Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)


Πέμπτη 6 Μαρτίου 2008

Μικρασιας δακρυα

Περί της « Δακρυσμένης Μικρασίας», βιβλίο του κ. Βασίλη Τζανακάρη από τα Σέρρας

Του Β.Π. Καραγιάννη


Αφού μας μέναν παξιμάδια
τι κακοκεφαλιά
να φάμε στην ακρογιάλια
του Ηλιου τ’ αργά γελάδια... (1)
Γ. Σεφέρης

Στην Τρίτη ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ, παραμονές εορτών Χριστουγέννων, όταν στα καφενεία του χωριού άναβε λάθρα έως δημόσια, το επί χρήμασι χαρτοπαίγνιον, δοκίμασα κι εγώ την τύχη μου - για μια φορά στο βίο μου παίζοντας αντί βιβλία χαρτιά. Στο παιχνίδι το λεγόμενο ‘21 ή στην εικοσιμία, με χρήματα εννοείται κι όχι με κάστανα ή με μακαρόνια μπαρίλα που έπαιζα φέτος οίκοι. Σε κανονικό δε καφενείο με παρέα διάφορων συμμαθητών κι εργατικών αλλά και αργόσχολων ανέργων, τραβούσαμε τα χαρτιά περιπαθώς και χάναμε ή κερδίζαμε. Κέρδισα ένα μεγάλο ποσό για εκείνη την εποχή και ιδίως για τη δυνατότητα άμεσης διαχείρισής του. Την επαύριο με το αστικό λεωφορείο στην Κοζάνη και στο βιβλιοπωλείο Δ. Σφήκα στον πεζόδρομο, του οποίου ήμουνα καθημερινός θαμώνας από τη βιτρίνα [παίζοντας με τα κανονικά χαρτιά -βιβλία κυρίως στο επίπεδο της οφθαλμολαγνείας τους]. Ειδικά του εντυπωσιακού τόμου που φάνταζε εκείνη την εποχή στη βιτρίνα του με τη γαλάζια κουβερτούρα και τον τίτλο: «Σπύρου Β. Μαρκεζίνη. Πολιτική Ιστορία των συγχρόνων Ελλήνων 1920-1922». Μου στοίχισε όλο το γέρας του ‘21. Από τότε το έχω σε όλες μου τις βιβλιο-μετοικεσίες στην κατηγορία των αισθητικά περίοπτων αλλά, αλίμονο, λειτουργικά αδιάβαστο. Το ξεφύλλιζα, τσιμπολογούσα παραγράφους, έμεινα σε μια δύο, τρεις σελίδες και ξανά και πάλι. Η μεγάλη ιστορία αυτής της περιόδου μου ήταν και παρέμεινε στις λεπτομέρειές της άγνωστη. Διαβάζονται άραγε από κάποιους πλην των εντελώς ειδικών οι μεγάλες ιστορίες; Ποιός μπορεί να ισχυριστεί πως έχει διεξέλθει την «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους» άχρι τέλους, ή και άλλες μικρότερες; Είναι μια δύσκολη προσπάθεια που θέλει προσήλωση, εγκαρτέρηση, υπομονή και έπιπλο γραφείο. Οχι κρεβάτι ή καναπέ στα οποία συνήθως παιδιόθεν, επιδιδόμουν στις αναγνωστικές διαπλοκές και διαπάλες, σε ατημέλητα δηλαδή διαβάσματα αφημένος στη συνήθως λογοτεχνική αφήγηση. «Η ιστορία είναι αφήγηση» έγραψε δεν θυμάμαι ποιός, ίσως ο Τζ. Στάινερ. Η αφήγησή της έχει στοιχεία λογοτεχνίας αλλά και τις συνακόλουθες αρετές της, δηλαδή το αδιάπτωτο ενδιαφέρον. Ετσι ναι μπορούμε να τη διεξέλθουμε πιο εύκολα κι εύπεπτα εμείς, το ευρύ κι ανιστόρητο κοινό που δεν εντρυφεί ούτε κατατρίβεται και ούτε κατατρέχεται στη συνέχεια από τις μονομανίες των λεπτοφυών σημειώσεων. Μπορεί και να έχω άδικο αλλά σ’ εμένα αυτό συμβαίνει.
