“Η ταπείνωση του θριαμβευτή”
(Του Β.Π. Καραγιάννη)
Κάνοντας μια μικρή ερευνητική γύρα σε ό,τι γράφτηκε για την περίοδο του εμφυλίου στην πόλη, ακόμα και την επίσημη ιστορία του Στρατού ξεφύλλισα, κατέφυγα παντού αλλά βρήκα ελάχιστα έως τίποτα. Ο Μιχ. Παπακωνσταντίνου στον τρίτο τόμο της κοζανίτικης τριλογίας του, στο βιβλίο «Το χρονικό της μεγάλης νύχτας» σε λίγες σελίδες τοποθετείται για την εποχή στην μυθιστορία του, που αποτελεί ένα θαυμάσιο, προσωπικό χρονικό έξω από κάθε μυθοπλασία, αλλά διαβάζεται μονο-απνευστί με την άνεση δηλαδή ελκυστικού μυθιστορήματος. Στο εκτενές αυτοβιογραφικό βιβλίο του Γ. Ιωαννίδη από την Ποντοκώμη, κατοίκου Αθηνών «Της προσφυγιάς του έρωτα και του αγώνα» που κυκλοφορεί στις εκδόσεις Θεμέλιο, υπάρχουν λίγες αναφορές. Στα παλιότερα μικρά κείμενα εκείνων ή των αμέσως επόμενων χρόνων, επιχωριάζουν κάτι σαν εγγράμματα φληναφήματα, δασκάλων και ανθυπο-λογίων της πόλεως σκέτς θεατρικά, ποιήματα παραινετικά, παρεμβάσεις στην κόψη των γεγονότων• ήταν όλα εντελώς προπαγανδιστικά της μιας και νικήτριας άποψης, τότε. Τα γράψανε και τα νιώθανε, υποθέτω, καθότι οι διχασμένοι καιροί νομιμοποιούσαν όλες τις απόψεις είτε γράφονταν σε εφημερίδες στρατού είτε στην ανάποδη αγγελτηρίων θανάτου, όπως μας θυμίζει πάντα ο φετινός τιμώμενος του έθνους στην ποίηση, Νίκος Εγγονόπουλος. Δε σχολιάζω την ιδεολογία τους την οποία υπολήπτομαι, αλλά στη μηδαμινή λογοτεχνική τους αξία αναφέρομαι, παραλείποντας τα ονόματα αυτών που τα έγραψαν, άλλωστε τα μοναδικά και μοναχικά αντίτυπα των οιονεί βιβλίων τους, υπάρχουν, αν υπάρχουν ακόμα, στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης.
Με το μυθιστόρημα του Μ.Τ. έχουμε μια καθαρόαιμη θεώρηση της περιόδου με τον τρόπο της λογοτεχνικής γραφής. Επιλέγει το μυθιστόρημα, νοτισμένο ελαφρά με δοκιμιακό λόγο κι εμβόλιμες ιστορικές σημειώσεις για τον τόπο, οι οποίες έρχονται να ενισχύσουν, να υποστηρίξουν το καθ’ αυτό μέρος της μυθοπλασίας, που εξελίσσεται σχεδόν γραμμικά, ακώλυτη από συγγραφικούς νεο-σχεδιασμούς και αναποδο-πισω-γυρίσματα.
Ο σ. αναλύει στο γύρισμα του βίου των πρωταγωνιστών και των δευτεραγωνιστών του, τη μεταλλαγή και τις εξελίξεις, τις αγκυλώσεις και τα ξεσπάσματα μιας μικρής κοινωνίας λόγου και πράξης, ενός τόπου, που ως ένα σημείο αντανακλά και τον ευρύτερο χώρο της Ελλάδας των εμφυλιακών καιρών.
