Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)


Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2010

Μνήμη δικαίων καιρών μετ’ εγκωμίων


"...Αλλά και στα Καραγάτσια (δύο θεόρατα και γερασμένα αδελφά δέντρα που έβγαιναν από τη γη σε σχήμα V, στον κορμό και τα κλαδιά των οποίων μεγάλωσαν ως μαϊμούδες γενιές νεαρών και στο «Καναμπαριό» δίπλα τους, με τα δύο τερέν για τις αγώνες με τις μπίλιες (βόλους άκουγαν να τις ονομάζουν οι πολιτισμένοι παίδες της πόλης κι αυτοί ξεκαρδίζονταν στο γέλιο) και το περίφημο επί γης φίδι που μόνο δεξιοτέχνες της μπίλιας το διεξέρχονταν, κι ήταν αυτό το ανώτατο στάδιο του μπιλιεδισμού.
(«Εδώ ας σταθώ» κι ας κλάψω λίγο ένδον, γι’ αυτή τη χρυσο-χρονόσκονη μνήμης που έπεσε πάνω μου και με γέμισε εικόνες «ανηλέητης» νοσταλγίας)."

Από το διήγημα "Ο Μποέμ και οι Βοημοί της μνήμης μας"


"...και τους νερόμυλους, αχ, τους νερόμυλους δίπλα στους οποίους γεννήθηκες, μεγάλωσες μπήκες στη φτερωτή τους και στριφογυρίστηκες στη δίνη του νερού και γύρισαν οι μυλόπετρες του χρόνου, πότε έγιναν αυτά, σε ποια βιβλία τα διάβασες άραγε, και κοιμόσουν με τον κρυστάλλινο ήχο κι απόηχο του νερού που έβγαινε από τη σήραγγα διοχέτευσής του στο λάκκο πιεσμένο από τη στενή τρύπα για να πάρει πίεση και να χτυπήσει τα πτερύγια της φτερωτής να γυρίσει τις μυλόπετρες, να συνθλίψουν με τη φοβερή τριβή τους το αδύναμο στάρι και το σκληρό καλαμπόκι, να γυρίσει τις σκληρές και μαλακές μέρες της ζωής μας, ο μύλος που αλέθει τον καθένα μας και με τον τρόπο του και κατά τα έργα του κι αλληλούια."

Από "Τα 6,6, της Σκηνοπηγίας"

Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010

Βανδαλισμός, το ανώτατο στάδιο του δημοτικού εκχωριατισμού


«Το μεγαλύτερο σχολείο της ζωής είναι το πεζοδρόμιο...»
φωνή Στέλιου Καζαντζίδη, στίχοι, μουσική Μπάμπη Μπακάλη.
«Η μεγαλύτερη αθλιότητα της ζωγραφικής είναι στο πεζοδρόμιο της Κοζάνης» ζωγραφική Γ. Κόλλα, συγκολλητική ουσία των αφισοκολλητών παντός είδους και αίσχους.

Εδώ και μερικά χρόνια, μιας αποκριάς καιρό, ο κύριος Δήμος Κοζάνης ζήτησε από το ζωγράφο κ. Γ. Κόλλα, να ζωγραφίσει την πρόσοψη ενός δημοτικού ερειπίου το οποίο βρίσκετε στον κεντρικό πεζόδρομο. Να το βλέπουν οι μόνιμοι περαστικοί και ν’ αδιαφορούν αλλά κι οι εφήμεροι επισκέπτες και ν’ αναρωτιούνται για την ωραία ζωγραφική επί τοίχου που καλλιεργείται ως τέχνη στα χέρσα του δήμου. Ο άριστος καλλιτέχνης ζωγράφισε με την αισθαντικότητα που διακρίνει τον καλλιτέχνη ο οποίος ζει πλέον την πόλη και την αισθητική της, περισσότερο από κάθε άλλον τοπικό, μια σύνθεση στην οποία είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού η οικιστική παράδοση της Κοζάνης. Το έργο ιδιαίτερα τιμήθηκε στον καιρό του (φωτογραφήθηκαν, δηλαδή καμάρωσαν μπροστά του, αρκετοί επιφανείς κι επιφανειακοί επί το πλείστον τύποι της πόλεως) με την πάροδο του χρόνου όμως έγινε εύκολη λεία των αφισοκολλητών κάθε είδους ακόμα και του ίδιου Δήμου.
Ο ζωγράφος για ν’ αποδώσει την παλιά, ρομαντική εικόνα της πόλεως και την κεντρική καρίνα της, (ο πεζόδρομος με τις πικροκαστανιές του) στην οποία σήμερα η κνίσα και μόνον αντιλαλεί, κι ιδίως το αρχαίο περίπτερο («Ο τραυματίας της Μούργκάνας;) έψαξε, ρώτησε, έμαθε, είδε, αισθάνθηκε ό,τι δεν αισθάνονται και δεν αισθάνθηκαν ποτέ αυτοί οι επιδερμικοί (αλλά τελεολογικά ...αναντικατάστατοι) άνθρωποι της δημοτικής παρέας, δηλαδή εξουσίας.
Αυτή η δημοτική ακηδία επί του καλλιτεχνικού δείχνει μια βαθιά περιφρόνηση στην τέχνη και τους δημιουργούς της. Θα μπορούσαν να πάρουν από κει το έργο -άλλωστε σε κόντρα πλακέ είναι φτιαγμένο άρα μεταφερόμενο- και να το στήσουν αλλού. Αλλά το αντιμετώπισαν ως αναλώσιμο υλικό της αποκριάς, όπως δηλαδή οι γελοίες κατασκευές της, τις οποίες σωρεύουν χύδην στους χώρους της ανακύκλωσης· έτσι κι αυτό το παρέδωσαν στην αγριότητα και αθλιότητα των ποικίλων ρυπαντών του δημόσιου χώρου, αλλά πάντα υπέρ το λαού.
Ακούσαμε πως ο νυν δήμαρχος, ο οποίος νόμιμα θέλει να δημαρχεύσει και στην ερχόμενη τριετία, δήλωσε ότι ο πολιτισμός είναι ο μοχλός (τι τύπου άραγε;) ανάπτυξης (τι τρόπου εννοείται;) της πόλης και των χωριών της.
Ετσι, ερωτάται το λοιπόν, με ποιά υπομόχλια μπορεί να ξηλωθεί τουλάχιστον το έργο αυτό, να καθαριστεί αν είναι δυνατόν και να κρατηθεί υπό του Δήμου ή να δοθεί όπου δει.
α. Με αυτά της αρμοδίας υπηρεσίας του Δήμου οπότε οδηγείται στον Νιάημερο ένθα ενεδρεύουν τα αδρανή υλικά της κάθε αποκριάς δια τα περαιτέρω.
β. Της ξηλωτικής αυτοδικίας από τη σέχτα των ανωνύμων φίλων του Γ. Κόλλα και της τέχνης γενικώς, η οποία, αν δεν συλληφθεί κλέπτουσα δημόσια περιουσία (διότι το παράγγειλε το έργο ο Δήμος άσχετα αν πλήρωσε τον καλλιτέχνη κι αυτό είναι ένα άλλο πένθιμο κρατούμενο), δεν θα έχει που να το τοποθετήσει εμφανώς· άρα θα το τεμαχίσει άπονα και θα διαμοιράσουν τις επιφάνειες που θα προκύψουν μεταξύ τους, όπως έκανε άλλοτε ένας άλλος καλός καλλιτέχνης των μεγάλων επιφανειών («και των μεγάλων πόντων») κ. Θάνος Καλαμπούκας (Αta), άψογος χειριστής του ρολού (που ταξιδεύει άραγε;) ο οποίος πουλούσε τα έργα του με το μέτρο και το πριόνι όταν χρειαζόταν να κόψει τεμάχιό τους αν ολόκληρος ο πίνακας ερχόταν μεγάλος στο σαλόνι της κυρίας. Διότι αυτά είναι της τέχνης τα φαρμάκια και τα μαρτύρια, να υφίσταται κάποτε και πριονισμόν, όπως οι μάρτυρες της ορθοδόξου ημών πίστεως και πατρίδος.
γ. Της δυναμικής, ολιστικής αντιμετώπισης του πράγματος. Ητοι επίθεση από τους επιχώριους αναρχικούς, προστάτες του κάθε ωραίου και λεπτού αισθήματος, με τσαπιά και σκεπάρνια ώστε να γκρεμιστεί αυτό το τείχος του αίσχους· τουλάχιστον να μη φαίνεται ο βαρβαρισμός της επιφάνειας και να μένει στο βάθος ο εκβαρβαρισμός μιας πόλης, στην οποία ο τρόπος της, επί της τέχνης, του πολιτισμού, των γραμμάτων είναι ο βασικός μοχλός κατεδάφισης κάθε ίχνους δημόσιας ευαισθησίας.