Μετά, δεν ξέρω από πόσα χρόνια, επέστη ο καιρός να επανορθώσω το αμάρτημα της μη λεπτομερούς αναγνωσίας μιας της καυτερής, ιστορικής περιόδου έστω και δια της αναγνωστικής πλαγίας. Αυτό έγινε με αφορμή το βιβλίο «Δακρυσμένη Μικρασία» του Βασίλη Τζανακάρη το οποίο απόψε παρουσιάζουμε ενώπιον σας, αξιότιμο κοινό της πόλεως, στον ευκτήριο οίκο της τοπικής παράδοσης και ιστορίας.
Ο πολίτης των Σερρών Βασίλης Τζανακάρης, πατριάρχης(2) πασών των ποιοτικών, πνευματικών περιοδικών της υπαίθρου χώρας, ήταν κι είναι πλασμένος για μεγάλα έργα, όπως το περιοδικό «Γιατί», που εκδίδει εδώ και 30 και πλέον συναπτά χρόνια· τι μεγάλος άθλος για κείνους που ξέρουν ακόμα και για κείνους που δεν αντιλαμβάνονται και πολλά, δηλαδή τι σημαίνει να γίνεσαι παρανάλωμα των παθών σου για την έρευνα, τη δημιουργία, τη δημοσίευση, τη διαιώνιση του ταλαίπωρου ανθρώπινου, ιστορικού σώματος. Αποτελεί η θητεία του μια ύψιστη τιμή που τον κατατάσσει στην πρώτη σειρά, με τα λίγα καθίσματα των πνευματικών δημιουργών της εφ’ όλης πνευματικής περιοδικής ύλης στην Ελλάδα. Αρχειοδίφης δεινός αλλά και με μοναδικά ιστοριοδιφικά έργα του με αφορμή κυρίως τον τόπο του, αλλά και με τρεις μεγάλες συνθέσεις:
α. Τότε που ξημέρωνε σκοτάδι ( η άγνωστη Ελλάδα του 1936)
β. Πριν από λίγα χρόνια είχα την προνομία να τον συν-παρουσιάσω -πάλι οι δύο μας με τον Θανάση Καλλιανιώτη που μας έχει μάλλον με ρόγα βαρεμένους στην ανάγνωση και την εμφάνιση των έργων του- στην πόλη αυτή σε άλλο χώρο και με άλλο τρόπο. Κι ήταν εκείνη η παρουσίαση η τελευταία μου μιας οκταετούς σχεδόν βιβλιο-αλλοφροσύνης. Τότε τέλειωσε με το χαρακτηριστικό και λίαν αμφίσημο για πολλές εκδοχές, τόπους κι ανθρώπους, βιβλίο του Β.Τζ. «Τα παλικάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν».
γ. Η παρουσιαζόμενη τοιχογραφία εφ’ υγροίς (δάκρυ και αίμα αμέτρητο) της μικρασιατικής τραγωδίας «Δακρυσμένη Μικρασία»
Γύρω απ’ αυτά τα μεγάλα βιβλία να κολυμπούν κι άλλα μικρότερα τοπικής, ιστορικής εμβέλειας και αναφοράς όπως: Η σπουδαία τρίτομη εικονογραφημένη «Ιστορία των Σερρών», διηγήματα, ποιήματα, χρονικά. Της πόλης και της περιοχής των Σερρών είναι μέγας χαρτογράφος κι ως ένα σημείο ο χρονογράφος της. Με τη σύνολη παρουσία του στα γράμματα ο Β. Τζ. είναι από κείνους τους μετρημένους στα δάχτυλα δημιουργούς, οι οποίοι αφού εξαντλήσουν-κατά τη διάθεσή τους- την τοπική ύλη φεύγουν απ’ αυτήν κι ανοίγονται στα ευρύτερα στρώματα της αφήγησης στον τόπο και στο χρόνο.
Τα μεγάλα συνθετικά έργα έχουν μια αρχιτεκτονική κατασκευή στην οποία ο συγγραφέας χτίζει όλο του το οικοδόμημα ψηφίδα ψηφίδα, πέτρα την πέτρα, τοίχο τοίχο. Το βλέπουμε και στα προαναφερθέντα βιβλία αλλά και στο αποψινό.
Ο κύριος τίτλος της σύνθεσης είναι: «Δακρυσμένη Μικρασία. 1919-1922 τα χρόνια που συντάραξαν την Ελλάδα», βιβλίο από τις εκδόσεις Μεταίχμιο και το οποίο εκτείνεται σε 730 μεγάλες σελίδες. με ένθετο εικόνων.
Από κει κι ύστερα έχουμε τις ενότητες αυτού που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε με όρους μουσικής ως το εθνικό μας ρέκβιεμ, που όλα τα μεγάλα επιμέρους κομμάτια έχουν τη δραματική τους υφή, στο οποίο όλως περιέργως παρεμβάλλονται μέχρι και ιντερλούδια. Οπως η καθημερινή ζωή των πολιτών στη Σμύρνη στην Μ. Ασία αλλά και στην Αθήνα που θέλει, που θέλουν να μη βλέπουν αυτό το μεγάλο στην τραγικότητα που έρχεται. Οπως στις μεγάλες συνθέσεις της μουσικής φιλολογίας έχουμε την κορύφωση έτσι κι εδώ την «Εξοδο» στην κυριολεξία από το προσκήνιο της ιστορίας ενός ελληνικού τμήματος και τη θορυβώδη είσοδό του στη μνήμη.
Οι 5 μεγάλες του ενότητες επιγράφονται:
1. 1919 οι μεγάλοι ειρηνοποιοί μοιράζουν τον κόσμο. Το ειρηνοποιοί σε εισαγωγικά
2. 1920 Το ακάνθινο στεφάνι του θριάμβου
3. 1921 Τα άφθαρτα όρια της δόξας
4. 1922 Ματωμένη Μικρασία
5. Η λαγνεία του αίματος και το επίμετρο «Η αιώνια φρυκτωρία του ελληνικού πνεύματος». (3)
Κάθε ενότητα έχει δεκάδες κεφάλαια που μόνο τους τίτλους να διαβάζεις ακτινογραφείς ως αναγνώστης τα διαδραματιζόμενα κι ακτινογραφείσαι ως αποδέκτης των συνεπειών του. Ο αναγνώστης οδηγείται στέρεα αλλά και αντιστικτικά από μια εκπαιδευμένη γραφίδα μεταξύ δημοσιογραφικού ντοκουμέντου και λογοτεχνικού ιδιόλεκτου και μέσα από πολλούς βαθμούς κι αναβαθμούς της έντασης και της απόλαυσης, στο μεικτό είδος της τελικής γνωστικής, ας πούμε, μέθεξης.
Τα γεγονότα είναι πασίγνωστα στη χοντρική τους πώληση. Στη λιανική τους, στις λεπτομέρειες που συνθέτουν το μεγάλο πίνακα, με το βιβλίο βρίσκεσαι μπροστά σ’ ένα ποτάμι από ξεχωριστές αλλά κυρίως άγνωστες πληροφορίες, ιδωμένες πάντα με λογοτεχνικό τρόπο. Αυτή η μορφή εξιστόρησης της ιστορίας κρύβει κινδύνους με πρώτον να πέσει ο συγγραφέας από το λαϊκό λόγο στον λαϊκίστικο, από το απλό στον απλοϊκό της αφήγησης που θέλει να συγκινήσει πρωτίστως σε βάρος της ουσίας του πράγματος. Ετσι μπορεί να συγκινεί τον αναγνωστικό κοσμάκη, ανήκουν χιλιάδες σ’ αυτή την αναγνωστική τηλεοπτική δημοκρατία, αλλά δεν θέλγει τον κόσμο της γνώσης, σαφώς μικρότερο ως σύνολο αλλά έγκριτο ως κοινό
Ο Β. Τζ δεν γράφει ιστορία όπως ο Σ. Μαρκεζίνης των παιδικών μας χρόνων, αλλά μεταγράφει την ιστορία σε άλλη μορφή πιο εύληπτης υφής, κι εδώ είναι που χρειάζεται ένα πηγαίο ταλέντο που ασκήθηκε πολύ στην υψηλή συρραφή των γεγονότων και την συγγραφή τους.
Η ιστορική αυτή φάση ξεκίνησε με τα φωτεινότερα χρώματα των εθνικών μας ψευδαισθήσεων και τυπικά με όλες τις εξ υπαρχής γκρίζες επιφυλάξεις και διατυπώσεις. Μας θυμίζει ο σ. πως κανένα κράτος από εκείνα που υπέγραψαν τη συνθήκη των Σεβρών, η οποία έκανε επί διπλωματικού χάρτου την Ελλάδα να πατά σε δύο ηπείρους και ν’ αλατίζεται σαν τ’ αμέριμνα γίδια σε 5 θάλασσες (για να φαγωθεί με μεγαλύτερη όρεξη από τον μέγα λύκο πατέρα της νεότερης Τουρκιάς) - κούνια που μας κούναγε ως μεγαλοϊδεάτικο έθνος. Τη συνθήκη αυτή δεν την επικύρωσε καμιά Βουλή των άλλων κρατών, πλην της ατελέσφορης Ελληνικής, άρα ήταν άκυρη. Τα φτερά που άνοιξε το Ελληνικό έθνος ήταν άκαιρα, κολλημένα στις πλάτες με το υπερφίαλο κερί του Ικάρου.