Επί του μύθου• δύο αδέλφια, ο Κωνσταντίνος και η Χιονία, (εντελώς κοζανίτικο το χρώμα στο όνομά της), είναι στο κέντρο της υπόθεσης του βιβλίου• ζουν σ’ ένα κόσμο φτιαγμένο για την ακίνητη ή την ελεγχόμενη ζωή τους. Η Στεριανή, η τροφός τους σε ομηρική έμφαση, κι ας θυμηθούμε εδώ το βιβλίο τα «Παράδοξα της Οδύσσειας» του Μ. Τρικούκη, γνωρίζει όλα τα μυστικά και τα εσώψυχά τους, όπως γνωρίζει και να κρύβει• άλλωστε σιωπά και ένα μεγάλο προσωπικό της μυστικό. Αυτός ο ακύμαντος βίος τους, ο εμφύλιος έρχεται σαν μακρινός απόηχος στην σχετικά ασφαλή πόλη ή τουλάχιστον στους εκπροσώπους της ευημερούσας τάξεως, η οποία συνεχίζει μια ζωή ελαφρώς και μόνον διαταραγμένη, ξαφνικά υφίσταται την επίθεση του απροσδόκητου, της μοίρας, στο πρόσωπο ενός κυνηγημένου αριστερού πολίτη, που έχει και πολλά ονόματα, για τις ανάγκες της υπηρεσίας που λεν, ως εκ του κεντρικού κομματικού του ρόλου. Αυτός καταφεύγει κυνηγημένος και τραυματίας κρυφά, στο αρχοντικό τους που λιμνάζει στην «αρχοντιά» του. Είναι το τρίτο πρόσωπο που συμπληρώνει την τρίαινα με την οποία κάθε αιχμή της χώνεται έως αιματώσεως και άχρι θανάτου στην άλλη, κατ’ ευθείαν είτε εκ πλαγίου. Αυτή την τρίαινα των προσώπων, βαμμένη με πάθη εντελώς ανθρώπινα, απλά η δύσκολη εποχή τα δίνει διαστάσεις αρχαίας τραγωδίας, παίρνει στα χέρια του ο συγγραφέας και όπως Κλωθώ κλώθει και στροβιλίζει την ειμαρμένη τους στο φυσιολογικό ή στο απροσδόκητο, όπου ο έρωτας κι ο θάνατος να λογίζονται φυσιολογικά επακόλουθα, αλλά η προδοσία να φαντάζει τερατώδης κι αφύσικη. Ετσι, δημιουργούνται οι αναμενόμενες ανατροπές κι ο καθένας τότε παίρνει θέση στην ιστορία ανάλογα με τις αντιφάσεις και τις ευαισθησίες του είναι του. Αυτός που δίνει άσυλο και κρύβει -η Χιονία- τον καταζητούμενο αντάρτη, καλείται να φυλαχτεί η ίδια κυρίως από τον εαυτό της ή να αφεθεί στις αδήριτες βιολογικές της παρορμήσεις. Ο κατατρεγμένος και κυνηγημένος γίνεται πλέον ο κυρίαρχος, ενώ στη φυλακή του πάθους και των συνακόλουθών του, μπαίνει η αράγιστη μέχρι τότε, καθωσπρέπει εκπρόσωπος της αστικής εκδοχής στην ταξική διαστρωμάτωση αλλά και α-κινδυνεύουσα κοινωνίας της. Ηρθε ο έρωτας, ο κρίσιμος ανατροπέας και τ’ αναποδογυρίζει όλα. Ο αδελφός Κωνσταντίνος είναι το δραματικότερο πρόσωπο της τραγωδίας το οποίο η μοίρα του επιφυλάσσει τις χειρότερες ου μην αλλά και ταπεινότερες καταστάσεις .
Το μυθιστόρημα εξελίσσεται σε δύο μεγάλες ενότητες. Η καθ’ αυτό ιστορία του κυνηγημένου αντάρτη, που μπήκε στην πόλη για υψηλή κομματική αποστολή κατασκοπίας των «εχθρικών» του δυνάμεων με τις οποίες, με τα μάχιμα τμήματα τους στα γύρω της πόλεως βουνά, στο Γράμμο δηλαδή- ήταν σε πόλεμο, και στις πόλεις η παράνομη πτυχή τους σε καθημερινή διακινδύνευση της ύπαρξής τους. Τα έκτακτα στρατοδικεία λειτουργούν υπερωριακά. Ο πληγωμένος προσπίπτει, οιονεί ικέτης, στο αρχοντικό που είναι και η κεντρική αυλαία του όλου διαπράγματος με τις επιμέρους σκηνές: της απόκρυψής του, του κρυφού, ξαφνικού και τρελού έρωτα, της φυγής και της εξόδου του από το σπίτι και τη ζωή, δια του γνωστού στον εμφύλιο τρόπο, που επιγραμματοποιεί ο Μ. Αναγνωστάκης:
Το πρωί
Στις 5
Ο ξηρός
Μεταλλικός ήχος
Υστερα τα φορτωμένα καμιόνια
Που θα θρυμματίζουν τις πόρτες του ύπνου.
ΟΙ εκτελέσεις, και στο μυθιστόρημα και στην πραγματικότητα της εμφύλιας Κοζάνης, γινόταν χαράματα σε κάτι χέρσα χωράφια εκεί που τώρα είναι κτισμένες πολυτελείς οικοδομές, πίσω από τον Αγιο Γεώργιο. Οι αμέσως ιστορικά προηγούμενες εκτελέσεις, που ήταν απόρροια οπερατικού ενδο-στρατιωτικού πραξικοπήματος των Σερβίων, το 1918 έλαβαν χώρα στις υπώρειες του Αη Λια, εκεί που σήμερα στήνεται τριήμερος ο νιάμερος και οι σποραδικές σκηνές των περιφερόμενων τσίρκων.