ΥΓ. Φυσικά μπορεί και να μείνει εκεί εσαεί ώστε να αποδεικνύει την αθλιότητα κι αχρειότητα του καλλιτεχνικού και πνευματικού, δημοτικού μας είδους.

Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010

Εωθινόν του Κάρλος Φουέντες


CARLOS FUENTES

O χορός της οικογένειας της γειτονιάς

Eφυγα από το σπίτι επειδή με έδερναν με έγδυναν με εξανάγκαζαν
Ο πατέρας και η μητέρα μου
Επειδή πέθαναν και οι δυο και δεν υπήρχε κανένας άλλος στο σπίτι
Επειδή δεν έχω συγγενείς
Επειδή οι τύποι μού έλεγαν μην είσαι μαλάκας βγες στον δρόμο είσαι μόνος στο σπίτι σου σε δέρνουν σε γαμούν σε βρίζουν
Στο σπίτι σου είσαι χαμένος αξίζεις λιγότερο και από κατσαρίδα
Πόσο μόνος μου νιώθω, καταδικασμένος σαν έντομο αναποδογυρισμένο
Θλίψη ρε φίλε
Αμυνα ρε φίλε
Δώσε μου καταφύγιο χωρίς στέγη στον δρόμο
Aντε να ζήσεις ασφαλής στον δρόμο
Ούτε καν να κοιτάς όποιον δεν είναι του δρόμου
Εδώ τουλάχιστον είσαι πιο ασφαλής απ' ό,τι στο σπίτι σου
Εδώ κανείς δεν σου ζητάει τίποτα
Εδώ δεν υπάρχει καμία ευθύνη
Εδώ το μόνο που υπάρχει είναι η περιοχή μας
Εδώ είμαστε η οικογένεια της περιοχής ανάμεσα στο Τάνκε και το Ελ Σέρο
Μην αφήνεις να περάσει κανείς που δεν είναι της οικογένειας της περιοχής ρε φίλε
Δώσ' του να καταλάβει όποιου περάσει τα όρια
Είμαστε στρατός εκατό χιλιάδες παιδιά και έφηβοι αμολημένοι
Μόνοι χωρίς οικογένεια στους δρόμους
Καρφωμένοι στον δρόμο
Θέλετε να φύγετε από τον δρόμο;
Δεν υπάρχει τίποτα
Κάποιοι κατάληξαν στον δρόμο
Οικογένεια είναι ο δρόμος
Γεννηθήκαμε από τον δρόμο
Η μανούλα έκανε έκτρωση στη μέση του δρόμου
Την κλοτσοπάτησαν στη μέση του δρόμου μέχρι να βγάλει το έμβρυο
Στη μέση του δρόμου
Επειδή ο δρόμος είναι η κοιλιά μας
Τα αυλάκια το γάλα μας
Οι σκουπιδοντενεκέδες η ωοθήκη μας
Μην μπαίνεις στον πειρασμό
Ακου αποθηκάριος σε σουπερμάρκετ
Ακου να καθαρίζεις τα τζάμια των αυτοκινήτων
Ακου μικροπωλητής
Ακου σεκιουριτάς για αυτοκίνητα καθοίκι
Ακου να βοηθάς τα χούφταλα
Ακου ζητιάνος
Πες όχι ρε φιλάρα
Ζήσε μ' αέρα μ' αλκοόλ με τσιμέντο
Καλύτερα να πεθάνεις σαν ηλίθια κατσαρίδα
Στους δρόμους στα τούνελ στους σκουπιδοτενεκέδες
Παρά να πεις ότι σε νίκησαν.


Ποίημα από το σπονδυλωτό μυθιστόρημα «Ολες οι
ευτυχισμένες οικογένειες», εκδόσεις Καστανιώτη 2008

poema ηλεκτρονικό περιοδικό για την ποίηση
poetry e-zine

Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2010

Τότε ο Πανάγαθος έκραξεν οργίλος...



Διάβασα σε αναρτήσεις στα τοπικά σάιτ -εκεί πλέον διεξάγεται ο αγώνας της μνήμης κατά της λήθης (Μ. Κούντερα)- τις οργισμένες αντιδράσεις πολυχρόνιου, επώνυμου, δημοτικού υπεράρχοντα (όστις εκ του λόγου της αψυχραιμίας του μπορεί να γίνει δυσώνυμος) κατά μέσου τηλεοπτικής ενημέρωσης, δημοσιογράφων ή δημοσιολόγων αυτού, και υπέρ της λίαν συμπαθούς κ. Γ.Κ. Ζμπλδ., (ήδη αρχηγού της Διαχειριστικής Αρχής της Περιφερείας των νεοελλήνων δυτικομακεδόνων) και λίγο διαισθάνθηκα του πόσο άγριος πρέπει να είναι ο εσωκομματικός, φατριαστικός αγών στο κόμμα του Εθνοφελούς Μνημονίου. (1) Ούτε ο Τάκης Σταματόπουλος με το τετράτομο έργο του «Ο εσωτερικός αγώνας πριν και κατά την επανάσταση του 1821». εκδ. Κάλβος (1979) δεν θα διανοούνταν (εντάξει, τηρουμένων των αναλογιών) ότι συμβαίνουν τέτοια πράγματα...
(Σημ. ένδον. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι γνωρίζει τη σημαίνει Επανάσταση του 21 αν δεν διεξέλθη αυτό το μνημειώδες έργο).
Επιπλέον και άλλα, επί το πλείστον φαιδρά, για την εν εξελίξει πολιτική μας αφήγηση (ας χρησιμοποιήσουμε ένα λόγιον στερεότυπον του συρμού). Εξ αυτών μου ‘ρθε κατά νουν λαϊκός ποιητικός λόγος, αλλά και ο έντεχνος, ήγουν του Αλεξάνδρου Ρ. Ραγκαβή (1809-1892) κάποιες στροφές (σε σύνολο 100 πεντάστιχες) από τη μεγάλη του ποιητική σύνθεση «Διονύσου Πλους" τα οποία υποβάλλω προς γνώσιν και για τις νόμιμες συνέπειες.

***
Τότε ο Πανάγαθος έκραξεν οργίλος
και ο θόλος έτρεμε τ’ ουρανού ο κοίλος…
«Τις εμού, ω κάθαρμα κάλλιον γνωρίζει,
ή ζωήν ή θάνατον πότε να χαρίζει;»
Κ’ εν ταυτώ το σκήπτρον του αίρ’ η δεξιά του,
δίδ’ εις το μετάφρενον μίαν του Θανάτου…
Και από τότε ο Θάνατος έμεινε κουφός.

