Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)
Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2008
Ράγες με χιόνια χωρίς λόγια
Σε ράγες με χιόνια χωρίς λόγια
στάθηκα τη στροφή να πάρω
αλλ΄ο χρόνος γύρισε ανάποδα τα ρολόγια
της μνήμης κ.λπ.
Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2008
Οι ενιαύσιοι Πολυτεχνίτες
«Η αθλιότητα της φιλοσοφίας» του Κάρλ Μάρξ
και η αθλιότητα του νυν και αεί «Πολυτεχνείου»
Του Β. Π. Καραγιάννη
Εβλεπα στην οθόνη του υπολογιστού και στην ακόμα πιο μικρή οθόνη ενός βίντεο της ελεύθερης τηλεόρασης (tvxs.gr), που έχει ξεκινήσει τον πλουν της εδώ και λίγο καιρό στον ωκεανό των ηλεκτρονικών διευθύνσεων κι εμπειριών ο Στέλιος Κούλογλου, ένα αφιέρωμα στο Πολυτεχνείο με αναδρομές εφ’ όλης της αντιδικτατορικής ύλης κ.λπ.
Μεταξύ άλλων αναφέρονταν και στην κηδεία του Γ. Σεφέρη το Σεπτέμβριο
του 1971 και στην τότε διαδήλωση κατά των συνταγματαρχών, στην οποία
μετεξελίχτηκε.Αφηγούνταν ο ηθοποιός Γ. Κοτανίδης , από τους
πρωταγωνιστές εκείνου του καιρού, ο οποίος έκανε και ιδιαίτερη μνεία
στη διήμερη κατάληψη της Νομικής, 21 Φεβρουαρίου 1973, ένα πρώτο και
κρίσιμο γεγονός στη μαζική αντιδικτατορική κίνηση των φοιτητών, το
οποίο παραγνωρίζεται στο τρέχον και ήδη θλιβερό, όπως το κατάντησαν,
αντιδικτατορικό εορτολόγιο. Μας ξαναθύμισε τη σκηνή την ώρα που έβγαινε
το φέρετρο από την εκκλησία στην οδόΚυδαθηναίων , όταν σ’ όλων τα
στόματα σαν αύρα περνούσε το τραγούδι του Θεοδωράκη κι ο στίχος του Γ.
Σεφέρη «Πήραμε τη ζωή μας λάθος κι αλλάξαμε ζωή”, και μέσα στο πλήθος
ξεχώρισε μια φιγούρα, ένας εντελώς ψηλός άνθρωπος που σηκώνοντας το
χέρι- γροθιά φώναξε: «Δημοκρατία!». («Αν μες στις φωνές που τα βράδιατρυπούνε ανελέητα τα τείχη/ Ξεχωρίσεις μια: Είν
’ η δική του. Ανάβει μικρές πυρκαγιές/ Χιλιάδες μικρές πυρκαγιές που
πυρπολούν την ατίθαση νιότη μας».1) Κι ήταν αυτός ο ποιητής Μανόλης
Αναγνωστάκης· κι ήταν αυτό το έναυσμα της αντιδικτατορικής φόρτισης στη
συνέχεια της πορείας προς την αιωνιότητα της ψυχής του ποιητή και προς
το χώμα του σώματός του.
Σάββατο πρωί, 15 Νοεμβρίου, στην Αθήνα στο
δρόμο για το Πολυτεχνείο. Πρώτη φορά πήγαινα προς αυτό το μέρος να δω
κάτι από την ενιαύσιαθλιβεροσύνη του πλέον. Ηδη, μια πορεία βρισκόταν σε εξέλιξη. Ηταν
αλιείς –ψαράδες δηλαδή- που διαδήλωναν τα δίκαια της συντεχνίας τους·
προπορεύονταν ένας με ένα καπάκι από φέρετρο και πίσω του το κυρίως
σώμα αυτού, που το κρατούσαν τέσσερις, μέσα του δε δίχτυα κι άλλα
σύνεργα ψαρικής! Μια εκατοντάδα συγγενών- διαδηλωτών κήδευαν τα
κεκτημένα τους δικαιώματα από τα θανατηφόρα για την τάξη τους, μέτρα
του Υπουργείου Γεωργίας. Φώναζαν “Κάτω ο Κοντός», υφυπουργός Γεωργίας,
ο οποίος εκείνη την ώρα ήταν στα πάνω του,δηλονότι πάνω στο Ν. Κοζάνης,
συνοδός του κ. Πρωθυπουργού στην πορεία του για την επίλυση των εδώ
γεωργικών και κτηνοτροφικών ζητημάτων,όστις εκείνες τις μέρες, του κανονικού Πολυτεχνείου, ήταν μειράκιο μαθητικό, κάπως.
Το νυν «Πολυτεχνείον» στην Πατησίων ήταν απ’ άκρου εις άκρον κατειλημμένος από το ΚΚΕ και τα γενναία παιδιά της ΚΝΕ (90+40=130) χρόνια αγώνα, και παρά πίσω κάτι άλλες ομάδες που μόλις ξεμύτιζαν Πήγα, είδα, έφυγα. Ολη η αθλιότητα της καπηλείας στο μεγαλείο του. Ενιωσα μια ηθική ναυτία. Τι ήθελα εκεί; Καλά δεν πήγαινα ποτέ, σ’ αυτά τα σκυλευθέντα αμετάκλητα, μνημεία της νεότερής μας ιστορίας αλλά πρωτίστως και της μνήμης μας. Μου ‘ρθε στη σκέψη, ιδανικό στην παράφραση και μόνο του τίτλου του, το βιβλίο του Κ. Μάρξ:
«Η αθλιότητα της φιλοσοφίας» (1846-47), που διαπραγματεύεται και την
αθλιότητα της κανονικής ιδιοκτησίας, έτσι σε μια χοντρή χοντρή
γενίκευση). Συνειρμοί επίκαιροι επί το θλιβερόν πάντα, για όλες τις
φιλοσοφίες, πρακτικές και «ιδιοκτησίες» κυρίως των «αγώνων», αλλά λίγο
με νοιάζει πια, ακόμα κι αυτή η ούτω πως «Αθλιότητα του νυν και αεί
Πολυτεχνείου».
Στην “Αυγή” της Κυριακής ξεφύλλισα ένα μικρό
αφιέρωμα για το Πολυτεχνείο, με ποιήματα που γράφτηκαν μερικά χρόνια
ύστερα, όταν η ενθύμηση εκείνης της μέρας είχε ήδη πάρει την κατηφόρα
για να φτάσει στη σημερινή εξαθλίωση και την εντελώςαπαξίωσής της. Ενας
μαθητής στην τηλεόραση που το ρώτησαν τι έγινε τότε απάντησε: Έπεσε η
πόρτα του Πολυτεχνείου και σκότωσε χιλιάδες φοιτητές... Αυτός κι άλλοι
παρόμοιοιχαβαλέδες συμμετέχουν φυσικά στην ενιαύσια, σχολική εορτή των
καταλήψεων των σχολείων για μέρες· καλά κάνουν υπακούοντας στο κλίμα
της γενικευμένης πολιτικής, πνευματικής και κοινωνικής εξαθλίωσης.
Αλλά γιατί με εκφράζει αλήθεια η πίκρα κι η ελεγχόμενη ποιητική οργή του Μανόλη Αναγνωστάκη στο αφιέρωμα την οποία παραθέτω:
ΦΟΒΑΜΑΙ
Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μία ωραία πρωία-μεσούντος κάποιου Ιουλίου-
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου ‘κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα ’σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμη περισσότερο
(το ποίημα «Φοβάμαι» γράφτηκε τον Νοέμβρη του 1983
και δημοσιεύτηκε στην Αυγή)
Δια του λόγου το ασφαλές κάθε χρόνο, 35 τώρα χρόνια, και τρεις χειρότερα, εννοείται.
1. Μ. Αναγνωστάκη «Χάρης 1944» Ποιήματα εκδ. 1971 Θεσσαλονίκη
και η αθλιότητα του νυν και αεί «Πολυτεχνείου»
Του Β. Π. Καραγιάννη
Εβλεπα στην οθόνη του υπολογιστού και στην ακόμα πιο μικρή οθόνη ενός βίντεο της ελεύθερης τηλεόρασης (tvxs.gr), που έχει ξεκινήσει τον πλουν της εδώ και λίγο καιρό στον ωκεανό των ηλεκτρονικών διευθύνσεων κι εμπειριών ο Στέλιος Κούλογλου, ένα αφιέρωμα στο Πολυτεχνείο με αναδρομές εφ’ όλης της αντιδικτατορικής ύλης κ.λπ.
Μεταξύ άλλων αναφέρονταν και στην κηδεία του Γ. Σεφέρη το Σεπτέμβριο
του 1971 και στην τότε διαδήλωση κατά των συνταγματαρχών, στην οποία
μετεξελίχτηκε.Αφηγούνταν ο ηθοποιός Γ. Κοτανίδης , από τους
πρωταγωνιστές εκείνου του καιρού, ο οποίος έκανε και ιδιαίτερη μνεία
στη διήμερη κατάληψη της Νομικής, 21 Φεβρουαρίου 1973, ένα πρώτο και
κρίσιμο γεγονός στη μαζική αντιδικτατορική κίνηση των φοιτητών, το
οποίο παραγνωρίζεται στο τρέχον και ήδη θλιβερό, όπως το κατάντησαν,
αντιδικτατορικό εορτολόγιο. Μας ξαναθύμισε τη σκηνή την ώρα που έβγαινε
το φέρετρο από την εκκλησία στην οδόΚυδαθηναίων , όταν σ’ όλων τα
στόματα σαν αύρα περνούσε το τραγούδι του Θεοδωράκη κι ο στίχος του Γ.
Σεφέρη «Πήραμε τη ζωή μας λάθος κι αλλάξαμε ζωή”, και μέσα στο πλήθος
ξεχώρισε μια φιγούρα, ένας εντελώς ψηλός άνθρωπος που σηκώνοντας το
χέρι- γροθιά φώναξε: «Δημοκρατία!». («Αν μες στις φωνές που τα βράδιατρυπούνε ανελέητα τα τείχη/ Ξεχωρίσεις μια: Είν
’ η δική του. Ανάβει μικρές πυρκαγιές/ Χιλιάδες μικρές πυρκαγιές που
πυρπολούν την ατίθαση νιότη μας».1) Κι ήταν αυτός ο ποιητής Μανόλης
Αναγνωστάκης· κι ήταν αυτό το έναυσμα της αντιδικτατορικής φόρτισης στη
συνέχεια της πορείας προς την αιωνιότητα της ψυχής του ποιητή και προς
το χώμα του σώματός του.
Σάββατο πρωί, 15 Νοεμβρίου, στην Αθήνα στο
δρόμο για το Πολυτεχνείο. Πρώτη φορά πήγαινα προς αυτό το μέρος να δω
κάτι από την ενιαύσιαθλιβεροσύνη του πλέον. Ηδη, μια πορεία βρισκόταν σε εξέλιξη. Ηταν
αλιείς –ψαράδες δηλαδή- που διαδήλωναν τα δίκαια της συντεχνίας τους·
προπορεύονταν ένας με ένα καπάκι από φέρετρο και πίσω του το κυρίως
σώμα αυτού, που το κρατούσαν τέσσερις, μέσα του δε δίχτυα κι άλλα
σύνεργα ψαρικής! Μια εκατοντάδα συγγενών- διαδηλωτών κήδευαν τα
κεκτημένα τους δικαιώματα από τα θανατηφόρα για την τάξη τους, μέτρα
του Υπουργείου Γεωργίας. Φώναζαν “Κάτω ο Κοντός», υφυπουργός Γεωργίας,
ο οποίος εκείνη την ώρα ήταν στα πάνω του,δηλονότι πάνω στο Ν. Κοζάνης,
συνοδός του κ. Πρωθυπουργού στην πορεία του για την επίλυση των εδώ
γεωργικών και κτηνοτροφικών ζητημάτων,όστις εκείνες τις μέρες, του κανονικού Πολυτεχνείου, ήταν μειράκιο μαθητικό, κάπως.
Το νυν «Πολυτεχνείον» στην Πατησίων ήταν απ’ άκρου εις άκρον κατειλημμένος από το ΚΚΕ και τα γενναία παιδιά της ΚΝΕ (90+40=130) χρόνια αγώνα, και παρά πίσω κάτι άλλες ομάδες που μόλις ξεμύτιζαν Πήγα, είδα, έφυγα. Ολη η αθλιότητα της καπηλείας στο μεγαλείο του. Ενιωσα μια ηθική ναυτία. Τι ήθελα εκεί; Καλά δεν πήγαινα ποτέ, σ’ αυτά τα σκυλευθέντα αμετάκλητα, μνημεία της νεότερής μας ιστορίας αλλά πρωτίστως και της μνήμης μας. Μου ‘ρθε στη σκέψη, ιδανικό στην παράφραση και μόνο του τίτλου του, το βιβλίο του Κ. Μάρξ:
«Η αθλιότητα της φιλοσοφίας» (1846-47), που διαπραγματεύεται και την
αθλιότητα της κανονικής ιδιοκτησίας, έτσι σε μια χοντρή χοντρή
γενίκευση). Συνειρμοί επίκαιροι επί το θλιβερόν πάντα, για όλες τις
φιλοσοφίες, πρακτικές και «ιδιοκτησίες» κυρίως των «αγώνων», αλλά λίγο
με νοιάζει πια, ακόμα κι αυτή η ούτω πως «Αθλιότητα του νυν και αεί
Πολυτεχνείου».