Γύρω από τον κεντρικό άξονα που είναι η αρχή και το τέλους του μυθιστορήματος, στη μέση δηλαδή του μυθιστορηματικού σώματος, έρχεται η πόλη και τα συν αυτής υπάρχοντα κινητά κι ακίνητα, νοητά ή υπονοούμενα, υπαρκτά στο σήμερα ή στο κάποτε. Ετσι περιφέρονται δορυφορικά, ή ανεξάρτητα ως κομήτες, πρόσωπα με ήρωες και ηρωίδες του τόπου και της καθημερινότητας, εορταστικής ή γκρίζας. Προσωπικότητες της παρελθούσας πόλεως στην ακμή και την πτώση τους, πρόσωπα της γειτονιάς στην συναρπαστική τους καθημερινότητα, μέτοικοι, δημόσιοι υπάλληλοι στην πόλη που δημιουργούσαν πάντα στην ελεγχόμενη κοινωνία κύκλους ενδιαφέροντος με την πραγματική ή την πλαστή αίσθηση του διαφορετικού που κουβαλούσαν. Τεμάχια από την εποποιία των κατοίκων της στην αποδημία και στις χώρες της κεντρικής Ευρώπης, φέτες σπαρταριστές ακόμα και του σήμερα, από την παράδοση και το λαϊκό της βίο (Αποκριές, Ανάσταση, Πρωτομαγιά, εκδρομές στα γύρωθεν της πόλεως, στον Αη-λια ή στην μακρινότερη, αλλά τόσο οικεία κι αγαπητή για τους κοζανίτες, Λαριού). Η τοπογραφία της μικρής πόλης στις γειτονιές της, στα σπίτια της, τις εκκλησίες, τα σοκάκια, τις πλατείες, τους λάκκους της. Μας παραδίδει την κοινωνία και τους ανθρώπους καθώς διαπλέκονται ιδεολογικά, συναισθηματικά με το καθήκον, με το καθιερωμένο και το αδιατάρακτο των χρόνων, να συγκρούονται και να χτυπιούνται με την παρόρμηση• να μπλέκονται και να συμπλέκονται, μπερδεμένοι στους αδυσώπητους κανόνες της μοίρας και στα δίχτυα, που ούτως ή άλλως υπάρχουν για όλους μας, ήρωες των μυθιστορημάτων ή της πραγματικότητας. Ολοι οι πρωταγωνιστές διατελούν νικητές και νικημένοι. Ο εμφύλιος αυτό έχει σαν κοινό παρονομαστή σε κάθε τόπο και τρόπο. Η εποχή που διαδραματίζεται η αφήγηση έχει και τις δύο όψεις του νομίσματος, της εποποιίας και της τραγωδίας. Η ταπείνωση είναι το κεντρικό τους κοινό επιμύθιο. Θριαμβευτής δεν υπάρχει ει μη μόνον η ζωή, που συνεχίζεται με παρόντες κι απόντες στο εδώ και στο αλλού, στο σήμερα, στο χτες και το αύριο. Η συνέχεια είναι μια φυγή, μια απομάκρυνση από το φορές αδυσώπητο κι ασήκωτο παρόν. Είτε η ενσώματη σε άλλη πόλη και τόπο είτε η εν πνεύματι ασάλευτη απομάκρυνσή μας, με το ταξίδι της φυγής, μέσα από την αφήγηση άλλων• ζώντας έτσι σε πλαστούς κόσμους που φτιάχνουν οι άλλοι για μας, οι συγγραφείς, καλή ώρα, όπως κι ο Μ. Τρικόκης με το μυθιστόρημά του, του οποίου περιδιαβάζουμε τώρα τις κεντρικές ή περιφερειακές εκδοχές ανάλυσης κι ερμηνείας του τρόπου του. Ο συγγραφέας μέτοικος κι έπηλυς της πόλεως Θεσσαλονίκης μαζί μ’ εκατοντάδες, χιλιάδες άλλους συμπολίτες, είναι οι φυγάδες ενός κόσμου και μιας εποχής από την μήτρα και μητέρα πόλη τους. Δεν θα επιστρέψουν ποτέ πίσω. Γίνονται χώμα σε ξένο χώμα. Κάποιοι και λάσπη. Συνήθως, όμως σηκώνουν πίσω και δίπλα τους έναν κάποιοι κονιορτό επωνυμίας. Αυτοί είναι οι μακρινοί κι άδηλοι ανθρώπινοι πόροι της που την παρακολουθούν, την συνερίζονται και εκ του μακρόθεν, την νοσταλγούν. Ομως, αυτή η νοσταλγία τους, όταν μετατρέπεται σε έργο λόγου είναι μια δημιουργία εξ αρχής• το χώμα της μνήμης γίνεται με την πνοή που το φυσούν, πρωτόπλαστο αντικείμενο που ξεκινά μ’ ένα παράδεισο καλών προθέσεων και διαθέσεων, αλλά συνήθως βιώνει στο μεταίχμιο της αποδοχής κι απόρριψης, στα όρια δηλαδή της ασφυκτικής συνύπαρξης με την κόλαση του άμετρου κι ασυλλόγιστου γραπτού, εκδιδόμενου λόγου. Αν επιβιώσει αυτών των συνόρων, η έξοδός του στον κόσμο της συνέχειας και της όποιας διάρκειας είναι η μικρή αθανασία που απολαμβάνει ο δημιουργός συγγραφέας. Οπως πιστεύω κι ο αποψινός.
Ενα μυθιστόρημα, λοιπόν, με κεντρικό χώρο διεξαγωγής την Κοζάνη και τον περίγυρό της, την εποχή του εμφυλίου, στο οποίο παρακολουθούμε πώς ο συγγραφέας μπαινοβγαίνει στην καθημερινότητα του μετεμφυλιακού κόσμου της πόλης, αλλά και στις αναδρομές του στο κοντινό ή μακρινό παρελθόν της. Μας σκιαγραφεί μια κοινωνία στην αστική, τη μικροαστική ή τη λανθάνουσα επαναστατική αγωνία της και του πώς αυτή, στα πρόσωπα των δύο αδελφών, με την εμφάνιση του αριστερού, μεταλλάσσεται σε δύο κόσμους διαφορετικούς. Τότε η ζωή τους καλεί να δηλώσουν το παρόν τους, με τη συμμόρφωση, την υποταγή, την ήττα ή και το μεγαλείο της ατελέσφορης προσπάθειας για το προσωπικό ή το κοινωνικό ανέφικτο. Ο κόσμος της καταδιωκόμενης αριστεράς κι ο κόσμος της καθημερινότητας από την πλευρά των νικητών στην πόλη, καταχωρούνται στις στήλες της ζωής ο καθένας με τα χρώματα της πράξης του. Ενώ στα στενά της πόλης μας περιηγεί ο σ., τον παρακολουθούμε και στα ευρύτατα πεδία της σκέψης του για την πολιτική, τον έρωτα, τη θρησκεία, το πηγαινέλα των ιδεών. Κι εδώ μας παραπέμπει στη φιλοσοφική του διατριβή στο Γκράμσι. Ρητά διαγράφονται οι κόσμοι της σύγκρουσης που τελικά συνοδοιπορούν σε μια αλληλοεξαρτώμενη κίνηση της κοινωνίας ποτέ προς τα εμπρός και κάποτε προς τα πίσω. Σε όλες τις φάσεις είναι το ίδιο νόμισμα που κυλά, ιστορικά αδιατίμητο, και πέφτει πότε από τη μια και πότε από την άλλη.
«Η ταπείνωση του θριαμβευτή» είναι το μυθιστόρημα της πόλεως Κοζάνης σε μια εποχή άγνωστη στις σημερινές κυρίαρχες γενιές της κι απόμακρη, μέχρις εξαφανίσεως στην αχλή του μύθου ή της αφήγησης σαν κάτι οριστικά απωθημένο και συμπιεσμένο στη μνήμη, για τους παλιούς της κατοίκους. Ως εκ τούτου υπέχει θέση χρήσιμη και για μια γνώση ολοένα διαφεύγουσα ως ακατάγραφη ιστορική αιτία.
Ακολουθώ το συγγραφέα στους δρόμους της πόλης μας που, παρότι δεν αναφέρεται ρητά για τις ανάγκες της αφηγηματικής οικονομίας, όλα τη θυμίζουν, την οριοθετούν, την κατονομάζουν φωναχτά με την περιγραφική αύρα που την ενδύει σφιχτά, σαν χλαίνη της εποχής των νικητών και των ηττημένων του εμφυλίου ο συγγραφέας στην πρόσφατη αλλά και απώτερη, κάπως, ύπαρξή της. Στα ελάχιστά της αρχοντικά του τώρα, τοποθετώ εν φαντασία, την κεντρική σκηνή του μυθιστορήματος, το αρχοντικό των Καλογιάννηδων, κάπου δηλαδή στην Μητρόπολη όπου δύο αρχοντικά επιβιώνουν, αυτό των Βαμβακάδων στο οποίο θα κάνει ο ΔΗΜΟΣ, λέει πινακοθήκη, χωρίς ούτε ένα πίνακα, μόλις περάσει στην άλλη όχθη η υπερβεβυκίας ηλικίας, μόνη ένοικος του δωρήτρια, και το άλλο είναι αρχοντικό του Βούρκα, ξεχασμένο με μόνη, ζωντανή ύπαρξη μια κερασιά στην αυλή του αρχές κάθε καλοκαιριού. Εκεί είναι κι η στενούρα των παλιών κοζανιτών που υπάρχει και την σήμερον. Ετσι, διαβάζοντάς το, κάθε έξοδο των πρωταγωνιστών, την παρακολουθούσα σκηνικά και κινηματογραφικά προς τα που πηγαίνουν και προς τα που κινείται η ιστορία, ο μύθος, η εξέλιξη. Η οικείωση με το χώρο είναι ένα έκτακτο βοήθημα στην πρόσληψη του αναγνώστη. Οι αναγνώστες της πόλης αυτής θα ζήσουν το μυθιστόρημα του Μ. Τρικούκη σαν μια γνωστή τους ιστορία από παλιά ή που αναβλύζει μέσα από τους μύθους της.
Μεροληπτώ εν επιγνώσει πλέον στην προσέγγιση του μυθιστορήματος αυτού, λόγω της αναγνωστικής μου εντοπιότητος. Οταν διαβάζεις για τον τόπο σου, με τις γνώριμες καθημερινές πραγματικότητες ακόμα κι όταν αυτές εκτείνονται στο χρόνο αλλά είναι υπογραμμισμένες με την τέχνη της αφήγησης, μπαίνεις ακόμα ζεστότερα στην ουσία του. Κυκλοφορείς κι εσύ με τον συγγραφέα και τους ήρωές του, ένας παρατηρητής κι άτυπος κομπάρσος σε γύρισμα μιας ταινίας. Το τέλος σ’ αφήνει με τη συγκίνηση του άμεσου συμμέτοχου κι όχι του έμμεσου αναγνώστη.
Εισήγηση στην παρουσίαση του βιβλίου του Μάκη Τρικούκη «Η ταπείνωση του θριαμβευτή» εκδ. Ελληνικά Γράμματα, που έγινε στις 26 Φεβρουαρίου 2007 στο Κοβεντάρειο σε διοργάνωση του Δήμου Κοζάνης
Με το μυθιστόρημα του Μ.Τ. έχουμε μια καθαρόαιμη θεώρηση της περιόδου με τον τρόπο της λογοτεχνικής γραφής. Επιλέγει το μυθιστόρημα, νοτισμένο ελαφρά με δοκιμιακό λόγο κι εμβόλιμες ιστορικές σημειώσεις για τον τόπο, οι οποίες έρχονται να ενισχύσουν, να υποστηρίξουν το καθ’ αυτό μέρος της μυθοπλασίας, που εξελίσσεται σχεδόν γραμμικά, ακώλυτη από συγγραφικούς νεο-σχεδιασμούς και αναποδο-πισω-γυρίσματα.
Ο σ. αναλύει στο γύρισμα του βίου των πρωταγωνιστών και των δευτεραγωνιστών του, τη μεταλλαγή και τις εξελίξεις, τις αγκυλώσεις και τα ξεσπάσματα μιας μικρής κοινωνίας λόγου και πράξης, ενός τόπου, που ως ένα σημείο αντανακλά και τον ευρύτερο χώρο της Ελλάδας των εμφυλιακών καιρών.
Επί του μύθου• δύο αδέλφια, ο Κωνσταντίνος και η Χιονία, (εντελώς κοζανίτικο το χρώμα στο όνομά της), είναι στο κέντρο της υπόθεσης του βιβλίου• ζουν σ’ ένα κόσμο φτιαγμένο για την ακίνητη ή την ελεγχόμενη ζωή τους. Η Στεριανή, η τροφός τους σε ομηρική έμφαση, κι ας θυμηθούμε εδώ το βιβλίο τα «Παράδοξα της Οδύσσειας» του Μ. Τρικούκη, γνωρίζει όλα τα μυστικά και τα εσώψυχά τους, όπως γνωρίζει και να κρύβει• άλλωστε σιωπά και ένα μεγάλο προσωπικό της μυστικό. Αυτός ο ακύμαντος βίος τους, ο εμφύλιος έρχεται σαν μακρινός απόηχος στην σχετικά ασφαλή πόλη ή τουλάχιστον στους εκπροσώπους της ευημερούσας τάξεως, η οποία συνεχίζει μια ζωή ελαφρώς και μόνον διαταραγμένη, ξαφνικά υφίσταται την επίθεση του απροσδόκητου, της μοίρας, στο πρόσωπο ενός κυνηγημένου αριστερού πολίτη, που έχει και πολλά ονόματα, για τις ανάγκες της υπηρεσίας που λεν, ως εκ του κεντρικού κομματικού του ρόλου. Αυτός καταφεύγει κυνηγημένος και τραυματίας κρυφά, στο αρχοντικό τους που λιμνάζει στην «αρχοντιά» του. Είναι το τρίτο πρόσωπο που συμπληρώνει την τρίαινα με την οποία κάθε αιχμή της χώνεται έως αιματώσεως και άχρι θανάτου στην άλλη, κατ’ ευθείαν είτε εκ πλαγίου. Αυτή την τρίαινα των προσώπων, βαμμένη με πάθη εντελώς ανθρώπινα, απλά η δύσκολη εποχή τα δίνει διαστάσεις αρχαίας τραγωδίας, παίρνει στα χέρια του ο συγγραφέας και όπως Κλωθώ κλώθει και στροβιλίζει την ειμαρμένη τους στο φυσιολογικό ή στο απροσδόκητο, όπου ο έρωτας κι ο θάνατος να λογίζονται φυσιολογικά επακόλουθα, αλλά η προδοσία να φαντάζει τερατώδης κι αφύσικη. Ετσι, δημιουργούνται οι αναμενόμενες ανατροπές κι ο καθένας τότε παίρνει θέση στην ιστορία ανάλογα με τις αντιφάσεις και τις ευαισθησίες του είναι του. Αυτός που δίνει άσυλο και κρύβει -η Χιονία- τον καταζητούμενο αντάρτη, καλείται να φυλαχτεί η ίδια κυρίως από τον εαυτό της ή να αφεθεί στις αδήριτες βιολογικές της παρορμήσεις. Ο κατατρεγμένος και κυνηγημένος γίνεται πλέον ο κυρίαρχος, ενώ στη φυλακή του πάθους και των συνακόλουθών του, μπαίνει η αράγιστη μέχρι τότε, καθωσπρέπει εκπρόσωπος της αστικής εκδοχής στην ταξική διαστρωμάτωση αλλά και α-κινδυνεύουσα κοινωνίας της. Ηρθε ο έρωτας, ο κρίσιμος ανατροπέας και τ’ αναποδογυρίζει όλα. Ο αδελφός Κωνσταντίνος είναι το δραματικότερο πρόσωπο της τραγωδίας το οποίο η μοίρα του επιφυλάσσει τις χειρότερες ου μην αλλά και ταπεινότερες καταστάσεις .