***
Αλεξάνδρου Ρ. Ραγκαβή (1809-1892)
στροφές από το ποίημα «Διονύσου Πλους»

....................................

Άλλους διήγειρε πολλούς
η όψις των θελγήτρων
της κόρης της περικαλλούς,
και ενεψύχου τους δειλούς
ελπίς πλουσίων λύτρων.

Φωνή διέρρει σιγαλή
ως ψίθυρος το πρώτον.
Αλλ΄ εθρασύνοντο πολλοί,
και εξερράγ΄ η απειλή
μετά κραυγών και κρότων.

Των απαισίων οφθαλμών
το μέλαν πυρ ιδέτε.
Εγείρεται πας ο τολμών.
Την κώπην επί των σκαλμών
αφήκαν οι ερέται.

Ήρπασαν όπλα παρευθύς
από των προσπιπτόντων,
λίθους τινες χειροπληθείς,
και ό,τι εύρισκε καθείς
τις κώπην και τις κόντον.

Τα βλέμματα πλήρη φλογών
ηκόντιζον οργίλα,
κ΄ ερρίφθησαν, ως αν αγών
δεινών επέκειτο σφαγών,
και έπαλλον τα ξύλα.

Ο ανδραποδιστής λαός
τους οπαδούς των ξένων
πρώτους λαβών ανηλεώς,
τους έρριψεν εις της νηός
το στόμιον το χαίνον.


Σημ. Είναι γεγονός πως ο «ανδροποδιστής λαός» δεν μπορεί να ησυχάσει με όσα γίνονται στο κόμμα αυτό και γιατί σφάζονται τόσο πολύ και τόσο βαθιά τα κριάρια του στου μνημονίου την αγκαλιά χωμένα κι εντός ολίγου εκεί εκλογικά παραχωμένα.

ΥΓ. Δρυός (pasikikous) και μη εισέτι πεσούσης πας ανήρ του μπορεί πλέον να ξυλεύεται ακωλύτως.

Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2010

Διαποντισμός βιβλίων και προσώπων



H βιβλιοθήκη Στρατή Tσίρκα (E.KE.BI.)
και η βιβλιοθήκη επισκόπου Διονυσίου Ψαριανού (Δ. B. Kοζάνης)
εις την κοινή οδό της απωλείας;*


«...ωφέλησεν το Mοναστήριόν του αρκετά, και κατέστησεν εις αυτό και Bιβλιοθήκην
αξιόλογον, ήτις μετά τον θάνατόν του αμελουμένη ωλιγώθη πολύ»


Xαρίσιος Mεγδάνης για τον Nεόφυτον Iερομόναχο, 1678

H ζωή υπάρχει για να καταλήξει σ’ ένα βιβλίο, είπε ο Mαλλαρμέ. Mετά τι γίνεται, επί το πρακτικότερο όμως, το βιβλίο αυτό; Aφού η ζωή υπαρκτή ή φαντασιωμένη κι αρχιτεκτονημένη από του ξυγγραφέα την ξυγγραφή (= «το μετ’ επιμελείας και σπουδαίως συντάξαι», κατά τη Σούδα), γίνει βιβλίο, τι γίνεται αυτό μετά; Ως περιεχόμενο καταλήγει σε κάτι άυλο, κάπως ρευστό στην αρχή, δύσκολο στη νοητική συγκράτησή του, το οποίο ωστόσο αφήνει, αφού ξεχαστεί ως υπόθεση, πάντα κάτι στον αναγνώστη· αυτό το οποίο οι ειδικοί ονομάζουν πολιτισμό και μόρφωση. Ως υλικό αντικείμενο τα βιβλία κατά μόνας ή ως μονάδες μιας βιβλιοθήκης πού καταλήγουν; Στα σπίτια κατ’ αρχήν. O λελογισμένος τους αριθμός επιτρέπει την, για μια γενιά τουλάχιστον, διαιώνισή τους, στους κατιόντες αμέσους ή εμμέσους. Aπό κει κι ύστερα πάνε συνήθως στα παλαιοπωλεία, στις δημοτικές υπηρεσίες ανακυκλώσεως χάρτου και κάποιες φπρές, συνήθως επώνυμες και όχι σε αριθμό βιβλίων ευάριθμες βιβλιοθήκες, καταλήγουν, συντεταγμένες ή ασύντακτες, στις κοινόχρηστες βιβλιοθήκες. Σπανίως οι κτήτορες επώνυμων βιβλιοθηκών - οι οποίοι σφραγίζουν και δι’ ιδιογράφου σφραγιδίου, ex libris, εν έκαστον βιβλίον τους, ικανοποιούντες μια εφήμερη ιδιοκτησιακή και διαρκή αγαπητική σχέση μ’ αυτά- οι ίδιοι δωρίζουν, χαρίζουν, διαμελίζουν ή εκποιούν αυτές. Αν δεν το κάνουν και οι απευθείας ή εκ πλαγίου κατιόντες τους, τότε κατά κανόνα το περιεχόμενό τους συνωθείται και ασφυκτιά στους συνήθως πεπερασμένους χώρους μιας δημόσιας, δημοτικής, σχολικής ή σωματειακής βιβλιοθήκης.
Mας γέννησε τις βιαστικές αυτές σκέψεις ένα άρθρο της, καλής επί των ζητημάτων του πολιτισμού, δημοσιογράφου της “Kαθημερινής”, κ. Oλγας Σελλά, αρκούντως ανησυχητικόν. “Mούχλιασε η συλλογή Tσίρκα. Aφησαν να καταστραφούν 3. 000 βιβλία, μερικά του 18ου και 19ου αιώνα”, ο τίτλος κι ο υπότιτλος. Mε ιδιαίτερες, θυμάμαι, πνευματοτυμπανοκρουσίες εκ μέρους των δωρεοληπτών, έγινε δεκτή η βιβλιοθήκη του έξοχου συγγραφέα στο Eθνικό Kέντρο Bιβλίου, όπου δωρήθηκε από τους απογόνους του, και τοποθετήθηκε σε βίλα στα άνω αθηναϊκά προάστία, όπου και τα πρώτα γραφεία του οργανισμού. Kαι ξεχάστηκε εκεί. Δεν την ξέχασε όμως, ο καιρός και τα συμπαρομαρτούντα αυτού. Eφτά περίπου χρόνια μετά κι αφού το E.KE.BI. μετακόμισε στο αθηναϊκό κέντρο, ο καιρός και μετεωρολογικά , η ερημιά της βίλας και η αχρησία των βιβλίων έκαναν την οχληρή τους εμφάνιση στη βιβλιοθήκη του Στρατή Tσίρκα. Tο αποτέλεσμα, όπως αναφέρει το ρεπορτάζ της δημοσιογράφου, βασισμένο σε γνωμάτευση βιβλιοθηκονόμου, είναι να χρειάζεται τώρα απεντόμωση στα βιβλία όπου επενέβησαν έντομα, απο-μουχλοποίηση όσων από την υγρασία έπαθαν, τέλος η μεταφορά τους στο κέντρο.
H δωρεά της Bιβλιοθήκης του Στρατή Tσίρκα στάθηκε για την πόλη μας βασικό θεωρητικό και πρακτικό προηγούμενο ή και παράλληλο συμβάν· ότι εκείνους τους χρόνους η Δημοτική Bιβλιοθήκη Kοζάνης (Δ.B.K.) είχε δεχθεί τη μεγάλη, σε όλα τα μεγέθη, βιβλιοθήκη του άλλοτε μητρ. Διονυσίου Ψαριανού με 15 χιλ. τόμους πάνω - κάτω. H χειρονομία ενίσχυε και το επιχείρημα για το άτμητο, το αλώβητο και το αδιαίρετο των μεγάλων και επώνυμων βιβλιοθηκών, είτε εκ της προσωπικότητας των δωρητών είτε εκ του περιεχόμενου της, όπως λ.χ. η δωρεά της βιβλιοθήκης του Γ. Σεφέρη στη Bικελαία Bιβλιοθήκη Hρακλείου, αλλά και τηρουμένων των αναλογίων η δωρεά στη Δ. B. K. της βιβλιοθήκης αρχικά και μετά και του αρχείου του Γ. Λυριτζή, συνταγματάρχου, ερευνητή και συγγραφέα.. Πόσο με θλίβει τώρα το κατάντημα αυτού του αρχείου· μετανιώνω ένδον για τα όσα μεθόδευσα για την απόκτησή του.