Διαβάζοντας αυτό το μεγάλο βιβλίο, το οποίο δεν μπορείς να το αποχωριστείς χωρίς μια θλίψη, αναστοχάζεσαι εκείνο τον καιρό με τα συγκλονιστικά γεγονότα που ζούσε η Ελλάδα και αναγκάζεσαι εν αφάτω θλίψη να συγκρίνεις γιατί πράγμα αγωνιούσε και πάλευε τότε ο τόπος, και γιατί ζει και δήθεν παλεύει σήμερα. Ενα ντιβιντί, μια μίζα, μια θέση στο δημόσιο και γαία, πυρί, γυνή, γυμνή μειχθήτω. Βρίσκεται στο κέντρο του αστερισμού όπου η άνοδος των ασήμαντων του Καστοριάδη μας προσδιορίζει καθοριστικά.
Το βιβλίο έχει στο σώμα του κυρίως δύο τυπογραφικά στοιχεία των 10 στιγμών και των 9. Στα δεκάρια έχουμε την κύρια αφήγηση, στα μικρότερα την εξήγηση την παράλληλη ανάγνωση της ιστορίας από τα ντοκουμέντα. Κι είναι πολλά αυτά που ζωντανεύουν με την ζωντάνια του αρχειακού εγγράφου την κυρία εξιστόρηση. Σημειώνω κάτι που βρήκα στη σελ. 253, που αναφέρεται στην ενότητα «1920. Το ακάνθινο στεφάνι του θριάμβου» και ειδικότερα στο Δημοψήφισμα για τη επιστροφή του Βασιλιά, της 22ας Νοεμβρίου, που χαρακτηρίστηκε από το λαϊκό «εκβαχισμό» κατά την Πηνελόπη Δέλτα, τόσο πριν όσο και μετά απ’ αυτό. Στην Κοζάνη υπερψήφισαν την επάνοδο του Κωνσταντίνου 10.500 πολίτες και εναντίον της 2. Αν δεν ήταν από λάθος τότε αυτοί θα έπρεπε, αν ήταν δυνατόν να είναι γνωστοί, να επισημαίνονται στην τοπική ιστορία με ανεξίτηλα γράμματα, όχι τόσο για το πολιτικό τους φρόνημα, που είναι και μια ρευστή υπόθεση εργασίας μεταβαλλόμενη φορές, όσο για τη σταθερότητα πλεύσης τους σε μια θάλασσα με ενάντια κύματα, δον κιχώτες του ασυλλόγιστου ή του μεγαλοπρεπούς μοναχικοί μύστες.
Ο Β. Τζ. όπως διαβάζουμε στην εργογραφική του σελίδα ξεκίνησε την παρουσία του στα γράμματα με την ποιητική συλλογή «Τα σιωπηλά πένθη». Σήμερα τονίζει την ποίηση του ως δημιουργία με ένα συγγραφικό, γοερό πένθος, με ένα βουητό συγκίνησης που σηκώνει το τελευταίο του βιβλίο γεμάτο από γιατί, εάν και διότι· κι όλα να καταλήγουν σ’ ένα κρεσέντο θλίψης, πένθους, χαμού για τον διαχρονικά δύσμοιρο ελληνισμό και για τον βαθμιαίο αφελληνισμό μας τελικά, αφού κατ’ εξοχήν τα πρόσωπα του δράματος είμαστε εμείς οι λαθρεπιβάτες της ιστορίας κάτοικοι του κάποτε, του νυν και του αεί του τόπου, που είναι γεμάτος από φλύκταινες μνήμης πάνω στις οποίες δεν μπορείς να καθίσεις, να τις κοιτάξεις ή να σταθείς σ’ αυτές χωρίς να ματώσεις. «Δακρυσμένη Μακρασία» είναι μια επιεικής έκφραση με την οποία θέλει μάλλον ν’ αποδραματοποιήσει την μυθιστορία του, καθότι το διασπαραγμένη, πουλημένη, παρατημένη, εγκατελελημένη, προδομένη, δηωμένη ως επιθετικοί προσδιορισμοί προσδιορίζουν καλύτερα το ανθρωπογεωγραφικό τοπίο της συναρπαστικής αφήγησης.
Ας μην πω άλλα, αλλά μόνο πως η “Δακρυσμένη Μικρασία” είναι ένα συναρπαστικό βιβλίο κι ο Β.Τζ. ένας ξεχωριστός πια συγγραφέας του ιστορικού χρονικού ως γραμματολογικό είδος.