Το μυθιστόρημα εξελίσσεται σε δύο μεγάλες ενότητες. Η καθ’ αυτό ιστορία του κυνηγημένου αντάρτη, που μπήκε στην πόλη για υψηλή κομματική αποστολή κατασκοπίας των «εχθρικών» του δυνάμεων με τις οποίες, με τα μάχιμα τμήματα τους στα γύρω της πόλεως βουνά, στο Γράμμο δηλαδή- ήταν σε πόλεμο, και στις πόλεις η παράνομη πτυχή τους σε καθημερινή διακινδύνευση της ύπαρξής τους. Τα έκτακτα στρατοδικεία λειτουργούν υπερωριακά. Ο πληγωμένος προσπίπτει, οιονεί ικέτης, στο αρχοντικό που είναι και η κεντρική αυλαία του όλου διαπράγματος με τις επιμέρους σκηνές: της απόκρυψής του, του κρυφού, ξαφνικού και τρελού έρωτα, της φυγής και της εξόδου του από το σπίτι και τη ζωή, δια του γνωστού στον εμφύλιο τρόπο, που επιγραμματοποιεί ο Μ. Αναγνωστάκης:
Το πρωί
Στις 5
Ο ξηρός
Μεταλλικός ήχος
Υστερα τα φορτωμένα καμιόνια
Που θα θρυμματίζουν τις πόρτες του ύπνου.
ΟΙ εκτελέσεις, και στο μυθιστόρημα και στην πραγματικότητα της εμφύλιας Κοζάνης, γινόταν χαράματα σε κάτι χέρσα χωράφια εκεί που τώρα είναι κτισμένες πολυτελείς οικοδομές, πίσω από τον Αγιο Γεώργιο. Οι αμέσως ιστορικά προηγούμενες εκτελέσεις, που ήταν απόρροια οπερατικού ενδο-στρατιωτικού πραξικοπήματος των Σερβίων, το 1918 έλαβαν χώρα στις υπώρειες του Αη Λια, εκεί που σήμερα στήνεται τριήμερος ο νιάμερος και οι σποραδικές σκηνές των περιφερόμενων τσίρκων.
Γύρω από τον κεντρικό άξονα που είναι η αρχή και το τέλους του μυθιστορήματος, στη μέση δηλαδή του μυθιστορηματικού σώματος, έρχεται η πόλη και τα συν αυτής υπάρχοντα κινητά κι ακίνητα, νοητά ή υπονοούμενα, υπαρκτά στο σήμερα ή στο κάποτε. Ετσι περιφέρονται δορυφορικά, ή ανεξάρτητα ως κομήτες, πρόσωπα με ήρωες και ηρωίδες του τόπου και της καθημερινότητας, εορταστικής ή γκρίζας. Προσωπικότητες της παρελθούσας πόλεως στην ακμή και την πτώση τους, πρόσωπα της γειτονιάς στην συναρπαστική τους καθημερινότητα, μέτοικοι, δημόσιοι υπάλληλοι στην πόλη που δημιουργούσαν πάντα στην ελεγχόμενη κοινωνία κύκλους ενδιαφέροντος με την πραγματική ή την πλαστή αίσθηση του διαφορετικού που κουβαλούσαν. Τεμάχια από την εποποιία των κατοίκων της στην αποδημία και στις χώρες της κεντρικής Ευρώπης, φέτες σπαρταριστές ακόμα και του σήμερα, από την παράδοση και το λαϊκό της βίο (Αποκριές, Ανάσταση, Πρωτομαγιά, εκδρομές στα γύρωθεν της πόλεως, στον Αη-λια ή στην μακρινότερη, αλλά τόσο οικεία κι αγαπητή για τους κοζανίτες, Λαριού). Η τοπογραφία της μικρής πόλης στις γειτονιές της, στα σπίτια της, τις εκκλησίες, τα σοκάκια, τις πλατείες, τους λάκκους της. Μας παραδίδει την κοινωνία και τους ανθρώπους καθώς διαπλέκονται ιδεολογικά, συναισθηματικά με το καθήκον, με το καθιερωμένο και το αδιατάρακτο των χρόνων, να συγκρούονται και να χτυπιούνται με την παρόρμηση• να μπλέκονται και να συμπλέκονται, μπερδεμένοι στους αδυσώπητους κανόνες της μοίρας και στα δίχτυα, που ούτως ή άλλως υπάρχουν για όλους μας, ήρωες των μυθιστορημάτων ή της πραγματικότητας. Ολοι οι πρωταγωνιστές διατελούν νικητές και νικημένοι. Ο εμφύλιος αυτό έχει σαν κοινό παρονομαστή σε κάθε τόπο και τρόπο. Η εποχή που διαδραματίζεται η αφήγηση έχει και τις δύο όψεις του νομίσματος, της εποποιίας και της τραγωδίας. Η ταπείνωση είναι το κεντρικό τους κοινό επιμύθιο. Θριαμβευτής δεν υπάρχει ει μη μόνον η ζωή, που συνεχίζεται με παρόντες κι απόντες στο εδώ και στο αλλού, στο σήμερα, στο χτες και το αύριο. Η συνέχεια είναι μια φυγή, μια απομάκρυνση από το φορές αδυσώπητο κι ασήκωτο παρόν. Είτε η ενσώματη σε άλλη πόλη και τόπο είτε η εν πνεύματι ασάλευτη απομάκρυνσή μας, με το ταξίδι της φυγής, μέσα από την αφήγηση άλλων• ζώντας έτσι σε πλαστούς κόσμους που φτιάχνουν οι άλλοι για μας, οι συγγραφείς, καλή ώρα, όπως κι ο Μ. Τρικόκης με το μυθιστόρημά του, του οποίου περιδιαβάζουμε τώρα τις κεντρικές ή περιφερειακές εκδοχές ανάλυσης κι ερμηνείας του τρόπου του. Ο συγγραφέας μέτοικος κι έπηλυς της πόλεως Θεσσαλονίκης μαζί μ’ εκατοντάδες, χιλιάδες άλλους συμπολίτες, είναι οι φυγάδες ενός κόσμου και μιας εποχής από την μήτρα και μητέρα πόλη τους. Δεν θα επιστρέψουν ποτέ πίσω. Γίνονται χώμα σε ξένο χώμα. Κάποιοι και λάσπη. Συνήθως, όμως σηκώνουν πίσω και δίπλα τους έναν κάποιοι κονιορτό επωνυμίας. Αυτοί είναι οι μακρινοί κι άδηλοι ανθρώπινοι πόροι της που την παρακολουθούν, την συνερίζονται και εκ του μακρόθεν, την νοσταλγούν. Ομως, αυτή η νοσταλγία τους, όταν μετατρέπεται σε έργο λόγου είναι μια δημιουργία εξ αρχής• το χώμα της μνήμης γίνεται με την πνοή που το φυσούν, πρωτόπλαστο αντικείμενο που ξεκινά μ’ ένα παράδεισο καλών προθέσεων και διαθέσεων, αλλά συνήθως βιώνει στο μεταίχμιο της αποδοχής κι απόρριψης, στα όρια δηλαδή της ασφυκτικής συνύπαρξης με την κόλαση του άμετρου κι ασυλλόγιστου γραπτού, εκδιδόμενου λόγου. Αν επιβιώσει αυτών των συνόρων, η έξοδός του στον κόσμο της συνέχειας και της όποιας διάρκειας είναι η μικρή αθανασία που απολαμβάνει ο δημιουργός συγγραφέας. Οπως πιστεύω κι ο αποψινός.
Ενα μυθιστόρημα, λοιπόν, με κεντρικό χώρο διεξαγωγής την Κοζάνη και τον περίγυρό της, την εποχή του εμφυλίου, στο οποίο παρακολουθούμε πώς ο συγγραφέας μπαινοβγαίνει στην καθημερινότητα του μετεμφυλιακού κόσμου της πόλης, αλλά και στις αναδρομές του στο κοντινό ή μακρινό παρελθόν της. Μας σκιαγραφεί μια κοινωνία στην αστική, τη μικροαστική ή τη λανθάνουσα επαναστατική αγωνία της και του πώς αυτή, στα πρόσωπα των δύο αδελφών, με την εμφάνιση του αριστερού, μεταλλάσσεται σε δύο κόσμους διαφορετικούς. Τότε η ζωή τους καλεί να δηλώσουν το παρόν τους, με τη συμμόρφωση, την υποταγή, την ήττα ή και το μεγαλείο της ατελέσφορης προσπάθειας για το προσωπικό ή το κοινωνικό ανέφικτο. Ο κόσμος της καταδιωκόμενης αριστεράς κι ο κόσμος της καθημερινότητας από την πλευρά των νικητών στην πόλη, καταχωρούνται στις στήλες της ζωής ο καθένας με τα χρώματα της πράξης του. Ενώ στα στενά της πόλης μας περιηγεί ο σ., τον παρακολουθούμε και στα ευρύτατα πεδία της σκέψης του για την πολιτική, τον έρωτα, τη θρησκεία, το πηγαινέλα των ιδεών. Κι εδώ μας παραπέμπει στη φιλοσοφική του διατριβή στο Γκράμσι. Ρητά διαγράφονται οι κόσμοι της σύγκρουσης που τελικά συνοδοιπορούν σε μια αλληλοεξαρτώμενη κίνηση της κοινωνίας ποτέ προς τα εμπρός και κάποτε προς τα πίσω. Σε όλες τις φάσεις είναι το ίδιο νόμισμα που κυλά, ιστορικά αδιατίμητο, και πέφτει πότε από τη μια και πότε από την άλλη.
«Η ταπείνωση του θριαμβευτή» είναι το μυθιστόρημα της πόλεως Κοζάνης σε μια εποχή άγνωστη στις σημερινές κυρίαρχες γενιές της κι απόμακρη, μέχρις εξαφανίσεως στην αχλή του μύθου ή της αφήγησης σαν κάτι οριστικά απωθημένο και συμπιεσμένο στη μνήμη, για τους παλιούς της κατοίκους. Ως εκ τούτου υπέχει θέση χρήσιμη και για μια γνώση ολοένα διαφεύγουσα ως ακατάγραφη ιστορική αιτία.
Ακολουθώ το συγγραφέα στους δρόμους της πόλης μας που, παρότι δεν αναφέρεται ρητά για τις ανάγκες της αφηγηματικής οικονομίας, όλα τη θυμίζουν, την οριοθετούν, την κατονομάζουν φωναχτά με την περιγραφική αύρα που την ενδύει σφιχτά, σαν χλαίνη της εποχής των νικητών και των ηττημένων του εμφυλίου ο συγγραφέας στην πρόσφατη αλλά και απώτερη, κάπως, ύπαρξή της. Στα ελάχιστά της αρχοντικά του τώρα, τοποθετώ εν φαντασία, την κεντρική σκηνή του μυθιστορήματος, το αρχοντικό των Καλογιάννηδων, κάπου δηλαδή στην Μητρόπολη όπου δύο αρχοντικά επιβιώνουν, αυτό των Βαμβακάδων στο οποίο θα κάνει ο ΔΗΜΟΣ, λέει πινακοθήκη, χωρίς ούτε ένα πίνακα, μόλις περάσει στην άλλη όχθη η υπερβεβυκίας ηλικίας, μόνη ένοικος του δωρήτρια, και το άλλο είναι αρχοντικό του Βούρκα, ξεχασμένο με μόνη, ζωντανή ύπαρξη μια κερασιά στην αυλή του αρχές κάθε καλοκαιριού. Εκεί είναι κι η στενούρα των παλιών κοζανιτών που υπάρχει και την σήμερον. Ετσι, διαβάζοντάς το, κάθε έξοδο των πρωταγωνιστών, την παρακολουθούσα σκηνικά και κινηματογραφικά προς τα που πηγαίνουν και προς τα που κινείται η ιστορία, ο μύθος, η εξέλιξη. Η οικείωση με το χώρο είναι ένα έκτακτο βοήθημα στην πρόσληψη του αναγνώστη. Οι αναγνώστες της πόλης αυτής θα ζήσουν το μυθιστόρημα του Μ. Τρικούκη σαν μια γνωστή τους ιστορία από παλιά ή που αναβλύζει μέσα από τους μύθους της.
Μεροληπτώ εν επιγνώσει πλέον στην προσέγγιση του μυθιστορήματος αυτού, λόγω της αναγνωστικής μου εντοπιότητος. Οταν διαβάζεις για τον τόπο σου, με τις γνώριμες καθημερινές πραγματικότητες ακόμα κι όταν αυτές εκτείνονται στο χρόνο αλλά είναι υπογραμμισμένες με την τέχνη της αφήγησης, μπαίνεις ακόμα ζεστότερα στην ουσία του. Κυκλοφορείς κι εσύ με τον συγγραφέα και τους ήρωές του, ένας παρατηρητής κι άτυπος κομπάρσος σε γύρισμα μιας ταινίας. Το τέλος σ’ αφήνει με τη συγκίνηση του άμεσου συμμέτοχου κι όχι του έμμεσου αναγνώστη.
Εισήγηση στην παρουσίαση του βιβλίου του Μάκη Τρικούκη «Η ταπείνωση του θριαμβευτή» εκδ. Ελληνικά Γράμματα, που έγινε στις 26 Φεβρουαρίου 2007 στο Κοβεντάρειο σε διοργάνωση του Δήμου Κοζάνης