Eπί του οικείου προκειμένου.
Στην Kοζάνη, η Bιβλιοθήκη του Mητροπολίτη τοποθετήθηκε (όπως και το σκήνωμά του σε ξεχωριστό τόπο στο κοιμητήριο του Aγίου Γεωργίου, για να ξεχωρίζει η ιδιαιτερότητα της παρουσίας του) σε ειδικό χώρο, όστις για κάποια χρόνια αποτετούσε σημείο αναφοράς για τις λογοτεχνικές εκδηλώσεις που λάμβαναν χώρα εκεί. Φυσικά με τον καιρό και τους αλλότριους ανθρώπους μετατράπηκε σε ένα διοικητικό, ψηφοσυλλεκτικό ενδιαίτημα. Eνα μέρος της είχε τοποθετηθεί σε άλλο χώρο, στην κυρίως βιβλιοθήκη. Oταν αποφασίστηκε ο δημοτικά ελεγχόμενος κι ενισχυόμενος πολιτισμός των γραμμάτων και των βιβλίων να περάσει από την αναγεννησιακή του, ας την πούμε με κάποια υπερβολή, περίοδο στη φάση της στασιμότητας, γιατί αδυνατούσε η τοπική άρχουσα μετριότητα να παρακολουθήσει τις εξελίξεις ή να τις ελέγξει επ’ ωφελεία της, το μέρος αυτό των βιβλίων, ελαφρά τη καρδία, τέθηκε με συνοπτικές διαδικασίες εκποδών του χώρου των βιβλίων και ερρίφθη σε αποθήκη, ένθα τα βιβλία στοιβάχτηκαν χύδην, όπως σε αμπάρι γαλέρας οι μαύροι την εποχή του δουλεμπόριου. Συνακόλουθα, ευκαιρίας και χώρου δοθέντων, από μια ασφυκτιούσα ανθρωποπανίδα δημοτικών υπαλλήλων πετάχτηκαν πάνω στο σωρό της γνώσης καρέκλες, γραφεία, χαρτιά, ηλεκτρονικά εν αποσύρσει και αποσυνθέσει και άλλα αδρανή υλικά. O σωρός καιρό τώρα περιμένει το μοιραίο, να οδηγηθεί τελικά στην ανακύκλωση. Δεν νομίζω βέβαια, ότι η τελευταία φάση εκτελέστηκε. Oμως, δεν είναι καθόλου απίθανο να συμβεί. H άγνοια οδηγεί σε απόγνωση. H αφασία, όμως, της ημιμάθειας αλλά και η έλλειψη στοιχειώδους ευαισθησίας για ό,τι ξεπερνά ακόμα κι ελαφρώς τις καθορισμένες προσλαμβάνουσες της εν γένει νοημοσύνης εκείνων που από κάποια συγκυρία βρίσκονται σε θέση να καθορίζουν το είναι ορισμένων πραγμάτων, κάθε άλλο παρά εγγυούνται ότι δεν θα οδηγηθούν τα λοιπά βιβλία της μητροπολιτικής βιβλιοθήκης στο τίποτα της αποθηκευτικής αφάνειας, ενώ τα ήδη, κάπως τακτοποιημένα, στη φυσιολογικά επερχόμενη φθορά της.
Eτσι, η κραταιά, ως γνώση, βιβλιοθήκη του Mητροπολίτη Διονυσίου, την οποία με τόσες πνευματοτυμπανοκρουσίες οδηγήσαμε εκεί που όφειλε να υπάρχει για το παρόν και το μέλλον, τώρα, κατά ένα μέρος της, αλλά και ως ευπρεπές όλον, βρίσκεται κι αυτή σε παράλληλη πορεία απώλειας με τη βιβλιοθήκη Στρατή Tσίρκα. Στην Aθήνα ορισμένα μέτρα θα ληφθούν γι αυτήν. Eδώ πάνω με τα βουνά της παχυδερμίας και άγνοιας που μας κυκλώνουν από παντού, κι ειδικά ό,τι έχει σχέση με τις φθαρμένες σαν τσιμούχες αυτοκινήτων από την πολυκαιρία, μικροεξουσίες πολιτισμού, τα πράγματα είναι κάπως χειρότερα.
Tι γίνεται, όμως, και με τους τηρητές της εκτέλεσης της τελευταίας δήλωσης βουλήσεως του Mητροπολίτη, τους συγγενείς του, για να μην υπεκφεύγουμε. Την άφησαν πλέον στη δρομολογημένη διαδικασία φθοράς και απαξίωσής της. Eίναι τόσο μεγάλη η προσφορά που οδηγεί στην απόγνωση η ευτέλεια της συμπεριφοράς προς τον δωρητή· στη συνέχεια, όπως και σε κάθε άνθρωπο, έρχεται η αποστασιοποίηση· μοιραία η παραίτηση από κάθε εποπτεία και φροντίδα. Iσως, τώρα διαπίστωσαν στην πραγματικότητα, αφού οι λεπτομέρειες κι ο χρόνος αυτό δείχνουν, ότι η πόλη δεν ενδιαφερόταν γι’ αυτή την εξαιρετική πνευματική εισφορά. Aλλα προέχουν σήμερα στη σκέψη των επικρατούντων. H Δ.B.K. είναι αρκετό να υπάρχει σαν ένα νεφέλωμα ιστορίας, να πηγαίνουν οι μαθητές να διαβάζουν τα μαθήματα της αύριον, και οι λιγοστοί ερευνητές ν’ αντιμετωπίζονται ως βαρετοί πελάτες. Tα βιβλία είναι βάρος ενοχλητικό, ασήκωτο, περιττό, αφού μπορούν πόλεις και άνθρωποι να ζήσουν και χωρίς αυτά. Oσοι δεν τα αντέχουν, νιώθουν να βουλιάζουν σαν να φορτώθηκαν πέτρες· και τότε τα βυθίζουν για να εισπράξουν την ασφάλεια της μη συντήρησής τους, τα εκποιούν ή τα αδειάζουν στις ειδικές χωματερές που ονομάζονται δημόσιες βιβλιοθήκες σε διαδικασία αποσύνθεσης (δ.β.σ.δ.α). Eιδικά επιβαρύνουν με μέγιστο άχθος τους κατιόντες τα μεγάλα ονόματα, οι προσωπικότητες και οι μεγάλες βιβλιοθήκες τους. Tα δημόσια βιβλιομαυσωλεία, όπως φαντάζουν οι δ.β.σ.δ.α., περιμένουν πάντα στη γωνία να δεχτούν κατ’ αρχήν το κυρίως πληθωρικό βιβλιοσώμα για να το ...κονιορτοποιήσουν στη συνέχεια. Σήμερα, κανείς δεν νοιάζεται για τη βιβλιοθήκη του Mητροπολίτη Διονυσίου. Oπως και κανείς δεν ενδιαφέρεται, στην ουσία του πράγματος, για τη Δ.B.K., αφού δείχνει ως χώρος, άρα και περιεχόμενο κατά συνέπεια, να τελεί υπό την καθοδήγηση του αυτόματου πιλότου απώλειας.
Kαι το σπαρταριστό της υποθέσεως· επιφανές μέλος της δωρεοδόχου οικογενείας συνέταξε οδηγό πλεύσης στη βιβλιοθήκη του Mητροπολίτη, μέρος ευρυτέρου …οδηγού της Δ. B. K. Tόσο πολύ, δηλαδή! Yποθέτω πως έχει λάβει πρόνοια για το πώς οι αναγνώστες θα ελίσσονται ανάμεσα από «καρέγλες», τραπέζια, χαλασμένες μηχανές κλπ, για να φτάνουν στη συσσωρευμένη και σωροποιημένη γνώση και το άλγος της, καθότι αυτή ούτως ή άλλως άλγος φέρει· κι εδώ στην κυριολεξία. Θα είναι μια αναζήτηση λίαν ενδιαφέρουσα. H αναζήτηση του χαμένου μας τρόπου για τη δημιουργία εκείνων των ανθρωπολογικών κυρίως όρων και συνθηκών για την ύπαρξη και επιβίωση των βιβλίων στις δημόσιες βιβλιοθήκες· γιατί μας χαρακτηρίζει εσχάτως ως πόλη και Δ B. K. όχι “η ευγένεια των διαβασμένων βιβλίων”, όπως ωραία το είπε τις προάλλες η κ. Nόρα Σκουτέρη - Διδασκάλου, αλλά η κορυφαία αγένεια των πεταμένων βιβλίων.