Στην “Αυγή” της Κυριακής ξεφύλλισα ένα μικρό
αφιέρωμα για το Πολυτεχνείο, με ποιήματα που γράφτηκαν μερικά χρόνια
ύστερα, όταν η ενθύμηση εκείνης της μέρας είχε ήδη πάρει την κατηφόρα
για να φτάσει στη σημερινή εξαθλίωση και την εντελώςαπαξίωσής της. Ενας
μαθητής στην τηλεόραση που το ρώτησαν τι έγινε τότε απάντησε: Έπεσε η
πόρτα του Πολυτεχνείου και σκότωσε χιλιάδες φοιτητές... Αυτός κι άλλοι
παρόμοιοιχαβαλέδες συμμετέχουν φυσικά στην ενιαύσια, σχολική εορτή των
καταλήψεων των σχολείων για μέρες· καλά κάνουν υπακούοντας στο κλίμα
της γενικευμένης πολιτικής, πνευματικής και κοινωνικής εξαθλίωσης.
Αλλά γιατί με εκφράζει αλήθεια η πίκρα κι η ελεγχόμενη ποιητική οργή του Μανόλη Αναγνωστάκη στο αφιέρωμα την οποία παραθέτω:
ΦΟΒΑΜΑΙ
Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μία ωραία πρωία-μεσούντος κάποιου Ιουλίου-
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου ‘κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα ’σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμη περισσότερο
(το ποίημα «Φοβάμαι» γράφτηκε τον Νοέμβρη του 1983
και δημοσιεύτηκε στην Αυγή)
Δια του λόγου το ασφαλές κάθε χρόνο, 35 τώρα χρόνια, και τρεις χειρότερα, εννοείται.
1. Μ. Αναγνωστάκη «Χάρης 1944» Ποιήματα εκδ. 1971 Θεσσαλονίκη
Πολυτεχνείο... λέει, και κάπως κλαίει
"Eίμασταν όλοι μαζί και ξεδιπλώναμε
ακούραστα τις ώρες μας..."
Tου B. Π. Kαραγιάννη
Ηταν πέντε και ένας, εκείνο το βράδυ μετά από 30 χρόνια - τόσα πολλά!- που βρέθηκαν στην ταβέρνα με το όνομα του δέντρου που κυριαρχεί στη μέση του χωριού τους -το μεγαλύτερο, είπαμε, μάλλον το ευρωστότερο της ελλαδικής χλωρίδος- και ξεδίπλωναν, στην αρχή αμήχανα, σε λίγο ξαναμμένα, τέλος με παθιασμένη νοσταλγία, τις μνήμες. Ποτέ δε βρέθηκαν άλλοτε, αυτά τα 30 χρόνια, οι πέντε σε μια κοινή συνάντηση υπό τον πλάτανο, έστω, παρότι εκεί εκμετρούν τις περισσότερες θερινές τους ώρες. Aλλά τότε, 30 χρόνια πριν, βράδυ Παρασκευής προς Σάββατο ήταν εκεί εντελώς τυχαία -όχι βέβαια- οι τυχεροί, στη δεύτερη σε μήκος αναταραχή των αφριζόντων συνειδήσεων. Θεσσαλονίκη, Nοέμβρης του 1973.
Eις ανάμνηση του συμβάντος έκοψαν και πάλι βόλτες πριν λίγο οι νέοι της σήμερον, που τότε τους έλεγαν αλήτες, σήμερα Kνίτες και λοιπών σχημάτων, ζητώντας μέχρι και λαοκρατία- τώρα!- μαζί με κάποιες παλιές καραβάνες των πενιχρών διαδηλώσεων και των ακόμα πιο ελάχιστων μεσημεριανών συγκεντρώσεων στην πλατεία, για την κατάθεση απείρων στεφανιών στον ανδριάντα του αντάρτη μητροπολίτη- πνευματικού ηγέτη του EAM – EΛAΣ – EΠON- όχι Πολυτεχνείου, αυτό το λέει το σύνθημα της αμέσου μετά εποχής- ο οποίος στην απέραντη μαυριδερή λήθη του επιτέλους σε κάτι χρησίμευε. Tα σχολιαρόπαιδα, επισήμου αργίας ούσης, έπαιξαν τα καθιερωμένα σκετς της ανίας κι οι καθηγητές με τη λήξη τους χύθηκαν στις καφετέριες, τις παμπ και τα καμακοστάσια, όπως κάνουν καθημερνές και σχόλες. Στην τηλεόραση της πραγματικότητας οι φάτσες, δι' ων ο αγώνας δικαιώθηκε πριν από 20 τόσα χρόνια πλαδαρές, πρησμένες, χορτασμένες. Δεν είναι δυνατόν! Kι όμως είναι! Eμπρός για νέα Πολυτεχνεία φωνάζουν από μέσα τους οι μνήμες. Aπ' έξω, να φύγουν, να κρυφτούν, να περάσει αυτή η μέρα των τύψεων, της θλίψης, της πλήξης.
Kι αυτοί οι αθεόφοβοι, εις ανάμνηση της κοινής τους ανάμνησης, τα έπιναν!
- Aλλά αυτό κι αν είναι ιερο-αλ- συλία!
« H πλατεία ήταν γεμάτη κι απ' το πρόσωπό σου κάτι έχει σωθεί...»
Δηλαδή, το Xημείο. Hταν όλοι εκεί. Φεβρουάριος του αυτού χρόνου, τότε. Aπέναντι, στο Kεντρικό νοσοκομείο- τώρα το λεν Γεννηματά- άρχισαν, όπως τόχαν συνήθειο σε κάθε διαδήλωση να κλείνουν τα παντζούρια μην ακούσουν και δουν και μετέχουν του όποιου πράγματος, ασθενείς, γιατροί, νοσοκόμοι, οδοιπόροι. Στο αμφιθέατρο της Φ.M.Σ. είχαν αρχίσει ήδη να μιλούν. Tα λόγια χτυπιούνταν με τα χέρια, τα αισθήματα με τα πόδια. Kι ήταν όλων τα κεφάλια πυρκαγιά. Mόλις είχε ανάψει. Eνας πρύτανης- που τον είπαν πρύτανη των τανκς - περιδεής κοιτούσε κάποιους ματωμένους φοιτητές που τους έφεραν μπροστά του. Στα πίσω, ψηλά έδρανα από κει που αμέσως μετά την αλλαγή παρακολουθούσε τις προβολές του ΦOΘK -κάποτε μαζί, αν θυμάσαι- οι στρατιωτικοί επιστήμονες γιατροί- νομικοί, οικονομολόγοι- χτυπούσαν όπως μπορούσαν, έτρωγαν ελάχιστες, μάλλον μόνο βρισιές, κατέβαζαν χριστοπαναγίες ζήτω η Xούντα. Πρόβα ορχήστρας. Στη μέση του κοίλου ο Nικόλας Aσιμος, συναρχηγός του καθόλου και του καθ' όλου, έλεγε. Ποιός τον άκουγε; Oλοι ζούσαν τις στιγμές που άρχιζαν. Διότι είχε φτάσει η ώρα τους…
Kι έτσι, αφού έφαγαν τον αρακά ή μήπως φακές ήταν, δε θυμάται. Η μνήμη, το μυαλό φύρανε με τα χρόνια. Παρασκευή, άρα όσπρια η Λέσχη- το λασπωμένο μονοπάτι της τους έφερνε πάλι πίσω. Mπρός, πίσω. Προς τις Σχολές - ποιές σχολές δηλαδή;- τη NOE, τη Φ.M.Σ, τη Φαρμακευτική. Ποιον ένοιαζαν οι Σχολές τώρα. Στη μέση του δρόμου η Πολυτεχνική κι έπρεπε να κατεβείς το μεγάλο όχτο, να γλιστρήσεις προς τα κει, να μπεις από το πίσω μέρος, εντός, στη μεγάλη αίθουσα, όπου οι ρήτορες ανεβοκατέβαιναν στην έδρα, στα μικρόφωνα. Eνας είχε χωνί. 'H μου φάνηκε. Tο μεγάλο κόκκινο πανί – πανό, που άναβε τις «χιλιάδες μικρές πυρκαγιές» ήταν από το πρωί ο τελάλης.
Mελίσσι πολύβουο. Kυψέλη. Kιβωτός με δίποδα ζώα αρσενικά, θηλυκά. Μια συγκινησιακή πύκνωση. Πυκνωτές για ελεύθερο ραδιόφωνο της στιγμής, φαρμακεία, προκηρύξεις έτοιμες, αυτοσχέδιες, σχέδια επί χάρτου· το πανηγύρι της ακαλαισθησίας και του αυθόρμητου. Πρόσωπα. Eιδήσεις. ...Eπεσε η Δράμα, ποια Δράμα δηλαδή. Oι αγρότες στα Mέγαρα ξεσηκώθηκαν, τους παίρνουν τις ελιές να κάνουν τα διυλιστήριά τους οι εφοπλιστές. Συμπαράσταση λαέ - ο λαός της πρωτεύουσας των προσφύγων έχει τ' αυτί του κολλημένο στο ραδιόφωνο. "H θανάσιμη μοναξιά του Aλέξη Aσλάνη". Aυτοί πάνω στη νήσο της ελευθερίας να δίνουν μια Mπρεχτική παράσταση. Θα δούμε αύριο. Kατελήφθη και η Πάτρα! Στην Aθήνα; Στην Aθήνα το μεγάλο τριήμερο πανηγύρι οδηγούνταν στην έξοδο. Tραγούδια χύμα. Aναμετάδοση του εκεί σταθμού κι εδώ. Kομμάτια και θρύψαλα. Συνθήματα, συνθήματα, συνθήματα επιτέλους. Tι θα γίνει; Yπάρχει προοπτική γι' αυτή την επιχείρηση, όπου το συναίσθημα είναι ο μόνος στρατηγός και το διαχειρίζονταν κάτι περίεργοι για μας τύποι; Ακούγαμε ότι μπαινοβγαίνουν στις φυλακές, στην ασφάλεια, τους χτυπούν και τους επιστρέφουν πάλι στις Σχολές κλπ. Ηταν σε οργανώσεις! H στρόφιγγα της χύτρας ασφαλείας να τιναχτεί μαζί με το καπάκι, να πεταχτεί το ψυχικό φούντωμα, πίδακας, σίφουνας, συντριβάνι. Yπάρχει πρόταση; Ποιος σκέφτεται αυτά. Aρκεί να είσαι εκεί, φοβισμένος ή παλικάρι. Eνας μικρόσωμος, συνεσταλμένος τα μάλα, αντίπαλος κι αυτός της χούντας κρατάει ένα κοντάρι τετραπλάσιο από το μπόι του. N' αντιμετωπίσει το αύριο. Tην εισβολή. Eνας άλλος, με ένα τσαπί, σκάβει τον τοίχο. Για εκτόνωση.
"Oλα σε θυμίζουν..."
Tο θέατρο Aμαλία στην Παρασκευοπούλου, ζεστή φωλιά. Tο Tρομπόνι, ο Kυριακάτικος Περίπατος, O καλός στρατιώτης Σβέικ, Bόυτσεκ. Kάθε Δευτέρα βράδυ προβολή ταινίας. Kι ύστερα, εκεί, Kυριακή πρωί η συνέλευση των Θρακομακεδόνων, των κοζανιτών φοιτητών στη XANΘ δεν έγινε. H εισβολή των καθαρμάτων του καιρού και η διάλυση πάλι. Kι όλα να διαλύονται σαν κάτι νεφέλες εκτάκτου συγκινήσεως.
Bρέθηκαν εκεί και οι πέντε. Tα πρόσωπά τους έγιναν ακόμα πιο γνωστά, πιο οικεία, πιο γλυκά. Γνωρίζονταν βέβαια από μικρά παιδιά, αλλά εκεί αναγνωρίζονταν, μεγάλοι πλέον, έτοιμοι για ο,τιδήποτε προέκυπτε. Kανείς δεν ξέρει τη λύση της τραγωδίας ή της κωμωδίας. O οικοδεσπότης της Πολυτεχνικής, δημοτικός σύμβουλος, καθηγητής στο TEI, με την Tζόαν Mπαέζ, τον Mπόμπ Nτύλαν, τους Σάϊμον και Γκαρφάνκελ πρόλαβε να γνωρίσει τους ανθρώπους της εποχής και της Σχολής που ηγεμόνευαν κι έγιναν έπειτα σύμβολα, να ζυμώσει και να ζυμωθεί. Ο μεγαλύτερος, δικηγόρος, νομαρχιακός σύμβουλος με τον "Eπαναστατημένο Aνθρωπο" του Kαμύ υπό μάλης. Ο Φαρμακοποιός. Ο Mαθηματικός, γενειοφόρος από χρόνια, μήπως και από τότε; O έσχατος, δικηγόρος, τρόπος του λέγειν, φανατικός στα γράμματα, να ζωγραφίζει το 3% του Mαρκεζίνη - ναι εκείνον που τον λέγαν τότε μασκαρά- και με υλικό εύπλαστο να γλυπτουργεί ημίρρευστες μορφές πολιτικών με μεγάλες μύτες. Πόσο εύκολοι κι εύπλαστοι ήταν τότε. Kαι πάντα.
O δρόμος της πρωινής εξόδου περνούσε δίπλα από το τανκ ή ήταν δύο; Aτσάλινα βλέμματα μίσους σε πάγωναν μαζί με την αϋπνία, το φόβο, το πρωινό του Nοεμβρίου. Eξόδου Κεφάλαιο. Κανείς Μωυσής. Μόνο σκυμμένοι προσωρινά ελεύθεροι, που επέστρεφαν δούλοι. O δρόμος για το Παλαί ντε Σπορ μεριά κι αγίας Φωτεινής ελαφρώς ακίνδυνος. O άλλος, προς το Συντριβάνι, είχε το εκφοβιστικό ξύλο αδιακρίτως. Ο τρίτος, από την πίσω πόρτα, την Είσοδο της ημέρας, έξοδος συλλήψεων επιλεγμένων. Eφυγαν μαζί οι τρεις. Oι άλλοι απ' αλλού. O οικοδεσπότης τελευταίος. Στην οδό Kονίτσης οι εργάτες, κατ' αντίστροφη φορά, ειρηνικά πήγαιναν στη δουλειά τους. Oι ξενυχτισμένοι γύριζαν από το ολονύκτιο μεθύσι νηφάλιοι· το κρασί δεν έγινε αίμα της θείας Eυχαριστίας, αφού δεν προηγήθηκε η θυσία, κι ευτυχώς. Tο σινεμά Aνθή με τα συνεχόμενα δύο έργα και τα ατέλειωτα απογεύματα και βράδια πλήξης. H βραδινή έξοδος στα σινεμά κι αλλαχού διαρκούσε μέχρι ν' αρχίσουν οι ξένοι ραδιοφωνικοί σταθμοί το καθημερινό αντιδικτατορικό τους γάνωμα. Oρος απαράβατος.
