πόλη. Αυτοί που παρακολούθησαν τις παρουσιάσεις (δυσανάλογα λίγοι, με τα ονόματα των συγγραφέων αλλά και των βιβλίων ως χαρτί), υποθέτω πως φρονηματίστηκαν (καλά να πάθουν) γενικά. Τους αρνητές τους δεν τους φταίει κανείς για το ό,τι εξακολουθούν και μένουν στη αφώτιστη γωνία της εθνικής τους απομόνωσης· και καλά κάνουν.
Στις 22/11ου ο γενικά σοφός και από τηλεοράσεως εθναμύντωρ (γενική: εθναμύντορος) Κωνσταντίνος Γ. Ζουράρις (επί το γελοιογραφικότερον κάτι σαν Κοσμάς ο Αιτωλός στις μέρες μας) παρουσίασε (με τη συνηγορία των Κ. Σαμοϊλη εκπ/κού και Δημήτρη Κατσιού εκπ/κού, αγωνιστών κατά της “Ιστορίας” της ΣΤ’ Δημοτικού) στην αίθουσα του Νομαρχιακού Συμβουλίου Κοζάνης και καλεσμένος της Ν.Α. φυσικά (δεν τους διαφεύγει ή δεν μπορούν να ξεχωρίουν τίποτε από τα σκουπίδια έως τα σοβαρά), το βιβλίο του με τον τίτλο: Βέβηλα Κίβδηλα Σκύβαλα κα Αλλως η Νατοκεμαλική Συμμωρία της “Ιστορίας” για την ΣΤ’’ δημοτικού που κατήργησε το βιβλίο-αίσχος της ΣΤ’ Δημοτικού. Λοιπόν, μία μία οι λέξεις έχουν ως εξής: Βέβηλα (=ακάθαρτα, μιαρά), Κίβδηλα (=κάλπικα), Σκύβαλα (=επί ανθρώπου: ο ουτιδανός, ανίκανος, άχρηστος), Νατοκεμαλική (συμμαχία του Νάτο και του κεμαλικού βαθύτατου κράτους σε συμφωνία (υπονοείται) με έλληνες γραικύλους επί τω τέλει αλώσεως του ελληνισμού των νεοελλήνων ορθοδόξων, ελλήνων κ.λπ. κατοίκων της ελληνίδος γης, όπου ακόμα ανθίζει η σταφυλή και θάλλει η ελαία). Συμμωρία με διττή έννοια: επί του ηχητικού συμμορία (ομάς κακοποιών, σπείρα) αλλά και συν-μωρία (=ανοησία). Ιστορία (ανήκει στις ανθρωπιστικές επιστήμες· στην αρχαιότητα είχε προστάτιδα τη μούσα Κλειώ), ΣΤ’ Δημοτικού (είναι η σχολική τάξη αμέσως μετά την Πέμπτη και πριν την πρώτη Γυμνασίου), Αίσχος(=εντροπή, ατιμία, όνειδος). Πού να τολμούσες να πας να παρακολουθούσες μετά από τα παραπάνω, αν συμφωνούσες κάπως με το «βιβλίο αίσχος» της ΣΤ’ Δημοτικού, που έφαγε ολόκληρη και μάλιστα ωμή (καμιά σχέση με τις παραπάνω ρέγκες ) την κ. Γιαννάκου Κουτσίκου. Ούτε απ’ έξω δεν πέρασα, από το φόβο μου.
***
Σ’ ένα αυστηρά υπηρεσιακό κοινό, στην αίθουσα Φίλιππος, στρατιωτικής εκμεταλλεύσεως (οι άμοιροι στρατιώτες εκεί, με υπηρετική στολή γκαρσονιού, έφεραν και ζωνάρι για να διακρίνονται, ήταν σ’ ετοιμότητα), με τις δέουσες ρεβεράντζες και τα αλληλοθυμιατά μέχρι ναυτίας -νομαρχιακοί παράγοντες όλης της κλίμακας, δημαρχιακοί ανθυποπαράγοντες υψηλού επιπέδου, στρατιωτικοί εντεταλμένοι εν στολή· μόνον ο απλός κόσμος και η τοπική εκκλησία έλειπε, ότι η τοπική παπαδο-κουστωδία (με τον ευαγγελικό όρο της Μ. Πέμπτης) ήταν στο «κάθισμα» Τιμίου Προδρόμου στο Σκαφίδι (εκεί, δηλαδή, που κάθεται ξάπλα και κοιμάται ή οκλαδόν και προσεύχεται ο δεσπότης) και εσπερινίζονταν, της αγίας και πανσόφου Αικατερίνας γαρ ξημέρωνε- έγινε παρουσίαση βιβλίου του αντιπροέδρου της Βουλής Γ. Σούρλα. Τίτλος: «Οι ήρωες του 40 περιμένουν». Δηλαδή, οι άταφοι νεκροί του ελληνοϊταλικού πολέμου στην Αλβανία. Απούσα ήταν επίσης η νεοδημοκρατική μάζα όντων και ψήφων· μόνον ένας φιλότιμος, απλός πολίτης ήταν εκεί κι είχε μαζί ένα μπουκάλι με ξινόγαλο βουνού, να το δώσει στον Σαρακατσάνο, Λαρισινών συμφερόντων, βουλευτή που κατάγεται κι από την περιοχή μας, όπως είπαν!
Η εκδήλωση -όσο παρακολούθησα, αφού άργησε ν’ αρχίσει, -με κύριο ομιλητή τον στρατηγό Π. Κωνσταντόπουλο της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, με φώτισε σε ένα θέμα που όντως συγκινεί κάθε πατριώτη, καθώς η ομιλία συνοδευόταν από κινηματογραφικά ντοκουμέντα της εποχής: Οι άταφοι νεκροί του πολέμου του 1940 περιμένουν στα χώματα της Αλβανίας, έρμαιο όλων των σκυλιών και των καιρών, και το εν λόγω κράτος αρνείται να συμφωνήσει σε διευθέτηση αυτού του λεπτού ζητήματος. Δεν είναι ότι η Αλβανία σε περιφρονεί, αλλά το ότι εμείς, η Ελλάς, γίναμε, όπως έλεγε ο Μακρυγιάννης (ή μήπως ο Κολοκοτρώνης;) κράτος «μπαίγνιο» πάντων κι ειδικά όλων των γειτόνων. Θα συμφωνούσε επ’ αυτού κι ο προαναφερθείς κ. Ζουράρις, ο προϊστάμενος του Λάος και των λοιπών πολιτικά τραυλών και παραληρούντων δυνάμεων, της επίσημης Εκκλησίας, μη εξαιρουμένης και σίγουρα όλοι από κοινού θα διέταζαν μία εισβολή να τους γ... το κέρατο. Ετσι μούρχεται σ’ αυτό το υποθετικό να συμφωνήσω αλλά αυτοσυγκρατούμαι, είμαι της πολιτισμένης αριστεράς και μέλος της Ε.Ε., η οποία φυσικά και μας επιβάλει να μην ήμεθα υπερβολικά εθνικιστές κ.λπ. αλλά σοβαροί ευρωαπαί(ε)οι πολίτες
Δεν άκουσα τον συγγραφέα, γιατί δεν διαβάζω –κι’ αν μπορώ, δεν ακούω κιόλας- τίποτε από τους εν ενέργεια πολιτικούς. Νομίζω πως είναι εν επιγνώσει ευνουχισμένοι στις σκέψεις, ακόμα και στα πνευματικά ζητήματα, όταν κι όποιοι έχουν· επί το πλείστον κύμβαλα αλλαλάζοντα, ούτε καν ευλαλάζοντα, είναι, χωμένοι όπως όπως στην ιδιοτέλεια της εφήμερης κομματικής ουσίας τους, ακόμα κι όταν έχουν τις καλύτερες των προθέσεων ώστε να διαψεύσουν τα μόλις πριν λεχθέντα, όπως ο κ. αντιπρόεδρος της Βουλής, που όλοι τον αποκαλούσαν (πλην του κ. Νομάρχη που ήξερε το ρόλο του) “Κύριε πρόεδρε” και “κύριε πρόεδρε” λες κι ήταν σε συνεδρίαση του Κοινοβουλίου. Εδώ προήδρευε ο κ. Θ. Κωνσταντινίδης, καθηγητής του Δυτικομακεδονικού πανεπιστημίου, που μάλλον εκείνην τη στιγμή αλιεύτηκε από το ακροατήριο προς τούτο, όπως μου φάνηκε.
3. Στο ίδιο πνεύμα αλλά πόρρω απέχουσα από το γλαφυρόν του λόγου του ανωτέρω, Ζρρ., πριν μέρες έγινε παρουσίαση του βιβλίου του κ. Μελά Κ. Γιαννιώτη: “Αλειφούσης πόλεως» ή Ιστορικοπραγματική έρευνα περί Ελλαδεμπορίου και Χριστεμπορίου! Οχι λαδεμπορίου φυσικά και δεν μιλάμε για χονδρεμπόριο των παραπάνω, αλλά μάλλον για λιανεμπόριο θα πρόκειται. Αυτό συνέβη στο ισόγειο του Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών, (ας βάλουμε ένα ερωτηματικό, πάει βέβαια και θαυμαστικό στο σκέλος των «γραμμάτων» του εν λόγω Συνδέσμου) ημέρα Κυριακή (11- 11-2007) από τον ίδιο το συγγραφέα, ο οποίος ίσως ήταν κι ο μόνος που καταλάβαινε το έργο του, πολυτελέστατα ένδοθεν, όμως, σε δύο τόμους.
Κοζάνη, Βαρβάρας Μεγαλομάρτυρος, 2007
Σημειώσεις
(1) Το σκεφτόμουν τον όρο όταν τον έγραφα αν έπρεπε να τον χρησιμοποιήσω ίνα μη θεωρηθώ χυδαίος εν είδει ή αμοραλιστής εν γένει. Ομως με απάλλαξε κάθε ενδοιασμού το ίδιο βράδυ ο Ουμπέρτο Εκο με το βιβλίο του: «Αναμνήσεις επί χαρτού. Κείμενα για την βιβλιοφιλία», εκδ. Ελλ. Γράμματα και στο κείμενο «Στοχασμοί για τη βιβλιοφιλία». Γράφει: «Και ο βιβλιόφιλος που, αφού αγγίξει και μυρίσει, ανακαλύπτει ότι το βιβλίο είναι κολοβό, ότι του λείπει έστω ο κολοφώνας ή τα παροράματα, έχει την αίσθηση μιας «διακεκομμένης συνουσίας».
(2) Ο Ουμπέρτο Εκο και πάλι στο μόλις παραπάνω βιβλίο.
Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)
Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2007
Ταξιδα στη σιωπη του αγιου Ορους
Θανάσης Ε. Μαρκόπουλος
ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΗ ΣΙΩΠΗ
Β.Π. Καραγιάννης, Αμαρτήματα κατά συρροήν στον Άθω, Κοζάνη 2007
Έκτη έκδοση του Βασίλη Καραγιάννη, εκδότη και διευθυντή της Παρέμβασης πάνω από είκοσι χρόνια, τα Αμαρτήματα κατά συρροήν στον Άθω, που παίζουν με το ταξι-διωτικό Αμάρτημα στον Άθω κι άλλα διηγήματα του Ι. Βασιλείου (1978). Προηγήθη-καν: Περιπλάνηση ένδον (διηγήματα, 1995), Σχεδίασμα Ιστορίας του Δικηγορικού Συλλόγου Κοζάνης (1996), Εσωτερική βραδυπορία (ποίηση, 1997), Κωνσταντίνος Τσι-τσελίκης (μελέτη, 1997), Ο ζωγράφος Μανώλης Δραγώγιας (λεύκωμα, 1998), Ανεβαί-νοντας τον Αη-Λια (οδοιπορικό, 1998), Δεκαπενθήμερα (χρονογραφήματα, 1999), Τα 6,6 της σκηνοπηγίας (αφήγημα, 2000), Οι χάρτες των ονείρων μας (αφηγήσεις, 2002), Προλογύδρια παντός καιρού (προλογικές δοκιμές, 2003).
Η έκδοση αποτελείται από έξι μέρη, από τα οποία το πρώτο, που λειτουργεί ως εισαγωγή, καλύπτεται από το ποίημα του συγγραφέα «Ευλογείτε» (Εσωτερική βραδυπορία). Τα άλλα μέρη περιλαμβάνουν πέντε αφηγήματα, που φαίνεται να αντι-στοιχούν σε πέντε επισκέψεις του αφηγητή και της μικρής συντροφιάς του στο Άγιο Όρος: «2. Με τα πανιά και τα κανιά», «3. Αμαρτήματα κατά συρροήν στον Άθω», «4. Αγιορείτικο τρι-όδιο», «5. Παραπλέοντες κι οδοιπορούντες εις το Όρος Νικολάου Γαβριήλ Πεντζίκη», «6. Ο χώρος του κυρίου Περίνδαρου και ο χώρος του κυρίου Περίανδρου». Πρόκειται, όπως διαφάνηκε ήδη, για ταξιδιωτικές εντυπώσεις από ένα χώρο που ο Καραγιάννης επισκέπτεται συχνά και γοητεύεται από αυτόν.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση παρακολουθεί τους τόπους και τους ανθρώπους του Όρους, τις διατροφικές και λατρευτικές συνήθειες, αλλά και το βαθύ σεβασμό που νιώθει ο προσκυνητής συγγραφέας μπροστά στην αφοσίωση ορισμένων μονα-χών. Μονές και σκήτες, κοιμητήρια και σοφοί γέροντες, επανέρχονται στα κείμενα, ενώ συχνότατες είναι οι διακειμενικές αναφορές στην υμνογραφική εκκλησιαστική παράδοση και σε Νεοέλληνες συγγραφείς (Μωραϊτίδης, Καβάφης, Παπατσώνης, Σε-φέρης, Πεντζίκης προπάντων και Παπαδιαμάντης) αλλά και ξένους (Γκρας, Θερβά-ντες, Τσβάιχ). Ενδεχομένως να περίμενε κανείς μεγαλύτερη επιμονή στην πνευματική διάσταση της αγιορείτικης ζωής, αλλά αυτό, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν είναι στις προθέ-σεις του οδοιπόρου αφηγητή. Άνθρωπος του δικού μας κόσμου, βλέπει τις επισκέψεις στο Περιβόλι της Παναγίας σαν στιγμές ανάπαυλας κι ανακούφισης, μια μορφή απο-τοξίνωσης, από την τύρβη του άστεως και της καταναλωτικής μανίας. Γι’ αυτό και τον συνεπαίρνουν προπάντων δύο στοιχεία που διαθέτει εν αφθονία το Όρος, η ολι-γάρκεια και η σιωπή.
Κατά τ’ άλλα, ενδιαφέρον παρουσιάζουν κι εδώ τόσο η αφήγηση όσο και η γλωσσική έκφραση του Καραγιάννη. Η αφήγηση ρέει, όπως πάντα, ομαλά κι αβία-στα, ενώ οι συνειρμοί, τα απροσδόκητα περάσματα από τη μια παράστα-ση/κατάσταση στην άλλη, γνωστοί κι από τη μυθοπλασία του, διατρέχουν όλες τις διηγήσεις. Η γλώσσα πάλι είναι βέβαια η καθομιλούμενη, μπολιάζεται όμως συχνά με λόγια στοιχεία για λόγους επιγραμματικής ακριβολογίας αλλά και χιούμορ ή ειρωνεί-ας. Αυτή η χρήση της γλώσσας συνιστά βασικό γνώρισμα των κειμένων, όπως προϊ-δεάζουν άλλωστε οι τίτλοι των ενοτήτων κι ο τίτλος της έκδοσης. Για λόγους χιουμο-ριστικούς και ειρωνικούς επίσης ο συγγραφέας δε διστάζει να γίνει και λεξιπλάστης: ενθεόφοβος, ημιονιάς, αβαδισία, πολυμασία, καλογερίδιον, τουριστοπούλια.
Γενικότερα θα μπορούσαμε να πούμε πως είτε για αφηγήματα και οδοιπορικές εντυπώσεις πρόκειται είτε για δοκίμια και χρονογραφήματα, ο Β.Π. Καραγιάννης έχει έναν ολότελα δικό του τρόπο να βλέπει τα πράγματα και να εκφέρει το λόγο: οξεία όραση, βαθιά σπουδή, κοινωνική ευαισθησία, χιούμορ, ειρωνεία. Δεν ξέρω, αλλά δε μου φεύγει στιγμή από το νου ότι ο συγγραφέας αυτός θητεύει μονίμως στην ιθαγέ-νεια και στο Ροΐδη.
ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΗ ΣΙΩΠΗ
Β.Π. Καραγιάννης, Αμαρτήματα κατά συρροήν στον Άθω, Κοζάνη 2007
Έκτη έκδοση του Βασίλη Καραγιάννη, εκδότη και διευθυντή της Παρέμβασης πάνω από είκοσι χρόνια, τα Αμαρτήματα κατά συρροήν στον Άθω, που παίζουν με το ταξι-διωτικό Αμάρτημα στον Άθω κι άλλα διηγήματα του Ι. Βασιλείου (1978). Προηγήθη-καν: Περιπλάνηση ένδον (διηγήματα, 1995), Σχεδίασμα Ιστορίας του Δικηγορικού Συλλόγου Κοζάνης (1996), Εσωτερική βραδυπορία (ποίηση, 1997), Κωνσταντίνος Τσι-τσελίκης (μελέτη, 1997), Ο ζωγράφος Μανώλης Δραγώγιας (λεύκωμα, 1998), Ανεβαί-νοντας τον Αη-Λια (οδοιπορικό, 1998), Δεκαπενθήμερα (χρονογραφήματα, 1999), Τα 6,6 της σκηνοπηγίας (αφήγημα, 2000), Οι χάρτες των ονείρων μας (αφηγήσεις, 2002), Προλογύδρια παντός καιρού (προλογικές δοκιμές, 2003).
Η έκδοση αποτελείται από έξι μέρη, από τα οποία το πρώτο, που λειτουργεί ως εισαγωγή, καλύπτεται από το ποίημα του συγγραφέα «Ευλογείτε» (Εσωτερική βραδυπορία). Τα άλλα μέρη περιλαμβάνουν πέντε αφηγήματα, που φαίνεται να αντι-στοιχούν σε πέντε επισκέψεις του αφηγητή και της μικρής συντροφιάς του στο Άγιο Όρος: «2. Με τα πανιά και τα κανιά», «3. Αμαρτήματα κατά συρροήν στον Άθω», «4. Αγιορείτικο τρι-όδιο», «5. Παραπλέοντες κι οδοιπορούντες εις το Όρος Νικολάου Γαβριήλ Πεντζίκη», «6. Ο χώρος του κυρίου Περίνδαρου και ο χώρος του κυρίου Περίανδρου». Πρόκειται, όπως διαφάνηκε ήδη, για ταξιδιωτικές εντυπώσεις από ένα χώρο που ο Καραγιάννης επισκέπτεται συχνά και γοητεύεται από αυτόν.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση παρακολουθεί τους τόπους και τους ανθρώπους του Όρους, τις διατροφικές και λατρευτικές συνήθειες, αλλά και το βαθύ σεβασμό που νιώθει ο προσκυνητής συγγραφέας μπροστά στην αφοσίωση ορισμένων μονα-χών. Μονές και σκήτες, κοιμητήρια και σοφοί γέροντες, επανέρχονται στα κείμενα, ενώ συχνότατες είναι οι διακειμενικές αναφορές στην υμνογραφική εκκλησιαστική παράδοση και σε Νεοέλληνες συγγραφείς (Μωραϊτίδης, Καβάφης, Παπατσώνης, Σε-φέρης, Πεντζίκης προπάντων και Παπαδιαμάντης) αλλά και ξένους (Γκρας, Θερβά-ντες, Τσβάιχ). Ενδεχομένως να περίμενε κανείς μεγαλύτερη επιμονή στην πνευματική διάσταση της αγιορείτικης ζωής, αλλά αυτό, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν είναι στις προθέ-σεις του οδοιπόρου αφηγητή. Άνθρωπος του δικού μας κόσμου, βλέπει τις επισκέψεις στο Περιβόλι της Παναγίας σαν στιγμές ανάπαυλας κι ανακούφισης, μια μορφή απο-τοξίνωσης, από την τύρβη του άστεως και της καταναλωτικής μανίας. Γι’ αυτό και τον συνεπαίρνουν προπάντων δύο στοιχεία που διαθέτει εν αφθονία το Όρος, η ολι-γάρκεια και η σιωπή.
Κατά τ’ άλλα, ενδιαφέρον παρουσιάζουν κι εδώ τόσο η αφήγηση όσο και η γλωσσική έκφραση του Καραγιάννη. Η αφήγηση ρέει, όπως πάντα, ομαλά κι αβία-στα, ενώ οι συνειρμοί, τα απροσδόκητα περάσματα από τη μια παράστα-ση/κατάσταση στην άλλη, γνωστοί κι από τη μυθοπλασία του, διατρέχουν όλες τις διηγήσεις. Η γλώσσα πάλι είναι βέβαια η καθομιλούμενη, μπολιάζεται όμως συχνά με λόγια στοιχεία για λόγους επιγραμματικής ακριβολογίας αλλά και χιούμορ ή ειρωνεί-ας. Αυτή η χρήση της γλώσσας συνιστά βασικό γνώρισμα των κειμένων, όπως προϊ-δεάζουν άλλωστε οι τίτλοι των ενοτήτων κι ο τίτλος της έκδοσης. Για λόγους χιουμο-ριστικούς και ειρωνικούς επίσης ο συγγραφέας δε διστάζει να γίνει και λεξιπλάστης: ενθεόφοβος, ημιονιάς, αβαδισία, πολυμασία, καλογερίδιον, τουριστοπούλια.
Γενικότερα θα μπορούσαμε να πούμε πως είτε για αφηγήματα και οδοιπορικές εντυπώσεις πρόκειται είτε για δοκίμια και χρονογραφήματα, ο Β.Π. Καραγιάννης έχει έναν ολότελα δικό του τρόπο να βλέπει τα πράγματα και να εκφέρει το λόγο: οξεία όραση, βαθιά σπουδή, κοινωνική ευαισθησία, χιούμορ, ειρωνεία. Δεν ξέρω, αλλά δε μου φεύγει στιγμή από το νου ότι ο συγγραφέας αυτός θητεύει μονίμως στην ιθαγέ-νεια και στο Ροΐδη.
Διονυσιου Ψαριανου 10ετια
Δηλώσεις, Βεβηλώσεις, Βιβλιοθηκο-δηώσεις
Με αφορμή τα10 χρόνια από την κοίμηση του Μητροπολίτη Διονυσίου Ψαριανού εκ της νήσου Ανδρου
Του Β. Π. Καραγιάννη
«Ηχθην στην απόφαση», που θα έλεγε κι ο εντιμότατος κύριος Δεσπότης των παρά τον Αλιάκμονα εκκλησιαστικών μας πραγμάτων ή έλαβα καιρό επί το εκκλησιαστικότερον, να αφεθώ σε ημισοβαρούς σχολιασμούς στα όσα άκουσα την βδομάδα της θρησκευτικής εορτής της πόλεως (6/12), αλλά και του μνημοσύνου (9/12), για τα δέκα χρόνια από την εκδημία του μητροπολίτη Διονυσίου Ψαριανού, σε συνδυασμό με την περικοπή του Ευαγγελίου της Κυριακής Ι’ Λουκά: «Υποκριταί, έκαστος υμών τω σαββάτω ου λύει τον βουν αυτού ή τον όνον από της φάτνης και απαγαγών ποτίζει;».
«Φυσικά και Σάββατο ποτίζει και βόδι και γομάρι
όποιου της μοίρας του ‘λαχε τέτοιο ειδικό σαμάρι»
Από τηλεοράσεως, στην Αθήνα μάλιστα, άκουσα τον Δήμαρχο Κοζάνης να δηλώνει τη μέρα του πολιούχου της πόλεώς του, ήδη εκ της πολιτικής χρησικτησίας, μπορεί να τη θεωρεί κτήμα του, πως: «ο άγιος Νικόλαος προστάτευσε κι έσωσε την πόλη τα μαύρα χρόνια της τουρκοκρατίας και μετά βέβαια». Για σταθείτε, όμως, κύριε πολυχρόνιε τ. πρόεδρε πασών των δημάρχων Ελλάδος; Εχετε αποδείξεις γι’ αυτό που είπατε ιστορικές, γραπτές φυσικά, είτε και μεταφυσικές, ας πούμε, με ειδική, πιθανόν, εις υμάς υπόμνηση περί αυτών, εν ύπνω ή εν τω ξύπνω σας; Ως γνωστόν επί τουρκοκρατίας δεν εγκαταστάθηκαν Τούρκοι στην πόλη, από δε το 1660 ο μεγαλέμπορος υποδημάτων Χαρίσιος Τράντας, (αν ζούσε σήμερα θα ήταν μόνιμος πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου και μαζί με τον Δήμαρχο θα έκαναν δηλώσεις κάτω από το καναμπαριό [1850] δίπλα από το λαμπιονό-δεντρο επί τη ενάρξει των εορταστικών λιανεμπορικών εορτών κ.λπ.), κατάφερε με βαρβάτες δωροδοκίες κι άλλα θεμιτά κι αθέμιτα μέσα του καιρού και του τρόπου του, να θέσει την τότε κοινότητα και πόλη μετέπειτα, στην προστασία της Σουλτανομήτορος. Αυτό σήμαινε σημαντικά προνόμια για την θρησκεία και το εμπόριο. Γράμματα σπουδάγματα μάθαιναν στο Κρυφό σχολειό της Σχολής της Κοζάνης (1668), ένα οιονεί πανεπιστήμιο τω καιρώ εκείνω, με δασκάλους, όπως ο Ευγένιος Βούλγαρης κι όχι όπως τα σημερινά «μασάλια», με το φεγγαράκι το λαμπρό κ.λπ, που φώτιζε τα «παρταλόπκα και μη» να πηγαίνουν σ’ αυτό, ότι δεν είχε ακόμα εφευρεθή ο ηλεκτρισμός των Καϊλαρίων. Ούτε τζαμί κτίστηκε, εκτός από το φουγάρο του πρώτου ατμοκίνητου εργοστασίου, αλευρόμυλος ιταλικών συμφερόντων (1881) στην περιοχή του φανού Γητιάς, που για χρόνια νόμιζαν ότι είναι τζαμί, επομένως ο άγιος δεν είχε να επιδείξει συγκεκριμένο έργο σωτηρίας. Στην επιδρομή των αγαρηνών-Κονιάρων από την περιοχή των Καραγιαννίων ανήμερα των Θεοφανίων (1770) και την τετραήμερη άλωσή της το 1787 από τους παραπάνω συν τους εκ του Καράτζιλαρ βαζιβουζούκους, όχι μόνον δεν την έσωσε αλλά η πόλη δηώθηκε. Ενώ, ένας εγκόσμιος άγιος, ο δεσπότης Βενιαμίν (1818-1850) το 1822, αυτός ναι, έσωσε την πόλη από τους Τούρκους, όταν μετά την καταστροφή της Νάουσας ήρθε αποφασισμένος ο καταστροφέας της Αμπαλαμπούτ, να καταστρέψει εκ θεμελίων την Κοζάνη γιατί βοήθησαν 124 άνδρες και δύο γυναίκες Ναουσαίους πρόσφυγες, τους οποίους φυγάδευσαν δια μέσου της Βιβλιοθήκης και του υπονόμου της ως την οικία Μεγδάνη κι από κει προς Νότον. Κατάφερε, ο δαιμόνιος ρασο-διπλωμάτης, με ρουσφέτια (δύο ημιόνους κεκοσμημένους μεγάλης αξίας), γλειψίματα, τεμενάδες, παρακλήσεις, δωροδοκίες, να τον συγκρατήσει. Δεν θα υπήρχε σημερινή Κοζάνη για να εκλέγεται ο Δήμαρχος της πέντε φορές, αν δεν υπήρχε αυτός ο μέγας Μητροπολίτης. Η τοπική πατρίς ευγνωμονούσα και επειδή δεν γνώριζαν τα στοιχεία της φυσιογνωμίας του, έστησε ένα μεγαλειώδη ανδριάντα στην πλατεία, φατσικά υπέρ του δεσπότη Ιωακείμ, αλλά αυτόν εννοούσαν σίγουρα οι κοζανίτες συμ-πατριώτες. Ετσι κάθε ημιαργία του Πολυτεχνείου και της Εθνικής Αντιστάσεως καταθέτουν στεφάνια και λένε ποιήματα ενώπιόν του. Ο μόνος εξωκόσμιος άγιος που βεβαιωμένα ιστορικά συνέδραμε την πόλη, ήταν ο άγιος Νικάνορας, λείψανα του οποίου περιέφεραν, την εποχή της ισπανικής, θανατηφόρου γρίπης το 1918 στην πόλη, και δεν τόλμησε αυτή να εισέλθει σε χώρο ελεγχόμενο από την ευωδία τους. Στα χρόνια μας η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας Ζιδανιώτισσας έβαλε το χέρι της κι ο σεισμός της 13ης /5/1995 πέρασε αναίμακτος. Αν και κατά την ταπεινή μου γνώμη η ελάσσων αγία Γλυκερία που τότε εφημέρευε, μας σκέπασε με τη σκέπη της.
(«Τα είπα έτσι για να περνάει η ώρα της εορταστικής μέρας», θα σου πει ο κ. Δμρχς, «Θυμηθείτε τι αφόρητες κοινοτοπίες έως ανοησίες ξεφουρνίζουμε όλοι μας, ενώπιων των τοπικών τηλεοράσεων, για να διασκεδάζει το κοινό με την ημιμάθειά μας σε κάθε εθνική επέτειο και γιορτή»).
Επιμύθιον. Οι άγιοι σώζουν σίγουρα τις ψυχές των ανθρώπων και δι’ αυτών και τα σώματα. Ομως στην σωτηρία ολόκληρων πόλεων δεν νομίζω ότι τα καταφέρνουν· πλην μιας εξαιρέσεως στην ιστορία, της Παναγίας Άχραντου και Υπερευλογημένης Θεοτόκου η οποία έσωσε την Κωνσταντινούπολη από την επιδρομή των Αβάρων (626), οι πρόγονοι των σημερινών ορθοδόξων Σλάβων, και τότε Της επλέχθη ο μελωδικότατος «Ακάθιστος ύμνος», ο οποίος σημειωτέον υπάρχει μόνον στην ελληνική Ορθοδοξία.
[Τι μ’ έπιασε, μέρες που είναι, τόσος ορθολογισμός, ενώ κατά βάθος το θρησκευτικό αίσθημα σαν την «ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι».]
Η συνέχεια και πάλι επί της τηλεοπτικής οθόνης. Την Κυριακή 9/12- Σύλληψις Αγίας Αννης- ετελέσθη αρχιερατική λειτουργία, μετ’ όρθρου παρακαλώ κατά το πρόγραμμα, και μνημόσυνο για την συμπλήρωση 10 χρόνων από την εκδημία του Μητροπολίτου Διονυσίου Ψαριανού (1957-1997). Παρούσα μια πεντάδα μιτρο-λαμπροφορεμένων δεσποτάδων. Αρχιερατικό μνημόσυνο σημαίνει υψηλών προδιαγραφών διαμεσολάβηση προς τον Κύριον για την ανάπαυσιν της ψυχής του υπέρ ου. Εν τω μεταξύ ποιος θυμάται σήμερα, και γιατί άλλωστε, τον αλήστου μνήμης Μητροπολίτη Δ.Ψ; Κανείς, πλην από τους άμεσα συγγενείς εξ αίματος και χαλαρά οι εκ πνεύματος, κάτι σαν τον απόηχο μιας ευγενικής ύπαρξης που περιίπταται ουρανόθεν, δηλαδή στο πουθενά, κι επιγείως στα υλικά του έργα. Κι αυτό είναι νόμος στη φύση. Μόνον τα υλικά έργα μένουν για να διαιωνίζουν κάπως τον απελθόντα. Εργα τους είναι και κάποιες πράξεις που μυρίζουν ή ακόμα καλύτερα μένουν με κάποιο υλικό αντίκρισμα. Λ.χ. ο Κ. Γκέρτσιος που δώρισε το κτίριο να γίνει οικοτροφείο απόρων κορασίδων νοσοκομειακής επιστήμης και πρακτικής και για να εγκαθίσταται εκεί το επιχειρηματικό (ως μέγας επιχειρηματίας που ήταν) επιτελείο της μητροπόλεως. Ο Γ. Τιάλιος έκτισε το γηροκομείο, ο παλαιότερος Π. Χαρίσης την Χαρίσειο Γεωργική Σχολή, που σήμερα ούτε τ’ όνομά του φέρει ως Διεύθυνση συγκοινωνιών. Αλλά και νεότεροι δωρητές και δωρήτριες που έδωσαν χρήματα να γίνουν το νοσοκομείο, σχολεία, νηπιαγωγεία, πλατείες κ.λπ. Οι αδελφοί Κοβεντάροι δώρισαν το υπό ριζική, επιτέλους, ανακαίνιση, Κοβεντάρειον συνεδριακό κέντρο και την ήδη υπό κατεδάφιση προέκταση του Δημαρχείου που στεγάστηκε κάποτε η Δημοτική Βιβλιοθήκη, και στην οποία τώρα εδράζεται το Δημοτικό Ταμείο ένθα και επιβιώνει, ως σπάνιον και πολύτιμο είδος, ο μοναδικός τόσον ευσυνείδητος υπάλληλος κ. Μαν. Δεληγεωργίδης. Ο μακαριστός, όπως τον αποκαλούν τώρα και γεμίζει το στόμα τους με μεταφυσικό αλλά φτηνό άρωμα ανάμνησης, Διονύσιος Ψ., φτωχός σε περιουσιακά στοιχεία («Με τη βοήθεια το Θεού κατάφερα να μείνω φτωχός») έγραφε στη διαθήκη του· ούτε βίλες, ούτε καν ένα απλό μοναχικό «κάθισμα» απέκτησε, ούτε άλλα μάταια πράγματα που χαρακτηρίζουν τους χλιδάτους του κόσμου και της ιεραρχίας. Ως μόνη περιουσία κατέλιπε μια τεράστια σε μέγεθος και ποιότητα βιβλιοθήκη την οποία δώρισε στο Δήμο και στη Βιβλιοθήκη, τη ημέρα της αεράτου σύστασης (και θλιβερής κατάληξης), του Ινστιτούτου Βιβλίου και Ανάγνωσης. (Τι γίνονται άραγε αυτά τα δύο συναρπαστικά δημιουργήματα και η συνισταμένη τους «Κοζάνη πόλη του βιβλίου;»). Αυτοί που την παρέλαβαν με φόβο θεού κι ανθρώπων την τακτοποίησαν σε ειδικό χώρο που φέρει το όνομα του μέγα δωρητή, και είχαν ορίσει την ενιαία ύπαρξη της και διαχείρισή της, όπως αξίζει σ’ αυτή τη μεγαλειώδη δωρεά στα γράμματα και τον πολιτισμό της πόλης. Αυτοί που την περίλαβαν μετά, τα λεγόμενα «άδεια σακιά» των γραμμάτων του δήμου τα οποία τοποθετούσε εκεί ο κ. Δμρχς για να τα ξεφορτωθεί από τα άλλα αξιώματα, την διέλυσαν, την παραπέταξαν την κατέστρεψαν σαν ενιαίο σύνολο πνευματικού πράγματος, μετατρέποντας τον ευλογημένο της χώρο σε οίκο του δημοτικο-εκλογικού τους μαγειρείου. Ο Δήμος Κοζάνης έδωσε το χρυσό μετάλλιο της πόλης στον Επίσκοπο για τη δωρεά του κι αμέσως μετά για να ισορροπίσει κάπως τα πράγματα συμμορφούμενος και με την εν γένει αισθητική του, απένειμε το αυτό χρυσίον διπλής όψεως (Γ. Λασσάνη και άγιο Νικόλαο φέρει στις δύο όψεις του) στην κυρία Δόμνα Σαμίου για την πρωτοποριακή, αποκριάτικη σύνθεσή της: «Πως το τρίβουν το πιπέρι του διαβόλου οι καλογέροι». Ενώ ο καημένος κ. Ιάκωβος Καμπανέλης ηξιώθη, ανεξήγητα γιατί, μόνον της αργυράς διακρίσεως του Δήμου. Ισως για το θεατρικό του «Πρόσωπα για βιολί κι ορχήστρα». που συνόρευε με τον τοπικό πνευματικό περίγυρο. Παιδιά –βιολιά που λεν.
Οι κατά καιρούς πρόεδροι των θεσμών του Δήμου που έχουν σχέση με τα γράμματα, αυτές δηλαδή οι εκρηκτικές προσωπικότητες του πνεύματος και της ευαισθησίας, τ’ ανωτέρω άδεια σακιά δηλαδή, σ’ αυτούς τους ρόλους θέλουν να τους γεμίσουν όπως όπως αρπάζοντας από εδώ κι από κει, ό,τι να ‘ναι σε δουλειά να βρίσκονται, αυταρεσκο-βαυκαλιζόμενοι ότι, τέλος πάντων είναι κάτι, όπως είναι και φαίνονται φυσικά κι αυτοί και τα έργα τους. «και κατά τα έργα σου κι αλληλούια» λέει ο λαός. Κατάφεραν τη μόνη μεγάλη κι υλική δωρεά του Διονυσίου Ψ. να την ευνουχίσουν να την αποψιλώσουν, και να τη φέρουν δηλαδή στα μέτρα της απελπισίας τους.
Από κοντά η οικογένεια του δωρητή - αρχιερέα που εγκατέλειψε τη βιβλιοθήκη από την εποπτεία της, όπως είχε εκ των γραπτά συμφωνηθέντων, υποχρέωση, σαν έκθετο στην πόρτα του Δήμου και άφησε τη δωρεά του όντως κι όχι κατά επίφασιν αγίου, έρμαιη στις διαθέσεις και την άγνοια των μόλις ανωτέρω.
Ολοι αυτοί της εγκόσμιας και εκκλησιαστικής εξουσίας, που σοβαροφανώς ανιούσαν και νύσταζαν στον Καθεδρικό της πόλης στο μνημόσυνο και υπήρχαν σώματι στην εκδήλωση που ακολούθησε στη στρατιωτική αίθουσα Φίλιππος, χαμένοι στον κόσμο τους ο καθένας ν’ ακούει και να μην καταλαβαίνει επί της ουσίας τίποτε, υποκρινόμενοι πως βιώνουν σχεδόν τη μέθεξη του πνεύματος, άλλοι του εγκόσμιου κι άλλοι του αγίου, κοιμώνταν τον ύπνο εν ξύπνω του αδιάφορου έως του εν επιγνώσει αδίκου.
Ο μέγας άρχων της τελετής σεβασμιότατος εκτός ορίων μητροπόλεώς του, Παναγιώτατος εντός της Θεσσαλονίκης, έκλεισε το λόγο του με τον λήρο περί της Σκοπιανο-μακεδονικής μας δυσανεξίας με μια (πασίγνωστη) αλλά «αποκλειστική αποκάλυψη χαρτών με γκρίζες αμφισβητούμενες ζώνες της Μακεδονίας» των ελεεινών Σκοπιανών και το εκκλησίασμα, ως συνήθως κεχηναίο, εντυπωσιάστηκε σφόδρα. Αμέσως μετά σήμανε την απόλυση. Ομως στην έξοδο του ναού τον επανέφεραν, ευτυχώς, στη τάξη οι τοπικοί παράγοντες Δήμαρχος και Βουλευτές: «Κάτσε στ’ αυγά σου δέσποτα πολυέλεε δεν σε αφορούν άμεσα αυτά· εδώ δεν είναι διανομή μητροπόλεων και θρόνων για να παίζεις επί μακρόν με όσην έκτασιν πολιτικού νοός διαθέτεις. Γι αυτά να μιλάς εκεί που γίνεται δημόσιος διάλογος με συνέπειες κι αντίλογο κι όχι στα μονόπαντα κηρύγματα. Ηττήθημεν κατά κράτος στα Σκοπιανο-μακεδονικά (βάλατε εδώ κι υμείς και οι συν αυτώ τον ιερόν σας δάκτυλο). «Με το ζερβί το δάχτυλο ρίξε στα βόδια άχυρο» επιμένει ο λαϊκός ποιητής. Ας περισώσομεν ό,τι ακόμα έχει μείνει από τα ράκη της εθνικής μας αξιοπρέπειας κι ας το βουλώσουμε, κυβερνήσεις, πολιτικοί με τις «πολιτικές» τους πολιτικές κ.λπ., άνθρωποι δε κι ανθρωπάρια εν γένει».
Στην εκδήλωση, έψαλαν, οι μόνοι επώνυμα ανυπόκριτοι, ο Σύλλογος ψαλτών «Ιάκωβος Ναυπλιώτης», ύμνους του αοίδιμου Μητροπολίτη και στο τέλος μοιράστηκε ημερολόγιο ως αντίδωρο, εκδοθέν αναλώμασι της Ν. Αυτοδιοίκησης Κοζάνης εννοείται. Κι αν δεν έχουν πληρώσει οι κατά καιρούς Νομάρχες και η Ν. Αυτ. Κζνς υπέρ συνήθως αχρήστων ή αλυσιτελών έργων της τοπικής μητροπόλεως! Αλλά, το είπαμε πλειστάκις το μπρεχτικόν: «Εξουσίες (ολιγόνοες επί το πλείστον) που αλληλογλείφονται σαν ερωτιάρες γάτες». Το φετινό ημερολόγιο (απ’ αυτά που τα πετάς αχρησιμοποίητα μόλις τα ξεφυλλίσεις και δεις πότε είναι οι νηστείες της Εκκλησίας μας για να μην πέσεις στο αμάρτημα της κατάλυσης παρανόμων φαγητών (Λόγος ΙΔ’ της Κλίμακος), και ποιοι καμαρώνουν εισπηδήσαντες εντός του, όπως οι ταοί της Μονής Βλατάδων ή προβάλλονται εις υγείαν του κορόιδου κ. Νομάρχου και της κυρίας του Ν.Α. του τώρα), είναι αφιερωμένο (sic) στον δεκαετή ελλείποντα της Μητροπόλεως. Αυτής της οποίας ο τοπικός αρχιεπίσκοπός της δεν έχασε αφορμή να δείξει εκ νέου την πνευματική του ανωτερότητα και στο μνημόσυνο βράβευσε -όχι θα τον άφηνε- τον πρώτο χειροτονηθέντα ιερέα από τον Διονύσιο Ψ. Αυτός βράβευσε για τις επιδόσεις τους, μέχρι και την Παναγία, μητέρα του Χριστού για όσους το αγνοούν, και τον Αγιο Νικόλαο, επίσκοπο Μύρων της Λυκίας). Συγκλονιστικό ενσταντανέ του διαπράγματος! Ομολογώ με κατέπληξε! Πως το σκέφτηκε ο ευλογημένος;
Στο ημερολόγιο τσέπης δεν αναφέρεται, στο βίο του Δ.Ψ. η βιβλιοθήκη και η δωρεά της. Ισως γιατί όλοι θέλουν να ξεχάσουν την ύβρη που διέπραξαν με έργα οι παραλήψεις, με πηγαίο φθόνο ή γνήσια ζήλια, κάποιοι απ’ αυτούς που μετείχαν στη φανταχτερή, δεκαετή μνημοσύνη, ή λησμοσύνη του αλησμόνητου ιεράρχη.
- Αμήν. Αγίου Σπυρίδωνος του θαυματουργού
Με αφορμή τα10 χρόνια από την κοίμηση του Μητροπολίτη Διονυσίου Ψαριανού εκ της νήσου Ανδρου
Του Β. Π. Καραγιάννη
«Ηχθην στην απόφαση», που θα έλεγε κι ο εντιμότατος κύριος Δεσπότης των παρά τον Αλιάκμονα εκκλησιαστικών μας πραγμάτων ή έλαβα καιρό επί το εκκλησιαστικότερον, να αφεθώ σε ημισοβαρούς σχολιασμούς στα όσα άκουσα την βδομάδα της θρησκευτικής εορτής της πόλεως (6/12), αλλά και του μνημοσύνου (9/12), για τα δέκα χρόνια από την εκδημία του μητροπολίτη Διονυσίου Ψαριανού, σε συνδυασμό με την περικοπή του Ευαγγελίου της Κυριακής Ι’ Λουκά: «Υποκριταί, έκαστος υμών τω σαββάτω ου λύει τον βουν αυτού ή τον όνον από της φάτνης και απαγαγών ποτίζει;».
«Φυσικά και Σάββατο ποτίζει και βόδι και γομάρι
όποιου της μοίρας του ‘λαχε τέτοιο ειδικό σαμάρι»
Από τηλεοράσεως, στην Αθήνα μάλιστα, άκουσα τον Δήμαρχο Κοζάνης να δηλώνει τη μέρα του πολιούχου της πόλεώς του, ήδη εκ της πολιτικής χρησικτησίας, μπορεί να τη θεωρεί κτήμα του, πως: «ο άγιος Νικόλαος προστάτευσε κι έσωσε την πόλη τα μαύρα χρόνια της τουρκοκρατίας και μετά βέβαια». Για σταθείτε, όμως, κύριε πολυχρόνιε τ. πρόεδρε πασών των δημάρχων Ελλάδος; Εχετε αποδείξεις γι’ αυτό που είπατε ιστορικές, γραπτές φυσικά, είτε και μεταφυσικές, ας πούμε, με ειδική, πιθανόν, εις υμάς υπόμνηση περί αυτών, εν ύπνω ή εν τω ξύπνω σας; Ως γνωστόν επί τουρκοκρατίας δεν εγκαταστάθηκαν Τούρκοι στην πόλη, από δε το 1660 ο μεγαλέμπορος υποδημάτων Χαρίσιος Τράντας, (αν ζούσε σήμερα θα ήταν μόνιμος πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου και μαζί με τον Δήμαρχο θα έκαναν δηλώσεις κάτω από το καναμπαριό [1850] δίπλα από το λαμπιονό-δεντρο επί τη ενάρξει των εορταστικών λιανεμπορικών εορτών κ.λπ.), κατάφερε με βαρβάτες δωροδοκίες κι άλλα θεμιτά κι αθέμιτα μέσα του καιρού και του τρόπου του, να θέσει την τότε κοινότητα και πόλη μετέπειτα, στην προστασία της Σουλτανομήτορος. Αυτό σήμαινε σημαντικά προνόμια για την θρησκεία και το εμπόριο. Γράμματα σπουδάγματα μάθαιναν στο Κρυφό σχολειό της Σχολής της Κοζάνης (1668), ένα οιονεί πανεπιστήμιο τω καιρώ εκείνω, με δασκάλους, όπως ο Ευγένιος Βούλγαρης κι όχι όπως τα σημερινά «μασάλια», με το φεγγαράκι το λαμπρό κ.λπ, που φώτιζε τα «παρταλόπκα και μη» να πηγαίνουν σ’ αυτό, ότι δεν είχε ακόμα εφευρεθή ο ηλεκτρισμός των Καϊλαρίων. Ούτε τζαμί κτίστηκε, εκτός από το φουγάρο του πρώτου ατμοκίνητου εργοστασίου, αλευρόμυλος ιταλικών συμφερόντων (1881) στην περιοχή του φανού Γητιάς, που για χρόνια νόμιζαν ότι είναι τζαμί, επομένως ο άγιος δεν είχε να επιδείξει συγκεκριμένο έργο σωτηρίας. Στην επιδρομή των αγαρηνών-Κονιάρων από την περιοχή των Καραγιαννίων ανήμερα των Θεοφανίων (1770) και την τετραήμερη άλωσή της το 1787 από τους παραπάνω συν τους εκ του Καράτζιλαρ βαζιβουζούκους, όχι μόνον δεν την έσωσε αλλά η πόλη δηώθηκε. Ενώ, ένας εγκόσμιος άγιος, ο δεσπότης Βενιαμίν (1818-1850) το 1822, αυτός ναι, έσωσε την πόλη από τους Τούρκους, όταν μετά την καταστροφή της Νάουσας ήρθε αποφασισμένος ο καταστροφέας της Αμπαλαμπούτ, να καταστρέψει εκ θεμελίων την Κοζάνη γιατί βοήθησαν 124 άνδρες και δύο γυναίκες Ναουσαίους πρόσφυγες, τους οποίους φυγάδευσαν δια μέσου της Βιβλιοθήκης και του υπονόμου της ως την οικία Μεγδάνη κι από κει προς Νότον. Κατάφερε, ο δαιμόνιος ρασο-διπλωμάτης, με ρουσφέτια (δύο ημιόνους κεκοσμημένους μεγάλης αξίας), γλειψίματα, τεμενάδες, παρακλήσεις, δωροδοκίες, να τον συγκρατήσει. Δεν θα υπήρχε σημερινή Κοζάνη για να εκλέγεται ο Δήμαρχος της πέντε φορές, αν δεν υπήρχε αυτός ο μέγας Μητροπολίτης. Η τοπική πατρίς ευγνωμονούσα και επειδή δεν γνώριζαν τα στοιχεία της φυσιογνωμίας του, έστησε ένα μεγαλειώδη ανδριάντα στην πλατεία, φατσικά υπέρ του δεσπότη Ιωακείμ, αλλά αυτόν εννοούσαν σίγουρα οι κοζανίτες συμ-πατριώτες. Ετσι κάθε ημιαργία του Πολυτεχνείου και της Εθνικής Αντιστάσεως καταθέτουν στεφάνια και λένε ποιήματα ενώπιόν του. Ο μόνος εξωκόσμιος άγιος που βεβαιωμένα ιστορικά συνέδραμε την πόλη, ήταν ο άγιος Νικάνορας, λείψανα του οποίου περιέφεραν, την εποχή της ισπανικής, θανατηφόρου γρίπης το 1918 στην πόλη, και δεν τόλμησε αυτή να εισέλθει σε χώρο ελεγχόμενο από την ευωδία τους. Στα χρόνια μας η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας Ζιδανιώτισσας έβαλε το χέρι της κι ο σεισμός της 13ης /5/1995 πέρασε αναίμακτος. Αν και κατά την ταπεινή μου γνώμη η ελάσσων αγία Γλυκερία που τότε εφημέρευε, μας σκέπασε με τη σκέπη της.
(«Τα είπα έτσι για να περνάει η ώρα της εορταστικής μέρας», θα σου πει ο κ. Δμρχς, «Θυμηθείτε τι αφόρητες κοινοτοπίες έως ανοησίες ξεφουρνίζουμε όλοι μας, ενώπιων των τοπικών τηλεοράσεων, για να διασκεδάζει το κοινό με την ημιμάθειά μας σε κάθε εθνική επέτειο και γιορτή»).
Επιμύθιον. Οι άγιοι σώζουν σίγουρα τις ψυχές των ανθρώπων και δι’ αυτών και τα σώματα. Ομως στην σωτηρία ολόκληρων πόλεων δεν νομίζω ότι τα καταφέρνουν· πλην μιας εξαιρέσεως στην ιστορία, της Παναγίας Άχραντου και Υπερευλογημένης Θεοτόκου η οποία έσωσε την Κωνσταντινούπολη από την επιδρομή των Αβάρων (626), οι πρόγονοι των σημερινών ορθοδόξων Σλάβων, και τότε Της επλέχθη ο μελωδικότατος «Ακάθιστος ύμνος», ο οποίος σημειωτέον υπάρχει μόνον στην ελληνική Ορθοδοξία.
[Τι μ’ έπιασε, μέρες που είναι, τόσος ορθολογισμός, ενώ κατά βάθος το θρησκευτικό αίσθημα σαν την «ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι».]
Η συνέχεια και πάλι επί της τηλεοπτικής οθόνης. Την Κυριακή 9/12- Σύλληψις Αγίας Αννης- ετελέσθη αρχιερατική λειτουργία, μετ’ όρθρου παρακαλώ κατά το πρόγραμμα, και μνημόσυνο για την συμπλήρωση 10 χρόνων από την εκδημία του Μητροπολίτου Διονυσίου Ψαριανού (1957-1997). Παρούσα μια πεντάδα μιτρο-λαμπροφορεμένων δεσποτάδων. Αρχιερατικό μνημόσυνο σημαίνει υψηλών προδιαγραφών διαμεσολάβηση προς τον Κύριον για την ανάπαυσιν της ψυχής του υπέρ ου. Εν τω μεταξύ ποιος θυμάται σήμερα, και γιατί άλλωστε, τον αλήστου μνήμης Μητροπολίτη Δ.Ψ; Κανείς, πλην από τους άμεσα συγγενείς εξ αίματος και χαλαρά οι εκ πνεύματος, κάτι σαν τον απόηχο μιας ευγενικής ύπαρξης που περιίπταται ουρανόθεν, δηλαδή στο πουθενά, κι επιγείως στα υλικά του έργα. Κι αυτό είναι νόμος στη φύση. Μόνον τα υλικά έργα μένουν για να διαιωνίζουν κάπως τον απελθόντα. Εργα τους είναι και κάποιες πράξεις που μυρίζουν ή ακόμα καλύτερα μένουν με κάποιο υλικό αντίκρισμα. Λ.χ. ο Κ. Γκέρτσιος που δώρισε το κτίριο να γίνει οικοτροφείο απόρων κορασίδων νοσοκομειακής επιστήμης και πρακτικής και για να εγκαθίσταται εκεί το επιχειρηματικό (ως μέγας επιχειρηματίας που ήταν) επιτελείο της μητροπόλεως. Ο Γ. Τιάλιος έκτισε το γηροκομείο, ο παλαιότερος Π. Χαρίσης την Χαρίσειο Γεωργική Σχολή, που σήμερα ούτε τ’ όνομά του φέρει ως Διεύθυνση συγκοινωνιών. Αλλά και νεότεροι δωρητές και δωρήτριες που έδωσαν χρήματα να γίνουν το νοσοκομείο, σχολεία, νηπιαγωγεία, πλατείες κ.λπ. Οι αδελφοί Κοβεντάροι δώρισαν το υπό ριζική, επιτέλους, ανακαίνιση, Κοβεντάρειον συνεδριακό κέντρο και την ήδη υπό κατεδάφιση προέκταση του Δημαρχείου που στεγάστηκε κάποτε η Δημοτική Βιβλιοθήκη, και στην οποία τώρα εδράζεται το Δημοτικό Ταμείο ένθα και επιβιώνει, ως σπάνιον και πολύτιμο είδος, ο μοναδικός τόσον ευσυνείδητος υπάλληλος κ. Μαν. Δεληγεωργίδης. Ο μακαριστός, όπως τον αποκαλούν τώρα και γεμίζει το στόμα τους με μεταφυσικό αλλά φτηνό άρωμα ανάμνησης, Διονύσιος Ψ., φτωχός σε περιουσιακά στοιχεία («Με τη βοήθεια το Θεού κατάφερα να μείνω φτωχός») έγραφε στη διαθήκη του· ούτε βίλες, ούτε καν ένα απλό μοναχικό «κάθισμα» απέκτησε, ούτε άλλα μάταια πράγματα που χαρακτηρίζουν τους χλιδάτους του κόσμου και της ιεραρχίας. Ως μόνη περιουσία κατέλιπε μια τεράστια σε μέγεθος και ποιότητα βιβλιοθήκη την οποία δώρισε στο Δήμο και στη Βιβλιοθήκη, τη ημέρα της αεράτου σύστασης (και θλιβερής κατάληξης), του Ινστιτούτου Βιβλίου και Ανάγνωσης. (Τι γίνονται άραγε αυτά τα δύο συναρπαστικά δημιουργήματα και η συνισταμένη τους «Κοζάνη πόλη του βιβλίου;»). Αυτοί που την παρέλαβαν με φόβο θεού κι ανθρώπων την τακτοποίησαν σε ειδικό χώρο που φέρει το όνομα του μέγα δωρητή, και είχαν ορίσει την ενιαία ύπαρξη της και διαχείρισή της, όπως αξίζει σ’ αυτή τη μεγαλειώδη δωρεά στα γράμματα και τον πολιτισμό της πόλης. Αυτοί που την περίλαβαν μετά, τα λεγόμενα «άδεια σακιά» των γραμμάτων του δήμου τα οποία τοποθετούσε εκεί ο κ. Δμρχς για να τα ξεφορτωθεί από τα άλλα αξιώματα, την διέλυσαν, την παραπέταξαν την κατέστρεψαν σαν ενιαίο σύνολο πνευματικού πράγματος, μετατρέποντας τον ευλογημένο της χώρο σε οίκο του δημοτικο-εκλογικού τους μαγειρείου. Ο Δήμος Κοζάνης έδωσε το χρυσό μετάλλιο της πόλης στον Επίσκοπο για τη δωρεά του κι αμέσως μετά για να ισορροπίσει κάπως τα πράγματα συμμορφούμενος και με την εν γένει αισθητική του, απένειμε το αυτό χρυσίον διπλής όψεως (Γ. Λασσάνη και άγιο Νικόλαο φέρει στις δύο όψεις του) στην κυρία Δόμνα Σαμίου για την πρωτοποριακή, αποκριάτικη σύνθεσή της: «Πως το τρίβουν το πιπέρι του διαβόλου οι καλογέροι». Ενώ ο καημένος κ. Ιάκωβος Καμπανέλης ηξιώθη, ανεξήγητα γιατί, μόνον της αργυράς διακρίσεως του Δήμου. Ισως για το θεατρικό του «Πρόσωπα για βιολί κι ορχήστρα». που συνόρευε με τον τοπικό πνευματικό περίγυρο. Παιδιά –βιολιά που λεν.
Οι κατά καιρούς πρόεδροι των θεσμών του Δήμου που έχουν σχέση με τα γράμματα, αυτές δηλαδή οι εκρηκτικές προσωπικότητες του πνεύματος και της ευαισθησίας, τ’ ανωτέρω άδεια σακιά δηλαδή, σ’ αυτούς τους ρόλους θέλουν να τους γεμίσουν όπως όπως αρπάζοντας από εδώ κι από κει, ό,τι να ‘ναι σε δουλειά να βρίσκονται, αυταρεσκο-βαυκαλιζόμενοι ότι, τέλος πάντων είναι κάτι, όπως είναι και φαίνονται φυσικά κι αυτοί και τα έργα τους. «και κατά τα έργα σου κι αλληλούια» λέει ο λαός. Κατάφεραν τη μόνη μεγάλη κι υλική δωρεά του Διονυσίου Ψ. να την ευνουχίσουν να την αποψιλώσουν, και να τη φέρουν δηλαδή στα μέτρα της απελπισίας τους.
Από κοντά η οικογένεια του δωρητή - αρχιερέα που εγκατέλειψε τη βιβλιοθήκη από την εποπτεία της, όπως είχε εκ των γραπτά συμφωνηθέντων, υποχρέωση, σαν έκθετο στην πόρτα του Δήμου και άφησε τη δωρεά του όντως κι όχι κατά επίφασιν αγίου, έρμαιη στις διαθέσεις και την άγνοια των μόλις ανωτέρω.
Ολοι αυτοί της εγκόσμιας και εκκλησιαστικής εξουσίας, που σοβαροφανώς ανιούσαν και νύσταζαν στον Καθεδρικό της πόλης στο μνημόσυνο και υπήρχαν σώματι στην εκδήλωση που ακολούθησε στη στρατιωτική αίθουσα Φίλιππος, χαμένοι στον κόσμο τους ο καθένας ν’ ακούει και να μην καταλαβαίνει επί της ουσίας τίποτε, υποκρινόμενοι πως βιώνουν σχεδόν τη μέθεξη του πνεύματος, άλλοι του εγκόσμιου κι άλλοι του αγίου, κοιμώνταν τον ύπνο εν ξύπνω του αδιάφορου έως του εν επιγνώσει αδίκου.
Ο μέγας άρχων της τελετής σεβασμιότατος εκτός ορίων μητροπόλεώς του, Παναγιώτατος εντός της Θεσσαλονίκης, έκλεισε το λόγο του με τον λήρο περί της Σκοπιανο-μακεδονικής μας δυσανεξίας με μια (πασίγνωστη) αλλά «αποκλειστική αποκάλυψη χαρτών με γκρίζες αμφισβητούμενες ζώνες της Μακεδονίας» των ελεεινών Σκοπιανών και το εκκλησίασμα, ως συνήθως κεχηναίο, εντυπωσιάστηκε σφόδρα. Αμέσως μετά σήμανε την απόλυση. Ομως στην έξοδο του ναού τον επανέφεραν, ευτυχώς, στη τάξη οι τοπικοί παράγοντες Δήμαρχος και Βουλευτές: «Κάτσε στ’ αυγά σου δέσποτα πολυέλεε δεν σε αφορούν άμεσα αυτά· εδώ δεν είναι διανομή μητροπόλεων και θρόνων για να παίζεις επί μακρόν με όσην έκτασιν πολιτικού νοός διαθέτεις. Γι αυτά να μιλάς εκεί που γίνεται δημόσιος διάλογος με συνέπειες κι αντίλογο κι όχι στα μονόπαντα κηρύγματα. Ηττήθημεν κατά κράτος στα Σκοπιανο-μακεδονικά (βάλατε εδώ κι υμείς και οι συν αυτώ τον ιερόν σας δάκτυλο). «Με το ζερβί το δάχτυλο ρίξε στα βόδια άχυρο» επιμένει ο λαϊκός ποιητής. Ας περισώσομεν ό,τι ακόμα έχει μείνει από τα ράκη της εθνικής μας αξιοπρέπειας κι ας το βουλώσουμε, κυβερνήσεις, πολιτικοί με τις «πολιτικές» τους πολιτικές κ.λπ., άνθρωποι δε κι ανθρωπάρια εν γένει».
Στην εκδήλωση, έψαλαν, οι μόνοι επώνυμα ανυπόκριτοι, ο Σύλλογος ψαλτών «Ιάκωβος Ναυπλιώτης», ύμνους του αοίδιμου Μητροπολίτη και στο τέλος μοιράστηκε ημερολόγιο ως αντίδωρο, εκδοθέν αναλώμασι της Ν. Αυτοδιοίκησης Κοζάνης εννοείται. Κι αν δεν έχουν πληρώσει οι κατά καιρούς Νομάρχες και η Ν. Αυτ. Κζνς υπέρ συνήθως αχρήστων ή αλυσιτελών έργων της τοπικής μητροπόλεως! Αλλά, το είπαμε πλειστάκις το μπρεχτικόν: «Εξουσίες (ολιγόνοες επί το πλείστον) που αλληλογλείφονται σαν ερωτιάρες γάτες». Το φετινό ημερολόγιο (απ’ αυτά που τα πετάς αχρησιμοποίητα μόλις τα ξεφυλλίσεις και δεις πότε είναι οι νηστείες της Εκκλησίας μας για να μην πέσεις στο αμάρτημα της κατάλυσης παρανόμων φαγητών (Λόγος ΙΔ’ της Κλίμακος), και ποιοι καμαρώνουν εισπηδήσαντες εντός του, όπως οι ταοί της Μονής Βλατάδων ή προβάλλονται εις υγείαν του κορόιδου κ. Νομάρχου και της κυρίας του Ν.Α. του τώρα), είναι αφιερωμένο (sic) στον δεκαετή ελλείποντα της Μητροπόλεως. Αυτής της οποίας ο τοπικός αρχιεπίσκοπός της δεν έχασε αφορμή να δείξει εκ νέου την πνευματική του ανωτερότητα και στο μνημόσυνο βράβευσε -όχι θα τον άφηνε- τον πρώτο χειροτονηθέντα ιερέα από τον Διονύσιο Ψ. Αυτός βράβευσε για τις επιδόσεις τους, μέχρι και την Παναγία, μητέρα του Χριστού για όσους το αγνοούν, και τον Αγιο Νικόλαο, επίσκοπο Μύρων της Λυκίας). Συγκλονιστικό ενσταντανέ του διαπράγματος! Ομολογώ με κατέπληξε! Πως το σκέφτηκε ο ευλογημένος;
Στο ημερολόγιο τσέπης δεν αναφέρεται, στο βίο του Δ.Ψ. η βιβλιοθήκη και η δωρεά της. Ισως γιατί όλοι θέλουν να ξεχάσουν την ύβρη που διέπραξαν με έργα οι παραλήψεις, με πηγαίο φθόνο ή γνήσια ζήλια, κάποιοι απ’ αυτούς που μετείχαν στη φανταχτερή, δεκαετή μνημοσύνη, ή λησμοσύνη του αλησμόνητου ιεράρχη.
- Αμήν. Αγίου Σπυρίδωνος του θαυματουργού
Καζαντζακης 50 χρονια υστερα
Καζαντζακικές «σπουδές» στην Κοζάνη
και «Μετοχικές» σπονδές στο Βελβεντό
Του Β. Π. Καραγιάννη
Ξανάρθε, λοιπόν, την σήμερον ο Ν. Kαζαντζάκης, πενήντα χρόνια από το θάνατό του, στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντος, στο μέγα πανελλήνιον. Στα φοιτητικά μας χρόνια οι κλεψίτυπες, φθηνές αλλά γρηγοροδιάβαστες εκδόσεις του, στο κόκκινο πάντα, αραδιασμένες στους πάγκους, που τις τελαλούσαν οι πωλητές ως κάτι το εξωτικό έξω από τη φοιτητική Λέσχη, ολοκλήρωναν, μέσα σ’ ένα αναγνωστικό ενθουσιασμό, τη μαθητική έναρξη γνωριμίας του μυθιστορηματικού κόσμου, του Νίκου Καζαντζάκη (Ν.Κ.), που άρχισε με το «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» (βιβλίο δανεισμένο, άρα και βιβλίο χαμένο έκτοτε). Το 1971, κυκλοφόρησε σε χάρτινη, νόμιμη, έκδοση το πρώτο του βιβλίο το «Συμπόσιο» που πρωθύστερα ερχόταν να συμπληρώσει την αρχική πνευματική «απορία» γι’ αυτόν. Ηταν και οι εποχές που όλα ξεσηκώνονταν μέσα κι έξω: αισθήματα, απαιτήσεις έρωτος αμήχανες ή πιεστικές, αναζητήσεις πολιτικές, όλα ραγδαία μετά την ποδοσφαιρική μας ολοκλήρωση κι εκτόνωση, γνώσεις άγνωστες που μας χτυπούσαν σαν ανοιξιάτικες μπόρες, διεγέρσεις παντός καιρού και τρόπου. Διότι είμασταν νέοι.
Η ηλικιακή φάση ζητούσε κάτι παραπάνω. Ετσι η «Οδύσσειά» του, σε βαριά χάρτινη εμφάνιση, Δ’ Εκδοση, (Χειμώνας του 1972).
«Ηλιε μεγάλε ανατολίτη μου, χρυσό σκουφί του νου μου
αρέσει μου στραβά να σε φορώ, πεθύμησα να παίξω
όσο να ζεις, όσο να ζω κι εγώ, για να χαρεί η καρδιά μας»
Από τότε υπήρχε άψυχη, αδιάβαστη αλλά μαγικά κι ερμητικά απόμακρη, σε κάθε γραφείο και χώρο που αφήνονταν το σώμα κι η ψυχή, για 20 ολόκληρα χρόνια· όσα χρειάστηκε, δηλαδή, για να επιστρέψει ο ήρωας του τυφλού ποιητή από τότε που έφυγε από την Ιθάκη προς Τροία μεριά. Κι όταν επιτέλους Αυτός τον επέστρεψε, απορφανισμένο από συντρόφους, τον άρπαξε ο ανοιχτομάτης μας ποιητής και μέγας ταξιδιώτης, να τον οδηγήσει πέρα από τις γνώριμες θάλασσες, τους κόλπους και τις αγκαλιές, τη θαλπωρή του συνηθισμένου, την αφόρητη αγάπη του οικείου, σε μια αναζήτηση του μεγάλου τίποτα, για το οποίο φλεγόταν η ψυχή του Ν. Κ. Δεν ησύχαζε πουθενά και σε τίποτε· σε κανένα τόπο, σε κανένα θεό, σε καμιά πίστη. Στις μονιές της ακρότατης ανθρώπινης απελπισίας για την παρουσία-απουσία του Θεού («Μου ζήτησε ο Θεός βοήθεια και τρέχω να τον σώσω» Ασκητική) να μην ησυχάζει και να αναβοσβήνει -κοσμική φωτιά - η αχόρταγη ψυχή του για το άλλο, το μακρινό, το μηδέν εν τέλει. Για 20 χρόνια έτσι ζούσα με το έργο αυτό σε μια διαπάλη, μια διεξαγωγή πράγματος, μια γεμάτη προσπάθεια κατανόησης, με αγωνία, πισωγυρίσματα, παραιτήσεις, επιστροφές, και κάθε φορά, ανάλογα με τις πνευματικές ορέξεις κι ενοχλήσεις να τη σταματώ ή να την ξαναρχίζω.
«Μάνα, κι αν έχεις δείπνο γέψου το, κρασί ξεφάντωσέ το,
μάνα, κι αν έχεις στρώμα ξάπλωσε τα χοντροκόκαλα σου·
δεν θέλω, μάνα, πιά κρασί να πιώ μήτε ψωμί ν’ αγγίξω·
απόψε βίγλισα τον αγαπό σα στοχασμό να σβήνει”.
(11 Σεπτεμβρίου 1992)
Για να μπορώ τώρα -εδώ και καιρό- να ισχυρίζομαι ενώπιον παντός, συνήθως αδιάφορου, ότι ναι, διάβασα κι εγώ το μεγαλύτερο έπος της λευκής φυλής, των 33.333 στίχων (το οποίο αυτό το τέρας της πνευματικής θέλησης έγραψε …εφτά φορές). Και λοιπόν; Πώς και πού να εξαργυρώσω αυτή την αναγνωστική μου ματαιότητα; Σε τι έγινα καλύτερος ή χειρότερος μετά από αυτή τη διεξαγωγή; Σε τίποτε. Τι έμεινε ως αίσθημα ή μεταίσθημα απ’ αυτό; Από τον «Καπετάν Μιχάλη» μου έμεινε η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, τουλάχιστον. Διαβάζεται, άραγε, σήμερα ο Ν. Κ.; Λείπει από το αναγνωστικό κοινό και γιατί; Οι μελετητές του το ψάχνουν και δίνουν σ’ αυτό πολλές ερμηνείες. Όπως λ.χ. συζητείται και γιατί δεν διαβάζεται ο Παλαμάς αλλά όχι κι ο Καβάφης; ή διαβάζεται ο Σολωμός αλλ’ όχι ο Σικελιανός. Το εκκωφαντικό, το μεγαλειώδες, το στομφώδες υποχωρεί ευθέως ανάλογα με το παγκόσμιο στις διαθέσεις του κοινού των αναγνωστών. Κάποτε λέγανε ότι ήταν αφύσικο να είσαι νέος και να μην περάσεις από την ψευδαίσθηση του επαναστάτη ή την αυταπάτη του κομμουνιστή. Αργότερα φυσικά ημέρευαν τα πάθη, νομοτελειακά. Ομοίως έπρεπε κάποτε να περάσεις, στο νεοελληνικό επίπεδο, την αντίστοιχη φάση του καζαντζακικού κόσμου, για να προχωρήσεις, ανεπίστροφα γι’ αυτόν, σε πιο φυσιολογικές συζητήσεις με τον εαυτό σου πρώτα, αλλά και σε αναγνώσεις των άλλων. Σήμερα και τα δύο στάδια είναι μια ξεπερασμένη συνθήκη αρχείου.
Σε μια «Περιπλάνηση ένδον» μου στο καταληκτικό της αφήγημα με τίτλο «Ο Οδυσσέας, οι Οδύσσειες και η διάβαση στον Λέοντα», προσπάθησα να δέσω όπως όπως, με κόμπους εύκολα λυτούς σε όσους γνώριζαν, τα πρόσωπα στις δύο Οδύσσειες, του Ν.Κ. και του Ομήρου, με τον «Οδυσσέα» του Τζόυς.
Ξηλώνω μια δυο παραγράφους του.
«Σκύβω και προσκυνώ τις τέσσερις γωνιές του πάνω κόσμου
Τα τετραθέμελα του νου ψωμί, κρασί, φωτιά, γυναίκα» (Ν.Κ., «Οδ.»).
«Εχω μπροστά μου και τις τρεις εκδοχές της ανθρώπινης περιπλάνησης. Τη αρχική αρχαία, την προέκταση και συνέχεια της και τη μεταγραφή της στο σήμερα. Γυρίζω από σελίδα σε σελίδα, από κρεβάτι σε κρεβάτι, από όνειρο σε όνειρο. Η ταυτόχρονη επί τρία περιδιάβαση είναι μια εμπειρία ξεχωριστή. Η Ομηρική δίνει την αίσθηση της σταθερότητας, της διάρκειας, της αιώνιας προσπάθειας και της τελικής επιστροφής. Η Καζαντζακική, την αξεδίψαστη επιθυμία για το καινούργιο, το διαφορετικό, το ξένο προς το καθημερινό αλλοτριωτικό πλαίσιο διαβίωσης, για τα απλά που θέλουμε αλλά δεν μπορούμε να γνωρίσουμε, για τα ταξίδια καθημερινά ή διαρκείας που δεν κάναμε, παρότι κάθε μέρα ταξιδεύουμε ανεπιστρεπτί στο χρόνο· για ό,τι τέλος πάντων υπάρχει στον κόσμο και δεν το ξέρουμε. Τέλος, η Τζοϋσική μεταγραφή, το καθημερινό παράλογο της ύπαρξης».
Με τον καιρό περάσαμε σε τοπικό επίπεδο, με τους θεσμικούς νεολογισμούς μας, στη φαντασιακή σχεδόν «Κοζάνη πόλη του βιβλίου» (τώρα ακούω πως τα Γρεβενά θα ανακηρυχτούν πόλη των μανιταριών...), όταν πήραν τα πάνω τους όλα τα πιθανά κι απίθανα όνειρα κι έργα γύρω από τα βιβλία και τα γράμματα, σε βαθμό κορεσμού αλλά και δημιουργικής υπερεπάρκειας για όλους τους συμμέτοχους. Σε μια εκδήλωση για τον Ν. Κ., ο κ. Πάτροκλος Σταύρου, θετός υιός της γυναίκας του (ακόμα ελέγχει ασφυκτικά τις εκδόσεις των έργων του, όμως ασχολίαστες, απρολόγιστες, χωρίς κατατοπιστικές εισαγωγές, αφιλολόγητες κατά συνέπεια) προσπαθούσε να μεταβιβάσει μια σχεδόν εξ επαγγέλματος συγκίνηση, σ’ εμάς, στο ακροατήριο, που τον άκουγε σχεδόν ουδέτερα, με τη συνοδεία προσωπικών υλικών ενθυμημάτων του Ν. Κ. Μέχρι και μια μπλούζα είχε. Όμως δεν κράτησα από τότε τίποτε άλλο πλην τα πρόσωπα της διοργάνωσης: την φιλόλογο Ρίτσα Γκρτζμ., που διηύθυνε το όλον και τον αλήστου, αλίμονο, μνήμης Θεόδωρο Μμλδ., που διάβασε το προοίμιον της «Οδύσσειας» κι ύστερα, εκεί που στα καλά καθούμενα ζούσε, τον καλεσε εσπευσμένα κι αδόκήτα ο «τεντοκρούστης» στις τάξεις του.
Λίγο αργότερα μπλέξαμε με μια μονομελή παρέα Φίλων του Ν.Κ, στον κόσμο, μια πρόχειρη εντελώς οργάνωση με ακόμα πιο πρόχειρες δράσεις και μας παρέσυρε σε συνυπάρξεις το λιγότερο αδιάφορες. Όμως τότε, ευτυχώς, ανεφάνη στον τόπο μας μια μελέτη με θέμα: « Η γυναίκα ως «Αλλος» και η ιδανική γυναίκα στον «Τελευταίο πειρασμό». Ενας ιδιότυπος διάλογος του Ν. Καζαντζάκη με τον Freud και το κίνημα του φεμινισμού”, εκδ. Παρέμβαση, της φιλολόγου Αγνής Ππκστ, που έδωσε μια μικρή κίνηση στις ανύπαρκτες σπουδές για τον Κ. στον τόπο μας. Ο άστοχος συγχρωτισμός με την εταιρεία φίλων του συγγραφέα είχε ένα αντίβαρο φιλικό, επιστημονικό, δημιουργικό κι ενδιαφέρον με ανθρώπους και σχέσεις που ακόμα, σε κάθε ανακάτεμα της στάχτης του, αναζωπυρώνεται. Ετσι κάθε διοργάνωση για τον Ν. Κ. άφηνε πίσω της, σαν εκκρεμότητες, πρόσωπα στη ζωή και μνήμες προσώπων που υπήρξαν.
***
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, φέτος, βρεθήκαμε στο Βελβεντό για να δέσουμε τον Ν.Κ. με το χωριό τού ήρωα του (ας τον ονομάσουμε έτσι, αν και ήρωας είναι ο ίδιος ο συγγραφέας στο έργο) στο «Βίος και πολιτεία Αλέξη Ζορμπά», τον Γ. Ζορμπά, που σαν πρώτη ανθρώπινη ύλη καταγόταν από το Καταφύγι Πιερίων. Πάλι σε ανούσιο συγχρωτισμό με εκείνη τη μονομελή εταιρεία Φίλων του Ν. Κ. Πώς τα καταφέρνουν ορισμένοι με τις εξουσίες· πώς πείθουν τους ελάχιστα, περί αυτών, νοήμονες· πως τα καταφέρνουν οι καταφερτζήδες παντός καιρού και εμφανίζονται σε ρόλους και καταστάσεις πάντα που συνήθως νοθεύουν το θέμα αλλά πολλαπλασιάζουν το ίδιον όφελος ή το αδηφάγον έρμα τους; Αλλά τα θύματα δεν τελειώνουν ποτέ. Δεν τελειώνουμε ποτέ. Ο άνθρωπος -μιλάμε δι’ εαυτούς- είναι αδιόρθωτος, αδύναμος, ασήμαντος, μοιραίος, έρμαιος διαφόρων παθών άρα και λαθών όπως και υστεροβουλιών. Ημουνα μεν σε θέση ελεύθερη πλέον, αδύναμος όμως να αντισταθώ στις ένδον μου πιέσεις για την αναβίωση του χαμένου μου εγωτισμού. Ετσι ένιωσα εκείνη τη βραδιά κι ευτυχώς με άγριες φωνές κι απειλές απέφυγα το ακόμα χειρότερο, να περιβαλλόμαστε οι ομιλητές -το καραγκιόζ σκηνικό, ακόμα κι ημείς αυτοί οι άσημοι- από κρητικές βρακοφορούσες γλάστρες· γιατί, έλεγαν ότι, έτσι κάνουν στην Κρήτη με το συγγραφέα, όταν μιλούν γι αυτόν. Τι φρίκη, τι κακογουστιά τι μωρός τοπικισμός!
Ας γίνω λίγο πιο σαφής, με την εισαγωγική μου αναφορά, για τα πράγματα που καλούμασταν να διεξέλθουμε ή ό,τι εγώ νόμιζα ως δέον να επισημανθεί, έστω κι εντελώς έξω από το αναζητο-συζητούμενο θέμα, με το οποίο η τοπική διοίκηση αλλά και η ευρύτερη επένδυαν κάπως παρά το ανύπαρκτο, επί της ουσίας, πνευματικό του πράγματος. Μέχρι που λογάριαζαν να κάνουν μουσείο του Γ. Ζορμπά. Μουσείο ενθυμημάτων ενός λογοτεχνικού ήρωος. Άλλο και τούτο!
Ελεγα το λοιπόν:
«Μεταξύ Καταφυγίου και Βελβεντού, στο δρόμο που σήμερα τον ανεβαίνει με ιεραποστολική σχεδόν αφοσίωση ο δασολόγος Νικ. Κρτς -που έφαγε αυτά τα δάση με το κουταλάκι ή την δασονομική σφύρα για να κυριολεκτούμε - έζησε κάποια περίοδο, σε μια καλύβα που έχτιζαν για τους ξυλοκόπους οι ειδικοί επ’ αυτού, ένας Καταφυγιώτης άντρακλας, ξυλοκόπος, ερημίτης που έτρωγε κρέας μέχρι και μουλαριού. Δι’ αιτήσεώς του χρεώθηκε από το δασαρχείο έκταση για να την ξυλεύσει. Εστησε, δηλαδή, ένα αυτοσχέδιο υλοτομείο. Ηταν αριστερός, με ειδική πάντα επιθυμία κι ευχή να διαβάζουν οι άλλοι την ΑΥΓΗ ή τον Ριζοσπάστη, ποιος ξέρει, ανάλογα ποια Αριστερά θυμόταν: την προπολεμική ή μεταπολεμική. Μια δυό φορές πήρα κι εγώ αυτό το εξαίσιο μονοπάτι, βαρύθυμος, από Βελβενδού ως το Καταφύγι κι άκουσα την ιστορία. Σε πολλά του ο οιονεί ερημίτης, θύμιζε μια εκδοχή του Αλέξη Ζορμπά με τα μεταλλεία του, τα λατομεία κι ό,τι άλλο κι όπως κι εγώ τα έμαθα εν αναγνώσει ή σε κινηματογραφική εκτέλεση. Στις υπερβολές και στα ανύπαρκτα, δηλαδή, στοιχεία του βίου και της πολιτείας του. Ο Γ. Ζ. είναι γνωστό πως γεννήθηκε στο Καταφύγι, έζησε πέρα, δώθε, κείθε ένα πλάνητα βίο, του κάπως Οδυσσέα, του κάπως τυχοδιώκτη, πέθανε και ετάφη στα Σκόπια. Αλλά τώρα ακόμα ζει στην διαρκέστερη αθανασία που επιφυλάσσει –δυστυχώς, σε ελάχιστους μόνον θνητούς- η Ιστορία, μετά την ενχώματι φυσική απώλεια: στη διαρκή αιωνιότητα των γραμμάτων. Ο ήρωας -το ιδεατό πρότυπο για έναν βίο, όπως του Αλέξη Ζορμπά, που δεν θα μπορούσε ποτέ να ζήσει ο συγγραφέας Ν. Κ.- ήταν η υπαρκτή μορφή που είχε αυτή την προνομία να υπάρξει ως τέτοια γιατί έπεσε θύμα ευλογημένο μιας εκρηκτικής σκέψης. Δεν ξέρω αν το Καταφύγι έχει αναδείξει άλλους μεγάλους άνδρες στην ιστορία του πραγματικού. Ομως στον κόσμο της λογοτεχνίας, στον κόσμο του φαντασιακού, είναι μάνα γη ενός κορυφαίου ήρωα. Ο Γ. Ζορμπάς ως Αλέξης Ζ. είναι φυσικά κατασκεύασμα του Καζαντζάκη. Η πραγματικότητα δεν τον προικίζει με τα πραγματολογικά στοιχεία του μυθιστορήματος. Απλά σ’ αυτόν ο συγγραφέας έβαλε ό,τι ήθελε ο ίδιος να ζήσει, όπως το ήθελε, για να διακηρύξει παγκόσμια τη φιλοσοφία του· και ο οποίος ήρωας κατέληξε να γίνει κυρίως ταβέρνες και συρτάκι, τη συνοδεία «σουβλάκι με ή χωρίς πίτα».
Μια βέβηλη σκέψη μου ‘ρχεται κι ένας παραλληλισμός, τηρώντας πάντα τις αναλογίες· την επιτρέπω αφού το ‘φερε η μικρή μου διαπλοκή με τα σημερινά:
Μια ύπαρξη του μάταιου κόσμου (το ίδιο μάταιος και στο Μεσαίωνα όπως και σήμερα) που πέρασε στην αιωνιότητα ήταν και η Βεατρίκη, η θεϊκιά αγαπημένη στη «Θεία Κωμωδία», του Δάντη, την οποία μετέφρασε ο Ν. Κ. (Μόλις πέρσι μου χάρισαν την κανονική της έκδοση, και μάλιστα φερμένη από την Πρέβεζα, αλλά ούτε αυτήν ούτε τη φοιτητική κλεψίτυπη διάβασα παρά τις πολλαπλές ενάρξεις, αφού η μετάφραση του Γιώργη Κότσιρα, εκδ. Ζαχαρόπουλου, με κράτησε ως το τέλος της, όπως και τα ανεπανάληπτα αλλά ελάχιστα άσματά της, μεταφρασμένα από τον Γ. Κοροπούλη). Πέρασε η Βεατρίκη στην παγκόσμια γραμματεία και μάλιστα στις απαρχές της, μέσα από το έργο ενός μέγιστου. Ο Γιώργος-Αλέξης Ζορμπάς μένει στη μνήμη, έγινε κι αυτός ένας μη θνητός, μέσα από τα γραπτά του Ν.Κ. Ο γραπτός λόγος είναι μέχρι σήμερα το μόνο σίγουρο μέσον που δημιουργεί τις προϋποθέσεις μιας κάποιας μορφής αθανασίας για τα έλλογα και τ’ άλογα του σύμπαντος, μοναδικού και μοναχικού μας κόσμου. Επομένως, ο μικρός αυτός τόπος οφείλει στον Ν. Κ. ό,τι αυτός οφείλει στο γενεσιουργό ερέθισμά του, τον Γ. Ζορμπά. Οφειλές και οφειλέτες είναι σε μια συνάρτηση χρόνου και σχέσης πνευματικής πλέον, αδιάλυτη. Κι αυτό είναι λίαν ερεθιστικό πράγμα για το σήμερά μας, τουλάχιστον στο πεδίο της ηθικής, μερικής αλληλοαναγνώρισης σε εδαφικό επίπεδο και σε αντίθεση με τους μονοπωλούντες και ακυρώνοντες εν τινι λόγω τον Ν.Κ., Κρήτες πάσης φουρνιάς και παντός τόπου.
Ο Ν.Κ., συνολικά, είναι μια πολύ-πλαγκτη οντότητα ανάγνωσης (Ομηρική ή και Τζοϋσική) ανάλογα με τις ηλικίες, τις διαθέσεις, τους καιρούς και κατά πού γέρνει η ψυχή. Περισσότερο μένεις στην πρώτη και καθοριστική σου μαθητεία, τουλάχιστον στα μυθιστορήματά του. Δύσκολα θα επιστρέψεις στα κορυφαία του έργα, την «Οδύσσεια», ή στα άγνωστα θεατρικά, στα περίφημα Ταξιδιωτικά, στις δύσκολες μεταφράσεις όπως του Ομήρου και Δάντη, τα άγνωστα θεατρικά, αλλά και στις μικρές «Τερτσίνες» που με θέλγουν ορισμένως και σ’ αυτές θα σταθώ για λίγο. Απ’ όπου περνάς, όμως, βιώνεις μια πνευματική δοκιμασία, μια ανάβαση, ένα σκαλί για το παραπέρα.
Τερτσίνες είναι μεγάλα ποιήματα, ομοιοκατάληκτα, γραμμένα στα δαντικά μετρικά πρότυπα. Το βιβλίο, κοντά στις 180, σελίδες έχει 21 τραγούδια για τα οποία ο Ν. Κ. γράφει: «Στα τραγούδια ετούτα θα ‘θελα να μπορούσα να φανέρωνα την ταραχή και τη χαρά που μου δίνουν οι ψυχές που εθρέψαν την ψυχή μου.» Αυτόν τον ψυχοφάγο, με τον ακόρεστο πνευματικό καταπιόνα, αυτοί τον βύζαξαν, λέει, γράφει, το εννοεί, με την αγάπη, την άσκηση, την επιμονή, την αφιλοκέρδεια· «την αντοχή- κι όχι μονάχα την αντοχή παρά τον μισάνθρωπο, πασίχαρον έρωτα της μοναξιάς». Αυτής της μοναξιάς που λάτρεψε σαν θεότητα, πατρίδα της αξεδίψαστης ψυχής του· που τον βοήθησε να δημιουργήσει τα μεγάλα έργα. Οι ψυχοτροφοδότες του, όπως τους τραγουδά στις «Τερτσίνες» ήταν οι: Βούδας, Μωυσής, Χριστός, Μουχαμέτης, Λένιν, Δον Κιχώτης, Μέγας Αλέξανδρος, Τσιγκισχάνος, Χιντεγιόχη, Τόντα Ράμπα, Δάντης, Σαιξπήρος, Λεονάρντο, Γκρέκο, Νίτσε, Αγία Τερέζα, Ελένη, Ψυχάρης. Είναι ποιήματα που έχουν μια αυστηρότητα κλασικής φόρμας και σε συνδυασμό με τη ρωμαλέα έως εκρηκτική γλώσσα, γεμάτα καζαντζακικούς ιδιωματισμούς, σχηματισμούς άγριων και λυρικών λέξεων γίνονται καταφανώς απόμακρα και αποτρέπουν κάθε εύκολη κι ανέμελη προσέγγισή τους. Απαιτούν ιδιαίτερη προσήλωση κι αφοσίωση, για να σ’ αφήσουν κάτι από το μυστικό τους λόγο.
Μικρό δείγμα από την «Τερτσίνα» που είναι αφιερωμένη στον Αγγελο Σικελιανό:
37 Γυναίκα φιλαντρού, κερά και δούλα,
πηλέ θαματουργέ, βαθιά φρεγάδα,
και γιέ μου εσύ, γλυκιά της ζωής φωνούλα,
40 άσβεστη ιερή του αγώνα μας λαμπάδα,
χίλια καλώς στη γης σε βρήκα, γειά σου,
ζεστή μου χωματένια Αγια -Τριάδα!
43 Σαν τον κισσό στα φρένα μου αγκαλιάσου,
σφιχτοπερίπλοκή μου ορθή τερτσίνα!
Να κρεμαστούν στα στρουφιχτά κλαριά σου
46 άστρα οι καημοί, τα κρίματα σαν κρίνα,
βαρύ, δροσάτο ο Χάρος πορτοκάλι,
κι αδρό, χορταστικό σταφύλι η πείνα!
***
Η δυσανάλογα μεγάλη κουστωδία του Βελβεντού, αργά το βράδυ, κατέφυγε στο Μετόχι του δια τα συνήθη περαιτέρω εις υγείαν των όποιων κορόιδων. Σπονδή. Μέτοχος κι εγώ μιας ιστορίας, για την οποία στα μέσα μου κάπως ναυτιούσα αλλά, επιφανειακά ακολουθούσα σε όλα το …επιτραπέζιον πρόγραμμα. Δεν αντέδρασα εγκαίρως, επομένως είμαι και συμμέτοχος αυτών που τώρα θέλω να σαρκάσω.
Ας πρόσεχα.
και «Μετοχικές» σπονδές στο Βελβεντό
Του Β. Π. Καραγιάννη
Ξανάρθε, λοιπόν, την σήμερον ο Ν. Kαζαντζάκης, πενήντα χρόνια από το θάνατό του, στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντος, στο μέγα πανελλήνιον. Στα φοιτητικά μας χρόνια οι κλεψίτυπες, φθηνές αλλά γρηγοροδιάβαστες εκδόσεις του, στο κόκκινο πάντα, αραδιασμένες στους πάγκους, που τις τελαλούσαν οι πωλητές ως κάτι το εξωτικό έξω από τη φοιτητική Λέσχη, ολοκλήρωναν, μέσα σ’ ένα αναγνωστικό ενθουσιασμό, τη μαθητική έναρξη γνωριμίας του μυθιστορηματικού κόσμου, του Νίκου Καζαντζάκη (Ν.Κ.), που άρχισε με το «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» (βιβλίο δανεισμένο, άρα και βιβλίο χαμένο έκτοτε). Το 1971, κυκλοφόρησε σε χάρτινη, νόμιμη, έκδοση το πρώτο του βιβλίο το «Συμπόσιο» που πρωθύστερα ερχόταν να συμπληρώσει την αρχική πνευματική «απορία» γι’ αυτόν. Ηταν και οι εποχές που όλα ξεσηκώνονταν μέσα κι έξω: αισθήματα, απαιτήσεις έρωτος αμήχανες ή πιεστικές, αναζητήσεις πολιτικές, όλα ραγδαία μετά την ποδοσφαιρική μας ολοκλήρωση κι εκτόνωση, γνώσεις άγνωστες που μας χτυπούσαν σαν ανοιξιάτικες μπόρες, διεγέρσεις παντός καιρού και τρόπου. Διότι είμασταν νέοι.
Η ηλικιακή φάση ζητούσε κάτι παραπάνω. Ετσι η «Οδύσσειά» του, σε βαριά χάρτινη εμφάνιση, Δ’ Εκδοση, (Χειμώνας του 1972).
«Ηλιε μεγάλε ανατολίτη μου, χρυσό σκουφί του νου μου
αρέσει μου στραβά να σε φορώ, πεθύμησα να παίξω
όσο να ζεις, όσο να ζω κι εγώ, για να χαρεί η καρδιά μας»
Από τότε υπήρχε άψυχη, αδιάβαστη αλλά μαγικά κι ερμητικά απόμακρη, σε κάθε γραφείο και χώρο που αφήνονταν το σώμα κι η ψυχή, για 20 ολόκληρα χρόνια· όσα χρειάστηκε, δηλαδή, για να επιστρέψει ο ήρωας του τυφλού ποιητή από τότε που έφυγε από την Ιθάκη προς Τροία μεριά. Κι όταν επιτέλους Αυτός τον επέστρεψε, απορφανισμένο από συντρόφους, τον άρπαξε ο ανοιχτομάτης μας ποιητής και μέγας ταξιδιώτης, να τον οδηγήσει πέρα από τις γνώριμες θάλασσες, τους κόλπους και τις αγκαλιές, τη θαλπωρή του συνηθισμένου, την αφόρητη αγάπη του οικείου, σε μια αναζήτηση του μεγάλου τίποτα, για το οποίο φλεγόταν η ψυχή του Ν. Κ. Δεν ησύχαζε πουθενά και σε τίποτε· σε κανένα τόπο, σε κανένα θεό, σε καμιά πίστη. Στις μονιές της ακρότατης ανθρώπινης απελπισίας για την παρουσία-απουσία του Θεού («Μου ζήτησε ο Θεός βοήθεια και τρέχω να τον σώσω» Ασκητική) να μην ησυχάζει και να αναβοσβήνει -κοσμική φωτιά - η αχόρταγη ψυχή του για το άλλο, το μακρινό, το μηδέν εν τέλει. Για 20 χρόνια έτσι ζούσα με το έργο αυτό σε μια διαπάλη, μια διεξαγωγή πράγματος, μια γεμάτη προσπάθεια κατανόησης, με αγωνία, πισωγυρίσματα, παραιτήσεις, επιστροφές, και κάθε φορά, ανάλογα με τις πνευματικές ορέξεις κι ενοχλήσεις να τη σταματώ ή να την ξαναρχίζω.
«Μάνα, κι αν έχεις δείπνο γέψου το, κρασί ξεφάντωσέ το,
μάνα, κι αν έχεις στρώμα ξάπλωσε τα χοντροκόκαλα σου·
δεν θέλω, μάνα, πιά κρασί να πιώ μήτε ψωμί ν’ αγγίξω·
απόψε βίγλισα τον αγαπό σα στοχασμό να σβήνει”.
(11 Σεπτεμβρίου 1992)
Για να μπορώ τώρα -εδώ και καιρό- να ισχυρίζομαι ενώπιον παντός, συνήθως αδιάφορου, ότι ναι, διάβασα κι εγώ το μεγαλύτερο έπος της λευκής φυλής, των 33.333 στίχων (το οποίο αυτό το τέρας της πνευματικής θέλησης έγραψε …εφτά φορές). Και λοιπόν; Πώς και πού να εξαργυρώσω αυτή την αναγνωστική μου ματαιότητα; Σε τι έγινα καλύτερος ή χειρότερος μετά από αυτή τη διεξαγωγή; Σε τίποτε. Τι έμεινε ως αίσθημα ή μεταίσθημα απ’ αυτό; Από τον «Καπετάν Μιχάλη» μου έμεινε η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, τουλάχιστον. Διαβάζεται, άραγε, σήμερα ο Ν. Κ.; Λείπει από το αναγνωστικό κοινό και γιατί; Οι μελετητές του το ψάχνουν και δίνουν σ’ αυτό πολλές ερμηνείες. Όπως λ.χ. συζητείται και γιατί δεν διαβάζεται ο Παλαμάς αλλά όχι κι ο Καβάφης; ή διαβάζεται ο Σολωμός αλλ’ όχι ο Σικελιανός. Το εκκωφαντικό, το μεγαλειώδες, το στομφώδες υποχωρεί ευθέως ανάλογα με το παγκόσμιο στις διαθέσεις του κοινού των αναγνωστών. Κάποτε λέγανε ότι ήταν αφύσικο να είσαι νέος και να μην περάσεις από την ψευδαίσθηση του επαναστάτη ή την αυταπάτη του κομμουνιστή. Αργότερα φυσικά ημέρευαν τα πάθη, νομοτελειακά. Ομοίως έπρεπε κάποτε να περάσεις, στο νεοελληνικό επίπεδο, την αντίστοιχη φάση του καζαντζακικού κόσμου, για να προχωρήσεις, ανεπίστροφα γι’ αυτόν, σε πιο φυσιολογικές συζητήσεις με τον εαυτό σου πρώτα, αλλά και σε αναγνώσεις των άλλων. Σήμερα και τα δύο στάδια είναι μια ξεπερασμένη συνθήκη αρχείου.
Σε μια «Περιπλάνηση ένδον» μου στο καταληκτικό της αφήγημα με τίτλο «Ο Οδυσσέας, οι Οδύσσειες και η διάβαση στον Λέοντα», προσπάθησα να δέσω όπως όπως, με κόμπους εύκολα λυτούς σε όσους γνώριζαν, τα πρόσωπα στις δύο Οδύσσειες, του Ν.Κ. και του Ομήρου, με τον «Οδυσσέα» του Τζόυς.
Ξηλώνω μια δυο παραγράφους του.
«Σκύβω και προσκυνώ τις τέσσερις γωνιές του πάνω κόσμου
Τα τετραθέμελα του νου ψωμί, κρασί, φωτιά, γυναίκα» (Ν.Κ., «Οδ.»).
«Εχω μπροστά μου και τις τρεις εκδοχές της ανθρώπινης περιπλάνησης. Τη αρχική αρχαία, την προέκταση και συνέχεια της και τη μεταγραφή της στο σήμερα. Γυρίζω από σελίδα σε σελίδα, από κρεβάτι σε κρεβάτι, από όνειρο σε όνειρο. Η ταυτόχρονη επί τρία περιδιάβαση είναι μια εμπειρία ξεχωριστή. Η Ομηρική δίνει την αίσθηση της σταθερότητας, της διάρκειας, της αιώνιας προσπάθειας και της τελικής επιστροφής. Η Καζαντζακική, την αξεδίψαστη επιθυμία για το καινούργιο, το διαφορετικό, το ξένο προς το καθημερινό αλλοτριωτικό πλαίσιο διαβίωσης, για τα απλά που θέλουμε αλλά δεν μπορούμε να γνωρίσουμε, για τα ταξίδια καθημερινά ή διαρκείας που δεν κάναμε, παρότι κάθε μέρα ταξιδεύουμε ανεπιστρεπτί στο χρόνο· για ό,τι τέλος πάντων υπάρχει στον κόσμο και δεν το ξέρουμε. Τέλος, η Τζοϋσική μεταγραφή, το καθημερινό παράλογο της ύπαρξης».
Με τον καιρό περάσαμε σε τοπικό επίπεδο, με τους θεσμικούς νεολογισμούς μας, στη φαντασιακή σχεδόν «Κοζάνη πόλη του βιβλίου» (τώρα ακούω πως τα Γρεβενά θα ανακηρυχτούν πόλη των μανιταριών...), όταν πήραν τα πάνω τους όλα τα πιθανά κι απίθανα όνειρα κι έργα γύρω από τα βιβλία και τα γράμματα, σε βαθμό κορεσμού αλλά και δημιουργικής υπερεπάρκειας για όλους τους συμμέτοχους. Σε μια εκδήλωση για τον Ν. Κ., ο κ. Πάτροκλος Σταύρου, θετός υιός της γυναίκας του (ακόμα ελέγχει ασφυκτικά τις εκδόσεις των έργων του, όμως ασχολίαστες, απρολόγιστες, χωρίς κατατοπιστικές εισαγωγές, αφιλολόγητες κατά συνέπεια) προσπαθούσε να μεταβιβάσει μια σχεδόν εξ επαγγέλματος συγκίνηση, σ’ εμάς, στο ακροατήριο, που τον άκουγε σχεδόν ουδέτερα, με τη συνοδεία προσωπικών υλικών ενθυμημάτων του Ν. Κ. Μέχρι και μια μπλούζα είχε. Όμως δεν κράτησα από τότε τίποτε άλλο πλην τα πρόσωπα της διοργάνωσης: την φιλόλογο Ρίτσα Γκρτζμ., που διηύθυνε το όλον και τον αλήστου, αλίμονο, μνήμης Θεόδωρο Μμλδ., που διάβασε το προοίμιον της «Οδύσσειας» κι ύστερα, εκεί που στα καλά καθούμενα ζούσε, τον καλεσε εσπευσμένα κι αδόκήτα ο «τεντοκρούστης» στις τάξεις του.
Λίγο αργότερα μπλέξαμε με μια μονομελή παρέα Φίλων του Ν.Κ, στον κόσμο, μια πρόχειρη εντελώς οργάνωση με ακόμα πιο πρόχειρες δράσεις και μας παρέσυρε σε συνυπάρξεις το λιγότερο αδιάφορες. Όμως τότε, ευτυχώς, ανεφάνη στον τόπο μας μια μελέτη με θέμα: « Η γυναίκα ως «Αλλος» και η ιδανική γυναίκα στον «Τελευταίο πειρασμό». Ενας ιδιότυπος διάλογος του Ν. Καζαντζάκη με τον Freud και το κίνημα του φεμινισμού”, εκδ. Παρέμβαση, της φιλολόγου Αγνής Ππκστ, που έδωσε μια μικρή κίνηση στις ανύπαρκτες σπουδές για τον Κ. στον τόπο μας. Ο άστοχος συγχρωτισμός με την εταιρεία φίλων του συγγραφέα είχε ένα αντίβαρο φιλικό, επιστημονικό, δημιουργικό κι ενδιαφέρον με ανθρώπους και σχέσεις που ακόμα, σε κάθε ανακάτεμα της στάχτης του, αναζωπυρώνεται. Ετσι κάθε διοργάνωση για τον Ν. Κ. άφηνε πίσω της, σαν εκκρεμότητες, πρόσωπα στη ζωή και μνήμες προσώπων που υπήρξαν.
***
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, φέτος, βρεθήκαμε στο Βελβεντό για να δέσουμε τον Ν.Κ. με το χωριό τού ήρωα του (ας τον ονομάσουμε έτσι, αν και ήρωας είναι ο ίδιος ο συγγραφέας στο έργο) στο «Βίος και πολιτεία Αλέξη Ζορμπά», τον Γ. Ζορμπά, που σαν πρώτη ανθρώπινη ύλη καταγόταν από το Καταφύγι Πιερίων. Πάλι σε ανούσιο συγχρωτισμό με εκείνη τη μονομελή εταιρεία Φίλων του Ν. Κ. Πώς τα καταφέρνουν ορισμένοι με τις εξουσίες· πώς πείθουν τους ελάχιστα, περί αυτών, νοήμονες· πως τα καταφέρνουν οι καταφερτζήδες παντός καιρού και εμφανίζονται σε ρόλους και καταστάσεις πάντα που συνήθως νοθεύουν το θέμα αλλά πολλαπλασιάζουν το ίδιον όφελος ή το αδηφάγον έρμα τους; Αλλά τα θύματα δεν τελειώνουν ποτέ. Δεν τελειώνουμε ποτέ. Ο άνθρωπος -μιλάμε δι’ εαυτούς- είναι αδιόρθωτος, αδύναμος, ασήμαντος, μοιραίος, έρμαιος διαφόρων παθών άρα και λαθών όπως και υστεροβουλιών. Ημουνα μεν σε θέση ελεύθερη πλέον, αδύναμος όμως να αντισταθώ στις ένδον μου πιέσεις για την αναβίωση του χαμένου μου εγωτισμού. Ετσι ένιωσα εκείνη τη βραδιά κι ευτυχώς με άγριες φωνές κι απειλές απέφυγα το ακόμα χειρότερο, να περιβαλλόμαστε οι ομιλητές -το καραγκιόζ σκηνικό, ακόμα κι ημείς αυτοί οι άσημοι- από κρητικές βρακοφορούσες γλάστρες· γιατί, έλεγαν ότι, έτσι κάνουν στην Κρήτη με το συγγραφέα, όταν μιλούν γι αυτόν. Τι φρίκη, τι κακογουστιά τι μωρός τοπικισμός!
Ας γίνω λίγο πιο σαφής, με την εισαγωγική μου αναφορά, για τα πράγματα που καλούμασταν να διεξέλθουμε ή ό,τι εγώ νόμιζα ως δέον να επισημανθεί, έστω κι εντελώς έξω από το αναζητο-συζητούμενο θέμα, με το οποίο η τοπική διοίκηση αλλά και η ευρύτερη επένδυαν κάπως παρά το ανύπαρκτο, επί της ουσίας, πνευματικό του πράγματος. Μέχρι που λογάριαζαν να κάνουν μουσείο του Γ. Ζορμπά. Μουσείο ενθυμημάτων ενός λογοτεχνικού ήρωος. Άλλο και τούτο!
Ελεγα το λοιπόν:
«Μεταξύ Καταφυγίου και Βελβεντού, στο δρόμο που σήμερα τον ανεβαίνει με ιεραποστολική σχεδόν αφοσίωση ο δασολόγος Νικ. Κρτς -που έφαγε αυτά τα δάση με το κουταλάκι ή την δασονομική σφύρα για να κυριολεκτούμε - έζησε κάποια περίοδο, σε μια καλύβα που έχτιζαν για τους ξυλοκόπους οι ειδικοί επ’ αυτού, ένας Καταφυγιώτης άντρακλας, ξυλοκόπος, ερημίτης που έτρωγε κρέας μέχρι και μουλαριού. Δι’ αιτήσεώς του χρεώθηκε από το δασαρχείο έκταση για να την ξυλεύσει. Εστησε, δηλαδή, ένα αυτοσχέδιο υλοτομείο. Ηταν αριστερός, με ειδική πάντα επιθυμία κι ευχή να διαβάζουν οι άλλοι την ΑΥΓΗ ή τον Ριζοσπάστη, ποιος ξέρει, ανάλογα ποια Αριστερά θυμόταν: την προπολεμική ή μεταπολεμική. Μια δυό φορές πήρα κι εγώ αυτό το εξαίσιο μονοπάτι, βαρύθυμος, από Βελβενδού ως το Καταφύγι κι άκουσα την ιστορία. Σε πολλά του ο οιονεί ερημίτης, θύμιζε μια εκδοχή του Αλέξη Ζορμπά με τα μεταλλεία του, τα λατομεία κι ό,τι άλλο κι όπως κι εγώ τα έμαθα εν αναγνώσει ή σε κινηματογραφική εκτέλεση. Στις υπερβολές και στα ανύπαρκτα, δηλαδή, στοιχεία του βίου και της πολιτείας του. Ο Γ. Ζ. είναι γνωστό πως γεννήθηκε στο Καταφύγι, έζησε πέρα, δώθε, κείθε ένα πλάνητα βίο, του κάπως Οδυσσέα, του κάπως τυχοδιώκτη, πέθανε και ετάφη στα Σκόπια. Αλλά τώρα ακόμα ζει στην διαρκέστερη αθανασία που επιφυλάσσει –δυστυχώς, σε ελάχιστους μόνον θνητούς- η Ιστορία, μετά την ενχώματι φυσική απώλεια: στη διαρκή αιωνιότητα των γραμμάτων. Ο ήρωας -το ιδεατό πρότυπο για έναν βίο, όπως του Αλέξη Ζορμπά, που δεν θα μπορούσε ποτέ να ζήσει ο συγγραφέας Ν. Κ.- ήταν η υπαρκτή μορφή που είχε αυτή την προνομία να υπάρξει ως τέτοια γιατί έπεσε θύμα ευλογημένο μιας εκρηκτικής σκέψης. Δεν ξέρω αν το Καταφύγι έχει αναδείξει άλλους μεγάλους άνδρες στην ιστορία του πραγματικού. Ομως στον κόσμο της λογοτεχνίας, στον κόσμο του φαντασιακού, είναι μάνα γη ενός κορυφαίου ήρωα. Ο Γ. Ζορμπάς ως Αλέξης Ζ. είναι φυσικά κατασκεύασμα του Καζαντζάκη. Η πραγματικότητα δεν τον προικίζει με τα πραγματολογικά στοιχεία του μυθιστορήματος. Απλά σ’ αυτόν ο συγγραφέας έβαλε ό,τι ήθελε ο ίδιος να ζήσει, όπως το ήθελε, για να διακηρύξει παγκόσμια τη φιλοσοφία του· και ο οποίος ήρωας κατέληξε να γίνει κυρίως ταβέρνες και συρτάκι, τη συνοδεία «σουβλάκι με ή χωρίς πίτα».
Μια βέβηλη σκέψη μου ‘ρχεται κι ένας παραλληλισμός, τηρώντας πάντα τις αναλογίες· την επιτρέπω αφού το ‘φερε η μικρή μου διαπλοκή με τα σημερινά:
Μια ύπαρξη του μάταιου κόσμου (το ίδιο μάταιος και στο Μεσαίωνα όπως και σήμερα) που πέρασε στην αιωνιότητα ήταν και η Βεατρίκη, η θεϊκιά αγαπημένη στη «Θεία Κωμωδία», του Δάντη, την οποία μετέφρασε ο Ν. Κ. (Μόλις πέρσι μου χάρισαν την κανονική της έκδοση, και μάλιστα φερμένη από την Πρέβεζα, αλλά ούτε αυτήν ούτε τη φοιτητική κλεψίτυπη διάβασα παρά τις πολλαπλές ενάρξεις, αφού η μετάφραση του Γιώργη Κότσιρα, εκδ. Ζαχαρόπουλου, με κράτησε ως το τέλος της, όπως και τα ανεπανάληπτα αλλά ελάχιστα άσματά της, μεταφρασμένα από τον Γ. Κοροπούλη). Πέρασε η Βεατρίκη στην παγκόσμια γραμματεία και μάλιστα στις απαρχές της, μέσα από το έργο ενός μέγιστου. Ο Γιώργος-Αλέξης Ζορμπάς μένει στη μνήμη, έγινε κι αυτός ένας μη θνητός, μέσα από τα γραπτά του Ν.Κ. Ο γραπτός λόγος είναι μέχρι σήμερα το μόνο σίγουρο μέσον που δημιουργεί τις προϋποθέσεις μιας κάποιας μορφής αθανασίας για τα έλλογα και τ’ άλογα του σύμπαντος, μοναδικού και μοναχικού μας κόσμου. Επομένως, ο μικρός αυτός τόπος οφείλει στον Ν. Κ. ό,τι αυτός οφείλει στο γενεσιουργό ερέθισμά του, τον Γ. Ζορμπά. Οφειλές και οφειλέτες είναι σε μια συνάρτηση χρόνου και σχέσης πνευματικής πλέον, αδιάλυτη. Κι αυτό είναι λίαν ερεθιστικό πράγμα για το σήμερά μας, τουλάχιστον στο πεδίο της ηθικής, μερικής αλληλοαναγνώρισης σε εδαφικό επίπεδο και σε αντίθεση με τους μονοπωλούντες και ακυρώνοντες εν τινι λόγω τον Ν.Κ., Κρήτες πάσης φουρνιάς και παντός τόπου.
Ο Ν.Κ., συνολικά, είναι μια πολύ-πλαγκτη οντότητα ανάγνωσης (Ομηρική ή και Τζοϋσική) ανάλογα με τις ηλικίες, τις διαθέσεις, τους καιρούς και κατά πού γέρνει η ψυχή. Περισσότερο μένεις στην πρώτη και καθοριστική σου μαθητεία, τουλάχιστον στα μυθιστορήματά του. Δύσκολα θα επιστρέψεις στα κορυφαία του έργα, την «Οδύσσεια», ή στα άγνωστα θεατρικά, στα περίφημα Ταξιδιωτικά, στις δύσκολες μεταφράσεις όπως του Ομήρου και Δάντη, τα άγνωστα θεατρικά, αλλά και στις μικρές «Τερτσίνες» που με θέλγουν ορισμένως και σ’ αυτές θα σταθώ για λίγο. Απ’ όπου περνάς, όμως, βιώνεις μια πνευματική δοκιμασία, μια ανάβαση, ένα σκαλί για το παραπέρα.
Τερτσίνες είναι μεγάλα ποιήματα, ομοιοκατάληκτα, γραμμένα στα δαντικά μετρικά πρότυπα. Το βιβλίο, κοντά στις 180, σελίδες έχει 21 τραγούδια για τα οποία ο Ν. Κ. γράφει: «Στα τραγούδια ετούτα θα ‘θελα να μπορούσα να φανέρωνα την ταραχή και τη χαρά που μου δίνουν οι ψυχές που εθρέψαν την ψυχή μου.» Αυτόν τον ψυχοφάγο, με τον ακόρεστο πνευματικό καταπιόνα, αυτοί τον βύζαξαν, λέει, γράφει, το εννοεί, με την αγάπη, την άσκηση, την επιμονή, την αφιλοκέρδεια· «την αντοχή- κι όχι μονάχα την αντοχή παρά τον μισάνθρωπο, πασίχαρον έρωτα της μοναξιάς». Αυτής της μοναξιάς που λάτρεψε σαν θεότητα, πατρίδα της αξεδίψαστης ψυχής του· που τον βοήθησε να δημιουργήσει τα μεγάλα έργα. Οι ψυχοτροφοδότες του, όπως τους τραγουδά στις «Τερτσίνες» ήταν οι: Βούδας, Μωυσής, Χριστός, Μουχαμέτης, Λένιν, Δον Κιχώτης, Μέγας Αλέξανδρος, Τσιγκισχάνος, Χιντεγιόχη, Τόντα Ράμπα, Δάντης, Σαιξπήρος, Λεονάρντο, Γκρέκο, Νίτσε, Αγία Τερέζα, Ελένη, Ψυχάρης. Είναι ποιήματα που έχουν μια αυστηρότητα κλασικής φόρμας και σε συνδυασμό με τη ρωμαλέα έως εκρηκτική γλώσσα, γεμάτα καζαντζακικούς ιδιωματισμούς, σχηματισμούς άγριων και λυρικών λέξεων γίνονται καταφανώς απόμακρα και αποτρέπουν κάθε εύκολη κι ανέμελη προσέγγισή τους. Απαιτούν ιδιαίτερη προσήλωση κι αφοσίωση, για να σ’ αφήσουν κάτι από το μυστικό τους λόγο.
Μικρό δείγμα από την «Τερτσίνα» που είναι αφιερωμένη στον Αγγελο Σικελιανό:
37 Γυναίκα φιλαντρού, κερά και δούλα,
πηλέ θαματουργέ, βαθιά φρεγάδα,
και γιέ μου εσύ, γλυκιά της ζωής φωνούλα,
40 άσβεστη ιερή του αγώνα μας λαμπάδα,
χίλια καλώς στη γης σε βρήκα, γειά σου,
ζεστή μου χωματένια Αγια -Τριάδα!
43 Σαν τον κισσό στα φρένα μου αγκαλιάσου,
σφιχτοπερίπλοκή μου ορθή τερτσίνα!
Να κρεμαστούν στα στρουφιχτά κλαριά σου
46 άστρα οι καημοί, τα κρίματα σαν κρίνα,
βαρύ, δροσάτο ο Χάρος πορτοκάλι,
κι αδρό, χορταστικό σταφύλι η πείνα!
***
Η δυσανάλογα μεγάλη κουστωδία του Βελβεντού, αργά το βράδυ, κατέφυγε στο Μετόχι του δια τα συνήθη περαιτέρω εις υγείαν των όποιων κορόιδων. Σπονδή. Μέτοχος κι εγώ μιας ιστορίας, για την οποία στα μέσα μου κάπως ναυτιούσα αλλά, επιφανειακά ακολουθούσα σε όλα το …επιτραπέζιον πρόγραμμα. Δεν αντέδρασα εγκαίρως, επομένως είμαι και συμμέτοχος αυτών που τώρα θέλω να σαρκάσω.
Ας πρόσεχα.
Θανασης Κωσταβαρας
ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΩΣΤΑΒΑΡΑΣ
(1922 - Οκτώβριος 2007
ΤΑ ΦΑΝΕΡΑ ΚΑΙ ΤΑ ΚΡΥΦΑ ΤΕΚΜΗΡΙΑ ΤΗΣ ΩΡΑΙΟΤΗΤΑΣ
Τι όμορφη που είναι η Αγάπη μου.
Πόσο απλόχερα μοιράζει στον κόσμο τις χάρες της.
Στολίζει με τον ερωτά της τις μέρες μου.
Διαβάζω το πρόσωπο της
αποστηθίζω τα μάτια της
χάνομαι
στα νυχτερινά της μαλλιά.
Ξαφνικά και μόνο που την κοιτάζω παίρνω φωτιά, λαμπαδιάζω ολόκληρος.
Όλοι βέβαια το ξέρουν
πόσο όμορφη είναι η Αγάπη μου.
Όμως εγώ μόνο μπορώ να μετρήσω
όλη την ομορφιά της.
Εγώ μόνο ξέρω
πόσο ανεξάντλητος είναι ο μέσα της πλούτος.
Πόσο μοναδικά
είναι τα κρυφά της χαρίσματα.
Ένα δώρο για μένα είναι πάντα η Αγάπη μου.
Κι αν κάποτε με πληγώνει
αν ματώνει απ’ τα λόγια της η καρδιά μου
για το καλό μου το κάνει.
Γλυκά με κεντρίζει, η μέλισσα μου.
Ένα δώρο για μένα είσαι πάντα Αγάπη μου.
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ
Σαν το άνθος της βουκαμβίλιας
αέρινο
είναι το χάδι σου.
Και σαν του ροδιού τους σπόρους
αμέτρητα
τα χαρίσματα σου.
Κι όπως του ρυακιού το ανάβρυσμα
έτσι κυλάει η φωνή σου.
Καθώς μου τραγουδάει τα κελαρυστά
ρήματα της Αγάπης.
Μου περιγράφει τα φανταστικά ταξίδια
που μας έχει προγραμματίσει ο Έρωτας.
Τελικά, ένας ανθισμένος κήπος είσαι.
Μια όαση μέσα στην έρημο.
Με τα νερά, τα πουλιά
τα φιλιά και τα χάδια σου.
ΑΝΘΗ ΘΑΛΕΡΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
(Σε είχα δει πριν απ’ τον Έρωτα.
Σε είδα μέσα στα πλήθη που πλημμυρίζουν τους δρόμους.
Ήσουν απίστευτα όμορφη.
Ήσουν για μένα
μοναδική.
Και ήσουν κιόλας δική μου.
Κι ας μη με είχες φαντασθεί ως τότε ποτέ σου.
Ας ήταν χαμένα τα όνειρα σου.
Ας μην είχες ακούσει τα τραγούδια μου
που είχα γράψει για σένα.
Γιατί σε είχα ξεχωρίσει
πολύ πριν να συναντηθούμε.
Μέσα στους κήπους των παιδικών μου πόθων
εγώ ο ονειροπόλος κι εσύ η ονειρεμένη
σαν διαλεγμένοι από την καλή μας τη μοίρα
είχαμε ήδη
αγαπηθεί.
Έτσι όπως σε ονειρεύτηκα τότε
έτσι σε βλέπω και τώρα.
Κάτω απ’ τα φώτα της ανθισμένης ροδιάς
να μου χαμογελάς και να λάμπεις.
Να μου μιλάς τη γλώσσα που μιλούν οι μανόλιες
και που φωταυγούν τα χρυσάνθεμα.
Να μου στέλνεις με το θρόισμα των φύλλων της λεύκας
τρυφερές υποσχέσεις για τις αυριανές συναντήσεις μας.
Είσαι όπως πάντα, ασύγκριτα ωραία.
Μέσα στον πολύφθογγο κήπο του Έρωτα
σκορπίζεις το άρωμα σου.
Σαν άνθος η ομορφιά σου στολίζει τον κόσμο.
Σαν άνθος που ξεχωρίζει
σε φροντίζει η Αγάπη μου.
ΜΟΝΟΝ Ο ΥΠΝΟΣ
Μόνον ο ύπνος σε παίρνει από κοντά μου.
Ο ύπνος σου.
Σε φέρνει σε άλλους δρόμους.
Κι εσύ γλιστράς αθόρυβα.
Με ιστορίες παράξενες κινάς και ταξιδεύεις.
Σε ξεχασμένους θρύλους χάνεσαι.
Και σε τοπία ερημικά ξεχνιέσαι αποστηθίζοντας
αρχαία ερωτικά ποιήματα.
Κλείνεις σε σχήματα θαμπά, γνωστά κι άγνωστα
πρόσωπα.
Στέλνεις μ’ αυτά μηνύματα αινιγματικά.
Μόνον ο ύπνος σε παίρνει από κοντά μου.
Ο ύπνος σου.
Άδεια και φοβισμένη μένει η καρδιά μου.
Τις ώρες που η άγρια μοναξιά
αφήνει λυτά τα σκυλιά της ξοπίσω μου.
Έρημοι οι δρόμοι που περπατήσαμε.
Σκοτεινιάζουν τ’ αστέρια. Και τα πουλιά
κουρνιάζουν βουβά και λυπημένα στον κήπο μου.
Μόνον ο ύπνος σου σε παίρνει από κοντά μου.
Κι η μόνη μου πάντα παρηγοριά
είναι πως θα συναντηθούμε αύριο πάλι.
Γι’ ακόμα μια φορά θα μου χαρίσεις τα μάτια σου.
Θα μου μιλήσεις για την Αγάπη.
Όλη τη μέρα θα είσαι δικιά μου.
Κι η αγκαλιά μου
θα είναι μια ζεστή φωλιά.
Να φωλιάζεις με τα φτερωτά σου λόγια.
Και τα κελαηδιστά τραγούδια σου.
Ώσπου να σε πάρει πάλι ο ύπνος.
Αυτός: ο λατρεμένος μάγος της νύχτας.
Ο μοναδικός μου αντίζηλος.
ΟΠΩΣ ΕΝΑ ΠΟΤΑΜΙ
στην απόλυτη σιωπή ακόμα
ακούω το σώμα σου.
Και κάτω από του φεγγαριού το αράγιστο σελάγισμα
και στ’ άγρια ουρλιαχτά μιας καταιγίδας
εγώ αφουγκράζομαι το τρίξιμο της σάρκας.
Μέσα από τα κρυφά της ρίγη
μαθαίνω τα μυστικά σου.
Τα μυστικά του κόσμου που μου τα εμπιστεύεσαι.
Σαν το νεράκι που κυλάει ανάμεσα
στα χόρτα και τις πέτρες.
Ημερεύοντας τ’ αγρίμια του δάσους
που κατεβαίνουν να ξεδιψάσουν.
Φαντασμαγορικά νερά πετάγονται απ’ τα χείλη σου.
Άσπρα λιοντάρια και γαλάζιοι πάνθηρες
παίζουν στα όνειρα σου.
Και τα φιλιά σου
ένα απέραντο λιβάδι με παπαρούνες στο λιόγερμα.
Ένα ποτάμι είσαι τελικά.
Που κατεβαίνει απ’ τα βουνά.
Χαρίζοντας δροσιά και βλάστηση
στους αναμμένους κάμπους.
ΟΜΩΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ ΠΕΡΝΑΕΙ ΠΑΝΤΑ Ο ΕΡΩΤΑΣ
Έτσι όπως περνάει ένας αέρας μέσα από τα μαλλιά σου
κι εσύ σηκώνεις το χέρι.
Και ξέρεις πως κάποιος σου μίλησε.
Σού είπε για τα όνειρα που ταξιδεύουν τον άνθρωπο.
Για τα πουλιά που συνεχίζουν το τραγούδι, στον ύπνο
τους.
Όμως ποιος έχει περάσει
τα σκιερά μονοπάτια του αισθήματος;
Ποιος έχει ζήσει τα σκοτεινά του χαράματα;
Δεν ξέρεις βέβαια από πού έρχεται αυτό το γκρίζο
σύννεφο
που αγγίζει το πρόσωπο σου.
Που αλλάζει φθόγγους και χρώματα.
Που φεύγοντας αφήνει ένα περιβολάκι
με κάποια τρελά χελιδόνια στον ίσκιο του.
Δεν ξέρεις.
Σκέφτομαι τώρα πόσες φορές πέρασες πλάι μου
δίχως να με προσέξεις.
Πόσες νύχτες ξαγρύπνησα κάτω απ’ τα κλειστά όνειρα
σου
χωρίς να το νιώσεις.
Κι ούτε ποτέ θα πιστέψεις
πόσο πολύ σ’ αγάπησα.
Πόσο παθιασμένα σου δόθηκα.
Πόσο βαθιά ωρίμασα
δυστυχώντας, για σένα.
ΜΟΝΟ ΜΕ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΙΣΤΟΡΕΙΤΑΙ Ο ΑΓΡΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
Αν με ρωτήσουν γιατί τόσο πολύ σ’ αγάπησα
τόσο πολύ σε πόθησα και πόνεσα για σένα
δε θα μπορέσω ν’ απαντήσω.
Μόνο θα δείξω τους στίχους μου.
Αφού μόνο με το τραγούδι μπορεί ν’ ακούσει κανένας
του πουλιού το ραγισμένο κελάηδισμα.
Να νιώσει τη μοναξιά και τη θλίψη του
έξω από την Αγάπη.
Γιατί αυτός που έχει διασχίσει τη φοβερή έρημο της
αγρύπνιας
αυτός που επέζησε μέσα από την απόγνωση
αυτός που μια ζωή ολόκληρη έλιωσε περιμένοντας
δεν έχει λόγια να μιλήσει.
Να πει πώς λουλουδίζει η ψυχή του ανθρώπου κάποτε.
Να περιγράψει τη στιγμή
την τρομερή στιγμή που βγαίνοντας
από σκληρή πολύχρονη μάχη
δε σκέφτεται τίποτε άλλο
παρά μόνο το ταίρι του.
Αυτός μόνο να κλάψει•
μόνο να ουρλιάξει και να τραγουδήσει μπορεί.
Πάνω στο νήμα του θανάτου ακροβατεί ο σημαδεμένος.
Μέσα απ’ τα όνειρα του προχωρεί.
Και μόνο η καρδιά του κατορθώνει και ιστορεί το φόβο
του.
Μόνο η καρδιά του τραγουδάει τον άγριο Έρωτα του.
ΜΟΝΟ ΜΕ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΣΟΥ
Μόνο με την Αγάπη σου
μπορώ να επιζήσω.
Να μη χαθώ μέσα στο μαύρο δάσος.
Ν’ αψηφήσω τον άγριο σκύλο
που μ’ ακολουθεί σα’ να ‘ναι ο ίσκιος μου.
Μόνο με την Αγάπη σου.
Να χτίσω ένα άλλο πρόσωπο.
Να γίνω πάλι ένα μικρό αγόρι.
Αθώο σαν το τρεχούμενο νερό.
Και να γνωρίζω τον κόσμο
μ’ ένα καινούργιο θάμπωμα.
Μόνο με την Αγάπη σου
μπορώ να λέω τραγούδια από άλλους, άγνωστους
τόπους.
Να γίνομαι ένας γρύλος άγρυπνος·
και να κεντώ τ’ όνομα σου, με στίχους αέρινους.
Να μιλώ μόνο για σένα.
Να σε καλημερίζω μ’ έναν φοβισμένο κορυδαλλό
κρυμμένον στο στήθος μου·
και να μου αποκρίνεσαι μ’ ένα ξεχασμένο μου ποίημα.
Μόνο για την Αγάπη σου.
Μπορώ να περνάω την κάθε μου μέρα
απαγγέλλοντας τους πικρούς στεναγμούς
και αγιογραφώντας τους αίνους
απ’ το μέγα θαύμα του Έρωτα.
Να σου λέω τέλος καληνύχτα
και να με παίρνεις μαζί σου, στον ύπνο σου.
Για να με σεργιανίσεις μεθυσμένον
στα μαγεμένα σου όνειρα.
Μόνο με και για την Αγάπη σου
μπορώ να γίνομαι όλο και πιο ανθρώπινος.
Να φαίνομαι όλο και λιγότερο λυπημένος.
(1922 - Οκτώβριος 2007
ΤΑ ΦΑΝΕΡΑ ΚΑΙ ΤΑ ΚΡΥΦΑ ΤΕΚΜΗΡΙΑ ΤΗΣ ΩΡΑΙΟΤΗΤΑΣ
Τι όμορφη που είναι η Αγάπη μου.
Πόσο απλόχερα μοιράζει στον κόσμο τις χάρες της.
Στολίζει με τον ερωτά της τις μέρες μου.
Διαβάζω το πρόσωπο της
αποστηθίζω τα μάτια της
χάνομαι
στα νυχτερινά της μαλλιά.
Ξαφνικά και μόνο που την κοιτάζω παίρνω φωτιά, λαμπαδιάζω ολόκληρος.
Όλοι βέβαια το ξέρουν
πόσο όμορφη είναι η Αγάπη μου.
Όμως εγώ μόνο μπορώ να μετρήσω
όλη την ομορφιά της.
Εγώ μόνο ξέρω
πόσο ανεξάντλητος είναι ο μέσα της πλούτος.
Πόσο μοναδικά
είναι τα κρυφά της χαρίσματα.
Ένα δώρο για μένα είναι πάντα η Αγάπη μου.
Κι αν κάποτε με πληγώνει
αν ματώνει απ’ τα λόγια της η καρδιά μου
για το καλό μου το κάνει.
Γλυκά με κεντρίζει, η μέλισσα μου.
Ένα δώρο για μένα είσαι πάντα Αγάπη μου.
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ
Σαν το άνθος της βουκαμβίλιας
αέρινο
είναι το χάδι σου.
Και σαν του ροδιού τους σπόρους
αμέτρητα
τα χαρίσματα σου.
Κι όπως του ρυακιού το ανάβρυσμα
έτσι κυλάει η φωνή σου.
Καθώς μου τραγουδάει τα κελαρυστά
ρήματα της Αγάπης.
Μου περιγράφει τα φανταστικά ταξίδια
που μας έχει προγραμματίσει ο Έρωτας.
Τελικά, ένας ανθισμένος κήπος είσαι.
Μια όαση μέσα στην έρημο.
Με τα νερά, τα πουλιά
τα φιλιά και τα χάδια σου.
ΑΝΘΗ ΘΑΛΕΡΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
(Σε είχα δει πριν απ’ τον Έρωτα.
Σε είδα μέσα στα πλήθη που πλημμυρίζουν τους δρόμους.
Ήσουν απίστευτα όμορφη.
Ήσουν για μένα
μοναδική.
Και ήσουν κιόλας δική μου.
Κι ας μη με είχες φαντασθεί ως τότε ποτέ σου.
Ας ήταν χαμένα τα όνειρα σου.
Ας μην είχες ακούσει τα τραγούδια μου
που είχα γράψει για σένα.
Γιατί σε είχα ξεχωρίσει
πολύ πριν να συναντηθούμε.
Μέσα στους κήπους των παιδικών μου πόθων
εγώ ο ονειροπόλος κι εσύ η ονειρεμένη
σαν διαλεγμένοι από την καλή μας τη μοίρα
είχαμε ήδη
αγαπηθεί.
Έτσι όπως σε ονειρεύτηκα τότε
έτσι σε βλέπω και τώρα.
Κάτω απ’ τα φώτα της ανθισμένης ροδιάς
να μου χαμογελάς και να λάμπεις.
Να μου μιλάς τη γλώσσα που μιλούν οι μανόλιες
και που φωταυγούν τα χρυσάνθεμα.
Να μου στέλνεις με το θρόισμα των φύλλων της λεύκας
τρυφερές υποσχέσεις για τις αυριανές συναντήσεις μας.
Είσαι όπως πάντα, ασύγκριτα ωραία.
Μέσα στον πολύφθογγο κήπο του Έρωτα
σκορπίζεις το άρωμα σου.
Σαν άνθος η ομορφιά σου στολίζει τον κόσμο.
Σαν άνθος που ξεχωρίζει
σε φροντίζει η Αγάπη μου.
ΜΟΝΟΝ Ο ΥΠΝΟΣ
Μόνον ο ύπνος σε παίρνει από κοντά μου.
Ο ύπνος σου.
Σε φέρνει σε άλλους δρόμους.
Κι εσύ γλιστράς αθόρυβα.
Με ιστορίες παράξενες κινάς και ταξιδεύεις.
Σε ξεχασμένους θρύλους χάνεσαι.
Και σε τοπία ερημικά ξεχνιέσαι αποστηθίζοντας
αρχαία ερωτικά ποιήματα.
Κλείνεις σε σχήματα θαμπά, γνωστά κι άγνωστα
πρόσωπα.
Στέλνεις μ’ αυτά μηνύματα αινιγματικά.
Μόνον ο ύπνος σε παίρνει από κοντά μου.
Ο ύπνος σου.
Άδεια και φοβισμένη μένει η καρδιά μου.
Τις ώρες που η άγρια μοναξιά
αφήνει λυτά τα σκυλιά της ξοπίσω μου.
Έρημοι οι δρόμοι που περπατήσαμε.
Σκοτεινιάζουν τ’ αστέρια. Και τα πουλιά
κουρνιάζουν βουβά και λυπημένα στον κήπο μου.
Μόνον ο ύπνος σου σε παίρνει από κοντά μου.
Κι η μόνη μου πάντα παρηγοριά
είναι πως θα συναντηθούμε αύριο πάλι.
Γι’ ακόμα μια φορά θα μου χαρίσεις τα μάτια σου.
Θα μου μιλήσεις για την Αγάπη.
Όλη τη μέρα θα είσαι δικιά μου.
Κι η αγκαλιά μου
θα είναι μια ζεστή φωλιά.
Να φωλιάζεις με τα φτερωτά σου λόγια.
Και τα κελαηδιστά τραγούδια σου.
Ώσπου να σε πάρει πάλι ο ύπνος.
Αυτός: ο λατρεμένος μάγος της νύχτας.
Ο μοναδικός μου αντίζηλος.
ΟΠΩΣ ΕΝΑ ΠΟΤΑΜΙ
στην απόλυτη σιωπή ακόμα
ακούω το σώμα σου.
Και κάτω από του φεγγαριού το αράγιστο σελάγισμα
και στ’ άγρια ουρλιαχτά μιας καταιγίδας
εγώ αφουγκράζομαι το τρίξιμο της σάρκας.
Μέσα από τα κρυφά της ρίγη
μαθαίνω τα μυστικά σου.
Τα μυστικά του κόσμου που μου τα εμπιστεύεσαι.
Σαν το νεράκι που κυλάει ανάμεσα
στα χόρτα και τις πέτρες.
Ημερεύοντας τ’ αγρίμια του δάσους
που κατεβαίνουν να ξεδιψάσουν.
Φαντασμαγορικά νερά πετάγονται απ’ τα χείλη σου.
Άσπρα λιοντάρια και γαλάζιοι πάνθηρες
παίζουν στα όνειρα σου.
Και τα φιλιά σου
ένα απέραντο λιβάδι με παπαρούνες στο λιόγερμα.
Ένα ποτάμι είσαι τελικά.
Που κατεβαίνει απ’ τα βουνά.
Χαρίζοντας δροσιά και βλάστηση
στους αναμμένους κάμπους.
ΟΜΩΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ ΠΕΡΝΑΕΙ ΠΑΝΤΑ Ο ΕΡΩΤΑΣ
Έτσι όπως περνάει ένας αέρας μέσα από τα μαλλιά σου
κι εσύ σηκώνεις το χέρι.
Και ξέρεις πως κάποιος σου μίλησε.
Σού είπε για τα όνειρα που ταξιδεύουν τον άνθρωπο.
Για τα πουλιά που συνεχίζουν το τραγούδι, στον ύπνο
τους.
Όμως ποιος έχει περάσει
τα σκιερά μονοπάτια του αισθήματος;
Ποιος έχει ζήσει τα σκοτεινά του χαράματα;
Δεν ξέρεις βέβαια από πού έρχεται αυτό το γκρίζο
σύννεφο
που αγγίζει το πρόσωπο σου.
Που αλλάζει φθόγγους και χρώματα.
Που φεύγοντας αφήνει ένα περιβολάκι
με κάποια τρελά χελιδόνια στον ίσκιο του.
Δεν ξέρεις.
Σκέφτομαι τώρα πόσες φορές πέρασες πλάι μου
δίχως να με προσέξεις.
Πόσες νύχτες ξαγρύπνησα κάτω απ’ τα κλειστά όνειρα
σου
χωρίς να το νιώσεις.
Κι ούτε ποτέ θα πιστέψεις
πόσο πολύ σ’ αγάπησα.
Πόσο παθιασμένα σου δόθηκα.
Πόσο βαθιά ωρίμασα
δυστυχώντας, για σένα.
ΜΟΝΟ ΜΕ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΙΣΤΟΡΕΙΤΑΙ Ο ΑΓΡΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
Αν με ρωτήσουν γιατί τόσο πολύ σ’ αγάπησα
τόσο πολύ σε πόθησα και πόνεσα για σένα
δε θα μπορέσω ν’ απαντήσω.
Μόνο θα δείξω τους στίχους μου.
Αφού μόνο με το τραγούδι μπορεί ν’ ακούσει κανένας
του πουλιού το ραγισμένο κελάηδισμα.
Να νιώσει τη μοναξιά και τη θλίψη του
έξω από την Αγάπη.
Γιατί αυτός που έχει διασχίσει τη φοβερή έρημο της
αγρύπνιας
αυτός που επέζησε μέσα από την απόγνωση
αυτός που μια ζωή ολόκληρη έλιωσε περιμένοντας
δεν έχει λόγια να μιλήσει.
Να πει πώς λουλουδίζει η ψυχή του ανθρώπου κάποτε.
Να περιγράψει τη στιγμή
την τρομερή στιγμή που βγαίνοντας
από σκληρή πολύχρονη μάχη
δε σκέφτεται τίποτε άλλο
παρά μόνο το ταίρι του.
Αυτός μόνο να κλάψει•
μόνο να ουρλιάξει και να τραγουδήσει μπορεί.
Πάνω στο νήμα του θανάτου ακροβατεί ο σημαδεμένος.
Μέσα απ’ τα όνειρα του προχωρεί.
Και μόνο η καρδιά του κατορθώνει και ιστορεί το φόβο
του.
Μόνο η καρδιά του τραγουδάει τον άγριο Έρωτα του.
ΜΟΝΟ ΜΕ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΣΟΥ
Μόνο με την Αγάπη σου
μπορώ να επιζήσω.
Να μη χαθώ μέσα στο μαύρο δάσος.
Ν’ αψηφήσω τον άγριο σκύλο
που μ’ ακολουθεί σα’ να ‘ναι ο ίσκιος μου.
Μόνο με την Αγάπη σου.
Να χτίσω ένα άλλο πρόσωπο.
Να γίνω πάλι ένα μικρό αγόρι.
Αθώο σαν το τρεχούμενο νερό.
Και να γνωρίζω τον κόσμο
μ’ ένα καινούργιο θάμπωμα.
Μόνο με την Αγάπη σου
μπορώ να λέω τραγούδια από άλλους, άγνωστους
τόπους.
Να γίνομαι ένας γρύλος άγρυπνος·
και να κεντώ τ’ όνομα σου, με στίχους αέρινους.
Να μιλώ μόνο για σένα.
Να σε καλημερίζω μ’ έναν φοβισμένο κορυδαλλό
κρυμμένον στο στήθος μου·
και να μου αποκρίνεσαι μ’ ένα ξεχασμένο μου ποίημα.
Μόνο για την Αγάπη σου.
Μπορώ να περνάω την κάθε μου μέρα
απαγγέλλοντας τους πικρούς στεναγμούς
και αγιογραφώντας τους αίνους
απ’ το μέγα θαύμα του Έρωτα.
Να σου λέω τέλος καληνύχτα
και να με παίρνεις μαζί σου, στον ύπνο σου.
Για να με σεργιανίσεις μεθυσμένον
στα μαγεμένα σου όνειρα.
Μόνο με και για την Αγάπη σου
μπορώ να γίνομαι όλο και πιο ανθρώπινος.
Να φαίνομαι όλο και λιγότερο λυπημένος.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)