* ΥΓ. 1 Το άρθρο γράφτηκε πριν μερικά χρόνια με αφορμή τη δωρεά της βιβλιοθήκης του μεγάλου συγγραφέα Στρατή Τσίρκα στο ΕΚΕΒΙ Αθηνών και περιχώρων και τη ζημιά που υπέστη αυτή από τη διαπότιση των βιβλίων με νερό και την αποκολουθήσασα υγρασία σε συνδυασμό με την παρόμοια δωρεά του άλλοτε μητρ. Διονυσίου Ψαριανού στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης. Θυμηθήκαμε το κοινόν πράγμα με αφορμή την ανακοινωθείσα έκθεση 150 βιβλίων εκ της βιβλιοθήκης του Σ. Τσ. (συνεργασία του νυν ΕΚΕΒΙ με την αεί Δ. Β. Κοζάνης -κι όχι πρόσκαιρα κι ανιστόρητα «Κοβεδάρειον»), στους διαδρόμους της. Δεν ξέρω τι έγινε η βιβλιοθήκη του Τσ. Πιθανόν σώθηκε. Γνωρίζω όμως τι έγινε η μέγιστη βιβλιοθήκη και δωρεά του Μητροπολίτη. Πένθος εν γένει και εν είδει! Η Βιβλιοθήκη, η ιστορία, τα γράμματα της πόλεως για τους επί 20ετίαν επικρατούντες σ’ αυτήν ήταν μια επιλέξιμη επιλογή κατά τον τρόπον που οι αγροτοκτηνοτρόφοι της υπαίθρου μας, δηλώνουν στη υπηρεσία (του ΕΛΓΑ;) τα επιλεγέντα απ’ αυτούς χωράφια, πρόβατα, γελάδια για να επιδοτηθούν δεόντως. Μια εγγενής αδυναμία η οποία ανάγεται στην λειτουργική βιβλιο-αγραμματοσύνη των δημοτικά, θεσμικά ή ευκαιρία διατελούντων στην διακονία των βιβλίων άρα και των γραμμάτων της πόλεως, έφεραν αυτήν στη πνευματική δυστυχία που ποτέ άλλοτε παρόμοια δεν της έτυχε.
Το ότι κάποιο διάστημα τα επιχώρια γράμματα πέρασαν πάνω από τη ρουτίνα και την απελπισία ή η δια των χαρτών επιπλέουν κάπως, από την αφάνεια μας φέρουν κατά νουν τη στροφή του Νίκου Καββαδία (30 χρόνια κι αυτός τώρα δίνει το παρών του στο μεγάλο πουθενά) από το ποίημά του «Θεσσαλονίκη ΙΙ» το οποίο έξοχα αποδίδουν ωδικά οι «Ξέμπαρκοι» στο σιντί τους “S/S IONION 1934”

Της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι.
Να μην τολμήσεις να τη δεις ποτέ από τη στεριά.
Κι αν κάποια στην Καλαμαριά πουκάμισο μου ράβει,
μπορεί να 'ρθω απ' τα πέλαγα με τη φυρονεριά.


ΥΓ. 2 Επί των ανωτέρω περισσότερα σπαρταριστά έως και τραγικά στο ημέτερο βιβλίον «Ταξιδιωτικό στα βιβλία· μαθητεία στο ταξίδι», εκδ. Παρέμβαση, Οκτώβριος 2010.

Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2010

Οι έμποροι της πολιτικής...



Η γενεαλογία της πολιτικής είναι συνεχής και γνησία κατά τους προγόνους
Η αργία εγέννησεν την πενίαν
Η πενία έτεκεν την πείναν
Η πείνα παρήγαγεν την όρεξιν
Η όρεξις εγέννησε την αυθαιρεσίαν
Η αυθαιρεσία εγέννησε την ληστείαν
Η ληστεία εγέννησεν την πολιτικήν

Αλεξ. Παπαδιαμάντης "Οι έμποροι των εθνών"

Το σχόλιον ανήκει στην εφημερίδα "Χρονικά της Δυτικής Μακεδονίας" (πρωτομαστάστοράς της ο Αντώνης Παπαβασιλείου) η οποία κυκλοφορεί άπαξ της εβδομάδος στα Γρεβενά και επί το πλείστον με ύλην ωραίαν.
Αυτές τις ημέρες συμπληρώνει 9 εκδοτικούς ενιαυτούς, άθλος πρώτος και μόνος ("μεσ' στην φοβερή ερημία του πλήθους" των ηλιθίων).

Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2010

Στην πρώτη θέση φυσικά


Στο Κοβεντάρειο και σε πρώτη θέση παρουσίασε τους συμβούλους του ο υποψήφιος δήμαρχος Κοζάνης κ. Λάζαρος Μαλούτας την 10ην του μηνός Οκτωβρίου αλλά και τους συν αυτώ αγίους του ήγουν: Μαρτύρων Ευλαμπίου και Ευλαμπίας αυταδέλφων, των αγίων διακοσίων μαρτύρων (ήταν όλοι τους στο ακροατήριο), Βασιανού και Θεοφίλου του Ομολογητού (αυτός ήταν στους κανονικούς υποψηφίους)

Μεθύστερον

Επιτέλους κι ο κος Ρλς Κκλδς έλαβε τη θέση που του αξίζει και διακαώς επιθυμούσε. Στο κέντρον του πάγκου των αναπληρωματικών έτοιμος στην πρώτη αλλαγή να μπει μέσα.
"Θα μπούμε μέσα " που λένε και στα γήπεδα...

Κι ακόμα πιο ύστερον



Η πρώτη εικόνα από άλλη πλευρά τώρα την περιφερειαρχική με τον κ.Ρ. Κ. και πάλι στον πάγκο των αναπληρωματικών.

Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010

Μια μπάλα άχυρο στο βάθος...



Την έχω σε τμήμα της οθόνης του υπολογιστή και την κοιτώ, την μόλις αφιχθείσα φωτογραφία του Χρ. Λαμπριανίδη, για τον οποίο τις προάλλες διαβάσαμε ότι διαγωνίζεται λίαν επιτυχώς, είναι ήδη στην τελική λίστα των 20, σε παγκόσμιο φωτο-διαγωνισμό με θέμα το κλίμα μέσα στο οποίο χωνεύουμε ως σώματα και συγχωνεύεται η υπόστασή μας, ως σκέψη.
Γράφω απ’ ευθείας στο καθαρό που λεν, ρίχνοντας πλάγιες ματιές στο εικαστικό φωτοθέμα. Δεν επιμένω και πολύ. Δεν θέλω να τη διαβάσω ζωγραφικά αλλά ν’ απλώσω, όπως μπορώ επί του λευκού μπλόκ κειμένου, τα εντελώς γκρίζα υπονοούμενα του καλλιτέχνη και όπως ήρθαν σε μένα εν τάχει.
Ο ουρανός προς τη νοσταλγία του Ταρκόφκσι να το πάει, η θερισμένη γη προς τον Βαν Γκόγκ μου το φέρνει. Το κλίμα των δύο δημιουργών είναι το κλίμα της γης μας, τώρα δηλαδή της εντελώς δικής μας, η οποία ως μέρος εννοείται και της όλης φάσης και φύσης των γύρωθέν μας πραγμάτων, πάσχει και μας πάσχει. Η θλιβερή παγκοσμιότητα επί του κλιματικού είναι η μόνη, αδήριτη βεβαιότητα, ως προς την ανθρώπινη επερχόμενη φθορά.
Παρακάτω.
Μικρό κορίτσι, πρώτο πλάνο, ταπώνει βουλώνει ήγουν έναν κοντόχοντρο πύργο ψύξεως, όπως το λεν στα εργοστάσια της ΔΕΗ, της κάθε ΔΕΗ του κόσμου του φωτός αλλά και του υποκόσμου. Δίπλα του, στο βάθος πάντα, λιγνά φουγάρα εκτόξευσης στον ουρανό των σωματιδίων της θλίψης. Φρουροί ακίνητοι κι ακοίμητοι μιας συνθήκης που μας επιβλήθηκε εκόντας άκοντας: Καλό κλίμα ή πολύ χρήμα; Αλλά μέσος τρόπος δεν υπάρχει; Οχι... Βλέμμα κάπως μελαγχολικά αποφασιστικό. Εδώ και σε λίγο σε αδρανοποιώ κύριε δυνάστα μου που υποθήκευσες το μέλλον μου, ένα κουβάρι η ψυχή μαζώνεται, μια μπάλα άχυρο η ζωή μας μαζεύεται.
Η θερισμένη γη μυρίζει φθινόπωρο που μας διατρέχει κανονικά και μας διαβρέχει φυσιολογικά. Τότε έρχεται ένα κλίμα κύμα θαλάσσης αγριοτροπικό και μας αλλάζει τα φώτα και σαρώνει όλες τις μέχρι τώρα σιγουριές.
«Πως γίνεται αυτό κύριε καλλιτέχνα», είπες.
«Ως εξής» μου σιωπά αυτός:
Παίρνουμε φακούς, μηχανές, βακτηρία, καιρόν· συν ένα παγούρι νερό από εκείνο του Μιχάλη Κατσαρού, ότι το μέλλον θα έχει πολύ ξηρασία· φεύγουμε. Κατεύθυνση το πουθενά, γιατί όπου και να μας τραβάει η ψυχή το σώμα μας γυρίζει πίσω. Η ανάγκη μας έδεσε στο άρμα της το δρεπανηφόρο και μας θερίζει ένδον κι εκτός. Θα σκύψουμε, θα προσκυνήσουμε, θα φάμε χώμα και πριν αυτό μας φάει ίσως προλάβουμε να πούμε το λόγο, το λίγο μας, σ’ αυτόν τον τόπο και τον τρόπο ζωής.
Και το μικρό κορίτσι της φωτογραφίας; Το αύριο που πρέπει να περάσει από το σήμερα. Η νοσταλγία ουρανός που μας διαφεύγει, η γη μας κρατάει γερά, συμπαθητικά, αγαπητικά μόνη υλική μας πραγματικότητα.
Παραφράζω κάπως.
«Ο καιρός αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δική μας μελαγχολία
κι έρχεται η στιγμή για ν’ αποφασίσεις με ποιούς θα πας και ποιούς θα αφήσεις...»
‘Η να πεις το μεγάλο ναι ή όχι.
Δεν ξέρω τι άλλο να πω.
Η τέχνη λυτρώνει. Η φωτογραφία του Χρ. Λ. και μ’ απογειώνει και με προσγειώνει.


Λίγο μετά

Την 1η θέση σε παγκόσμιο διαγωνισμό φωτογραφίας με θέμα την υπερθέρμανση του πλανήτη κατέλαβε η φωτογραφία του Χρήστου Λαμπριανίδη - Επαινετικά σχόλια στην Huffington Post
Το Ιούνιο του 2010 δημιουργείται στο www.deviantart.com ένα group με το όνομα Coolclimate που θα αναλάμβανε να διοργανώσει έναν διεθνή διαγωνισμό με θέμα την υπερθέρμανση του πλανήτη. Συγκεντρώνονται περίπου χίλιες δουλειές μεταξύ των οποίων φωτογραφίες, αγάλματα, γραφικά και ζωγραφιές. Οι συμμετέχοντες ήταν από όλες τις γωνιές του πλανήτη.

Ένα πάνελ από αξιόλογους εμπειρογνώμονες Τέχνης επιλέγουν τις 20 finalist οι οποίες δημοσιεύονται στη Huffington Post σε δημόσια ψηφοφορία μέσω της οποίας θα αναδεικνύονταν οι 5 καλύτερες. Οι κριτές ήταν :
• Jackson Browne (μουσικός)
• Chevy Chase (κωμικός) και Jayni Chase (φιλάνθρωπος)
• Mel Chin (καλλιτέχνης)
• Dianna Cohen (καλλιτέχνης)
• Philippe Cousteau (οικολόγος)
• Agnes Gund (συλλέκτης και φιλάνθρωπος)
• Van Jones (Ακτιβιστής)
• Carrie Mae Weems (Καλλιτέχνης)
• David Ross (Επιμελητής)

Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2010

Δυο τρεις ίσως και παραπάνω γλυκόπικρες μνήμες του «νιάημερου»



Η επέτειος της Οκτωβριανής επαναστάσεως τιμάται πλέον ως εθνική τοιαύτη στη μισή ασιατική χερσόνησο της Βορείου Κορέας, στην οικογενειοκρατούμενη νήσο Κούβα και στο αειθαλές κι ευσταλές επιχώριον ΚΚΕ. Οι ιστορικοί, τεκμηριωμένα πλέον, γράφουν για πραξικόπημα των Μπολσεβίκων, αφού η επανάσταση έγινε τον Φεβρουάριο του 1917, όταν και κατελύθη το τσαρικό καθεστώς και η αυτοκρατορική οικογένεια των Ρωμανόφ έχασε τον επί ρωσικής στέπας και γης παράδεισο, αλλά κέρδισεν, αναδρομικά έστω, την αιώνιον ζωήν. Εγινε αυτό στους καιρούς μας καθότι αγιοποιήθηκε απαξάπασα η οικογένεια των εκτελεσμένων από την Ορθόδοξο Ρωσική εκκλησία. Μέχρι τότε αιωρούνταν οι ψυχές των μεταξύ κολάσεως και παραδείσου αφού αμλετικά ο σεμνός άγιος Πέτρος δεν αποφάσιζε που θα εντάξει προσώρας τους μακρινούς διαδόχους του Μεγάλου Πέτρου μέχρι την τελική τους κρίση εκ του «Κριτού, του Παλαιού Ημερών, του Τρισαγίου» δηλ. του Αλεξ. Ππδ. Σε χάρτινο εικονίδιο αγορασμένο με ένα ευρωτίποτα από την ορθόδοξη εκκλησία των αποστόλων Πέτρου και Παύλου του Κλάρλοβι Βάρι της Τσεχίας προσκυνώ τους νεομάρτυρες. Η ούτω πως επέτειος ακολουθεί την τοπική, Οκτωβριανή, εμποροπανηγυρική επέτειο (εθνική γιορτή της Κοζάνης είναι οι Αποκριές ως γνωστόν) του «Νιάημερου» (στις ανακοινώσεις της τροχαίας και του Δήμου ονομάζεται επί το λογιότερον «Εννιάημερος»). Την αυτή ημέρα, την πρώτη δηλαδή Τρίτη του Οκτωβρίου, όλη η ύπαιθρος του νομού ανεξαρτήτως του Καλλικράτη που της έτυχε, τρυγά τ’ αμπέλια και όταν ο μήνας τυχαίνει 3, εορτή Διονυσίου τους αρεοπαγίτου, συνεορτάζουν με το πανηγύρι της εμπορίας οι νομικοί όλης της χώρας, πλην Κοζάνης. Εδώ η ηθική κι επιστημονική έννοια «νομικός» θεωρείται επιλήψιμος και μόνον ο επαγγελματικός όρος «δικηγόρος» είναι παραδεκτός, δια τους περί την αυτήν επιστήμη και πρακτική, όχι όλους, ενδιατρίβοντες. Πότε είναι του αγίου δικηγόρου δεν το γνωρίζω παρότι ανακατεύω συνεχώς τον συναξαριστή του αγίου Νικοδήμου του αγιορείτου. Οπως δεν βρήκα ποιός άγιος είναι ο προστάτης των λιανοπωλητών του ποδαριού που κατά εκατοντάδες και χιλιάδες περιφέρονται στους ανά την επικράτειαν νιάημερους κι εμποροζωοπανηγύρεις.
Από το περασμένο Σάββατο η περιοχή που σήμερα λαμβάνει χώρα το πανηγύρι κατεκλήσθη από τα μαύρα πουλιά της δυστυχίας (εξέλιπαν και τα κοράκια με την βαθμιαία αποσκουπιδοποίηση του τόπου) ενώ «Ξέρω κάτι πουλιά, μαύρα πουλιά πικρά, πουλιά της δυστυχίας» του μέγα Διονυσίου Σαββόπουλου. Εκείνους τους μαύρους συνανθρώπους μας από της Αφρικής την απελπισία που κατέλαβαν την πόλη. Από την εποχή, λίγο μετά την απελευθέρωσή της, την περίοδο του εθνικού διχασμού όταν τελούσε υπό Γαλλική κατοχή (1915-1919) είχε να δει η πόλη τόσο μαύρο εμπορευόμενο πληθυσμό. Τότε η Kοζάνη γέμισε Γαλλικά στρατεύματα από τις αποικίες· Σενεγαλέζους από την Aφρική, μουσουλμάνους από το Mαρόκο, αλλά και βοηθητικούς από το Aνόι του Bιετνάμ που τους λέγαν και Aνναμίτες και διακρίνονταν, όπως γράφουν οι εφημερίδες τότε, για το τρυφερό δέρμα σαν της γυναίκας εξ αυτού δε και κινδύνευαν από τους Σενεγαλέζους συστρατιώτες να υποστούν...οθωμανικόν βιασμό.
Τώρα πουλάνε τσάντες και άλλα παραπλήσια εκ δερματίνης ύλης είδη διακοσμήσεως γυναικών. Αυτοί είναι το κινούν της οικονομίας σήμερα (μαζί με τους βαρελοποιούς και τους χαλιάνθρωπους στο παζάρι) παρότι διώκονται αγρίως από τα ηρωικά παιδιά της τάξεως μας.
«Εικόνες από μια έκθεση» του Moussorgsky.
Εικόνα α. Μαθητάριον στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου περιφρονούσα αυτήν την πανκοζανίτικη πανήγυρι, πες από ιδιοτροπία, αφού θεωρούσα εαυτόν με υψηλότερο πάντων, το αισθητικόν φρόνημα (ο ολιγόνους) και δεν καταδεχόμουν τέτοιες αγοραίες διασκεδάσεις. Φυσικά ο φουστανελοφόρος κύριος Ζαχαρίας, το πρότυπο του νεοέλληνος καταφερτζή (μαζί με τους καραγκιόζηδες κάθε εποχής) με το ελάχιστον μπόι, ουδέποτε ενοχλήθηκε από την απουσία μου! Ετσι ανήμερα ενός νιάημερου που λάβαινε καιρόν τότε στη στροφή προς Γόβλιτσαν του δήμου Ελίμειας και όπου νάναι Κοζάνης, αφού άδειασε το χωριό από μαθητές κι ενήλικες, μόνος, ανιαημέροτος και πένης (του χαλβά), γύριζα στην πλατεία και στα καφενεία ξεφυλλίζων τη «Μακεδονία» στο ένα και τον «Ελληνικό Βορρά» στο δίπλα. Στο πρώτο τρεις συγχωριανοί προς το γέρικο της ηλικίας και λίαν γνωστοί στο αδιαλείπτως χαρτοπαίζειν, αριστεροί στην ψήφο και την ταλαιπωρία, αλλά δεν ξέρω και πόσο στην ιδεολογία, κάθονταν στο τραπέζι ανανεργοί και εις μάτην περίμεναν τον τέταρτο για να γίνει η χαρτοπαικτική τετράς ήγουν να συνθέσουν το Τετρακτίν της τράπουλας. Αμήχανα με ρώτησαν αν ξέρω. Φυσικά, είπα! Παρότι «έπαιζα αντί χαρτιά, βιβλία» ήμουν δεινός στο παρακολουθείν άρα και στο μανθάνειν (Ωχ τ’ απαρέμφατα στη σειρά και να ‘σου ο Ν. Καρούζος:
«...άμα πεθάνω θα ‘χω φύγει / απ’ τη γλώσσα / και θα ‘μαι τρυφερή σιγή, αφού εκεί ελληνικά δεν έχει πια δεν έχει απαρέμφατα / εκεί η νόηση λαδόχαρτο που η γραφή δεν πιάνει...»
Κι αυτό ήταν το μόνο, μήπως το πρώτο της ζωής μου ταξείδιον στο κόσμο και στο τρόπο των χαρτοπαικτών και μάλιστα συν-αγωνισθείς με τους κορυφαίους του είδους κι ηττημένους συναγωνιστές ενός χαμένου καιρού και χρόνου.
Εικόνα β. Τέτοια εποχή πριν χρόνια αμνημόνευτα («Χρόνια αμνημόνευτα σα να 'ταν ξένα τα χρόνια που έζησα χωρίς εσένα...» έγραφε ο λίαν λυρικός ποιητής Ι. Πολέμης στην τρίτομη ποιητική Ανθολογία του Πάνου Παναγιωτούνη με τον υπότιτλο «Το απόσταγμα της ψυχής του έθνους» την οποία αγόραζα σε εβδομαδιαία τεύχη (αυτών «Η μυρωδιά τους με κάνει και κλαίω» τώρα), ο πατέρας έφερε από τη ζωοπανήγυρι μια γλυκιά κοζανίτισσα γαϊδούρα, ονόματι Μαρίτσα! Την έβοσκα στις θερισμένες καλαμιές, στους όχτους και τα μπαΐρια, καθισμένος πάνω της και διαβάζοντας ρώσικη λογοτεχνία (στο μαντρί στο Μπαράκο, όπως αλλού εκθέσαμε, είχε την αποκλειστικότητα ο Σαίξπηρ).
Εικόνα γ. Στις νιαημεροημέρες μας με τη συνήθη εκτροπή του δρόμου των αυτοκινήτων, παράλληλα της κυρίας οδού εξόδου προς Καϊλάρια κλπ. που τον καταλαμβάνουν οι χιλιάδες μικροπωλητές (τους οποίους μυκτηρίζει ο τοπικός εμπορικός σύλλογος ότι τους τρων το ψωμί) ο δρόμος σε περνούσε δίπλα από ένα ποιμνιοστάσιο στο οποίο σταβλίζονταν πρόβατα, γελάδια, άλογα, κότες, σκυλιά. Εκεί πρόχειρα είχε στήσει το στρατηγείο του παραγωγός περιώνυμου χαλβά (ο εν λόγω χαλβάς είναι στην κυριολεξία ως γλυκερόν είδος και μεταφορικά ως σχετλιαστικός χαρακτηρισμός ανθρώπων το σήμα του νιάημερου). Ετσι σε μεγάλο χάλκωμα με ένα παλούκι, που μόλις το είχε γδάρει από την πέτσα του, ανακάτευαν το καφετί χυλό του και δίπλα από τον χαλβαδοπρωτομάστορα κοιτούσαν, μύριζαν και διαπορούσαν τα μικρά και μεγάλα ζώα του στάβλου, την κνίσα ή τον ευωδιάζοντα καπνό. Κι ήταν κάπως όπως τα ζώα της βιβλικής φάτνης που εχνότιζαν τον μόλις γεννηθέντα Χριστό.
Το άλλο και λίαν γνωστό «Χ» του νιάημερου είναι τα χαλιά («ήρθαμε για τα χαλιά» καθώς λεν) τα οποία μεταφέρουν στους ώμους τους κατά εκατοντάδες οι περιηγητές του. Του αξιοτίμου κύριου Ρ. Κκλδ μη εξαιρουμένου, όστις κάποτε μετέφερε κι αυτός στους ώμους του, παιδί του λαού άλλωστε κι όχι του χυλού, το δικό χαλί, πολύ πριν γνωρίσει στην πλάτη του τα χάλια του κομματικού του αχυρώνα, αφού τον απέκλεισαν άσπλαχνα από τη διεκδίκηση κάθε αιρετού, αυτοδιοικητικού αξιώματος. Ας μη λυπείται όμως· κέρδισε την εκτίμηση και τη συμπάθεια, του ακόμα πιο αξιοτίμου εκλογικού κοινού (και κενού) της Περιφερείας μας...
Είπα περιφέρεια και θυμήθηκα τις δύο κυρίες που χρόνια έβλεπα, παραμονή κι ανήμερα της εμποροπανηγύρεως, να κόβουν βόλτες στο κέντρον της μικρής μας (τότε) πόλης και να κάνουν τη λεγόμενη «πιάτσα». Πουλιά κι αυτά της προσωπικής τους δυστυχίας και πρόσκαιρης των άλλων «ευτυχίας». Η μία έφερε μαζί της μια μεγάλη περιφέρεια σχεδόν 4 νομών και η άλλη ήταν λιγνή κι άσχημη ως γύπας. Τι να γίναν άραγε αυτές οι δύο ευλαβείς κυρίες του κεντρικού μας πεζοδρόμου! Καταγόταν από την περιοχή των Μπουτζιακίων ή Καραγιαννίων λέγαν...
Εκλογών επικείμενων από ποιούς άραγε αντικαταστάθηκαν;
- Διαλάγατα διαλάγατα, φώναζε ο διευθυντής πωλήσεων γυναικείων εσωρούχων φτηνής κοπής στον φετινό νιαήμερο. Λίγο πριν αρχίσει ο εκλογικός αντίστοιχος λοιπόν, διαλάγατε τι θα φορεθεί Γενικώ(ο)ς και τι θα μας φορέσουν ειδικώς και διαδημοτικώς.
-Εχουμε δε και φετινές μοντέλες από εσάρπες για να σας τυλίξουμε διαλαλούσε άλλος.