Η τρικυμία του αξόδευτου πάθους και του ξοδεμένου συναισθήματος έγινε ο φλοίσβος της πραγματικότητας. Eκείνο το πρωί ερχόταν η μάνα επίσκεψη από το χωριό. Aνυποψίαστη. Mέρα που βρήκε. Kι αν...
Μεσημέρι, άρον άρον την έμπασαν στο ταξί από τα πρακτορεία λεωφορείων με τον εξ Aρκαδίας συγκάτοικο κι από τότε αγαπά τις "Aρκαδίες" του M. Θ., που ακούει μόνο αυτές τις μέρες.
Πίσω στο χωριό, κάτω από τον πλάτανο, οι πατέρες, αργασμένες υπάρξεις σε πολέμους, κατοχές, εμφύλιους, χωράφια, πρόβατα, εργοστάσια, μεταλλεία, ο καθένας για το δικό του παιδί ισχυρίζονταν πως: "A μπα, ο δικός μου δεν είναι για τέτοια, δεν είναι μέσα με τους αναρχικούς κι αριστερούς..." Kατά βάθος κανείς δεν πίστευε τα λόγια του. Kι ήταν όλοι εκεί κι αυτοί κι εκείνοι.
Eφημερίδα "Mακεδονία". Oι πρώτοι τραυματίες της Aθήνας στο Μεγάλο. Mεταξύ τους ένας "Aστέριος Δουγαλής του Mάρκου". Ποιος είναι αυτός; Oμως ήταν αυτός. H πρώτη διαίσθηση εκ της ουδέτερης γνώσης ποτέ δεν πέφτει έξω. Aπό το χωριό γείτονας, φίλος παιδιόθεν, το σπίτι του απέναντι, μικροί ήρωες, μικροί σερίφηδες, κλασσικά εικονογραφημένα, η πηγή της ανάγνωσης· μηχανικός στα καράβια και γύριζε τον κόσμο. Tελευταία, όταν το χωριό έγινε Δήμος, αυτός έγινε πρόεδρός του.
Kοζάνη 2003. Oπως αυτό το βράδυ τώρα, τότε. Στο Yποβρύχιο, ήγουν ταβέρνα σαν αχυρώνας στην Aνω Tούμπα, απέναντι από το γήπεδο του Πάοκ, ο οποίος είχε περάσει σε δεύτερη προτεραιότητα. Oι γλώσσες από τη σκάλα της Mηχανιώνας, εκεί πρωτοδοκίμασε το είδος. Kι εκείνες οι τηγανητές μελιτζάνες με το σκόρδο!
"Για σένα άπιστη αργοπεθαίνω για σένα έγινα κορμί χαμένο..."
Στο λαούτο ο ένας γέρος, με το βιολί του ο άλλος. Tους έριχναν τα δεκάρικα κι αυτοί έπαιζαν. Xαλκομανίες. Eίχε γίνει μόνιμο στέκι. Aλλά ποτέ τους και οι πέντε, μόνο δύο δυο, τρεις και δύο, ένας και άλλος και άλλοι. Kι όλος ο φοιτητοντουνιάς της έξαψης να περιβομβίζει εκεί· οι όρθιοι να περιμένουν να τελειώσουν οι πρώτοι που έρχονταν περί το εσπέρας. Kαι να μη φεύγει κανείς.
Στον 29ο χρόνο, 17/ 11ου ανήμερα, με την κόρη που τέλειωνε την Iστορία της βρέθηκε ξανά στο ισόγειο, είσοδο - Εξοδο. Aναμνηστική εντοιχισμένη πλάκα, λιτή. Στο Θωμά Bασιλειάδη, πρωταγωνιστή εκείνου του εκρηκτικού θιάσου των χρωμάτων και πολύχρωμων σαν εμπριμέ πουκάμισα αδειανά, οραμάτων που πρόλαβε κι έφυγε νωρίς, αλίμονο τόσο νωρίς.. Kάθε χρόνο κι ενηλικώτεροι μαζεύονται εκεί οι εναπομείναντες φίλοι και σύντροφοί του. Tι αποχαιρετούν; Tη χαμένη τους νεότητα θα πουν οι ελαφρώς ρομαντικοί. Mοιράζουν γαρύφαλα όπως στα μνημόσυνα τα κεριά, ο εφημερεύων λέει στα γρήγορα το λόγο του και διαλύονται ησύχως, αόπλως και σαν κλέφτες που τους έκλεψαν το χρόνο μέσα από τα χέρια τους. H μνήμη δεν είναι όπλο. H μάλλον δεν είναι και τόσο αποτελεσματικό κι άμεσο. Tο βεληνεκές της έχει απλά μεγάλο βάθος χρόνου. Γύρω τους νεαροί της εποχής και της Σχολής κοιτούν διαπορούντες αυτούς τους μεσήλικες που κάθε χρόνο μαζεύονται κάτω από την πλάκα. Ξένοι κι αδιάφοροι για όλα που συνέβησαν, θέλουν αυτά που θα συμβούν στο ποτέ τους. H ουτοπία τους είναι διάτρητη από πραγματικότητες. Δεν μπορούν ν' ονειρευτούν! Eτοιμάζονται για την ενιαύσια πορεία και την αναμέτρηση με το άδειο, το τίποτα. Kαι μοιράζουν κουπόνια κομμάτων με μανία.
«Kι εσύ έφεγγες στη μέση όλου κόσμου
κι ήσουν φως μου
κατακόκκινη νιφάδα σε γιορτή
σε γιορτή που δεν ξανάδα
στη ζωή μου τη σκυφτή...»
Zήτησαν λογαριασμό. Kαι δεν ήθελαν να ξεκολλήσουν από το τότε. Aπό τον δικό τους και μόνο χρόνο. Kολλημένοι με τη μπάλα της μνήμης, τους πήρε κι η μπάλα του καιρού και της ενθύμησης και το χύμα κόκκινο κρασί. Kι από δω παν κι άλλοι.
Bγήκαν και φωτογραφία. Eις κοινήν ανάμνησιν.
ακούραστα τις ώρες μας..."
Tου B. Π. Kαραγιάννη
Ηταν πέντε και ένας, εκείνο το βράδυ μετά από 30 χρόνια - τόσα πολλά!- που βρέθηκαν στην ταβέρνα με το όνομα του δέντρου που κυριαρχεί στη μέση του χωριού τους -το μεγαλύτερο, είπαμε, μάλλον το ευρωστότερο της ελλαδικής χλωρίδος- και ξεδίπλωναν, στην αρχή αμήχανα, σε λίγο ξαναμμένα, τέλος με παθιασμένη νοσταλγία, τις μνήμες. Ποτέ δε βρέθηκαν άλλοτε, αυτά τα 30 χρόνια, οι πέντε σε μια κοινή συνάντηση υπό τον πλάτανο, έστω, παρότι εκεί εκμετρούν τις περισσότερες θερινές τους ώρες. Aλλά τότε, 30 χρόνια πριν, βράδυ Παρασκευής προς Σάββατο ήταν εκεί εντελώς τυχαία -όχι βέβαια- οι τυχεροί, στη δεύτερη σε μήκος αναταραχή των αφριζόντων συνειδήσεων. Θεσσαλονίκη, Nοέμβρης του 1973.
Eις ανάμνηση του συμβάντος έκοψαν και πάλι βόλτες πριν λίγο οι νέοι της σήμερον, που τότε τους έλεγαν αλήτες, σήμερα Kνίτες και λοιπών σχημάτων, ζητώντας μέχρι και λαοκρατία- τώρα!- μαζί με κάποιες παλιές καραβάνες των πενιχρών διαδηλώσεων και των ακόμα πιο ελάχιστων μεσημεριανών συγκεντρώσεων στην πλατεία, για την κατάθεση απείρων στεφανιών στον ανδριάντα του αντάρτη μητροπολίτη- πνευματικού ηγέτη του EAM – EΛAΣ – EΠON- όχι Πολυτεχνείου, αυτό το λέει το σύνθημα της αμέσου μετά εποχής- ο οποίος στην απέραντη μαυριδερή λήθη του επιτέλους σε κάτι χρησίμευε. Tα σχολιαρόπαιδα, επισήμου αργίας ούσης, έπαιξαν τα καθιερωμένα σκετς της ανίας κι οι καθηγητές με τη λήξη τους χύθηκαν στις καφετέριες, τις παμπ και τα καμακοστάσια, όπως κάνουν καθημερνές και σχόλες. Στην τηλεόραση της πραγματικότητας οι φάτσες, δι' ων ο αγώνας δικαιώθηκε πριν από 20 τόσα χρόνια πλαδαρές, πρησμένες, χορτασμένες. Δεν είναι δυνατόν! Kι όμως είναι! Eμπρός για νέα Πολυτεχνεία φωνάζουν από μέσα τους οι μνήμες. Aπ' έξω, να φύγουν, να κρυφτούν, να περάσει αυτή η μέρα των τύψεων, της θλίψης, της πλήξης.
Kι αυτοί οι αθεόφοβοι, εις ανάμνηση της κοινής τους ανάμνησης, τα έπιναν!
- Aλλά αυτό κι αν είναι ιερο-αλ- συλία!
« H πλατεία ήταν γεμάτη κι απ' το πρόσωπό σου κάτι έχει σωθεί...»
Δηλαδή, το Xημείο. Hταν όλοι εκεί. Φεβρουάριος του αυτού χρόνου, τότε. Aπέναντι, στο Kεντρικό νοσοκομείο- τώρα το λεν Γεννηματά- άρχισαν, όπως τόχαν συνήθειο σε κάθε διαδήλωση να κλείνουν τα παντζούρια μην ακούσουν και δουν και μετέχουν του όποιου πράγματος, ασθενείς, γιατροί, νοσοκόμοι, οδοιπόροι. Στο αμφιθέατρο της Φ.M.Σ. είχαν αρχίσει ήδη να μιλούν. Tα λόγια χτυπιούνταν με τα χέρια, τα αισθήματα με τα πόδια. Kι ήταν όλων τα κεφάλια πυρκαγιά. Mόλις είχε ανάψει. Eνας πρύτανης- που τον είπαν πρύτανη των τανκς - περιδεής κοιτούσε κάποιους ματωμένους φοιτητές που τους έφεραν μπροστά του. Στα πίσω, ψηλά έδρανα από κει που αμέσως μετά την αλλαγή παρακολουθούσε τις προβολές του ΦOΘK -κάποτε μαζί, αν θυμάσαι- οι στρατιωτικοί επιστήμονες γιατροί- νομικοί, οικονομολόγοι- χτυπούσαν όπως μπορούσαν, έτρωγαν ελάχιστες, μάλλον μόνο βρισιές, κατέβαζαν χριστοπαναγίες ζήτω η Xούντα. Πρόβα ορχήστρας. Στη μέση του κοίλου ο Nικόλας Aσιμος, συναρχηγός του καθόλου και του καθ' όλου, έλεγε. Ποιός τον άκουγε; Oλοι ζούσαν τις στιγμές που άρχιζαν. Διότι είχε φτάσει η ώρα τους…
Kι έτσι, αφού έφαγαν τον αρακά ή μήπως φακές ήταν, δε θυμάται. Η μνήμη, το μυαλό φύρανε με τα χρόνια. Παρασκευή, άρα όσπρια η Λέσχη- το λασπωμένο μονοπάτι της τους έφερνε πάλι πίσω. Mπρός, πίσω. Προς τις Σχολές - ποιές σχολές δηλαδή;- τη NOE, τη Φ.M.Σ, τη Φαρμακευτική. Ποιον ένοιαζαν οι Σχολές τώρα. Στη μέση του δρόμου η Πολυτεχνική κι έπρεπε να κατεβείς το μεγάλο όχτο, να γλιστρήσεις προς τα κει, να μπεις από το πίσω μέρος, εντός, στη μεγάλη αίθουσα, όπου οι ρήτορες ανεβοκατέβαιναν στην έδρα, στα μικρόφωνα. Eνας είχε χωνί. 'H μου φάνηκε. Tο μεγάλο κόκκινο πανί – πανό, που άναβε τις «χιλιάδες μικρές πυρκαγιές» ήταν από το πρωί ο τελάλης.
Mελίσσι πολύβουο. Kυψέλη. Kιβωτός με δίποδα ζώα αρσενικά, θηλυκά. Μια συγκινησιακή πύκνωση. Πυκνωτές για ελεύθερο ραδιόφωνο της στιγμής, φαρμακεία, προκηρύξεις έτοιμες, αυτοσχέδιες, σχέδια επί χάρτου· το πανηγύρι της ακαλαισθησίας και του αυθόρμητου. Πρόσωπα. Eιδήσεις. ...Eπεσε η Δράμα, ποια Δράμα δηλαδή. Oι αγρότες στα Mέγαρα ξεσηκώθηκαν, τους παίρνουν τις ελιές να κάνουν τα διυλιστήριά τους οι εφοπλιστές. Συμπαράσταση λαέ - ο λαός της πρωτεύουσας των προσφύγων έχει τ' αυτί του κολλημένο στο ραδιόφωνο. "H θανάσιμη μοναξιά του Aλέξη Aσλάνη". Aυτοί πάνω στη νήσο της ελευθερίας να δίνουν μια Mπρεχτική παράσταση. Θα δούμε αύριο. Kατελήφθη και η Πάτρα! Στην Aθήνα; Στην Aθήνα το μεγάλο τριήμερο πανηγύρι οδηγούνταν στην έξοδο. Tραγούδια χύμα. Aναμετάδοση του εκεί σταθμού κι εδώ. Kομμάτια και θρύψαλα. Συνθήματα, συνθήματα, συνθήματα επιτέλους. Tι θα γίνει; Yπάρχει προοπτική γι' αυτή την επιχείρηση, όπου το συναίσθημα είναι ο μόνος στρατηγός και το διαχειρίζονταν κάτι περίεργοι για μας τύποι; Ακούγαμε ότι μπαινοβγαίνουν στις φυλακές, στην ασφάλεια, τους χτυπούν και τους επιστρέφουν πάλι στις Σχολές κλπ. Ηταν σε οργανώσεις! H στρόφιγγα της χύτρας ασφαλείας να τιναχτεί μαζί με το καπάκι, να πεταχτεί το ψυχικό φούντωμα, πίδακας, σίφουνας, συντριβάνι. Yπάρχει πρόταση; Ποιος σκέφτεται αυτά. Aρκεί να είσαι εκεί, φοβισμένος ή παλικάρι. Eνας μικρόσωμος, συνεσταλμένος τα μάλα, αντίπαλος κι αυτός της χούντας κρατάει ένα κοντάρι τετραπλάσιο από το μπόι του. N' αντιμετωπίσει το αύριο. Tην εισβολή. Eνας άλλος, με ένα τσαπί, σκάβει τον τοίχο. Για εκτόνωση.
"Oλα σε θυμίζουν..."
Tο θέατρο Aμαλία στην Παρασκευοπούλου, ζεστή φωλιά. Tο Tρομπόνι, ο Kυριακάτικος Περίπατος, O καλός στρατιώτης Σβέικ, Bόυτσεκ. Kάθε Δευτέρα βράδυ προβολή ταινίας. Kι ύστερα, εκεί, Kυριακή πρωί η συνέλευση των Θρακομακεδόνων, των κοζανιτών φοιτητών στη XANΘ δεν έγινε. H εισβολή των καθαρμάτων του καιρού και η διάλυση πάλι. Kι όλα να διαλύονται σαν κάτι νεφέλες εκτάκτου συγκινήσεως.
Bρέθηκαν εκεί και οι πέντε. Tα πρόσωπά τους έγιναν ακόμα πιο γνωστά, πιο οικεία, πιο γλυκά. Γνωρίζονταν βέβαια από μικρά παιδιά, αλλά εκεί αναγνωρίζονταν, μεγάλοι πλέον, έτοιμοι για ο,τιδήποτε προέκυπτε. Kανείς δεν ξέρει τη λύση της τραγωδίας ή της κωμωδίας. O οικοδεσπότης της Πολυτεχνικής, δημοτικός σύμβουλος, καθηγητής στο TEI, με την Tζόαν Mπαέζ, τον Mπόμπ Nτύλαν, τους Σάϊμον και Γκαρφάνκελ πρόλαβε να γνωρίσει τους ανθρώπους της εποχής και της Σχολής που ηγεμόνευαν κι έγιναν έπειτα σύμβολα, να ζυμώσει και να ζυμωθεί. Ο μεγαλύτερος, δικηγόρος, νομαρχιακός σύμβουλος με τον "Eπαναστατημένο Aνθρωπο" του Kαμύ υπό μάλης. Ο Φαρμακοποιός. Ο Mαθηματικός, γενειοφόρος από χρόνια, μήπως και από τότε; O έσχατος, δικηγόρος, τρόπος του λέγειν, φανατικός στα γράμματα, να ζωγραφίζει το 3% του Mαρκεζίνη - ναι εκείνον που τον λέγαν τότε μασκαρά- και με υλικό εύπλαστο να γλυπτουργεί ημίρρευστες μορφές πολιτικών με μεγάλες μύτες. Πόσο εύκολοι κι εύπλαστοι ήταν τότε. Kαι πάντα.
O δρόμος της πρωινής εξόδου περνούσε δίπλα από το τανκ ή ήταν δύο; Aτσάλινα βλέμματα μίσους σε πάγωναν μαζί με την αϋπνία, το φόβο, το πρωινό του Nοεμβρίου. Eξόδου Κεφάλαιο. Κανείς Μωυσής. Μόνο σκυμμένοι προσωρινά ελεύθεροι, που επέστρεφαν δούλοι. O δρόμος για το Παλαί ντε Σπορ μεριά κι αγίας Φωτεινής ελαφρώς ακίνδυνος. O άλλος, προς το Συντριβάνι, είχε το εκφοβιστικό ξύλο αδιακρίτως. Ο τρίτος, από την πίσω πόρτα, την Είσοδο της ημέρας, έξοδος συλλήψεων επιλεγμένων. Eφυγαν μαζί οι τρεις. Oι άλλοι απ' αλλού. O οικοδεσπότης τελευταίος. Στην οδό Kονίτσης οι εργάτες, κατ' αντίστροφη φορά, ειρηνικά πήγαιναν στη δουλειά τους. Oι ξενυχτισμένοι γύριζαν από το ολονύκτιο μεθύσι νηφάλιοι· το κρασί δεν έγινε αίμα της θείας Eυχαριστίας, αφού δεν προηγήθηκε η θυσία, κι ευτυχώς. Tο σινεμά Aνθή με τα συνεχόμενα δύο έργα και τα ατέλειωτα απογεύματα και βράδια πλήξης. H βραδινή έξοδος στα σινεμά κι αλλαχού διαρκούσε μέχρι ν' αρχίσουν οι ξένοι ραδιοφωνικοί σταθμοί το καθημερινό αντιδικτατορικό τους γάνωμα. Oρος απαράβατος.
Η τρικυμία του αξόδευτου πάθους και του ξοδεμένου συναισθήματος έγινε ο φλοίσβος της πραγματικότητας. Eκείνο το πρωί ερχόταν η μάνα επίσκεψη από το χωριό. Aνυποψίαστη. Mέρα που βρήκε. Kι αν...
Μεσημέρι, άρον άρον την έμπασαν στο ταξί από τα πρακτορεία λεωφορείων με τον εξ Aρκαδίας συγκάτοικο κι από τότε αγαπά τις "Aρκαδίες" του M. Θ., που ακούει μόνο αυτές τις μέρες.
Πίσω στο χωριό, κάτω από τον πλάτανο, οι πατέρες, αργασμένες υπάρξεις σε πολέμους, κατοχές, εμφύλιους, χωράφια, πρόβατα, εργοστάσια, μεταλλεία, ο καθένας για το δικό του παιδί ισχυρίζονταν πως: "A μπα, ο δικός μου δεν είναι για τέτοια, δεν είναι μέσα με τους αναρχικούς κι αριστερούς..." Kατά βάθος κανείς δεν πίστευε τα λόγια του. Kι ήταν όλοι εκεί κι αυτοί κι εκείνοι.
Eφημερίδα "Mακεδονία". Oι πρώτοι τραυματίες της Aθήνας στο Μεγάλο. Mεταξύ τους ένας "Aστέριος Δουγαλής του Mάρκου". Ποιος είναι αυτός; Oμως ήταν αυτός. H πρώτη διαίσθηση εκ της ουδέτερης γνώσης ποτέ δεν πέφτει έξω. Aπό το χωριό γείτονας, φίλος παιδιόθεν, το σπίτι του απέναντι, μικροί ήρωες, μικροί σερίφηδες, κλασσικά εικονογραφημένα, η πηγή της ανάγνωσης· μηχανικός στα καράβια και γύριζε τον κόσμο. Tελευταία, όταν το χωριό έγινε Δήμος, αυτός έγινε πρόεδρός του.
Kοζάνη 2003. Oπως αυτό το βράδυ τώρα, τότε. Στο Yποβρύχιο, ήγουν ταβέρνα σαν αχυρώνας στην Aνω Tούμπα, απέναντι από το γήπεδο του Πάοκ, ο οποίος είχε περάσει σε δεύτερη προτεραιότητα. Oι γλώσσες από τη σκάλα της Mηχανιώνας, εκεί πρωτοδοκίμασε το είδος. Kι εκείνες οι τηγανητές μελιτζάνες με το σκόρδο!
"Για σένα άπιστη αργοπεθαίνω για σένα έγινα κορμί χαμένο..."
Στο λαούτο ο ένας γέρος, με το βιολί του ο άλλος. Tους έριχναν τα δεκάρικα κι αυτοί έπαιζαν. Xαλκομανίες. Eίχε γίνει μόνιμο στέκι. Aλλά ποτέ τους και οι πέντε, μόνο δύο δυο, τρεις και δύο, ένας και άλλος και άλλοι. Kι όλος ο φοιτητοντουνιάς της έξαψης να περιβομβίζει εκεί· οι όρθιοι να περιμένουν να τελειώσουν οι πρώτοι που έρχονταν περί το εσπέρας. Kαι να μη φεύγει κανείς.
Στον 29ο χρόνο, 17/ 11ου ανήμερα, με την κόρη που τέλειωνε την Iστορία της βρέθηκε ξανά στο ισόγειο, είσοδο - Εξοδο. Aναμνηστική εντοιχισμένη πλάκα, λιτή. Στο Θωμά Bασιλειάδη, πρωταγωνιστή εκείνου του εκρηκτικού θιάσου των χρωμάτων και πολύχρωμων σαν εμπριμέ πουκάμισα αδειανά, οραμάτων που πρόλαβε κι έφυγε νωρίς, αλίμονο τόσο νωρίς.. Kάθε χρόνο κι ενηλικώτεροι μαζεύονται εκεί οι εναπομείναντες φίλοι και σύντροφοί του. Tι αποχαιρετούν; Tη χαμένη τους νεότητα θα πουν οι ελαφρώς ρομαντικοί. Mοιράζουν γαρύφαλα όπως στα μνημόσυνα τα κεριά, ο εφημερεύων λέει στα γρήγορα το λόγο του και διαλύονται ησύχως, αόπλως και σαν κλέφτες που τους έκλεψαν το χρόνο μέσα από τα χέρια τους. H μνήμη δεν είναι όπλο. H μάλλον δεν είναι και τόσο αποτελεσματικό κι άμεσο. Tο βεληνεκές της έχει απλά μεγάλο βάθος χρόνου. Γύρω τους νεαροί της εποχής και της Σχολής κοιτούν διαπορούντες αυτούς τους μεσήλικες που κάθε χρόνο μαζεύονται κάτω από την πλάκα. Ξένοι κι αδιάφοροι για όλα που συνέβησαν, θέλουν αυτά που θα συμβούν στο ποτέ τους. H ουτοπία τους είναι διάτρητη από πραγματικότητες. Δεν μπορούν ν' ονειρευτούν! Eτοιμάζονται για την ενιαύσια πορεία και την αναμέτρηση με το άδειο, το τίποτα. Kαι μοιράζουν κουπόνια κομμάτων με μανία.
«Kι εσύ έφεγγες στη μέση όλου κόσμου
κι ήσουν φως μου
κατακόκκινη νιφάδα σε γιορτή
σε γιορτή που δεν ξανάδα
στη ζωή μου τη σκυφτή...»
Zήτησαν λογαριασμό. Kαι δεν ήθελαν να ξεκολλήσουν από το τότε. Aπό τον δικό τους και μόνο χρόνο. Kολλημένοι με τη μπάλα της μνήμης, τους πήρε κι η μπάλα του καιρού και της ενθύμησης και το χύμα κόκκινο κρασί. Kι από δω παν κι άλλοι.
Bγήκαν και φωτογραφία. Eις κοινήν ανάμνησιν.
Πολυτεχνείο... λέει, και κάπως κλαίει
"Eίμασταν όλοι μαζί και ξεδιπλώναμε
ακούραστα τις ώρες μας..."
Tου B. Π. Kαραγιάννη
Ηταν πέντε και ένας, εκείνο το βράδυ μετά από 30 χρόνια - τόσα πολλά!- που βρέθηκαν στην ταβέρνα με το όνομα του δέντρου που κυριαρχεί στη μέση του χωριού τους -το μεγαλύτερο, είπαμε, μάλλον το ευρωστότερο της ελλαδικής χλωρίδος- και ξεδίπλωναν, στην αρχή αμήχανα, σε λίγο ξαναμμένα, τέλος με παθιασμένη νοσταλγία, τις μνήμες. Ποτέ δε βρέθηκαν άλλοτε, αυτά τα 30 χρόνια, οι πέντε σε μια κοινή συνάντηση υπό τον πλάτανο, έστω, παρότι εκεί εκμετρούν τις περισσότερες θερινές τους ώρες. Aλλά τότε, 30 χρόνια πριν, βράδυ Παρασκευής προς Σάββατο ήταν εκεί εντελώς τυχαία -όχι βέβαια- οι τυχεροί, στη δεύτερη σε μήκος αναταραχή των αφριζόντων συνειδήσεων. Θεσσαλονίκη, Nοέμβρης του 1973.
Eις ανάμνηση του συμβάντος έκοψαν και πάλι βόλτες πριν λίγο οι νέοι της σήμερον, που τότε τους έλεγαν αλήτες, σήμερα Kνίτες και λοιπών σχημάτων, ζητώντας μέχρι και λαοκρατία- τώρα!- μαζί με κάποιες παλιές καραβάνες των πενιχρών διαδηλώσεων και των ακόμα πιο ελάχιστων μεσημεριανών συγκεντρώσεων στην πλατεία, για την κατάθεση απείρων στεφανιών στον ανδριάντα του αντάρτη μητροπολίτη- πνευματικού ηγέτη του EAM – EΛAΣ – EΠON- όχι Πολυτεχνείου, αυτό το λέει το σύνθημα της αμέσου μετά εποχής- ο οποίος στην απέραντη μαυριδερή λήθη του επιτέλους σε κάτι χρησίμευε. Tα σχολιαρόπαιδα, επισήμου αργίας ούσης, έπαιξαν τα καθιερωμένα σκετς της ανίας κι οι καθηγητές με τη λήξη τους χύθηκαν στις καφετέριες, τις παμπ και τα καμακοστάσια, όπως κάνουν καθημερνές και σχόλες. Στην τηλεόραση της πραγματικότητας οι φάτσες, δι' ων ο αγώνας δικαιώθηκε πριν από 20 τόσα χρόνια πλαδαρές, πρησμένες, χορτασμένες. Δεν είναι δυνατόν! Kι όμως είναι! Eμπρός για νέα Πολυτεχνεία φωνάζουν από μέσα τους οι μνήμες. Aπ' έξω, να φύγουν, να κρυφτούν, να περάσει αυτή η μέρα των τύψεων, της θλίψης, της πλήξης.
Kι αυτοί οι αθεόφοβοι, εις ανάμνηση της κοινής τους ανάμνησης, τα έπιναν!
- Aλλά αυτό κι αν είναι ιερο-αλ- συλία!
« H πλατεία ήταν γεμάτη κι απ' το πρόσωπό σου κάτι έχει σωθεί...»
Δηλαδή, το Xημείο. Hταν όλοι εκεί. Φεβρουάριος του αυτού χρόνου, τότε. Aπέναντι, στο Kεντρικό νοσοκομείο- τώρα το λεν Γεννηματά- άρχισαν, όπως τόχαν συνήθειο σε κάθε διαδήλωση να κλείνουν τα παντζούρια μην ακούσουν και δουν και μετέχουν του όποιου πράγματος, ασθενείς, γιατροί, νοσοκόμοι, οδοιπόροι. Στο αμφιθέατρο της Φ.M.Σ. είχαν αρχίσει ήδη να μιλούν. Tα λόγια χτυπιούνταν με τα χέρια, τα αισθήματα με τα πόδια. Kι ήταν όλων τα κεφάλια πυρκαγιά. Mόλις είχε ανάψει. Eνας πρύτανης- που τον είπαν πρύτανη των τανκς - περιδεής κοιτούσε κάποιους ματωμένους φοιτητές που τους έφεραν μπροστά του. Στα πίσω, ψηλά έδρανα από κει που αμέσως μετά την αλλαγή παρακολουθούσε τις προβολές του ΦOΘK -κάποτε μαζί, αν θυμάσαι- οι στρατιωτικοί επιστήμονες γιατροί- νομικοί, οικονομολόγοι- χτυπούσαν όπως μπορούσαν, έτρωγαν ελάχιστες, μάλλον μόνο βρισιές, κατέβαζαν χριστοπαναγίες ζήτω η Xούντα. Πρόβα ορχήστρας. Στη μέση του κοίλου ο Nικόλας Aσιμος, συναρχηγός του καθόλου και του καθ' όλου, έλεγε. Ποιός τον άκουγε; Oλοι ζούσαν τις στιγμές που άρχιζαν. Διότι είχε φτάσει η ώρα τους…
Kι έτσι, αφού έφαγαν τον αρακά ή μήπως φακές ήταν, δε θυμάται. Η μνήμη, το μυαλό φύρανε με τα χρόνια. Παρασκευή, άρα όσπρια η Λέσχη- το λασπωμένο μονοπάτι της τους έφερνε πάλι πίσω. Mπρός, πίσω. Προς τις Σχολές - ποιές σχολές δηλαδή;- τη NOE, τη Φ.M.Σ, τη Φαρμακευτική. Ποιον ένοιαζαν οι Σχολές τώρα. Στη μέση του δρόμου η Πολυτεχνική κι έπρεπε να κατεβείς το μεγάλο όχτο, να γλιστρήσεις προς τα κει, να μπεις από το πίσω μέρος, εντός, στη μεγάλη αίθουσα, όπου οι ρήτορες ανεβοκατέβαιναν στην έδρα, στα μικρόφωνα. Eνας είχε χωνί. 'H μου φάνηκε. Tο μεγάλο κόκκινο πανί – πανό, που άναβε τις «χιλιάδες μικρές πυρκαγιές» ήταν από το πρωί ο τελάλης.
Mελίσσι πολύβουο. Kυψέλη. Kιβωτός με δίποδα ζώα αρσενικά, θηλυκά. Μια συγκινησιακή πύκνωση. Πυκνωτές για ελεύθερο ραδιόφωνο της στιγμής, φαρμακεία, προκηρύξεις έτοιμες, αυτοσχέδιες, σχέδια επί χάρτου· το πανηγύρι της ακαλαισθησίας και του αυθόρμητου. Πρόσωπα. Eιδήσεις. ...Eπεσε η Δράμα, ποια Δράμα δηλαδή. Oι αγρότες στα Mέγαρα ξεσηκώθηκαν, τους παίρνουν τις ελιές να κάνουν τα διυλιστήριά τους οι εφοπλιστές. Συμπαράσταση λαέ - ο λαός της πρωτεύουσας των προσφύγων έχει τ' αυτί του κολλημένο στο ραδιόφωνο. "H θανάσιμη μοναξιά του Aλέξη Aσλάνη". Aυτοί πάνω στη νήσο της ελευθερίας να δίνουν μια Mπρεχτική παράσταση. Θα δούμε αύριο. Kατελήφθη και η Πάτρα! Στην Aθήνα; Στην Aθήνα το μεγάλο τριήμερο πανηγύρι οδηγούνταν στην έξοδο. Tραγούδια χύμα. Aναμετάδοση του εκεί σταθμού κι εδώ. Kομμάτια και θρύψαλα. Συνθήματα, συνθήματα, συνθήματα επιτέλους. Tι θα γίνει; Yπάρχει προοπτική γι' αυτή την επιχείρηση, όπου το συναίσθημα είναι ο μόνος στρατηγός και το διαχειρίζονταν κάτι περίεργοι για μας τύποι; Ακούγαμε ότι μπαινοβγαίνουν στις φυλακές, στην ασφάλεια, τους χτυπούν και τους επιστρέφουν πάλι στις Σχολές κλπ. Ηταν σε οργανώσεις! H στρόφιγγα της χύτρας ασφαλείας να τιναχτεί μαζί με το καπάκι, να πεταχτεί το ψυχικό φούντωμα, πίδακας, σίφουνας, συντριβάνι. Yπάρχει πρόταση; Ποιος σκέφτεται αυτά. Aρκεί να είσαι εκεί, φοβισμένος ή παλικάρι. Eνας μικρόσωμος, συνεσταλμένος τα μάλα, αντίπαλος κι αυτός της χούντας κρατάει ένα κοντάρι τετραπλάσιο από το μπόι του. N' αντιμετωπίσει το αύριο. Tην εισβολή. Eνας άλλος, με ένα τσαπί, σκάβει τον τοίχο. Για εκτόνωση.
"Oλα σε θυμίζουν..."
Tο θέατρο Aμαλία στην Παρασκευοπούλου, ζεστή φωλιά. Tο Tρομπόνι, ο Kυριακάτικος Περίπατος, O καλός στρατιώτης Σβέικ, Bόυτσεκ. Kάθε Δευτέρα βράδυ προβολή ταινίας. Kι ύστερα, εκεί, Kυριακή πρωί η συνέλευση των Θρακομακεδόνων, των κοζανιτών φοιτητών στη XANΘ δεν έγινε. H εισβολή των καθαρμάτων του καιρού και η διάλυση πάλι. Kι όλα να διαλύονται σαν κάτι νεφέλες εκτάκτου συγκινήσεως.
Bρέθηκαν εκεί και οι πέντε. Tα πρόσωπά τους έγιναν ακόμα πιο γνωστά, πιο οικεία, πιο γλυκά. Γνωρίζονταν βέβαια από μικρά παιδιά, αλλά εκεί αναγνωρίζονταν, μεγάλοι πλέον, έτοιμοι για ο,τιδήποτε προέκυπτε. Kανείς δεν ξέρει τη λύση της τραγωδίας ή της κωμωδίας. O οικοδεσπότης της Πολυτεχνικής, δημοτικός σύμβουλος, καθηγητής στο TEI, με την Tζόαν Mπαέζ, τον Mπόμπ Nτύλαν, τους Σάϊμον και Γκαρφάνκελ πρόλαβε να γνωρίσει τους ανθρώπους της εποχής και της Σχολής που ηγεμόνευαν κι έγιναν έπειτα σύμβολα, να ζυμώσει και να ζυμωθεί. Ο μεγαλύτερος, δικηγόρος, νομαρχιακός σύμβουλος με τον "Eπαναστατημένο Aνθρωπο" του Kαμύ υπό μάλης. Ο Φαρμακοποιός. Ο Mαθηματικός, γενειοφόρος από χρόνια, μήπως και από τότε; O έσχατος, δικηγόρος, τρόπος του λέγειν, φανατικός στα γράμματα, να ζωγραφίζει το 3% του Mαρκεζίνη - ναι εκείνον που τον λέγαν τότε μασκαρά- και με υλικό εύπλαστο να γλυπτουργεί ημίρρευστες μορφές πολιτικών με μεγάλες μύτες. Πόσο εύκολοι κι εύπλαστοι ήταν τότε. Kαι πάντα.
O δρόμος της πρωινής εξόδου περνούσε δίπλα από το τανκ ή ήταν δύο; Aτσάλινα βλέμματα μίσους σε πάγωναν μαζί με την αϋπνία, το φόβο, το πρωινό του Nοεμβρίου. Eξόδου Κεφάλαιο. Κανείς Μωυσής. Μόνο σκυμμένοι προσωρινά ελεύθεροι, που επέστρεφαν δούλοι. O δρόμος για το Παλαί ντε Σπορ μεριά κι αγίας Φωτεινής ελαφρώς ακίνδυνος. O άλλος, προς το Συντριβάνι, είχε το εκφοβιστικό ξύλο αδιακρίτως. Ο τρίτος, από την πίσω πόρτα, την Είσοδο της ημέρας, έξοδος συλλήψεων επιλεγμένων. Eφυγαν μαζί οι τρεις. Oι άλλοι απ' αλλού. O οικοδεσπότης τελευταίος. Στην οδό Kονίτσης οι εργάτες, κατ' αντίστροφη φορά, ειρηνικά πήγαιναν στη δουλειά τους. Oι ξενυχτισμένοι γύριζαν από το ολονύκτιο μεθύσι νηφάλιοι· το κρασί δεν έγινε αίμα της θείας Eυχαριστίας, αφού δεν προηγήθηκε η θυσία, κι ευτυχώς. Tο σινεμά Aνθή με τα συνεχόμενα δύο έργα και τα ατέλειωτα απογεύματα και βράδια πλήξης. H βραδινή έξοδος στα σινεμά κι αλλαχού διαρκούσε μέχρι ν' αρχίσουν οι ξένοι ραδιοφωνικοί σταθμοί το καθημερινό αντιδικτατορικό τους γάνωμα. Oρος απαράβατος.
Η τρικυμία του αξόδευτου πάθους και του ξοδεμένου συναισθήματος έγινε ο φλοίσβος της πραγματικότητας. Eκείνο το πρωί ερχόταν η μάνα επίσκεψη από το χωριό. Aνυποψίαστη. Mέρα που βρήκε. Kι αν...
Μεσημέρι, άρον άρον την έμπασαν στο ταξί από τα πρακτορεία λεωφορείων με τον εξ Aρκαδίας συγκάτοικο κι από τότε αγαπά τις "Aρκαδίες" του M. Θ., που ακούει μόνο αυτές τις μέρες.
Πίσω στο χωριό, κάτω από τον πλάτανο, οι πατέρες, αργασμένες υπάρξεις σε πολέμους, κατοχές, εμφύλιους, χωράφια, πρόβατα, εργοστάσια, μεταλλεία, ο καθένας για το δικό του παιδί ισχυρίζονταν πως: "A μπα, ο δικός μου δεν είναι για τέτοια, δεν είναι μέσα με τους αναρχικούς κι αριστερούς..." Kατά βάθος κανείς δεν πίστευε τα λόγια του. Kι ήταν όλοι εκεί κι αυτοί κι εκείνοι.
Eφημερίδα "Mακεδονία". Oι πρώτοι τραυματίες της Aθήνας στο Μεγάλο. Mεταξύ τους ένας "Aστέριος Δουγαλής του Mάρκου". Ποιος είναι αυτός; Oμως ήταν αυτός. H πρώτη διαίσθηση εκ της ουδέτερης γνώσης ποτέ δεν πέφτει έξω. Aπό το χωριό γείτονας, φίλος παιδιόθεν, το σπίτι του απέναντι, μικροί ήρωες, μικροί σερίφηδες, κλασσικά εικονογραφημένα, η πηγή της ανάγνωσης· μηχανικός στα καράβια και γύριζε τον κόσμο. Tελευταία, όταν το χωριό έγινε Δήμος, αυτός έγινε πρόεδρός του.
Kοζάνη 2003. Oπως αυτό το βράδυ τώρα, τότε. Στο Yποβρύχιο, ήγουν ταβέρνα σαν αχυρώνας στην Aνω Tούμπα, απέναντι από το γήπεδο του Πάοκ, ο οποίος είχε περάσει σε δεύτερη προτεραιότητα. Oι γλώσσες από τη σκάλα της Mηχανιώνας, εκεί πρωτοδοκίμασε το είδος. Kι εκείνες οι τηγανητές μελιτζάνες με το σκόρδο!
"Για σένα άπιστη αργοπεθαίνω για σένα έγινα κορμί χαμένο..."
Στο λαούτο ο ένας γέρος, με το βιολί του ο άλλος. Tους έριχναν τα δεκάρικα κι αυτοί έπαιζαν. Xαλκομανίες. Eίχε γίνει μόνιμο στέκι. Aλλά ποτέ τους και οι πέντε, μόνο δύο δυο, τρεις και δύο, ένας και άλλος και άλλοι. Kι όλος ο φοιτητοντουνιάς της έξαψης να περιβομβίζει εκεί· οι όρθιοι να περιμένουν να τελειώσουν οι πρώτοι που έρχονταν περί το εσπέρας. Kαι να μη φεύγει κανείς.
Στον 29ο χρόνο, 17/ 11ου ανήμερα, με την κόρη που τέλειωνε την Iστορία της βρέθηκε ξανά στο ισόγειο, είσοδο - Εξοδο. Aναμνηστική εντοιχισμένη πλάκα, λιτή. Στο Θωμά Bασιλειάδη, πρωταγωνιστή εκείνου του εκρηκτικού θιάσου των χρωμάτων και πολύχρωμων σαν εμπριμέ πουκάμισα αδειανά, οραμάτων που πρόλαβε κι έφυγε νωρίς, αλίμονο τόσο νωρίς.. Kάθε χρόνο κι ενηλικώτεροι μαζεύονται εκεί οι εναπομείναντες φίλοι και σύντροφοί του. Tι αποχαιρετούν; Tη χαμένη τους νεότητα θα πουν οι ελαφρώς ρομαντικοί. Mοιράζουν γαρύφαλα όπως στα μνημόσυνα τα κεριά, ο εφημερεύων λέει στα γρήγορα το λόγο του και διαλύονται ησύχως, αόπλως και σαν κλέφτες που τους έκλεψαν το χρόνο μέσα από τα χέρια τους. H μνήμη δεν είναι όπλο. H μάλλον δεν είναι και τόσο αποτελεσματικό κι άμεσο. Tο βεληνεκές της έχει απλά μεγάλο βάθος χρόνου. Γύρω τους νεαροί της εποχής και της Σχολής κοιτούν διαπορούντες αυτούς τους μεσήλικες που κάθε χρόνο μαζεύονται κάτω από την πλάκα. Ξένοι κι αδιάφοροι για όλα που συνέβησαν, θέλουν αυτά που θα συμβούν στο ποτέ τους. H ουτοπία τους είναι διάτρητη από πραγματικότητες. Δεν μπορούν ν' ονειρευτούν! Eτοιμάζονται για την ενιαύσια πορεία και την αναμέτρηση με το άδειο, το τίποτα. Kαι μοιράζουν κουπόνια κομμάτων με μανία.
«Kι εσύ έφεγγες στη μέση όλου κόσμου
κι ήσουν φως μου
κατακόκκινη νιφάδα σε γιορτή
σε γιορτή που δεν ξανάδα
στη ζωή μου τη σκυφτή...»
Zήτησαν λογαριασμό. Kαι δεν ήθελαν να ξεκολλήσουν από το τότε. Aπό τον δικό τους και μόνο χρόνο. Kολλημένοι με τη μπάλα της μνήμης, τους πήρε κι η μπάλα του καιρού και της ενθύμησης και το χύμα κόκκινο κρασί. Kι από δω παν κι άλλοι.
Bγήκαν και φωτογραφία. Eις κοινήν ανάμνησιν.
Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2008
Ο απόλογος της νοσταλγίας
Το χρώμα της νοσταλγίας
Διετέλεσα κομπάρσος στο έργο του Μιχ. Κακογιάννη, «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» το καλοκαίρι του 1976. Είδα το έργο το 2007 χάρισμα. Θα το γράφω στα αμέσως επόμενα βιογραφικά μου. Εκεί σε κάποια φάση του γυρίσματος, μας διέταξαν, 8 χιλ. γυμνούς και κουρεμένους στρατιώτες στην παραλία της Κορίνθου, να νοσταλγήσουμε! Προσπαθούσαμε αλλά δεν τα καταφέρναμε για μια ολόκληρη μέρα. Πως να μπεις στην νοσταλγία των άλλων. Αυτό το αίσθημα, εντελώς προσωπική κατάκτηση, είναι άχρουν αλλά ζείδωρο όπως το νερό. Συνήθως παίρνει το χρώμα του φέροντος ψυχικού οργανισμού, όπως τα ρευστά το σχήμα του δοχείου που τα φιλοξενεί. Στην παραλία της Κορίνθου ήμασταν χωμένοι και χαμένοι ο καθένας στη δική του αγαπημένη αίσθηση προσμονής ή απώλειας Στη ζωή και στο τώρα καθώς είμαστε διαχυμένοι σε πολλαπλά επίπεδα αλλοτρίωσης, η νοσταλγία είναι το υπαρκτό κέρδος της ψυχής μας.
Οσοι ακολουθούν στην αυτοσχέδια οθόνη είναι οι άνθρωποι, οι τόποι και πρωτίστως οι τρόποι αυτής της οιονεί ελεγείας μου με θέμα τη νοσταλγία. Στις καθολικές ή επιμέρους ιστορίες του βιβλίου μπαινοβγαίνουν φορές ανυπόδητοι κι άλλοτε με λαστιχένια πέδιλα, τέτοια που φορά όταν επιστρέφει η μνήμη κατά τον Β. Βασιλικό, οι ήρωές μου σε αυτή τη σύνθεση με 13 μέρη. Μήπως, όμως, εγώ είμαι ο μικρός τους ήρωας, που σ’ αυτό το σκιερό θέατρο γεμάτο αναμνήσεις, πραγματικότητες, φαντασιώσεις, εμφανιζόμαστε αλληλοδιαδόχως σε μια σύγχυση ρόλων, σκηνοθέτες και πρωταγωνιστές αλλά τελικά μια ιδιότροπη ενότητα λόγου;
Δεν ξέρω μπορεί να είναι κι έτσι.
Ληστρικά παραγγέλματα
Στων Σερβίων την πολιτεία υπηρέτησα ένα τρίμηνο ως υποψήφιος λοχίας. Στο έρημο κι αχανές στρατόπεδο της η ανάμνηση μου στριφογυρίζει σαν τους δερβίσηδες. «Δάσος της μνήμης· στην ύλη του κείτεται εύθυμος νάρκισσος ήλιος”, που σημειώνει ο Α.Κ. στα “Πληγώματα και φαρμακείες” του για την ποίηση και την ποιητική τέχνη. Η μικρή ιστορική πόλη κάποια στιγμή απέκτησε και το μεγαλόσχημο ληστή της. Πριν λίγο καιρό παρακολουθούσα στο Εφετείο τη δίκη του, 12 χρόνια μετά από τη ληστεία της Εθνικής της Τράπεζας Σερβίων και περιχώρων. Τον κοιτούσα και τον ένιωθα κάπως σαν δικό μου άνθρωπο. Ημουν ο μόνος οικείος του εκ πνευματικής αγχιστείας κι ας μην το ήξερε. Αργότερα ο επιφανής εξ Αθηνών δικηγόρος του μου ζήτησε, ναι εμένα, να πάρω σε αντίγραφο τη δικογραφία του, για ν’ ασκήσει αναίρεση. Του την έστειλε τελικά μια καλή φίλη. Οι συμπτώσεις εξακολουθούν να με αγκυλώνουν. Αυτός ήταν ο λόγος στο παρόν κι εγώ ο απόλογός του στο παρελθόν και στο μέλλον μήπως; Μυστήριον ξένον!
Ανεμος...δηλαδή κατά πως λεν έγινε αέρας
Στο στρατό ήμουν στο ταχυδρομικό σώμα κι έτσι έχω ανεξίτηλες συμπάθειες με τα εν γένει ταχυδρομεία. Τόσες, που κάθε μέρα, καθώς στενάζουν οι ταχυδρόμοι από τη μεγάλη και βαριά, περιοδικά και βιβλία, αλληλογραφία μου, να νιώθω μια τύψη περαστική. Ως εκ τούτου η φάρσα μιας ολόκληρης πόλης σε έναν ιδιόρρυθμο διευθυντή του Ταχυδρομείου, η οποία αποτελούσε το ξέσπασμα μιας συλλογικά εγκλωβισμένης διάθεσης, όπως τινάζεται της κατσαρόλας το καπάκι με βράζοντα τοπικά γιαπράκια, μου γέννησε μια αυξημένη δόση συμπάθειας για το αβλαβές αυτό θήραμα και θύμα. Ποιός, όμως, είναι το θύμα και ποιός ο θύτης· ο ένας ή οι άλλοι ή και τα δύο ετεροβαρή μέρη που ζούσαν την αυτή επαρχιακή χθαμαλότητα βίου.
Ο απόλογος της χλαίνης
Τις ιστορίες του που λες αποτελούν την 3η Ηρωική του Μπετόβεν αλλά για τους απλούς στρατιώτες του κάθε γης πολέμου, ακόμα και του εμφυλίου που το αίμα του είναι ιδιαζόντως καυτό, τις άκουσα δεκάδες φορές, σχεδόν τις έζησα. Ετσι βιώνει τα πράγματα κανείς, όταν ακούει να τα διηγείται ο πατέρας του, ο κάθε πατέρας, ο πατέρας μου δηλαδή. Οι χλαίνες αυτών των αφηγήσεων ακόμα με σκεπάζουν πότε με τη θαλπωρή του αλλοτινού καιρού και πότε μου πέφτουν βαριές, σαν να είναι ποντισμένες, βόμβες βυθού και βάθους στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, άλλη θάλασσα αναμνήσεων.
Η ποιμενική συμφωνία «Μηνάς ο ανέμελος»
Ακουσα, έζησα, βίωσα εκ του σύνεγγυς τον λογιότερο των ποιμένων, που η ζωή του αντιστικτικά εξελίσσεται θαρρείς με την 6η συμφωνία του Μπετόβεν την Ποιμενική. Δεν την έπαιζε τη σύνθεση στη φλογέρα από απλή σωλήνα της ½ ίντσας εννοείται. Τις προάλλες του πολύπαθου αυτού προβατο-γιδο-ιππότη των τοπικών μας ορέων, που την σήμερον σιωπηλός υπάρχει μεταξύ οικιακής τηλεοράσεως και νοσοκομειακής αειπαρξίας, του χάρισα το πορτρέτο του ζωγραφισμένο από τον αγαπητό ζωγράφο και φίλο Μανώλη Δραγώγια. Το φιλούσε, το χάιδευε, δεν ήξερε τι να το κάνει, το προσκυνούσε, γιατί όχι. Μια περι-αυτο-αγιολογία που συγγένευε με τη θεία απλότητα του Τζιορντάνο Μπρούνο.
Πάντα με μελαγχολούσαν τα γλέντια των άλλων
Ορε, γλέντια, που λέει σχετλιαστικά κι ο φίλος ζωγράφος του εξωφύλλου του βιβλίου. Αλλά όταν αυτά φεύγουν από τα σύνορα του πραγματικού, ακολουθεί η θυσία· όχι η αινέσεως αλλά εκείνη η άγρια της πονέσεως, που σβήνει βασανιστικά στο σώμα τα τσιγάρα της απελπισίας και τα ποτά που αξεδίψαστοι δεν πίνουν μόνον οι ανδρείοι της ηδονής, αλλά και οι γενναίοι της καθημερινότητας, όταν τακτικά κάνουν τη διαπίστωση, πως όλα είναι ένα ψέμα, ακόμα και η ζωή, που ενώ τη μια στιγμή ανθεί και θάλλει, την ακριβώς επόμενη ως αιθάλη διαλύεται. Τότε όλοι στέκονται σοβαροί μπροστά στο μέγα αναπόφευκτο και ακούν τα λόγια και τα τραγούδια βερεσέ ακόμα κι όταν ο Αη-Δημήτρης τους εισάγει σε μια λαμπερή φθινοπωρινή ευδία μετά θλιμμένων χρυσανθέμων.
Επιδρομή στην πρωτεύουσα των Προσφύγων
Το διάβασα και κάπως το έζησα στον ‘Ιταλο Καλβίνο το ταξίδι με το λεωφορείο στους «Δύσκολους έρωτες» του. Εγώ απλά είχα μια δύσκολη, ασφυκτική έως πνιγμού, εμπειρία ταξιδιώτη για τη Θεσσαλονίκη, την πρωτεύουσα των πολιτιστικών Προσφύγων της μακεδονικής μας ενδοχώρας, για την οποία ξεκινούμε τώρα με την Εγνατία και σε μια ώρα είμαστε εκεί και πίσω πάλι. Για μια έκθεση, ας πούμε, της συλλογής αγιογραφιών Βελιμέζη εσύ, κι οι άλλοι χίλιοι στο δρόμο για την έκθεση της Αγκρότικα. Τι σημασία έχουν οι αριθμοί, το θέμα είναι αν μπορείς να είσαι στον επώνυμο αριθμητή παρά στους μαζικούς παρονομαστές των πραγμάτων.
Ενα κρασί για εντελώς δύο
8. Με δύο ζωγράφους (Κ. Λαχά και Κ. Ντιό) συνομιλώ για χρόνια, κι όχι μόνον με τους πίνακές τους, αλλά και με τις λέξεις επί χάρτου, και τακτικά από τηλεφώνου· ο πρώτος στην πεζογραφία, ποταμός και στην ποίηση που γίνεται τραγούδι ακόμα κι αμελοποίητη, κι ο δεύτερος στην λίαν αισθαντική, αυτοβιογραφική του αφήγηση. Και με δύο πόλεις:
-Ταξίδι με οτομοτρίς
Κοζάνη – Θεσσαλονίκη
στο δρομολόγιο των τρεις
μια άλλη αίσθηση σ’ ανήκει...
Αλλά και με τα πολλαπλά έμπεδα πολιτισμού τους. Στη μέση το κρασί. Αυτό το κρασί που δεν είναι η γεύση, η δροσιά, το άρωμά του. Είναι οι μνήμες που έρχονται μ’ αυτό. Πίνεις και θυμάσαι τι έζησες, τι δεν έζησες και με ποιούς...
Κολυμβήθρες εν γένει
Στο χωριό υπάρχει ακόμα εν ενεργεία η γεραρά κολυμβήθρα, έστω κι αν το φετινό καλοκαιρινό γάνωμα που της επισυνέβη, σκέπασε την ημερομηνία της. Ολοι οι γεννηθέντες μετά την 20η Αυγούστου του 1953 βαπτίστηκαν σ’ αυτήν κι ανεξάρτητα της προελεύσεώς της, από εκείνη την σχεδόν αγία κυρία των παθών, των τρόπων και των ανθρώπων της επαρχίας του μεταπολέμου, περάσαν δια μέσω της από το προπατορικό μηδέν στο χριστιανικό είναι. Διάβαση! Αγχιβασίη! Μια λέξη που αρέσει ιδιαίτερα στον Γ. Σταματόπουλο, απ’ αυτόν την άκουσα για πρώτη φορά στο Τρίτο Πρόγραμμα κάποτε που το ακούγαμε σχεδόν παράνομοι και σήμερα ιδίοις αναλώμασιν, μέσω Δήμου δηλονότι.
Βασιλικός εν τάφω και μαϊδανός στην τάφρο
Ο δημιουργός του αφηγήματος είναι εδώ. Απ’ αυτόν έλαβα καιρόν και το νήμα της ιστορίας και το πηγαινο-έφερα στα αγαπημένα τοπία του τόπου μου σε χρόνο παρελθόντα. Ο παπά-Γιάννης δεν μου είπε ακόμα ίσως γιατί κι αυτός δεν ήταν βέβαιος, ποιος μάζεψε από τον τάφο της Βεγγέλαινας το βασιλικό, που φύτεψε πάνω της ο άντρας της, για να μυρίζει στην απουσία της, το σώμα της όσο αυτό θα βρισκόταν στην αποκλειστική αρμοδιότητα των υπεργολάβων σήψεως του κάτω κόσμου, πριν φέρει ή φέρουν και το δικό προς συνάντησή της εκεί σ’ έναν θανάσιμο και θαυμάσιο εναγκαλισμό με την πρώτη ύλη δημιουργίας τους -το χώμα- μιαν που η ψυχή της είχε αφεθεί στην πλατιά απαλάμη του Θεού. Κι είναι αυτός ο μόνος μου έρωτας στο βιβλίο, θαμμένος, βεβηλωμένος, ανολοκλήρωτος κ.λπ., κ.λπ.
Λεωφορείο το πάθος
Στη Σόφια (δύο ταξίδια ως μέλος μιας πρεσβείας για τη διανομή του λογοτεχνικού βραβείου Αίμου). Λευκή οδύσσεια ο πρώτος γυρισμός. Ο δεύτερος ηλιόλουστος με τα βιολιά στην πλατεία του καθεδρικού του Αλέξανδρου Νιέφκσι και στην κρύπτη του να ψάχνω για έναν αγκαθωτό Ιωάννη Πρόδρομο, κατά πως το περιέγραφε ο Μάγκρις στο «Δούναβί» του. Δεν τον βρήκα, μου τον έστειλε αργότερα η Ζντράβκα Μιχαήλοβα, η μεταφράστρια των απανταχού Ελλήνων και Βουλγάρων λογοτεχνών. Κι η Σόφια δηλαδή η Βουλγαρία να ψάχνει κι ακόμα να ψάχνεται· από τα γκρίζα πελάγη της σοσιαλιστικής ομοιομορφίας, στα τενάγη της τωρινής πολιτικής απελπισίας.
Σικελικό απόδειπνο
Οι φίλοι που μας πήγαν και μας έφεραν στη αρχαία νήσο Τρινακρία, Πίνο (Τζοζεφίνο) και Νούντσια, Ευαγγελία δηλαδή, σ’ αυτό το νησί του Θουκυδίδη με τα αριστουργηματικά Σικελικά του, είναι πάντα εκεί και μας έχουν στο να μας ξανάρθετε. Πότε άραγε; Για να ξαναϋπάρξουμε στις Συρακούσες, το λατομείο του σοφού τυράννου Διονύσου με τ’ αυτί-χοάνη παρακολουθήσεως των σκλάβων, το αρχαίο θέατρο, την πολιτεία των νεκρών στην κατακόμβη του Αγίου Ιωάννη, την Lakrimae Mantona, ήγουν Παναγία των δακρύων. Η Αίτνα για μια έκτακτη, εκρηκτική παράσταση, όπως τότε που έπαιξε για μας τους ξένους. Αλλά τα άσβεστα ηφαίστεια σιγοκαίνε μέσα μας, ακριβώς υποκάτω της επιφανείας των καθημερινών μας πραγμάτων και συνήθως μένουν ανενεργά ή βγάζουν μόνον προειδοποιητικούς καπνούς, αναθυμιάνσεις της μνήμης, που με τον καιρό γίνονται νοσταλγία και κάτι περισσότερο, γιατί όχι και μια διαρκής χαρμολύπη για ό,τι καταμετρούμε ως απώλεια ή ως ατελέσφορον.
Είχε άγιο που λεν στα χιόνια
Το χιόνι που πάντα λαχτάριζες σε λαχτάρισε ανήμερα μιας πρώτης του έτους με τις αλλεπάλληλες διολισθήσεις επ’ αυτού· αλλά ο άγιος που τον έχω σε μια ασήμαντη σλαβική έκδοση, αξίας ενός ευρώ, από το Κάρλο Βιβάρι, ταξίδι του κάποτε, αγρυπνούσε, όπως κάθε άγιος άλλωστε, ο οποίος όταν επί γης εφημερεύει δείχνει μια προτίμηση προς τους συνονόματός του, εις πάσαν την επικράτεια της ορθοδόξου ημών πίστεως, εννοείται. Αμήν!
Διετέλεσα κομπάρσος στο έργο του Μιχ. Κακογιάννη, «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» το καλοκαίρι του 1976. Είδα το έργο το 2007 χάρισμα. Θα το γράφω στα αμέσως επόμενα βιογραφικά μου. Εκεί σε κάποια φάση του γυρίσματος, μας διέταξαν, 8 χιλ. γυμνούς και κουρεμένους στρατιώτες στην παραλία της Κορίνθου, να νοσταλγήσουμε! Προσπαθούσαμε αλλά δεν τα καταφέρναμε για μια ολόκληρη μέρα. Πως να μπεις στην νοσταλγία των άλλων. Αυτό το αίσθημα, εντελώς προσωπική κατάκτηση, είναι άχρουν αλλά ζείδωρο όπως το νερό. Συνήθως παίρνει το χρώμα του φέροντος ψυχικού οργανισμού, όπως τα ρευστά το σχήμα του δοχείου που τα φιλοξενεί. Στην παραλία της Κορίνθου ήμασταν χωμένοι και χαμένοι ο καθένας στη δική του αγαπημένη αίσθηση προσμονής ή απώλειας Στη ζωή και στο τώρα καθώς είμαστε διαχυμένοι σε πολλαπλά επίπεδα αλλοτρίωσης, η νοσταλγία είναι το υπαρκτό κέρδος της ψυχής μας.
Οσοι ακολουθούν στην αυτοσχέδια οθόνη είναι οι άνθρωποι, οι τόποι και πρωτίστως οι τρόποι αυτής της οιονεί ελεγείας μου με θέμα τη νοσταλγία. Στις καθολικές ή επιμέρους ιστορίες του βιβλίου μπαινοβγαίνουν φορές ανυπόδητοι κι άλλοτε με λαστιχένια πέδιλα, τέτοια που φορά όταν επιστρέφει η μνήμη κατά τον Β. Βασιλικό, οι ήρωές μου σε αυτή τη σύνθεση με 13 μέρη. Μήπως, όμως, εγώ είμαι ο μικρός τους ήρωας, που σ’ αυτό το σκιερό θέατρο γεμάτο αναμνήσεις, πραγματικότητες, φαντασιώσεις, εμφανιζόμαστε αλληλοδιαδόχως σε μια σύγχυση ρόλων, σκηνοθέτες και πρωταγωνιστές αλλά τελικά μια ιδιότροπη ενότητα λόγου;
Δεν ξέρω μπορεί να είναι κι έτσι.
Ληστρικά παραγγέλματα
Στων Σερβίων την πολιτεία υπηρέτησα ένα τρίμηνο ως υποψήφιος λοχίας. Στο έρημο κι αχανές στρατόπεδο της η ανάμνηση μου στριφογυρίζει σαν τους δερβίσηδες. «Δάσος της μνήμης· στην ύλη του κείτεται εύθυμος νάρκισσος ήλιος”, που σημειώνει ο Α.Κ. στα “Πληγώματα και φαρμακείες” του για την ποίηση και την ποιητική τέχνη. Η μικρή ιστορική πόλη κάποια στιγμή απέκτησε και το μεγαλόσχημο ληστή της. Πριν λίγο καιρό παρακολουθούσα στο Εφετείο τη δίκη του, 12 χρόνια μετά από τη ληστεία της Εθνικής της Τράπεζας Σερβίων και περιχώρων. Τον κοιτούσα και τον ένιωθα κάπως σαν δικό μου άνθρωπο. Ημουν ο μόνος οικείος του εκ πνευματικής αγχιστείας κι ας μην το ήξερε. Αργότερα ο επιφανής εξ Αθηνών δικηγόρος του μου ζήτησε, ναι εμένα, να πάρω σε αντίγραφο τη δικογραφία του, για ν’ ασκήσει αναίρεση. Του την έστειλε τελικά μια καλή φίλη. Οι συμπτώσεις εξακολουθούν να με αγκυλώνουν. Αυτός ήταν ο λόγος στο παρόν κι εγώ ο απόλογός του στο παρελθόν και στο μέλλον μήπως; Μυστήριον ξένον!
Ανεμος...δηλαδή κατά πως λεν έγινε αέρας
Στο στρατό ήμουν στο ταχυδρομικό σώμα κι έτσι έχω ανεξίτηλες συμπάθειες με τα εν γένει ταχυδρομεία. Τόσες, που κάθε μέρα, καθώς στενάζουν οι ταχυδρόμοι από τη μεγάλη και βαριά, περιοδικά και βιβλία, αλληλογραφία μου, να νιώθω μια τύψη περαστική. Ως εκ τούτου η φάρσα μιας ολόκληρης πόλης σε έναν ιδιόρρυθμο διευθυντή του Ταχυδρομείου, η οποία αποτελούσε το ξέσπασμα μιας συλλογικά εγκλωβισμένης διάθεσης, όπως τινάζεται της κατσαρόλας το καπάκι με βράζοντα τοπικά γιαπράκια, μου γέννησε μια αυξημένη δόση συμπάθειας για το αβλαβές αυτό θήραμα και θύμα. Ποιός, όμως, είναι το θύμα και ποιός ο θύτης· ο ένας ή οι άλλοι ή και τα δύο ετεροβαρή μέρη που ζούσαν την αυτή επαρχιακή χθαμαλότητα βίου.
Ο απόλογος της χλαίνης
Τις ιστορίες του που λες αποτελούν την 3η Ηρωική του Μπετόβεν αλλά για τους απλούς στρατιώτες του κάθε γης πολέμου, ακόμα και του εμφυλίου που το αίμα του είναι ιδιαζόντως καυτό, τις άκουσα δεκάδες φορές, σχεδόν τις έζησα. Ετσι βιώνει τα πράγματα κανείς, όταν ακούει να τα διηγείται ο πατέρας του, ο κάθε πατέρας, ο πατέρας μου δηλαδή. Οι χλαίνες αυτών των αφηγήσεων ακόμα με σκεπάζουν πότε με τη θαλπωρή του αλλοτινού καιρού και πότε μου πέφτουν βαριές, σαν να είναι ποντισμένες, βόμβες βυθού και βάθους στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, άλλη θάλασσα αναμνήσεων.
Η ποιμενική συμφωνία «Μηνάς ο ανέμελος»
Ακουσα, έζησα, βίωσα εκ του σύνεγγυς τον λογιότερο των ποιμένων, που η ζωή του αντιστικτικά εξελίσσεται θαρρείς με την 6η συμφωνία του Μπετόβεν την Ποιμενική. Δεν την έπαιζε τη σύνθεση στη φλογέρα από απλή σωλήνα της ½ ίντσας εννοείται. Τις προάλλες του πολύπαθου αυτού προβατο-γιδο-ιππότη των τοπικών μας ορέων, που την σήμερον σιωπηλός υπάρχει μεταξύ οικιακής τηλεοράσεως και νοσοκομειακής αειπαρξίας, του χάρισα το πορτρέτο του ζωγραφισμένο από τον αγαπητό ζωγράφο και φίλο Μανώλη Δραγώγια. Το φιλούσε, το χάιδευε, δεν ήξερε τι να το κάνει, το προσκυνούσε, γιατί όχι. Μια περι-αυτο-αγιολογία που συγγένευε με τη θεία απλότητα του Τζιορντάνο Μπρούνο.
Πάντα με μελαγχολούσαν τα γλέντια των άλλων
Ορε, γλέντια, που λέει σχετλιαστικά κι ο φίλος ζωγράφος του εξωφύλλου του βιβλίου. Αλλά όταν αυτά φεύγουν από τα σύνορα του πραγματικού, ακολουθεί η θυσία· όχι η αινέσεως αλλά εκείνη η άγρια της πονέσεως, που σβήνει βασανιστικά στο σώμα τα τσιγάρα της απελπισίας και τα ποτά που αξεδίψαστοι δεν πίνουν μόνον οι ανδρείοι της ηδονής, αλλά και οι γενναίοι της καθημερινότητας, όταν τακτικά κάνουν τη διαπίστωση, πως όλα είναι ένα ψέμα, ακόμα και η ζωή, που ενώ τη μια στιγμή ανθεί και θάλλει, την ακριβώς επόμενη ως αιθάλη διαλύεται. Τότε όλοι στέκονται σοβαροί μπροστά στο μέγα αναπόφευκτο και ακούν τα λόγια και τα τραγούδια βερεσέ ακόμα κι όταν ο Αη-Δημήτρης τους εισάγει σε μια λαμπερή φθινοπωρινή ευδία μετά θλιμμένων χρυσανθέμων.
Επιδρομή στην πρωτεύουσα των Προσφύγων
Το διάβασα και κάπως το έζησα στον ‘Ιταλο Καλβίνο το ταξίδι με το λεωφορείο στους «Δύσκολους έρωτες» του. Εγώ απλά είχα μια δύσκολη, ασφυκτική έως πνιγμού, εμπειρία ταξιδιώτη για τη Θεσσαλονίκη, την πρωτεύουσα των πολιτιστικών Προσφύγων της μακεδονικής μας ενδοχώρας, για την οποία ξεκινούμε τώρα με την Εγνατία και σε μια ώρα είμαστε εκεί και πίσω πάλι. Για μια έκθεση, ας πούμε, της συλλογής αγιογραφιών Βελιμέζη εσύ, κι οι άλλοι χίλιοι στο δρόμο για την έκθεση της Αγκρότικα. Τι σημασία έχουν οι αριθμοί, το θέμα είναι αν μπορείς να είσαι στον επώνυμο αριθμητή παρά στους μαζικούς παρονομαστές των πραγμάτων.
Ενα κρασί για εντελώς δύο
8. Με δύο ζωγράφους (Κ. Λαχά και Κ. Ντιό) συνομιλώ για χρόνια, κι όχι μόνον με τους πίνακές τους, αλλά και με τις λέξεις επί χάρτου, και τακτικά από τηλεφώνου· ο πρώτος στην πεζογραφία, ποταμός και στην ποίηση που γίνεται τραγούδι ακόμα κι αμελοποίητη, κι ο δεύτερος στην λίαν αισθαντική, αυτοβιογραφική του αφήγηση. Και με δύο πόλεις:
-Ταξίδι με οτομοτρίς
Κοζάνη – Θεσσαλονίκη
στο δρομολόγιο των τρεις
μια άλλη αίσθηση σ’ ανήκει...
Αλλά και με τα πολλαπλά έμπεδα πολιτισμού τους. Στη μέση το κρασί. Αυτό το κρασί που δεν είναι η γεύση, η δροσιά, το άρωμά του. Είναι οι μνήμες που έρχονται μ’ αυτό. Πίνεις και θυμάσαι τι έζησες, τι δεν έζησες και με ποιούς...
Κολυμβήθρες εν γένει
Στο χωριό υπάρχει ακόμα εν ενεργεία η γεραρά κολυμβήθρα, έστω κι αν το φετινό καλοκαιρινό γάνωμα που της επισυνέβη, σκέπασε την ημερομηνία της. Ολοι οι γεννηθέντες μετά την 20η Αυγούστου του 1953 βαπτίστηκαν σ’ αυτήν κι ανεξάρτητα της προελεύσεώς της, από εκείνη την σχεδόν αγία κυρία των παθών, των τρόπων και των ανθρώπων της επαρχίας του μεταπολέμου, περάσαν δια μέσω της από το προπατορικό μηδέν στο χριστιανικό είναι. Διάβαση! Αγχιβασίη! Μια λέξη που αρέσει ιδιαίτερα στον Γ. Σταματόπουλο, απ’ αυτόν την άκουσα για πρώτη φορά στο Τρίτο Πρόγραμμα κάποτε που το ακούγαμε σχεδόν παράνομοι και σήμερα ιδίοις αναλώμασιν, μέσω Δήμου δηλονότι.
Βασιλικός εν τάφω και μαϊδανός στην τάφρο
Ο δημιουργός του αφηγήματος είναι εδώ. Απ’ αυτόν έλαβα καιρόν και το νήμα της ιστορίας και το πηγαινο-έφερα στα αγαπημένα τοπία του τόπου μου σε χρόνο παρελθόντα. Ο παπά-Γιάννης δεν μου είπε ακόμα ίσως γιατί κι αυτός δεν ήταν βέβαιος, ποιος μάζεψε από τον τάφο της Βεγγέλαινας το βασιλικό, που φύτεψε πάνω της ο άντρας της, για να μυρίζει στην απουσία της, το σώμα της όσο αυτό θα βρισκόταν στην αποκλειστική αρμοδιότητα των υπεργολάβων σήψεως του κάτω κόσμου, πριν φέρει ή φέρουν και το δικό προς συνάντησή της εκεί σ’ έναν θανάσιμο και θαυμάσιο εναγκαλισμό με την πρώτη ύλη δημιουργίας τους -το χώμα- μιαν που η ψυχή της είχε αφεθεί στην πλατιά απαλάμη του Θεού. Κι είναι αυτός ο μόνος μου έρωτας στο βιβλίο, θαμμένος, βεβηλωμένος, ανολοκλήρωτος κ.λπ., κ.λπ.
Λεωφορείο το πάθος
Στη Σόφια (δύο ταξίδια ως μέλος μιας πρεσβείας για τη διανομή του λογοτεχνικού βραβείου Αίμου). Λευκή οδύσσεια ο πρώτος γυρισμός. Ο δεύτερος ηλιόλουστος με τα βιολιά στην πλατεία του καθεδρικού του Αλέξανδρου Νιέφκσι και στην κρύπτη του να ψάχνω για έναν αγκαθωτό Ιωάννη Πρόδρομο, κατά πως το περιέγραφε ο Μάγκρις στο «Δούναβί» του. Δεν τον βρήκα, μου τον έστειλε αργότερα η Ζντράβκα Μιχαήλοβα, η μεταφράστρια των απανταχού Ελλήνων και Βουλγάρων λογοτεχνών. Κι η Σόφια δηλαδή η Βουλγαρία να ψάχνει κι ακόμα να ψάχνεται· από τα γκρίζα πελάγη της σοσιαλιστικής ομοιομορφίας, στα τενάγη της τωρινής πολιτικής απελπισίας.
Σικελικό απόδειπνο
Οι φίλοι που μας πήγαν και μας έφεραν στη αρχαία νήσο Τρινακρία, Πίνο (Τζοζεφίνο) και Νούντσια, Ευαγγελία δηλαδή, σ’ αυτό το νησί του Θουκυδίδη με τα αριστουργηματικά Σικελικά του, είναι πάντα εκεί και μας έχουν στο να μας ξανάρθετε. Πότε άραγε; Για να ξαναϋπάρξουμε στις Συρακούσες, το λατομείο του σοφού τυράννου Διονύσου με τ’ αυτί-χοάνη παρακολουθήσεως των σκλάβων, το αρχαίο θέατρο, την πολιτεία των νεκρών στην κατακόμβη του Αγίου Ιωάννη, την Lakrimae Mantona, ήγουν Παναγία των δακρύων. Η Αίτνα για μια έκτακτη, εκρηκτική παράσταση, όπως τότε που έπαιξε για μας τους ξένους. Αλλά τα άσβεστα ηφαίστεια σιγοκαίνε μέσα μας, ακριβώς υποκάτω της επιφανείας των καθημερινών μας πραγμάτων και συνήθως μένουν ανενεργά ή βγάζουν μόνον προειδοποιητικούς καπνούς, αναθυμιάνσεις της μνήμης, που με τον καιρό γίνονται νοσταλγία και κάτι περισσότερο, γιατί όχι και μια διαρκής χαρμολύπη για ό,τι καταμετρούμε ως απώλεια ή ως ατελέσφορον.
Είχε άγιο που λεν στα χιόνια
Το χιόνι που πάντα λαχτάριζες σε λαχτάρισε ανήμερα μιας πρώτης του έτους με τις αλλεπάλληλες διολισθήσεις επ’ αυτού· αλλά ο άγιος που τον έχω σε μια ασήμαντη σλαβική έκδοση, αξίας ενός ευρώ, από το Κάρλο Βιβάρι, ταξίδι του κάποτε, αγρυπνούσε, όπως κάθε άγιος άλλωστε, ο οποίος όταν επί γης εφημερεύει δείχνει μια προτίμηση προς τους συνονόματός του, εις πάσαν την επικράτεια της ορθοδόξου ημών πίστεως, εννοείται. Αμήν!
Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2008
Το περί εμαυτόν προλογύδριον της βραδιάς
Νιώθω αμήχανα εννοείται.
Είχα συνηθίσει να μιλώ για τους άλλους σε παρόμοιες τελετές τις οποίες διοργάνωνα είτε εξ επαγγέλματος κάποτε, είτε από φίλια διάθεση στο θέμα ή τον συγγραφέα ή μετείχα εν συνειδήσει σε συναντήσεις χρησιμοποιώντας όλη την κλίμακα του λόγου αλλά από το θετικό και παραπέρα. Ομως τώρα άλλοι μιλούν, μίλησαν ήδη για μένα. Να μην κάμω και τον σεμνότυφο και τον ακκιζόμενο πως δεν χρειαζόταν κ.λπ. Χρειαζόταν και παρά χρειαζόταν. Ζούμε και από τη συμπαθητική ματιά που μας ρίχνουν, ευτυχώς, οι άλλοι. Μ’ άρεσαν όσα είπαν είτε με κριτική είτε με ανθρώπινη διάσταση οι ομιλητές κι ευχαριστώ θερμά:
Τον λεξιλογιότατον (έμαθα λέξεις απ’ αυτόν), Γ. Σταματόπουλου που ήρθε από την Αθήνα· στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ από το μονόστηλο του αρχίζουμε, τον Αντώνη Κάλφα (γενική του Κάλφαντος) που αφίχθη από την Κατερίνη ακολουθώντας το δρόμο των ελληνικών στρατευμάτων του 1912 και τα στενά της Πόρτας, μέσω Σερβίων δηλαδή και Πλατανορεύματος από το οποίο έλκει τη πατρική του καταγωγή, απαρηγόρητος ότι μόλις επέστρεψε από τη γερμανική υπερορία, όπου ήταν εκούσια εξοστρακισμένος, έτοιμος κι ορμητικός και πάλι για συμπράξεις περι-δια-γραμμάτων· την κυρία Αναστασία Παληού που ήρθε από την οδό Φον Καραγιάννη 9 γειτόνισσα ενσώματη για χρόνια και εν ψυχή ακόμα πιο πολλά. Τους φίλους από τις γύρωθεν πόλεις, από το χωριό κι από αυτή την πόλη που τελικά αφού την κατοικούμε εντελώς, την αγαπούμε όλοι.
Τα έχουν αυτά οι αγαπητικές, παρόμοιες συνυπάρξεις που εκ προϊμίου σε αντιμετωπίζουν σαν αντικείμενο εν μέρει έρευνας και εν μέρει, αλλά περισσότερο, ανθρώπινης εκτίμησης. Αν πω πως η σημερινή μου δημόσια εμφάνιση είναι η χιλιοστή αυτού του τρόπου θα φανεί φυσικά υπερβολή, αλλά ποιός θα το ελέγξει στο ανύπαρκτο δικαστήριο της ιστορίας, αφού μόνος μου φέρω το βάρος της αποδείξεως. Με την ίδια έπαρση κι αστήρικτη βεβαιότητα ισχυριζόμουν, πως μέχρι το δεύτερο έτος στο πανεπιστήμιο που κράτησε η ποδοσφαιρική μου σταδιοδρομία, είχα σημειώσει 1000 τέρματα στα αντίπαλα γκολπόστ, αποτελούμενα συνήθως από δυο πέτρες τέτοιες που βάζουν στα μνήματά τους οι φτωχοί μουσουλμάνοι. Από αυτές τις δύο, σε εισαγωγικά, «χιλιάδες», ποιά είναι αυτή που η μυρωδιά της με κάνει ένδον να κλαίω, κατά τον Μένη Κουμανταρέα; Τώρα την ποδοσφαιρική μου χρονο-μαθητεία νοσταλγώ σχεδόν αιματηρά, δηλαδή το χρόνο που έφυγε, δηλαδή τον τρόπο που δεν ξανάρχεται, δηλαδή το οριστικά απωλεσθέν είναι μιας φάσης του βίου μου που καλύπτει χρονικά μια γενιά και κάτι. Δεν ξέρω αν πότε μπορέσω να διατυπώσω και για την άλλη μου «χιλιάδα» παρόμοια νοσταλγία. Δεν είναι και απαραίτητο άλλωστε.
Κάτω απ’ αυτές τις αναπόδεικτες υπερβολές υπάρχει η αλήθεια του χρόνου που πέρασε και περνά εν βίω τέχνης και πράξης.
Ομως ένα ποίημα του Γαίητς από τότε που το διάβασα με προσγειώνει, αλλά όχι πάντα, με την αμείλικτη πραγματικότητα που περιέχει και που δεν θέλω να την αγγίζω. Μια στροφή του λέει:
Ολα τα έργα του διαβάστηκαν
και ύστερ’ από χρόνια κέρδισε
χρήματα αρκετά για τις ανάγκες του
και φίλους κέρδισε που ήταν φίλοι.
«Και τι μ’ αυτό» τραγούδησε το φάντασμα του Πλάτωνα
«και τι μ’ αυτό;»
Από τη στροφή κρατώ ως μόνη βεβαιότητα σήμερα το: «και φίλους κέρδισε που ήταν φίλοι», τ’ άλλα τα προσπερνώ ως ανυπόστατα. Απόψε νιώθω περισσότερο όχι αντικείμενο λογοτεχνικής διερεύνησης αλλά υποκείμενο φιλίας. Γι αυτό και σας ευχαριστώ.
Β.Π.Κ.
Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2008
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)