Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)


Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2024

Δρόμοι παλιοί που αγάπησα...

Οι δρόμοι της αγάπης είναι νυχτερινοί αλλ’ η οδός ΑΓΑΠΗΣ αδιέξοδη. ...Ως εκ τούτου αμέσως μετά την αγία Σοφία προς Βιβλιοθήκη και Εθνικής Αμύνης, πατάς σταθερά την Αλ. Σβώλου δηλ. τις πρώην Κισσάβου, Πολωνίας, πρίγκιπος Νικολάου με το σινε-Εσπερο («Ταξίδι με τον έσπερο» του Αγ.Τερζάκη), την περπατάς λίγο, δεξιά η ηρωική οδός Σκρα. Την ανεβαίνεις λίγο και δεξιά μετεωρίζεσαι στη σεμνή, μικρά γλυκεία οδό ΑΓΑΠΗΣ. Ναι, ακριβώς «αγάπης γενικά και ειδικώς». Την περπατούσα τακτικά όταν κατέβαινα στη Θ. Μου έβγαζε μια αύρα γλυκο-υφάλμυρη από περασμένες ιστορίες: Μέγαρο Μουσικής, Μονή Βλατάδων, Εκθεση, Λιμάνι, πρόσωπα, καταστάσεις. Είχε δεν είχε 2- 3 οικοδομές. Τον καιρό της πανδημίας δις κατέβηκα Θεσσαλονίκη. Κάθε που την επισκέπτομαι είναι μια καταβολή φόρου σε ό,τι ωραίο έφυγε. Πέρασα από το δρόμο ΑΓΑΠΗΣ, τον φετινό Αύγουστο. Η οδός είχε σβηστεί στον τοίχο όπου διαγραφόταν το σημάδι του πρώην σώματός της. Η Σκρα την κατάπιε, την κατέλαβε χωρίς μάχη κι η αγάπη έλαβε τέλος. Τώρα υπόσταση ονειρική, νοσταλγία ανέξοδη, παρακλάδι γλυκόπικρο του άλλοτές μου. Εις μάτην την πήγα πέρα δώθε μη και βρω κάποια σημάδια της. Οταν επιστρέφω στο μόνιμο γεωγραφικό μου στίγμα, ναυαγισμένος σχεδόν με έρμα στο είναι μου ενθύμησες και νοσταλγίες, αυτό γίνεται πάντα από την οδό Αιγύπτου. Λιμάνι των παρκαρισμένων ΙΧ του επαναπατρισμού. Στο χώρο εισιτηρίων κι αναμονής, έναντι από το άλλοτε καφέ του μουσείου φωτογραφίας, αναστοχάζεσαι τις αμέτρητες πορείες και στάσεις σου στην πόλη. “Mύλος” αλέθει της νύχτας την πρόσκαιρη απο-πλάνηση “Παραλία”, στ’ όνειρα πλέεις “Nαυς θαλασσοφίλητος”. “Πανόραμα” μισής ζωής σε μια ένδον περιπλάνηση στο τοπίο της αλήθειας σου προσέρχομαι αμίλητος. Πλακόστρωτη η οδός συνορεύει με τα Λαδάδικα όπου καθώς «Σ’ αναζητώ στη Θε-Σαλονίκη ξημερώματα...» «Τόσα δίνω πόσα θες; Στα Λαδάδικα θα βρεις αυτό που θες...» Θάλασσα της Θεσσαλονίκης. Δεν τη θυμάμαι παρά μόνον με κάτι μεγάλα πλοία στο βάθος του θερμαϊκού σε σταλία ξεφόρτωσης και σε κάτι γλυκιές ζωγραφιές του Π. Παπανάκου. «Φέρτε μου τη θάλασσα να την προσκυνήσω Οι (παλιές) αγάπες μου δεν θα ‘ρθουνε πίσω...» - Γυρίζω στις παντοτινές.

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2024

Πρώιμα ή και ώριμα σταφύλια μιας γνωριμίας

1972. Την εποχή των ΒΙ(βλία) ΠΕΡ(περιπτέρου) κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑΣ μια Ανθολογία διηγήματος της νέας ελληνικής γενιάς (δρχ. 70) η οποία μου άνοιξε τα αναγνωστικά λογοτεχνικά μάτια. Η καλυτέρα όσων γνώρισα έκτοτε. Εκεί η αφήγηση “Η κάθοδος των εννέα” του αγνώστου μου τότε Θανάση Βαλτινού. Συνταρακτική για τα αμάθητά μάτια. Την ίδια χρονιά ο συγγραφέας δημοσίευσε ένα περίεργο μικρό βιβλίο στις εκδόσεις Κέδρου “Το συναξάρι του Ανδρέα Κορδαπάτη”. Με παρεκίνησε στην αγορά του ο εκκλησιαστικός τίτλος. Συναξάρι! Τότε στη Θεσσαλονίκη έμενα (και για όλη τη φοιτητική θητεία) στην οδό Περδίκα 61-63 (στην Κοζάνη μένω στην Περδικάρη 60 ) δίπλα από το ναό Ιωάννου Χρυσοστόμου, την οδό Αετοράχης κ.α. οδικές διασταυρώσεις κι αλησμόνητα οδόσημα. Συγκάτοιος ο Γιάννης Καραχάλιος συμφοιτητής ένας σπάνιος ανθρωπος και πολύτιμος φίλος από τα μέρη της Πελοποννήσου, το Καστρί Κυνουρίας της Τρίπολης· τα μέρη δηλ. του Θ. Βαλτινού. Τον γνώριζε, μου έλεγε λεπτομέρειες του βίου του. Για την ταινία του Θ Αγγελόπουλου “Μέρες του ‘36” στην οποία ο Β. είχε ένα ρόλο αξιωματικού χωροφυλακής και στο γύρισμα της ταινίας βάρεσε το κεφάλι του σε μια πόρτα όταν δεν έσκυψε στο πέρασμά της όσο πρέπει· κι εγώ κοιτούσα σε κάθε προβολή της να δω αυτό το ενσταντανέ! Πέρασαν χρόνια. Τα βιβλία του πρώτο αναγνωστικό στασίδι. ‘”Θα βρείτε τα οστά μου υπό βροχήν” κι ακόμα σταματώ στην εικόνα –τίτλο. “Στοιχεία για τη δεκαετία του ’50”, “Ορθοκωστά» που ξεσήκωσαν κουρνιαχτό αντιπαραθέσεων οι απόψεις του για τον εμφύλιο. (Το υπερασπίστηκε με σθένος ιστορική παρρησία και λογοτεχνική λαμπρότητα ο Γιάννης στη Νέα Εστία με διευθυντή τον Σταύρο Ζουμπουλάκη) . Φεβρουάριος του 2016, τέλος του. Ηλθε με το Γιάννη στην Κοζάνη στο πλαίσιο του 1ου Λογοτεχνικού Συμποσίου της Παρέμβασης επίτιμος καλεσμένος. Ηταν τότε και πρόεδρος της Ακαδημίας. Η γραφειοκρατία της Περιφερειακής διοίκησης ειδικά ο τότε πρόεδρος του Περιφερειακού Συμβουλίου, πτέραρχος εν αποστρατεία κ. Κωτσίδης «σκοτώθηκαν» να τον «υπηρετήσουν». Τον έβαλαν σε μια «προεδρική» πολυθρόνα στο κέντρον της αιθούσης συνεδριάσεων του Π. Σ. Αμηχανία και μια κάποια δυσφορία. Για λόγο διάβασε το διήγημα «Ο τελευταίος Βαρλάμης», Του «κρέμασαν» το χρυσό μετάλλιο τιμής της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας. Ο Κώστας Ντιός ο σπουδαίος αυτός ζωγράφος του έκανε το πορτραίτο και του το χάρισε. Κόσμος πολύς. Περιβάλλον εξαίσιο. Απόγευμα Κυριακής αναχώρηση. Τους έβγαλα στο δρόμο για Αθήνα από την οδό προς Αιανή, Ρύμνιο και Λευκοπηγή εννοείται. Στάση. Στο πατρικό. Ο πατέρας και η μάνα αγαπούσαν το Γιάννη από τα χρόνια της κοινής. αλησμόνητης, φοιτητικής μας ζωής. Να τους δει και να τον δουν. Μαζί τους και η κ. Μαρία Αθανασοπούλου καθηγήτρια φιλόλογος του ΑΠΘ. Αγκαλιές συγκινήσεις, φιλιά, καφές. Η μάνα τους έφτιαξε για κατευόδιο μια μεγάλη τυρόπιτα. - Για το ταξίδι. - Καλό ταξίδι Αϊστράτηγε....

Δημήτρης Τριανταφυλλίδης (+)

(Μέσεντζερ) Δ(ημήτρης) Τ(ριανταφυλλίδης -Βασίλη καλημέρα ετοιμάζω ένα μεγάλο αφιέρωμα στον Ντοστογιέφσκι. Μήπως έχεις κανένα κείμενο που εμπνεύστηκες απ' αυτόν ή κάτι άλλο; Ακόμα και δημοσιευμένο παλιότερα. Θα χαρώ πολύ να το συμπεριλάβω στο επόμενο τεύχος. Β.Π.Κ(αραγιάννης) - Μέχρι πότε; ΔΤ Δέκα μέρες είναι καλά Βασίλη; ΒΠΚ Θα το παλαίψω λίαν αγαπητέ του αη-Δημήτρη ΔΤ Σ' ευχαριστώ πολύ Βασίλη Την 10ην Απριλίου ΒΠΚ Καλημέρα στο μέηλ σου το κείμενό μου ΔΤ Τι ωραίο κείμενο Βασίλη δεν έχω λόγια να σου εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου ΒΠΚ Σε φιλώ... Υ.Γ. Ηταν το κείμενο στον β τόμο του αφιερώματος της "Στέπας" τχ. 18 β στον Ντοστογιέφσκι ¨Μύηση ταξιδευτή ή μύηση αναγνώστη". Τώρα Αυτός, αλίμονον ταξιδεύει στις στέπες του απείρου του ημείς δε τοις φίλοις κι αναγνώστοις του πένθος ασήκωτο...

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2024

Ηρθε ο Θερβάντες

Ηρθε ο Θερβάντες στο μεγάλο χωριό/ βόλτες ο Δον Κιχώτης από κει κι από δω.../ Τον διαβάσαμε σε μετάφραση Κ. Καρθαίου/ Τον είδαμε σε ταινία με τον Πήτερ Ο’ Τουλ/ και Δουλτσινέα τη Σοφία Λόρεν/ Στο θέατρο Μ. Κατράκης Π. Ζερβός αχτύπητοι/ Στην Οπερα Don QuiJote de la Mancha/ Επιχείρησα κι εγώ Δονικιχωτισμούς επί χάρτου/ ίνα με ουτοπίες ζώμεν και ολίγον έστω άρτου Τις έχασα…/ Παρ’ όλα αυτά πάντα μπροστά οι Δον Κιχώτες/ κι από κοντά ν’ ακολουθούν οι δον κεχηνότες

Απόμαχα απόμακρα ...

Πιρούνι εν συντάξει από τη Λέσχη της ΛΙΠΤΟΛ (ο Πατέρας)/ Κουδούνι που εκουδούνισε εκατοντάδες μαθητές Λευκοπηγής (Οι πρώτοι δά σκαλοι κι οι φίλοι, αχ...)/ Γυμνό σε πέτρα, με κόκκινο πόθο και μπλε καυμό (διαρκείας)/ «Ελληνική Ποιητική ανθολογία της νέας γενιάς» εκδ. Αστέρος (της χώθηκα, χύθηκα, χάθηκα)/ «Κατάλογος εντύπων Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης» τ. Β (ο άγιος Ν.Π. Δελιαλής) / «Συνομιλίες με τον Στάλιν» του Μίλοβαν Τζίλας ! (τι έψαχνα;)/ Γεωργίου Παπαδόπουλου «Το Πιστεύω» (το βρήκα στα σκουπίδια αλλά δεν το κρύβω)/ Μόλις διακρινόμενος Παπαδιαμάντης «Χριστούγεννα του τεμπέλη» (Ο έρωτας)/

Δρόμοι παλιοί που αγάπησα...

Οι δρόμοι της αγάπης είναι νυχτερινοί αλλ’ η οδός ΑΓΑΠΗΣ αδιέξοδη. ...Ως εκ τούτου αμέσως μετά την αγία Σοφία προς Βιβλιοθήκη και Εθνικής Αμύνης, πατάς σταθερά την Αλ. Σβώλου δηλ. τις πρώην Κισσάβου, Πολωνίας, πρίγκιπος Νικολάου με το σινε-Εσπερο («Ταξίδι με τον έσπερο» του Αγ.Τερζάκη), την περπατάς λίγο, δεξιά η ηρωική οδός Σκρα. Την ανεβαίνεις λίγο και δεξιά μετεωρίζεσαι στη σεμνή, μικρά γλυκεία οδό ΑΓΑΠΗΣ. Ναι, ακριβώς «αγάπης γενικά και ειδικώς». Την περπατούσα τακτικά όταν κατέβαινα στη Θ. Μου έβγαζε μια αύρα γλυκο-υφάλμυρη από περασμένες ιστορίες: Μέγαρο Μουσικής, Μονή Βλατάδων, Εκθεση, Λιμάνι, πρόσωπα, καταστάσεις. Είχε δεν είχε 2- 3 οικοδομές. Τον καιρό της πανδημίας δις κατέβηκα Θεσσαλονίκη. Κάθε που την επισκέπτομαι είναι μια καταβολή φόρου σε ό,τι ωραίο έφυγε. Πέρασα από το δρόμο ΑΓΑΠΗΣ, τον φετινό Αύγουστο. Η οδός είχε σβηστεί στον τοίχο όπου διαγραφόταν το σημάδι του πρώην σώματός της. Η Σκρα την κατάπιε, την κατέλαβε χωρίς μάχη κι η αγάπη έλαβε τέλος. Τώρα υπόσταση ονειρική, νοσταλγία ανέξοδη, παρακλάδι γλυκόπικρο του άλλοτές μου. Εις μάτην την πήγα πέρα δώθε μη και βρω κάποια σημάδια της. Οταν επιστρέφω στο μόνιμο γεωγραφικό μου στίγμα, ναυαγισμένος σχεδόν με έρμα στο είναι μου ενθύμησες και νοσταλγίες, αυτό γίνεται πάντα από την οδό Αιγύπτου. Λιμάνι των παρκαρισμένων ΙΧ του επαναπατρισμού. Στο χώρο εισιτηρίων κι αναμονής, έναντι από το άλλοτε καφέ του μουσείου φωτογραφίας, αναστοχάζεσαι τις αμέτρητες πορείες και στάσεις σου στην πόλη. “Mύλος” αλέθει της νύχτας την πρόσκαιρη απο-πλάνηση “Παραλία”, στ’ όνειρα πλέεις “Nαυς θαλασσοφίλητος”. “Πανόραμα” μισής ζωής σε μια ένδον περιπλάνηση στο τοπίο της αλήθειας σου προσέρχομαι αμίλητος. Πλακόστρωτη η οδός συνορεύει με τα Λαδάδικα όπου καθώς «Σ’ αναζητώ στη Θε-Σαλονίκη ξημερώματα...» «Τόσα δίνω πόσα θες; Στα Λαδάδικα θα βρεις αυτό που θες...» Θάλασσα της Θεσσαλονίκης. Δεν τη θυμάμαι παρά μόνον με κάτι μεγάλα πλοία στο βάθος του θερμαϊκού σε σταλία ξεφόρτωσης και σε κάτι γλυκιές ζωγραφιές του Π. Παπανάκου. «Φέρτε μου τη θάλασσα να την προσκυνήσω Οι (παλιές) αγάπες μου δεν θα ‘ρθουνε πίσω...» - Γυρίζω στις παντοτινές.

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2024

Eις την γωνίαν...

Εις την γωνίαν μεσόκοπου καφενείου/ Που η οδός του διασχίζεται από αέρηδες/ από πρωίας τοποθετείται εκεί σωματικώς/ ροφών αδέξια καφέ ελληνικόν / γράφων, διαβάζων, ακούων μουσική/ από το Τρίτο στο κινητό. Από μπροστά περνούν/ σώματα ποικίλα χωρίς βλέμματα/ κορμιά που αναζητούν το καν-τίποτα αισθησιακώς/ Συνήθισε πλέον μόνος να τα βγάζει πέρα/ στις μοναχικότητας τα εφήμερα ή τετελεσμένα/ Σ’ αυτή τη θέση έρχονται και το βρίσκουν/ οι πιο ωραίες ανάμνησες./ Τότες χρόνος δεν υπάρχει να διερωτηθεί/ - Αχ, αυτή η ευτυχία του ελάχιστου να διαρκέσει .../

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2024

Οι Δον-Κεχηνότες

Ηρθε ο Θερβάντες στο μεγάλο χωριό/ βόλτες ο Δον Κιχώτης από κει κι από δω.../ Τον διαβάσαμε σε μετάφραση Κ. Καρθαίου/ Τον είδαμε σε ταινία με τον Πήτερ Ο’ Τουλ/ και Δουλτσινέα τη Σοφία Λόρεν/ Στο θέατρο Μ. Κατράκης Π. Ζερβός αχτύπητοι/ Στην Οπερα Don QuiJote de la Mancha/ Επιχείρησα κι εγώ Δονικιχωτισμούς επί χάρτου/ ίνα με ουτοπίες ζώμεν και ολίγον έστω άρτου/ Τις έχασα…/ Παρ’ όλα αυτά πάντα μπροστά οι Δον Κιχώτες/ κι από κοντά ν’ ακολουθούν οι δον κεχηνότες/

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2024

«Ανάρια ανάρια τα ‘ριχναν οι κλέφτες τα ντουφέκια...»(Κλέφτικο Δ. Ελλάδος)

Ηταν η εποχή του σεισμού στη Δ. Μακεδονία, Κοζάνης δηλ., καλοκαίρι του 1995. Μετά από ένα άγριο μετασεισμικό ταρακούνημα κινήσαμε για της Πάργας τον ανήφορο (άρα και κατήφορο) κυνηγημένοι λες από τον κ.κ. Εγκέλαδο των 6,6 R. Στην πόλη της προσθαλάσσεώς μας υπήρχε ονομαστή ταβέρνα φέρουσα το όνομα «Τα 5 αδέλφια»· Σουλιώτες. Μου θύμισαν το τοπικόν μας αποκριάτικον «Πέντε αδρέφια είμασταν και τα πέντε παλαβά!». Σέρβιραν φουστανελοφόροι με την ηρωική στολή των Σουλιωτών ταχύτατα, κι οι φουστανέλες ανέμιζον σαν μπαϊράκια μετά τη νίκη. - Ενα τζατζίκι παρακαλώ - Εφτασεεεεεε - Μια μελιτζανοσαλάτα ! - Αμέσως... - Κτύπος κ. λπ, κ. α Πλην της εξυπηρετήσεως των τραπεζιών εποζάριζαν ομού με διαφόρους τουριστοχάνους κυρίως αλλοδαπούς. Εποζάρισα μ’ αυτούς τους ήρωες της ταβέρνας κι εγώ... Αυτά τότε, κάποτε. Την σήμερον είδα μια φωτ. από το διεθνές φεστιβάλ ποιήσεως Πατρών και περιχώρων με 5 ηρωικούς φουστανελάδες και σπαθοφόρους οπλισμένους Μεσολογγίτες, οι οποίοι κατά πάσαν πιθανότατα εκτελούσαν χρέη ποιητικής αστυνομίας έτοιμοι να επέμβουν εις άπασαν την ελληνικήν επικράτειαν, η οποία πάσχουσα από ποιητικήν ακράτειαν, διεξήγαγε δίκην πλημμυρίδος, ποιητικά φεστιβάλ, και να επιβάλλουν την τάξιν και ησυχίαν στα απανταχού ακροατήρια όπως και την προσήλωση του κοινού στους αναγνώστες κι όχι στο κενό, χασμώμενοι. Βάστα δυτική Ελλάδα άρα και καημένο Μεσολόγγι / Καημοί της λιμνοθάλασσας, βουνά της Αρκαδίας λόγγοι/ κι εσύ Πάτρα γλυκεία με τα ψηλά Αλώνια στο αγνάντι/ - Ομπρός οι δημιουργοί, διεθνείς ποιητές Αβάντι.../

«Πάω με ένα γύφτικο ζουρνά σε ντόπιο πανηγύρι»*

Γραμμάτων και Δημιουργικής γραφής/ Ετσι:/ Δρυός Κορωνοϊπεσούσης / ωραία αντιπρόσωπος παρέλαβε το βραβείον / που μοι επιδαψίλευσεν/ το Πανεπιστήμιον Δυτικής / (κι όχι Βορείου) Μακεδονίας/ Ηγουν τουτέστιν δηλαδή/ Τριαντάφυλλος Κ. ο ποιητής/ Αρχων της Δημιουργικής γραφής/ Εποίει.../ *Κ. Παλαμάς ΥΓ. Το Καραγιάννης με ένα ν όπως ο άλλος Γιάνης

Το δέντρο που λαχτάριζες....

Με το που κόψαμε το δέντρο - σύντροφο/ άδειασε το μπαλκόνι από την αγάπη/ Τώρα πρέπει κάτι άλλο να βρω/ να το ξαναγαπήσω/ Μια γωνία ήδη προσώρας με καθίζει/ Μπροστά στο θερισμένο οικόπεδο ταξιδεύω/ με το θεριό βρωμόδεντρο καραβοκύρη/ με κάθε αέρα πλέει/ Η πυξίδα δείχνει το δρόμο προς τα δικαστήρια/ της αγίας Αννας, της Μεταμόρφωσης τα στασίδια/ στα οποία έφευγα και κατέφευγα πλειστάκις/ Το σκηνικό μου ξαναστήνεται/ ψάχνοντας τις χαμένες επαφές μου/ κ.α. αγάπες που ούτε ξέρω που υπάρχουν/ Ανάμνησες ξεκοκαλισμένες/ Διαβάζω τα έξοχα απομνημονεύματα/ του Πάμπλο Νερούντα στη γωνιά αυτή/ και νέες ρίζες νιώθω να φυτρώνουν στο σώμα/ Μαζί με τις λίαν πρωινές καλημέρες/ που ανοιγοκλείνουν τη μοβ διάθεση της ψυχής/

Ο Κύκλος του κ. Λάμπρού Βαρελά

Στο περιθώριο της Εκθεσης Βιβλίου της Θεσσαλονίκης στους διαδρόμους της συνάντησα πριν καιρό τον καθηγητή φιλολογίας στο ΑΠΘ τον καλό άνθρωπο κι επιστήμονα κ. Λάμπρο Βαρελά και του ζήτηξα αν την έχει, να μου τη φωτοτυπήσει του Τ. Ελιότ την Ερημη Χώρα σε μετάφραση του Τ. Κ. Παπατσώνη («Ερημότοπος»). Φυσικά και την είχε ο περισπούδαστος και μου την έστειλε. Με συγκίνησε η φιλοτιμία και η προθυμία του. Τον ευχαριστώ εκ νέου. Σήμερα εορτή των Θεοπατόρων Ιωακείμ και Αννης μου ‘ρθε ν’ αντιγράψω λίγες αράδες από τη σύνθεση αυτή σε μτφρ του Τ. Κ. Ππτσν. Γούστα ή μήπως βίτσια είναι αυτά; «Γλίτωσα το λοιπόν και απ’ αυτό: είμαι εφκαριστημένη που γλύτωσα Κάθε φορά που μια χαριτωμένη γυναίκα ξεχνηέται και φτάνει ως με να κάνει αμυαλές φέρνει βόλτες στην κάμαρά της, μόλις απομείνει ξανά μόνη με αυτόματες κινήσεις των χεριών, μηχανικά σάζει τα μαλλιά και βάνει μια πλάκα στο γραμμόφωνο... «Σουρθηκε μέσα μου τούτη η μουσική απάνω στα νερά, πλέαμε τότες...

Τάσος Βουρνάς

Τον διάβαζα στις μέσα σελίδες της ΑΥΓΗΣ από την πρώτη ημέρα της επανεκδόσεώς της (4-8-1974) ως ΛΟΓΟΙ ΑΝΤΙΛΟΓΟΙ με υπογραφή ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ, ήγουν Τάσος Βουρνάς (Τ.Β.). Στάθηκε ο τρόπος του από τις πιο σημαντικές επιρροές γραφής και σκέψης μου. Ηταν ένας μοναδικός πολυδιανοούμενος και φιλόλογος εφ’ όλης της λόγιας ύλης. Τον γνώρισα εν ζωή ένα ελάχιστο στην πλατεία Μητροπόλεως των Αθηνών στην κηδεία του Μήτσου Παρτσαλίδη (Ιούνιος του 1980) τότε που μαζί με τον πολύκλαυστο φίλο Σάκη Καραλιώτα που πέρασε στο «ασφοδελό λειμώνα» (από τον Τ. Β. γνώρισα τη λέξη) εφέτος, διαβάζαμε ένα επίκαιρο έντυπο της ημέρας με τον τίτλο «Σε κλαίνε του χλωρότατου Καρπενησιού τ’ αηδόνια» και το λέγαμε μεταξύ μας μετά χάριν μνήμης και παιδιάς, αλίμονον! Ο Μήτσος Παπαδημήτρης πρόεδρος των πολιτικών Προσφύγων Ελλάδος εκείνη τη μέρα με σύστησε στον Τ. Β και στον Μανόλη Αναγνωστάκη ως διανοούμενο μείρακα της Β. Ελλάδος. Πρωτογνώρισα τον Τ.Β. ως αναγνώστης όμως, στη μεγάλη εισαγωγή του στην «Πάπισσα Ιωάννα του Εμ. Ροϊδη, 1956, εκδ. Δαρεμά, όταν τη διάβαζα παράλληλα, μη πω προπορευόμενη, των μαθημάτων για τις εισαγωγικές εξετάσεις στο Πανεπιστήμιον (1971). Ο Τ. Β. (1914-1990) υπήρξε από τις φωτεινότερες πνευματικές φυσιογνωμίες της ελληνικής αδογμάτιστης αριστερής σκέψης και πράξης πολυγραφότατος και γλαφυρότατος· κυρίως όμως απροσκύνητος. Ηταν η πρωινή μας καθημερινή απόλαυση στην ΑΥΓΗ, την άλλοτε κι όχι αυτήν που την μακέλεψαν τα πολιτικά «κνώδαλα» των ημερών (απ’ αυτόν κι αυτή η λέξη). Η νυν έκδοση του Γ. Λεοντάρη πλην των άλλων μας συγκίνησε εκτάκτως ότι μας θύμισε ημέρες παλιές κι ανθρώπους ωραίους που λείπουν εντελώς.

Κώστας Τσιάγκας

Τις προάλλες μοιράζων εντός της πόλεως Κοζάνης σπίτι σπίτι κι αυλή αυλή την «Παρέμβαση» ως μεταμφιεσμένος ταχυδρόμος (τα ταχ. τέλ αυξήθηκαν εφιαλτικά κι έτσι πήραμε τους δρόμους, - όμως θα εξακολουθούμε να ταχυδρομούμε την «Π» στους φίλος που συμμετέχουν ή και όχι στην συνδρομητική στήριξη κι ανάσα της, στάθηκα στην οδό Πόντου 5 στο σπίτι τού ποιητή Κ. Τσιάγκα (Εύδηλος ‘Ελλην) με το τραγικό τέλος του. Στο σπίτι το «χτισμένο» με τα βιβλία του η μνήμη, τα δέντρα, τα χορτάρια, η ερημιά θέριεψαν, αγρίεψαν θυμίζουν τα σπίτια με τις αυλές της κατακτημένης έρημης Αμμοχώστου. Εριξα στην αυλή ένα τεύχος έτσι στα τυφλά όπως ρίχνουν στη θάλασσα τα στεφάνια οι πολιτικοί τον Δεκαπενταύγουστο στην Τήνο εις μνήμην των θυμάτων της τορπιλισμένης ΕΛΛΗΣ. Τον ποιητή με τις «Ποιητικές εξάρσεις – Νοητικές συμπληγάδες» και «Τα εναστρογραφήματα» όπως και των χιλιάδων αδημοσίευτων στίχων και αντίστοιχων ποιητικών και μόνον συναισθημάτων "δέσμιος μόνον της ποίησης και της λογοτεχνίας» ήτο και το έγραφε, κανείς δεν το θυμάται. Παραφράζω κάπως Γ. Σεφέρη: «...Οι σύντροφοι τέλειωσαν με τη σειρά, με χαμηλωμένα μάτια. Τα κουπιά τους δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ’ ακρογιάλι.2 Κανείς δεν τους (τον) θυμάται. Δικαιοσύνη...»

Παρασκευάς και Ροβινσώνας

Οταν ο «Παρασκευάς ή στις μονιές του Ειρηνικού» του Μισέλ Τουρνιέ (εκδ. Εξάντας 1986 μτφρ Χρήστος Λάζος) δηλαδή η παραλλαγή του Ροβινσώνα Κρούσο του Ντανιέλ Ντεφόε, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ερωτικής μοναξιάς, ερημίας κι απελπισίας αναζητούσε επί αδρανών κι αψύχων υλικών τη λύση ως κατωτέρω περιγράφεται: «...Διατρέχοντας το νησί απ’ άκρη σ’ άκρη, κατάφερε τελικά ν’ αποκαλύψει μια κουιλάια που ο κορμός της –σίγουρα ο κεραυνός ή ο άνεμος θα τον είχε ρίξει καταγής- σερνόταν στο χώμα κι ήταν ελαφρώς ανασηκωμένος στο μέρος όπου χωριζόταν σε δυο χοντρά κύρια κλαδιά. Ο φλοιός ήταν λείος και χλιαρός, μάλιστα στο εσωτερικό της διχάλας ήταν τρυφερός και σκεπασμένος από μια λεπτή και μεταξένια λειχήνα. Για πολλές μέρες ο Ροβινσώνας δίσταζε μπρος στο κατώφλι αυτού που αργότερα θα ονόμαζε η φυτική οδός. Γυρόφερνε την κουιλάια με ύποπτο τρόπο, και τελικά ανακάλυψε κάποιο υπονοούμενο στα κλαδιά που άνοιγαν κάτω από τα χόρτα σαν δυο τεράστια μαύρα μπούτια. Τέλος ξάπλωσε γυμνός πάνω στο κεραυνόπληκτο δέντρο, έσφιξε τον κορμό στην αγκαλιά του, και το όργανό του περιπλανήθηκε μες στη μικρή χνουδωτή κοιλότητα που σχηματιζόταν στην ένωση των δυο κλαδιών. Μια ευχάριστη χαύνωση τον μούδιασε. Τα μισόκλειστα μάτια του έβλεπαν χιλιάδες λουλούδια ν’ ανοίγουν τα σαρκώδη πέταλά τους και γέρνοντας να χύνουν από τις στεφάνες τους παχύρρευστους και μεθυστικούς χυμούς. Μισανοίγοντας τις υγρές μεμβράνες τους, έδειχναν να περιμένουν κάποιο δώρο του ουρανού που τον διέσχιζαν οι τεμπέλικες πτήσεις των εντόμων. Μήπως ο Ροβινσώνας ήταν το τελευταίο πλάσμα του ανθρώπινου γένους που είχε κληθεί να επιστρέψει στις φυτικές πηγές της ζωής; Το λουλούδι είναι το σεξουαλικό όργανο του φυτού. Το φυτό προσφέρει με αφέλεια το φύλο του, ό,τι πιο λαμπρό και μυρωδάτο έχει, στον πρώτο τυχόντα. Ο Ροβινσώνας φανταζόταν μια ανθρωπότητα νέα, όπου καθένας θα έφερε περήφανα στο κεφάλι του το αρσενικό ή θηλυκό φύλο του – πελώριο, φωτισμένο, ευωδιαστό…

Ναι, ήμουν κι επί του ποδοσφαιρικού κι ας δεν με πιστεύει κανείς...

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2024

Σταφύλια

Ήταν περίπου 20 ο Αύγουστος/ Όταν μπήκε στο αμπέλι της ζωής/ Να φωτογραφηθεί με σταφύλια στο χέρι/ Εφορει πανταλόνι εποχης ημικοντον με τιράντες / Υποδήματα λάστιχα με μάτια/ Καλτσες μάλλινες αν και θέρος/ Υποκαμισον εσκουμβωμενον στους αγκώνες/ μαλλιά αριστερά ριγμένα/ Ακόμα έτσι τα πλαγιάζει/ Όσα ελέγχει ακόμα/ Ένας γέρων τότε που το κεφάλι μέτρησε/ - Αυτός θα γίνει μεγάλος άνθρωπος / Είπε και ελαλησε/ Αλίμονο ήδη μεγάλωσε είναι πολλών δεκαετιών/ Θυμάται Εκείνη που τον εβαπτισεν χριστιανο/ Κυρία επι των εφήμερων τιμών και ηδονών/ Μεγάλη η χάρη της…/

Υπό τον νέο πλάτανο μου καθισμένος

Διόρθωνα της σκέψης αλλ όχι του βίου μου τα λάθη Κι έλαβα απ αυτόν παράσημο αφοσίωσης στη σκιά του Το Χρυσό φύλλο του Αυγούστου Που μερα τη μέρα μας λιγοστεύει - Κι ήταν αυτη η μόνη παρασιμοφορια της ζωής μου

Τα γίδια τ' αη Νικάνορα

Παράτηξε την τρυφηλή ζωή στη Θεσσσλονίκη/ Πήρε τα βουνά τα λαγκάδια ποτάμια και πεδιάδες/ κι έστησε ασκηταριό και μεγαλομονή στο Καλλιστράτον όρος/ Εξελέγη χωρίς εκλογές περιφερειάρχης προστάτης Άγιος Δ. Μακεδονίας/ αφού ξεσχίστηκε στο θαυματουργειν/ Σε σημείο να ζηλεύουν οι επιχώριοι Άγιος Νικόλαος και Παναγία Ζιδανίου/ Τώρα Συνοδεία από την Ορθοκωστα του Θ. Βαλτινού την κυβερνά/ Λεγεώνες οι προσκυνηται στον μέγα Κώδικα της/ Των Σερβίων ιατρός, Γρεβενών το κλέος ομού με τον άλτη Τεντόγλου/ και Κοζάνης ο βοηθός/ 500 τόσα ρόσια γίδια όλα τα χρόνια στο ίδιο χρώμα/ Θαύμα θαύμα φωνάζουμε οι περιεργόπιστοι/ από το ανθρώπινο κοπάδι το ποικιλόμορφον…/

Μεσούντος του Αυγούστου

Μεσούντος του μηνός που λεν «Καλή Παναγιά»/ μια αδόκιμη έως γελοία ευχή/ τη μεγάλη λογοτεχνία εγκαταλείπω υπέρ των:/ Αλεξ. ΜωραΪτίδη «Με του βορηά τα κύματα») / («Με το βορηά σ’ αναζητώ με το νοτιά σε χάνω»)/ Αλεξ. Ππδ «Ρεμβασμός του Δεκαπενταυγούστου/ Τ. Κ. Παπατσώνη «Ρεμβασμός Δεκαπενταυγούστου/ («Στη μνήμη Εκείνου που τον ρέμβασε»)/ «Εν τη κοιμήσει» και τα Μεγαλυνάρια των Παρακλήσεων/ εντός τους ή λίγο πιο κει ηδονοχάνομαι γιατί ρεμβάζω/ στα κύματα και τους κυματισμούς τους επιπλέων/ Περνώ τον Αύγουστο στο μπαλκόνι παρέα/ με ένα λιγούστρο λίγους φύκους βενιαμίν/ κι ένα ευλογημένο μικρό Χριστινο-όνομα/ τις θερισμένες καλαμιές συλλογιζόμενος/ που ήδη πρόβαλε το φύτρο...

Μεταμόρφωση

Παρέλαβε τους τρεις αγαπημένους Πέτρο Ιωάννη Ιάκωβο Και πήρε τα βουνά όρος υψηλον Θαβωρ τους περίμεναν Μωυσής και Ηλίας Απ την παλιαια διαθήκη ξεχασμένοι Εκεί το λοιπόν εν δοξει μεταμορφώθηκε Ούτως εχόντων των πραγμάτων Με μισό λίτρο νερού στο χέρι επηραμε τον ανηφορισμον Προς λόφο χαμηλού αη Λια άλλοτε Νυν ναού μεταμορφώσεως Και υπαίθριως εσπερινισθημεν Με κάποια δε λέω ρομαντική διάθεση Ότι σ αυτόν τον αύλειο χώρο τον σαιξπηρ διεξηλθαμεν κάποτε Σταφύλι κι αντίδωρου ελαβομεν Την σημερον στη Μάνα με τη Μανα Λευκοπηγη Και δόξα στον μεταμορφωθεντα…

Τ όνομα σου δέομαι...

Πάει και το λίγο φως, δετος, άνεργος, νύχτα, τρέμω, καίω/ Χέρι απλωμένο, λυτρωμος, η χέρι που θα με συντριψης/ Σαρκική γλυκα μυστική, μόνο μ εσε αναπνέω/ Δεν ξέρω ποιο σου τ όνομα,σου δέομαι μη μου λείψεις

Ξέναι δημοσιεύσεις

Αγιασμός

Ανεξήγητα εξυπνησα την σημερον λίαν ενωρίς/ Χωρίς αιτία προφανή η άλλον τινά ερεθισμόν/ Αλλά ως ήλθα κατα νουν του Αυγούστου η ξυνωρις/ με κέντησε κι έσπευσα στο ναό να λάβω αγιασμόν/

Τρίτη 30 Ιουλίου 2024

Ρίζες - φίδια στη Λευκοπηγή...

Παρατηρώ σχεδόν απλανώς πια, καιρό τώρα τον δεύτερο πλάτανο στο ιστορικό κέντρο της Λευκοπηγής τον οποίο φυτέψαμε φοιτητες όντες τις μέρες της μεταπολίτευσης (20-24 Ιουλίου 1974) ήδη θεόρατος, γνήσιος απόγονος του υπεραιωνόβιου κι ευρωστότερου των Βαλκανίων, μνημείο της φύσης ήδη, γείτονά του, Μεγαπλάτανο. Οι ρίζες του σαν φίδια αρχίζουν να τυλίγουν στην εδραία του περιοχή τον κορμό. Το δέντρο ασφυκτιά από την καφενειοανάπτυξη και πλακοτσιμεντόστρωση που δεν αφήνουν να απλωθούν οι ρίζες στην επιφάνεια αλλά και σε βάθος και έτσι στο αδιέξοδο που βρίσκονται τυλίγονται στο μητρικό κορμί σώμα. Οι ρίζες «φίδια» που βγήκαν στην επιφάνεια απειλητικά, εν τούτοις με οδηγούν σε αδόκιμα ίσως, φιλολογικά παρεπόμενα. Στον Ερωτικό λόγο ο Γ. Σεφέρης γράφει: «Δυο φίδια ωραία κι αλαργινά, του χωρισμού πλοκάμια σέρνουνται και γυρεύουνται στη νύχτα των δεντρών, για μιαν αγάπη μυστική σ' ανεύρετα θολάμια ακοίμητα γυρεύουνται δεν πίνουν και δεν τρων...» Ο Βιργίλιος στην Αινειάδα (2, 48 μτφρ. έξοχη του Θεοδ. Παπαγγελή ) αναφέρεται στο περιστατικό με τα φίδια χοντρά σαν τις ρίζες του πλατάνου που βγήκαν από τη θάλασσα κατ’ εντολή της Αθηνάς (;) και έπνιξαν τον Λαοκόοντα και τους δύο γιούς «Και ιδού την ώρα κείνη απ’ τη μεριά της Τένεδος, στο κάλμα του πελάγους Συστρέφοντας με κύκλους τα κορμιά, δυό φίδια θηριώδη (ανατριχιάζω) ορμάνε στα νερά, τα δυό μαζί και σταθερά στοχεύουν τ’ ακρογιάλι...» ‘Ελαβαν τέλος φρικτόν φιδοφαγωμένοι εκεί στην πεδιάδα του Ιλιου γιατί με το «φοβού τοuς Δαναούς...» ο ιερέας αμφισβήτησε το «δώρο» του Ιππου, το ακόντισε κιόλας. Κι αυτό επειδή χαλνούσε τα σχέδια των θεών για την άλωση της Τροίας. Επιστροφή στα χωρικά χώματα. Οι ρίζες φίδια που τυλίγουν τον κορμό διαδηλώνουν πως κάτι ανορθόδοξο και κρίσιμο συμβαίνει στο ωραίο και συμβολικό δέντρο. Κάποιοι ειδικοί πρέπει να το δουν και ν’ αποφανθούν δενδρολογικά πριν συμβεί κάτι δυσάρεστο. Οι μικρές αλλά ανήμπορες εξουσίες του χωριού, οι μεγαλύτερες του Δήμου, οι ειδικές του Δασαρχείου ή οι Περιφερειακές που κήρυξαν τον γύρω χώρο διατηρητέο και προστατευόμενο θα συγκινηθούν άραγε; Μήπως κι εκείνοι της γενιάς του Πολυτεχνείου που τον φύτεψαν, τον ένιωσαν, μαζί στη σκιά του μεγάλωσαν και τώρα είναι μια ζώσα παρακαταθήκη της μνήμης τους, πρέπει να οδηγηθούν σε μια μορφής σωστικού ακτιβισμού...

Tότε και τώρα

Τω καιρώ εκείνω της χούντας δηλαδή και δηλονότι στην Θες/νίκη φοιτητές όντες, ο λίαν φίλος τότε και νυν Γρηγόρης Δουγαλής του Πολυτεχνείου μέτοχος,-γνώρισε κι ήταν μαζί με όλους τους πρωταγωνιστές εκείνου του μεγάλου Νοέμβρη- μου δάνεισε το βιβλίο "Από τον Λυμιέρ στον Μπέργκμαν»,, εκδ. Κάλβος, 1971 με άρθρα γα τον κινηματογράφο βιβλίο αναφοράς για την τέχνη και τη γνώση του συνεμά. Πέρασαν 50 χρόνια έκτοτε με σημείο χρονικής εκκίνησης το 1974 (είμασταν λίγο νωρίτερα εκεί). Τώρα κάτω από τον πλάτανο της Δημοκρατίας στη Λευκοπηγή που φυτέψαμε φοιτητές τες συναρπαστικές εκείνες, ημέρες -20-24 Ιουλίου- της πολιτικής αλλαγής. νοσταλγούσαμε το πράγμα. Λόγο το λόγο θυμηθήκαμε και το βιβλίο. - Μια στιγμή μου λέγει ο Γρ. Πήγε στο σπίτι του στο χωριό και γύρισε με το βιβλίο. Τότες μου το είχε δανείσει τώρα μου το χάρισε! - Αφού το θέλεις πάρτο. Είπε. Κι εγώ είπα να συγκινηθώ ορισμένως. Δεν μου έλειπε το βιβλίο σαν σώμα. Η χειρονομία του όμως ήταν άκρως συναισθηματική. Το βιβλίο είχε πάνω του και το δικό μου πέρασμα. Πριν από μένα το είχε διεξέλθει ο αλησμόνητος Μανώλης Λίτσιος (λίγο πιο μεγάλος από εμάς) οικονομολόγος εφοριακός κ.λπ. απών σήμερα από τη ζωή. Ο πλάτανος έχει τις μέρες αυτές, αύριο μεθαύριο, τα φυτευτά γενέθλια του· 50 χρόνια, ζωή να έχει...

Εσπερινόν κουαρτέτο

Ετος 200...Αύγουστος ίσως 24 Θέση χωρίον Γούλες εκείθεν της λίμνης Πολυφύτου και Αλιάκμονος Σερβίων Ναϊδριον Κοιμήσεως της Θεοτόκου 1606 παρακαλώ Ερείπια εκ του σεισμού της 13ης -Μαϊου 1995 που διέλυσε το ναϋδριον και ό,τι άλλο ήταν έτοιμο προς διάλυσιν –κυρίως τις μνήμες μας- στη Δ. Μακεδονία αλλά αναίμακτος (ας μην έβαζε το χέρι της η Παναγία Ζιδανιώτισσα η και Μυδραλιοφόρος καλούμενη υφ’ ημών και μόνον, και τότε θα βλέπαμε... «Μαλλιά σγουρά μαλλιά κοράκου χρώμα» τότες, τώρα άστα να πάνε... Σωτήριος Κίσσας (1948-1994) έφορος βυζαντινής αρχαιολογίας Δ.Μ. τότε όστις μετά από άρθρου το Μάκη Καραγιάννη στην Παρέμβαση αναστήλωσε το ναϋδριον ο ευλογημένος και τόσο γλήγορα κι άδικα χαμένος εκ του κόσμου τούτου. Εκτοτε θεωρούμε το ναϋδριον τόπο προσκυνήματος (το νιώθουμε δικό μας) του περιοδικού δηλαδής. Κάναμε και εσπερινά μνημόσυνα στη μνήμη Εκείνου... Στη φωτ. ο ναϊσκος αναστηλωμένος από κάποιον εσπερινό και η συνοδεία του ψαλτηρίου επί το έργον: Τάσος Κτενίδης δικηγόρος ε.α αρχιψάλτης, Αντώνης Παπαβασιλείου εκδότης Χρονικών Δ. Μακεδονίας και Τύρβεως (Γρεβενών το κλέος), Μάκης Καραγιάννης εκπαιδευτικός και συγγραφέας, Ρούσης Γαύρος εκ της ΔΕΗ. Εκτός του ενσταντανέ Αλέξανδρος Βατάλης εκ της ΔΕΗ-Λευκοπηγή και η ημετέρα αναξιότης (ωχ νάτος ο γελοίος μας αυτοοικτιρμός). «Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα» κάπως έτσι το είπε ο Β. Βασιλικός.

Σάββατο 6 Ιουλίου 2024

Eπιδιόρθωνα...

Επιδιόρθωνα μια συγγραφή, την ονόμασα ο αμετροεπής το «opera magnus” μου σύναξη δηλ. όλων των εγγραφών μου στη Παρέμβαση και στις σελίδες «Ενδόδημα και αποικιακά» ήγουν εκατοντάδες καταγραφές και ήμουν στην εγγραφή περί της 9ης διεθνούς εκθέσεως βιβλίου Θεσσαλονίκης: «Εις μίαν γωνία ισογείου χώρου το «Μαγαζάκι της κεντρικής οδού» του εξοχοτάτου Γεωργίου Κορδομενίδη, ένα Εντευκτήριο πλείστων όσων γλυκών λογοτεχνικών διαθέσεων. «Ανανέωσα ήδη δύο συνδρομές», μου λέγει. Πάλι καλά...»: Στην οθόνη του κινητού έγραψε: ACS Κούριερ. - Δέμα κύριος. - Ελα στο γωνιακό καφενείο της καθημερινότητας μου δυό βήματα από το το γραφείο. Ηρθε. Εφερε το περιοδικό ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ τχ. 125. Με κύρια θέματα στο εξώφυλλο: Βασίλη Βασιλικού: «Επάγγελμα συγγραφέας» αδημοσίευτη ομιλία του και σελίδες αφιερωμένες στον Μανόλη Αναγνωστάκη κ.λπ και άλλα. Ο,τι καλύτερον ... Εδώ και μέρες αδημονούσα για την έλευση του περιοδικού. Ηταν η πρώτη φορά που άργησε τόσο να έρθει μετά την κυκλοφορία του. Δεν άντεξα την έλλειψη. Ταπεινά το ζήτηξα από τον κύριο εκδότη. Θεωρούσα την μη έλευσή του ως τραύμα (τραύμα = η λύση της συνεχείας του δέρματος στην στρατιωτική ορολογία) εδώ η διακοπή της συνέχειας στην αποστολή. Τι συνέβη Κύριος οίδε; Με εντυπωσίασε η φιλοτιμία (η φιλοπονία του είναι άλλο πράγμα) του κυρ’ εκδότου. Εσυγκινήθην θα έλεγα χωρίς δάκρυα. Αλλά όταν γνωρίζεις από πρώτο χέρι και ψυχή πως εκδίδονται τα εναπομείναντα λίγα λογοτεχνικά περιοδικά εν Ελλάδι, με τι θυσίες δηλαδή υπάρχουν τότε δικαιολογείται κάθε συναισθηματική έξαψη και ένταση. Το ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ είναι ο σημαιοφόρος αυτών στην επικράτεια. Τους αρμόδιους της έκδοσης θεωρείς ημιόσιους των περιοδικών γραμμάτων και δημιουργημάτων. Δεν ξέρω πότε θα το διαβάσω αλλά ήδη το έχω, το περιφέρω, το βάζω εδώ κι εκεί, το κάνω ό,τι θέλω· τα περιοδικά αυτού του είδους είναι σώματα έρωτος και δεν υπερβάλλω (ή μήπως υπερβάλλω;)

Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

Δρόμοι...

Δρόμους παλιούς περπάτησα/ και δίπλα θερισμός/ Δρόμοι παλιοί που αγαπησα/ Πριν έρθει χωρισμός …/

Το τραγουδι της θάλασσας

Προ αιώνων/ Ο Τζέημς Κουκ φεύγοντας από το χωριό του/ τράβηξε προς τη θάλασσα που τον καλούσε/ Οταν την είδε στάθηκε ν’ ακούσει το τραγούδι της/ και αποφάσισε να ταξιδέψει να βρει την άλλη γη/ να βρει την άλλη θάλασσα./ Πριν χρόνια ένα μικρό κοριτσάκι στάθηκε/ μπροστά στη θάλασσα της Κέρκυρας μαγεμένο/ «Θα ταξιδέψω» είπε σιωπηλά· και ταξιδεύει.../ Πριν μέρες ένα μικρό όμορφο κοριτσάκι/ κοιτούσε τη θάλασσα της Κατερίνης / - Τι είναι αυτό; θα σκέφτηκε. / Δεν μπήκε μέσα της ότι ήδη κολυμπούσε/ σε μια θάλασσα ασυγκράτητης αγάπης / Στην ξηρά ριχμένος με βράχους και ρυάκια/ το καλοκαίρι εκμετρώ ψάχνοντας / της λησμονημένης αγάπης τα δρομάκια/

Mπαρμπας...

Εστιν ουν «μπάρμπας» ο θείος εξ αίματος η αγχιστείας αλλά και ο τρίτος άσχετος άγνωστος περαστικός αδιάφορος - Ε μπάρμπα τι ώρα είναι; με ρωτηξε κάποτε ένα ον εξω από το καφενείο στο χωριο. Κοίταξα γύρω μου κανεις . Αρα εγώ ήμουν αυτός. Κατάπια τον προσδιορισμό ως να καταπινα ιδρώτα κροκόδειλου. Τον καιρο του κοσκωτακισμου ο όρος μπαρμπας ήταν στα πάνω του αφού ήταν το ψευδώνυμο πρωταγωνιστου του σκανδάλου υπουργού. Είδα τωρα στο διαδίκτυο μια φωτ της εφημερίδας Αυγής τότε που ήταν ΑΥΓΗ ακόμα κι όχι λυκαυγές σημερινο, μια φωτ του Νίκου Πλουμπιδη ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ στον εμφυλιο που εκτελέστηκε ως παράπλευρη απώλεια της υπόθεσης Μπελογιάννη να κρατα την εφημερίδα εκείνου του καιρού ως ασπίδα προστασίας Η ιδιοκτησία της νυν εφημερίδας το κόμμα δηλ την έκλεισε. Θρήνος; Ήπιος. Είχε προ καιρού χάσει την εξωθεν μη πω πανταχόθεν καλή μαρτυρία της· Ημιν τοις αλλοτε φιλοις και μετόχους της μια περαστική θλίψη Υ Γ Ο Ν Πλουμπιδης είχε το επαναστατικό ψευδώνυμο « Μπάρμπας»

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2024

24 Ιουνίου «Φωτιές του αϊ Γιάννη» Γ. Σ)

Πριν χρόνια. Δημαρχείο Γλυφάδος. Γάμος πολιτικός. Λιγοστός κόσμος. Με μαύρα γυαλιά ωσάν μυστικός πράκτωρ ή της ασφαλείας δια την απόκρυψιν της συγκινήσεως... Απόγευμα στο κέντρον Αθήνα γύρωθεν της Εθνικης Βιβλιοθήκης και του Πνευματικού Κέντρου. Κάθομαι σε παγκάκι βιβλιορεμβάζων. Αλλοδαποί στεγνώνουν την ύπαρξη τους. Φεύγω. Κοντά στο άγαλμα του διαλογιζόμενου Κ. Παλαμά με φρίκη διαπιστώνω πως ξέχασα ή έχασα τα γυαλιά ηλίου. Πίσω με ελάχιστες ελπίδες. Στο πρώην παγκάκι μου ένας μαυριδερός υπομειδιούσε : - Σε είδα που έφυγες και ξέχασες τα γυαλιά, σε περίμενα. Με διέλυσε ο πρόσφυξ... Είπα να συγκινηθώ. Δε θυμάμαι αν τα κατάφερα... “…Μα εσύ που γνώρισες τη χάρη της πέτρας πάνω στο θαλασσόδαρτο βράχο / το βράδυ που έπεσε η γαλήνη / άκουσες από μακριά την ανθρώπινη φωνή της μοναξιάς και της σιωπής μέσα στο κορμί σου / τη νύχτα εκείνη του αϊ-Γιάννη / όταν έσβησαν όλες οι φωτιές / και μελέτησες τη στάχτη κάτω από τ’ αστέρια.” (Γ.Σ.)/

Γαλατόπιτες Λευκοπηγής γλυκιες

Ερωτηθείς κάποτε από το δάσκαλο του ο μαθητής Πασχαλης Αισος ποτε γεννήθηκε απήντησε : - Τς γαλατόπιτες δάσκαλε. Κι ήταν βέβαια ημερομηνία ηγουν 50 μέρες μετά το Πάσχα και Κυριακή δηλ την Πεντηκοστη όπως σήμερα. Όταν η γιαγιά μου ηρθε απο την Πυρσόγιαννη νυφη στη Λευκοπηγη είδε πως κάνουν την γαλατοπιτα αλμυρή και εξεμανει. - Α ρε κούτσουρα ρίχνετε αλάτι στο γάλα χλεύασε .Ζάχαρη μωρε Ζάχαρη . Έφερε έτσι τη ζάχαρη στην γαλατόπιτα κι έκτοτε η οικογένεια μας σ όλο το εύρος της κάνει γαλατοπιτα γλυκια Η εικονιζόμενη είναι φτιαγμενη σήμερα το πρωί από τη μάνα παντα γλυκια εννοείται (η μάνα)

Ψυχοχάρτι

Η μάνα συμπλήρωσε τα ονόματα στο ψυχοχαρτι/ Με την κολλυβογράμματη πλην αναγνωστεα γραφή της/ Πάσχος (σύζυγος πατέρας) Βασίλειος (παππούς) Βαγια (γιαγιά) Γεώργιος, Παναγιω, Παναγιω και αλλά ονόματα του μακρινού μου αλλοτε/ Έτσι οι ψυχές δε θα μείνουν αδιάβαστες / Και πεινασμένες να περιφερονται/ λυσσασμένες για εγκόσμιες ευχες/ παρακλήσεις κεριά σιτάρι θυμιαματα/ Στο μέγα Ψυχοσαββατον της Πεντηκοστής/ Το πανηγυρι των ψυχών / παρόντες όλοι οι αγαπημένοι απελθόντες/ ΥΓ της τελευταίας στιγμής + Αθανάσιος (18 -1-2024) μάνα συμπληρωσε/ Αθανάσιος …

«Μνημες φυλακισμένες μου, και τι σας φέρει;» Τ Κ Παπατσώνης

Είχε την όψη ιατροφιλοσόφου του ύστερου Διαφωτισμού/ Ποιητής ερευνητής συγγραφέας, του παραλόγου μύστης δεινός/ Από αυτούς τους πιο πολιτισμένους του πολιτισμου/ Ο Χ Μπέσσας· κάθε που τον θυμάμαι συγκινούμαι εμφανώς / (Έργο του Κ Ντιο )

Εις καυσων

Μη έχων στον καύσωνα που το σώμα του να γειρει/ Στου Συνβιβλιοπωλειου κατέφυγε τη δροσερή γαληνη/ Κλειστον! Η Κ με του χωριου της ήδη βάφεται τη γύρη/ Κι άφησε τους καθημερινούς της ναυαγούς στης μοναξιάς τη δίνη/

Δευτέρα 17 Ιουνίου 2024

Στην 4η έκθεση βιβλίου

Στην 4η έκθεση βιβλίου με πόζα ελαφρώς στοχαστική/ Στην πλατεία Κοζανης το πηγαινελα των συγγραφέων επι-θεωρώ/ Δίπλα από κάτι αρχαιοπληκτους με αγοραία σοφιστική / με ευμενή ουδετερότητα τα διαθραυματιζομενα θωρώ/

«Και τι δεν θα ‘δινα...»

«Και τι δεν θα ‘δινα...» που γράφει ο Χ.Λ. Μπόρχες/ στο «Ελεγείο της ανέφικτης ανάμνησης»/ στα χώματα της πλατείας Λευκοπηγής να ξαναπαίξω / με φίλους του καιρού ένα διπλό ή μονότερμα / Εκεί έμαθα της μπάλας το νταλκά./ κι εσημείωσα κατόπιν περί τα 1000 γκολ όσα κι ο Πελέ/ στις σχολικές αυλές, τις καλαμιές, τα ισιώματα,/ τα τσαϊρια, τα λιβάδια ,τις πουρναροανοιχτωσιές./ Οταν εντρίπλαρα σχεδόν ποιητικά τους αντιπάλους / Και εκάρφωνα τη μπάλα στο κενό ελλείψει διχτυών./ Είχα προστάτες αγίους τον γκολτζή Γ. Σιδέρη/ του Ολυμπιακού που μισούσα εν τούτοις παιδιόθεν/ κι αργοτερότερον Γ. Κούδα Θεσσαλονίκης το κλέος / του Πάοκ που ελάτρευα και σχεδόν αγαπούσα / (Τώρα σ’ όλα αυτά είμαι πρώην ή τέως)/ Κανείς δεν πιστεύει πως αυτό το μαλθακό / μαλάκιον, κάποτε αλώνιζε τις ανοιχτωσιές./ Κανείς δεν με πιστεύει ούτε εγώ εμένα / αλλά η φωτ. εκείνου του καιρού τα δείχνει όλα.../

Παρασκευή 14 Ιουνίου 2024

Περί προτ(ρ)ομών

Γεώργιος Σακελλάριος ιατροφιλόσοφος/ ποιητής δηλαδή που απέθανεν από δήγμα / αγριοκούμπανου πίνων καφέ στο μπαλκόνι/ («στο σπίτι τ’ς γιατρούς» που το λέγαν). / Ως Β.Π.Κ. ακουμβώ στην προτομή του/ (και κάτι σαν ζήλια άνευ φθόνου με κεντάει)/ έξω από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης / (οι ανιστόρητοι την αποκαλούν «Κοβεντάρειο»)/ που σλαβιστί σημαίνει αγελαδάρης./ Ούτε φιλόσοφος ουδέ ιατρός και ποιητής/ διαδηλώνω, μον’ δεινός αναγνώστης, μερικώς/ στιχάκιας κι απείρων κειμένων πεζικάριος./ Με τον ποιητή οδικά μας χωρίζει και μας ενώνει/ η αισθαντική πλατεία Μανόλη Αναγνωστάκη/ Ηδη παίρνω μέτρα δια την προτομήν/ που ήθελε στηθεί εν ζωή μου ίνα ως άλλος/ Π. Γαλακτόπουλος καταθέτω στεφάνι εις εαυτόν/ (και ο κ. Γεώργιος Κούδας αν καλά θυμάμαι)/ Όχι παρά πόδας της προτομής αλλά/ επί κεφαλής ως ο Δαφνοστεφής αγγλοσάξων ποιητής/ στον Βλακοχορτοφάγο του Τζον Μπαρθ. / Να με θαυμάζουν και να αυτοθαυμάζομαι/ κόβων βόλτες στο δρόμο με τις πικροκαστανιές/ και λάσπη μπροστά από γνωστούς .../

Απολυτίκιον Αναλήψεως (ήχος πανηγυρτζίδικος)

Τι δροσερή δροσιά που είχε ο αρχαίος ναός/ (1664 θεμελίωση 1721 ανακαίνιση εκ βάθρων)/ απόγευμα 12/6 με 35 βαθμούς ο καύσων/ Απόδοση Πάσχα εσπερινός Αναλήψεως/ που σταματάει το πολύ «Χριστός Ανέστη»/ κι επιστρέφει εν θριάμβω το «Δι ευχών» στην απόλυση/ Ο πρωθιερέας γεγονυία φωνή / κήρυξε λήξη του Πασχάλιου 2024/ και ήδη πλησιάζουν Πεντηκοστή κι άγιον Πνεύμα/ Νύχτωσε όταν πήραμε το δρόμο του χωριού/ που πανηγυρίζει της Αναλήψεως έστω χωρίς ναό/ Χοροστατούσε ο Β. Καράς αν και μη ζων κ.α κλαψούρια/ «Αρατε πύλας αρχόντοι» «Κροτήσατε χείρας λαοί»/ οτι Χριστός Ανέστη εντελώς και του χρόνου.../ Ετσι/ «Εγώ στους ποιητές μου τότε στράφηκα/ Και είδα πως ακούσαν με χαμόγελο/ τούτα τα λόγια· κι Έπειτα στη δέσποινα/ την όμορφη το βλέμμα πάλι στρέφω...»/ (Δάντης, Καθαρτήριο μτφρ Γ. Κοροπούλης)

Ακαδημαϊκός; γιατί όχι...

Οτε ήμην μέτριος έως ασήμαντος μαθητής της ΣΤ’ στα Γυμνασιακά μου όρη, σε ώρα Ιστορίας που μας έκαμνε ο σπουδαίος φιλόλογος Γ. Αντωνόπουλος ερώτηξε το μαθητικό σχεδόν υπνώτον ακροατήριο. - Ξέρει κανείς σας τι είναι η Ακαδημία βέβαιος για την απάντηση ουδείς ή το ομηρικό κανένας. Σήκωσα («Ασήκωσε θεέ μου ένα νέο Αλέξανδρο» διάβαζα τότε την Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας» του Κ.Θ Δημαρά Δ’ έκδοση Ικαρος) δειλά και τρομαλέα (πως το τόλμησα;) το ζερβί μου δάχτυλο με το οποίο ρίχνουν στα βόδια άχυρο στη Λευκοπηγή και είπα: - Το ανώτατο πνευματικό ίδρυμα μιας χώρας που κ.λπ. κ.α.» Ξαφνιάστηκε μη πω τα ‘χασε. Δεν το περίμενε και ως ντιρέκτ κατά πρόσωπο έλαβε την απάντησή μου. - Ποιος είσαι εσύ ρα, σχεδόν ενοχλημένος ρώτηξε; Ημουν μαθητής στις παρυφές των μαθητικών γνώσεων κι επιδόσεων που διάβαζε κρύφα κι επί των γονάτων τις ώρες μαθήματος Σεφέρη Παπαδιαμάντη, Μακρυγιάννη Νέα Εστία, Συζήτηση κ.α Πέρασαν έκτοτε δεκάδες χρόνια. Με αυτό το ιστορικό μου προηγούμενο λογαριάζω να υποβάλλω αίτηση ευπειθέστατος ή και μεθ’ υπολήψεως στο ευαγές Ακαδημαϊκόν ίδρυμα Αθηνών και περιχώρων για να ακαδηματοποιηθώ. Στο κάτω κάτω πολλοί από τους νυν ακαδημαϊκούς στην ηλικία μου τότε χαμπάρι δεν είχαν τι είναι η ακαδημία υποθέτω. Η έστω η «Παρέμβαση», που διοικώ εδώ και 40 χρόνια ακριβώς και συμπλήρωσε τον απαραίτητο χρόνο ύπαρξης και με τα 220 τχ. να βραβευθεί αυτή κάπως. Ινα μη λένε οι επόμενες γενεές δι’ ημάς αυτό που λεν στη Γαλλία για τους αποτυχημένους: «Τίποτα δεν κατάφερε στη ζωή του ούτε ακαδημαϊκός δεν μπόρεσε να γίνει».

O άνθρωπος που εύρισκε γυαλιά

Ανήμερα της έκθεσης βιβλίου Θεσσαλονίκης/ στο σταντ 126 τη φωλεά της Παρέμβασης/ κάποια ευγενική ψυχή λησμόνησε τα γυαλιά της./ Χτες παρά την γηπεδικήν χώραν Κοζάνης/ λίγο πριν του στρατοπέδου Μακεδονομάχων/ εύρηκα πάλι κάτι γυαλιά πρεσβυωπίας που λεν/ της αυτής ορατότητος μου (γκαβότητας να λέω)/ Οποιος τα ελησμόνησε ας σπεύσει/ ιδιωτικώς ή δημοσίως να τα ζητήσει/ εύρετρα δεν θα του ζητηθούν ήγουν το 7%/ που δίδασκε ο Κ. Βαβούσκος καθηγητής/ στην γλυκεία Νομική Θεσσαλονίκης/ Μ’ εύρηκεν μπόσικον λύπη και νοσταλγία / αφού πριν 5 χρόνια απέθανεν ο ακριβός φίλος/ Δημήτρης Μεντεσίδης ο καβαφικός και κεντροευρωπαίος ντιλετάντης μουσικης γραφής και λόγου./ Στη μνήμη του ήπιαμε στην Κλεψύδρα με τον Ρούση/ μία ρακή εκεί που τελευταία φορά/ ήπιαμε μ’ αυτόν μια μπύρα κάτω από τη φλαμουριά./

Αόματος...

Κυριακή του τυφλού κατά Ιωάννη και του αοματου κατά Μιμη Φωτόπουλου στη κάλπικη λιρα. Η ημέρα θριάμβου των δικαστικών αντιπροσώπων ενώπιον των οποίων κάθε εξουσία στέκεται προσοχή. Ακόμα και ενώπιον των βλακών του είδους που παίρνουν την κάλπη απ ωμού αντί του σάκου και την πηγαίνουν στο δικαστήριο προς διαλογής των ψήφων Ψηφισαμε ότι ουδέποτε απείχαμε ρίξαμε λευκό η ακυρο…

Κυριακή 9 Ιουνίου 2024

Μαγαζί γωνία ...

Μαγαζί γωνία (Χ. Μούκα 1 και οδός Ειρήνης» ή γωνιά του μαγαζιού γραφείου; Περιέχει: 1. Εργο του Κ. Ντιο κατά μίμηση του ζωγράφου Φελίπε Λίπη («Το φιλί που λείπει») 2. «Καθήμενος με καπαρδίνα διευθυντική» έργο Γ. Κόλλα 3. Κρεμάστρα κουρείου 4. Πίνακας κυρίου κυρίου Κ. Ντιό «Ωραία γυνή γυμνή απλωμένη σε κρεββάτι με γάτα στο παράθυρο» 5. Μέρος πίνακος (με ρολό ελαιοχρωματισμού) μόλις ορατός του Θάνου Καλαμπούκα (+) 6. Μη διακρινόμενα ευκρινώς κασκόλ και παρασόλια, χαρίσματα 7. Ρεπροντουξιόν «Η Γλυκοφιλούσα» από τη συλλογή του Ν. Βελιμέζη 8. Μέρος ρίζας πλατάνου από το βυθό της λίμνης - ποταμού Πολυφύτου – Αλιάκμονος 9. Ράχαι φακέλων συνεδρίου (έργα τέχνης) για τον νεοελληνικό διαφωτισμό του 1997 που έγινε στην Κοζάνη έργο Δημήτρη Χάτσιου 10. Φωτ. του πατέρα με ανοιχτό το βιβλίο «Το χρώμα της νοσταλγίας» (μου και αυτού) 11. Ράχες βιβλίων: Εκλογή Α και Β, Τ. Παπατσώνη, Τα γράμματα στη Ραχήλ Κ. Παλαμά, Ποιήματα 1943-2008 του Γιώργη Παυλόπουλου, Αναθεώρηση τέχνης του Δ. Ραυτόπουλου, Νοβάλις στοχασμοί, Ρ. Μ. Ρίλκε Ροντέν κ.α. «Γωνιά γωνιά σε καρτερώ γωνιά γωνιά σε χάνω Ψάχνω να βρω τα μάτια σου κ.λπ, κ.α...» «...η ατμόσφαιρα μου λείπει των πρώην δωματίων μου...» (Αλέξανδρου Μπάρα) Εξω και γύρωθεν μου έχει εκλογές και ένδον μου κάπως δύσκολες επιλογές

Tι θα αψηφήσω

«...Η ΕΔΑ, στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου (1951) συγκέντρωσε 180.640 ψήφους (10,57%) και εξέλεξε 10 βουλευτές, 7 εξόριστους στον Αη Στράτη και 3 φυλακισμένους. Οι 7 πρώτοι, τέσσερα μέλη του ΚΚΕ (Σαράφης, Ιμβριώτης, Ηλιού, Τσόχας) και τρεις σταθερά συνεργαζόμενοι (Γαβριηλίδης, Πρωϊμάκης, Χατζημιχάλης), καθώς δεν εκκρεμούσε καμία καταδικαστική απόφαση σε βάρος τους, αφέθηκαν, έστω και με δύο μήνες καθυστέρηση, προσωρινά ελεύθεροι και ορκίστηκαν βουλευτές, προκαλώντας τη μήνη της συναγερμικής αντιπολίτευσης.΄΄» Ηλ. Νικολακόπουλος «Μετά τον Εμφύλιο: η επάνοδος της Αριστεράς στην κοινοβουλευτική ζωή» Σήμερα ποιό κόμμα έχει υποψηφίους εκλεγμένους αλλά φυλακισμένους πολιτικούς κρατούμενους. Το θέμα δεν είναι τι θα ψηφίσω αλλά τι θα αψηφήσω για να ψηφίσω ...

Σκηνές από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης

Εξω έβρεχε κάπως, στο λιμάνι ομιλούσε ο κυρ’ Μητσοτάκης σε άλλα δε σημεία της πόλεως άλλοι αρχηγοί του λαού μας. Στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης δεν έβρεχε. Αλλά μνήμες στριμώχνονταν. Πριν πολλά χρόνια, όταν ζούσα τον μύθο μου ως τοπικός άρχων των βιβλίων, μετείχα μιας ποιητικής συναντήσεως στην Βιβλιοθήκη αυτή. Εκλήθην να πω κι εγώ ένα ποίημα («Α, πε ένα ποίμα!»), Εδιάβασα κάτι περί ενός Κοκκινολαίμη, αυτό το πουλί που ο Γ. Δροσίνης ονομάζει Καλογιάννο. Φυσικά το έχασα στη συνέχεια ότι δεν είμαι ποιητής αλλά απλώς στιχάκιας. Αίφνης ο λίαν ποιητής Αργύρης Χιόνης («μύρο το χώμα που τον σκεπάζει) που με ακολούθησε στο λογείον είπε: - Αχ μου πήρες τον τίτλο για ένα κοκκινολαίμη θα διαβάσω κι εγώ. Ομως μπορεί να είχα πρώτος τον τίτλο όμως στη συνέχεια ο ποιητής με ξέσχισε σε ποιότητα στο περιεχόμενο.. Εχτές που ήταν Τετάρτη στην αυτή βιβλιοθήκη παρουσιάζαμε την ποιητική συλλογή του κατ’ επάγγελμα ιατρού οφθαλμών κατά δε την ευαισθησία ποιητού Ν. Μυλόπουλου (τον έχω εδώ και χρόνια κάθε μέρα στη σκέψη και πράξη μου ότι ρίχνω στη γυναίκα μου τις ευεργετικές σταγόνες στα μάτια που της σύστησε αυτός) - κατά καιρούς δε δημοσίευσε στην Παρέμβαση ποιήματά του. Τη συλλογή «Τ’ ανοιξείδωτα Χάϊκου (Γεωτρύπανα χαράς και Μασώντας πέτρες)» εκδ. Παρέμβαση, παρουσίασαν κατά σειράν όπως στη φωτ. οι: Διονύσης Στεργιούλας, η Ελένη Σακκά, ο Βαγγέλης Τασιόπουλος, ο ποιητής της βραδιάς δι εαυτόν, ωραίοι ποιητές όλοι τους. Με τηλεοπτικό διάγγελμα και ο έξοχος Γ. Ρουσκας.. Παρούσα στον τοίχο και μια χειροκίνητη συσκευή πυρόσβεσης δια παν ενδεχόμενον Δύο νεαροί μουσικοί με κιθάρα ομόρφαιναν τη βραδιά. Πλήθος κόσμου σε σημείο να πουληθούν όλα τα βιβλία και υπήρχε ακόμα ζήτηση. Ο Ν. Μ. ετάζει μεν στην κυριολεξία οφθαλμούς, όμως μεταφορικά ετάζει νεφρούς και καρδίας εντελώς ποιητικά. Κανείς μας δε νοιάστηκε για τις έξω πολιτικές συγκεντρώσεις ορθώς κι ορθίως.

Τρίτη 4 Ιουνίου 2024

Βασίλης ο Αρμόδιος... της κ. Λένας ΟΦλίδη

… Ο Βασίλης Καραγιάννης, ναι,ο Βασίλης της ιστορικής "Παρεμβασης" Κοζάνης, εδώ και χρόνια πολλά μας τιμά με την φιλία του.Και μας δωρίζει συχνά διαμαντάκια, πονήματα της γραφής και της σκέψης του.Προσφατο δώρο το "Αρμόδιος χωρίς τον Αριστογειτονα ",από τις εκδόσεις Παρέμβαση.Ενα σπαρταριστό αφήγημα για τις πρώτες μεταπολιτευτικες πολιτικές συγκεντρώσεις στην ελληνική επαρχία του 1974.Της μακρινης εκείνης εποχής με τα αδιαμορφωτα ακόμα νέα πολιτικά μας ήθη ,την μεταπολιτευτικη ορμή και την αθωότητα των ελπίδων μας.Η γνωστή παιχνιδιάρα γλώσσα του Βασίλη, το σοβαρό σχόλιο πίσω από τον κωμικό υπαινιγμο,ο σαρωτικός αυτοσαρκασμος μας γοήτευσαν,να λέγεται, όπως πάντα.Αν και μακριά μας, Βασίλη, σε νιώθουμε τόσο κοντά μας! …

Ο Μωυσής με γυαλιά...

Δέκα χρόνια από την Κοίμηση του μοναχού Μωυσή αγιορείτου μέγιστου συγγραφέα του Ορους, ποιητού, ερευνητού, συναξιορολόγου αγίων του Ορους παρηγορητού του ανθρώπινου σωματικού (αυτόν κι αν τον γνώρισε εν ζωή ο οσιομάρτυρας) και ψυχικού πόνου. Μας φιλοξένησε κάποιες φορές στον επίγειο παράδεισό του στην Καλύβη Ιωάννου Χρυσοστόμου. Μια φορά μας πρόσφερε Κοχλιούς Κρήτης. Στην οικογενειακή τράπεζα -τι είναι αυτό;- σαλιγκάρια μικρότερα των χερσαίων που βλέπουμε στους όχτους μετά τη βροχή. Ας είναι ευλογημένο. Κάμνοντες την ανάγκην φιλοτιμίαν, δοκιμάσαμε. Στη συνέχεια κάπου τριάντα κελύφη αδειανά κοιτούσαν διαπορούντα για την αρχική μας συστολή. Στοιβάχτηκαν, θημωνιά δίπλα, προς επίρρωσιν του γευστικού πράγματος Εσπέρας και νύχτας προκείμενο στη Βιβλιοθήκη του Συγγραφέα Στη νύχτα το πράσινο εδώ γίνεται μαύρο απαλό/ Μια μαλακιά κουβέρτα που σε σκεπάζει λυτρωτικά/ στο κελί του Παϊσίου στη συστάδα των κυπαρισσιών / κάτι σαν προορατική ψυχή φαίνεται να περιίπταται/ να θέλει να μπει λίγο, να δει, ν’ ακούσει, να φύγει!/ Τ’ αστέρια του Ορους εντελώς φιλικά σε ψιχαλίζουν/ ψυχικής ηρεμίας αντίδωρα έως και ψίχουλα πετεινών./ Η κάπου στα ανατολικά θάλασσα είναι μια ξένη μακρινή/ Κι Αυτός μέσα στον απέραντο λειμώνα των βιβλίων/ κανοναρχεί σε μια ήρεμη ακολουθία λόγων εξαίρετων./ «Εξαιρέτως της Παναγίας Αχράντου, Υπερευλογημένης»/ περί γραμμάτων και εικοσασφράγιστων επιστολών/ περι-δια-δραμάτων μοναχικών κι εκκλησιολογικών/ περί Κολλυβάδων, γνόφου, νήψης, αποταγής βίου,/ περί της Ποιήσεως κόσμου αλλά κι εγκόσμιας ποίησης./ Περί του πόνου σώματος και της μέλαινας ψυχής./ Μετά απ’ όλα αυτά ποιος να φοβάται τώρα τη νύχτα;/ Κοιμάσαι ελαφρύς, φτερό στον α’ ή β’ πλάγιο ήχο/ του μορμυρίζοντος λάκκου που κυλάει χρόνος άχρονος./ Τα όντα της νύχτας που έχουν βάρδια θείων αίνων/ σ’ έχουν βάλει στο μάτι και ας πούμε σε νανουρίζουν./

Πιναξ εσωτερικού χώρου

Ο Ελυτης δέσποζει επι τοίχου μαυριδερός ο όλοφωτεινός ποιητής (του Κ Ντιο ) Ελαιογραφία νεαρού (του Γ Κόλλα) ο Μρς είπε : δεν είμαι εγώ… Αρχοντικό Κοζανης με το έξοχο πενάκι του Αργυρη Παφίλη Θραύσμα αρχαιότητος αθλητές που τρέχουν (κάποιοι πίστεψαν πως είναι εύρημα αληθινό) Κάβουρας (του Ρούση ) σε ετοιμότητα τα δια πάσαν υδραυλική εργασία … Έξω είναι Κυριακή της Αγίας Φωτεινής της Σαμαρειτιδος

Σε μια συναυλία ακροατής*

Ηύρα άδεια τη θέση μου την παλιά πίσω δεξιά και τέρμα/ την από χρόνια ίδια στην οποία συναυλία παρακολουθούσα / Τότε που ακόμη κάπως χρήσιμος ένιωθα έστω ως έρμα/ στις διαθέσεις δε της ψυχής τα πρόσωπα κυρίως αγαπούσα/ * Συναυλία των καθηγητών του Δημοτικού Ωδείου Κοζάνης

Στα αγυάλινα Γιάννενα

Πρωί επήραμε την Εγνατία Δ. Μακεδονίας – Ηπείρου οδός των τούνελ και διαβάσεων της αρκούδας Στου Κ. Ντιο τη λήγουσα έκθεση ενωτισθήκαμε φωτογραφίες κ.λπ. καμώματα μας κράτησαν Κι ύστερα στου φιλοσόφου ποιητή Ν. Ψημμένου την αρχοντιά του τρόπου του μοιραστήκαμε Περπατήσαμε με 10 χιλιάδες βήματα ως το μώλο Κι όπως οι προεστοί στον Αλεξ. Πάλλη ποιητή για την τουρκοναυαρχίδα που μπουρλώτισε ο Κανάρης συσκέπτονταν στο μώλο, συνεδριάσαμε κι εμείς με ποιό καραβάκι θα πάμε στο νησί του Αλή να φάμε βατράχων πόδια κ. α. τουριστικές αηδίες Βλέμμα δε ρίξαμε στ’ Αλη Πασιά τα μέρη μόνον στο ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου εμβήκαμε Η λίμνη πρασινοελαφροκυματούσα και μπόρες χαλάζι άγριο και βροχή άσπρισαν το Μιτσικέλι την προτομή του Λ. Μαβίλη, το τούνελ του Δρίσκου που ο ευγενής γενναίος ποιητής εσκοτώθηκε.

Ωραιον βράδυ...

Φευ, δε θα ξαναζήσουμε ζωντανό το ωραίο βράδυ/ στον Φιλοπρόοδο σύλλογο Κοζανιτών και Σκ’ρκας/ στο οποίο ο βραχνός προφήτης / Αρχιτραγουδιστής Χειμερινός Κολυμβητής/ συνόδευε τον έξοχο νεαρό καλλιτέχνη,/ κατά δήλωσίν του Γιώργο Κωστογιώργη, στη μουσική του πάνω στους ποιητές το/υ μεσοπολέμου/ που αγαπώ ερήμην τους ότι εκτός ζωής όλοι τους./ Επί δίωρον ο νέος με το πιάνο μας εταξίδευεν / αλύπητα στη ωραιότητα λόγου και ήχου/ Πτερόεσσα η μουσική και το βράδυ/ είχε λίγο ψύχρα η άνοιξη στο τέλος της/ τώρα σε σιντί και σε βινύλιο θα ακούμε/ «Για το καλοκαίρι που πέρασε σα ρίγος»/ και «Τ’ άνανθα χρόνια μου»/ Η ζώσα αίσθηση μας άφησε / ελαφρώς ανάπηρους από γλύκα.../

Ο συγγραφέας

Εστιν ουν συγγραφέας άνθρωπος (κατά Πλάτωνα ή τον Αριστοτέλη θα σας γελάσω ζώον δίποδον και άπτερον μέχρι να του πετάξει στα μούτρα του ο Διογένης μια μαδέμενη κότα), που γράφει λέξεις σε χαρτί ή στην οθόνη του υπολογιστού και τις κάνει βιβλίο. Εχει δε και την έξωθεν μαρτυρία περί αυτού. Ο γράφων επί κεραμίδας την διαθήκη του την υπογράφει και την χρονολογεί είναι απλά νόμιμος διαθέτης αλλ’ όχι και συγγραφέας. Στην 20η έκθεση βιβλίου στη Θεσσαλονίκη αναστοχαζόμουν περί αυτών εγκλωβισμένος στο κελί 126, εφήμερη αποικία της Παρέμβασης και ήθελα να δραπετεύσω και ως άλλος αποξηραμένος οπλίτης του Ξενοφώντα στην Κύρου Ανάβαση, να ξεχυθώ προς το Θερμαϊκό φωνάζων «θάλαττα θάλαττα» κ.λπ εκείνο το γλυκό απόγευμα της Κυριακής 19 Μαίου των Μυροφόρων γυναικών εν γένει. Φευ! Τις εστίν συγγραφεύς ή αναγνώστης παραφράζων Δαμασκηνό; Κατέληξα για να χωρέσω κι εγώ εκείνοι που έχουν την έξωθεν μαρτυρία... Περίπτωση 1. Περπατούσα στους διαδρόμους του λαμπρού Μουσικού Σχολείου Πτολεμαϊδος όταν άκουσα πίσω μου σαν ένα γλυκό συριγμό από δύο νεαρές μουσικομαθήτριες: «Ο συγγραφέας!». Είχα μιλήσει εκεί πριν λίγες μέρες δια την αναγκαιότητα του μη διαβάσματος και εντυπώθηκα σ’ αυτές ως τοιούτος (σ. δηλαδής) Περίπτωση 2 Πριν χρόνια κατά τη θερινή πανήγυρι του χωριού πίναμε υπό τον μέγα πλάτανο κρύες μπύρες . Οταν πήγα να πληρώσω ως αμφιτρύων στο χαρτί της χειρόγραφης απόδειξης που μου έδωσε η κυρία κοπέλα γκαρσόνα, έγραφε «Τραπέζι συγγραφέα». Δεν με γνώριζε παρότι συγχωριανοί πλην κάτι είχε ακούσει πως ασχολούμαι με κάτι τέτοια «ουχί παραδεδειγμένης χρησιμότητας πράγματα» (Αλεξ. Ππδ.) Περίπτωση 3η Κάποτε πηγαίνοντας για τη Μονή Βατοπεδίου με το λεωφορείο εσωτερικών διαδρομών από Καρυές μας σταμάτηξε στα ατελή οιονεί διόδια, ο φρουρός. -Ποιός είναι ο συγγραφέας και η συνοδεία του, φώναξε. Σήκωσα το χέρι δειλά. Είχε ειδοποιηθεί από τον αλησμόνητο γέροντα Μωυσή αγιορείτη πολυσυγγραφέα και ποιητή πρωτίστως, να τύχουμε ειδικής φιλοξενίας. Και τύχαμε. Μακαρία η μνήμη του. Περίπτωση 4. Μια Κυριακή περπατούσα δίπλα από το λυρικότατο Λάκκο της Λευκοπηγής και από το δίπλα καφενείο της Κατερίνας που στην αυλή του γιγαντώθηκε ο Πλάτανος της δημοκρατίας (τον φυτέψαμε 20-24 Ιουλίου 1974) μου ήρθε στη πλάτη σαν βιτσιά το: «Ουουοου ρα συγγραφέα». Κάποιος χωριανός μου την κατάφερε γιατί κάποτε που τον ονόμασα «ρέκτη» αυτός νόμισε πως τον κορόιδεψα αγνοών τον όρο. Εκανα πως δεν άκουσα... Αρα υποστάς τετράκις δημόσια αναγνώριση ως ο Αρ. Παγκρατίδης (αυτός τετράκις εις εκτέλεσιν) έχω την έξωθεν συγγραφικήν μαρτυρίαν και «γράμματα γνωρίζω»

Βότκα!

Το μόνο της ζωής μου ταξιδιον στη βότκα μετά τη ληξη της λιαν επιτυχους παρουσίασης του βιβλίου της Αφροδίτης Κοιδου «…κι έναν καιρό» ποιήματα εκδ Παρέμβαση στο μαγαζί Μπλε ελαφι Μπήκες για να ρίξεις μια μάτια/ Μήπως κι εβρεις κάτι ξεχασμένο/ Σκόνες βρήκες άδεια τα κουτιά/ Κάπου ένα καθρέφτη ραγισμένο / - Λάθος ψάχνω, ειπες, δεν μπορεί/ Ούτε εγώ δεν ξέρω τι ζητούσα/ Μήπως το πουλας το μαγαζί / Είν’ αυτο που χρονια λαχταρουσα/ ……… Όχι δεν πουλώ το μαγαζί/ τα ρολά του ακομη κι αν τα κλείσω/ Κοϊδου Αφροδίτη

Καρυωτακικον

Στο ταβανι βλέπω τους γύψους/ Μαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε/ Η Ευτυχία (1) μου, σκέφτομαι , θα ναι/ Ζήτημα ύψους/ (Καρυωτάκης) (1) Αλεξάνδρα Λουκιδου (Από την παράσταση «Περάσματα και Χαιρετισμοί» για τα 40 χρονια της Παρέμβασης στην έκθεση βιβλίου της Θεσσαλονίκης)

Τετάρτη 22 Μαΐου 2024

Αγία ρουτίνα

Αγία ρουτίνα εσένα προσκυνώ μη πω και λατρεύω/ Τον πρωινο με τσίπουρο την παρέα απόμαχων γέρικα ατια/ Την αδιάσπαστη αλυσίδα σου στο χρόνο θα γυρεύω/ στις μοναχικές κυριες με τη νοσταλγία στα μακρινά τους μάτια

Ενσταντανέ Θεσσαλονίκης 19 - 5 - 2024

Υπερώον ΙΙ της ΔΕΘ με τους «αδελφούς»/ σε δείπνο φανερό/ και με ένα λιλιπούτειο μπουκάλι νερό/ - Πάντοτε Χαίρετε/ αδιαλείπτως Γράφετε / (και Προσεύχεσθε)/ εν παντί Ευχαριστείτε.../ Η άδολη αγάπη για την «Π» στοιχίζει δύο λεπτά χρόνου όσο δηλαδή ένα σ’ αγαπώ άφρονος ή εμφρώνου * Κολυμπώντας σε μια ήπια θάλασσα από βιβλία/ δεν μπόρεσα επαρκώς τη θάλασσά να ξαναδώ/ απορουφηγμένος σε αυτά ως εύκολη τους λεία/ αφέθηκα στη ηδονή του τώρα κι εδώ χωρίς αιδώ/ * Κάτω από τη γέφυρα Αξιού-Βαρδάρι/ βόσκουν τα αργά ομηρικά γελάδια/ Απόγευμα και πηγαινοέρχονται φαντάροι/ γκαρσόνια του τίποτα σε κέντρα άδεια.../

Λήξις...

Κάτι σαν τέλος της ύπαρξης μας στη Θεσσαλονίκη/ η όλη μας περιδιάβαση ήταν μια κάποια νικη/ Που ξαναβρεθήκαμε στης νεότητας τα ρείθρα/ ο ΠΑΟΚ ο εξάντας ο θεοδολιχος, η πετροκαλαμηθρα/

Κατά μίμηση Ζ Παπαντωνίου

Ποσα χρονια πέρασα (40)/ Κι ασπρισα και γέρασα / Μέρες νύχτες χαράματα/ Βόσκοντας στα γράμματα/ Σε κορυφες δεν περπάτησα/ Μόνον ενυχτοπερπατησα/ Και σε δεντρα γέρικα/ Με μάγεψαν αερικά / Μυρμήγκι δε ζημίωσα / Με άνθρωπο δε θύμωσα (εμένα μου λες)/ Πηρα τα συγγραφικά αρνιά/ Σαν παιδιά στην αγκαλιά / Αιντε βιβλιαράκια μου/ Περπατάτε γραμματακια μου/ Δρόμο για την αιωνιότητα / Δηλαδη τη ματαιότητα/

Η Σαρζα !

Με τ’ αυστηρό της ώρας δίλεπτον ανά χείρας (κι όχι αυτό της χήρας) εγνωσμένοι εγγράμματοι ευγενείς πολίτες της Θεσσαλονίκης και άλλων πόλεων, την Κυριακή 19 Μαϊου των Μυροφόρων, στις 12 το μεσημέρι θα περάσουν από τον ΕΞΩΣΤΗ 2 του 15ου περιπτέρου της 20ης διεθνούς εκθέσεως βιβλίου της Θες/νίκης και θα κάνουν έναν χαιρετισμό για τα 40 χρόνια ύπαρξης της Παρέμβασης. Τιμώμενη χώρα της έκθεσης είναι το εμιράτο της ΣΑΡΖΑ (ΗΑΕ) (που είναι αυτό;) Και εγώ που ελαχτάριζα στα Κάστρα πάνω να περπατούσα/ σε πρόσωπα χωρίς καλύπτρα νεάνιδων της ΣΑΡΖΑ ναυαγούσα

Εις Πτολεμαίδα

Υπείκων στην ερυθρά ειδοποίηση απόψε στις 8 θα είμαι Πτολεμαϊδα ν’ ακούσω τις λέξεις μου (σε μορφή 4 ποιημάτων που έγιναν τραγούδι), με λίαν ωραία μουσική ενδεδυμένες από τον έξοχο μουσικό (και διανοούμενο εν γένει) Παναγιώτη Δημόπουλο. Φωνή από χείλη κι όργανα από χέρια των μαθητών του εκεί Μουσικού Σχολείου. Από το Τελωνείο "Πόσο γαλήνια η θάλασσα και το τελωνείο να βουλιάζουν/ στην πλήξη του μεσημεριού, ουδ’ επιβάτες μήτε φορτία/ οι γλάροι απάνω στα νερά με ηλίθιες πάπιες μοιάζουν..."/ και σαν ψυχές πηγαινοέρχονται από ναυαγισμένα πλοία/...

40 χρονια Παρέμβαση

20η διεθνής έκθεση βιβλιου Θεσσαλονίκης Περίπτερο 13 stand 126 Με τον Μάριο επ ώμου πριν κάποια χρονια στην έκθεση Τωρα έξω βρεχει…

Τετάρτη 15 Μαΐου 2024

«Περάσματα και Χαιρετισμοί...»

Την Κυριακή 19 Μαϊου των Μυροφόρων και των ποντιοθρηνοφόρων στην 20η διεθνή έκθεση βιβλίου Θεσσαλονίκης από την αίθουσα ΕΞΩΣΤΗΣ II (15ο περίπτερο) θα περάσουν επώνυμοι συγγραφείς οι οποίοι θα απευθύνουν ένα χαιρετισμό στην ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ που φέτος συμπληρώνει 40 εκδοτικούς ενιαυτούς ύπαρξης. Διάρκεια Περάσματος και Χαιρετισμού λεπτά 2, με τα οδοιπορικά προς το λογείον με το μικρόφωνο, για να «προκάνουν» όλοι οι εις τον συνημμένο κατάλογο αναφερόμενοι ευγενείς πολίτες. Εναρξη ώρα 12 ακριβώς.

Μάνες παντού...

3 Μάνες που σας έχω στην αυτή ευθεία/ Ευλογία θεία…