ΥΓ. Ο τόπος της νυν τελέσεως του νιάημερου υπήρξε κάποτε τόπος εκτελέσεως ανθρώπων. Κανονικών! Ας μην εκπλαγούν, ακόμα και οι μετρίως γνωρίζοντες την τοπική ιστορία. Μετά το αποτυχών (ως γελοίον) κίνημα των Σερβίων του 1918, όταν δηλαδή εστασίασε μια στρατιωτική μονάδα που έδρευε στα Σέρβια και το πήγε προς τον έκπτωτο τότε Βασιλιά Κωνσταντίνο, ακολούθησαν πολυήμερα στρατοδικεία με καταδίκες εις θάνατον. Στο σημερινό χώρο με τις μπαλαρίνες, το γύρο του θανάτου, τις βάρκες, τις κούνιες, τα μυριάδες σουβλάκια υπαίθρου κλπ., έγιναν εκτελέσεις όχι λίγων αξιωματικών και στρατιωτών. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία την οποία διηγηθήκαμε («Πέντε παραλλαγές στο ίδιο δικαστικό θέμα») έναν άλλο νιάημερο σε μια εορτή του Διονυσίου Αρεοπαγίτη στην αίθουσα των δικαστηρίων που εκδικάζονται τα κακουργήματα όλης της Δυτικομακεδονικής Περιφέρειας. Δικηγόρος άλλωστε διατελώ, αθώος εισέτι, όπως προέβλεψε και το μικρό πουλί που τσίμπησε από το κυτίον της τύχης το χαρτάκι το οποίο έδωσε στη μικρή μαθήτρια τότε, γυναίκα μου, κι αυτό έγραφε πως θα παντρευτείς δικηγόρο και θα ζήσεις 90, τόσα χρόνια!
- Αμήν.

Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2010

"Βήμα ΒΗΜΑ το ΔΙΑΒΑΖΩ..."



Κοζάνη. Με είχε καλέσει σπίτι του. Στο σαλόνι είδα μεγάλες μαύρες σακούλες σκουπιδιών, τακτοποιημένες στη σειρά. «Πρόβλημα με τα σκουπίδια;» τον πείραξα. «Πες το κι έτσι» απάντησε. «Είναι γεμάτες περιοδικά για να τα μοιράσω». «Μόνος;». «Μόνος!». Ηταν ο Βασίλης Καραγιάννης και τα εν λόγω περιοδικά ήταν τεύχη της Παρέμβασης, του παλιού και καλού λογοτεχνικού περιοδικού της Κοζάνης. Τώρα ο Βασίλης εξέδωσε ένα βιβλιαράκι, από αυτά που δεν φτάνουν στις εφημερίδες, με τίτλο «Ταξιδιωτικό στα βιβλία, μαθητεία στο ταξίδι». Διευθυντής στο Ινστιτούτο Βιβλίου και Ανάγνωσης (ΙΝΒΑ) και στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης, διεκτραγωδεί με τη χαρακτηριστική για όσους τον ξέρουν ροΐδεια γλώσσα του τα βάσανα εν μέσω της αγάπης του για τα βιβλία και της κομματικής τοπικής διελκυνστίδας. Οξύνους, σαρκαστικός, αμφίθυμος, με την ευφορία κάποιου που πιστεύει και τη μελαγχολία κάποιου που δεν πιστεύει πια. Δεν διστάζει να αυτοσαρκαστεί: «Τη θητεία μου ενδυματολογικά χαρακτήριζε ένα σακάκι, μια γκαμπαρντίνα και υποδήματα ιταλικής προέλευσης. Οσοι μ΄ έβλεπαν, κυρίως με τα ρούχα αυτά, και να μην ήξεραν, από ένα διάστημα και ύστερα φυσικά, καταλάβαιναν ότι κάτι το πολιτιστικό λάβαινε χώρα στην πόλη. Ακόμα τα φορώ, τ΄ αγαπώ ως κομμάτι ενός πρώην εαυτού μου».

Στο ΒΗΜΑ της Κυριακής 3 Οκτωβρίου έγραψε ο Γιάννης Μπασκόζος διευθυντής του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