Πώς μεγαλώνουν οι μικροί και
πώς μαζεύονται οι μεγάλοι στο καβούκι της ανάμνησης… Στο λοφίσκο του
αγίου Δημητρίου, υπάρχει και το 6ον Δημοτικό σχολείο. Μαζί με το
γειτονικό 2ο αποτελούν την Ανάμνηση εκείνου που κάηκε και του
αντιστασιακού -αποκριάτικού δίστιχου: «Στ’ αη Δημήτρη του Σχουλιό παέν
τα παρταλόπκα / να μαθαίνουν γράμματα να παίρνουν κι τα όπλα». Το 6ο
μια μέρα του Ιουνίου (2019) είχε στο εκεί θεατράκι την τελετή λήξης
μαθημάτων. Μοι ανατέθη να πάω στον
μικρό Μάριο, μαθητή της Α’, κάτι που ελησμόνησε σπίτι. ‘ Επεσα πάνω στο
πολύβουο πολύχρωμο μελίσσι μαθητών.
Γεμάτη η κερκίδα και το κοίλον, δάσκαλοι, δασκάλες, όλοι σε μια ανέμελη ωραιότητα αφημένοι. Αποχαιρετούσαν κάποιοι μαθητές το σχολείο και τις παρέες τους για να διαχυθούν από το Σεπτέμβριο στο Β’ βαθμό μάθησης. Αλλοι πάλι τη φετινή τάξη τους κι έδιναν ραντεβού σε λίγους μήνες. Ατμόσφαιρα συγκίνησης. Ευκαιρία βρήκα κι εγώ να συγκινηθώ, άλλο που δεν ήθελα δηλαδής, καθότι σαν έτοιμος από καιρό, ό,τι έχει σχέση με το πάντα εξωραΪσμένο μας άλλοτε σχεδόν με γονατίζει. Κρυφοκοιτούσα το Μ. και τους άλλους μικρούς και μεγάλους. Αδύνατον να συγκρατήσω τα ένδον δάκρυα. Θυμήθηκα τα δικά μας κάποτε στα πολύ παλιά και τις παρεμφερείς καταστάσεις.
Εκείνη τη στιγμή η τάξη του Μ. με τις φωτοτυπημένες σελίδες στο χέρι τραγουδούσε του Οδ. Ελύτη «Τα τζιτζίκια» από το «Θαλασσινό τριφύλλι») (μουσική Λίνου Κόκοτου, ερμηνεία Μιχάλης Βιολάρης και χορωδία).
«...Η Παναγιά τα πέλαγα κρατούσε στην ποδιά της
τη Σίκινο την Αμοργό και τ’ άλλα τα παιδιά της...»
Αυτό ήταν. ΄Εκτοτε το τραγούδι μου έγινε ανάγκη ανάσας. Μου ξέφευγε συνεχώς και όπου να ’ναι σαν ανεξέλεγκτη αιματοροή μύτης. Τραγούδι του εφήμερου χωρισμού αλλά και με την προσδοκία επιστροφής.
Περιφέρομαι τακτικά στο άδειο συνήθως, και με έντονα τα σημάδια φθοράς, θεατράκι. ΄Οπως σώμα και ψυχή μας πλέον, έτοιμα να λυγίσουν στην πρώτη συγκίνηση. ΄Ενας από τους μικρούς ζεστούς χώρους της πόλης για αναπόληση των άλλοτε και την όποια απόλαυση των νυν.
Μου ‘ρχεται συνεχώς στο νου και στα σιωπηλά χείλη, από μικρό παιδί, ο απόηχος ενός τραγουδιού, που άκουγα στο ραδιόφωνο, στίχοι Ν. Γκάτσου μουσική Μ. Χατζηδάκη το οποίο γράφτηκε με αφορμή το Παγκόσμιο προσκοπικό Τζάμπορι στον Μαραθώνα (1963).
«...Λυγερό κυπαρίσσι θα φυτέψω βαθιά στο χώμα
και τη νύχτα θα ανάψω στην κορφή του ψηλή φωτιά...»
Ημουν άσχετος περί αυτών, αλλά όμως φίλα προσκείμενος, δεν το συγκράτησα τότε παρά μόνον την αρχή του. Το βρήκα πριν λίγο καιρό στο youtybe («Τραγούδι της φωτιάς») και το ακούω κάθε φορά που θέλω να αποφορτιστώ από ποικίλες συναισθηματικές καούρες και πραγματικότητες.