Σαν σημειώσεις

1. Στη Σμύρνη το 2000 στο παγκόσμιο συνέδριο για τον Γ. Σεφέρη, ο Ξενοφών Κοκόλης αναλύει το ποίημα που ο Γ.Σ. έγραψε με αφορμή τη Μικρασιατική καταστροφή. Στις 24 Μαρτίου 2001 στην βραδιά ποίησης που διοργανώθηκε στην Κοζάνη το ποίημα αυτό το διαβάζει ένας βουλευτής της Ν.Δ., ας πούμε της περιοχής Κοζάνης και μάλιστα το αναλύει, ο αθεόφοβος, στην ...οικολογική του διάσταση και πως ο ποιητής ήταν φυσιολάτρης κ.λπ. Το νοήμον ακροατήριο της βραδιάς το διασκέδαζε αρκούντως.
2. Το ΤΕΙ Δυτικής Μακεδονίας ψάχνει Αρχιεπισκόπους και Πατριάρχες να τους χρίσει επίτιμους διδάκτορές του. Τον πασών των Ρωσιών, άγιον Αλέξιον δεν κατάφερε να τον κάνει γιατί συνέπεσε η τελετή με την τελευτή του πάσης Ελλάδος και την αναχώρηση του εκ των εγκόσμιων στα οποία εντρυφούσε με πλείστη όση επιμέλεια, ή και γιατί δεν έδινε άδεια ο Οικουμενικός. Γιατί το λοιπόν δεν ψάχνουν πραγματικούς πνευματικούς ανθρώπους με μεγίστη προσφορά στον τόπο, κι όχι σ’ αυτούς με τα ρούχα της πνευματικότητας και μόνον, να τους κάνουν επίτιμους και προσπίπτουν στα ράσα, τα γένια και τα εξ αυτών χτένια. Ο Βασίλης Τζανακάρης, μέγας περιοδικάνθρωπος αλλά και άνθρωπος των πανελλήνιων γραμμάτων και της προσφοράς γιατί όχι;
3. Φρυκτωρία (γη διαφρυκτών=πυρσών πυρών) ειδοποίησις (σηματοδότησις)// Η νυχτερινή φρουρά δίδουσα σημάδια δια πυρών (Ι. Σταματάκου Λεξικόν της αρχαίας ελληνικής γλώσσης. Ο μεγαλοσέλιδος, πολυσέλιδος και πολύτομος (πολύτιμος;) θεσσαλονικιός ποιητής Σαράντος Παυλέας έναν ογκώδη, ποιητικό του τόμο τον είχε τιτλοφορήσει “Φρυκτωρίες”. Ποιός τον διάβασε;


Εισήγηση στην παρουσίαση του βιβλίου που έγινε στην Κοζάνη

Δεν υπάρχουν σχόλια: