Βιβλία του παγκόσμιου αισθητισμού
και βιβλία «εθνικού φρονηματισμού»
Του Β. Π. Καραγιάννη
Ετούτη την εποχή τοποθέτησα στην αναγνωστική μου φαρέτρα πολλά βέλη. Πότε θα φύγουν απ’ αυτήν είναι ένα ερώτημα στο οποίο ο χρόνος είναι μια καθοριστική παράμετρος και μου χαμογελάει, από τη γωνία του, κάπως ειρωνικά. Βρίσκομαι στο γεωγραφικό τόξο της βόρειας Ευρώπης, που το χτυπάει άγρια ο Ατλαντικός κι ο αέρας, και που ξεκινάει από τη Νορμανδία-Βρεττάνη και φτάνει μέχρι την Ολλανδία. Κοινός καιρός εκεί η υγρασία, η ομίχλη, η βροχή, το κρύο. Κοινός υποθαλάσσιος κόσμος οι ρέγκες και οι μπακαλιάροι. Η συγγραφική περίοδος ξεκινάει τον 16ο αι. και φτάνει στο σήμερα. Μερικά απ’ αυτά τα βιβλία έχουν αφήσει εποχή στην εποχή τους, διέσχισαν τις ενδιάμεσες κι έφτασαν στην σημερινή. Με τα βιβλία αυτά βρίσκομαι τον τελευταίο καιρό, σε μια σχέση βιωματικής έντασης, αναγνωστικής έξαψης και οικειότητας και κάποτε σ’ αντιπαλότητα. Είναι ογκώδη, δυσκολοδιάβαστα κι αναγκαστικά σε υποχρεώνουν σε ανάγνωση διακοπτόμενη. Κάτι σαν συνουσία διακεκομμένη, που λεν! (1). Τα αρχίζεις, τα παρατάς, τα συνεχίζεις, τα ξεχνάς και πάλι απ’ την αρχή. Στο μεταξύ παρεισφρέουν κι οι καθημερινές αναγνωστικές υποχρεώσεις, που ευτυχώς ξεπετιούνται στα γρήγορα· ελληνική ποίηση και μυθιστόρημα κυρίως, βιβλία που έρχονται, φιλική προσφορά από τους συγγραφείς, και πως να αρνηθείς τη διατριβή τους μ’ αυτά, ή και σαν μια εσπευσμένη αγορά τους, αφού πάσχεις κι από την ανίατη βιβλιοφιλία, η οποία συνίσταται στην αγορά και κατοχή του βιβλίου πρωτίστως, αλλά φορές σου προκύπτει και η ανάγνωση. «Η βιβλιοφιλία είναι βέβαια η αγάπη για τα βιβλία, αλλά όχι κατ’ ανάγκη για το περιεχόμενό τους.» (2).
Ετσι ήρθαν τα βιβλία: του Βασίλη Χατζηβασιλείου το «Κοιμούνται τα πράγματα μαμά;» ρηξικέλευθον και σπαρταριστό μυθιστόρημα, εκδ. Ψυχογιός· του Kώστα Ακρίβου το «ΠανΔαιμόνιο», ένα ...αμαρτωλό, κατά κάποιο τρόπο μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στον Αγιον Ορος, εκδ. Μεταίχμιο· Γιάννη Κιουρτσάκη «Το βιβλίο του έργου και του χρόνου» κάτι σαν ένα μεγαλοφυές μυθιστόρημα για το μυθιστόρημα, εκδ. Κέδρος· Αργύρη Χιόνη «Περί αγγέλων και δαιμόνων» περίεργες προς το μαγικό, αφηγήσεις, εκδ. Γαβριηλίδη. Καταγινόμαστε δηλαδή με το τρόπο που πρέπει να διαβάζουμε· σύμφωνα με τη διάθεση της ψυχής και της στιγμής κι όχι με τον καταναγκασμό των σελίδων ή την μονορούφι μονο-ανάγνωση απ’ αρχής μέχρι τέλους. Ετσι γίνεται με τη μελέτη των εγχειριδίων για τις εξετάσεις κι όχι για την απόλαυση από την ανάγνωση.
Αλλά και γιατί να τα διαβάζουμε; Ας τα παρατήσουμε οριστικά κι αμετάκλητα. Δεν πρόκειται να μας επιτιμήσει, πολύ δε περισσότερο να μας τιμωρήσει κανείς, γιατί αφήσαμε ένα αγορασμένο βιβλίο, αδιάβαστο. Κι ούτε μπορείς να τα διαβάσεις κι όλα! Δεν έχω απάντηση πρόχειρη σ’ αυτό. Οταν, όμως, αφήνω στην οριστική γωνία της βιβλιοθήκης ή του πατώματος ένα βιβλίο, έχω πάντα μια κρυφή τύψη να με τύπτει με τον καιρό, γλυκά. Σαν μια ανεξερεύνητη αγάπη που άφησες και σε προσπέρασε υπακούοντας στην μοιρολατρία του Κ. Ουράνη: «Αν είναι να ‘ρθει θε να ‘ρθεί, αλλιώς θα προσπεράσει...», με την λανθάνουσα παρηγοριά πως ίσως να μη άξιζε τον κόπο. Αλλά αν άξιζε;
Στο τόξο των τόπων και των βιβλίων τώρα:
1. IAIN PEARS «Το πορτραίτο. Η εκδίκηση είναι τέχνη», εκδ. Αγρα, σελ. 220. Γράφει στο εξώφυλλο: «Ένα υπέροχα γραμμένο σύντομο μυθιστόρημα, γεμάτο σασπένς για ένα ζωγράφο που οδηγήθηκε στα άκρα». Είκοσι σελίδες προ του τέλους το μόνο που δεν βρήκα ήταν το σασπένς. Κράτησα μια επιθυμία του ιδιόρρυθμου ήρωα-ζωγράφου που ζει σε μια καλύβα δίπλα στη θάλασσα της Νορμανδίας, πως θέλει να πίνει κρασί που μυρίζει μόνο χώμα και ήλιο. Που να ‘βρω ένα τέτοιο μη όντας και ζωγράφος;
2. Ρόμπερτ Μπέρτον «Η ανατομία της μελαγχολίας» εκδ. Ηριδανός σελ.641. Αντιγράφω εκ νέου: «Αν τα τρία από τα τέσσερα βιβλία που πρέπει να διαθέτει ένας Αγγλος είναι η Βίβλος, ο Σαίξπηρ και ο Τσώσερ, τέταρτο είναι απαραιτήτως η «Ανατομία της μελαγχολίας». Η περιβόητη πραγματεία που έγραψε στα τέλη της Αναγέννησης ο θεολόγος Ρ. Μ. (1577 -1640) είναι αφενός μια σπουδή πάνω στην σκοτεινή αρρώστια που σήμερα ονομάζουμε κατάθλιψη, αφετέρου μια μνημειώδης αφήγηση της ανθρώπινης συνθήκης». Κι ακολουθούν άλλοι δύο τόμοι!
3. Χωλλ Κέιν: «Ο Μαξιώτης», μετάφραση Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, φιλολογική επιμέλεια Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Λαμπρινή Τριανταφυλλόπουλου, εκ. Ινδικτος σελ. 636. «Ο Χωλλ Κέιν κατάγεται εκ της νήσου του Μαν, κειμένης μεταξύ της Μεγ. Βρεττανίας και της Ιρλανδίας και εχούσας ιδιαιτέρους δεσμούς και προνόμια. Ολον το ελεύθερον πνεύμα των νησιωτών εκείνων, των αλιέων της ρέγκας, επιπνέει εις τα έργα του -των κατοίκων της νήσου εκείνης, όπου όλα είναι ιδιόρρυθμα, ως και ο όρκος, τον οποίον ομνύουν οι δικασταί της: «Ορκίζομαι να είμαι όπως το κόκαλον της ρέγκας το οποίον δεν κλίνει ούτε προς την μίαν ούτε προς την ετέραν πλευράν του μικρού οψαρίου, αλλά ίσταται ακριβώς εν τω μέσω· Τόσον να είμαι δίκαιος και ευθύς και αμερόληπτος…» Περί ρέγκας σήμερα ακούμε και τη φράση για τους αδύνατους: «Είναι ρέγκα χωρίς αυγά».
4. Ούγκο Κλάους «Η θλίψη του Βελγίου», μυθιστόρημα, μετάφραση από τα φλαμανδικά Γ. Ιωαννίδης, εκδ. Καστανιώτης σελ. 601. Θεωρείται το αριστούργημα του Ο. Κλ. και ένα από τα σημαντικότερα ευρωπαϊκά μυθιστορήματα, παρακαλώ.
5. Χάρι Μούλις: «Η ανακάλυψη του Ουρανού», μυθιστόρημα, μετάφραση από τα Ολλανδικά Ινώ Βαν Ντάικ- Μπλατά σελ. 645. Το μεγάλο αυτό μυθιστόρημα συνδυάζει με αριστουργηματικό τρόπο τη συγκίνηση με τον προβληματισμό, την αγωνία με το χιούμορ και είναι ένα από τα σημαντικότερα ευρωπαϊκά μυθιστορήματα των τελευταίων χρόνων – ένα σύγχρονο φιλοσοφικό έργο και ταυτόχρονα ένα συναρπαστικό θρίλερ. Θεωρείται το αριστούργημα του Χ. Μούλις τον οποίο απολαύσαμε στην εκπομπή «Οι κεραίες της εποχής μας» του Ανταίου Χρυσοστομίδη στην ΕΤ 1., μια Τετάρτη και για ακόμα λίγες Τετάρτες ώρα 10.
***
Πέρα απ’ αυτά υπάρχουν και τα βιβλία που έχουν ως μόνη τους επιδίωξη τον εθνικό μας φρονηματισμό!. Κάτι τέτοια μας ήρθαν, μας παρουσιάστηκαν και τα υποστήκαμε, (όσοι) στην πόλη. Αυτοί που παρακολούθησαν τις παρουσιάσεις (δυσανάλογα λίγοι, με τα ονόματα των συγγραφέων αλλά και των βιβλίων ως χαρτί), υποθέτω πως φρονηματίστηκαν (καλά να πάθουν) γενικά. Τους αρνητές τους δεν τους φταίει κανείς για το ό,τι εξακολουθούν και μένουν στη αφώτιστη γωνία της εθνικής τους απομόνωσης· και καλά κάνουν.
Στις 22/11ου ο γενικά σοφός και από τηλεοράσεως εθναμύντωρ (γενική: εθναμύντορος) Κωνσταντίνος Γ. Ζουράρις (επί το γελοιογραφικότερον κάτι σαν Κοσμάς ο Αιτωλός στις μέρες μας) παρουσίασε (με τη συνηγορία των Κ. Σαμοϊλη εκπ/κού και Δημήτρη Κατσιού εκπ/κού, αγωνιστών κατά της “Ιστορίας” της ΣΤ’ Δημοτικού) στην αίθουσα του Νομαρχιακού Συμβουλίου Κοζάνης και καλεσμένος της Ν.Α. φυσικά (δεν τους διαφεύγει ή δεν μπορούν να ξεχωρίουν τίποτε από τα σκουπίδια έως τα σοβαρά), το βιβλίο του με τον τίτλο: Βέβηλα Κίβδηλα Σκύβαλα κα Αλλως η Νατοκεμαλική Συμμωρία της “Ιστορίας” για την ΣΤ’’ δημοτικού που κατήργησε το βιβλίο-αίσχος της ΣΤ’ Δημοτικού. Λοιπόν, μία μία οι λέξεις έχουν ως εξής: Βέβηλα (=ακάθαρτα, μιαρά), Κίβδηλα (=κάλπικα), Σκύβαλα (=επί ανθρώπου: ο ουτιδανός, ανίκανος, άχρηστος), Νατοκεμαλική (συμμαχία του Νάτο και του κεμαλικού βαθύτατου κράτους σε συμφωνία (υπονοείται) με έλληνες γραικύλους επί τω τέλει αλώσεως του ελληνισμού των νεοελλήνων ορθοδόξων, ελλήνων κ.λπ. κατοίκων της ελληνίδος γης, όπου ακόμα ανθίζει η σταφυλή και θάλλει η ελαία). Συμμωρία με διττή έννοια: επί του ηχητικού συμμορία (ομάς κακοποιών, σπείρα) αλλά και συν-μωρία (=ανοησία). Ιστορία (ανήκει στις ανθρωπιστικές επιστήμες· στην αρχαιότητα είχε προστάτιδα τη μούσα Κλειώ), ΣΤ’ Δημοτικού (είναι η σχολική τάξη αμέσως μετά την Πέμπτη και πριν την πρώτη Γυμνασίου), Αίσχος(=εντροπή, ατιμία, όνειδος). Πού να τολμούσες να πας να παρακολουθούσες μετά από τα παραπάνω, αν συμφωνούσες κάπως με το «βιβλίο αίσχος» της ΣΤ’ Δημοτικού, που έφαγε ολόκληρη και μάλιστα ωμή (καμιά σχέση με τις παραπάνω ρέγκες ) την κ. Γιαννάκου Κουτσίκου. Ούτε απ’ έξω δεν πέρασα, από το φόβο μου.
***
Σ’ ένα αυστηρά υπηρεσιακό κοινό, στην αίθουσα Φίλιππος, στρατιωτικής εκμεταλλεύσεως (οι άμοιροι στρατιώτες εκεί, με υπηρετική στολή γκαρσονιού, έφεραν και ζωνάρι για να διακρίνονται, ήταν σ’ ετοιμότητα), με τις δέουσες ρεβεράντζες και τα αλληλοθυμιατά μέχρι ναυτίας -νομαρχιακοί παράγοντες όλης της κλίμακας, δημαρχιακοί ανθυποπαράγοντες υψηλού επιπέδου, στρατιωτικοί εντεταλμένοι εν στολή· μόνον ο απλός κόσμος και η τοπική εκκλησία έλειπε, ότι η τοπική παπαδο-κουστωδία (με τον ευαγγελικό όρο της Μ. Πέμπτης) ήταν στο «κάθισμα» Τιμίου Προδρόμου στο Σκαφίδι (εκεί, δηλαδή, που κάθεται ξάπλα και κοιμάται ή οκλαδόν και προσεύχεται ο δεσπότης) και εσπερινίζονταν, της αγίας και πανσόφου Αικατερίνας γαρ ξημέρωνε- έγινε παρουσίαση βιβλίου του αντιπροέδρου της Βουλής Γ. Σούρλα. Τίτλος: «Οι ήρωες του 40 περιμένουν». Δηλαδή, οι άταφοι νεκροί του ελληνοϊταλικού πολέμου στην Αλβανία. Απούσα ήταν επίσης η νεοδημοκρατική μάζα όντων και ψήφων· μόνον ένας φιλότιμος, απλός πολίτης ήταν εκεί κι είχε μαζί ένα μπουκάλι με ξινόγαλο βουνού, να το δώσει στον Σαρακατσάνο, Λαρισινών συμφερόντων, βουλευτή που κατάγεται κι από την περιοχή μας, όπως είπαν!
Η εκδήλωση -όσο παρακολούθησα, αφού άργησε ν’ αρχίσει, -με κύριο ομιλητή τον στρατηγό Π. Κωνσταντόπουλο της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, με φώτισε σε ένα θέμα που όντως συγκινεί κάθε πατριώτη, καθώς η ομιλία συνοδευόταν από κινηματογραφικά ντοκουμέντα της εποχής: Οι άταφοι νεκροί του πολέμου του 1940 περιμένουν στα χώματα της Αλβανίας, έρμαιο όλων των σκυλιών και των καιρών, και το εν λόγω κράτος αρνείται να συμφωνήσει σε διευθέτηση αυτού του λεπτού ζητήματος. Δεν είναι ότι η Αλβανία σε περιφρονεί, αλλά το ότι εμείς, η Ελλάς, γίναμε, όπως έλεγε ο Μακρυγιάννης (ή μήπως ο Κολοκοτρώνης;) κράτος «μπαίγνιο» πάντων κι ειδικά όλων των γειτόνων. Θα συμφωνούσε επ’ αυτού κι ο προαναφερθείς κ. Ζουράρις, ο προϊστάμενος του Λάος και των λοιπών πολιτικά τραυλών και παραληρούντων δυνάμεων, της επίσημης Εκκλησίας, μη εξαιρουμένης και σίγουρα όλοι από κοινού θα διέταζαν μία εισβολή να τους γ... το κέρατο. Ετσι μούρχεται σ’ αυτό το υποθετικό να συμφωνήσω αλλά αυτοσυγκρατούμαι, είμαι της πολιτισμένης αριστεράς και μέλος της Ε.Ε., η οποία φυσικά και μας επιβάλει να μην ήμεθα υπερβολικά εθνικιστές κ.λπ. αλλά σοβαροί ευρωαπαί(ε)οι πολίτες
Δεν άκουσα τον συγγραφέα, γιατί δεν διαβάζω –κι’ αν μπορώ, δεν ακούω κιόλας- τίποτε από τους εν ενέργεια πολιτικούς. Νομίζω πως είναι εν επιγνώσει ευνουχισμένοι στις σκέψεις, ακόμα και στα πνευματικά ζητήματα, όταν κι όποιοι έχουν· επί το πλείστον κύμβαλα αλλαλάζοντα, ούτε καν ευλαλάζοντα, είναι, χωμένοι όπως όπως στην ιδιοτέλεια της εφήμερης κομματικής ουσίας τους, ακόμα κι όταν έχουν τις καλύτερες των προθέσεων ώστε να διαψεύσουν τα μόλις πριν λεχθέντα, όπως ο κ. αντιπρόεδρος της Βουλής, που όλοι τον αποκαλούσαν (πλην του κ. Νομάρχη που ήξερε το ρόλο του) “Κύριε πρόεδρε” και “κύριε πρόεδρε” λες κι ήταν σε συνεδρίαση του Κοινοβουλίου. Εδώ προήδρευε ο κ. Θ. Κωνσταντινίδης, καθηγητής του Δυτικομακεδονικού πανεπιστημίου, που μάλλον εκείνην τη στιγμή αλιεύτηκε από το ακροατήριο προς τούτο, όπως μου φάνηκε.
3. Στο ίδιο πνεύμα αλλά πόρρω απέχουσα από το γλαφυρόν του λόγου του ανωτέρω, Ζρρ., πριν μέρες έγινε παρουσίαση του βιβλίου του κ. Μελά Κ. Γιαννιώτη: “Αλειφούσης πόλεως» ή Ιστορικοπραγματική έρευνα περί Ελλαδεμπορίου και Χριστεμπορίου! Οχι λαδεμπορίου φυσικά και δεν μιλάμε για χονδρεμπόριο των παραπάνω, αλλά μάλλον για λιανεμπόριο θα πρόκειται. Αυτό συνέβη στο ισόγειο του Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών, (ας βάλουμε ένα ερωτηματικό, πάει βέβαια και θαυμαστικό στο σκέλος των «γραμμάτων» του εν λόγω Συνδέσμου) ημέρα Κυριακή (11- 11-2007) από τον ίδιο το συγγραφέα, ο οποίος ίσως ήταν κι ο μόνος που καταλάβαινε το έργο του, πολυτελέστατα ένδοθεν, όμως, σε δύο τόμους.
Κοζάνη, Βαρβάρας Μεγαλομάρτυρος, 2007
Σημειώσεις
(1) Το σκεφτόμουν τον όρο όταν τον έγραφα αν έπρεπε να τον χρησιμοποιήσω ίνα μη θεωρηθώ χυδαίος εν είδει ή αμοραλιστής εν γένει. Ομως με απάλλαξε κάθε ενδοιασμού το ίδιο βράδυ ο Ουμπέρτο Εκο με το βιβλίο του: «Αναμνήσεις επί χαρτού. Κείμενα για την βιβλιοφιλία», εκδ. Ελλ. Γράμματα και στο κείμενο «Στοχασμοί για τη βιβλιοφιλία». Γράφει: «Και ο βιβλιόφιλος που, αφού αγγίξει και μυρίσει, ανακαλύπτει ότι το βιβλίο είναι κολοβό, ότι του λείπει έστω ο κολοφώνας ή τα παροράματα, έχει την αίσθηση μιας «διακεκομμένης συνουσίας».
(2) Ο Ουμπέρτο Εκο και πάλι στο μόλις παραπάνω βιβλίο.
Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)
Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2007
Ταξιδα στη σιωπη του αγιου Ορους
Θανάσης Ε. Μαρκόπουλος
ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΗ ΣΙΩΠΗ
Β.Π. Καραγιάννης, Αμαρτήματα κατά συρροήν στον Άθω, Κοζάνη 2007
Έκτη έκδοση του Βασίλη Καραγιάννη, εκδότη και διευθυντή της Παρέμβασης πάνω από είκοσι χρόνια, τα Αμαρτήματα κατά συρροήν στον Άθω, που παίζουν με το ταξι-διωτικό Αμάρτημα στον Άθω κι άλλα διηγήματα του Ι. Βασιλείου (1978). Προηγήθη-καν: Περιπλάνηση ένδον (διηγήματα, 1995), Σχεδίασμα Ιστορίας του Δικηγορικού Συλλόγου Κοζάνης (1996), Εσωτερική βραδυπορία (ποίηση, 1997), Κωνσταντίνος Τσι-τσελίκης (μελέτη, 1997), Ο ζωγράφος Μανώλης Δραγώγιας (λεύκωμα, 1998), Ανεβαί-νοντας τον Αη-Λια (οδοιπορικό, 1998), Δεκαπενθήμερα (χρονογραφήματα, 1999), Τα 6,6 της σκηνοπηγίας (αφήγημα, 2000), Οι χάρτες των ονείρων μας (αφηγήσεις, 2002), Προλογύδρια παντός καιρού (προλογικές δοκιμές, 2003).
Η έκδοση αποτελείται από έξι μέρη, από τα οποία το πρώτο, που λειτουργεί ως εισαγωγή, καλύπτεται από το ποίημα του συγγραφέα «Ευλογείτε» (Εσωτερική βραδυπορία). Τα άλλα μέρη περιλαμβάνουν πέντε αφηγήματα, που φαίνεται να αντι-στοιχούν σε πέντε επισκέψεις του αφηγητή και της μικρής συντροφιάς του στο Άγιο Όρος: «2. Με τα πανιά και τα κανιά», «3. Αμαρτήματα κατά συρροήν στον Άθω», «4. Αγιορείτικο τρι-όδιο», «5. Παραπλέοντες κι οδοιπορούντες εις το Όρος Νικολάου Γαβριήλ Πεντζίκη», «6. Ο χώρος του κυρίου Περίνδαρου και ο χώρος του κυρίου Περίανδρου». Πρόκειται, όπως διαφάνηκε ήδη, για ταξιδιωτικές εντυπώσεις από ένα χώρο που ο Καραγιάννης επισκέπτεται συχνά και γοητεύεται από αυτόν.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση παρακολουθεί τους τόπους και τους ανθρώπους του Όρους, τις διατροφικές και λατρευτικές συνήθειες, αλλά και το βαθύ σεβασμό που νιώθει ο προσκυνητής συγγραφέας μπροστά στην αφοσίωση ορισμένων μονα-χών. Μονές και σκήτες, κοιμητήρια και σοφοί γέροντες, επανέρχονται στα κείμενα, ενώ συχνότατες είναι οι διακειμενικές αναφορές στην υμνογραφική εκκλησιαστική παράδοση και σε Νεοέλληνες συγγραφείς (Μωραϊτίδης, Καβάφης, Παπατσώνης, Σε-φέρης, Πεντζίκης προπάντων και Παπαδιαμάντης) αλλά και ξένους (Γκρας, Θερβά-ντες, Τσβάιχ). Ενδεχομένως να περίμενε κανείς μεγαλύτερη επιμονή στην πνευματική διάσταση της αγιορείτικης ζωής, αλλά αυτό, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν είναι στις προθέ-σεις του οδοιπόρου αφηγητή. Άνθρωπος του δικού μας κόσμου, βλέπει τις επισκέψεις στο Περιβόλι της Παναγίας σαν στιγμές ανάπαυλας κι ανακούφισης, μια μορφή απο-τοξίνωσης, από την τύρβη του άστεως και της καταναλωτικής μανίας. Γι’ αυτό και τον συνεπαίρνουν προπάντων δύο στοιχεία που διαθέτει εν αφθονία το Όρος, η ολι-γάρκεια και η σιωπή.
Κατά τ’ άλλα, ενδιαφέρον παρουσιάζουν κι εδώ τόσο η αφήγηση όσο και η γλωσσική έκφραση του Καραγιάννη. Η αφήγηση ρέει, όπως πάντα, ομαλά κι αβία-στα, ενώ οι συνειρμοί, τα απροσδόκητα περάσματα από τη μια παράστα-ση/κατάσταση στην άλλη, γνωστοί κι από τη μυθοπλασία του, διατρέχουν όλες τις διηγήσεις. Η γλώσσα πάλι είναι βέβαια η καθομιλούμενη, μπολιάζεται όμως συχνά με λόγια στοιχεία για λόγους επιγραμματικής ακριβολογίας αλλά και χιούμορ ή ειρωνεί-ας. Αυτή η χρήση της γλώσσας συνιστά βασικό γνώρισμα των κειμένων, όπως προϊ-δεάζουν άλλωστε οι τίτλοι των ενοτήτων κι ο τίτλος της έκδοσης. Για λόγους χιουμο-ριστικούς και ειρωνικούς επίσης ο συγγραφέας δε διστάζει να γίνει και λεξιπλάστης: ενθεόφοβος, ημιονιάς, αβαδισία, πολυμασία, καλογερίδιον, τουριστοπούλια.
Γενικότερα θα μπορούσαμε να πούμε πως είτε για αφηγήματα και οδοιπορικές εντυπώσεις πρόκειται είτε για δοκίμια και χρονογραφήματα, ο Β.Π. Καραγιάννης έχει έναν ολότελα δικό του τρόπο να βλέπει τα πράγματα και να εκφέρει το λόγο: οξεία όραση, βαθιά σπουδή, κοινωνική ευαισθησία, χιούμορ, ειρωνεία. Δεν ξέρω, αλλά δε μου φεύγει στιγμή από το νου ότι ο συγγραφέας αυτός θητεύει μονίμως στην ιθαγέ-νεια και στο Ροΐδη.
ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΗ ΣΙΩΠΗ
Β.Π. Καραγιάννης, Αμαρτήματα κατά συρροήν στον Άθω, Κοζάνη 2007
Έκτη έκδοση του Βασίλη Καραγιάννη, εκδότη και διευθυντή της Παρέμβασης πάνω από είκοσι χρόνια, τα Αμαρτήματα κατά συρροήν στον Άθω, που παίζουν με το ταξι-διωτικό Αμάρτημα στον Άθω κι άλλα διηγήματα του Ι. Βασιλείου (1978). Προηγήθη-καν: Περιπλάνηση ένδον (διηγήματα, 1995), Σχεδίασμα Ιστορίας του Δικηγορικού Συλλόγου Κοζάνης (1996), Εσωτερική βραδυπορία (ποίηση, 1997), Κωνσταντίνος Τσι-τσελίκης (μελέτη, 1997), Ο ζωγράφος Μανώλης Δραγώγιας (λεύκωμα, 1998), Ανεβαί-νοντας τον Αη-Λια (οδοιπορικό, 1998), Δεκαπενθήμερα (χρονογραφήματα, 1999), Τα 6,6 της σκηνοπηγίας (αφήγημα, 2000), Οι χάρτες των ονείρων μας (αφηγήσεις, 2002), Προλογύδρια παντός καιρού (προλογικές δοκιμές, 2003).
Η έκδοση αποτελείται από έξι μέρη, από τα οποία το πρώτο, που λειτουργεί ως εισαγωγή, καλύπτεται από το ποίημα του συγγραφέα «Ευλογείτε» (Εσωτερική βραδυπορία). Τα άλλα μέρη περιλαμβάνουν πέντε αφηγήματα, που φαίνεται να αντι-στοιχούν σε πέντε επισκέψεις του αφηγητή και της μικρής συντροφιάς του στο Άγιο Όρος: «2. Με τα πανιά και τα κανιά», «3. Αμαρτήματα κατά συρροήν στον Άθω», «4. Αγιορείτικο τρι-όδιο», «5. Παραπλέοντες κι οδοιπορούντες εις το Όρος Νικολάου Γαβριήλ Πεντζίκη», «6. Ο χώρος του κυρίου Περίνδαρου και ο χώρος του κυρίου Περίανδρου». Πρόκειται, όπως διαφάνηκε ήδη, για ταξιδιωτικές εντυπώσεις από ένα χώρο που ο Καραγιάννης επισκέπτεται συχνά και γοητεύεται από αυτόν.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση παρακολουθεί τους τόπους και τους ανθρώπους του Όρους, τις διατροφικές και λατρευτικές συνήθειες, αλλά και το βαθύ σεβασμό που νιώθει ο προσκυνητής συγγραφέας μπροστά στην αφοσίωση ορισμένων μονα-χών. Μονές και σκήτες, κοιμητήρια και σοφοί γέροντες, επανέρχονται στα κείμενα, ενώ συχνότατες είναι οι διακειμενικές αναφορές στην υμνογραφική εκκλησιαστική παράδοση και σε Νεοέλληνες συγγραφείς (Μωραϊτίδης, Καβάφης, Παπατσώνης, Σε-φέρης, Πεντζίκης προπάντων και Παπαδιαμάντης) αλλά και ξένους (Γκρας, Θερβά-ντες, Τσβάιχ). Ενδεχομένως να περίμενε κανείς μεγαλύτερη επιμονή στην πνευματική διάσταση της αγιορείτικης ζωής, αλλά αυτό, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν είναι στις προθέ-σεις του οδοιπόρου αφηγητή. Άνθρωπος του δικού μας κόσμου, βλέπει τις επισκέψεις στο Περιβόλι της Παναγίας σαν στιγμές ανάπαυλας κι ανακούφισης, μια μορφή απο-τοξίνωσης, από την τύρβη του άστεως και της καταναλωτικής μανίας. Γι’ αυτό και τον συνεπαίρνουν προπάντων δύο στοιχεία που διαθέτει εν αφθονία το Όρος, η ολι-γάρκεια και η σιωπή.
Κατά τ’ άλλα, ενδιαφέρον παρουσιάζουν κι εδώ τόσο η αφήγηση όσο και η γλωσσική έκφραση του Καραγιάννη. Η αφήγηση ρέει, όπως πάντα, ομαλά κι αβία-στα, ενώ οι συνειρμοί, τα απροσδόκητα περάσματα από τη μια παράστα-ση/κατάσταση στην άλλη, γνωστοί κι από τη μυθοπλασία του, διατρέχουν όλες τις διηγήσεις. Η γλώσσα πάλι είναι βέβαια η καθομιλούμενη, μπολιάζεται όμως συχνά με λόγια στοιχεία για λόγους επιγραμματικής ακριβολογίας αλλά και χιούμορ ή ειρωνεί-ας. Αυτή η χρήση της γλώσσας συνιστά βασικό γνώρισμα των κειμένων, όπως προϊ-δεάζουν άλλωστε οι τίτλοι των ενοτήτων κι ο τίτλος της έκδοσης. Για λόγους χιουμο-ριστικούς και ειρωνικούς επίσης ο συγγραφέας δε διστάζει να γίνει και λεξιπλάστης: ενθεόφοβος, ημιονιάς, αβαδισία, πολυμασία, καλογερίδιον, τουριστοπούλια.
Γενικότερα θα μπορούσαμε να πούμε πως είτε για αφηγήματα και οδοιπορικές εντυπώσεις πρόκειται είτε για δοκίμια και χρονογραφήματα, ο Β.Π. Καραγιάννης έχει έναν ολότελα δικό του τρόπο να βλέπει τα πράγματα και να εκφέρει το λόγο: οξεία όραση, βαθιά σπουδή, κοινωνική ευαισθησία, χιούμορ, ειρωνεία. Δεν ξέρω, αλλά δε μου φεύγει στιγμή από το νου ότι ο συγγραφέας αυτός θητεύει μονίμως στην ιθαγέ-νεια και στο Ροΐδη.
Διονυσιου Ψαριανου 10ετια
Δηλώσεις, Βεβηλώσεις, Βιβλιοθηκο-δηώσεις
Με αφορμή τα10 χρόνια από την κοίμηση του Μητροπολίτη Διονυσίου Ψαριανού εκ της νήσου Ανδρου
Του Β. Π. Καραγιάννη
«Ηχθην στην απόφαση», που θα έλεγε κι ο εντιμότατος κύριος Δεσπότης των παρά τον Αλιάκμονα εκκλησιαστικών μας πραγμάτων ή έλαβα καιρό επί το εκκλησιαστικότερον, να αφεθώ σε ημισοβαρούς σχολιασμούς στα όσα άκουσα την βδομάδα της θρησκευτικής εορτής της πόλεως (6/12), αλλά και του μνημοσύνου (9/12), για τα δέκα χρόνια από την εκδημία του μητροπολίτη Διονυσίου Ψαριανού, σε συνδυασμό με την περικοπή του Ευαγγελίου της Κυριακής Ι’ Λουκά: «Υποκριταί, έκαστος υμών τω σαββάτω ου λύει τον βουν αυτού ή τον όνον από της φάτνης και απαγαγών ποτίζει;».
«Φυσικά και Σάββατο ποτίζει και βόδι και γομάρι
όποιου της μοίρας του ‘λαχε τέτοιο ειδικό σαμάρι»
Από τηλεοράσεως, στην Αθήνα μάλιστα, άκουσα τον Δήμαρχο Κοζάνης να δηλώνει τη μέρα του πολιούχου της πόλεώς του, ήδη εκ της πολιτικής χρησικτησίας, μπορεί να τη θεωρεί κτήμα του, πως: «ο άγιος Νικόλαος προστάτευσε κι έσωσε την πόλη τα μαύρα χρόνια της τουρκοκρατίας και μετά βέβαια». Για σταθείτε, όμως, κύριε πολυχρόνιε τ. πρόεδρε πασών των δημάρχων Ελλάδος; Εχετε αποδείξεις γι’ αυτό που είπατε ιστορικές, γραπτές φυσικά, είτε και μεταφυσικές, ας πούμε, με ειδική, πιθανόν, εις υμάς υπόμνηση περί αυτών, εν ύπνω ή εν τω ξύπνω σας; Ως γνωστόν επί τουρκοκρατίας δεν εγκαταστάθηκαν Τούρκοι στην πόλη, από δε το 1660 ο μεγαλέμπορος υποδημάτων Χαρίσιος Τράντας, (αν ζούσε σήμερα θα ήταν μόνιμος πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου και μαζί με τον Δήμαρχο θα έκαναν δηλώσεις κάτω από το καναμπαριό [1850] δίπλα από το λαμπιονό-δεντρο επί τη ενάρξει των εορταστικών λιανεμπορικών εορτών κ.λπ.), κατάφερε με βαρβάτες δωροδοκίες κι άλλα θεμιτά κι αθέμιτα μέσα του καιρού και του τρόπου του, να θέσει την τότε κοινότητα και πόλη μετέπειτα, στην προστασία της Σουλτανομήτορος. Αυτό σήμαινε σημαντικά προνόμια για την θρησκεία και το εμπόριο. Γράμματα σπουδάγματα μάθαιναν στο Κρυφό σχολειό της Σχολής της Κοζάνης (1668), ένα οιονεί πανεπιστήμιο τω καιρώ εκείνω, με δασκάλους, όπως ο Ευγένιος Βούλγαρης κι όχι όπως τα σημερινά «μασάλια», με το φεγγαράκι το λαμπρό κ.λπ, που φώτιζε τα «παρταλόπκα και μη» να πηγαίνουν σ’ αυτό, ότι δεν είχε ακόμα εφευρεθή ο ηλεκτρισμός των Καϊλαρίων. Ούτε τζαμί κτίστηκε, εκτός από το φουγάρο του πρώτου ατμοκίνητου εργοστασίου, αλευρόμυλος ιταλικών συμφερόντων (1881) στην περιοχή του φανού Γητιάς, που για χρόνια νόμιζαν ότι είναι τζαμί, επομένως ο άγιος δεν είχε να επιδείξει συγκεκριμένο έργο σωτηρίας. Στην επιδρομή των αγαρηνών-Κονιάρων από την περιοχή των Καραγιαννίων ανήμερα των Θεοφανίων (1770) και την τετραήμερη άλωσή της το 1787 από τους παραπάνω συν τους εκ του Καράτζιλαρ βαζιβουζούκους, όχι μόνον δεν την έσωσε αλλά η πόλη δηώθηκε. Ενώ, ένας εγκόσμιος άγιος, ο δεσπότης Βενιαμίν (1818-1850) το 1822, αυτός ναι, έσωσε την πόλη από τους Τούρκους, όταν μετά την καταστροφή της Νάουσας ήρθε αποφασισμένος ο καταστροφέας της Αμπαλαμπούτ, να καταστρέψει εκ θεμελίων την Κοζάνη γιατί βοήθησαν 124 άνδρες και δύο γυναίκες Ναουσαίους πρόσφυγες, τους οποίους φυγάδευσαν δια μέσου της Βιβλιοθήκης και του υπονόμου της ως την οικία Μεγδάνη κι από κει προς Νότον. Κατάφερε, ο δαιμόνιος ρασο-διπλωμάτης, με ρουσφέτια (δύο ημιόνους κεκοσμημένους μεγάλης αξίας), γλειψίματα, τεμενάδες, παρακλήσεις, δωροδοκίες, να τον συγκρατήσει. Δεν θα υπήρχε σημερινή Κοζάνη για να εκλέγεται ο Δήμαρχος της πέντε φορές, αν δεν υπήρχε αυτός ο μέγας Μητροπολίτης. Η τοπική πατρίς ευγνωμονούσα και επειδή δεν γνώριζαν τα στοιχεία της φυσιογνωμίας του, έστησε ένα μεγαλειώδη ανδριάντα στην πλατεία, φατσικά υπέρ του δεσπότη Ιωακείμ, αλλά αυτόν εννοούσαν σίγουρα οι κοζανίτες συμ-πατριώτες. Ετσι κάθε ημιαργία του Πολυτεχνείου και της Εθνικής Αντιστάσεως καταθέτουν στεφάνια και λένε ποιήματα ενώπιόν του. Ο μόνος εξωκόσμιος άγιος που βεβαιωμένα ιστορικά συνέδραμε την πόλη, ήταν ο άγιος Νικάνορας, λείψανα του οποίου περιέφεραν, την εποχή της ισπανικής, θανατηφόρου γρίπης το 1918 στην πόλη, και δεν τόλμησε αυτή να εισέλθει σε χώρο ελεγχόμενο από την ευωδία τους. Στα χρόνια μας η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας Ζιδανιώτισσας έβαλε το χέρι της κι ο σεισμός της 13ης /5/1995 πέρασε αναίμακτος. Αν και κατά την ταπεινή μου γνώμη η ελάσσων αγία Γλυκερία που τότε εφημέρευε, μας σκέπασε με τη σκέπη της.
(«Τα είπα έτσι για να περνάει η ώρα της εορταστικής μέρας», θα σου πει ο κ. Δμρχς, «Θυμηθείτε τι αφόρητες κοινοτοπίες έως ανοησίες ξεφουρνίζουμε όλοι μας, ενώπιων των τοπικών τηλεοράσεων, για να διασκεδάζει το κοινό με την ημιμάθειά μας σε κάθε εθνική επέτειο και γιορτή»).
Επιμύθιον. Οι άγιοι σώζουν σίγουρα τις ψυχές των ανθρώπων και δι’ αυτών και τα σώματα. Ομως στην σωτηρία ολόκληρων πόλεων δεν νομίζω ότι τα καταφέρνουν· πλην μιας εξαιρέσεως στην ιστορία, της Παναγίας Άχραντου και Υπερευλογημένης Θεοτόκου η οποία έσωσε την Κωνσταντινούπολη από την επιδρομή των Αβάρων (626), οι πρόγονοι των σημερινών ορθοδόξων Σλάβων, και τότε Της επλέχθη ο μελωδικότατος «Ακάθιστος ύμνος», ο οποίος σημειωτέον υπάρχει μόνον στην ελληνική Ορθοδοξία.
[Τι μ’ έπιασε, μέρες που είναι, τόσος ορθολογισμός, ενώ κατά βάθος το θρησκευτικό αίσθημα σαν την «ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι».]
Η συνέχεια και πάλι επί της τηλεοπτικής οθόνης. Την Κυριακή 9/12- Σύλληψις Αγίας Αννης- ετελέσθη αρχιερατική λειτουργία, μετ’ όρθρου παρακαλώ κατά το πρόγραμμα, και μνημόσυνο για την συμπλήρωση 10 χρόνων από την εκδημία του Μητροπολίτου Διονυσίου Ψαριανού (1957-1997). Παρούσα μια πεντάδα μιτρο-λαμπροφορεμένων δεσποτάδων. Αρχιερατικό μνημόσυνο σημαίνει υψηλών προδιαγραφών διαμεσολάβηση προς τον Κύριον για την ανάπαυσιν της ψυχής του υπέρ ου. Εν τω μεταξύ ποιος θυμάται σήμερα, και γιατί άλλωστε, τον αλήστου μνήμης Μητροπολίτη Δ.Ψ; Κανείς, πλην από τους άμεσα συγγενείς εξ αίματος και χαλαρά οι εκ πνεύματος, κάτι σαν τον απόηχο μιας ευγενικής ύπαρξης που περιίπταται ουρανόθεν, δηλαδή στο πουθενά, κι επιγείως στα υλικά του έργα. Κι αυτό είναι νόμος στη φύση. Μόνον τα υλικά έργα μένουν για να διαιωνίζουν κάπως τον απελθόντα. Εργα τους είναι και κάποιες πράξεις που μυρίζουν ή ακόμα καλύτερα μένουν με κάποιο υλικό αντίκρισμα. Λ.χ. ο Κ. Γκέρτσιος που δώρισε το κτίριο να γίνει οικοτροφείο απόρων κορασίδων νοσοκομειακής επιστήμης και πρακτικής και για να εγκαθίσταται εκεί το επιχειρηματικό (ως μέγας επιχειρηματίας που ήταν) επιτελείο της μητροπόλεως. Ο Γ. Τιάλιος έκτισε το γηροκομείο, ο παλαιότερος Π. Χαρίσης την Χαρίσειο Γεωργική Σχολή, που σήμερα ούτε τ’ όνομά του φέρει ως Διεύθυνση συγκοινωνιών. Αλλά και νεότεροι δωρητές και δωρήτριες που έδωσαν χρήματα να γίνουν το νοσοκομείο, σχολεία, νηπιαγωγεία, πλατείες κ.λπ. Οι αδελφοί Κοβεντάροι δώρισαν το υπό ριζική, επιτέλους, ανακαίνιση, Κοβεντάρειον συνεδριακό κέντρο και την ήδη υπό κατεδάφιση προέκταση του Δημαρχείου που στεγάστηκε κάποτε η Δημοτική Βιβλιοθήκη, και στην οποία τώρα εδράζεται το Δημοτικό Ταμείο ένθα και επιβιώνει, ως σπάνιον και πολύτιμο είδος, ο μοναδικός τόσον ευσυνείδητος υπάλληλος κ. Μαν. Δεληγεωργίδης. Ο μακαριστός, όπως τον αποκαλούν τώρα και γεμίζει το στόμα τους με μεταφυσικό αλλά φτηνό άρωμα ανάμνησης, Διονύσιος Ψ., φτωχός σε περιουσιακά στοιχεία («Με τη βοήθεια το Θεού κατάφερα να μείνω φτωχός») έγραφε στη διαθήκη του· ούτε βίλες, ούτε καν ένα απλό μοναχικό «κάθισμα» απέκτησε, ούτε άλλα μάταια πράγματα που χαρακτηρίζουν τους χλιδάτους του κόσμου και της ιεραρχίας. Ως μόνη περιουσία κατέλιπε μια τεράστια σε μέγεθος και ποιότητα βιβλιοθήκη την οποία δώρισε στο Δήμο και στη Βιβλιοθήκη, τη ημέρα της αεράτου σύστασης (και θλιβερής κατάληξης), του Ινστιτούτου Βιβλίου και Ανάγνωσης. (Τι γίνονται άραγε αυτά τα δύο συναρπαστικά δημιουργήματα και η συνισταμένη τους «Κοζάνη πόλη του βιβλίου;»). Αυτοί που την παρέλαβαν με φόβο θεού κι ανθρώπων την τακτοποίησαν σε ειδικό χώρο που φέρει το όνομα του μέγα δωρητή, και είχαν ορίσει την ενιαία ύπαρξη της και διαχείρισή της, όπως αξίζει σ’ αυτή τη μεγαλειώδη δωρεά στα γράμματα και τον πολιτισμό της πόλης. Αυτοί που την περίλαβαν μετά, τα λεγόμενα «άδεια σακιά» των γραμμάτων του δήμου τα οποία τοποθετούσε εκεί ο κ. Δμρχς για να τα ξεφορτωθεί από τα άλλα αξιώματα, την διέλυσαν, την παραπέταξαν την κατέστρεψαν σαν ενιαίο σύνολο πνευματικού πράγματος, μετατρέποντας τον ευλογημένο της χώρο σε οίκο του δημοτικο-εκλογικού τους μαγειρείου. Ο Δήμος Κοζάνης έδωσε το χρυσό μετάλλιο της πόλης στον Επίσκοπο για τη δωρεά του κι αμέσως μετά για να ισορροπίσει κάπως τα πράγματα συμμορφούμενος και με την εν γένει αισθητική του, απένειμε το αυτό χρυσίον διπλής όψεως (Γ. Λασσάνη και άγιο Νικόλαο φέρει στις δύο όψεις του) στην κυρία Δόμνα Σαμίου για την πρωτοποριακή, αποκριάτικη σύνθεσή της: «Πως το τρίβουν το πιπέρι του διαβόλου οι καλογέροι». Ενώ ο καημένος κ. Ιάκωβος Καμπανέλης ηξιώθη, ανεξήγητα γιατί, μόνον της αργυράς διακρίσεως του Δήμου. Ισως για το θεατρικό του «Πρόσωπα για βιολί κι ορχήστρα». που συνόρευε με τον τοπικό πνευματικό περίγυρο. Παιδιά –βιολιά που λεν.
Οι κατά καιρούς πρόεδροι των θεσμών του Δήμου που έχουν σχέση με τα γράμματα, αυτές δηλαδή οι εκρηκτικές προσωπικότητες του πνεύματος και της ευαισθησίας, τ’ ανωτέρω άδεια σακιά δηλαδή, σ’ αυτούς τους ρόλους θέλουν να τους γεμίσουν όπως όπως αρπάζοντας από εδώ κι από κει, ό,τι να ‘ναι σε δουλειά να βρίσκονται, αυταρεσκο-βαυκαλιζόμενοι ότι, τέλος πάντων είναι κάτι, όπως είναι και φαίνονται φυσικά κι αυτοί και τα έργα τους. «και κατά τα έργα σου κι αλληλούια» λέει ο λαός. Κατάφεραν τη μόνη μεγάλη κι υλική δωρεά του Διονυσίου Ψ. να την ευνουχίσουν να την αποψιλώσουν, και να τη φέρουν δηλαδή στα μέτρα της απελπισίας τους.
Από κοντά η οικογένεια του δωρητή - αρχιερέα που εγκατέλειψε τη βιβλιοθήκη από την εποπτεία της, όπως είχε εκ των γραπτά συμφωνηθέντων, υποχρέωση, σαν έκθετο στην πόρτα του Δήμου και άφησε τη δωρεά του όντως κι όχι κατά επίφασιν αγίου, έρμαιη στις διαθέσεις και την άγνοια των μόλις ανωτέρω.
Ολοι αυτοί της εγκόσμιας και εκκλησιαστικής εξουσίας, που σοβαροφανώς ανιούσαν και νύσταζαν στον Καθεδρικό της πόλης στο μνημόσυνο και υπήρχαν σώματι στην εκδήλωση που ακολούθησε στη στρατιωτική αίθουσα Φίλιππος, χαμένοι στον κόσμο τους ο καθένας ν’ ακούει και να μην καταλαβαίνει επί της ουσίας τίποτε, υποκρινόμενοι πως βιώνουν σχεδόν τη μέθεξη του πνεύματος, άλλοι του εγκόσμιου κι άλλοι του αγίου, κοιμώνταν τον ύπνο εν ξύπνω του αδιάφορου έως του εν επιγνώσει αδίκου.
Ο μέγας άρχων της τελετής σεβασμιότατος εκτός ορίων μητροπόλεώς του, Παναγιώτατος εντός της Θεσσαλονίκης, έκλεισε το λόγο του με τον λήρο περί της Σκοπιανο-μακεδονικής μας δυσανεξίας με μια (πασίγνωστη) αλλά «αποκλειστική αποκάλυψη χαρτών με γκρίζες αμφισβητούμενες ζώνες της Μακεδονίας» των ελεεινών Σκοπιανών και το εκκλησίασμα, ως συνήθως κεχηναίο, εντυπωσιάστηκε σφόδρα. Αμέσως μετά σήμανε την απόλυση. Ομως στην έξοδο του ναού τον επανέφεραν, ευτυχώς, στη τάξη οι τοπικοί παράγοντες Δήμαρχος και Βουλευτές: «Κάτσε στ’ αυγά σου δέσποτα πολυέλεε δεν σε αφορούν άμεσα αυτά· εδώ δεν είναι διανομή μητροπόλεων και θρόνων για να παίζεις επί μακρόν με όσην έκτασιν πολιτικού νοός διαθέτεις. Γι αυτά να μιλάς εκεί που γίνεται δημόσιος διάλογος με συνέπειες κι αντίλογο κι όχι στα μονόπαντα κηρύγματα. Ηττήθημεν κατά κράτος στα Σκοπιανο-μακεδονικά (βάλατε εδώ κι υμείς και οι συν αυτώ τον ιερόν σας δάκτυλο). «Με το ζερβί το δάχτυλο ρίξε στα βόδια άχυρο» επιμένει ο λαϊκός ποιητής. Ας περισώσομεν ό,τι ακόμα έχει μείνει από τα ράκη της εθνικής μας αξιοπρέπειας κι ας το βουλώσουμε, κυβερνήσεις, πολιτικοί με τις «πολιτικές» τους πολιτικές κ.λπ., άνθρωποι δε κι ανθρωπάρια εν γένει».
Στην εκδήλωση, έψαλαν, οι μόνοι επώνυμα ανυπόκριτοι, ο Σύλλογος ψαλτών «Ιάκωβος Ναυπλιώτης», ύμνους του αοίδιμου Μητροπολίτη και στο τέλος μοιράστηκε ημερολόγιο ως αντίδωρο, εκδοθέν αναλώμασι της Ν. Αυτοδιοίκησης Κοζάνης εννοείται. Κι αν δεν έχουν πληρώσει οι κατά καιρούς Νομάρχες και η Ν. Αυτ. Κζνς υπέρ συνήθως αχρήστων ή αλυσιτελών έργων της τοπικής μητροπόλεως! Αλλά, το είπαμε πλειστάκις το μπρεχτικόν: «Εξουσίες (ολιγόνοες επί το πλείστον) που αλληλογλείφονται σαν ερωτιάρες γάτες». Το φετινό ημερολόγιο (απ’ αυτά που τα πετάς αχρησιμοποίητα μόλις τα ξεφυλλίσεις και δεις πότε είναι οι νηστείες της Εκκλησίας μας για να μην πέσεις στο αμάρτημα της κατάλυσης παρανόμων φαγητών (Λόγος ΙΔ’ της Κλίμακος), και ποιοι καμαρώνουν εισπηδήσαντες εντός του, όπως οι ταοί της Μονής Βλατάδων ή προβάλλονται εις υγείαν του κορόιδου κ. Νομάρχου και της κυρίας του Ν.Α. του τώρα), είναι αφιερωμένο (sic) στον δεκαετή ελλείποντα της Μητροπόλεως. Αυτής της οποίας ο τοπικός αρχιεπίσκοπός της δεν έχασε αφορμή να δείξει εκ νέου την πνευματική του ανωτερότητα και στο μνημόσυνο βράβευσε -όχι θα τον άφηνε- τον πρώτο χειροτονηθέντα ιερέα από τον Διονύσιο Ψ. Αυτός βράβευσε για τις επιδόσεις τους, μέχρι και την Παναγία, μητέρα του Χριστού για όσους το αγνοούν, και τον Αγιο Νικόλαο, επίσκοπο Μύρων της Λυκίας). Συγκλονιστικό ενσταντανέ του διαπράγματος! Ομολογώ με κατέπληξε! Πως το σκέφτηκε ο ευλογημένος;
Στο ημερολόγιο τσέπης δεν αναφέρεται, στο βίο του Δ.Ψ. η βιβλιοθήκη και η δωρεά της. Ισως γιατί όλοι θέλουν να ξεχάσουν την ύβρη που διέπραξαν με έργα οι παραλήψεις, με πηγαίο φθόνο ή γνήσια ζήλια, κάποιοι απ’ αυτούς που μετείχαν στη φανταχτερή, δεκαετή μνημοσύνη, ή λησμοσύνη του αλησμόνητου ιεράρχη.
- Αμήν. Αγίου Σπυρίδωνος του θαυματουργού
Με αφορμή τα10 χρόνια από την κοίμηση του Μητροπολίτη Διονυσίου Ψαριανού εκ της νήσου Ανδρου
Του Β. Π. Καραγιάννη
«Ηχθην στην απόφαση», που θα έλεγε κι ο εντιμότατος κύριος Δεσπότης των παρά τον Αλιάκμονα εκκλησιαστικών μας πραγμάτων ή έλαβα καιρό επί το εκκλησιαστικότερον, να αφεθώ σε ημισοβαρούς σχολιασμούς στα όσα άκουσα την βδομάδα της θρησκευτικής εορτής της πόλεως (6/12), αλλά και του μνημοσύνου (9/12), για τα δέκα χρόνια από την εκδημία του μητροπολίτη Διονυσίου Ψαριανού, σε συνδυασμό με την περικοπή του Ευαγγελίου της Κυριακής Ι’ Λουκά: «Υποκριταί, έκαστος υμών τω σαββάτω ου λύει τον βουν αυτού ή τον όνον από της φάτνης και απαγαγών ποτίζει;».
«Φυσικά και Σάββατο ποτίζει και βόδι και γομάρι
όποιου της μοίρας του ‘λαχε τέτοιο ειδικό σαμάρι»
Από τηλεοράσεως, στην Αθήνα μάλιστα, άκουσα τον Δήμαρχο Κοζάνης να δηλώνει τη μέρα του πολιούχου της πόλεώς του, ήδη εκ της πολιτικής χρησικτησίας, μπορεί να τη θεωρεί κτήμα του, πως: «ο άγιος Νικόλαος προστάτευσε κι έσωσε την πόλη τα μαύρα χρόνια της τουρκοκρατίας και μετά βέβαια». Για σταθείτε, όμως, κύριε πολυχρόνιε τ. πρόεδρε πασών των δημάρχων Ελλάδος; Εχετε αποδείξεις γι’ αυτό που είπατε ιστορικές, γραπτές φυσικά, είτε και μεταφυσικές, ας πούμε, με ειδική, πιθανόν, εις υμάς υπόμνηση περί αυτών, εν ύπνω ή εν τω ξύπνω σας; Ως γνωστόν επί τουρκοκρατίας δεν εγκαταστάθηκαν Τούρκοι στην πόλη, από δε το 1660 ο μεγαλέμπορος υποδημάτων Χαρίσιος Τράντας, (αν ζούσε σήμερα θα ήταν μόνιμος πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου και μαζί με τον Δήμαρχο θα έκαναν δηλώσεις κάτω από το καναμπαριό [1850] δίπλα από το λαμπιονό-δεντρο επί τη ενάρξει των εορταστικών λιανεμπορικών εορτών κ.λπ.), κατάφερε με βαρβάτες δωροδοκίες κι άλλα θεμιτά κι αθέμιτα μέσα του καιρού και του τρόπου του, να θέσει την τότε κοινότητα και πόλη μετέπειτα, στην προστασία της Σουλτανομήτορος. Αυτό σήμαινε σημαντικά προνόμια για την θρησκεία και το εμπόριο. Γράμματα σπουδάγματα μάθαιναν στο Κρυφό σχολειό της Σχολής της Κοζάνης (1668), ένα οιονεί πανεπιστήμιο τω καιρώ εκείνω, με δασκάλους, όπως ο Ευγένιος Βούλγαρης κι όχι όπως τα σημερινά «μασάλια», με το φεγγαράκι το λαμπρό κ.λπ, που φώτιζε τα «παρταλόπκα και μη» να πηγαίνουν σ’ αυτό, ότι δεν είχε ακόμα εφευρεθή ο ηλεκτρισμός των Καϊλαρίων. Ούτε τζαμί κτίστηκε, εκτός από το φουγάρο του πρώτου ατμοκίνητου εργοστασίου, αλευρόμυλος ιταλικών συμφερόντων (1881) στην περιοχή του φανού Γητιάς, που για χρόνια νόμιζαν ότι είναι τζαμί, επομένως ο άγιος δεν είχε να επιδείξει συγκεκριμένο έργο σωτηρίας. Στην επιδρομή των αγαρηνών-Κονιάρων από την περιοχή των Καραγιαννίων ανήμερα των Θεοφανίων (1770) και την τετραήμερη άλωσή της το 1787 από τους παραπάνω συν τους εκ του Καράτζιλαρ βαζιβουζούκους, όχι μόνον δεν την έσωσε αλλά η πόλη δηώθηκε. Ενώ, ένας εγκόσμιος άγιος, ο δεσπότης Βενιαμίν (1818-1850) το 1822, αυτός ναι, έσωσε την πόλη από τους Τούρκους, όταν μετά την καταστροφή της Νάουσας ήρθε αποφασισμένος ο καταστροφέας της Αμπαλαμπούτ, να καταστρέψει εκ θεμελίων την Κοζάνη γιατί βοήθησαν 124 άνδρες και δύο γυναίκες Ναουσαίους πρόσφυγες, τους οποίους φυγάδευσαν δια μέσου της Βιβλιοθήκης και του υπονόμου της ως την οικία Μεγδάνη κι από κει προς Νότον. Κατάφερε, ο δαιμόνιος ρασο-διπλωμάτης, με ρουσφέτια (δύο ημιόνους κεκοσμημένους μεγάλης αξίας), γλειψίματα, τεμενάδες, παρακλήσεις, δωροδοκίες, να τον συγκρατήσει. Δεν θα υπήρχε σημερινή Κοζάνη για να εκλέγεται ο Δήμαρχος της πέντε φορές, αν δεν υπήρχε αυτός ο μέγας Μητροπολίτης. Η τοπική πατρίς ευγνωμονούσα και επειδή δεν γνώριζαν τα στοιχεία της φυσιογνωμίας του, έστησε ένα μεγαλειώδη ανδριάντα στην πλατεία, φατσικά υπέρ του δεσπότη Ιωακείμ, αλλά αυτόν εννοούσαν σίγουρα οι κοζανίτες συμ-πατριώτες. Ετσι κάθε ημιαργία του Πολυτεχνείου και της Εθνικής Αντιστάσεως καταθέτουν στεφάνια και λένε ποιήματα ενώπιόν του. Ο μόνος εξωκόσμιος άγιος που βεβαιωμένα ιστορικά συνέδραμε την πόλη, ήταν ο άγιος Νικάνορας, λείψανα του οποίου περιέφεραν, την εποχή της ισπανικής, θανατηφόρου γρίπης το 1918 στην πόλη, και δεν τόλμησε αυτή να εισέλθει σε χώρο ελεγχόμενο από την ευωδία τους. Στα χρόνια μας η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας Ζιδανιώτισσας έβαλε το χέρι της κι ο σεισμός της 13ης /5/1995 πέρασε αναίμακτος. Αν και κατά την ταπεινή μου γνώμη η ελάσσων αγία Γλυκερία που τότε εφημέρευε, μας σκέπασε με τη σκέπη της.
(«Τα είπα έτσι για να περνάει η ώρα της εορταστικής μέρας», θα σου πει ο κ. Δμρχς, «Θυμηθείτε τι αφόρητες κοινοτοπίες έως ανοησίες ξεφουρνίζουμε όλοι μας, ενώπιων των τοπικών τηλεοράσεων, για να διασκεδάζει το κοινό με την ημιμάθειά μας σε κάθε εθνική επέτειο και γιορτή»).
Επιμύθιον. Οι άγιοι σώζουν σίγουρα τις ψυχές των ανθρώπων και δι’ αυτών και τα σώματα. Ομως στην σωτηρία ολόκληρων πόλεων δεν νομίζω ότι τα καταφέρνουν· πλην μιας εξαιρέσεως στην ιστορία, της Παναγίας Άχραντου και Υπερευλογημένης Θεοτόκου η οποία έσωσε την Κωνσταντινούπολη από την επιδρομή των Αβάρων (626), οι πρόγονοι των σημερινών ορθοδόξων Σλάβων, και τότε Της επλέχθη ο μελωδικότατος «Ακάθιστος ύμνος», ο οποίος σημειωτέον υπάρχει μόνον στην ελληνική Ορθοδοξία.
[Τι μ’ έπιασε, μέρες που είναι, τόσος ορθολογισμός, ενώ κατά βάθος το θρησκευτικό αίσθημα σαν την «ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι».]
Η συνέχεια και πάλι επί της τηλεοπτικής οθόνης. Την Κυριακή 9/12- Σύλληψις Αγίας Αννης- ετελέσθη αρχιερατική λειτουργία, μετ’ όρθρου παρακαλώ κατά το πρόγραμμα, και μνημόσυνο για την συμπλήρωση 10 χρόνων από την εκδημία του Μητροπολίτου Διονυσίου Ψαριανού (1957-1997). Παρούσα μια πεντάδα μιτρο-λαμπροφορεμένων δεσποτάδων. Αρχιερατικό μνημόσυνο σημαίνει υψηλών προδιαγραφών διαμεσολάβηση προς τον Κύριον για την ανάπαυσιν της ψυχής του υπέρ ου. Εν τω μεταξύ ποιος θυμάται σήμερα, και γιατί άλλωστε, τον αλήστου μνήμης Μητροπολίτη Δ.Ψ; Κανείς, πλην από τους άμεσα συγγενείς εξ αίματος και χαλαρά οι εκ πνεύματος, κάτι σαν τον απόηχο μιας ευγενικής ύπαρξης που περιίπταται ουρανόθεν, δηλαδή στο πουθενά, κι επιγείως στα υλικά του έργα. Κι αυτό είναι νόμος στη φύση. Μόνον τα υλικά έργα μένουν για να διαιωνίζουν κάπως τον απελθόντα. Εργα τους είναι και κάποιες πράξεις που μυρίζουν ή ακόμα καλύτερα μένουν με κάποιο υλικό αντίκρισμα. Λ.χ. ο Κ. Γκέρτσιος που δώρισε το κτίριο να γίνει οικοτροφείο απόρων κορασίδων νοσοκομειακής επιστήμης και πρακτικής και για να εγκαθίσταται εκεί το επιχειρηματικό (ως μέγας επιχειρηματίας που ήταν) επιτελείο της μητροπόλεως. Ο Γ. Τιάλιος έκτισε το γηροκομείο, ο παλαιότερος Π. Χαρίσης την Χαρίσειο Γεωργική Σχολή, που σήμερα ούτε τ’ όνομά του φέρει ως Διεύθυνση συγκοινωνιών. Αλλά και νεότεροι δωρητές και δωρήτριες που έδωσαν χρήματα να γίνουν το νοσοκομείο, σχολεία, νηπιαγωγεία, πλατείες κ.λπ. Οι αδελφοί Κοβεντάροι δώρισαν το υπό ριζική, επιτέλους, ανακαίνιση, Κοβεντάρειον συνεδριακό κέντρο και την ήδη υπό κατεδάφιση προέκταση του Δημαρχείου που στεγάστηκε κάποτε η Δημοτική Βιβλιοθήκη, και στην οποία τώρα εδράζεται το Δημοτικό Ταμείο ένθα και επιβιώνει, ως σπάνιον και πολύτιμο είδος, ο μοναδικός τόσον ευσυνείδητος υπάλληλος κ. Μαν. Δεληγεωργίδης. Ο μακαριστός, όπως τον αποκαλούν τώρα και γεμίζει το στόμα τους με μεταφυσικό αλλά φτηνό άρωμα ανάμνησης, Διονύσιος Ψ., φτωχός σε περιουσιακά στοιχεία («Με τη βοήθεια το Θεού κατάφερα να μείνω φτωχός») έγραφε στη διαθήκη του· ούτε βίλες, ούτε καν ένα απλό μοναχικό «κάθισμα» απέκτησε, ούτε άλλα μάταια πράγματα που χαρακτηρίζουν τους χλιδάτους του κόσμου και της ιεραρχίας. Ως μόνη περιουσία κατέλιπε μια τεράστια σε μέγεθος και ποιότητα βιβλιοθήκη την οποία δώρισε στο Δήμο και στη Βιβλιοθήκη, τη ημέρα της αεράτου σύστασης (και θλιβερής κατάληξης), του Ινστιτούτου Βιβλίου και Ανάγνωσης. (Τι γίνονται άραγε αυτά τα δύο συναρπαστικά δημιουργήματα και η συνισταμένη τους «Κοζάνη πόλη του βιβλίου;»). Αυτοί που την παρέλαβαν με φόβο θεού κι ανθρώπων την τακτοποίησαν σε ειδικό χώρο που φέρει το όνομα του μέγα δωρητή, και είχαν ορίσει την ενιαία ύπαρξη της και διαχείρισή της, όπως αξίζει σ’ αυτή τη μεγαλειώδη δωρεά στα γράμματα και τον πολιτισμό της πόλης. Αυτοί που την περίλαβαν μετά, τα λεγόμενα «άδεια σακιά» των γραμμάτων του δήμου τα οποία τοποθετούσε εκεί ο κ. Δμρχς για να τα ξεφορτωθεί από τα άλλα αξιώματα, την διέλυσαν, την παραπέταξαν την κατέστρεψαν σαν ενιαίο σύνολο πνευματικού πράγματος, μετατρέποντας τον ευλογημένο της χώρο σε οίκο του δημοτικο-εκλογικού τους μαγειρείου. Ο Δήμος Κοζάνης έδωσε το χρυσό μετάλλιο της πόλης στον Επίσκοπο για τη δωρεά του κι αμέσως μετά για να ισορροπίσει κάπως τα πράγματα συμμορφούμενος και με την εν γένει αισθητική του, απένειμε το αυτό χρυσίον διπλής όψεως (Γ. Λασσάνη και άγιο Νικόλαο φέρει στις δύο όψεις του) στην κυρία Δόμνα Σαμίου για την πρωτοποριακή, αποκριάτικη σύνθεσή της: «Πως το τρίβουν το πιπέρι του διαβόλου οι καλογέροι». Ενώ ο καημένος κ. Ιάκωβος Καμπανέλης ηξιώθη, ανεξήγητα γιατί, μόνον της αργυράς διακρίσεως του Δήμου. Ισως για το θεατρικό του «Πρόσωπα για βιολί κι ορχήστρα». που συνόρευε με τον τοπικό πνευματικό περίγυρο. Παιδιά –βιολιά που λεν.
Οι κατά καιρούς πρόεδροι των θεσμών του Δήμου που έχουν σχέση με τα γράμματα, αυτές δηλαδή οι εκρηκτικές προσωπικότητες του πνεύματος και της ευαισθησίας, τ’ ανωτέρω άδεια σακιά δηλαδή, σ’ αυτούς τους ρόλους θέλουν να τους γεμίσουν όπως όπως αρπάζοντας από εδώ κι από κει, ό,τι να ‘ναι σε δουλειά να βρίσκονται, αυταρεσκο-βαυκαλιζόμενοι ότι, τέλος πάντων είναι κάτι, όπως είναι και φαίνονται φυσικά κι αυτοί και τα έργα τους. «και κατά τα έργα σου κι αλληλούια» λέει ο λαός. Κατάφεραν τη μόνη μεγάλη κι υλική δωρεά του Διονυσίου Ψ. να την ευνουχίσουν να την αποψιλώσουν, και να τη φέρουν δηλαδή στα μέτρα της απελπισίας τους.
Από κοντά η οικογένεια του δωρητή - αρχιερέα που εγκατέλειψε τη βιβλιοθήκη από την εποπτεία της, όπως είχε εκ των γραπτά συμφωνηθέντων, υποχρέωση, σαν έκθετο στην πόρτα του Δήμου και άφησε τη δωρεά του όντως κι όχι κατά επίφασιν αγίου, έρμαιη στις διαθέσεις και την άγνοια των μόλις ανωτέρω.
Ολοι αυτοί της εγκόσμιας και εκκλησιαστικής εξουσίας, που σοβαροφανώς ανιούσαν και νύσταζαν στον Καθεδρικό της πόλης στο μνημόσυνο και υπήρχαν σώματι στην εκδήλωση που ακολούθησε στη στρατιωτική αίθουσα Φίλιππος, χαμένοι στον κόσμο τους ο καθένας ν’ ακούει και να μην καταλαβαίνει επί της ουσίας τίποτε, υποκρινόμενοι πως βιώνουν σχεδόν τη μέθεξη του πνεύματος, άλλοι του εγκόσμιου κι άλλοι του αγίου, κοιμώνταν τον ύπνο εν ξύπνω του αδιάφορου έως του εν επιγνώσει αδίκου.
Ο μέγας άρχων της τελετής σεβασμιότατος εκτός ορίων μητροπόλεώς του, Παναγιώτατος εντός της Θεσσαλονίκης, έκλεισε το λόγο του με τον λήρο περί της Σκοπιανο-μακεδονικής μας δυσανεξίας με μια (πασίγνωστη) αλλά «αποκλειστική αποκάλυψη χαρτών με γκρίζες αμφισβητούμενες ζώνες της Μακεδονίας» των ελεεινών Σκοπιανών και το εκκλησίασμα, ως συνήθως κεχηναίο, εντυπωσιάστηκε σφόδρα. Αμέσως μετά σήμανε την απόλυση. Ομως στην έξοδο του ναού τον επανέφεραν, ευτυχώς, στη τάξη οι τοπικοί παράγοντες Δήμαρχος και Βουλευτές: «Κάτσε στ’ αυγά σου δέσποτα πολυέλεε δεν σε αφορούν άμεσα αυτά· εδώ δεν είναι διανομή μητροπόλεων και θρόνων για να παίζεις επί μακρόν με όσην έκτασιν πολιτικού νοός διαθέτεις. Γι αυτά να μιλάς εκεί που γίνεται δημόσιος διάλογος με συνέπειες κι αντίλογο κι όχι στα μονόπαντα κηρύγματα. Ηττήθημεν κατά κράτος στα Σκοπιανο-μακεδονικά (βάλατε εδώ κι υμείς και οι συν αυτώ τον ιερόν σας δάκτυλο). «Με το ζερβί το δάχτυλο ρίξε στα βόδια άχυρο» επιμένει ο λαϊκός ποιητής. Ας περισώσομεν ό,τι ακόμα έχει μείνει από τα ράκη της εθνικής μας αξιοπρέπειας κι ας το βουλώσουμε, κυβερνήσεις, πολιτικοί με τις «πολιτικές» τους πολιτικές κ.λπ., άνθρωποι δε κι ανθρωπάρια εν γένει».
Στην εκδήλωση, έψαλαν, οι μόνοι επώνυμα ανυπόκριτοι, ο Σύλλογος ψαλτών «Ιάκωβος Ναυπλιώτης», ύμνους του αοίδιμου Μητροπολίτη και στο τέλος μοιράστηκε ημερολόγιο ως αντίδωρο, εκδοθέν αναλώμασι της Ν. Αυτοδιοίκησης Κοζάνης εννοείται. Κι αν δεν έχουν πληρώσει οι κατά καιρούς Νομάρχες και η Ν. Αυτ. Κζνς υπέρ συνήθως αχρήστων ή αλυσιτελών έργων της τοπικής μητροπόλεως! Αλλά, το είπαμε πλειστάκις το μπρεχτικόν: «Εξουσίες (ολιγόνοες επί το πλείστον) που αλληλογλείφονται σαν ερωτιάρες γάτες». Το φετινό ημερολόγιο (απ’ αυτά που τα πετάς αχρησιμοποίητα μόλις τα ξεφυλλίσεις και δεις πότε είναι οι νηστείες της Εκκλησίας μας για να μην πέσεις στο αμάρτημα της κατάλυσης παρανόμων φαγητών (Λόγος ΙΔ’ της Κλίμακος), και ποιοι καμαρώνουν εισπηδήσαντες εντός του, όπως οι ταοί της Μονής Βλατάδων ή προβάλλονται εις υγείαν του κορόιδου κ. Νομάρχου και της κυρίας του Ν.Α. του τώρα), είναι αφιερωμένο (sic) στον δεκαετή ελλείποντα της Μητροπόλεως. Αυτής της οποίας ο τοπικός αρχιεπίσκοπός της δεν έχασε αφορμή να δείξει εκ νέου την πνευματική του ανωτερότητα και στο μνημόσυνο βράβευσε -όχι θα τον άφηνε- τον πρώτο χειροτονηθέντα ιερέα από τον Διονύσιο Ψ. Αυτός βράβευσε για τις επιδόσεις τους, μέχρι και την Παναγία, μητέρα του Χριστού για όσους το αγνοούν, και τον Αγιο Νικόλαο, επίσκοπο Μύρων της Λυκίας). Συγκλονιστικό ενσταντανέ του διαπράγματος! Ομολογώ με κατέπληξε! Πως το σκέφτηκε ο ευλογημένος;
Στο ημερολόγιο τσέπης δεν αναφέρεται, στο βίο του Δ.Ψ. η βιβλιοθήκη και η δωρεά της. Ισως γιατί όλοι θέλουν να ξεχάσουν την ύβρη που διέπραξαν με έργα οι παραλήψεις, με πηγαίο φθόνο ή γνήσια ζήλια, κάποιοι απ’ αυτούς που μετείχαν στη φανταχτερή, δεκαετή μνημοσύνη, ή λησμοσύνη του αλησμόνητου ιεράρχη.
- Αμήν. Αγίου Σπυρίδωνος του θαυματουργού
Καζαντζακης 50 χρονια υστερα
Καζαντζακικές «σπουδές» στην Κοζάνη
και «Μετοχικές» σπονδές στο Βελβεντό
Του Β. Π. Καραγιάννη
Ξανάρθε, λοιπόν, την σήμερον ο Ν. Kαζαντζάκης, πενήντα χρόνια από το θάνατό του, στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντος, στο μέγα πανελλήνιον. Στα φοιτητικά μας χρόνια οι κλεψίτυπες, φθηνές αλλά γρηγοροδιάβαστες εκδόσεις του, στο κόκκινο πάντα, αραδιασμένες στους πάγκους, που τις τελαλούσαν οι πωλητές ως κάτι το εξωτικό έξω από τη φοιτητική Λέσχη, ολοκλήρωναν, μέσα σ’ ένα αναγνωστικό ενθουσιασμό, τη μαθητική έναρξη γνωριμίας του μυθιστορηματικού κόσμου, του Νίκου Καζαντζάκη (Ν.Κ.), που άρχισε με το «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» (βιβλίο δανεισμένο, άρα και βιβλίο χαμένο έκτοτε). Το 1971, κυκλοφόρησε σε χάρτινη, νόμιμη, έκδοση το πρώτο του βιβλίο το «Συμπόσιο» που πρωθύστερα ερχόταν να συμπληρώσει την αρχική πνευματική «απορία» γι’ αυτόν. Ηταν και οι εποχές που όλα ξεσηκώνονταν μέσα κι έξω: αισθήματα, απαιτήσεις έρωτος αμήχανες ή πιεστικές, αναζητήσεις πολιτικές, όλα ραγδαία μετά την ποδοσφαιρική μας ολοκλήρωση κι εκτόνωση, γνώσεις άγνωστες που μας χτυπούσαν σαν ανοιξιάτικες μπόρες, διεγέρσεις παντός καιρού και τρόπου. Διότι είμασταν νέοι.
Η ηλικιακή φάση ζητούσε κάτι παραπάνω. Ετσι η «Οδύσσειά» του, σε βαριά χάρτινη εμφάνιση, Δ’ Εκδοση, (Χειμώνας του 1972).
«Ηλιε μεγάλε ανατολίτη μου, χρυσό σκουφί του νου μου
αρέσει μου στραβά να σε φορώ, πεθύμησα να παίξω
όσο να ζεις, όσο να ζω κι εγώ, για να χαρεί η καρδιά μας»
Από τότε υπήρχε άψυχη, αδιάβαστη αλλά μαγικά κι ερμητικά απόμακρη, σε κάθε γραφείο και χώρο που αφήνονταν το σώμα κι η ψυχή, για 20 ολόκληρα χρόνια· όσα χρειάστηκε, δηλαδή, για να επιστρέψει ο ήρωας του τυφλού ποιητή από τότε που έφυγε από την Ιθάκη προς Τροία μεριά. Κι όταν επιτέλους Αυτός τον επέστρεψε, απορφανισμένο από συντρόφους, τον άρπαξε ο ανοιχτομάτης μας ποιητής και μέγας ταξιδιώτης, να τον οδηγήσει πέρα από τις γνώριμες θάλασσες, τους κόλπους και τις αγκαλιές, τη θαλπωρή του συνηθισμένου, την αφόρητη αγάπη του οικείου, σε μια αναζήτηση του μεγάλου τίποτα, για το οποίο φλεγόταν η ψυχή του Ν. Κ. Δεν ησύχαζε πουθενά και σε τίποτε· σε κανένα τόπο, σε κανένα θεό, σε καμιά πίστη. Στις μονιές της ακρότατης ανθρώπινης απελπισίας για την παρουσία-απουσία του Θεού («Μου ζήτησε ο Θεός βοήθεια και τρέχω να τον σώσω» Ασκητική) να μην ησυχάζει και να αναβοσβήνει -κοσμική φωτιά - η αχόρταγη ψυχή του για το άλλο, το μακρινό, το μηδέν εν τέλει. Για 20 χρόνια έτσι ζούσα με το έργο αυτό σε μια διαπάλη, μια διεξαγωγή πράγματος, μια γεμάτη προσπάθεια κατανόησης, με αγωνία, πισωγυρίσματα, παραιτήσεις, επιστροφές, και κάθε φορά, ανάλογα με τις πνευματικές ορέξεις κι ενοχλήσεις να τη σταματώ ή να την ξαναρχίζω.
«Μάνα, κι αν έχεις δείπνο γέψου το, κρασί ξεφάντωσέ το,
μάνα, κι αν έχεις στρώμα ξάπλωσε τα χοντροκόκαλα σου·
δεν θέλω, μάνα, πιά κρασί να πιώ μήτε ψωμί ν’ αγγίξω·
απόψε βίγλισα τον αγαπό σα στοχασμό να σβήνει”.
(11 Σεπτεμβρίου 1992)
Για να μπορώ τώρα -εδώ και καιρό- να ισχυρίζομαι ενώπιον παντός, συνήθως αδιάφορου, ότι ναι, διάβασα κι εγώ το μεγαλύτερο έπος της λευκής φυλής, των 33.333 στίχων (το οποίο αυτό το τέρας της πνευματικής θέλησης έγραψε …εφτά φορές). Και λοιπόν; Πώς και πού να εξαργυρώσω αυτή την αναγνωστική μου ματαιότητα; Σε τι έγινα καλύτερος ή χειρότερος μετά από αυτή τη διεξαγωγή; Σε τίποτε. Τι έμεινε ως αίσθημα ή μεταίσθημα απ’ αυτό; Από τον «Καπετάν Μιχάλη» μου έμεινε η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, τουλάχιστον. Διαβάζεται, άραγε, σήμερα ο Ν. Κ.; Λείπει από το αναγνωστικό κοινό και γιατί; Οι μελετητές του το ψάχνουν και δίνουν σ’ αυτό πολλές ερμηνείες. Όπως λ.χ. συζητείται και γιατί δεν διαβάζεται ο Παλαμάς αλλά όχι κι ο Καβάφης; ή διαβάζεται ο Σολωμός αλλ’ όχι ο Σικελιανός. Το εκκωφαντικό, το μεγαλειώδες, το στομφώδες υποχωρεί ευθέως ανάλογα με το παγκόσμιο στις διαθέσεις του κοινού των αναγνωστών. Κάποτε λέγανε ότι ήταν αφύσικο να είσαι νέος και να μην περάσεις από την ψευδαίσθηση του επαναστάτη ή την αυταπάτη του κομμουνιστή. Αργότερα φυσικά ημέρευαν τα πάθη, νομοτελειακά. Ομοίως έπρεπε κάποτε να περάσεις, στο νεοελληνικό επίπεδο, την αντίστοιχη φάση του καζαντζακικού κόσμου, για να προχωρήσεις, ανεπίστροφα γι’ αυτόν, σε πιο φυσιολογικές συζητήσεις με τον εαυτό σου πρώτα, αλλά και σε αναγνώσεις των άλλων. Σήμερα και τα δύο στάδια είναι μια ξεπερασμένη συνθήκη αρχείου.
Σε μια «Περιπλάνηση ένδον» μου στο καταληκτικό της αφήγημα με τίτλο «Ο Οδυσσέας, οι Οδύσσειες και η διάβαση στον Λέοντα», προσπάθησα να δέσω όπως όπως, με κόμπους εύκολα λυτούς σε όσους γνώριζαν, τα πρόσωπα στις δύο Οδύσσειες, του Ν.Κ. και του Ομήρου, με τον «Οδυσσέα» του Τζόυς.
Ξηλώνω μια δυο παραγράφους του.
«Σκύβω και προσκυνώ τις τέσσερις γωνιές του πάνω κόσμου
Τα τετραθέμελα του νου ψωμί, κρασί, φωτιά, γυναίκα» (Ν.Κ., «Οδ.»).
«Εχω μπροστά μου και τις τρεις εκδοχές της ανθρώπινης περιπλάνησης. Τη αρχική αρχαία, την προέκταση και συνέχεια της και τη μεταγραφή της στο σήμερα. Γυρίζω από σελίδα σε σελίδα, από κρεβάτι σε κρεβάτι, από όνειρο σε όνειρο. Η ταυτόχρονη επί τρία περιδιάβαση είναι μια εμπειρία ξεχωριστή. Η Ομηρική δίνει την αίσθηση της σταθερότητας, της διάρκειας, της αιώνιας προσπάθειας και της τελικής επιστροφής. Η Καζαντζακική, την αξεδίψαστη επιθυμία για το καινούργιο, το διαφορετικό, το ξένο προς το καθημερινό αλλοτριωτικό πλαίσιο διαβίωσης, για τα απλά που θέλουμε αλλά δεν μπορούμε να γνωρίσουμε, για τα ταξίδια καθημερινά ή διαρκείας που δεν κάναμε, παρότι κάθε μέρα ταξιδεύουμε ανεπιστρεπτί στο χρόνο· για ό,τι τέλος πάντων υπάρχει στον κόσμο και δεν το ξέρουμε. Τέλος, η Τζοϋσική μεταγραφή, το καθημερινό παράλογο της ύπαρξης».
Με τον καιρό περάσαμε σε τοπικό επίπεδο, με τους θεσμικούς νεολογισμούς μας, στη φαντασιακή σχεδόν «Κοζάνη πόλη του βιβλίου» (τώρα ακούω πως τα Γρεβενά θα ανακηρυχτούν πόλη των μανιταριών...), όταν πήραν τα πάνω τους όλα τα πιθανά κι απίθανα όνειρα κι έργα γύρω από τα βιβλία και τα γράμματα, σε βαθμό κορεσμού αλλά και δημιουργικής υπερεπάρκειας για όλους τους συμμέτοχους. Σε μια εκδήλωση για τον Ν. Κ., ο κ. Πάτροκλος Σταύρου, θετός υιός της γυναίκας του (ακόμα ελέγχει ασφυκτικά τις εκδόσεις των έργων του, όμως ασχολίαστες, απρολόγιστες, χωρίς κατατοπιστικές εισαγωγές, αφιλολόγητες κατά συνέπεια) προσπαθούσε να μεταβιβάσει μια σχεδόν εξ επαγγέλματος συγκίνηση, σ’ εμάς, στο ακροατήριο, που τον άκουγε σχεδόν ουδέτερα, με τη συνοδεία προσωπικών υλικών ενθυμημάτων του Ν. Κ. Μέχρι και μια μπλούζα είχε. Όμως δεν κράτησα από τότε τίποτε άλλο πλην τα πρόσωπα της διοργάνωσης: την φιλόλογο Ρίτσα Γκρτζμ., που διηύθυνε το όλον και τον αλήστου, αλίμονο, μνήμης Θεόδωρο Μμλδ., που διάβασε το προοίμιον της «Οδύσσειας» κι ύστερα, εκεί που στα καλά καθούμενα ζούσε, τον καλεσε εσπευσμένα κι αδόκήτα ο «τεντοκρούστης» στις τάξεις του.
Λίγο αργότερα μπλέξαμε με μια μονομελή παρέα Φίλων του Ν.Κ, στον κόσμο, μια πρόχειρη εντελώς οργάνωση με ακόμα πιο πρόχειρες δράσεις και μας παρέσυρε σε συνυπάρξεις το λιγότερο αδιάφορες. Όμως τότε, ευτυχώς, ανεφάνη στον τόπο μας μια μελέτη με θέμα: « Η γυναίκα ως «Αλλος» και η ιδανική γυναίκα στον «Τελευταίο πειρασμό». Ενας ιδιότυπος διάλογος του Ν. Καζαντζάκη με τον Freud και το κίνημα του φεμινισμού”, εκδ. Παρέμβαση, της φιλολόγου Αγνής Ππκστ, που έδωσε μια μικρή κίνηση στις ανύπαρκτες σπουδές για τον Κ. στον τόπο μας. Ο άστοχος συγχρωτισμός με την εταιρεία φίλων του συγγραφέα είχε ένα αντίβαρο φιλικό, επιστημονικό, δημιουργικό κι ενδιαφέρον με ανθρώπους και σχέσεις που ακόμα, σε κάθε ανακάτεμα της στάχτης του, αναζωπυρώνεται. Ετσι κάθε διοργάνωση για τον Ν. Κ. άφηνε πίσω της, σαν εκκρεμότητες, πρόσωπα στη ζωή και μνήμες προσώπων που υπήρξαν.
***
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, φέτος, βρεθήκαμε στο Βελβεντό για να δέσουμε τον Ν.Κ. με το χωριό τού ήρωα του (ας τον ονομάσουμε έτσι, αν και ήρωας είναι ο ίδιος ο συγγραφέας στο έργο) στο «Βίος και πολιτεία Αλέξη Ζορμπά», τον Γ. Ζορμπά, που σαν πρώτη ανθρώπινη ύλη καταγόταν από το Καταφύγι Πιερίων. Πάλι σε ανούσιο συγχρωτισμό με εκείνη τη μονομελή εταιρεία Φίλων του Ν. Κ. Πώς τα καταφέρνουν ορισμένοι με τις εξουσίες· πώς πείθουν τους ελάχιστα, περί αυτών, νοήμονες· πως τα καταφέρνουν οι καταφερτζήδες παντός καιρού και εμφανίζονται σε ρόλους και καταστάσεις πάντα που συνήθως νοθεύουν το θέμα αλλά πολλαπλασιάζουν το ίδιον όφελος ή το αδηφάγον έρμα τους; Αλλά τα θύματα δεν τελειώνουν ποτέ. Δεν τελειώνουμε ποτέ. Ο άνθρωπος -μιλάμε δι’ εαυτούς- είναι αδιόρθωτος, αδύναμος, ασήμαντος, μοιραίος, έρμαιος διαφόρων παθών άρα και λαθών όπως και υστεροβουλιών. Ημουνα μεν σε θέση ελεύθερη πλέον, αδύναμος όμως να αντισταθώ στις ένδον μου πιέσεις για την αναβίωση του χαμένου μου εγωτισμού. Ετσι ένιωσα εκείνη τη βραδιά κι ευτυχώς με άγριες φωνές κι απειλές απέφυγα το ακόμα χειρότερο, να περιβαλλόμαστε οι ομιλητές -το καραγκιόζ σκηνικό, ακόμα κι ημείς αυτοί οι άσημοι- από κρητικές βρακοφορούσες γλάστρες· γιατί, έλεγαν ότι, έτσι κάνουν στην Κρήτη με το συγγραφέα, όταν μιλούν γι αυτόν. Τι φρίκη, τι κακογουστιά τι μωρός τοπικισμός!
Ας γίνω λίγο πιο σαφής, με την εισαγωγική μου αναφορά, για τα πράγματα που καλούμασταν να διεξέλθουμε ή ό,τι εγώ νόμιζα ως δέον να επισημανθεί, έστω κι εντελώς έξω από το αναζητο-συζητούμενο θέμα, με το οποίο η τοπική διοίκηση αλλά και η ευρύτερη επένδυαν κάπως παρά το ανύπαρκτο, επί της ουσίας, πνευματικό του πράγματος. Μέχρι που λογάριαζαν να κάνουν μουσείο του Γ. Ζορμπά. Μουσείο ενθυμημάτων ενός λογοτεχνικού ήρωος. Άλλο και τούτο!
Ελεγα το λοιπόν:
«Μεταξύ Καταφυγίου και Βελβεντού, στο δρόμο που σήμερα τον ανεβαίνει με ιεραποστολική σχεδόν αφοσίωση ο δασολόγος Νικ. Κρτς -που έφαγε αυτά τα δάση με το κουταλάκι ή την δασονομική σφύρα για να κυριολεκτούμε - έζησε κάποια περίοδο, σε μια καλύβα που έχτιζαν για τους ξυλοκόπους οι ειδικοί επ’ αυτού, ένας Καταφυγιώτης άντρακλας, ξυλοκόπος, ερημίτης που έτρωγε κρέας μέχρι και μουλαριού. Δι’ αιτήσεώς του χρεώθηκε από το δασαρχείο έκταση για να την ξυλεύσει. Εστησε, δηλαδή, ένα αυτοσχέδιο υλοτομείο. Ηταν αριστερός, με ειδική πάντα επιθυμία κι ευχή να διαβάζουν οι άλλοι την ΑΥΓΗ ή τον Ριζοσπάστη, ποιος ξέρει, ανάλογα ποια Αριστερά θυμόταν: την προπολεμική ή μεταπολεμική. Μια δυό φορές πήρα κι εγώ αυτό το εξαίσιο μονοπάτι, βαρύθυμος, από Βελβενδού ως το Καταφύγι κι άκουσα την ιστορία. Σε πολλά του ο οιονεί ερημίτης, θύμιζε μια εκδοχή του Αλέξη Ζορμπά με τα μεταλλεία του, τα λατομεία κι ό,τι άλλο κι όπως κι εγώ τα έμαθα εν αναγνώσει ή σε κινηματογραφική εκτέλεση. Στις υπερβολές και στα ανύπαρκτα, δηλαδή, στοιχεία του βίου και της πολιτείας του. Ο Γ. Ζ. είναι γνωστό πως γεννήθηκε στο Καταφύγι, έζησε πέρα, δώθε, κείθε ένα πλάνητα βίο, του κάπως Οδυσσέα, του κάπως τυχοδιώκτη, πέθανε και ετάφη στα Σκόπια. Αλλά τώρα ακόμα ζει στην διαρκέστερη αθανασία που επιφυλάσσει –δυστυχώς, σε ελάχιστους μόνον θνητούς- η Ιστορία, μετά την ενχώματι φυσική απώλεια: στη διαρκή αιωνιότητα των γραμμάτων. Ο ήρωας -το ιδεατό πρότυπο για έναν βίο, όπως του Αλέξη Ζορμπά, που δεν θα μπορούσε ποτέ να ζήσει ο συγγραφέας Ν. Κ.- ήταν η υπαρκτή μορφή που είχε αυτή την προνομία να υπάρξει ως τέτοια γιατί έπεσε θύμα ευλογημένο μιας εκρηκτικής σκέψης. Δεν ξέρω αν το Καταφύγι έχει αναδείξει άλλους μεγάλους άνδρες στην ιστορία του πραγματικού. Ομως στον κόσμο της λογοτεχνίας, στον κόσμο του φαντασιακού, είναι μάνα γη ενός κορυφαίου ήρωα. Ο Γ. Ζορμπάς ως Αλέξης Ζ. είναι φυσικά κατασκεύασμα του Καζαντζάκη. Η πραγματικότητα δεν τον προικίζει με τα πραγματολογικά στοιχεία του μυθιστορήματος. Απλά σ’ αυτόν ο συγγραφέας έβαλε ό,τι ήθελε ο ίδιος να ζήσει, όπως το ήθελε, για να διακηρύξει παγκόσμια τη φιλοσοφία του· και ο οποίος ήρωας κατέληξε να γίνει κυρίως ταβέρνες και συρτάκι, τη συνοδεία «σουβλάκι με ή χωρίς πίτα».
Μια βέβηλη σκέψη μου ‘ρχεται κι ένας παραλληλισμός, τηρώντας πάντα τις αναλογίες· την επιτρέπω αφού το ‘φερε η μικρή μου διαπλοκή με τα σημερινά:
Μια ύπαρξη του μάταιου κόσμου (το ίδιο μάταιος και στο Μεσαίωνα όπως και σήμερα) που πέρασε στην αιωνιότητα ήταν και η Βεατρίκη, η θεϊκιά αγαπημένη στη «Θεία Κωμωδία», του Δάντη, την οποία μετέφρασε ο Ν. Κ. (Μόλις πέρσι μου χάρισαν την κανονική της έκδοση, και μάλιστα φερμένη από την Πρέβεζα, αλλά ούτε αυτήν ούτε τη φοιτητική κλεψίτυπη διάβασα παρά τις πολλαπλές ενάρξεις, αφού η μετάφραση του Γιώργη Κότσιρα, εκδ. Ζαχαρόπουλου, με κράτησε ως το τέλος της, όπως και τα ανεπανάληπτα αλλά ελάχιστα άσματά της, μεταφρασμένα από τον Γ. Κοροπούλη). Πέρασε η Βεατρίκη στην παγκόσμια γραμματεία και μάλιστα στις απαρχές της, μέσα από το έργο ενός μέγιστου. Ο Γιώργος-Αλέξης Ζορμπάς μένει στη μνήμη, έγινε κι αυτός ένας μη θνητός, μέσα από τα γραπτά του Ν.Κ. Ο γραπτός λόγος είναι μέχρι σήμερα το μόνο σίγουρο μέσον που δημιουργεί τις προϋποθέσεις μιας κάποιας μορφής αθανασίας για τα έλλογα και τ’ άλογα του σύμπαντος, μοναδικού και μοναχικού μας κόσμου. Επομένως, ο μικρός αυτός τόπος οφείλει στον Ν. Κ. ό,τι αυτός οφείλει στο γενεσιουργό ερέθισμά του, τον Γ. Ζορμπά. Οφειλές και οφειλέτες είναι σε μια συνάρτηση χρόνου και σχέσης πνευματικής πλέον, αδιάλυτη. Κι αυτό είναι λίαν ερεθιστικό πράγμα για το σήμερά μας, τουλάχιστον στο πεδίο της ηθικής, μερικής αλληλοαναγνώρισης σε εδαφικό επίπεδο και σε αντίθεση με τους μονοπωλούντες και ακυρώνοντες εν τινι λόγω τον Ν.Κ., Κρήτες πάσης φουρνιάς και παντός τόπου.
Ο Ν.Κ., συνολικά, είναι μια πολύ-πλαγκτη οντότητα ανάγνωσης (Ομηρική ή και Τζοϋσική) ανάλογα με τις ηλικίες, τις διαθέσεις, τους καιρούς και κατά πού γέρνει η ψυχή. Περισσότερο μένεις στην πρώτη και καθοριστική σου μαθητεία, τουλάχιστον στα μυθιστορήματά του. Δύσκολα θα επιστρέψεις στα κορυφαία του έργα, την «Οδύσσεια», ή στα άγνωστα θεατρικά, στα περίφημα Ταξιδιωτικά, στις δύσκολες μεταφράσεις όπως του Ομήρου και Δάντη, τα άγνωστα θεατρικά, αλλά και στις μικρές «Τερτσίνες» που με θέλγουν ορισμένως και σ’ αυτές θα σταθώ για λίγο. Απ’ όπου περνάς, όμως, βιώνεις μια πνευματική δοκιμασία, μια ανάβαση, ένα σκαλί για το παραπέρα.
Τερτσίνες είναι μεγάλα ποιήματα, ομοιοκατάληκτα, γραμμένα στα δαντικά μετρικά πρότυπα. Το βιβλίο, κοντά στις 180, σελίδες έχει 21 τραγούδια για τα οποία ο Ν. Κ. γράφει: «Στα τραγούδια ετούτα θα ‘θελα να μπορούσα να φανέρωνα την ταραχή και τη χαρά που μου δίνουν οι ψυχές που εθρέψαν την ψυχή μου.» Αυτόν τον ψυχοφάγο, με τον ακόρεστο πνευματικό καταπιόνα, αυτοί τον βύζαξαν, λέει, γράφει, το εννοεί, με την αγάπη, την άσκηση, την επιμονή, την αφιλοκέρδεια· «την αντοχή- κι όχι μονάχα την αντοχή παρά τον μισάνθρωπο, πασίχαρον έρωτα της μοναξιάς». Αυτής της μοναξιάς που λάτρεψε σαν θεότητα, πατρίδα της αξεδίψαστης ψυχής του· που τον βοήθησε να δημιουργήσει τα μεγάλα έργα. Οι ψυχοτροφοδότες του, όπως τους τραγουδά στις «Τερτσίνες» ήταν οι: Βούδας, Μωυσής, Χριστός, Μουχαμέτης, Λένιν, Δον Κιχώτης, Μέγας Αλέξανδρος, Τσιγκισχάνος, Χιντεγιόχη, Τόντα Ράμπα, Δάντης, Σαιξπήρος, Λεονάρντο, Γκρέκο, Νίτσε, Αγία Τερέζα, Ελένη, Ψυχάρης. Είναι ποιήματα που έχουν μια αυστηρότητα κλασικής φόρμας και σε συνδυασμό με τη ρωμαλέα έως εκρηκτική γλώσσα, γεμάτα καζαντζακικούς ιδιωματισμούς, σχηματισμούς άγριων και λυρικών λέξεων γίνονται καταφανώς απόμακρα και αποτρέπουν κάθε εύκολη κι ανέμελη προσέγγισή τους. Απαιτούν ιδιαίτερη προσήλωση κι αφοσίωση, για να σ’ αφήσουν κάτι από το μυστικό τους λόγο.
Μικρό δείγμα από την «Τερτσίνα» που είναι αφιερωμένη στον Αγγελο Σικελιανό:
37 Γυναίκα φιλαντρού, κερά και δούλα,
πηλέ θαματουργέ, βαθιά φρεγάδα,
και γιέ μου εσύ, γλυκιά της ζωής φωνούλα,
40 άσβεστη ιερή του αγώνα μας λαμπάδα,
χίλια καλώς στη γης σε βρήκα, γειά σου,
ζεστή μου χωματένια Αγια -Τριάδα!
43 Σαν τον κισσό στα φρένα μου αγκαλιάσου,
σφιχτοπερίπλοκή μου ορθή τερτσίνα!
Να κρεμαστούν στα στρουφιχτά κλαριά σου
46 άστρα οι καημοί, τα κρίματα σαν κρίνα,
βαρύ, δροσάτο ο Χάρος πορτοκάλι,
κι αδρό, χορταστικό σταφύλι η πείνα!
***
Η δυσανάλογα μεγάλη κουστωδία του Βελβεντού, αργά το βράδυ, κατέφυγε στο Μετόχι του δια τα συνήθη περαιτέρω εις υγείαν των όποιων κορόιδων. Σπονδή. Μέτοχος κι εγώ μιας ιστορίας, για την οποία στα μέσα μου κάπως ναυτιούσα αλλά, επιφανειακά ακολουθούσα σε όλα το …επιτραπέζιον πρόγραμμα. Δεν αντέδρασα εγκαίρως, επομένως είμαι και συμμέτοχος αυτών που τώρα θέλω να σαρκάσω.
Ας πρόσεχα.
και «Μετοχικές» σπονδές στο Βελβεντό
Του Β. Π. Καραγιάννη
Ξανάρθε, λοιπόν, την σήμερον ο Ν. Kαζαντζάκης, πενήντα χρόνια από το θάνατό του, στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντος, στο μέγα πανελλήνιον. Στα φοιτητικά μας χρόνια οι κλεψίτυπες, φθηνές αλλά γρηγοροδιάβαστες εκδόσεις του, στο κόκκινο πάντα, αραδιασμένες στους πάγκους, που τις τελαλούσαν οι πωλητές ως κάτι το εξωτικό έξω από τη φοιτητική Λέσχη, ολοκλήρωναν, μέσα σ’ ένα αναγνωστικό ενθουσιασμό, τη μαθητική έναρξη γνωριμίας του μυθιστορηματικού κόσμου, του Νίκου Καζαντζάκη (Ν.Κ.), που άρχισε με το «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» (βιβλίο δανεισμένο, άρα και βιβλίο χαμένο έκτοτε). Το 1971, κυκλοφόρησε σε χάρτινη, νόμιμη, έκδοση το πρώτο του βιβλίο το «Συμπόσιο» που πρωθύστερα ερχόταν να συμπληρώσει την αρχική πνευματική «απορία» γι’ αυτόν. Ηταν και οι εποχές που όλα ξεσηκώνονταν μέσα κι έξω: αισθήματα, απαιτήσεις έρωτος αμήχανες ή πιεστικές, αναζητήσεις πολιτικές, όλα ραγδαία μετά την ποδοσφαιρική μας ολοκλήρωση κι εκτόνωση, γνώσεις άγνωστες που μας χτυπούσαν σαν ανοιξιάτικες μπόρες, διεγέρσεις παντός καιρού και τρόπου. Διότι είμασταν νέοι.
Η ηλικιακή φάση ζητούσε κάτι παραπάνω. Ετσι η «Οδύσσειά» του, σε βαριά χάρτινη εμφάνιση, Δ’ Εκδοση, (Χειμώνας του 1972).
«Ηλιε μεγάλε ανατολίτη μου, χρυσό σκουφί του νου μου
αρέσει μου στραβά να σε φορώ, πεθύμησα να παίξω
όσο να ζεις, όσο να ζω κι εγώ, για να χαρεί η καρδιά μας»
Από τότε υπήρχε άψυχη, αδιάβαστη αλλά μαγικά κι ερμητικά απόμακρη, σε κάθε γραφείο και χώρο που αφήνονταν το σώμα κι η ψυχή, για 20 ολόκληρα χρόνια· όσα χρειάστηκε, δηλαδή, για να επιστρέψει ο ήρωας του τυφλού ποιητή από τότε που έφυγε από την Ιθάκη προς Τροία μεριά. Κι όταν επιτέλους Αυτός τον επέστρεψε, απορφανισμένο από συντρόφους, τον άρπαξε ο ανοιχτομάτης μας ποιητής και μέγας ταξιδιώτης, να τον οδηγήσει πέρα από τις γνώριμες θάλασσες, τους κόλπους και τις αγκαλιές, τη θαλπωρή του συνηθισμένου, την αφόρητη αγάπη του οικείου, σε μια αναζήτηση του μεγάλου τίποτα, για το οποίο φλεγόταν η ψυχή του Ν. Κ. Δεν ησύχαζε πουθενά και σε τίποτε· σε κανένα τόπο, σε κανένα θεό, σε καμιά πίστη. Στις μονιές της ακρότατης ανθρώπινης απελπισίας για την παρουσία-απουσία του Θεού («Μου ζήτησε ο Θεός βοήθεια και τρέχω να τον σώσω» Ασκητική) να μην ησυχάζει και να αναβοσβήνει -κοσμική φωτιά - η αχόρταγη ψυχή του για το άλλο, το μακρινό, το μηδέν εν τέλει. Για 20 χρόνια έτσι ζούσα με το έργο αυτό σε μια διαπάλη, μια διεξαγωγή πράγματος, μια γεμάτη προσπάθεια κατανόησης, με αγωνία, πισωγυρίσματα, παραιτήσεις, επιστροφές, και κάθε φορά, ανάλογα με τις πνευματικές ορέξεις κι ενοχλήσεις να τη σταματώ ή να την ξαναρχίζω.
«Μάνα, κι αν έχεις δείπνο γέψου το, κρασί ξεφάντωσέ το,
μάνα, κι αν έχεις στρώμα ξάπλωσε τα χοντροκόκαλα σου·
δεν θέλω, μάνα, πιά κρασί να πιώ μήτε ψωμί ν’ αγγίξω·
απόψε βίγλισα τον αγαπό σα στοχασμό να σβήνει”.
(11 Σεπτεμβρίου 1992)
Για να μπορώ τώρα -εδώ και καιρό- να ισχυρίζομαι ενώπιον παντός, συνήθως αδιάφορου, ότι ναι, διάβασα κι εγώ το μεγαλύτερο έπος της λευκής φυλής, των 33.333 στίχων (το οποίο αυτό το τέρας της πνευματικής θέλησης έγραψε …εφτά φορές). Και λοιπόν; Πώς και πού να εξαργυρώσω αυτή την αναγνωστική μου ματαιότητα; Σε τι έγινα καλύτερος ή χειρότερος μετά από αυτή τη διεξαγωγή; Σε τίποτε. Τι έμεινε ως αίσθημα ή μεταίσθημα απ’ αυτό; Από τον «Καπετάν Μιχάλη» μου έμεινε η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, τουλάχιστον. Διαβάζεται, άραγε, σήμερα ο Ν. Κ.; Λείπει από το αναγνωστικό κοινό και γιατί; Οι μελετητές του το ψάχνουν και δίνουν σ’ αυτό πολλές ερμηνείες. Όπως λ.χ. συζητείται και γιατί δεν διαβάζεται ο Παλαμάς αλλά όχι κι ο Καβάφης; ή διαβάζεται ο Σολωμός αλλ’ όχι ο Σικελιανός. Το εκκωφαντικό, το μεγαλειώδες, το στομφώδες υποχωρεί ευθέως ανάλογα με το παγκόσμιο στις διαθέσεις του κοινού των αναγνωστών. Κάποτε λέγανε ότι ήταν αφύσικο να είσαι νέος και να μην περάσεις από την ψευδαίσθηση του επαναστάτη ή την αυταπάτη του κομμουνιστή. Αργότερα φυσικά ημέρευαν τα πάθη, νομοτελειακά. Ομοίως έπρεπε κάποτε να περάσεις, στο νεοελληνικό επίπεδο, την αντίστοιχη φάση του καζαντζακικού κόσμου, για να προχωρήσεις, ανεπίστροφα γι’ αυτόν, σε πιο φυσιολογικές συζητήσεις με τον εαυτό σου πρώτα, αλλά και σε αναγνώσεις των άλλων. Σήμερα και τα δύο στάδια είναι μια ξεπερασμένη συνθήκη αρχείου.
Σε μια «Περιπλάνηση ένδον» μου στο καταληκτικό της αφήγημα με τίτλο «Ο Οδυσσέας, οι Οδύσσειες και η διάβαση στον Λέοντα», προσπάθησα να δέσω όπως όπως, με κόμπους εύκολα λυτούς σε όσους γνώριζαν, τα πρόσωπα στις δύο Οδύσσειες, του Ν.Κ. και του Ομήρου, με τον «Οδυσσέα» του Τζόυς.
Ξηλώνω μια δυο παραγράφους του.
«Σκύβω και προσκυνώ τις τέσσερις γωνιές του πάνω κόσμου
Τα τετραθέμελα του νου ψωμί, κρασί, φωτιά, γυναίκα» (Ν.Κ., «Οδ.»).
«Εχω μπροστά μου και τις τρεις εκδοχές της ανθρώπινης περιπλάνησης. Τη αρχική αρχαία, την προέκταση και συνέχεια της και τη μεταγραφή της στο σήμερα. Γυρίζω από σελίδα σε σελίδα, από κρεβάτι σε κρεβάτι, από όνειρο σε όνειρο. Η ταυτόχρονη επί τρία περιδιάβαση είναι μια εμπειρία ξεχωριστή. Η Ομηρική δίνει την αίσθηση της σταθερότητας, της διάρκειας, της αιώνιας προσπάθειας και της τελικής επιστροφής. Η Καζαντζακική, την αξεδίψαστη επιθυμία για το καινούργιο, το διαφορετικό, το ξένο προς το καθημερινό αλλοτριωτικό πλαίσιο διαβίωσης, για τα απλά που θέλουμε αλλά δεν μπορούμε να γνωρίσουμε, για τα ταξίδια καθημερινά ή διαρκείας που δεν κάναμε, παρότι κάθε μέρα ταξιδεύουμε ανεπιστρεπτί στο χρόνο· για ό,τι τέλος πάντων υπάρχει στον κόσμο και δεν το ξέρουμε. Τέλος, η Τζοϋσική μεταγραφή, το καθημερινό παράλογο της ύπαρξης».
Με τον καιρό περάσαμε σε τοπικό επίπεδο, με τους θεσμικούς νεολογισμούς μας, στη φαντασιακή σχεδόν «Κοζάνη πόλη του βιβλίου» (τώρα ακούω πως τα Γρεβενά θα ανακηρυχτούν πόλη των μανιταριών...), όταν πήραν τα πάνω τους όλα τα πιθανά κι απίθανα όνειρα κι έργα γύρω από τα βιβλία και τα γράμματα, σε βαθμό κορεσμού αλλά και δημιουργικής υπερεπάρκειας για όλους τους συμμέτοχους. Σε μια εκδήλωση για τον Ν. Κ., ο κ. Πάτροκλος Σταύρου, θετός υιός της γυναίκας του (ακόμα ελέγχει ασφυκτικά τις εκδόσεις των έργων του, όμως ασχολίαστες, απρολόγιστες, χωρίς κατατοπιστικές εισαγωγές, αφιλολόγητες κατά συνέπεια) προσπαθούσε να μεταβιβάσει μια σχεδόν εξ επαγγέλματος συγκίνηση, σ’ εμάς, στο ακροατήριο, που τον άκουγε σχεδόν ουδέτερα, με τη συνοδεία προσωπικών υλικών ενθυμημάτων του Ν. Κ. Μέχρι και μια μπλούζα είχε. Όμως δεν κράτησα από τότε τίποτε άλλο πλην τα πρόσωπα της διοργάνωσης: την φιλόλογο Ρίτσα Γκρτζμ., που διηύθυνε το όλον και τον αλήστου, αλίμονο, μνήμης Θεόδωρο Μμλδ., που διάβασε το προοίμιον της «Οδύσσειας» κι ύστερα, εκεί που στα καλά καθούμενα ζούσε, τον καλεσε εσπευσμένα κι αδόκήτα ο «τεντοκρούστης» στις τάξεις του.
Λίγο αργότερα μπλέξαμε με μια μονομελή παρέα Φίλων του Ν.Κ, στον κόσμο, μια πρόχειρη εντελώς οργάνωση με ακόμα πιο πρόχειρες δράσεις και μας παρέσυρε σε συνυπάρξεις το λιγότερο αδιάφορες. Όμως τότε, ευτυχώς, ανεφάνη στον τόπο μας μια μελέτη με θέμα: « Η γυναίκα ως «Αλλος» και η ιδανική γυναίκα στον «Τελευταίο πειρασμό». Ενας ιδιότυπος διάλογος του Ν. Καζαντζάκη με τον Freud και το κίνημα του φεμινισμού”, εκδ. Παρέμβαση, της φιλολόγου Αγνής Ππκστ, που έδωσε μια μικρή κίνηση στις ανύπαρκτες σπουδές για τον Κ. στον τόπο μας. Ο άστοχος συγχρωτισμός με την εταιρεία φίλων του συγγραφέα είχε ένα αντίβαρο φιλικό, επιστημονικό, δημιουργικό κι ενδιαφέρον με ανθρώπους και σχέσεις που ακόμα, σε κάθε ανακάτεμα της στάχτης του, αναζωπυρώνεται. Ετσι κάθε διοργάνωση για τον Ν. Κ. άφηνε πίσω της, σαν εκκρεμότητες, πρόσωπα στη ζωή και μνήμες προσώπων που υπήρξαν.
***
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, φέτος, βρεθήκαμε στο Βελβεντό για να δέσουμε τον Ν.Κ. με το χωριό τού ήρωα του (ας τον ονομάσουμε έτσι, αν και ήρωας είναι ο ίδιος ο συγγραφέας στο έργο) στο «Βίος και πολιτεία Αλέξη Ζορμπά», τον Γ. Ζορμπά, που σαν πρώτη ανθρώπινη ύλη καταγόταν από το Καταφύγι Πιερίων. Πάλι σε ανούσιο συγχρωτισμό με εκείνη τη μονομελή εταιρεία Φίλων του Ν. Κ. Πώς τα καταφέρνουν ορισμένοι με τις εξουσίες· πώς πείθουν τους ελάχιστα, περί αυτών, νοήμονες· πως τα καταφέρνουν οι καταφερτζήδες παντός καιρού και εμφανίζονται σε ρόλους και καταστάσεις πάντα που συνήθως νοθεύουν το θέμα αλλά πολλαπλασιάζουν το ίδιον όφελος ή το αδηφάγον έρμα τους; Αλλά τα θύματα δεν τελειώνουν ποτέ. Δεν τελειώνουμε ποτέ. Ο άνθρωπος -μιλάμε δι’ εαυτούς- είναι αδιόρθωτος, αδύναμος, ασήμαντος, μοιραίος, έρμαιος διαφόρων παθών άρα και λαθών όπως και υστεροβουλιών. Ημουνα μεν σε θέση ελεύθερη πλέον, αδύναμος όμως να αντισταθώ στις ένδον μου πιέσεις για την αναβίωση του χαμένου μου εγωτισμού. Ετσι ένιωσα εκείνη τη βραδιά κι ευτυχώς με άγριες φωνές κι απειλές απέφυγα το ακόμα χειρότερο, να περιβαλλόμαστε οι ομιλητές -το καραγκιόζ σκηνικό, ακόμα κι ημείς αυτοί οι άσημοι- από κρητικές βρακοφορούσες γλάστρες· γιατί, έλεγαν ότι, έτσι κάνουν στην Κρήτη με το συγγραφέα, όταν μιλούν γι αυτόν. Τι φρίκη, τι κακογουστιά τι μωρός τοπικισμός!
Ας γίνω λίγο πιο σαφής, με την εισαγωγική μου αναφορά, για τα πράγματα που καλούμασταν να διεξέλθουμε ή ό,τι εγώ νόμιζα ως δέον να επισημανθεί, έστω κι εντελώς έξω από το αναζητο-συζητούμενο θέμα, με το οποίο η τοπική διοίκηση αλλά και η ευρύτερη επένδυαν κάπως παρά το ανύπαρκτο, επί της ουσίας, πνευματικό του πράγματος. Μέχρι που λογάριαζαν να κάνουν μουσείο του Γ. Ζορμπά. Μουσείο ενθυμημάτων ενός λογοτεχνικού ήρωος. Άλλο και τούτο!
Ελεγα το λοιπόν:
«Μεταξύ Καταφυγίου και Βελβεντού, στο δρόμο που σήμερα τον ανεβαίνει με ιεραποστολική σχεδόν αφοσίωση ο δασολόγος Νικ. Κρτς -που έφαγε αυτά τα δάση με το κουταλάκι ή την δασονομική σφύρα για να κυριολεκτούμε - έζησε κάποια περίοδο, σε μια καλύβα που έχτιζαν για τους ξυλοκόπους οι ειδικοί επ’ αυτού, ένας Καταφυγιώτης άντρακλας, ξυλοκόπος, ερημίτης που έτρωγε κρέας μέχρι και μουλαριού. Δι’ αιτήσεώς του χρεώθηκε από το δασαρχείο έκταση για να την ξυλεύσει. Εστησε, δηλαδή, ένα αυτοσχέδιο υλοτομείο. Ηταν αριστερός, με ειδική πάντα επιθυμία κι ευχή να διαβάζουν οι άλλοι την ΑΥΓΗ ή τον Ριζοσπάστη, ποιος ξέρει, ανάλογα ποια Αριστερά θυμόταν: την προπολεμική ή μεταπολεμική. Μια δυό φορές πήρα κι εγώ αυτό το εξαίσιο μονοπάτι, βαρύθυμος, από Βελβενδού ως το Καταφύγι κι άκουσα την ιστορία. Σε πολλά του ο οιονεί ερημίτης, θύμιζε μια εκδοχή του Αλέξη Ζορμπά με τα μεταλλεία του, τα λατομεία κι ό,τι άλλο κι όπως κι εγώ τα έμαθα εν αναγνώσει ή σε κινηματογραφική εκτέλεση. Στις υπερβολές και στα ανύπαρκτα, δηλαδή, στοιχεία του βίου και της πολιτείας του. Ο Γ. Ζ. είναι γνωστό πως γεννήθηκε στο Καταφύγι, έζησε πέρα, δώθε, κείθε ένα πλάνητα βίο, του κάπως Οδυσσέα, του κάπως τυχοδιώκτη, πέθανε και ετάφη στα Σκόπια. Αλλά τώρα ακόμα ζει στην διαρκέστερη αθανασία που επιφυλάσσει –δυστυχώς, σε ελάχιστους μόνον θνητούς- η Ιστορία, μετά την ενχώματι φυσική απώλεια: στη διαρκή αιωνιότητα των γραμμάτων. Ο ήρωας -το ιδεατό πρότυπο για έναν βίο, όπως του Αλέξη Ζορμπά, που δεν θα μπορούσε ποτέ να ζήσει ο συγγραφέας Ν. Κ.- ήταν η υπαρκτή μορφή που είχε αυτή την προνομία να υπάρξει ως τέτοια γιατί έπεσε θύμα ευλογημένο μιας εκρηκτικής σκέψης. Δεν ξέρω αν το Καταφύγι έχει αναδείξει άλλους μεγάλους άνδρες στην ιστορία του πραγματικού. Ομως στον κόσμο της λογοτεχνίας, στον κόσμο του φαντασιακού, είναι μάνα γη ενός κορυφαίου ήρωα. Ο Γ. Ζορμπάς ως Αλέξης Ζ. είναι φυσικά κατασκεύασμα του Καζαντζάκη. Η πραγματικότητα δεν τον προικίζει με τα πραγματολογικά στοιχεία του μυθιστορήματος. Απλά σ’ αυτόν ο συγγραφέας έβαλε ό,τι ήθελε ο ίδιος να ζήσει, όπως το ήθελε, για να διακηρύξει παγκόσμια τη φιλοσοφία του· και ο οποίος ήρωας κατέληξε να γίνει κυρίως ταβέρνες και συρτάκι, τη συνοδεία «σουβλάκι με ή χωρίς πίτα».
Μια βέβηλη σκέψη μου ‘ρχεται κι ένας παραλληλισμός, τηρώντας πάντα τις αναλογίες· την επιτρέπω αφού το ‘φερε η μικρή μου διαπλοκή με τα σημερινά:
Μια ύπαρξη του μάταιου κόσμου (το ίδιο μάταιος και στο Μεσαίωνα όπως και σήμερα) που πέρασε στην αιωνιότητα ήταν και η Βεατρίκη, η θεϊκιά αγαπημένη στη «Θεία Κωμωδία», του Δάντη, την οποία μετέφρασε ο Ν. Κ. (Μόλις πέρσι μου χάρισαν την κανονική της έκδοση, και μάλιστα φερμένη από την Πρέβεζα, αλλά ούτε αυτήν ούτε τη φοιτητική κλεψίτυπη διάβασα παρά τις πολλαπλές ενάρξεις, αφού η μετάφραση του Γιώργη Κότσιρα, εκδ. Ζαχαρόπουλου, με κράτησε ως το τέλος της, όπως και τα ανεπανάληπτα αλλά ελάχιστα άσματά της, μεταφρασμένα από τον Γ. Κοροπούλη). Πέρασε η Βεατρίκη στην παγκόσμια γραμματεία και μάλιστα στις απαρχές της, μέσα από το έργο ενός μέγιστου. Ο Γιώργος-Αλέξης Ζορμπάς μένει στη μνήμη, έγινε κι αυτός ένας μη θνητός, μέσα από τα γραπτά του Ν.Κ. Ο γραπτός λόγος είναι μέχρι σήμερα το μόνο σίγουρο μέσον που δημιουργεί τις προϋποθέσεις μιας κάποιας μορφής αθανασίας για τα έλλογα και τ’ άλογα του σύμπαντος, μοναδικού και μοναχικού μας κόσμου. Επομένως, ο μικρός αυτός τόπος οφείλει στον Ν. Κ. ό,τι αυτός οφείλει στο γενεσιουργό ερέθισμά του, τον Γ. Ζορμπά. Οφειλές και οφειλέτες είναι σε μια συνάρτηση χρόνου και σχέσης πνευματικής πλέον, αδιάλυτη. Κι αυτό είναι λίαν ερεθιστικό πράγμα για το σήμερά μας, τουλάχιστον στο πεδίο της ηθικής, μερικής αλληλοαναγνώρισης σε εδαφικό επίπεδο και σε αντίθεση με τους μονοπωλούντες και ακυρώνοντες εν τινι λόγω τον Ν.Κ., Κρήτες πάσης φουρνιάς και παντός τόπου.
Ο Ν.Κ., συνολικά, είναι μια πολύ-πλαγκτη οντότητα ανάγνωσης (Ομηρική ή και Τζοϋσική) ανάλογα με τις ηλικίες, τις διαθέσεις, τους καιρούς και κατά πού γέρνει η ψυχή. Περισσότερο μένεις στην πρώτη και καθοριστική σου μαθητεία, τουλάχιστον στα μυθιστορήματά του. Δύσκολα θα επιστρέψεις στα κορυφαία του έργα, την «Οδύσσεια», ή στα άγνωστα θεατρικά, στα περίφημα Ταξιδιωτικά, στις δύσκολες μεταφράσεις όπως του Ομήρου και Δάντη, τα άγνωστα θεατρικά, αλλά και στις μικρές «Τερτσίνες» που με θέλγουν ορισμένως και σ’ αυτές θα σταθώ για λίγο. Απ’ όπου περνάς, όμως, βιώνεις μια πνευματική δοκιμασία, μια ανάβαση, ένα σκαλί για το παραπέρα.
Τερτσίνες είναι μεγάλα ποιήματα, ομοιοκατάληκτα, γραμμένα στα δαντικά μετρικά πρότυπα. Το βιβλίο, κοντά στις 180, σελίδες έχει 21 τραγούδια για τα οποία ο Ν. Κ. γράφει: «Στα τραγούδια ετούτα θα ‘θελα να μπορούσα να φανέρωνα την ταραχή και τη χαρά που μου δίνουν οι ψυχές που εθρέψαν την ψυχή μου.» Αυτόν τον ψυχοφάγο, με τον ακόρεστο πνευματικό καταπιόνα, αυτοί τον βύζαξαν, λέει, γράφει, το εννοεί, με την αγάπη, την άσκηση, την επιμονή, την αφιλοκέρδεια· «την αντοχή- κι όχι μονάχα την αντοχή παρά τον μισάνθρωπο, πασίχαρον έρωτα της μοναξιάς». Αυτής της μοναξιάς που λάτρεψε σαν θεότητα, πατρίδα της αξεδίψαστης ψυχής του· που τον βοήθησε να δημιουργήσει τα μεγάλα έργα. Οι ψυχοτροφοδότες του, όπως τους τραγουδά στις «Τερτσίνες» ήταν οι: Βούδας, Μωυσής, Χριστός, Μουχαμέτης, Λένιν, Δον Κιχώτης, Μέγας Αλέξανδρος, Τσιγκισχάνος, Χιντεγιόχη, Τόντα Ράμπα, Δάντης, Σαιξπήρος, Λεονάρντο, Γκρέκο, Νίτσε, Αγία Τερέζα, Ελένη, Ψυχάρης. Είναι ποιήματα που έχουν μια αυστηρότητα κλασικής φόρμας και σε συνδυασμό με τη ρωμαλέα έως εκρηκτική γλώσσα, γεμάτα καζαντζακικούς ιδιωματισμούς, σχηματισμούς άγριων και λυρικών λέξεων γίνονται καταφανώς απόμακρα και αποτρέπουν κάθε εύκολη κι ανέμελη προσέγγισή τους. Απαιτούν ιδιαίτερη προσήλωση κι αφοσίωση, για να σ’ αφήσουν κάτι από το μυστικό τους λόγο.
Μικρό δείγμα από την «Τερτσίνα» που είναι αφιερωμένη στον Αγγελο Σικελιανό:
37 Γυναίκα φιλαντρού, κερά και δούλα,
πηλέ θαματουργέ, βαθιά φρεγάδα,
και γιέ μου εσύ, γλυκιά της ζωής φωνούλα,
40 άσβεστη ιερή του αγώνα μας λαμπάδα,
χίλια καλώς στη γης σε βρήκα, γειά σου,
ζεστή μου χωματένια Αγια -Τριάδα!
43 Σαν τον κισσό στα φρένα μου αγκαλιάσου,
σφιχτοπερίπλοκή μου ορθή τερτσίνα!
Να κρεμαστούν στα στρουφιχτά κλαριά σου
46 άστρα οι καημοί, τα κρίματα σαν κρίνα,
βαρύ, δροσάτο ο Χάρος πορτοκάλι,
κι αδρό, χορταστικό σταφύλι η πείνα!
***
Η δυσανάλογα μεγάλη κουστωδία του Βελβεντού, αργά το βράδυ, κατέφυγε στο Μετόχι του δια τα συνήθη περαιτέρω εις υγείαν των όποιων κορόιδων. Σπονδή. Μέτοχος κι εγώ μιας ιστορίας, για την οποία στα μέσα μου κάπως ναυτιούσα αλλά, επιφανειακά ακολουθούσα σε όλα το …επιτραπέζιον πρόγραμμα. Δεν αντέδρασα εγκαίρως, επομένως είμαι και συμμέτοχος αυτών που τώρα θέλω να σαρκάσω.
Ας πρόσεχα.
Θανασης Κωσταβαρας
ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΩΣΤΑΒΑΡΑΣ
(1922 - Οκτώβριος 2007
ΤΑ ΦΑΝΕΡΑ ΚΑΙ ΤΑ ΚΡΥΦΑ ΤΕΚΜΗΡΙΑ ΤΗΣ ΩΡΑΙΟΤΗΤΑΣ
Τι όμορφη που είναι η Αγάπη μου.
Πόσο απλόχερα μοιράζει στον κόσμο τις χάρες της.
Στολίζει με τον ερωτά της τις μέρες μου.
Διαβάζω το πρόσωπο της
αποστηθίζω τα μάτια της
χάνομαι
στα νυχτερινά της μαλλιά.
Ξαφνικά και μόνο που την κοιτάζω παίρνω φωτιά, λαμπαδιάζω ολόκληρος.
Όλοι βέβαια το ξέρουν
πόσο όμορφη είναι η Αγάπη μου.
Όμως εγώ μόνο μπορώ να μετρήσω
όλη την ομορφιά της.
Εγώ μόνο ξέρω
πόσο ανεξάντλητος είναι ο μέσα της πλούτος.
Πόσο μοναδικά
είναι τα κρυφά της χαρίσματα.
Ένα δώρο για μένα είναι πάντα η Αγάπη μου.
Κι αν κάποτε με πληγώνει
αν ματώνει απ’ τα λόγια της η καρδιά μου
για το καλό μου το κάνει.
Γλυκά με κεντρίζει, η μέλισσα μου.
Ένα δώρο για μένα είσαι πάντα Αγάπη μου.
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ
Σαν το άνθος της βουκαμβίλιας
αέρινο
είναι το χάδι σου.
Και σαν του ροδιού τους σπόρους
αμέτρητα
τα χαρίσματα σου.
Κι όπως του ρυακιού το ανάβρυσμα
έτσι κυλάει η φωνή σου.
Καθώς μου τραγουδάει τα κελαρυστά
ρήματα της Αγάπης.
Μου περιγράφει τα φανταστικά ταξίδια
που μας έχει προγραμματίσει ο Έρωτας.
Τελικά, ένας ανθισμένος κήπος είσαι.
Μια όαση μέσα στην έρημο.
Με τα νερά, τα πουλιά
τα φιλιά και τα χάδια σου.
ΑΝΘΗ ΘΑΛΕΡΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
(Σε είχα δει πριν απ’ τον Έρωτα.
Σε είδα μέσα στα πλήθη που πλημμυρίζουν τους δρόμους.
Ήσουν απίστευτα όμορφη.
Ήσουν για μένα
μοναδική.
Και ήσουν κιόλας δική μου.
Κι ας μη με είχες φαντασθεί ως τότε ποτέ σου.
Ας ήταν χαμένα τα όνειρα σου.
Ας μην είχες ακούσει τα τραγούδια μου
που είχα γράψει για σένα.
Γιατί σε είχα ξεχωρίσει
πολύ πριν να συναντηθούμε.
Μέσα στους κήπους των παιδικών μου πόθων
εγώ ο ονειροπόλος κι εσύ η ονειρεμένη
σαν διαλεγμένοι από την καλή μας τη μοίρα
είχαμε ήδη
αγαπηθεί.
Έτσι όπως σε ονειρεύτηκα τότε
έτσι σε βλέπω και τώρα.
Κάτω απ’ τα φώτα της ανθισμένης ροδιάς
να μου χαμογελάς και να λάμπεις.
Να μου μιλάς τη γλώσσα που μιλούν οι μανόλιες
και που φωταυγούν τα χρυσάνθεμα.
Να μου στέλνεις με το θρόισμα των φύλλων της λεύκας
τρυφερές υποσχέσεις για τις αυριανές συναντήσεις μας.
Είσαι όπως πάντα, ασύγκριτα ωραία.
Μέσα στον πολύφθογγο κήπο του Έρωτα
σκορπίζεις το άρωμα σου.
Σαν άνθος η ομορφιά σου στολίζει τον κόσμο.
Σαν άνθος που ξεχωρίζει
σε φροντίζει η Αγάπη μου.
ΜΟΝΟΝ Ο ΥΠΝΟΣ
Μόνον ο ύπνος σε παίρνει από κοντά μου.
Ο ύπνος σου.
Σε φέρνει σε άλλους δρόμους.
Κι εσύ γλιστράς αθόρυβα.
Με ιστορίες παράξενες κινάς και ταξιδεύεις.
Σε ξεχασμένους θρύλους χάνεσαι.
Και σε τοπία ερημικά ξεχνιέσαι αποστηθίζοντας
αρχαία ερωτικά ποιήματα.
Κλείνεις σε σχήματα θαμπά, γνωστά κι άγνωστα
πρόσωπα.
Στέλνεις μ’ αυτά μηνύματα αινιγματικά.
Μόνον ο ύπνος σε παίρνει από κοντά μου.
Ο ύπνος σου.
Άδεια και φοβισμένη μένει η καρδιά μου.
Τις ώρες που η άγρια μοναξιά
αφήνει λυτά τα σκυλιά της ξοπίσω μου.
Έρημοι οι δρόμοι που περπατήσαμε.
Σκοτεινιάζουν τ’ αστέρια. Και τα πουλιά
κουρνιάζουν βουβά και λυπημένα στον κήπο μου.
Μόνον ο ύπνος σου σε παίρνει από κοντά μου.
Κι η μόνη μου πάντα παρηγοριά
είναι πως θα συναντηθούμε αύριο πάλι.
Γι’ ακόμα μια φορά θα μου χαρίσεις τα μάτια σου.
Θα μου μιλήσεις για την Αγάπη.
Όλη τη μέρα θα είσαι δικιά μου.
Κι η αγκαλιά μου
θα είναι μια ζεστή φωλιά.
Να φωλιάζεις με τα φτερωτά σου λόγια.
Και τα κελαηδιστά τραγούδια σου.
Ώσπου να σε πάρει πάλι ο ύπνος.
Αυτός: ο λατρεμένος μάγος της νύχτας.
Ο μοναδικός μου αντίζηλος.
ΟΠΩΣ ΕΝΑ ΠΟΤΑΜΙ
στην απόλυτη σιωπή ακόμα
ακούω το σώμα σου.
Και κάτω από του φεγγαριού το αράγιστο σελάγισμα
και στ’ άγρια ουρλιαχτά μιας καταιγίδας
εγώ αφουγκράζομαι το τρίξιμο της σάρκας.
Μέσα από τα κρυφά της ρίγη
μαθαίνω τα μυστικά σου.
Τα μυστικά του κόσμου που μου τα εμπιστεύεσαι.
Σαν το νεράκι που κυλάει ανάμεσα
στα χόρτα και τις πέτρες.
Ημερεύοντας τ’ αγρίμια του δάσους
που κατεβαίνουν να ξεδιψάσουν.
Φαντασμαγορικά νερά πετάγονται απ’ τα χείλη σου.
Άσπρα λιοντάρια και γαλάζιοι πάνθηρες
παίζουν στα όνειρα σου.
Και τα φιλιά σου
ένα απέραντο λιβάδι με παπαρούνες στο λιόγερμα.
Ένα ποτάμι είσαι τελικά.
Που κατεβαίνει απ’ τα βουνά.
Χαρίζοντας δροσιά και βλάστηση
στους αναμμένους κάμπους.
ΟΜΩΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ ΠΕΡΝΑΕΙ ΠΑΝΤΑ Ο ΕΡΩΤΑΣ
Έτσι όπως περνάει ένας αέρας μέσα από τα μαλλιά σου
κι εσύ σηκώνεις το χέρι.
Και ξέρεις πως κάποιος σου μίλησε.
Σού είπε για τα όνειρα που ταξιδεύουν τον άνθρωπο.
Για τα πουλιά που συνεχίζουν το τραγούδι, στον ύπνο
τους.
Όμως ποιος έχει περάσει
τα σκιερά μονοπάτια του αισθήματος;
Ποιος έχει ζήσει τα σκοτεινά του χαράματα;
Δεν ξέρεις βέβαια από πού έρχεται αυτό το γκρίζο
σύννεφο
που αγγίζει το πρόσωπο σου.
Που αλλάζει φθόγγους και χρώματα.
Που φεύγοντας αφήνει ένα περιβολάκι
με κάποια τρελά χελιδόνια στον ίσκιο του.
Δεν ξέρεις.
Σκέφτομαι τώρα πόσες φορές πέρασες πλάι μου
δίχως να με προσέξεις.
Πόσες νύχτες ξαγρύπνησα κάτω απ’ τα κλειστά όνειρα
σου
χωρίς να το νιώσεις.
Κι ούτε ποτέ θα πιστέψεις
πόσο πολύ σ’ αγάπησα.
Πόσο παθιασμένα σου δόθηκα.
Πόσο βαθιά ωρίμασα
δυστυχώντας, για σένα.
ΜΟΝΟ ΜΕ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΙΣΤΟΡΕΙΤΑΙ Ο ΑΓΡΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
Αν με ρωτήσουν γιατί τόσο πολύ σ’ αγάπησα
τόσο πολύ σε πόθησα και πόνεσα για σένα
δε θα μπορέσω ν’ απαντήσω.
Μόνο θα δείξω τους στίχους μου.
Αφού μόνο με το τραγούδι μπορεί ν’ ακούσει κανένας
του πουλιού το ραγισμένο κελάηδισμα.
Να νιώσει τη μοναξιά και τη θλίψη του
έξω από την Αγάπη.
Γιατί αυτός που έχει διασχίσει τη φοβερή έρημο της
αγρύπνιας
αυτός που επέζησε μέσα από την απόγνωση
αυτός που μια ζωή ολόκληρη έλιωσε περιμένοντας
δεν έχει λόγια να μιλήσει.
Να πει πώς λουλουδίζει η ψυχή του ανθρώπου κάποτε.
Να περιγράψει τη στιγμή
την τρομερή στιγμή που βγαίνοντας
από σκληρή πολύχρονη μάχη
δε σκέφτεται τίποτε άλλο
παρά μόνο το ταίρι του.
Αυτός μόνο να κλάψει•
μόνο να ουρλιάξει και να τραγουδήσει μπορεί.
Πάνω στο νήμα του θανάτου ακροβατεί ο σημαδεμένος.
Μέσα απ’ τα όνειρα του προχωρεί.
Και μόνο η καρδιά του κατορθώνει και ιστορεί το φόβο
του.
Μόνο η καρδιά του τραγουδάει τον άγριο Έρωτα του.
ΜΟΝΟ ΜΕ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΣΟΥ
Μόνο με την Αγάπη σου
μπορώ να επιζήσω.
Να μη χαθώ μέσα στο μαύρο δάσος.
Ν’ αψηφήσω τον άγριο σκύλο
που μ’ ακολουθεί σα’ να ‘ναι ο ίσκιος μου.
Μόνο με την Αγάπη σου.
Να χτίσω ένα άλλο πρόσωπο.
Να γίνω πάλι ένα μικρό αγόρι.
Αθώο σαν το τρεχούμενο νερό.
Και να γνωρίζω τον κόσμο
μ’ ένα καινούργιο θάμπωμα.
Μόνο με την Αγάπη σου
μπορώ να λέω τραγούδια από άλλους, άγνωστους
τόπους.
Να γίνομαι ένας γρύλος άγρυπνος·
και να κεντώ τ’ όνομα σου, με στίχους αέρινους.
Να μιλώ μόνο για σένα.
Να σε καλημερίζω μ’ έναν φοβισμένο κορυδαλλό
κρυμμένον στο στήθος μου·
και να μου αποκρίνεσαι μ’ ένα ξεχασμένο μου ποίημα.
Μόνο για την Αγάπη σου.
Μπορώ να περνάω την κάθε μου μέρα
απαγγέλλοντας τους πικρούς στεναγμούς
και αγιογραφώντας τους αίνους
απ’ το μέγα θαύμα του Έρωτα.
Να σου λέω τέλος καληνύχτα
και να με παίρνεις μαζί σου, στον ύπνο σου.
Για να με σεργιανίσεις μεθυσμένον
στα μαγεμένα σου όνειρα.
Μόνο με και για την Αγάπη σου
μπορώ να γίνομαι όλο και πιο ανθρώπινος.
Να φαίνομαι όλο και λιγότερο λυπημένος.
(1922 - Οκτώβριος 2007
ΤΑ ΦΑΝΕΡΑ ΚΑΙ ΤΑ ΚΡΥΦΑ ΤΕΚΜΗΡΙΑ ΤΗΣ ΩΡΑΙΟΤΗΤΑΣ
Τι όμορφη που είναι η Αγάπη μου.
Πόσο απλόχερα μοιράζει στον κόσμο τις χάρες της.
Στολίζει με τον ερωτά της τις μέρες μου.
Διαβάζω το πρόσωπο της
αποστηθίζω τα μάτια της
χάνομαι
στα νυχτερινά της μαλλιά.
Ξαφνικά και μόνο που την κοιτάζω παίρνω φωτιά, λαμπαδιάζω ολόκληρος.
Όλοι βέβαια το ξέρουν
πόσο όμορφη είναι η Αγάπη μου.
Όμως εγώ μόνο μπορώ να μετρήσω
όλη την ομορφιά της.
Εγώ μόνο ξέρω
πόσο ανεξάντλητος είναι ο μέσα της πλούτος.
Πόσο μοναδικά
είναι τα κρυφά της χαρίσματα.
Ένα δώρο για μένα είναι πάντα η Αγάπη μου.
Κι αν κάποτε με πληγώνει
αν ματώνει απ’ τα λόγια της η καρδιά μου
για το καλό μου το κάνει.
Γλυκά με κεντρίζει, η μέλισσα μου.
Ένα δώρο για μένα είσαι πάντα Αγάπη μου.
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ
Σαν το άνθος της βουκαμβίλιας
αέρινο
είναι το χάδι σου.
Και σαν του ροδιού τους σπόρους
αμέτρητα
τα χαρίσματα σου.
Κι όπως του ρυακιού το ανάβρυσμα
έτσι κυλάει η φωνή σου.
Καθώς μου τραγουδάει τα κελαρυστά
ρήματα της Αγάπης.
Μου περιγράφει τα φανταστικά ταξίδια
που μας έχει προγραμματίσει ο Έρωτας.
Τελικά, ένας ανθισμένος κήπος είσαι.
Μια όαση μέσα στην έρημο.
Με τα νερά, τα πουλιά
τα φιλιά και τα χάδια σου.
ΑΝΘΗ ΘΑΛΕΡΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
(Σε είχα δει πριν απ’ τον Έρωτα.
Σε είδα μέσα στα πλήθη που πλημμυρίζουν τους δρόμους.
Ήσουν απίστευτα όμορφη.
Ήσουν για μένα
μοναδική.
Και ήσουν κιόλας δική μου.
Κι ας μη με είχες φαντασθεί ως τότε ποτέ σου.
Ας ήταν χαμένα τα όνειρα σου.
Ας μην είχες ακούσει τα τραγούδια μου
που είχα γράψει για σένα.
Γιατί σε είχα ξεχωρίσει
πολύ πριν να συναντηθούμε.
Μέσα στους κήπους των παιδικών μου πόθων
εγώ ο ονειροπόλος κι εσύ η ονειρεμένη
σαν διαλεγμένοι από την καλή μας τη μοίρα
είχαμε ήδη
αγαπηθεί.
Έτσι όπως σε ονειρεύτηκα τότε
έτσι σε βλέπω και τώρα.
Κάτω απ’ τα φώτα της ανθισμένης ροδιάς
να μου χαμογελάς και να λάμπεις.
Να μου μιλάς τη γλώσσα που μιλούν οι μανόλιες
και που φωταυγούν τα χρυσάνθεμα.
Να μου στέλνεις με το θρόισμα των φύλλων της λεύκας
τρυφερές υποσχέσεις για τις αυριανές συναντήσεις μας.
Είσαι όπως πάντα, ασύγκριτα ωραία.
Μέσα στον πολύφθογγο κήπο του Έρωτα
σκορπίζεις το άρωμα σου.
Σαν άνθος η ομορφιά σου στολίζει τον κόσμο.
Σαν άνθος που ξεχωρίζει
σε φροντίζει η Αγάπη μου.
ΜΟΝΟΝ Ο ΥΠΝΟΣ
Μόνον ο ύπνος σε παίρνει από κοντά μου.
Ο ύπνος σου.
Σε φέρνει σε άλλους δρόμους.
Κι εσύ γλιστράς αθόρυβα.
Με ιστορίες παράξενες κινάς και ταξιδεύεις.
Σε ξεχασμένους θρύλους χάνεσαι.
Και σε τοπία ερημικά ξεχνιέσαι αποστηθίζοντας
αρχαία ερωτικά ποιήματα.
Κλείνεις σε σχήματα θαμπά, γνωστά κι άγνωστα
πρόσωπα.
Στέλνεις μ’ αυτά μηνύματα αινιγματικά.
Μόνον ο ύπνος σε παίρνει από κοντά μου.
Ο ύπνος σου.
Άδεια και φοβισμένη μένει η καρδιά μου.
Τις ώρες που η άγρια μοναξιά
αφήνει λυτά τα σκυλιά της ξοπίσω μου.
Έρημοι οι δρόμοι που περπατήσαμε.
Σκοτεινιάζουν τ’ αστέρια. Και τα πουλιά
κουρνιάζουν βουβά και λυπημένα στον κήπο μου.
Μόνον ο ύπνος σου σε παίρνει από κοντά μου.
Κι η μόνη μου πάντα παρηγοριά
είναι πως θα συναντηθούμε αύριο πάλι.
Γι’ ακόμα μια φορά θα μου χαρίσεις τα μάτια σου.
Θα μου μιλήσεις για την Αγάπη.
Όλη τη μέρα θα είσαι δικιά μου.
Κι η αγκαλιά μου
θα είναι μια ζεστή φωλιά.
Να φωλιάζεις με τα φτερωτά σου λόγια.
Και τα κελαηδιστά τραγούδια σου.
Ώσπου να σε πάρει πάλι ο ύπνος.
Αυτός: ο λατρεμένος μάγος της νύχτας.
Ο μοναδικός μου αντίζηλος.
ΟΠΩΣ ΕΝΑ ΠΟΤΑΜΙ
στην απόλυτη σιωπή ακόμα
ακούω το σώμα σου.
Και κάτω από του φεγγαριού το αράγιστο σελάγισμα
και στ’ άγρια ουρλιαχτά μιας καταιγίδας
εγώ αφουγκράζομαι το τρίξιμο της σάρκας.
Μέσα από τα κρυφά της ρίγη
μαθαίνω τα μυστικά σου.
Τα μυστικά του κόσμου που μου τα εμπιστεύεσαι.
Σαν το νεράκι που κυλάει ανάμεσα
στα χόρτα και τις πέτρες.
Ημερεύοντας τ’ αγρίμια του δάσους
που κατεβαίνουν να ξεδιψάσουν.
Φαντασμαγορικά νερά πετάγονται απ’ τα χείλη σου.
Άσπρα λιοντάρια και γαλάζιοι πάνθηρες
παίζουν στα όνειρα σου.
Και τα φιλιά σου
ένα απέραντο λιβάδι με παπαρούνες στο λιόγερμα.
Ένα ποτάμι είσαι τελικά.
Που κατεβαίνει απ’ τα βουνά.
Χαρίζοντας δροσιά και βλάστηση
στους αναμμένους κάμπους.
ΟΜΩΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ ΠΕΡΝΑΕΙ ΠΑΝΤΑ Ο ΕΡΩΤΑΣ
Έτσι όπως περνάει ένας αέρας μέσα από τα μαλλιά σου
κι εσύ σηκώνεις το χέρι.
Και ξέρεις πως κάποιος σου μίλησε.
Σού είπε για τα όνειρα που ταξιδεύουν τον άνθρωπο.
Για τα πουλιά που συνεχίζουν το τραγούδι, στον ύπνο
τους.
Όμως ποιος έχει περάσει
τα σκιερά μονοπάτια του αισθήματος;
Ποιος έχει ζήσει τα σκοτεινά του χαράματα;
Δεν ξέρεις βέβαια από πού έρχεται αυτό το γκρίζο
σύννεφο
που αγγίζει το πρόσωπο σου.
Που αλλάζει φθόγγους και χρώματα.
Που φεύγοντας αφήνει ένα περιβολάκι
με κάποια τρελά χελιδόνια στον ίσκιο του.
Δεν ξέρεις.
Σκέφτομαι τώρα πόσες φορές πέρασες πλάι μου
δίχως να με προσέξεις.
Πόσες νύχτες ξαγρύπνησα κάτω απ’ τα κλειστά όνειρα
σου
χωρίς να το νιώσεις.
Κι ούτε ποτέ θα πιστέψεις
πόσο πολύ σ’ αγάπησα.
Πόσο παθιασμένα σου δόθηκα.
Πόσο βαθιά ωρίμασα
δυστυχώντας, για σένα.
ΜΟΝΟ ΜΕ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΙΣΤΟΡΕΙΤΑΙ Ο ΑΓΡΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
Αν με ρωτήσουν γιατί τόσο πολύ σ’ αγάπησα
τόσο πολύ σε πόθησα και πόνεσα για σένα
δε θα μπορέσω ν’ απαντήσω.
Μόνο θα δείξω τους στίχους μου.
Αφού μόνο με το τραγούδι μπορεί ν’ ακούσει κανένας
του πουλιού το ραγισμένο κελάηδισμα.
Να νιώσει τη μοναξιά και τη θλίψη του
έξω από την Αγάπη.
Γιατί αυτός που έχει διασχίσει τη φοβερή έρημο της
αγρύπνιας
αυτός που επέζησε μέσα από την απόγνωση
αυτός που μια ζωή ολόκληρη έλιωσε περιμένοντας
δεν έχει λόγια να μιλήσει.
Να πει πώς λουλουδίζει η ψυχή του ανθρώπου κάποτε.
Να περιγράψει τη στιγμή
την τρομερή στιγμή που βγαίνοντας
από σκληρή πολύχρονη μάχη
δε σκέφτεται τίποτε άλλο
παρά μόνο το ταίρι του.
Αυτός μόνο να κλάψει•
μόνο να ουρλιάξει και να τραγουδήσει μπορεί.
Πάνω στο νήμα του θανάτου ακροβατεί ο σημαδεμένος.
Μέσα απ’ τα όνειρα του προχωρεί.
Και μόνο η καρδιά του κατορθώνει και ιστορεί το φόβο
του.
Μόνο η καρδιά του τραγουδάει τον άγριο Έρωτα του.
ΜΟΝΟ ΜΕ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΣΟΥ
Μόνο με την Αγάπη σου
μπορώ να επιζήσω.
Να μη χαθώ μέσα στο μαύρο δάσος.
Ν’ αψηφήσω τον άγριο σκύλο
που μ’ ακολουθεί σα’ να ‘ναι ο ίσκιος μου.
Μόνο με την Αγάπη σου.
Να χτίσω ένα άλλο πρόσωπο.
Να γίνω πάλι ένα μικρό αγόρι.
Αθώο σαν το τρεχούμενο νερό.
Και να γνωρίζω τον κόσμο
μ’ ένα καινούργιο θάμπωμα.
Μόνο με την Αγάπη σου
μπορώ να λέω τραγούδια από άλλους, άγνωστους
τόπους.
Να γίνομαι ένας γρύλος άγρυπνος·
και να κεντώ τ’ όνομα σου, με στίχους αέρινους.
Να μιλώ μόνο για σένα.
Να σε καλημερίζω μ’ έναν φοβισμένο κορυδαλλό
κρυμμένον στο στήθος μου·
και να μου αποκρίνεσαι μ’ ένα ξεχασμένο μου ποίημα.
Μόνο για την Αγάπη σου.
Μπορώ να περνάω την κάθε μου μέρα
απαγγέλλοντας τους πικρούς στεναγμούς
και αγιογραφώντας τους αίνους
απ’ το μέγα θαύμα του Έρωτα.
Να σου λέω τέλος καληνύχτα
και να με παίρνεις μαζί σου, στον ύπνο σου.
Για να με σεργιανίσεις μεθυσμένον
στα μαγεμένα σου όνειρα.
Μόνο με και για την Αγάπη σου
μπορώ να γίνομαι όλο και πιο ανθρώπινος.
Να φαίνομαι όλο και λιγότερο λυπημένος.
Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2007
ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΓΚΑΡΗΣ
«Ανένδοτοι Ηλιοι»
εκδ. Καστανιώτη
ΚΩΜΟΣ
Ας ανοίξουμε το παράθυρο
Οι μνήμες της θάλασσας περιφέρονται με τον άνεμο
Τρίζουν τα πλεούμενα.
Προσαράζουν στη στεριά, γέρνουν στο πλάι
κι αποκοιμιούνται.
Ας ανοίξουμε το παράθυρο.
Ρινίσματα στο πρόσωπο του καραβιού
δεισιδαίμονες ήχοι,
δεν είναι τ’ αγκομαχητά των σκαριών,
δεν είναι το σ’ αγαπώ του νερού στα βότσαλα,
δεν είναι ο κόμπος στο λαιμό του φεγγαριού.
Ας ανοίξουμε το παράθυρο.
Οι μνήμες της θάλασσας περιφέρονται με τον άνεμο.
Σκιρτά το δελφίνι, τανύζεται, στρέφει το κορμάκι του κρώζουν οι φώκιες,
κρώζει κι ο γλάρος παραστάτης·
το στήθος του πόντου πονά
σα μπουμπούκι κομποδεμένο πριν σκάσει,
τρέμουν τ’ άνθη στο βυθό, λικνίζονται,
ξεπλέκουν τα μαλλιά τους, χουρχουρίζουν στην άμμο.
Ας ανοίξουμε το παράθυρο.
Οι μνήμες της θάλασσας περιφέρονται με τον άνεμο.
Περιφέρονται σαν ωραίες γυναίκες που χήρεψαν
και κάτω απ’ τα μαύρα ρούχα τους βουίζει η ζωή.
Βρυχάται. Σα τίγρης.
Ο μαϊστρος λαγγεύει
Ο φλόκος θροϊζει άγνωστες λέξεις
Ορτσα το πανάκι συλλέγει ψιθύρους
Ποια αρμύρα μαραίνει το αμάραντο της αγάπης.
Ας ανοίξουμε το παράθυρο.
Οι μνήμες της θάλασσας περιφέρονται
με τη μνήμη σου.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Ημουν λυπημένος σαν τα μάτια του σκύλου ή
καμιά φορά ξυπνάς τόσο άδειος
που σε καταλαμβάνουν μαύρες σκέψεις
όπως ν’ ανακαλύψεις το εμβόλιο της μοναξιάς
κοιτώντας αφηρημένα στην προκυμαία,
ή χαζεύοντας σε μια αποβάθρα
περιμένεις μια απάντηση
αν θα σε δεχθούν στον Παράδεισο ή τι να βλέπουν τα ψάρια
-έστω μια ιστορία με συναρπαστικές εκκρεμότητες-
Αφηνα λοιπόν τον χαρταετό μου στο εικονοστάσι
για να πάψει να ‘ναι τόσο σκυθρωπό ή
για να ‘χουν οι άγιοι μιαν οδό προς τον ουρανό και
την Καθαρή τους Δευτέρα.
Θυμάμαι, μικρός, ρωτούσαμε πότε θα γυρίσουν τα χελιδόνια
τόσο αγαπούσαμε την άνοιξη,
μάλλον περιμέναμε απίθανες διηγήσεις.
Δίναμε στα χελιδόνια ονόματα,
φυλάγαμε σκιές στις φωλιές τους
κι αυτά μας χαιρετούσαν
καθισμένα στα σύρμα ου ηλεκτρικού
σα νότες στο πεντάγραμμο
μιας μουσικής που μόνο τα παιδιά μπορούν
να διαβάσουν.
ΕΞΟΔΟΣ
Μυριάδες ετοιμοθάνατα διότι
για ένα
εφτάψυχο
γιατί
ΤΟΠΙΟ ΤΕΛΟΥΣ
Κι όπως έλεγε η μικρούλα Νεφέλη
στο γιαλό της Ανάφης
-δαίμων αποκαλυπτικός της αειπαρθένου ενοράσεως
ότι εκεί μόνον Μεγάλη Ιέρεια η θλίψη
οργιάζει χρησμοδοτώντας-
“οι βάρκες αποχαιρετούν το πλοίο.
η νύχτα έπεσε”
«Ανένδοτοι Ηλιοι»
εκδ. Καστανιώτη
ΚΩΜΟΣ
Ας ανοίξουμε το παράθυρο
Οι μνήμες της θάλασσας περιφέρονται με τον άνεμο
Τρίζουν τα πλεούμενα.
Προσαράζουν στη στεριά, γέρνουν στο πλάι
κι αποκοιμιούνται.
Ας ανοίξουμε το παράθυρο.
Ρινίσματα στο πρόσωπο του καραβιού
δεισιδαίμονες ήχοι,
δεν είναι τ’ αγκομαχητά των σκαριών,
δεν είναι το σ’ αγαπώ του νερού στα βότσαλα,
δεν είναι ο κόμπος στο λαιμό του φεγγαριού.
Ας ανοίξουμε το παράθυρο.
Οι μνήμες της θάλασσας περιφέρονται με τον άνεμο.
Σκιρτά το δελφίνι, τανύζεται, στρέφει το κορμάκι του κρώζουν οι φώκιες,
κρώζει κι ο γλάρος παραστάτης·
το στήθος του πόντου πονά
σα μπουμπούκι κομποδεμένο πριν σκάσει,
τρέμουν τ’ άνθη στο βυθό, λικνίζονται,
ξεπλέκουν τα μαλλιά τους, χουρχουρίζουν στην άμμο.
Ας ανοίξουμε το παράθυρο.
Οι μνήμες της θάλασσας περιφέρονται με τον άνεμο.
Περιφέρονται σαν ωραίες γυναίκες που χήρεψαν
και κάτω απ’ τα μαύρα ρούχα τους βουίζει η ζωή.
Βρυχάται. Σα τίγρης.
Ο μαϊστρος λαγγεύει
Ο φλόκος θροϊζει άγνωστες λέξεις
Ορτσα το πανάκι συλλέγει ψιθύρους
Ποια αρμύρα μαραίνει το αμάραντο της αγάπης.
Ας ανοίξουμε το παράθυρο.
Οι μνήμες της θάλασσας περιφέρονται
με τη μνήμη σου.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Ημουν λυπημένος σαν τα μάτια του σκύλου ή
καμιά φορά ξυπνάς τόσο άδειος
που σε καταλαμβάνουν μαύρες σκέψεις
όπως ν’ ανακαλύψεις το εμβόλιο της μοναξιάς
κοιτώντας αφηρημένα στην προκυμαία,
ή χαζεύοντας σε μια αποβάθρα
περιμένεις μια απάντηση
αν θα σε δεχθούν στον Παράδεισο ή τι να βλέπουν τα ψάρια
-έστω μια ιστορία με συναρπαστικές εκκρεμότητες-
Αφηνα λοιπόν τον χαρταετό μου στο εικονοστάσι
για να πάψει να ‘ναι τόσο σκυθρωπό ή
για να ‘χουν οι άγιοι μιαν οδό προς τον ουρανό και
την Καθαρή τους Δευτέρα.
Θυμάμαι, μικρός, ρωτούσαμε πότε θα γυρίσουν τα χελιδόνια
τόσο αγαπούσαμε την άνοιξη,
μάλλον περιμέναμε απίθανες διηγήσεις.
Δίναμε στα χελιδόνια ονόματα,
φυλάγαμε σκιές στις φωλιές τους
κι αυτά μας χαιρετούσαν
καθισμένα στα σύρμα ου ηλεκτρικού
σα νότες στο πεντάγραμμο
μιας μουσικής που μόνο τα παιδιά μπορούν
να διαβάσουν.
ΕΞΟΔΟΣ
Μυριάδες ετοιμοθάνατα διότι
για ένα
εφτάψυχο
γιατί
ΤΟΠΙΟ ΤΕΛΟΥΣ
Κι όπως έλεγε η μικρούλα Νεφέλη
στο γιαλό της Ανάφης
-δαίμων αποκαλυπτικός της αειπαρθένου ενοράσεως
ότι εκεί μόνον Μεγάλη Ιέρεια η θλίψη
οργιάζει χρησμοδοτώντας-
“οι βάρκες αποχαιρετούν το πλοίο.
η νύχτα έπεσε”
«Η παρέα του Τσιτσάνη» και η παρέα με τον ποιητή
Ντ. Χριστιανόπουλο στην Κοζάνη
Του Β. Π. Καραγιάννη
Πρωί του Σαββάτου της 18ης Αυγούστου, μνήμη μιας ποικιλίας οσίων και μαρτύρων όπως: Φλώρου, Λαύρου, Ερμού, Λέοντος, Δημητρίου, Αρσενίου, και μόλις που είχαν προκηρυχτεί οι εκλογές του «νωπού», εθνικού, πολιτικού λόγου, δηλονότι της καταρτίσεως του εθνικού προϋπολογισμού· κι ήταν τόσο σοβαρός που ο ακόμα πιο σοβαρός πρόεδρος της κανονικής μας νεο-Δημοκρατίας δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί σ’ αυτήν την αδήριτη πολιτική καθημερινότητα! Ετσι πήγαμε σε βιαστικές εκλογές κι ήρθαμε ήδη απ’ αυτές και στα ίσια μας, με νέα κυβέρνηση επί τω αυτώ αλλά συρρικνομένω, με δια-τρανταγμένη τη μεγάλη αντιπολίτευση· την δε αμέσως επόμενη με την αναπεπταμένη σε δύο ανισοϋψή ιστία, αριστερή διάθεση τρόπου και λόγου, και με άδηλο το αύριο, αν θα είναι όσο το θέρος που πέρασε καυτό.
Ομως τούτη τη φορά κάπως:
«Τα πρόβατα απήργησαν
ζητούν καλύτερες συνθήκες σφαγής». (Ντ. Χριστιανόπουλος)
Μεσημέρι της αυτής ημέρας. Τους βρήκα όλους, τα μέλη δηλαδή της ολιγομελούς «Παρέας του Τσιτσάνη» να μη βολεύονται εξωτερικά με τη γνωστή ανθρώπινη πανίδα του χώρου· φαίνονταν από μακριά ότι είναι από αλλού· έχουν στα πρόσωπα και στα σώματα εκείνη την αίσθηση που δεν ισορροπεί με το συνηθισμένο περιβάλλον. Περίμεναν μπροστά στην εμπορική τράπεζα, έναρξη του πεζόδρομου επί της κεντρικής οδού Ειρήνης, που τη λέμε κι εμείς αυτά τα χρόνια, μετά από τις τόσες ονοματοθεσίες της.
«στην οδό Ειρήνης
ήταν μπαγιάτικο το ραβανί
«εδώ μονάχα τ’ αγγουράκια είναι φρέσκα»
είπε ο Τέρης-άλλωστε
γι αυτό τριγυρνούσαμε εκεί».
(Ντ.Χρστν.)
Παρατηρούσαν ουδέτερα μια πόλη η οποία στην αυγουστιάτικη ημιαργία της, ετοιμάζονταν να υποστεί την έλξη των «μερομηνιών» –με το παλιό, δηλαδή τον φυσιολογικό καιρό, ήταν ημέρα Ιανουάριος- επομένως η καιρική πρόληψη για την ενιαύσια πρόβλεψη, το έδειχνε πως ο καιρός το βράδυ θα χαλάσει, αλλά η ακηδία μας, φυσικά, να μη το παίρνει υπόψιν.
Τα παρακείμενα της πλατείας καφενεία στη σκιά όλων των τρόπων είτε στη φυσική εκδοχή από τις φλαμουριές του «ΒΟ» είτε από τις τέντες του ανακαινισθέντος ξενοδοχείου «Ερμιόνιον» (τα τραπεζάκια τους σαν την έρημο εισχωρούν και καταλαμβάνουν τον ελεύθερο χώρο της πλατείας), συμμαζεύουν όλη την άρχουσα, μόνιμη αργοσχολία της πόλης, αλλά και την ημερήσια, πεινασμένη για έξοδο, ύπαρξη και συναλλαγή λόγω και έργω, μερίδα και μαρίδα της. Πίνουν καφέδες κι αναψυκτικά επί το πλείστον. Η πόλη αυτή που έχει παλιό όνομα, έχει εμφανώς βελτιώσει το πρόσωπό της, με τις νεοφανείς κτιριακές ανακαινίσεις, αλλά και τις βελτιώσεις στους δρόμους και τα πεζοδρόμιά της. Κυρίως όμως με τις επί αυτών, καθημερινές ανθρώπινες συνυπάρξεις, που καθώς αναζητά ο ένας τον άλλο, διατελούν σε μια αγαπητική, φιλική ή ερωτική, ένδον αμηχανία, ενώπιος ενώπιο μέσα στο πλήθος, ή χάνονται στις αναπολήσεις· και τότε το σκηνικό εμφανώς ερωτικο-ωραιοποιείται. Ακόμα κι η μοναξιά του ενός και οι αδιέξοδες αναζητήσεις του στα άδεια κελύφη του νου, έχει μια δόση αξιοπρεπούς μελαγχολίας.
«Οταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι
ο νους μου πάει στους τσαλακωμένους
σ’ αυτούς που ώρες στέκονται σε μια ουρά,
έξω από μια πόρτα ή μπροστά σ’ έναν υπάλληλο,
κι εκλιπαρούν με μια αίτηση στο χέρι
για μια υπογραφή, για μια ψευτοσύνταξη.
Οταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι,
γίνομαι ένα με τους τσακισμένους.»
(Ντ. Χριστιανόπουλου, «Οταν σε περιμένω»)
Ετσι «Η παρέα του Τσιτσάνη», πλην των άλλων, έφερε και την παράπλευρη ωφέλεια την ολιγόωρη παρέα με τον ποιητή τώρα κι άνθρωπο πάντα, Ντ. Χριστιανόπουλο. Η ακατάσχετη μη σιωπή του, που τη διακρίνει η ευθύβολη, αδέσμευτη κι αφανάτιστη (κι ας ακούγεται περίεργο) κρίση του, και την χαρακτηρίζει αδιάσπαστη κι αλάνθαστη ενότητα λόγου και σκέψης, αφήνει στη μικρή ή μεγάλη ομήγυρή του, διαθέσεις του επωφελώς ξοδεμένου χρόνου και δημιουργεί αγαπητικά συναισθήματα.
Η πρώτη εγκόσμια παρέα από άλλες διαφορετικές φωνές, αφετηρίες κι ενδιαφέροντα τον περιβάλλει και προσπαθούν με τις σκέψεις του και τις παρατηρήσεις του να κατανοήσουν τη φύση της λαϊκής μουσικής, του στίχου, των ποιητών εν γένει, αποσπασματικά ή σε πρόχειρες διατυπώσεις. Ολοι ακούν και μαθαίνουν. Κανοναρχεί σ’ αυτό τον τρόπο της παρέας, που τόσο καλά κατέχει χωρίς και καλά να το επιδιώκει, από τη φύση του έρχεται το πράγμα μόνο του, κι αυτός το διεξέρχεται χωρίς τσιριμόνιες κι επιδείξεις.
Προς το απόγευμα ο καιρός αγριεύει. Εκτακτο μπουρίνι, αλλά δύστοκο ως προς τη βροχή, που τη ζητάει η γης κι οι άνθρωποί της. Ας βρέξει επιτέλους κι ας καταστρέψει ότι μπορεί! Η πόλη που τριγυρνάμε εποχούμενοι, παίρνει κάτι από την καιρική αγριάδα που το φέρνει προς μια γλυκιά ημερότητα. Μήπως είναι κι η παρέα που σ’ υποβάλλει; Η εκδήλωση είχε προγραμματιστεί να γίνει σε χώρο εξωτερικό. Ομως η συνεχιζόμενη αταξία νεφών κι αέρα το κάνει ήδη απαγορευτικό. Να περιμένουμε ακόμα λίγο. Γυρίζουμε στης Κοζάνης τα όποια αξιοπερίεργα κι αξιοπρόσεχτα σοκάκια. Θέλω να του δείξω πως κάτι επιτέλους έχουμε σ’ αυτήν, που αξίζει να θυμάται ο περαστικός. Νέον δημοτικόν κήπον μετ’ ανθέων, καλοκαιρινόν θέατρον! Τι άλλο; Μια αθυμία, όμως, με συνοδεύει σ’ αυτή την κάπως λυμφατική περιήγηση. Είναι δεινός γνώστης του πνευματικού παρελθόντος της και διατυπώνει τις σκέψεις του γι’ αυτό αλλά και για το σήμερά της, που το διακρίνει σε πτώση, μη πω εγώ, άλλο που δεν θέλω, κατάπτωση. Αυτός μου πρωτομίλησε για την προτομή του Παύλου Μελά, που ήταν στημένη στη αρχή της ομώνυμης οδού, στο κέντρο της πόλεως και στη σκιά ωραίου πλάτανου. Αποτελεί μια μοναδική, γλυπτική οντότητα εξαιρετικού κάλλους. Εργο προπολεμικό του γλύπτη Δημητριάδη, τώρα ήρθε το πήρε και το σήκωσε από εκεί η ανακαίνιση των δρόμων, των πεζόδρόμων και των πλατειών· να το ξεγράψει από τα καθημερινά και πολλά μάτια των πολιτών· να το ευνουχίσει ως αίσθηση και ως ιστορία. Τον θλίβει -εμάς περισσότερο- η ακαλαισθησία, το ανιστόρητο, το επιπόλαιο, το ασυνάρτητο και πολιτιστικά άδειο, βλέμμα των δημοτικά επικρατούντων. ‘Οτι γενικώς και παντού άλλωστε:
...Κατατρέχουν τη γραφικότητα
τη διώχνουν διαρκώς στην πάνω πόλη
εκπνέει σαν προδομένη επανάσταση,
σε λίγο δεν θα υπάρχει ούτε στις καρτ-ποστάλ,
ούτε στη μνήμη και την ψυχή των παιδιών μας.
(Ντ. Χρστ. «Κατατρέχουν τη γραφικότητα»).
Το εσπέρας ο καιρός συνεχίζει στην άγρια αποστροφή του. Βάζουμε τα χινωποριάτικα. Ομως, υποχρέωσε το κοινό να μετακομίσει από τον αναψυκτήριο τόπο του αγίου Δημητρίου στην παρακείμενη αίθουσα Τέχνης. Μια ίσως σημειολογική επέμβαση της φύσης επί των λογίων και καλλιτεχνικών ζητημάτων. Είχε εμβόλιμα προγραμματιστεί στα τοπικά εν άστει κι εν υπαίθρω χώρα, κοζανίτικα Λασσάνεια η εμφάνιση της «Παρέας του Τσιτσάνη», δηλονότι ενός μουσικού σχήματος από τη Θεσσαλονίκη, το οποίο αποτελείται από τους: Νίκο Στρουθόπουλο μπουζούκι-τραγούδι, Νίκο Ζυγούρα, κιθάρα- τραγούδι, Δώρα Στρουθοπούλου, εξαίσιο τραγούδι, στο οποίο συμμετέχει ο κ. Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο οποίος εισηγείται και προσφωνεί κάθε τραγούδι αλλά και συνοδεύει, δεύτερη φωνή, η καλύτερη δευτεράντζα, κατά τους μουσικούς.
Η συνολική ποιητική δημιουργία του Ντ. Χρ. είναι σε μια μικρόσχημη αλλά πολυσέλιδη, τούβλο την ονομάζει, συλλογή 422 σελίδων. Δεν περιλαμβάνει μόνο τα ποιήματα με τα οποία διατύπωσε τον ξεχωριστό, ποιητικό του κόσμο, μοναδικό και μοναχικό στα ελληνικά γράμματα, με τη λιτότητα της έκφρασης αλλά και με το γυμνό σαν λεπίδι φορές κι απέριττο, θέλω και είναι του. Εχει σ’ αυτό και μια σειρά τραγούδια που έγραψε και σε μιας μορφής ρεμπέτικης απόδοσης, ο ίδιος τραγούδησε.
Σάββατο βράδυ
Σάββατο βράδυ μόνος μου
στους δρόμους τριγυρνάω.
Χωρίς εκείνον π’ αγαπώ,
δεν ξέρω που να πάω.
Πολλούς τους δέρνει η μοναξιά
μα μένα μ’ έχει κάψει
και μες στα φυλλοκάρδια μου
καημός έχει ανάψει.
Τα νιάτα μου κατρακυλάν
χωρίς φιλί και χάδι,
και ο μεγάλος μου έρωτας
εγίνηκεν ρημάδι.
Η νύχτα και η μοναξιά
στα σκοτεινά με σέρνουν,
μου τάζουν χίλια-δυο κορμιά
και στο γκρεμό με φέρνουν.
«Η παρέα» αποδίδει μόνον τραγούδια του Β. Τσιτσάνη· με ένα λόγο είναι μια «ταγμένη» λες μουσική άποψη, που θέλει να δίνει σ’ όσους την ακούν τη λαϊκή έκφραση αυτού του μεγάλου δημιουργού σε μια μη ενοχλητική, μουσική μονοκαλλιέργεια. Σχήμα μουσικού λόγου θαυμαστό για τις τσιτσάνειες γνώσεις αλλά και τις αφιλοκερδείς και ανιδιοτελείς τους πεποιθήσεις, καθότι, όπου εμφανίζονται δεν παίρνουν ούτε ευρω-λεπτό. Σε αντίθεση με όλους τους άλλους που διανέμουν το θερινό πολιτισμό και ρημάζουν τα δημαρχιακά, κοινοτικά και ιδίως τα νομαρχιακά ταμεία, τα οποία φαίνεται πως αυτούς τους καιρούς είναι τα πλέον εύρωστα. Βρίσκουν θύματα και τα κάνουν. Αυτό είναι το πρόβλημα στο οποίο ίσως θα μπορούσε, επειδή δεν υπάρχει κι άλλος τρόπος με πολιτικές λύσεις και σκέψεις να προλάβουν την κραιπάλη, να επεμβαίνει η δικαιοσύνη σ’ αυτό το ακένωτο πηγάδι διαρπαγής του δημοσίου χρήματος. Αλλά αυτά είναι άγνωστα γράμματα για δικαιοσύνες και εισαγγελείς, οι οποίοι ομολογουμένως έχουν πολύ περισσότερα να διαπράξουν και πρώτα απ’ όλα να διαρπάξουν παχυλές αυξήσεις.
Εικοσιπέντε τραγούδια είπαν ενώπιον του εκλεκτού, άρα ευάριθμου, κοινού κι η βραδιά, η οποία όταν προγραμματίστηκε είχε χαρακτήρα ψυχαγωγικό, του καιρού επεμβαίνοντος μετεξελίχτηκε σε βραδιά μουσικού πολιτισμού. Κι ευτυχώς. Οι εκτελεστές ήταν εξαίσιοι κι όπως πάντα δεν δέχτηκαν παραγγελιές και γνησίως ρεμπέτικα μ’ απάντησαν, όταν τους ζήτησα μία, πως «ό,τι έχει ο σάκος»· και δεν είχε δυστυχώς το τραγούδι «Κάνε λιγάκι υπομονή», του οποίου για ημιεκτόνωση και μιας κι έχει και μια ισχύ τον καιρό αυτό, την πρώτη στροφή παραθέτω.
«Μην απελπίζεσαι και δεν θ’ αργήσει
κοντά σου να ‘ρθει μια χαραυγή
καινούργια αγάπη να σου ζητήσει
κάνε λιγάκι υπομονή».
Κάνουμε, κάνουμε! Τι άλλο να κάνουμε;
Ντ. Χριστιανόπουλο στην Κοζάνη
Του Β. Π. Καραγιάννη
Πρωί του Σαββάτου της 18ης Αυγούστου, μνήμη μιας ποικιλίας οσίων και μαρτύρων όπως: Φλώρου, Λαύρου, Ερμού, Λέοντος, Δημητρίου, Αρσενίου, και μόλις που είχαν προκηρυχτεί οι εκλογές του «νωπού», εθνικού, πολιτικού λόγου, δηλονότι της καταρτίσεως του εθνικού προϋπολογισμού· κι ήταν τόσο σοβαρός που ο ακόμα πιο σοβαρός πρόεδρος της κανονικής μας νεο-Δημοκρατίας δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί σ’ αυτήν την αδήριτη πολιτική καθημερινότητα! Ετσι πήγαμε σε βιαστικές εκλογές κι ήρθαμε ήδη απ’ αυτές και στα ίσια μας, με νέα κυβέρνηση επί τω αυτώ αλλά συρρικνομένω, με δια-τρανταγμένη τη μεγάλη αντιπολίτευση· την δε αμέσως επόμενη με την αναπεπταμένη σε δύο ανισοϋψή ιστία, αριστερή διάθεση τρόπου και λόγου, και με άδηλο το αύριο, αν θα είναι όσο το θέρος που πέρασε καυτό.
Ομως τούτη τη φορά κάπως:
«Τα πρόβατα απήργησαν
ζητούν καλύτερες συνθήκες σφαγής». (Ντ. Χριστιανόπουλος)
Μεσημέρι της αυτής ημέρας. Τους βρήκα όλους, τα μέλη δηλαδή της ολιγομελούς «Παρέας του Τσιτσάνη» να μη βολεύονται εξωτερικά με τη γνωστή ανθρώπινη πανίδα του χώρου· φαίνονταν από μακριά ότι είναι από αλλού· έχουν στα πρόσωπα και στα σώματα εκείνη την αίσθηση που δεν ισορροπεί με το συνηθισμένο περιβάλλον. Περίμεναν μπροστά στην εμπορική τράπεζα, έναρξη του πεζόδρομου επί της κεντρικής οδού Ειρήνης, που τη λέμε κι εμείς αυτά τα χρόνια, μετά από τις τόσες ονοματοθεσίες της.
«στην οδό Ειρήνης
ήταν μπαγιάτικο το ραβανί
«εδώ μονάχα τ’ αγγουράκια είναι φρέσκα»
είπε ο Τέρης-άλλωστε
γι αυτό τριγυρνούσαμε εκεί».
(Ντ.Χρστν.)
Παρατηρούσαν ουδέτερα μια πόλη η οποία στην αυγουστιάτικη ημιαργία της, ετοιμάζονταν να υποστεί την έλξη των «μερομηνιών» –με το παλιό, δηλαδή τον φυσιολογικό καιρό, ήταν ημέρα Ιανουάριος- επομένως η καιρική πρόληψη για την ενιαύσια πρόβλεψη, το έδειχνε πως ο καιρός το βράδυ θα χαλάσει, αλλά η ακηδία μας, φυσικά, να μη το παίρνει υπόψιν.
Τα παρακείμενα της πλατείας καφενεία στη σκιά όλων των τρόπων είτε στη φυσική εκδοχή από τις φλαμουριές του «ΒΟ» είτε από τις τέντες του ανακαινισθέντος ξενοδοχείου «Ερμιόνιον» (τα τραπεζάκια τους σαν την έρημο εισχωρούν και καταλαμβάνουν τον ελεύθερο χώρο της πλατείας), συμμαζεύουν όλη την άρχουσα, μόνιμη αργοσχολία της πόλης, αλλά και την ημερήσια, πεινασμένη για έξοδο, ύπαρξη και συναλλαγή λόγω και έργω, μερίδα και μαρίδα της. Πίνουν καφέδες κι αναψυκτικά επί το πλείστον. Η πόλη αυτή που έχει παλιό όνομα, έχει εμφανώς βελτιώσει το πρόσωπό της, με τις νεοφανείς κτιριακές ανακαινίσεις, αλλά και τις βελτιώσεις στους δρόμους και τα πεζοδρόμιά της. Κυρίως όμως με τις επί αυτών, καθημερινές ανθρώπινες συνυπάρξεις, που καθώς αναζητά ο ένας τον άλλο, διατελούν σε μια αγαπητική, φιλική ή ερωτική, ένδον αμηχανία, ενώπιος ενώπιο μέσα στο πλήθος, ή χάνονται στις αναπολήσεις· και τότε το σκηνικό εμφανώς ερωτικο-ωραιοποιείται. Ακόμα κι η μοναξιά του ενός και οι αδιέξοδες αναζητήσεις του στα άδεια κελύφη του νου, έχει μια δόση αξιοπρεπούς μελαγχολίας.
«Οταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι
ο νους μου πάει στους τσαλακωμένους
σ’ αυτούς που ώρες στέκονται σε μια ουρά,
έξω από μια πόρτα ή μπροστά σ’ έναν υπάλληλο,
κι εκλιπαρούν με μια αίτηση στο χέρι
για μια υπογραφή, για μια ψευτοσύνταξη.
Οταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι,
γίνομαι ένα με τους τσακισμένους.»
(Ντ. Χριστιανόπουλου, «Οταν σε περιμένω»)
Ετσι «Η παρέα του Τσιτσάνη», πλην των άλλων, έφερε και την παράπλευρη ωφέλεια την ολιγόωρη παρέα με τον ποιητή τώρα κι άνθρωπο πάντα, Ντ. Χριστιανόπουλο. Η ακατάσχετη μη σιωπή του, που τη διακρίνει η ευθύβολη, αδέσμευτη κι αφανάτιστη (κι ας ακούγεται περίεργο) κρίση του, και την χαρακτηρίζει αδιάσπαστη κι αλάνθαστη ενότητα λόγου και σκέψης, αφήνει στη μικρή ή μεγάλη ομήγυρή του, διαθέσεις του επωφελώς ξοδεμένου χρόνου και δημιουργεί αγαπητικά συναισθήματα.
Η πρώτη εγκόσμια παρέα από άλλες διαφορετικές φωνές, αφετηρίες κι ενδιαφέροντα τον περιβάλλει και προσπαθούν με τις σκέψεις του και τις παρατηρήσεις του να κατανοήσουν τη φύση της λαϊκής μουσικής, του στίχου, των ποιητών εν γένει, αποσπασματικά ή σε πρόχειρες διατυπώσεις. Ολοι ακούν και μαθαίνουν. Κανοναρχεί σ’ αυτό τον τρόπο της παρέας, που τόσο καλά κατέχει χωρίς και καλά να το επιδιώκει, από τη φύση του έρχεται το πράγμα μόνο του, κι αυτός το διεξέρχεται χωρίς τσιριμόνιες κι επιδείξεις.
Προς το απόγευμα ο καιρός αγριεύει. Εκτακτο μπουρίνι, αλλά δύστοκο ως προς τη βροχή, που τη ζητάει η γης κι οι άνθρωποί της. Ας βρέξει επιτέλους κι ας καταστρέψει ότι μπορεί! Η πόλη που τριγυρνάμε εποχούμενοι, παίρνει κάτι από την καιρική αγριάδα που το φέρνει προς μια γλυκιά ημερότητα. Μήπως είναι κι η παρέα που σ’ υποβάλλει; Η εκδήλωση είχε προγραμματιστεί να γίνει σε χώρο εξωτερικό. Ομως η συνεχιζόμενη αταξία νεφών κι αέρα το κάνει ήδη απαγορευτικό. Να περιμένουμε ακόμα λίγο. Γυρίζουμε στης Κοζάνης τα όποια αξιοπερίεργα κι αξιοπρόσεχτα σοκάκια. Θέλω να του δείξω πως κάτι επιτέλους έχουμε σ’ αυτήν, που αξίζει να θυμάται ο περαστικός. Νέον δημοτικόν κήπον μετ’ ανθέων, καλοκαιρινόν θέατρον! Τι άλλο; Μια αθυμία, όμως, με συνοδεύει σ’ αυτή την κάπως λυμφατική περιήγηση. Είναι δεινός γνώστης του πνευματικού παρελθόντος της και διατυπώνει τις σκέψεις του γι’ αυτό αλλά και για το σήμερά της, που το διακρίνει σε πτώση, μη πω εγώ, άλλο που δεν θέλω, κατάπτωση. Αυτός μου πρωτομίλησε για την προτομή του Παύλου Μελά, που ήταν στημένη στη αρχή της ομώνυμης οδού, στο κέντρο της πόλεως και στη σκιά ωραίου πλάτανου. Αποτελεί μια μοναδική, γλυπτική οντότητα εξαιρετικού κάλλους. Εργο προπολεμικό του γλύπτη Δημητριάδη, τώρα ήρθε το πήρε και το σήκωσε από εκεί η ανακαίνιση των δρόμων, των πεζόδρόμων και των πλατειών· να το ξεγράψει από τα καθημερινά και πολλά μάτια των πολιτών· να το ευνουχίσει ως αίσθηση και ως ιστορία. Τον θλίβει -εμάς περισσότερο- η ακαλαισθησία, το ανιστόρητο, το επιπόλαιο, το ασυνάρτητο και πολιτιστικά άδειο, βλέμμα των δημοτικά επικρατούντων. ‘Οτι γενικώς και παντού άλλωστε:
...Κατατρέχουν τη γραφικότητα
τη διώχνουν διαρκώς στην πάνω πόλη
εκπνέει σαν προδομένη επανάσταση,
σε λίγο δεν θα υπάρχει ούτε στις καρτ-ποστάλ,
ούτε στη μνήμη και την ψυχή των παιδιών μας.
(Ντ. Χρστ. «Κατατρέχουν τη γραφικότητα»).
Το εσπέρας ο καιρός συνεχίζει στην άγρια αποστροφή του. Βάζουμε τα χινωποριάτικα. Ομως, υποχρέωσε το κοινό να μετακομίσει από τον αναψυκτήριο τόπο του αγίου Δημητρίου στην παρακείμενη αίθουσα Τέχνης. Μια ίσως σημειολογική επέμβαση της φύσης επί των λογίων και καλλιτεχνικών ζητημάτων. Είχε εμβόλιμα προγραμματιστεί στα τοπικά εν άστει κι εν υπαίθρω χώρα, κοζανίτικα Λασσάνεια η εμφάνιση της «Παρέας του Τσιτσάνη», δηλονότι ενός μουσικού σχήματος από τη Θεσσαλονίκη, το οποίο αποτελείται από τους: Νίκο Στρουθόπουλο μπουζούκι-τραγούδι, Νίκο Ζυγούρα, κιθάρα- τραγούδι, Δώρα Στρουθοπούλου, εξαίσιο τραγούδι, στο οποίο συμμετέχει ο κ. Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο οποίος εισηγείται και προσφωνεί κάθε τραγούδι αλλά και συνοδεύει, δεύτερη φωνή, η καλύτερη δευτεράντζα, κατά τους μουσικούς.
Η συνολική ποιητική δημιουργία του Ντ. Χρ. είναι σε μια μικρόσχημη αλλά πολυσέλιδη, τούβλο την ονομάζει, συλλογή 422 σελίδων. Δεν περιλαμβάνει μόνο τα ποιήματα με τα οποία διατύπωσε τον ξεχωριστό, ποιητικό του κόσμο, μοναδικό και μοναχικό στα ελληνικά γράμματα, με τη λιτότητα της έκφρασης αλλά και με το γυμνό σαν λεπίδι φορές κι απέριττο, θέλω και είναι του. Εχει σ’ αυτό και μια σειρά τραγούδια που έγραψε και σε μιας μορφής ρεμπέτικης απόδοσης, ο ίδιος τραγούδησε.
Σάββατο βράδυ
Σάββατο βράδυ μόνος μου
στους δρόμους τριγυρνάω.
Χωρίς εκείνον π’ αγαπώ,
δεν ξέρω που να πάω.
Πολλούς τους δέρνει η μοναξιά
μα μένα μ’ έχει κάψει
και μες στα φυλλοκάρδια μου
καημός έχει ανάψει.
Τα νιάτα μου κατρακυλάν
χωρίς φιλί και χάδι,
και ο μεγάλος μου έρωτας
εγίνηκεν ρημάδι.
Η νύχτα και η μοναξιά
στα σκοτεινά με σέρνουν,
μου τάζουν χίλια-δυο κορμιά
και στο γκρεμό με φέρνουν.
«Η παρέα» αποδίδει μόνον τραγούδια του Β. Τσιτσάνη· με ένα λόγο είναι μια «ταγμένη» λες μουσική άποψη, που θέλει να δίνει σ’ όσους την ακούν τη λαϊκή έκφραση αυτού του μεγάλου δημιουργού σε μια μη ενοχλητική, μουσική μονοκαλλιέργεια. Σχήμα μουσικού λόγου θαυμαστό για τις τσιτσάνειες γνώσεις αλλά και τις αφιλοκερδείς και ανιδιοτελείς τους πεποιθήσεις, καθότι, όπου εμφανίζονται δεν παίρνουν ούτε ευρω-λεπτό. Σε αντίθεση με όλους τους άλλους που διανέμουν το θερινό πολιτισμό και ρημάζουν τα δημαρχιακά, κοινοτικά και ιδίως τα νομαρχιακά ταμεία, τα οποία φαίνεται πως αυτούς τους καιρούς είναι τα πλέον εύρωστα. Βρίσκουν θύματα και τα κάνουν. Αυτό είναι το πρόβλημα στο οποίο ίσως θα μπορούσε, επειδή δεν υπάρχει κι άλλος τρόπος με πολιτικές λύσεις και σκέψεις να προλάβουν την κραιπάλη, να επεμβαίνει η δικαιοσύνη σ’ αυτό το ακένωτο πηγάδι διαρπαγής του δημοσίου χρήματος. Αλλά αυτά είναι άγνωστα γράμματα για δικαιοσύνες και εισαγγελείς, οι οποίοι ομολογουμένως έχουν πολύ περισσότερα να διαπράξουν και πρώτα απ’ όλα να διαρπάξουν παχυλές αυξήσεις.
Εικοσιπέντε τραγούδια είπαν ενώπιον του εκλεκτού, άρα ευάριθμου, κοινού κι η βραδιά, η οποία όταν προγραμματίστηκε είχε χαρακτήρα ψυχαγωγικό, του καιρού επεμβαίνοντος μετεξελίχτηκε σε βραδιά μουσικού πολιτισμού. Κι ευτυχώς. Οι εκτελεστές ήταν εξαίσιοι κι όπως πάντα δεν δέχτηκαν παραγγελιές και γνησίως ρεμπέτικα μ’ απάντησαν, όταν τους ζήτησα μία, πως «ό,τι έχει ο σάκος»· και δεν είχε δυστυχώς το τραγούδι «Κάνε λιγάκι υπομονή», του οποίου για ημιεκτόνωση και μιας κι έχει και μια ισχύ τον καιρό αυτό, την πρώτη στροφή παραθέτω.
«Μην απελπίζεσαι και δεν θ’ αργήσει
κοντά σου να ‘ρθει μια χαραυγή
καινούργια αγάπη να σου ζητήσει
κάνε λιγάκι υπομονή».
Κάνουμε, κάνουμε! Τι άλλο να κάνουμε;
ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
Α. Οι γκλίτσες του κυρίου Νίκου Κούρτη
Του Β.Π.Καραγιάννη
Tη γκλίτσα που λαχτάριζες…Αλλοι τις λέγαν βακτηρίες (επιμήκες κυλινδρικόν στέλεχος ξύλου), άλλοι μπαστούνια, (γερόντων) αλλά κι αυτά που τα βρίσκουμε στη ζωή μπροστά μας, σκήπτρον (χωλών με υπομασχάλιον έρεισμα) άρα δεκανίκι, πατερίτσα που παραλίγο θα έφερνα αν ήταν επιτυχής η απόπειρα διαστρέμματος αριστερού του ποδιού μου, άλλοι τις είπανε ραβδιά: ράβδος του Ααρών, του Μωυσή, και ράβδος καλογερική (ως και το τεμπελόξυλο της αγιονορείτικης αδιαλείπτου βάδισης, προσευχής, νήψεως και νηφάλιας μέθης), δεσποτική σε δύο εκδοχές, γιορταστική, μεταλλική και καθημερινή ξύλινη κι εύλαλα κυλιόμενη στα πλακάκια των ναών, στραταρχική κοντή, χοντρή αλλά μ’ ευθύνες σε καιρούς ήττας, ειρήνης, παρελάσεων -ποτέ μάχης- ράβδος μαέστρου εκλεπτισμένη, ρυθμική αυτή που δεν κρατούσε ο εν Πάτμω Αρβανίτης αρχι-χορωδός του συλλόγου ιεροψαλτών «Ιάκωβος Ναυπλιώτης», μαγική ράβδος ταχυδακτυλουργού στον νιάημερο, η ράβδος του ραβδοσκόπου που όλο εύρισκε νερό και δεν αντλούνταν, «ράβδος δε εν γωνία, άρα βρέχει». Τίποτα όμως απ’ όλα αυτά, εμείς τη γκλίτσα την ποιμενική και καθημερινή εν ύμνοις τώρα τιμώντες μεγαλύνωμεν, ξυλογλύπτοντας συν-εκθέτουμε σε όλες τις παραλλαγές σχήματα, τρόπους, ξύλο υλικό ψυχής τελικά, που εκλεπτύνεται με το λείασμα εκ του χρόνου κυρίως στην κεφαλή της φέρει σχήματα εκ του εμβίου κόσμου ου μην αλλά και ψυχικές καταστάσεις ευγλωττεί κι οι περισσότερες να φέρνουν ρήσεις προσρήσεις, προτροπές, περικοπές του ψαλμωδού «ότι με υποβάσταξεν αυτήν κι η προσευχή εν ώρες θλίψεων», «νεφίδιον αι θλίψεις και παρέρχονται», κ.λπ. ενώ στο χωριό ο Μηνάς τσοπάνος μια ζωή, έφτιαχνε αριστουργήματα κουτάλια, πιάτα μέχρι και δόντι πρόσθιο έκανε για άμεση χρήση, αλλά οι γκλίτσες του με περίτεχνες κορυφές και κορυφώσεις κάτι σαν φίδια που τα ‘πιανε με τα χέρια και το ξύλο με το οποίο διοικούσε τα πρόβατα λαό του στην προβατική στάνη του Μπαράκου, και καθοδηγούσε τα σκυλιά ήταν από κρανιά και τι οδυνηρά που έπεφταν στις ράχες των αλόγων όντων. Αργοτερότερον μπήκαν στον τόρνο κατά τουριστικές χιλιάδες που δεν μπορώ ούτε να δω, ούτε ν’ αγγίξω, μακρύ χέρι μιας θλιβερής εφ’ όλης της ύλης τυποποίησης και συμμόρφωσης εν βίω και εν γκλίτσα, η οποία όμως όταν χειροποιηθεί ποίημα είναι, έργον μυστικό εκ θεϊκού τάλαντου (σιγά τον πολυέλαιο, τέλος πάντων) δόθηκε σ’ ετούτον εδώ τον μυστήριο χριστιανό, που δεν άφησε εσπερινό απαρακολούθητο, δασικό κι ορεινό μονοπάτι αβάδιστο, ανηφόρα της ζωής απερπάτητη, δεν τις κατασκευάζει το λοιπόν αλλά διασκευάζει επί του ξύλου της φύσεως τα καμώματα, δίνει σχήματα, γράμματα, πρόσωπα, ναι πρόσωπα, σε μια αφαιρετική έμφαση και με μια υπερρεαλιστική κίνηση, φορές, και με μια επιτυχημένη ταύτιση με του πραγματικού μας κόσμου τα ορόμενα και συνεχώς ο κυρ’ Νίκος κι εν τέλει Κούρτης απ’ τ’ Αγραφα της Θεσσαλίας ορμώμενος και στην Ν. Χαλκιά 3 γκλιτσογλυπτών, χρόνια πολλά στης πόλεως και στους τρόπους της, εκ της διαρκούς ακουρασίας πάσχων περιπατητής, στο πηγαινέλα του με τον τόπο της γήινης αφετηρίας του να φέρει από κει σακιά ριγάνεως που σπέρνει στις ορεινές λακιές το χέρι εύγευστου Θεού, και δεκάδες ξύλα κρανιάς, φτελιάς, αχλαδιάς, ένα αράδιασμα θαρρείς απ’ το «Αξιον Εστί» του Ελύτη, αλλά και εκ των καιομένων Πιερίων, προς θλίψιν του ανεκλάλητη, ότι των δέντρων του δάσους και της επιστήμης των τεχνικός θεράπων διετέλεσε, δεν ήταν όμως εξ αυτού μόνον ο πόνος αλλά από τις αμέτρητες ανεβοκατεβάσεις του στο Καταφύγι, που του ‘γινε η διαδρομή αυτή, δρόμος ζωής ανεμπόδιστος, ειρηνικός, στα πεζοδρόμια και την άσφαλτο είναι τα δύσκολα, ξύλα υγρά, ξύλα νωπά, ευλύγιστα ξύλα που θα υποστούν εν χλωροίς την πρώτη και την τελική μορφή από τον ανωτέρω πλάστη τους έτοιμα να παραδοθούν στην καθημερινή αιωνιότητα κατά δεμάτια, αλλά και κατά μόνας χάρισμα, μια δέσμη έχω τέτοιες που ανιούν στο κελί της εγκoσμιότητάς μου προς εντυπωσιασμόν όμως του κάθε προσκυνητού που κεχηναίος υφίσταται τους ραβδισμούς της ωραιότητας σε πλάτες σώματα, χέρια, μαλλιά και φυσικά αγκαλιές· εκατοντάδες γκλίτσες, βακτηρίες, βακτηρίδια ακόμα σε παραπέμπουν σε μια εκ νέου διανάγνωση του άλλου μας ένδον είναι που συνεχώς γλιστρά και διαφεύγει προς την καθημερινή ενατένιση και του φαγωμένου από τον πανικό ύπαρξης προσώπου μας «ότι η ράβδος Σου κι η βακτηρία Σου αυτές με παρεκάλεσαν» και ημάς μας συνεκίνησαν τοσαύτως, Αμήν.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΘΕΗ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΤΗΣ ΔΕΠΑΚ ΣΤΗΝ ΑΙΘΟΥΣΑ ΕΚΔΘΕΣΕΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΚΟΖΑΝΗΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΑΝΑΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΟΜΕΝΟΥ (!) ΕΠΙΣΚΟΠΕΙΟΥ
******
Β. Ο ερωτικός λόγος του Κώστα Ντιό
Παραλήρημα ζωής η τζοϊκή αφήγηση της Μόλλυ α-τελείωτη κι α-κομμάτιστη ύστερο ξέσπασμα κορύφωση ζωής ερωτομανέστατης δηλαδή και τι σημαίνει ερωτικός λόγος κάτι σαν τον ευλαβέστατο σεφερικό Ρόδο της μοίρας γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις ή τον εκκωφαντικό του Κ. Ντιό ζωγράφου εφ’ όλης της εικαστικής ύλης της αισθησιακής μη απολειπόμενης απεναντίας ο,τι είναι της φύσεως κατάπλασμα γίνεται και πλάσμα της φαντασίας κι από κει κατευθείαν σύμπλεγμα χρωμάτων και σωμάτων, έτσι αόριστα χύμα ριγμένα σ’ ένα τελάρο ή σ’ ένα καναβάτσο ίμερου και κλινοπάλης διαρκούς με τα πρόσωπα της κάθε μέρας και νύχτας αδιευκρίνιστα σ’ ένα γεμάτο υποσύνολο επιθυμιών που αποτελούν την οριστική έκφραση του μοναδικού και μοναχικού λόγου ύπαρξης των όντων που εδώ πάνω υπάρχουν σώματα διαλυμένα από την ένταση και το ευλογημένο έργο πράξη που διακονούν τη μια και συνηθισμένη ουσία της ενότητας μιας αρχέγονα καθορισμένης και διασπασμένης ένα συν ένα κάποτε που κόπηκαν και χώρισαν και έκτοτε αλαλιασμένα ψάχνονται να συναντηθούν στο όπου και στο όπως κι εν ταυτώ και τότε να υπάρχουν σαν ένα ανεκλάλητο ξεφωνητό υπέρ της ζωής που ζούμε εδώ και τώρα κι όλα είναι πράξη δρόμος προς αυτήν και στην πράξη δηλονότι αποδεικνύεται ο λόγος η πρόθεση ο τρόπος της πολιτικής της κοινωνίας της τέχνης της ιατρικής του έρωτα δηλαδή της ζωής στις λεπτομέρειες γκρίζες αναγκαίες γλυκο-ωραίες κι όλες αυτές εδώ είναι καρφωμένες στο τοίχο σταυρωμένες η και σε χιαστεί ενότητες μη αναστηθείσες εισέτι συνυπάρξεις που δεν θα επιθυμούσαν άλλωστε και πολύ ν’ αναστηθούν ξεκάρφωτες σε όλους τους αρμούς και τα δεσίματα των καραβιών που ελεύθερα μας ταξιδεύουν στα τυφλά πανόλβιοι και μεθυσμένοι ανεβοκατεβαίνοντας τις σκάλες της ζωής γλιστρώντας στους πάτους της εικόνας στην ασφυξία της κορνίζας πατώματα καναπέδες καρέκλες αναποδογυρισμένες στο αέρα να πηδαλιοχούν στο πουθενά της πραγματικότητας και στο άπαν του ονείρου στο άδειο και το γεμάτο του χώρου σκέψης στο απέραντο της επιθυμίας που χύνεται κυματισμός ήχος κι ηχώ καμπάνας που διαλαλεί εσπερινούς εντελώς κόκκινους και όρθρους κάπως προς το ρόδινο κι όλο μαζί τα πρωινά του κόσμου τα μεσημέρια της αγάπης τα δειλινά του χωρισμού να φεύγουν και να έρχονται τραίνα που φύγαν κι αγάπες πήραν κ.λπ. και τα λεωφορεία να σταματούν στα διόδια του κόσμου κι αφού καταβάλουν τον αντίτιμο διέλευσης στον βαρκάρη κατεβάζουν τις φευγαλέες σκέψεις παραλαμβάνουν κάτι απ’ το θάνατο να τον μεταφέρουν στη μνήμη κι άλλοτε πάλι να διαχυθούν στη εθνική που σχίζει την πεδιάδα θάλασσα που δέχεται τους Αξιούς και τους άξιους κι ορμούν σε επισκέψεις στα δωμάτια της ανωκάτω πόλης και μέσης αωματο-χώρας κι ο έρωτας είναι αυτό που φεύγει με το πρωινό δρομολόγιο κι αγάπη ό,τι έρχεται με το βραδινό και πως να ‘ρθείς να γυμνωθείς μπροστά στα μάτια μας τόσο ευπροσήγορη θελκτική τόσον αγαπημένη σα τα μαύρα φεγγάρια του έρωτα εδώ θα παρακολουθούν τις θάλασσες των στεναγμών το κόκκινο της αδημονίας ετοιμοπαράδοτο για κάθε χρήση, το μαύρο του μοναστηριού με το φιλί που λείπει το πράσινο που χύθηκε μισό ημισφαίριο στην περιπεπλεγμένη ιδιαιτερότητα που της πέφτουνε τα φτερά σαν ροδοπέταλα καθώς ξεφτίζει ο πόθος για ν’ αφεθεί γυμνός και τετραχιλισμένος στον Κριτή των πάντων κι ορατών ελπίζω τα μαύρα ρινίσματα της ακουστής διερμηνείας των ονείρων, οι υπογάλανες εκκλήσεις κι όλα αυτά είκοσι στον αριθμό ανταύγειες του έρωτα της πράξης και του ονείρου χωρίς ίχνος στεναγμού μόνο στοναχές να εκπέμπουν κατευόδια σε πουλιά που αναχωρούν για άλλους καιρούς και μας αφήνουν σε μια ευθεία θέση νοσταλγίας ατέλειωτης να περιμένουμε την επιστροφή του καιρού που δεν θα ‘ρθεί ξανά κι ό,τι μας προέκυψε ήταν καλό ό,τι μας έλαχε καλώς μας κληρώθηκε κι ό,τι μας μέλλεται αν είναι να ‘ρθεί θε ‘ρθεί αλλιώς παρακαλώ ας προσπεράσει και δε μιλώ τώρα για το φευγάτο αίσθημα της πλησμονής του άλλου με όλη την αρματωσιά της διαμάχης αλλά για τον χωρισμό μιλώ τον εντέλη που είναι ακριβώς τ’ αντίθετο απ’ αυτό που διαπράττει ενώπιον μας ο κύριος των ήχων του χρώματος Κώστας Ντιός κι είναι αυτά όλα αντίδοτα ζωής και ελιξίρια πάθους ατελεύτητου που δεν μας χορταίνουν κι όλο να θέλουμε συνεχώς να καταπίνουμε ό,τι μας προτείνει να τρώμε μόνιμα πεινασμένοι μιας αγάπης που δεν μας αρκεί αφού δεν μας φτάνει τελικά εις τον αιώνα των αιώνων αμήν και πότε δηλαδή και επειδής...
Β.Π.Κ.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΕΘΣΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΝΤΙΟ ΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΣΤΟ ΠΑΤΑΡΙ ΤΟΥ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΥ ΣΕ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΟΖΑΝΗΣ
ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ
Α. Οι γκλίτσες του κυρίου Νίκου Κούρτη
Του Β.Π.Καραγιάννη
Tη γκλίτσα που λαχτάριζες…Αλλοι τις λέγαν βακτηρίες (επιμήκες κυλινδρικόν στέλεχος ξύλου), άλλοι μπαστούνια, (γερόντων) αλλά κι αυτά που τα βρίσκουμε στη ζωή μπροστά μας, σκήπτρον (χωλών με υπομασχάλιον έρεισμα) άρα δεκανίκι, πατερίτσα που παραλίγο θα έφερνα αν ήταν επιτυχής η απόπειρα διαστρέμματος αριστερού του ποδιού μου, άλλοι τις είπανε ραβδιά: ράβδος του Ααρών, του Μωυσή, και ράβδος καλογερική (ως και το τεμπελόξυλο της αγιονορείτικης αδιαλείπτου βάδισης, προσευχής, νήψεως και νηφάλιας μέθης), δεσποτική σε δύο εκδοχές, γιορταστική, μεταλλική και καθημερινή ξύλινη κι εύλαλα κυλιόμενη στα πλακάκια των ναών, στραταρχική κοντή, χοντρή αλλά μ’ ευθύνες σε καιρούς ήττας, ειρήνης, παρελάσεων -ποτέ μάχης- ράβδος μαέστρου εκλεπτισμένη, ρυθμική αυτή που δεν κρατούσε ο εν Πάτμω Αρβανίτης αρχι-χορωδός του συλλόγου ιεροψαλτών «Ιάκωβος Ναυπλιώτης», μαγική ράβδος ταχυδακτυλουργού στον νιάημερο, η ράβδος του ραβδοσκόπου που όλο εύρισκε νερό και δεν αντλούνταν, «ράβδος δε εν γωνία, άρα βρέχει». Τίποτα όμως απ’ όλα αυτά, εμείς τη γκλίτσα την ποιμενική και καθημερινή εν ύμνοις τώρα τιμώντες μεγαλύνωμεν, ξυλογλύπτοντας συν-εκθέτουμε σε όλες τις παραλλαγές σχήματα, τρόπους, ξύλο υλικό ψυχής τελικά, που εκλεπτύνεται με το λείασμα εκ του χρόνου κυρίως στην κεφαλή της φέρει σχήματα εκ του εμβίου κόσμου ου μην αλλά και ψυχικές καταστάσεις ευγλωττεί κι οι περισσότερες να φέρνουν ρήσεις προσρήσεις, προτροπές, περικοπές του ψαλμωδού «ότι με υποβάσταξεν αυτήν κι η προσευχή εν ώρες θλίψεων», «νεφίδιον αι θλίψεις και παρέρχονται», κ.λπ. ενώ στο χωριό ο Μηνάς τσοπάνος μια ζωή, έφτιαχνε αριστουργήματα κουτάλια, πιάτα μέχρι και δόντι πρόσθιο έκανε για άμεση χρήση, αλλά οι γκλίτσες του με περίτεχνες κορυφές και κορυφώσεις κάτι σαν φίδια που τα ‘πιανε με τα χέρια και το ξύλο με το οποίο διοικούσε τα πρόβατα λαό του στην προβατική στάνη του Μπαράκου, και καθοδηγούσε τα σκυλιά ήταν από κρανιά και τι οδυνηρά που έπεφταν στις ράχες των αλόγων όντων. Αργοτερότερον μπήκαν στον τόρνο κατά τουριστικές χιλιάδες που δεν μπορώ ούτε να δω, ούτε ν’ αγγίξω, μακρύ χέρι μιας θλιβερής εφ’ όλης της ύλης τυποποίησης και συμμόρφωσης εν βίω και εν γκλίτσα, η οποία όμως όταν χειροποιηθεί ποίημα είναι, έργον μυστικό εκ θεϊκού τάλαντου (σιγά τον πολυέλαιο, τέλος πάντων) δόθηκε σ’ ετούτον εδώ τον μυστήριο χριστιανό, που δεν άφησε εσπερινό απαρακολούθητο, δασικό κι ορεινό μονοπάτι αβάδιστο, ανηφόρα της ζωής απερπάτητη, δεν τις κατασκευάζει το λοιπόν αλλά διασκευάζει επί του ξύλου της φύσεως τα καμώματα, δίνει σχήματα, γράμματα, πρόσωπα, ναι πρόσωπα, σε μια αφαιρετική έμφαση και με μια υπερρεαλιστική κίνηση, φορές, και με μια επιτυχημένη ταύτιση με του πραγματικού μας κόσμου τα ορόμενα και συνεχώς ο κυρ’ Νίκος κι εν τέλει Κούρτης απ’ τ’ Αγραφα της Θεσσαλίας ορμώμενος και στην Ν. Χαλκιά 3 γκλιτσογλυπτών, χρόνια πολλά στης πόλεως και στους τρόπους της, εκ της διαρκούς ακουρασίας πάσχων περιπατητής, στο πηγαινέλα του με τον τόπο της γήινης αφετηρίας του να φέρει από κει σακιά ριγάνεως που σπέρνει στις ορεινές λακιές το χέρι εύγευστου Θεού, και δεκάδες ξύλα κρανιάς, φτελιάς, αχλαδιάς, ένα αράδιασμα θαρρείς απ’ το «Αξιον Εστί» του Ελύτη, αλλά και εκ των καιομένων Πιερίων, προς θλίψιν του ανεκλάλητη, ότι των δέντρων του δάσους και της επιστήμης των τεχνικός θεράπων διετέλεσε, δεν ήταν όμως εξ αυτού μόνον ο πόνος αλλά από τις αμέτρητες ανεβοκατεβάσεις του στο Καταφύγι, που του ‘γινε η διαδρομή αυτή, δρόμος ζωής ανεμπόδιστος, ειρηνικός, στα πεζοδρόμια και την άσφαλτο είναι τα δύσκολα, ξύλα υγρά, ξύλα νωπά, ευλύγιστα ξύλα που θα υποστούν εν χλωροίς την πρώτη και την τελική μορφή από τον ανωτέρω πλάστη τους έτοιμα να παραδοθούν στην καθημερινή αιωνιότητα κατά δεμάτια, αλλά και κατά μόνας χάρισμα, μια δέσμη έχω τέτοιες που ανιούν στο κελί της εγκoσμιότητάς μου προς εντυπωσιασμόν όμως του κάθε προσκυνητού που κεχηναίος υφίσταται τους ραβδισμούς της ωραιότητας σε πλάτες σώματα, χέρια, μαλλιά και φυσικά αγκαλιές· εκατοντάδες γκλίτσες, βακτηρίες, βακτηρίδια ακόμα σε παραπέμπουν σε μια εκ νέου διανάγνωση του άλλου μας ένδον είναι που συνεχώς γλιστρά και διαφεύγει προς την καθημερινή ενατένιση και του φαγωμένου από τον πανικό ύπαρξης προσώπου μας «ότι η ράβδος Σου κι η βακτηρία Σου αυτές με παρεκάλεσαν» και ημάς μας συνεκίνησαν τοσαύτως, Αμήν.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΘΕΗ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΤΗΣ ΔΕΠΑΚ ΣΤΗΝ ΑΙΘΟΥΣΑ ΕΚΔΘΕΣΕΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΚΟΖΑΝΗΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΑΝΑΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΟΜΕΝΟΥ (!) ΕΠΙΣΚΟΠΕΙΟΥ
******
Β. Ο ερωτικός λόγος του Κώστα Ντιό
Παραλήρημα ζωής η τζοϊκή αφήγηση της Μόλλυ α-τελείωτη κι α-κομμάτιστη ύστερο ξέσπασμα κορύφωση ζωής ερωτομανέστατης δηλαδή και τι σημαίνει ερωτικός λόγος κάτι σαν τον ευλαβέστατο σεφερικό Ρόδο της μοίρας γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις ή τον εκκωφαντικό του Κ. Ντιό ζωγράφου εφ’ όλης της εικαστικής ύλης της αισθησιακής μη απολειπόμενης απεναντίας ο,τι είναι της φύσεως κατάπλασμα γίνεται και πλάσμα της φαντασίας κι από κει κατευθείαν σύμπλεγμα χρωμάτων και σωμάτων, έτσι αόριστα χύμα ριγμένα σ’ ένα τελάρο ή σ’ ένα καναβάτσο ίμερου και κλινοπάλης διαρκούς με τα πρόσωπα της κάθε μέρας και νύχτας αδιευκρίνιστα σ’ ένα γεμάτο υποσύνολο επιθυμιών που αποτελούν την οριστική έκφραση του μοναδικού και μοναχικού λόγου ύπαρξης των όντων που εδώ πάνω υπάρχουν σώματα διαλυμένα από την ένταση και το ευλογημένο έργο πράξη που διακονούν τη μια και συνηθισμένη ουσία της ενότητας μιας αρχέγονα καθορισμένης και διασπασμένης ένα συν ένα κάποτε που κόπηκαν και χώρισαν και έκτοτε αλαλιασμένα ψάχνονται να συναντηθούν στο όπου και στο όπως κι εν ταυτώ και τότε να υπάρχουν σαν ένα ανεκλάλητο ξεφωνητό υπέρ της ζωής που ζούμε εδώ και τώρα κι όλα είναι πράξη δρόμος προς αυτήν και στην πράξη δηλονότι αποδεικνύεται ο λόγος η πρόθεση ο τρόπος της πολιτικής της κοινωνίας της τέχνης της ιατρικής του έρωτα δηλαδή της ζωής στις λεπτομέρειες γκρίζες αναγκαίες γλυκο-ωραίες κι όλες αυτές εδώ είναι καρφωμένες στο τοίχο σταυρωμένες η και σε χιαστεί ενότητες μη αναστηθείσες εισέτι συνυπάρξεις που δεν θα επιθυμούσαν άλλωστε και πολύ ν’ αναστηθούν ξεκάρφωτες σε όλους τους αρμούς και τα δεσίματα των καραβιών που ελεύθερα μας ταξιδεύουν στα τυφλά πανόλβιοι και μεθυσμένοι ανεβοκατεβαίνοντας τις σκάλες της ζωής γλιστρώντας στους πάτους της εικόνας στην ασφυξία της κορνίζας πατώματα καναπέδες καρέκλες αναποδογυρισμένες στο αέρα να πηδαλιοχούν στο πουθενά της πραγματικότητας και στο άπαν του ονείρου στο άδειο και το γεμάτο του χώρου σκέψης στο απέραντο της επιθυμίας που χύνεται κυματισμός ήχος κι ηχώ καμπάνας που διαλαλεί εσπερινούς εντελώς κόκκινους και όρθρους κάπως προς το ρόδινο κι όλο μαζί τα πρωινά του κόσμου τα μεσημέρια της αγάπης τα δειλινά του χωρισμού να φεύγουν και να έρχονται τραίνα που φύγαν κι αγάπες πήραν κ.λπ. και τα λεωφορεία να σταματούν στα διόδια του κόσμου κι αφού καταβάλουν τον αντίτιμο διέλευσης στον βαρκάρη κατεβάζουν τις φευγαλέες σκέψεις παραλαμβάνουν κάτι απ’ το θάνατο να τον μεταφέρουν στη μνήμη κι άλλοτε πάλι να διαχυθούν στη εθνική που σχίζει την πεδιάδα θάλασσα που δέχεται τους Αξιούς και τους άξιους κι ορμούν σε επισκέψεις στα δωμάτια της ανωκάτω πόλης και μέσης αωματο-χώρας κι ο έρωτας είναι αυτό που φεύγει με το πρωινό δρομολόγιο κι αγάπη ό,τι έρχεται με το βραδινό και πως να ‘ρθείς να γυμνωθείς μπροστά στα μάτια μας τόσο ευπροσήγορη θελκτική τόσον αγαπημένη σα τα μαύρα φεγγάρια του έρωτα εδώ θα παρακολουθούν τις θάλασσες των στεναγμών το κόκκινο της αδημονίας ετοιμοπαράδοτο για κάθε χρήση, το μαύρο του μοναστηριού με το φιλί που λείπει το πράσινο που χύθηκε μισό ημισφαίριο στην περιπεπλεγμένη ιδιαιτερότητα που της πέφτουνε τα φτερά σαν ροδοπέταλα καθώς ξεφτίζει ο πόθος για ν’ αφεθεί γυμνός και τετραχιλισμένος στον Κριτή των πάντων κι ορατών ελπίζω τα μαύρα ρινίσματα της ακουστής διερμηνείας των ονείρων, οι υπογάλανες εκκλήσεις κι όλα αυτά είκοσι στον αριθμό ανταύγειες του έρωτα της πράξης και του ονείρου χωρίς ίχνος στεναγμού μόνο στοναχές να εκπέμπουν κατευόδια σε πουλιά που αναχωρούν για άλλους καιρούς και μας αφήνουν σε μια ευθεία θέση νοσταλγίας ατέλειωτης να περιμένουμε την επιστροφή του καιρού που δεν θα ‘ρθεί ξανά κι ό,τι μας προέκυψε ήταν καλό ό,τι μας έλαχε καλώς μας κληρώθηκε κι ό,τι μας μέλλεται αν είναι να ‘ρθεί θε ‘ρθεί αλλιώς παρακαλώ ας προσπεράσει και δε μιλώ τώρα για το φευγάτο αίσθημα της πλησμονής του άλλου με όλη την αρματωσιά της διαμάχης αλλά για τον χωρισμό μιλώ τον εντέλη που είναι ακριβώς τ’ αντίθετο απ’ αυτό που διαπράττει ενώπιον μας ο κύριος των ήχων του χρώματος Κώστας Ντιός κι είναι αυτά όλα αντίδοτα ζωής και ελιξίρια πάθους ατελεύτητου που δεν μας χορταίνουν κι όλο να θέλουμε συνεχώς να καταπίνουμε ό,τι μας προτείνει να τρώμε μόνιμα πεινασμένοι μιας αγάπης που δεν μας αρκεί αφού δεν μας φτάνει τελικά εις τον αιώνα των αιώνων αμήν και πότε δηλαδή και επειδής...
Β.Π.Κ.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΕΘΣΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΝΤΙΟ ΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΣΤΟ ΠΑΤΑΡΙ ΤΟΥ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΥ ΣΕ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΟΖΑΝΗΣ
ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ
Στην Πάτμο με τον «Ιάκωβο Ναυπλιώτη» και τους νεοφανέντες αγίους ψάλτες Νικόλαο και Ραφαήλ,
έλειπε η Ειρήνη
Του Β. Π. Καραγιάννη
«Ομως γύρω απ’ τις πύλες της Ασίας θροϊζουν
καθώς απλώνονται εδώ κι εκεί
Επάνω στην αβέβαιη της θάλασσας πεδιάδα
Πλήθος από τις δίχως ίσκιωμα οδούς,
Κι ωστόσο ο ναύτης γνωρίζει τα νησιά.
Κι όταν άκουσα
Πως ένα απ’ τα κοντινά
Ηταν η Πάτμος,
Πολύ πόθησα
Εκεί να κατεβώ και
να πλησιάσω τη σκοτεινή σπηλιά...» ( «Πάτμος» FRIEDRICH HΟLDERLIN - Φ.Χ.)
Νύχτα της 28ης/8ου, πλέοντες σε μια παγερή, ασημένια θάλασσα, φτάσαμε στο νησί, και έτσι δεν είδαμε την είσοδο μας σ’ αυτό. Οταν μπαίνεις σε ένα άγνωστο τοπίο κι είναι ένα λιμάνι, (μια αγκαλιά ή ένα καταφύγιο), μετά από 12 ώρες ταξίδι- κάποτε άρχισε να κουνάει η θάλασσα του Αιγαίου κι έσφιξε κάπως η άμαθη συνήθεια μας- («Οταν απ’ της Ασίας τα βουνά κατέρχεται το άγιο σεληνόφως» Φ.Χ.), νιώθεις μια λύτρωση ξαναπατώντας στην ελαφράδα της στέρεας σχέσης με τη γη σου, με το σώμα και το χώμα σου. Ετσι, η πρώτη εντύπωση ήταν απροσδιόριστη. Ενας μικρός ωραίος κόλπος, Γροίκος (νιώθω εκεί στεριανός αγροίκος) μας κοιμήθηκε. Το πρωί, πριν την ανατολή του ηλίου, ένιωσα στο σβέρκο την πρώτη ακτίνα του, από την αντανάκλαση στον πίσω μου λόφο, είδαμε, είδα δηλαδή για να μη γενικεύω στις εντυπώσεις, αυτή τη γλυκιά ηρεμία κι ωραιότητα της νήσου, που την φανταζόμουν σαν κάτι που βυθίζεται κάτω από την ιστορία του, τη θρησκευτικότητα, το μυστήριο της «Αποκαλύψεως» και μη. Ευτυχώς τίποτε απ’ αυτά δεν μου συνέβη στη συνέχεια περπατώντας επί της γης της.
Η πρώτη βραδιά του διεθνούς φεστιβάλ θρησκευτικής μουσικής, που γίνεται εδώ και 7 χρόνια στην Πάτμο, μια σπουδαία, υψηλής, μουσικής αισθητικής εκδήλωση εκτός κέντρου, είναι αφιερωμένη στη βυζαντινή μουσική. Του φεστιβάλ («Η θεία Αποκάλυψη της Μουσικής») καλλιτεχνικός διευθυντής ήταν και είναι ο εξαίρετος μουσικός κ. Αλκης Μπαλτάς. Τον άκουγα, πριν δυο τρία χρόνια, στο «Τρίτο Πρόγραμμα», να συνομιλεί με τον κ. Χρ. Παπαγεωργίου στην επίσης εξαίρετη εκπομπή του «Η κυρία με τη Στριχνίνη» μετέδιδαν δε και μουσικά στιγμιότυπα απ’ αυτό. Μου είχε μείνει ως απωθημένο αυτή η εκδήλωση και η επίσκεψη στην Πάτμο. Εγένετο. Είχα μαζί μου το βιβλίο «Ελεγείες, Υμνοι και άλλα ποιήματα» μεταξύ των οποίων και η «Πάτμος» του Φρ, Χαίλντερλιν σε μετάφραση της Στέλλας Γ. Νικολούδη, εκδ. Αγρα, όπως επίσης και το «Δεύτερο βιβλίο με τις Αντιστίξεις» του ποιητή και μουσικού Γ. Ευσταθιάδη, εκδ. Λέσχη του Δίσκου, με τα υπέροχα, μικρά κομμάτια για τη μουσική και τους μουσικούς. («Πάνε εκατό φθινόπωρα και τα χείλη μου ποτέ δεν ήταν πιο σιωπηλά»). Τις επόμενες μέρες στο φεστιβάλ, ακολουθεί επί το πλείστον η δυτική, θρησκευτική μουσική Εκεί βρέθηκε η Βυζαντινή χορωδία της πόλεως, αλλά όχι τόσο και της ...μητροπόλεως, Σερβίων και Κοζάνης, «Ιάκωβος Ναυπλιώτης», με 28 μέλη και μερικούς άλλους ως προστεθημένη ημι-αξία, όπως η ημετέρα αναξιότης, αλλά κι η φιλόλογος η επί το ποντιακότερο αδόκιμα τραβηγμένα, συνεπίθετη, κ. Χρυσάνθη. Διευθυντής στη χορωδία (χοράρχης) ο άρχοντας πρωτοψάλτης Σωτήριος Αρβανίτης· συναρχηγοί αποστολής εναλλασσόμενοι οι: Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Νικόλαος Βαντσιώτης και Δημήτρης Δημητρίου από το Δ.Σ. του Συλλόγου. Πρώτος της χορωδιακής ομηγύρεως ο μεγαλοψάλτης Νικόλαος (Αμοιρίδης) και νεότερος ο μαθητής Ραφαήλ (Τζήκας). Μου θύμιζαν τους νεοαναφανέντες άγιοι της Λέσβου («Θα βρείτε τα οστά μου υπό βροχή» το διήγημα του Θανάση Βαλτινού το έφερναν συνεχώς στη σκέψη κι ας έλειπε της τριάδας αυτής, η Ειρήνη).
Οι άλλοι ψάλτες που αποτελούσαν το έκτακτο πλήρωμα της χορωδιακής, ευλογημένης νηός, που είναι χορωδιο-νηολογημένη «Στης Κοζάνης τα σοκάκια με τα (ανύπαρκτα) σπίτια τα ψηλά (και τα παλιά)» ήταν οι: Αρβανίτης Κων., Γκάτος Νικ., Καραγιαννίδης Ανδρ., Μαραμής Νικ., Κονταξής Στεφ., (άριστος και στον εγκόσμιο λυρικό λόγο· τον άκουγα γοητευμένος το βράδυ της επιστροφής μας στο λιμάνι της Πάτμου, να τραγουδά, μόνον γι’ αυτόν πηγαίνω στον Αη-Δημήτρη, χρόνια τώρα)· Κτενίδης Αν. (22 χρόνια γείτων στο δικηγορικό γραφείο αλλά δυό βραδιές ομόκλινος στην Πάτμο), Κυριαζόπουλος Κων., Λαμπαδάς, Γ. Ζαρκάδας Γ., Μεταξιώτης Ελευθ., Ματιάκης Εμ., Δάλλας Χρ., Σταμάτογλου Β., Ορτουλίδης Απ., Αθανασιάδης Αθ., Ισπόγλου Κων., Καρανάνος Αθ., Λιόγκας Ιων., Μαρκόπουλος Γ., Τζανίδης Στ., Τσέκος Αντ., Χασιώτης Δημ.
Για να νιώσεις αυτό το τοπίο της μυστικής έξαψης πρέπει, μόλις σε αδειάσει το μεγάλο καράβι, μέρα, να πάρεις με τα πόδια τον ανήφορο, άσφαλτος ελικοειδής, αλλά και την προς τα άνω της ψυχής σου πορεία. Το λιμάνι είναι ο πολύβουος κόσμος της καθημερινότητας, το πηγαινέλα κυρίως των σωμάτων επί των εγκόσμιων αναγκών· η συναλλαγή, η απόλαυση, αυτό που γνωρίζεις. Ισως κάπως πιο ήρεμο από τα άλλα νησιά. Φαίνεται πως ή είχαν κοπάσει οι τουριστικές αγέλες ή ότι η Πάτμος αποτρέπει εξ ορισμού τη θορυβώδη προσέλευση και επιβάλλει μια συστολή κι ένα σέβας στους ανέμελους ενοχλητικά, όπως οι πετεινοί της Ιερουσαλήμ, συμμετέχοντες στο πένθος της ημέρας δεν λαλούν τη Μ. Παρασκευή, κατά τον Εμ. Ροϊδην. Ανέρχεσαι και στη μέση του λόφου είναι η επικράτεια του ιερού Σπηλαίου, των σημείων κι αφηγηματικών τεράτων, του Ιωάννου Θεολόγου («Ποταμοί θεολογίας εκ του στόματός σου»). Ετσι η κορυφαία θέση της νήσου είναι στη μέση. Θα κατέβεις αρκετά σκαλιά και θα μπεις σε χώρο, μισή βραχοσπηλιά και μισή εκκλησιά, κάτι το διφυές με το αφύσικο θείον και το φυσικό εγκόσμιο! Η γεωλογική διάρθρωση και το θεολογικό υπέρλογο συμφύρονται και συνυπάρχουν με το σημερινό, συνήθως κακόγουστο, του εκκλησιαστικού, ναοδομικού όντος του Σπηλαίου. Ο μοναχός ή ιερέας, αδιευκρίνιστο, στην άπταιστη καλοκουρδισμένη γλώσσα των ξεναγών, αφηγείται διάφορα και εσύ όλα θα τα πιστέψεις, γιατί δεν έχεις και τίποτε καλύτερο να κάνεις. Εδώ κάθονταν ο Θεολόγος, εκεί έγερνε το κεφάλι του, απ’ εδώ πέρασε η φωνή του Θεού, έσχισε σε ρίγα το βράχο (και δώστου τα χέρια των πιστών να χαϊδεύουν τη θεϊκή αυλακιά...) η οποία κι εχωρίσθη τρίχα, διαδηλώνοντας έτσι επί βράχοις, το τριαδικόν ασύλλυπτον· εδώ έλαβε χώρα μία από τις ενσώματες εμφανίσεις του Κυρίου στη γη μετά την Ανάσταση κ.λπ.. Ο Απόστολος τότε, έκοβε βόλτες στο νησί διδάσκων κι έγραψε, αν την έγραψε, την «Αποκάλυψη», ευρισκόμενος σε μεγάλα συγγραφικά κι υπερρεαλιστικά κέφια και θεία οράματα. Ομως, δεν πέθανε εκεί αλλά «Μετέστη εν σώματι στους ουρανούς» κάπου κοντά στην ‘Εφεσο όπου διατηρούσε κι εκεί σπήλαιον κι έγραψε εκεί το Ευαγγέλιο. Τ’ ακούς όλα αυτά μ’ αυτί ευήκοον, λίγο περίφοβο και κάποτε ελαφρώς νυσταλέος, αλλά πότε και με αυτί κουφού που γράφει ο Σαίξπηρ. Η χορωδία των ψαλτών («η εμμελής αυτή θεολογία») απέδωσε, του Θεολόγου κυρίως, την παγκόσμια φήμη.
Η επιφάνεια του αγρού, οι ήχοι
Τον ακούν και μια ηχώ αγάπης
Αντιλαλεί τους θρήνους του ανδρός. Ετσι εφρόντισε
Κάποτε τον αγαπημένο του Θεού
Τον οραματιστή που στην ευτυχισμένη νιότη του
Βάδισε με
Τον υιό του Υψίστου, αχώριστος, γιατί
Ο κύριος της θυέλλης αγαπούσε την απλότητα
Του μαθητή και ο προσεκτικός άνδρας
Είδε με ακρίβεια την όψη του Θεού... (Φ.Χ.)
Η Χώρα της Πάτμου, είναι μια ήσυχη κορυφή, μόνο κοντά στο καστρο-μοναστήρι τις ώρες και μέρες λειτουργίας του, ανάλογα με τις καταπλεύσεις των μεγάλων καραβιών με τους προσκυνητές, μαυρίζουν και παρδαλοντύνονται τα σοκάκια της. Στην άλλη πόλη μικρά στενά, πλακόστρωτα, εκκλησίδια, σιωπές εύλαλες, η κεντρική πλατεία με τον Φιλικό Εμμ. Ξάνθο σε προτομή, και τον αέρα συνεχώς να μη σ’ αφήνει, κυρίως προς το βράδυ, να νιώσεις το καλοκαίρι που φεύγει αλλά και το πύρωμα της λοιπής καιομένης χώρας. Από το παράθυρο της ταβέρνας «Αλώνι» κοιτούσε το τετρακτύς (Αναστάσιος, Δημήτριος, Αθανάσιος) πίνοντας λευκό κρασί, όλη την έκταση του νησιού και πολιτικολογούσε μετ’ ευτελείας. Στο καράβι του πηγαιμού, κάτι σαν «Ανθή–Μαρίνα», μια μεγάλη ομάδα χριστιανικών γυναικών από την Ορεστιάδα, προσκυνήτριες, μου θύμισαν τις μαθητικές, φλογερές, χριστιανικές μου τροπές με το περιοδικό «Προς τη Νίκη» τχ. 691, που ξεφύλλισα μετά από τόσα χρόνια και με γέμισαν νοσταλγία οι ποιητές Στ. Μπολέτσης και ειδικά ο Γ. Βερίτης του οποίου είχε στίχο στο οπισθόφυλλο: «Αγρυπνα μάτια για να βλέπω δος μου/τον κόσμο γύρω και τον κόσμο εντός μου».
Αλλά ο Φρ.Χαίλντερλιν υπερίσχυε: «Οπως κι άλλοτε, απαλά οι άνεμοι της νιότης με χαϊδεύουν».
Μέσα στον μοναστηριακό περίβολο οι αυλές, οι δαιδαλώδεις διάδρομοι, στο καθολικό του, μια τυπική, παλιά εκκλησία οι κοζανίτες χορωδοί απένειμαν τους καθιερωμένους, χαιρετιστήριους ύμνους. Μια συνήθεια που δεν την ήξερα αυτή των ψαλτάδων εν σώματι, όταν βρίσκονται σε ναό για προσκύνηση, να αφήνουν ως διαπιστευτήρια της ψυχής τους την ηχώ και τον κοσμικό τους απόηχο. Το εντυπωσιακότερο οίκημα είναι το μουσείο με τις εικόνες, τα χειρόγραφα, τα βιβλία και τα λοιπά σκεύη λατρείας. Ενας μικρός τόπος αλλά με τόση επιμέλεια να έχει φροντισμένα τα μοναδικά μνημεία γραπτού λόγου και βυζαντινής τέχνης. Ανθρωποι που αγαπούν τον πολιτισμό τους και σκίζονται για ό,τι το ωραίο και όπως μπορούν τον διατηρούν και τον αναπαράγουν. Τη βραδιά της έναρξης με τους κενότοπους και κενόδοξους χαιρετισμούς (είμασταν ήδη σε προεκλογική φάση), άκουσα, ευτυχώς, την πρόεδρο του Πνευματικού Κέντρου Πάτμου κ. Νομική (εορτάζει μου ‘παν κάπου στην Μεσοπεντηκοστή) Μαύρου-Στράτα με όλη τη φλόγα της ανιδιοτέλειας και την αποφασιστικότητα που προκύπτει από την επίγνωση του έργου που γίνεται εκεί, παρότι το Υπουργείο του Πολιτισμού αγνοεί όλα αυτά (οι δια-περι-πεπλεγμένοι ερίφηδες που διαχειρίζονται τη χαβούζα της Αθήνας, δηλαδή), κι ήταν μια απόχρωση πολιτιστικής υγείας και καθαρού αέρα, πελαγίσιου.
Η Πάτμος το νιώθεις και το βλέπεις, έχει κάτι το ευλαβικό και στη γεωγραφία της. Μια ηρεμία στη γεοδιαμόρφωσή της, λόφοι, λιμάνια, λιμανάκια, ορμίσκοι που δεν συνορεύει καθόλου τον τουριστικό συρφετό που κατακλύζει τα λοιπά νησιά του Αιγαίου, με τις ξεσκολισμένες διαθέσεις να κυριαρχούν σ’ όλη την κλίμακα της ύπαρξης κάθε τουριστο-τόπου.
Δεν πήγαμε στους γειτονικούς Λειψούς, παρά τη δίκαιη επιμονή του Ν. Βαντσιώτη (ενός εκ των κυλιόμενων συναρχηγών, ο οποίος το βράδυ του πηγαιμού μας στην κοινή καμπίνα με εμψύχωνε, ως έφεδρος ναυτικός που διετέλεσε, την ώρα που «κουνούσε»). Το μικρό νησί έχει δύο προσκυνήματα. Μια από τις αξιόλογες και παλαιές εκκλησίες του είναι η "Παναγιά του Χάρου ", που χτίστηκε γύρω στα 1600 μ.Χ. από Μοναχούς της Μονής της Πάτμου. Η Εκκλησία ονομάστηκε έτσι από την πρωτότυπη εικόνα της Παναγιάς. Η Θεοτόκος κρατά τον Εσταυρωμένο Χριστό στην αγκαλιά της κι επειδή ο νεκρός έχει σχέση με το Χάρο, η εικόνα ονομάστηκε "Η Παναγιά του Χάρου ". Γιορτάζει στις 23 Αυγούστου (τα εννιάμερα της κοίμησης της Θεοτόκου). Την Άνοιξη, τοποθετούνται από τους πιστούς, κρίνοι πάνω στην εικόνα και αφήνονται εκεί μέχρι να ξεραθούν. Με ανεξήγητο τρόπο, τα ξερά κλαδιά αρχίζουν να βγάζουν μπουμπούκια και ανήμερα της γιορτής ανοίγουν.
Το άλλο αξιοθέατο είναι το κόκκινο σπίτι του κ. Γιωτόπουλου, που δικάστηκε οριστικά σε άπειρα ισόβια ως ηθικός κι ιδεολογικός υπεύθυνος (όπως λέμε αγορανομικός υπεύθυνος) της 17ης / 11ου αλλ’ επιπλέον και γιατί δεν πλήρωσε τους σοβατζήδες του σπιτιού του.
Παραμονή ολικής πανσελήνου στην εκκλησία της Σκάλας του Προδρόμου. Χοροστατεί ο πατριαρχικός έξαρχος, αρχιμανδρίτης κ. Αντίπας με χέρια τρυφηλά όπως άλλωστε κάθε αρχιμανδρίτη, του οποίου τη φήμη ερήμην του έψαλαν στην έναρξη του φεστιβάλ οι ντόπιοι ψάλτες. Ο κοζανίτης χοράρχης παίρνει τιμητική πάσα, ψαλτική (με τον Ραφαήλ πάντα κολλητό του) και δίνει μαθήματα στιβαράς μουσικής βεβαιότητας, που δηλώνει το γήινο, το στεριανό, το καθαρό, το γνήσιο. Μετά το «Φως ιλαρόν» αναχωρούμε. Αυτοί συνεχίζουν επί μακρόν.
Την νύχτα της πανσελήνου 29/8 στην παραλία ο Σ. Καρανάνος (βαθύλαλος στη χορωδία) ενσταντανέ έπιασε τη σελήνη λιωμένη, με λιγωμένη διάθεση, λίγο πριν πάρει το απόλυτα κοσμικό στρογγύλον της, μόλις ανέτειλε από ένα λόφο, ακριβώς μπροστά μας. Ηταν τόσο κοντά, που νόμιζες πως αν πηδούσες θα την έφτανες (άλμα επί σελήνης). Απότμιση κεφαλής Ιωάννου Προδρόμου. Εν τω μεταξύ:
«Ο χρόνος σου κυλάει μέσα στη νύχτα καράβι μοναχό
που ξεκίνησε σαν σήμερα το μακρινό επί γης ταξίδι
η ζωή μας στη ζωή των άλλων χάνεται σαν του ανέμου ηχώ
και εσύ μου είσαι πάντα πολύτιμο στασίδι».
Οι εκδηλώσεις ανά το θλιμμένο και φοβισμένο πανελλήνιο ακυρώνονταν αλλά οι της Πάτμου, λόγω του ότι δεν είχαν ψυχαγωγικό χαρακτήρα, ήταν κατά κάποιον τρόπο εντελώς πνευματικές με τόνο μάλιστα θεολογικό και θεωρήθηκε πως δεν ενέπιπταν στην κατηγορία των εκτός συναλλαγής και των ειδικών και ηθικών απαγορεύσεων της φωτιάς και της ανείπωτης καταστροφής που σκόρπιζε. Ως εκ τούτου συμμετείχαμε στο πένθος τηλεοπτικά και μόνο, δυσθυμούντες εννοείται εκ του ασφαλούς. Ενα ψαλτοτράγουδο που το είπαν υπέροχα πολλές φορές στο καράβι, στην πρόβα, και στην κανονική εκδήλωση καταχειροκροτήθηκε, έλεγε πως: «Κάψαν τη Σμύρνη πήραν τ’ Αϊβαλί» και πήγαινε τόσο τραγικά κι επίκαιρα με το κάψαν την Πελοποννήσου την Εύβοια κ.λπ. Κι ενώ όλη η νότια Ελλάδα καιγότανε άγρια και στην τηλεόραση ακόμα πιο άγρια, εμάς τυπικά δεν μας καιγόταν καρφί!
Η χορωδία Κοζάνης άνοιξε την πρώτη βραδιά και το διεθνές φεστιβάλ, αλλά προηγήθηκε για λίγο μια εξαμελής ομάδα επιχώριων ψαλτών, φιλότιμων αλλά κάπως αμήχανα για τα διεθνή μέτρα, με τη διεύθυνση του, και ποιητού εν τω άμα, Ιάκωβου Γιαμμαίου («Βορειοδυτικά της Αποκάλυψης» η ποιητική του συλλογή που μας χάρισε). Το υπόλοιπο πρόγραμμα των άλλων ημερών περιλάμβανε: Λουδοβίκου των Ανωγείων: «Δάκρυσι Μυρωμένοις»· «Σαν προσευχή» με το φωνητικό σύνολο FAMILY VOICES· το οργανικό σύνολο CAMMER- και ο τραγουδιστής Δημήτρης Δημόπουλος σε σπιρίτσουαλς· Μίκη Θεοδωράκη «Ακολουθία εις Κεκοιμημένους»· η ορχήστρα της Πάτρας σε έργα θρησκευτικής μουσικής, με την ορχήστρα MODERN STRINGS.
Ο «Ιάκωβος Ναυπλιώτης» της Κοζάνης εκείνη την κάπως αέρινη βραδιά, όταν άρχισε το πρόγραμμα, στη διάρκειά του, και στο τέλος, έδειξε κάτι το εντυπωσιακό που μετράτε με πανελλήνια αισθητικά μέτρα κι όχι με αυτά της επαρχίας. Τα μέλη της που τους έζησα στην καθημερινότητα του ταξιδιού, όπως και σ’ αυτήν της πόλεως, μόνιμα, αλλάκαι της νήσου εύκαιρα, είναι φυσικό να μην τους διακρίνεις απαραίτητα με τον καλλιτεχνικό τους λόγο. Συνηθισμένοι άνθρωποι, όπως είναι όλοι τους, και όλοι μας, αυτό που κρύβουν μέσα τους και διαθέτουν χάρισμα ή ταλέντο δεν θα το πουν και δεν το δείχνουν, ούτε το ξοδεύουν άσκοπα κι αναιτιολόγητα. Οταν, όμως έρθει ο καιρός τους, παίρνουν τις διαστάσεις του ρόλου τους, φεύγουν από τα γήινα κι έρχονται στην ουσία αυτού που διακονούν: να λένε τα τραγούδα του Θεού και κατά το τροπάριο της Υπαπαντής εμείς να βιώνουμε μυστηριακά το: «Ακατάλυπτον εστί το τελούμενον εν Συ»· και σ’ αυτούς δηλονότι. Υπερβολές! Αίφνης τους βλέπεις σε μια ωραία διάταξη με την αμφίεση του ρόλου τους, να χάνουν την ατομικότητά τους και να γίνονται ένα και όλον με ό,τι παρουσιάζουν. Οι βυζαντινοί ύμνοι χωρίς καμιά ιδιαίτερη πρωτοτυπία ως προς το θέμα τους, παίρνουν άλλη διάσταση σε σχέση με τον τόπο αλλά και τον χρόνο που ακούγονται. Στην Πάτμο ο υπαίθριος χώρος, θεατρικά διαμορφωμένος, η ιερότητά του δίπλα στο Σπήλαιον που έζησε και έγραψε τόσο θαυμαστά γράμματα ο Θεολόγος, μάζεψε κόσμο εκείνο το βράδυ και πολλούς ξένους επισκέπτες επί τούτου ακροατές. Το χειροκρότημα που ακολούθησε ήταν μια γνήσια επικύρωση του μουσικού τους τρόπου. Τόσες μέρες πυκνές, έμαθα την ψαλτική διαλεκτική στην δημιουργία και στην καθημερινότητά της. Στην τελική πρόβα ορχήστρας μετά μικροφώνων, λίγο πριν την έναρξη, ο Ραφαήλ στο κοντάκιον του αγίου Νικολάου ασυναίσθητα σταυροκοπήθηκε από την τοπική του συνήθεια αλλά και την έμφυτη ευλάβεια. Τρυφερή σκηνή μιας άδολης συνείδησης κι άφθορης παθών, ηλικίας.
Δεν βλέπω στη βραδιά αυτή ασύμμετρες γυναίκες ξένες
μόνο για ασύμμετρες φωτιές ακούν και βλέπουν τα μάτια
πέντε έξη μοναχές στο μαύρο της νύχτας κουρνιασμένες
στις κερκίδες της αναμονής και της υπομονής τα μονοπάτια.
Αυτός ο Σύλλογος αποτελεί ένα πολιτιστικό υπερ-θετικό αντίβαρο στη χθαμαλότητα που διακρίνει τον συλλογικά οργανωμένο, αλλά και κρατικά και δημοτικά διευθυνόμενο και κατευθυνόμενο πολιτισμό του τόπου μας. Οταν οι ξένοι που παρακολουθούσαν δίπλα μου χειροκροτούσαν με πολιτισμένο ενθουσιασμό τη χορωδία, ένιωσα την ανάγκη να τους πω, πως κι εγώ είμαι από αυτόν τον τόπο που είναι κι αυτοί· ότι τους γνωρίζω, με γνωρίζουν, έχω φίλους αγαπημένους και γνωστούς. Ηθελα να τσιμπολογήσω κι εγώ ήχους ή ηχώ από το χειροκρότημά τους, και την όποια εφήμερη δόξα τους, που μας είναι όμως τόσο ζωτικής ανάγκης, επιβεβαίωση· να λάβω μερίδιο από τη φήμη τους, ως εκ της εντοπιότητος και της συνοδείας μου σ’ αυτό το ιερό καραβάνι, ένας άτυπος μορφωτικός ακόλουθος χωρίς όμως κανένα ρόλο ει μη μόνον του ακροατή τους τελικά. Δεν τους είπα, δεν ήξερα τη γλώσσα τους εκτός από αυτήν την παγκόσμια κοινή του ανυπόκριτου ενθουσιασμού· έτσι σιωπούσα συγκινημένος.
Ξημερώνοντας η 30η Αυγούστου πήραμε το καράβι της επιστροφής που έρχονταν με καθυστέρηση από τη Ρόδο, γεμάτο τουριστο- ντουνιά, σε μια κατάσταση ελαφράς παραλυσίας. Πέσαμε να κοιμηθούμε όπου να ‘ναι στο κατάστρωμα με θέσεις, λέει, αεροπλάνου... Εις μάτην!
«Να επιστρέψω στην πατρίδα, εκεί όπου μου είναι γνωστοί οι ανθισμένοι δρόμοι» (Φ.Χ.)
*
Επέστρεψαν τώρα κι όλες οι αγαπημένες μου φωτιές
σβηστές, λανθάνουσες κι όσες ακόμα καίνε πυρκαγιές
***
Δευτέρα, 27 Αυγούστου ξεκινήσαμε με λεωφορείο από το Σιδηροδρομικό Σταθμό Κοζάνης με το «Ευλογητός σε Χριστέ ο Θεός ο πανσόφους τους αλιείς κ.λπ.», που έλαβε καιρόν ο χοράρχης με το μικρόφωνο, μόλις έβαλε μπροστά ο οδηγός.
έλειπε η Ειρήνη
Του Β. Π. Καραγιάννη
«Ομως γύρω απ’ τις πύλες της Ασίας θροϊζουν
καθώς απλώνονται εδώ κι εκεί
Επάνω στην αβέβαιη της θάλασσας πεδιάδα
Πλήθος από τις δίχως ίσκιωμα οδούς,
Κι ωστόσο ο ναύτης γνωρίζει τα νησιά.
Κι όταν άκουσα
Πως ένα απ’ τα κοντινά
Ηταν η Πάτμος,
Πολύ πόθησα
Εκεί να κατεβώ και
να πλησιάσω τη σκοτεινή σπηλιά...» ( «Πάτμος» FRIEDRICH HΟLDERLIN - Φ.Χ.)
Νύχτα της 28ης/8ου, πλέοντες σε μια παγερή, ασημένια θάλασσα, φτάσαμε στο νησί, και έτσι δεν είδαμε την είσοδο μας σ’ αυτό. Οταν μπαίνεις σε ένα άγνωστο τοπίο κι είναι ένα λιμάνι, (μια αγκαλιά ή ένα καταφύγιο), μετά από 12 ώρες ταξίδι- κάποτε άρχισε να κουνάει η θάλασσα του Αιγαίου κι έσφιξε κάπως η άμαθη συνήθεια μας- («Οταν απ’ της Ασίας τα βουνά κατέρχεται το άγιο σεληνόφως» Φ.Χ.), νιώθεις μια λύτρωση ξαναπατώντας στην ελαφράδα της στέρεας σχέσης με τη γη σου, με το σώμα και το χώμα σου. Ετσι, η πρώτη εντύπωση ήταν απροσδιόριστη. Ενας μικρός ωραίος κόλπος, Γροίκος (νιώθω εκεί στεριανός αγροίκος) μας κοιμήθηκε. Το πρωί, πριν την ανατολή του ηλίου, ένιωσα στο σβέρκο την πρώτη ακτίνα του, από την αντανάκλαση στον πίσω μου λόφο, είδαμε, είδα δηλαδή για να μη γενικεύω στις εντυπώσεις, αυτή τη γλυκιά ηρεμία κι ωραιότητα της νήσου, που την φανταζόμουν σαν κάτι που βυθίζεται κάτω από την ιστορία του, τη θρησκευτικότητα, το μυστήριο της «Αποκαλύψεως» και μη. Ευτυχώς τίποτε απ’ αυτά δεν μου συνέβη στη συνέχεια περπατώντας επί της γης της.
Η πρώτη βραδιά του διεθνούς φεστιβάλ θρησκευτικής μουσικής, που γίνεται εδώ και 7 χρόνια στην Πάτμο, μια σπουδαία, υψηλής, μουσικής αισθητικής εκδήλωση εκτός κέντρου, είναι αφιερωμένη στη βυζαντινή μουσική. Του φεστιβάλ («Η θεία Αποκάλυψη της Μουσικής») καλλιτεχνικός διευθυντής ήταν και είναι ο εξαίρετος μουσικός κ. Αλκης Μπαλτάς. Τον άκουγα, πριν δυο τρία χρόνια, στο «Τρίτο Πρόγραμμα», να συνομιλεί με τον κ. Χρ. Παπαγεωργίου στην επίσης εξαίρετη εκπομπή του «Η κυρία με τη Στριχνίνη» μετέδιδαν δε και μουσικά στιγμιότυπα απ’ αυτό. Μου είχε μείνει ως απωθημένο αυτή η εκδήλωση και η επίσκεψη στην Πάτμο. Εγένετο. Είχα μαζί μου το βιβλίο «Ελεγείες, Υμνοι και άλλα ποιήματα» μεταξύ των οποίων και η «Πάτμος» του Φρ, Χαίλντερλιν σε μετάφραση της Στέλλας Γ. Νικολούδη, εκδ. Αγρα, όπως επίσης και το «Δεύτερο βιβλίο με τις Αντιστίξεις» του ποιητή και μουσικού Γ. Ευσταθιάδη, εκδ. Λέσχη του Δίσκου, με τα υπέροχα, μικρά κομμάτια για τη μουσική και τους μουσικούς. («Πάνε εκατό φθινόπωρα και τα χείλη μου ποτέ δεν ήταν πιο σιωπηλά»). Τις επόμενες μέρες στο φεστιβάλ, ακολουθεί επί το πλείστον η δυτική, θρησκευτική μουσική Εκεί βρέθηκε η Βυζαντινή χορωδία της πόλεως, αλλά όχι τόσο και της ...μητροπόλεως, Σερβίων και Κοζάνης, «Ιάκωβος Ναυπλιώτης», με 28 μέλη και μερικούς άλλους ως προστεθημένη ημι-αξία, όπως η ημετέρα αναξιότης, αλλά κι η φιλόλογος η επί το ποντιακότερο αδόκιμα τραβηγμένα, συνεπίθετη, κ. Χρυσάνθη. Διευθυντής στη χορωδία (χοράρχης) ο άρχοντας πρωτοψάλτης Σωτήριος Αρβανίτης· συναρχηγοί αποστολής εναλλασσόμενοι οι: Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Νικόλαος Βαντσιώτης και Δημήτρης Δημητρίου από το Δ.Σ. του Συλλόγου. Πρώτος της χορωδιακής ομηγύρεως ο μεγαλοψάλτης Νικόλαος (Αμοιρίδης) και νεότερος ο μαθητής Ραφαήλ (Τζήκας). Μου θύμιζαν τους νεοαναφανέντες άγιοι της Λέσβου («Θα βρείτε τα οστά μου υπό βροχή» το διήγημα του Θανάση Βαλτινού το έφερναν συνεχώς στη σκέψη κι ας έλειπε της τριάδας αυτής, η Ειρήνη).
Οι άλλοι ψάλτες που αποτελούσαν το έκτακτο πλήρωμα της χορωδιακής, ευλογημένης νηός, που είναι χορωδιο-νηολογημένη «Στης Κοζάνης τα σοκάκια με τα (ανύπαρκτα) σπίτια τα ψηλά (και τα παλιά)» ήταν οι: Αρβανίτης Κων., Γκάτος Νικ., Καραγιαννίδης Ανδρ., Μαραμής Νικ., Κονταξής Στεφ., (άριστος και στον εγκόσμιο λυρικό λόγο· τον άκουγα γοητευμένος το βράδυ της επιστροφής μας στο λιμάνι της Πάτμου, να τραγουδά, μόνον γι’ αυτόν πηγαίνω στον Αη-Δημήτρη, χρόνια τώρα)· Κτενίδης Αν. (22 χρόνια γείτων στο δικηγορικό γραφείο αλλά δυό βραδιές ομόκλινος στην Πάτμο), Κυριαζόπουλος Κων., Λαμπαδάς, Γ. Ζαρκάδας Γ., Μεταξιώτης Ελευθ., Ματιάκης Εμ., Δάλλας Χρ., Σταμάτογλου Β., Ορτουλίδης Απ., Αθανασιάδης Αθ., Ισπόγλου Κων., Καρανάνος Αθ., Λιόγκας Ιων., Μαρκόπουλος Γ., Τζανίδης Στ., Τσέκος Αντ., Χασιώτης Δημ.
Για να νιώσεις αυτό το τοπίο της μυστικής έξαψης πρέπει, μόλις σε αδειάσει το μεγάλο καράβι, μέρα, να πάρεις με τα πόδια τον ανήφορο, άσφαλτος ελικοειδής, αλλά και την προς τα άνω της ψυχής σου πορεία. Το λιμάνι είναι ο πολύβουος κόσμος της καθημερινότητας, το πηγαινέλα κυρίως των σωμάτων επί των εγκόσμιων αναγκών· η συναλλαγή, η απόλαυση, αυτό που γνωρίζεις. Ισως κάπως πιο ήρεμο από τα άλλα νησιά. Φαίνεται πως ή είχαν κοπάσει οι τουριστικές αγέλες ή ότι η Πάτμος αποτρέπει εξ ορισμού τη θορυβώδη προσέλευση και επιβάλλει μια συστολή κι ένα σέβας στους ανέμελους ενοχλητικά, όπως οι πετεινοί της Ιερουσαλήμ, συμμετέχοντες στο πένθος της ημέρας δεν λαλούν τη Μ. Παρασκευή, κατά τον Εμ. Ροϊδην. Ανέρχεσαι και στη μέση του λόφου είναι η επικράτεια του ιερού Σπηλαίου, των σημείων κι αφηγηματικών τεράτων, του Ιωάννου Θεολόγου («Ποταμοί θεολογίας εκ του στόματός σου»). Ετσι η κορυφαία θέση της νήσου είναι στη μέση. Θα κατέβεις αρκετά σκαλιά και θα μπεις σε χώρο, μισή βραχοσπηλιά και μισή εκκλησιά, κάτι το διφυές με το αφύσικο θείον και το φυσικό εγκόσμιο! Η γεωλογική διάρθρωση και το θεολογικό υπέρλογο συμφύρονται και συνυπάρχουν με το σημερινό, συνήθως κακόγουστο, του εκκλησιαστικού, ναοδομικού όντος του Σπηλαίου. Ο μοναχός ή ιερέας, αδιευκρίνιστο, στην άπταιστη καλοκουρδισμένη γλώσσα των ξεναγών, αφηγείται διάφορα και εσύ όλα θα τα πιστέψεις, γιατί δεν έχεις και τίποτε καλύτερο να κάνεις. Εδώ κάθονταν ο Θεολόγος, εκεί έγερνε το κεφάλι του, απ’ εδώ πέρασε η φωνή του Θεού, έσχισε σε ρίγα το βράχο (και δώστου τα χέρια των πιστών να χαϊδεύουν τη θεϊκή αυλακιά...) η οποία κι εχωρίσθη τρίχα, διαδηλώνοντας έτσι επί βράχοις, το τριαδικόν ασύλλυπτον· εδώ έλαβε χώρα μία από τις ενσώματες εμφανίσεις του Κυρίου στη γη μετά την Ανάσταση κ.λπ.. Ο Απόστολος τότε, έκοβε βόλτες στο νησί διδάσκων κι έγραψε, αν την έγραψε, την «Αποκάλυψη», ευρισκόμενος σε μεγάλα συγγραφικά κι υπερρεαλιστικά κέφια και θεία οράματα. Ομως, δεν πέθανε εκεί αλλά «Μετέστη εν σώματι στους ουρανούς» κάπου κοντά στην ‘Εφεσο όπου διατηρούσε κι εκεί σπήλαιον κι έγραψε εκεί το Ευαγγέλιο. Τ’ ακούς όλα αυτά μ’ αυτί ευήκοον, λίγο περίφοβο και κάποτε ελαφρώς νυσταλέος, αλλά πότε και με αυτί κουφού που γράφει ο Σαίξπηρ. Η χορωδία των ψαλτών («η εμμελής αυτή θεολογία») απέδωσε, του Θεολόγου κυρίως, την παγκόσμια φήμη.
Η επιφάνεια του αγρού, οι ήχοι
Τον ακούν και μια ηχώ αγάπης
Αντιλαλεί τους θρήνους του ανδρός. Ετσι εφρόντισε
Κάποτε τον αγαπημένο του Θεού
Τον οραματιστή που στην ευτυχισμένη νιότη του
Βάδισε με
Τον υιό του Υψίστου, αχώριστος, γιατί
Ο κύριος της θυέλλης αγαπούσε την απλότητα
Του μαθητή και ο προσεκτικός άνδρας
Είδε με ακρίβεια την όψη του Θεού... (Φ.Χ.)
Η Χώρα της Πάτμου, είναι μια ήσυχη κορυφή, μόνο κοντά στο καστρο-μοναστήρι τις ώρες και μέρες λειτουργίας του, ανάλογα με τις καταπλεύσεις των μεγάλων καραβιών με τους προσκυνητές, μαυρίζουν και παρδαλοντύνονται τα σοκάκια της. Στην άλλη πόλη μικρά στενά, πλακόστρωτα, εκκλησίδια, σιωπές εύλαλες, η κεντρική πλατεία με τον Φιλικό Εμμ. Ξάνθο σε προτομή, και τον αέρα συνεχώς να μη σ’ αφήνει, κυρίως προς το βράδυ, να νιώσεις το καλοκαίρι που φεύγει αλλά και το πύρωμα της λοιπής καιομένης χώρας. Από το παράθυρο της ταβέρνας «Αλώνι» κοιτούσε το τετρακτύς (Αναστάσιος, Δημήτριος, Αθανάσιος) πίνοντας λευκό κρασί, όλη την έκταση του νησιού και πολιτικολογούσε μετ’ ευτελείας. Στο καράβι του πηγαιμού, κάτι σαν «Ανθή–Μαρίνα», μια μεγάλη ομάδα χριστιανικών γυναικών από την Ορεστιάδα, προσκυνήτριες, μου θύμισαν τις μαθητικές, φλογερές, χριστιανικές μου τροπές με το περιοδικό «Προς τη Νίκη» τχ. 691, που ξεφύλλισα μετά από τόσα χρόνια και με γέμισαν νοσταλγία οι ποιητές Στ. Μπολέτσης και ειδικά ο Γ. Βερίτης του οποίου είχε στίχο στο οπισθόφυλλο: «Αγρυπνα μάτια για να βλέπω δος μου/τον κόσμο γύρω και τον κόσμο εντός μου».
Αλλά ο Φρ.Χαίλντερλιν υπερίσχυε: «Οπως κι άλλοτε, απαλά οι άνεμοι της νιότης με χαϊδεύουν».
Μέσα στον μοναστηριακό περίβολο οι αυλές, οι δαιδαλώδεις διάδρομοι, στο καθολικό του, μια τυπική, παλιά εκκλησία οι κοζανίτες χορωδοί απένειμαν τους καθιερωμένους, χαιρετιστήριους ύμνους. Μια συνήθεια που δεν την ήξερα αυτή των ψαλτάδων εν σώματι, όταν βρίσκονται σε ναό για προσκύνηση, να αφήνουν ως διαπιστευτήρια της ψυχής τους την ηχώ και τον κοσμικό τους απόηχο. Το εντυπωσιακότερο οίκημα είναι το μουσείο με τις εικόνες, τα χειρόγραφα, τα βιβλία και τα λοιπά σκεύη λατρείας. Ενας μικρός τόπος αλλά με τόση επιμέλεια να έχει φροντισμένα τα μοναδικά μνημεία γραπτού λόγου και βυζαντινής τέχνης. Ανθρωποι που αγαπούν τον πολιτισμό τους και σκίζονται για ό,τι το ωραίο και όπως μπορούν τον διατηρούν και τον αναπαράγουν. Τη βραδιά της έναρξης με τους κενότοπους και κενόδοξους χαιρετισμούς (είμασταν ήδη σε προεκλογική φάση), άκουσα, ευτυχώς, την πρόεδρο του Πνευματικού Κέντρου Πάτμου κ. Νομική (εορτάζει μου ‘παν κάπου στην Μεσοπεντηκοστή) Μαύρου-Στράτα με όλη τη φλόγα της ανιδιοτέλειας και την αποφασιστικότητα που προκύπτει από την επίγνωση του έργου που γίνεται εκεί, παρότι το Υπουργείο του Πολιτισμού αγνοεί όλα αυτά (οι δια-περι-πεπλεγμένοι ερίφηδες που διαχειρίζονται τη χαβούζα της Αθήνας, δηλαδή), κι ήταν μια απόχρωση πολιτιστικής υγείας και καθαρού αέρα, πελαγίσιου.
Η Πάτμος το νιώθεις και το βλέπεις, έχει κάτι το ευλαβικό και στη γεωγραφία της. Μια ηρεμία στη γεοδιαμόρφωσή της, λόφοι, λιμάνια, λιμανάκια, ορμίσκοι που δεν συνορεύει καθόλου τον τουριστικό συρφετό που κατακλύζει τα λοιπά νησιά του Αιγαίου, με τις ξεσκολισμένες διαθέσεις να κυριαρχούν σ’ όλη την κλίμακα της ύπαρξης κάθε τουριστο-τόπου.
Δεν πήγαμε στους γειτονικούς Λειψούς, παρά τη δίκαιη επιμονή του Ν. Βαντσιώτη (ενός εκ των κυλιόμενων συναρχηγών, ο οποίος το βράδυ του πηγαιμού μας στην κοινή καμπίνα με εμψύχωνε, ως έφεδρος ναυτικός που διετέλεσε, την ώρα που «κουνούσε»). Το μικρό νησί έχει δύο προσκυνήματα. Μια από τις αξιόλογες και παλαιές εκκλησίες του είναι η "Παναγιά του Χάρου ", που χτίστηκε γύρω στα 1600 μ.Χ. από Μοναχούς της Μονής της Πάτμου. Η Εκκλησία ονομάστηκε έτσι από την πρωτότυπη εικόνα της Παναγιάς. Η Θεοτόκος κρατά τον Εσταυρωμένο Χριστό στην αγκαλιά της κι επειδή ο νεκρός έχει σχέση με το Χάρο, η εικόνα ονομάστηκε "Η Παναγιά του Χάρου ". Γιορτάζει στις 23 Αυγούστου (τα εννιάμερα της κοίμησης της Θεοτόκου). Την Άνοιξη, τοποθετούνται από τους πιστούς, κρίνοι πάνω στην εικόνα και αφήνονται εκεί μέχρι να ξεραθούν. Με ανεξήγητο τρόπο, τα ξερά κλαδιά αρχίζουν να βγάζουν μπουμπούκια και ανήμερα της γιορτής ανοίγουν.
Το άλλο αξιοθέατο είναι το κόκκινο σπίτι του κ. Γιωτόπουλου, που δικάστηκε οριστικά σε άπειρα ισόβια ως ηθικός κι ιδεολογικός υπεύθυνος (όπως λέμε αγορανομικός υπεύθυνος) της 17ης / 11ου αλλ’ επιπλέον και γιατί δεν πλήρωσε τους σοβατζήδες του σπιτιού του.
Παραμονή ολικής πανσελήνου στην εκκλησία της Σκάλας του Προδρόμου. Χοροστατεί ο πατριαρχικός έξαρχος, αρχιμανδρίτης κ. Αντίπας με χέρια τρυφηλά όπως άλλωστε κάθε αρχιμανδρίτη, του οποίου τη φήμη ερήμην του έψαλαν στην έναρξη του φεστιβάλ οι ντόπιοι ψάλτες. Ο κοζανίτης χοράρχης παίρνει τιμητική πάσα, ψαλτική (με τον Ραφαήλ πάντα κολλητό του) και δίνει μαθήματα στιβαράς μουσικής βεβαιότητας, που δηλώνει το γήινο, το στεριανό, το καθαρό, το γνήσιο. Μετά το «Φως ιλαρόν» αναχωρούμε. Αυτοί συνεχίζουν επί μακρόν.
Την νύχτα της πανσελήνου 29/8 στην παραλία ο Σ. Καρανάνος (βαθύλαλος στη χορωδία) ενσταντανέ έπιασε τη σελήνη λιωμένη, με λιγωμένη διάθεση, λίγο πριν πάρει το απόλυτα κοσμικό στρογγύλον της, μόλις ανέτειλε από ένα λόφο, ακριβώς μπροστά μας. Ηταν τόσο κοντά, που νόμιζες πως αν πηδούσες θα την έφτανες (άλμα επί σελήνης). Απότμιση κεφαλής Ιωάννου Προδρόμου. Εν τω μεταξύ:
«Ο χρόνος σου κυλάει μέσα στη νύχτα καράβι μοναχό
που ξεκίνησε σαν σήμερα το μακρινό επί γης ταξίδι
η ζωή μας στη ζωή των άλλων χάνεται σαν του ανέμου ηχώ
και εσύ μου είσαι πάντα πολύτιμο στασίδι».
Οι εκδηλώσεις ανά το θλιμμένο και φοβισμένο πανελλήνιο ακυρώνονταν αλλά οι της Πάτμου, λόγω του ότι δεν είχαν ψυχαγωγικό χαρακτήρα, ήταν κατά κάποιον τρόπο εντελώς πνευματικές με τόνο μάλιστα θεολογικό και θεωρήθηκε πως δεν ενέπιπταν στην κατηγορία των εκτός συναλλαγής και των ειδικών και ηθικών απαγορεύσεων της φωτιάς και της ανείπωτης καταστροφής που σκόρπιζε. Ως εκ τούτου συμμετείχαμε στο πένθος τηλεοπτικά και μόνο, δυσθυμούντες εννοείται εκ του ασφαλούς. Ενα ψαλτοτράγουδο που το είπαν υπέροχα πολλές φορές στο καράβι, στην πρόβα, και στην κανονική εκδήλωση καταχειροκροτήθηκε, έλεγε πως: «Κάψαν τη Σμύρνη πήραν τ’ Αϊβαλί» και πήγαινε τόσο τραγικά κι επίκαιρα με το κάψαν την Πελοποννήσου την Εύβοια κ.λπ. Κι ενώ όλη η νότια Ελλάδα καιγότανε άγρια και στην τηλεόραση ακόμα πιο άγρια, εμάς τυπικά δεν μας καιγόταν καρφί!
Η χορωδία Κοζάνης άνοιξε την πρώτη βραδιά και το διεθνές φεστιβάλ, αλλά προηγήθηκε για λίγο μια εξαμελής ομάδα επιχώριων ψαλτών, φιλότιμων αλλά κάπως αμήχανα για τα διεθνή μέτρα, με τη διεύθυνση του, και ποιητού εν τω άμα, Ιάκωβου Γιαμμαίου («Βορειοδυτικά της Αποκάλυψης» η ποιητική του συλλογή που μας χάρισε). Το υπόλοιπο πρόγραμμα των άλλων ημερών περιλάμβανε: Λουδοβίκου των Ανωγείων: «Δάκρυσι Μυρωμένοις»· «Σαν προσευχή» με το φωνητικό σύνολο FAMILY VOICES· το οργανικό σύνολο CAMMER- και ο τραγουδιστής Δημήτρης Δημόπουλος σε σπιρίτσουαλς· Μίκη Θεοδωράκη «Ακολουθία εις Κεκοιμημένους»· η ορχήστρα της Πάτρας σε έργα θρησκευτικής μουσικής, με την ορχήστρα MODERN STRINGS.
Ο «Ιάκωβος Ναυπλιώτης» της Κοζάνης εκείνη την κάπως αέρινη βραδιά, όταν άρχισε το πρόγραμμα, στη διάρκειά του, και στο τέλος, έδειξε κάτι το εντυπωσιακό που μετράτε με πανελλήνια αισθητικά μέτρα κι όχι με αυτά της επαρχίας. Τα μέλη της που τους έζησα στην καθημερινότητα του ταξιδιού, όπως και σ’ αυτήν της πόλεως, μόνιμα, αλλάκαι της νήσου εύκαιρα, είναι φυσικό να μην τους διακρίνεις απαραίτητα με τον καλλιτεχνικό τους λόγο. Συνηθισμένοι άνθρωποι, όπως είναι όλοι τους, και όλοι μας, αυτό που κρύβουν μέσα τους και διαθέτουν χάρισμα ή ταλέντο δεν θα το πουν και δεν το δείχνουν, ούτε το ξοδεύουν άσκοπα κι αναιτιολόγητα. Οταν, όμως έρθει ο καιρός τους, παίρνουν τις διαστάσεις του ρόλου τους, φεύγουν από τα γήινα κι έρχονται στην ουσία αυτού που διακονούν: να λένε τα τραγούδα του Θεού και κατά το τροπάριο της Υπαπαντής εμείς να βιώνουμε μυστηριακά το: «Ακατάλυπτον εστί το τελούμενον εν Συ»· και σ’ αυτούς δηλονότι. Υπερβολές! Αίφνης τους βλέπεις σε μια ωραία διάταξη με την αμφίεση του ρόλου τους, να χάνουν την ατομικότητά τους και να γίνονται ένα και όλον με ό,τι παρουσιάζουν. Οι βυζαντινοί ύμνοι χωρίς καμιά ιδιαίτερη πρωτοτυπία ως προς το θέμα τους, παίρνουν άλλη διάσταση σε σχέση με τον τόπο αλλά και τον χρόνο που ακούγονται. Στην Πάτμο ο υπαίθριος χώρος, θεατρικά διαμορφωμένος, η ιερότητά του δίπλα στο Σπήλαιον που έζησε και έγραψε τόσο θαυμαστά γράμματα ο Θεολόγος, μάζεψε κόσμο εκείνο το βράδυ και πολλούς ξένους επισκέπτες επί τούτου ακροατές. Το χειροκρότημα που ακολούθησε ήταν μια γνήσια επικύρωση του μουσικού τους τρόπου. Τόσες μέρες πυκνές, έμαθα την ψαλτική διαλεκτική στην δημιουργία και στην καθημερινότητά της. Στην τελική πρόβα ορχήστρας μετά μικροφώνων, λίγο πριν την έναρξη, ο Ραφαήλ στο κοντάκιον του αγίου Νικολάου ασυναίσθητα σταυροκοπήθηκε από την τοπική του συνήθεια αλλά και την έμφυτη ευλάβεια. Τρυφερή σκηνή μιας άδολης συνείδησης κι άφθορης παθών, ηλικίας.
Δεν βλέπω στη βραδιά αυτή ασύμμετρες γυναίκες ξένες
μόνο για ασύμμετρες φωτιές ακούν και βλέπουν τα μάτια
πέντε έξη μοναχές στο μαύρο της νύχτας κουρνιασμένες
στις κερκίδες της αναμονής και της υπομονής τα μονοπάτια.
Αυτός ο Σύλλογος αποτελεί ένα πολιτιστικό υπερ-θετικό αντίβαρο στη χθαμαλότητα που διακρίνει τον συλλογικά οργανωμένο, αλλά και κρατικά και δημοτικά διευθυνόμενο και κατευθυνόμενο πολιτισμό του τόπου μας. Οταν οι ξένοι που παρακολουθούσαν δίπλα μου χειροκροτούσαν με πολιτισμένο ενθουσιασμό τη χορωδία, ένιωσα την ανάγκη να τους πω, πως κι εγώ είμαι από αυτόν τον τόπο που είναι κι αυτοί· ότι τους γνωρίζω, με γνωρίζουν, έχω φίλους αγαπημένους και γνωστούς. Ηθελα να τσιμπολογήσω κι εγώ ήχους ή ηχώ από το χειροκρότημά τους, και την όποια εφήμερη δόξα τους, που μας είναι όμως τόσο ζωτικής ανάγκης, επιβεβαίωση· να λάβω μερίδιο από τη φήμη τους, ως εκ της εντοπιότητος και της συνοδείας μου σ’ αυτό το ιερό καραβάνι, ένας άτυπος μορφωτικός ακόλουθος χωρίς όμως κανένα ρόλο ει μη μόνον του ακροατή τους τελικά. Δεν τους είπα, δεν ήξερα τη γλώσσα τους εκτός από αυτήν την παγκόσμια κοινή του ανυπόκριτου ενθουσιασμού· έτσι σιωπούσα συγκινημένος.
Ξημερώνοντας η 30η Αυγούστου πήραμε το καράβι της επιστροφής που έρχονταν με καθυστέρηση από τη Ρόδο, γεμάτο τουριστο- ντουνιά, σε μια κατάσταση ελαφράς παραλυσίας. Πέσαμε να κοιμηθούμε όπου να ‘ναι στο κατάστρωμα με θέσεις, λέει, αεροπλάνου... Εις μάτην!
«Να επιστρέψω στην πατρίδα, εκεί όπου μου είναι γνωστοί οι ανθισμένοι δρόμοι» (Φ.Χ.)
*
Επέστρεψαν τώρα κι όλες οι αγαπημένες μου φωτιές
σβηστές, λανθάνουσες κι όσες ακόμα καίνε πυρκαγιές
***
Δευτέρα, 27 Αυγούστου ξεκινήσαμε με λεωφορείο από το Σιδηροδρομικό Σταθμό Κοζάνης με το «Ευλογητός σε Χριστέ ο Θεός ο πανσόφους τους αλιείς κ.λπ.», που έλαβε καιρόν ο χοράρχης με το μικρόφωνο, μόλις έβαλε μπροστά ο οδηγός.
Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2007
Εκλογικα Σεπτεμβριος 2007
«Oλοι τους ίδιοι είναι»
Ομως κάποιοι επιμένουν να διαφέρουν...
Του Β.Π.Καραγιάννη
«Όλα θα ξεχαστούν και τίποτα δεν θα επανορθωθεί. Το θέμα της επανόρθωσης (εκδίκηση και συγχώρεση) θα το διαδεχθεί η λήθη. Κανείς δεν θα επανορθώσει τις αδικίες που έγιναν, αλλά όλες θα ξεχαστούν»
(Μ. Κούντερα Το Αστείο)
Η παραδοχή με την εν πολλοίς αφοπλιστική φράση: «Ολοι τους ίδιοι είναι», που διαπερνά κάθε απλή και τίμια συνείδηση, η οποία αυτές τις μέρες αποκαλείται και εκλογικό σώμα, έχει γίνει μια καθοριστική συνθήκη στη νεοελληνική καθημερινότητα.
Μέσα σ’ ένα πυρίκαυστο καλοκαίρι, σκέφτηκαν οι κρατούντες τα εφήμερα χαλινάρια της εξουσίας πως πρέπει να πιάσουν στον ύπνο αυτήν τη διάθεση, καθώς και τους ομοιότυπους κι ομότροπους συνδιαχειριστές και δήθεν αντιπάλους τους, και, μέσα στη γενικευμένη χαλάρωση, τους πολίτες υπηκόους τους, και να τους τ’ αρπάξουν, για μια ακόμη φορά, κανονικά και με τον εκλογικό νόμο.
Τους πρόλαβε όμως, Νέμεση, η φωτιά που ήρθε και έκαψε όχι μόνο χώρα κι ανθρώπους αλλά πρωτίστως κάθε ψευδαίσθηση περί της ύπαρξης κράτους δικαίου, κράτους πρόληψης, κράτους συνεκτικού, κράτους στοιχειωδώς εκπολιτισμένου.
Κατέρρευσαν στη φλόγινη, καθαρτήρια δίνη όλες οι μεταπολιτευτικές (μήπως και μεταπολεμικές;) αυταπάτες, ότι μπορούμε να υπάρχουμε και να λειτουργούμε έστω και με το ελάχιστο που απαιτούν οι κοινωνίες. Ηταν μια αποκάλυψη οδυνηρή, αποτέλεσμα ενός πολυχρόνιου πολιτικού, ηθικού ξεπεσμού, οικονομικής διαρπαγής κι αβάσταχτης ελαφρότητας και μετριότητας του πολιτικού μας είναι. Εκτός από την ατομική ευθύνη και το συλλογικό μας ασυνείδητο, που δεν μπορεί να αγνοηθούν, και οι διαχειριστές της υπόστασής μας φανερώθηκαν εντελώς γυμνοί.
Επάνω στις στάχτες των σπιτιών, στα αποκαϊδια των δέντρων, με την μυρωδιά της ανθρώπινης απώλειας διάχυτη σαν τις ατιμώρητες τύψεις, τρέχουν και δεν φτάνουν, για μια ακόμα φορά, τα ρετάλια του αφασιακού πολιτικού λόγου· για να διαιωνίσουν οι μεν την άδεια τους ουσία, οι δε να σαλτάρουν εκ νέου στην εξουσία με όλα τα πανιά τού κενού τους αναπεπταμένα, κι ας μόλις διώχτηκαν σαν εξειδικευμένοι βουτηχτές των δημοσίων ερμαρίων και βουλιαχτές της χώρας.
«Ολοι τους ίδιοι είναι».
Ομως κάποιοι επιμένουν να διαφέρουν εδώ και τώρα κι από πάντα.
Είναι εκείνοι οι πολίτες που δεν φυλάγουν τις μεγάλες Θερμοπύλες του γένους, αλλά αγρυπνούν στις μικρές, καθημερινές πύλες της πόλης, του χωριού, της γειτονιάς και της ανθρωπιάς που περικλείεται σ’ αυτά.
Είναι εκείνοι που δεν φλέγονται για του «έθνους» τις φωτιές αλλά καίγονται μαζί με το τελευταίο δέντρο από τη λύπη για το χαμένο μας αύριο που δεν θα ‘ρθει, γιατί το σήμερα και το χτες του τόπου υποθηκεύτηκε, ρημάχτηκε, δηώθηκε.
Είναι αυτοί που αισιοδοξούν κι ελπίζουν πως -ακόμα και μέσα στο ανερυθρίαστο της πολιτικής αλλοτρίωσης, της ασύμμετρης κομματικοκρατίας, του εκμαυλισμού της κοινωνίας, της αποπτώχευσης των ιδεών- υπάρχει η δυνατότητα έκρηξης κι αντίστασης του ενεργού, στην πράξη κι όχι στους τίτλους, πολίτη.
Είναι εκείνη η πολιτική πρακτική, σκέψη και συνείδηση, που δεν αναπαύεται στην ασφάλεια του ασάλευτου ιδεολογήματος που όμως κατέρρευσε ούτε και στο μεταφυσικό κι ανύπαρκτο αύριο της νομοτελειακής, άρα εφησυχαστικής, απάτης.
Εκείνοι που έκαναν το μεγάλο σάλτο πάνω από την προσωπική τους ιστορία και τις χαμένες ψευδαισθήσεις της ιδεολογίας, άνοιξαν διαφορετικούς δρόμους στα οράματα και την πολιτική πρακτική. Είναι αυτοί που επιδιώκουν τώρα την επαναστατική οικολογική συνείδηση κι όχι την απλή περιβαλλοντική καθημερινότητα· που θέλουν να έρθει στο κέντρο της συζήτησης ο άνθρωπος στον ιστορικό του, επί αυτής της γης κι αυτής της ζωής, ρόλο.
Είναι οι πολίτες της Συνασπισμένης Ανανεωτικής Ριζοσπαστικής Αριστεράς στη χώρα μας, όπως αυτοί συσπειρώνονται, σε κόμματα, ομάδες, κοινωνικά κινήματα, αναζητήσεις στον πολιτισμό, παλεύουν κι υπάρχουν με άλλες δυνάμεις κοινής πορείας και δράσης στην Ευρώπη και στον κόσμο.
Και θέλουν και μπορούν να βοηθήσουν καθοριστικά ν’ αλλάξει το θλιβερό τοπίο στον τόπο μας από το γκρίζο της απελπισίας στο ανοιχτό κόκκινο της δημιουργίας.
Κάτι σαν σημείωση
Στην επικείμενη εκλογική αναμέτρηση αναζητούν το πρόσωπό τους στην προσωπική μας επιλογή, κοντά μια εκατοντάδα συμπολίτες αμφοτέρων των φύλων. Ολων οι προθέσεις είναι καλές κι αφού έχουμε κοινοβουλευτική δημοκρατία και πρέπει να εκλεγούν βουλευτές, άρα αυτοί μας χρειάζονται, όπως κι εμείς τις διαθέσεις τους αυτές. Απλά δεν ξεκινούν όλοι από τις ίδιες αφετηρίες κι αυτό κατάντησε σχεδόν φυσιολογικό.
Θα ήθελα να δώσω όνομα στην προσωπική μου συμπάθεια, έτσι για τον ανιδιοτελή, θυσιαστικό λόγο ορισμένων. Μάλλον δεν προσδοκούν εκλογή, αν και ο εκλογικός νόμος -ρουλέτα ρωσική- και ο εκλογικός κόσμος, κύματα οι αναποφάσιστοι αποφασισμένοι για να κινηθεί κάτι επιτέλους στα τενάγη του πολιτικού μας κομφορμισμού, δεν ξέρεις τι επιφυλάσσει. Είναι οι επτά υποψήφιοι του τοπικού συνδυασμού της πολιτισμένης αριστεράς, έτσι μ’ αρέσει να αισθάνομαι αυτόν το χώρο που τώρα ΣΥΡΙΖΑ τον ονομάζουν για τις εκλογικές ανάγκες. Δεν είναι φυσικά οι μόνοι που προσπαθούν με αυτό τον τρόπο, είναι κι άλλοι σε άλλους σχηματισμούς κομμάτων. Όμως στις εκλογές έγκυρα συμπαθούμε μόνον ένα κόμμα, τα άλλα που βρίσκονται στην περιφέρεια της εκτίμησής μας, τα ξεχνούμε προσωρινά. Ετσι οι αξιότιμοι φίλοι και φίλες: Κ. Δεσποτίδης, αρχιτέκτονας μηχανικός, Κ. Ζαγάρας νεαρός φοιτητής με μεταπτυχιακή εργασία,, δεν τη διάβασα ακόμα, αλλά είναι λίαν ενδιαφέρουσα με θέμα: Κάποιοι μίλησαν για διάσπαση…Ο ρόλος των «κομματικών στηριγμάτων- ομάδων» του ΚΚΕ μέσα στην ΕΔΑ και μια παράλληλη ματιά του αριστερού τύπου στην προσπάθεια εύρεσης ψηγμάτων διαφωνίας» ο Θεοδόσης Καδόγλου εργαζόμενος στη ΔΕΗ, η Ευγενία Ουζουνίδου μηχανικός, Δώρα Τσικαρδάνη δικηγόρος, ο Γιώργος Χιωτίδης καθηγητής στο ΤΕΙ στα οικονομικά και ένας νεαρός γεωπόνος Αλέκος Φουρκιώτης, εκπροσωπούν τον παραπάνω πολιτικό λόγο με τον ήμερο, ήρεμο αλλά κι υγιεινά πείσμονα τρόπο, που έχει συνηθίσει αυτός ο πολιτισμένος, πολιτικός χώρος.
Είπα, ότι δεν είναι οι μόνοι, αλλά αυτοί μ’ έκαναν να θυμηθώ, το κάπως παράταιρο για τα εκλογικά μας μέτρα και σταθμά, ποίημα του Χ. Λ. Μπόρχες.
«ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ»
Κάποιος που καλλιεργεί τον κήπο του όπως θα το ‘θελε ο Βολταίρος
Κάποιος που νιώθει ευγνωμοσύνη γιατί στον κόσμο υπάρχει μουσική.
Αυτός που ανακαλύπτει με χαρά μια ετυμολογία.
Δύο πελάτες που σε κάποιο καφενείο παίζουν το σιωπηλό τους σκάκι.
Ο πηλοπλάστης που προκαθορίζει ένα σχήμα ή ένα χρώμα.
Ο στοιχειοθέτης που στήνει όμορφα τούτο το κείμενο και που ίσως δεν τ’ αρέσει.
Μια γυναίκα κι ένας άντρας που διαβάζουν μαζί τις τελευταίες στροφές ενός ποιήματος
Κάποιος χαϊδεύοντας ένα ζωάκι που κοιμάται.
Κείνος που συγχωρεί ή θέλει να συγχωρέσει το κακό που του ‘γινε
Κάποιος που νιώθει ευγνωμοσύνη γιατί σ’ αυτό τον κόσμο έζησε ο Στήβενσον
Κάποιος που προτιμά να ‘χουν δίκαιο οι άλλοι.
Οι άνθρωποι αυτοί που μεταξύ τους δεν γνωρίζονται, έχουν σώσει τον κόσμο
Ομως κάποιοι επιμένουν να διαφέρουν...
Του Β.Π.Καραγιάννη
«Όλα θα ξεχαστούν και τίποτα δεν θα επανορθωθεί. Το θέμα της επανόρθωσης (εκδίκηση και συγχώρεση) θα το διαδεχθεί η λήθη. Κανείς δεν θα επανορθώσει τις αδικίες που έγιναν, αλλά όλες θα ξεχαστούν»
(Μ. Κούντερα Το Αστείο)
Η παραδοχή με την εν πολλοίς αφοπλιστική φράση: «Ολοι τους ίδιοι είναι», που διαπερνά κάθε απλή και τίμια συνείδηση, η οποία αυτές τις μέρες αποκαλείται και εκλογικό σώμα, έχει γίνει μια καθοριστική συνθήκη στη νεοελληνική καθημερινότητα.
Μέσα σ’ ένα πυρίκαυστο καλοκαίρι, σκέφτηκαν οι κρατούντες τα εφήμερα χαλινάρια της εξουσίας πως πρέπει να πιάσουν στον ύπνο αυτήν τη διάθεση, καθώς και τους ομοιότυπους κι ομότροπους συνδιαχειριστές και δήθεν αντιπάλους τους, και, μέσα στη γενικευμένη χαλάρωση, τους πολίτες υπηκόους τους, και να τους τ’ αρπάξουν, για μια ακόμη φορά, κανονικά και με τον εκλογικό νόμο.
Τους πρόλαβε όμως, Νέμεση, η φωτιά που ήρθε και έκαψε όχι μόνο χώρα κι ανθρώπους αλλά πρωτίστως κάθε ψευδαίσθηση περί της ύπαρξης κράτους δικαίου, κράτους πρόληψης, κράτους συνεκτικού, κράτους στοιχειωδώς εκπολιτισμένου.
Κατέρρευσαν στη φλόγινη, καθαρτήρια δίνη όλες οι μεταπολιτευτικές (μήπως και μεταπολεμικές;) αυταπάτες, ότι μπορούμε να υπάρχουμε και να λειτουργούμε έστω και με το ελάχιστο που απαιτούν οι κοινωνίες. Ηταν μια αποκάλυψη οδυνηρή, αποτέλεσμα ενός πολυχρόνιου πολιτικού, ηθικού ξεπεσμού, οικονομικής διαρπαγής κι αβάσταχτης ελαφρότητας και μετριότητας του πολιτικού μας είναι. Εκτός από την ατομική ευθύνη και το συλλογικό μας ασυνείδητο, που δεν μπορεί να αγνοηθούν, και οι διαχειριστές της υπόστασής μας φανερώθηκαν εντελώς γυμνοί.
Επάνω στις στάχτες των σπιτιών, στα αποκαϊδια των δέντρων, με την μυρωδιά της ανθρώπινης απώλειας διάχυτη σαν τις ατιμώρητες τύψεις, τρέχουν και δεν φτάνουν, για μια ακόμα φορά, τα ρετάλια του αφασιακού πολιτικού λόγου· για να διαιωνίσουν οι μεν την άδεια τους ουσία, οι δε να σαλτάρουν εκ νέου στην εξουσία με όλα τα πανιά τού κενού τους αναπεπταμένα, κι ας μόλις διώχτηκαν σαν εξειδικευμένοι βουτηχτές των δημοσίων ερμαρίων και βουλιαχτές της χώρας.
«Ολοι τους ίδιοι είναι».
Ομως κάποιοι επιμένουν να διαφέρουν εδώ και τώρα κι από πάντα.
Είναι εκείνοι οι πολίτες που δεν φυλάγουν τις μεγάλες Θερμοπύλες του γένους, αλλά αγρυπνούν στις μικρές, καθημερινές πύλες της πόλης, του χωριού, της γειτονιάς και της ανθρωπιάς που περικλείεται σ’ αυτά.
Είναι εκείνοι που δεν φλέγονται για του «έθνους» τις φωτιές αλλά καίγονται μαζί με το τελευταίο δέντρο από τη λύπη για το χαμένο μας αύριο που δεν θα ‘ρθει, γιατί το σήμερα και το χτες του τόπου υποθηκεύτηκε, ρημάχτηκε, δηώθηκε.
Είναι αυτοί που αισιοδοξούν κι ελπίζουν πως -ακόμα και μέσα στο ανερυθρίαστο της πολιτικής αλλοτρίωσης, της ασύμμετρης κομματικοκρατίας, του εκμαυλισμού της κοινωνίας, της αποπτώχευσης των ιδεών- υπάρχει η δυνατότητα έκρηξης κι αντίστασης του ενεργού, στην πράξη κι όχι στους τίτλους, πολίτη.
Είναι εκείνη η πολιτική πρακτική, σκέψη και συνείδηση, που δεν αναπαύεται στην ασφάλεια του ασάλευτου ιδεολογήματος που όμως κατέρρευσε ούτε και στο μεταφυσικό κι ανύπαρκτο αύριο της νομοτελειακής, άρα εφησυχαστικής, απάτης.
Εκείνοι που έκαναν το μεγάλο σάλτο πάνω από την προσωπική τους ιστορία και τις χαμένες ψευδαισθήσεις της ιδεολογίας, άνοιξαν διαφορετικούς δρόμους στα οράματα και την πολιτική πρακτική. Είναι αυτοί που επιδιώκουν τώρα την επαναστατική οικολογική συνείδηση κι όχι την απλή περιβαλλοντική καθημερινότητα· που θέλουν να έρθει στο κέντρο της συζήτησης ο άνθρωπος στον ιστορικό του, επί αυτής της γης κι αυτής της ζωής, ρόλο.
Είναι οι πολίτες της Συνασπισμένης Ανανεωτικής Ριζοσπαστικής Αριστεράς στη χώρα μας, όπως αυτοί συσπειρώνονται, σε κόμματα, ομάδες, κοινωνικά κινήματα, αναζητήσεις στον πολιτισμό, παλεύουν κι υπάρχουν με άλλες δυνάμεις κοινής πορείας και δράσης στην Ευρώπη και στον κόσμο.
Και θέλουν και μπορούν να βοηθήσουν καθοριστικά ν’ αλλάξει το θλιβερό τοπίο στον τόπο μας από το γκρίζο της απελπισίας στο ανοιχτό κόκκινο της δημιουργίας.
Κάτι σαν σημείωση
Στην επικείμενη εκλογική αναμέτρηση αναζητούν το πρόσωπό τους στην προσωπική μας επιλογή, κοντά μια εκατοντάδα συμπολίτες αμφοτέρων των φύλων. Ολων οι προθέσεις είναι καλές κι αφού έχουμε κοινοβουλευτική δημοκρατία και πρέπει να εκλεγούν βουλευτές, άρα αυτοί μας χρειάζονται, όπως κι εμείς τις διαθέσεις τους αυτές. Απλά δεν ξεκινούν όλοι από τις ίδιες αφετηρίες κι αυτό κατάντησε σχεδόν φυσιολογικό.
Θα ήθελα να δώσω όνομα στην προσωπική μου συμπάθεια, έτσι για τον ανιδιοτελή, θυσιαστικό λόγο ορισμένων. Μάλλον δεν προσδοκούν εκλογή, αν και ο εκλογικός νόμος -ρουλέτα ρωσική- και ο εκλογικός κόσμος, κύματα οι αναποφάσιστοι αποφασισμένοι για να κινηθεί κάτι επιτέλους στα τενάγη του πολιτικού μας κομφορμισμού, δεν ξέρεις τι επιφυλάσσει. Είναι οι επτά υποψήφιοι του τοπικού συνδυασμού της πολιτισμένης αριστεράς, έτσι μ’ αρέσει να αισθάνομαι αυτόν το χώρο που τώρα ΣΥΡΙΖΑ τον ονομάζουν για τις εκλογικές ανάγκες. Δεν είναι φυσικά οι μόνοι που προσπαθούν με αυτό τον τρόπο, είναι κι άλλοι σε άλλους σχηματισμούς κομμάτων. Όμως στις εκλογές έγκυρα συμπαθούμε μόνον ένα κόμμα, τα άλλα που βρίσκονται στην περιφέρεια της εκτίμησής μας, τα ξεχνούμε προσωρινά. Ετσι οι αξιότιμοι φίλοι και φίλες: Κ. Δεσποτίδης, αρχιτέκτονας μηχανικός, Κ. Ζαγάρας νεαρός φοιτητής με μεταπτυχιακή εργασία,, δεν τη διάβασα ακόμα, αλλά είναι λίαν ενδιαφέρουσα με θέμα: Κάποιοι μίλησαν για διάσπαση…Ο ρόλος των «κομματικών στηριγμάτων- ομάδων» του ΚΚΕ μέσα στην ΕΔΑ και μια παράλληλη ματιά του αριστερού τύπου στην προσπάθεια εύρεσης ψηγμάτων διαφωνίας» ο Θεοδόσης Καδόγλου εργαζόμενος στη ΔΕΗ, η Ευγενία Ουζουνίδου μηχανικός, Δώρα Τσικαρδάνη δικηγόρος, ο Γιώργος Χιωτίδης καθηγητής στο ΤΕΙ στα οικονομικά και ένας νεαρός γεωπόνος Αλέκος Φουρκιώτης, εκπροσωπούν τον παραπάνω πολιτικό λόγο με τον ήμερο, ήρεμο αλλά κι υγιεινά πείσμονα τρόπο, που έχει συνηθίσει αυτός ο πολιτισμένος, πολιτικός χώρος.
Είπα, ότι δεν είναι οι μόνοι, αλλά αυτοί μ’ έκαναν να θυμηθώ, το κάπως παράταιρο για τα εκλογικά μας μέτρα και σταθμά, ποίημα του Χ. Λ. Μπόρχες.
«ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ»
Κάποιος που καλλιεργεί τον κήπο του όπως θα το ‘θελε ο Βολταίρος
Κάποιος που νιώθει ευγνωμοσύνη γιατί στον κόσμο υπάρχει μουσική.
Αυτός που ανακαλύπτει με χαρά μια ετυμολογία.
Δύο πελάτες που σε κάποιο καφενείο παίζουν το σιωπηλό τους σκάκι.
Ο πηλοπλάστης που προκαθορίζει ένα σχήμα ή ένα χρώμα.
Ο στοιχειοθέτης που στήνει όμορφα τούτο το κείμενο και που ίσως δεν τ’ αρέσει.
Μια γυναίκα κι ένας άντρας που διαβάζουν μαζί τις τελευταίες στροφές ενός ποιήματος
Κάποιος χαϊδεύοντας ένα ζωάκι που κοιμάται.
Κείνος που συγχωρεί ή θέλει να συγχωρέσει το κακό που του ‘γινε
Κάποιος που νιώθει ευγνωμοσύνη γιατί σ’ αυτό τον κόσμο έζησε ο Στήβενσον
Κάποιος που προτιμά να ‘χουν δίκαιο οι άλλοι.
Οι άνθρωποι αυτοί που μεταξύ τους δεν γνωρίζονται, έχουν σώσει τον κόσμο
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)