Μικρές γλυκιές νησίδες νοσταλγίας.
«Άγγελοι! Σία τα κουπιά. Ν' αράξει εδώ η Ευαγγελίστρια»
(Οδ. Ελ.).
Κι εμείς, έστω στο όπως- όπως, αυτό το καλοκαίρι...
Γεμάτη η κερκίδα και το κοίλον, δάσκαλοι, δασκάλες, όλοι σε μια ανέμελη ωραιότητα αφημένοι. Αποχαιρετούσαν κάποιοι μαθητές το σχολείο και τις παρέες τους για να διαχυθούν από το Σεπτέμβριο στο Β’ βαθμό μάθησης. Αλλοι πάλι τη φετινή τάξη τους κι έδιναν ραντεβού σε λίγους μήνες. Ατμόσφαιρα συγκίνησης. Ευκαιρία βρήκα κι εγώ να συγκινηθώ, άλλο που δεν ήθελα δηλαδής, καθότι σαν έτοιμος από καιρό, ό,τι έχει σχέση με το πάντα εξωραΪσμένο μας άλλοτε σχεδόν με γονατίζει. Κρυφοκοιτούσα το Μ. και τους άλλους μικρούς και μεγάλους. Αδύνατον να συγκρατήσω τα ένδον δάκρυα. Θυμήθηκα τα δικά μας κάποτε στα πολύ παλιά και τις παρεμφερείς καταστάσεις.
Εκείνη τη στιγμή η τάξη του Μ. με τις φωτοτυπημένες σελίδες στο χέρι τραγουδούσε του Οδ. Ελύτη «Τα τζιτζίκια» από το «Θαλασσινό τριφύλλι») (μουσική Λίνου Κόκοτου, ερμηνεία Μιχάλης Βιολάρης και χορωδία).
«...Η Παναγιά τα πέλαγα κρατούσε στην ποδιά της
τη Σίκινο την Αμοργό και τ’ άλλα τα παιδιά της...»
Αυτό ήταν. ΄Εκτοτε το τραγούδι μου έγινε ανάγκη ανάσας. Μου ξέφευγε συνεχώς και όπου να ’ναι σαν ανεξέλεγκτη αιματοροή μύτης. Τραγούδι του εφήμερου χωρισμού αλλά και με την προσδοκία επιστροφής.
Περιφέρομαι τακτικά στο άδειο συνήθως, και με έντονα τα σημάδια φθοράς, θεατράκι. ΄Οπως σώμα και ψυχή μας πλέον, έτοιμα να λυγίσουν στην πρώτη συγκίνηση. ΄Ενας από τους μικρούς ζεστούς χώρους της πόλης για αναπόληση των άλλοτε και την όποια απόλαυση των νυν.
Μου ‘ρχεται συνεχώς στο νου και στα σιωπηλά χείλη, από μικρό παιδί, ο απόηχος ενός τραγουδιού, που άκουγα στο ραδιόφωνο, στίχοι Ν. Γκάτσου μουσική Μ. Χατζηδάκη το οποίο γράφτηκε με αφορμή το Παγκόσμιο προσκοπικό Τζάμπορι στον Μαραθώνα (1963).
«...Λυγερό κυπαρίσσι θα φυτέψω βαθιά στο χώμα
και τη νύχτα θα ανάψω στην κορφή του ψηλή φωτιά...»
Ημουν άσχετος περί αυτών, αλλά όμως φίλα προσκείμενος, δεν το συγκράτησα τότε παρά μόνον την αρχή του. Το βρήκα πριν λίγο καιρό στο youtybe («Τραγούδι της φωτιάς») και το ακούω κάθε φορά που θέλω να αποφορτιστώ από ποικίλες συναισθηματικές καούρες και πραγματικότητες.
Μικρές γλυκιές νησίδες νοσταλγίας.
«Άγγελοι! Σία τα κουπιά. Ν' αράξει εδώ η Ευαγγελίστρια»
(Οδ. Ελ.).
Κι εμείς, έστω στο όπως- όπως, αυτό το καλοκαίρι...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου