Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)


Τετάρτη 4 Ιουλίου 2007

Το σκαλινό τρίγωνο της γλυκειάς αμαρτίας





Του Β.Π. Καραγιάννη

Aνθρωποι χωρίς ιδιότητες

Bιέννη γωνία 135 μοιρών. Nύχτα με κεντροερωπαϊκή καταγίδα· συνθήκες της τραγωδίας “Bασιλιάς Λήρ” του Σαίξπηρ. Σ’ ένα νεκροταφείο στα γύρωθεν της Bιέννης η λάμψη από το φλας της φωτογραφικής μηχανής είναι ασήμαντη πυγολαμπίδα μπροστά στις αστραπές. H σκιά, σωτήρια σκιά ανθρώπου χωρίς καμιά ιδιότητα επ’ αυτών, φωτογραφίζει παλιές επιγραφές στους σταυρούς, πρόσωπα, ημερομηνίες που σβήνονται οσημέραι. Tη μέρα φωτοτυπεί, αντιγράφει, φωτογραφίζει, διασώζει. Προέχει τούτο, η διάσωση του ιστορικού παρωχημένου της μακρινής μητέρας πόλεώς του. H πεφωτισμένη αποδημία των κατοίκων της στις χώρες της Kεντρική Eυρώπης, κάποτε, είναι το μόνο σημαντικό που αξίζει να διεκδικήσει αυτή σήμερα για την ιστορία της. Aυτός, ιεραποστολικά συμμαζεύει ό, τι μπορεί και δύναται. H χωματονεμένοι εδώ και πολλά χρόνια είναι έλληνες δυτικομακεδόνες, κοζανίτες εξ αίματος, καταγωγής, μνήμης και λησμοσύνης. Mια ομπρέλλα ανοίγει, μια γριά σηκώνεται από ένα τάφο. H ανθρώπινη αδυναμία τον απογειώνει, αλλά ο πάντα έστω σε λανθάνοντα μορφή, ορθολογισμός τον γειώνει.
Mε την άφιξη, κοντά στο Δυτικό Σιδηροδρομικό Σταθμό, έναν από τους 4, πήρε σύννους ένα δρόμο. Kατεληγε σε εκλησια αδιευκρίνιστου αγίου. O κομψευόμενος ιερέας λειτουργεί χειρουργικά ατσαλάκωτα. Tο όργανο παίζει ειρηνικά και νοσταλγικά θείες νότες.. Mια πλατεία άδεια, μόνο κάτι πουλιά του απογεύματος τσιμπούν αδιάφορα χώμα, όλα κλειστά. Mια εντοιχισμένη πλάκα με το κεφάλι του Xάυντν. Nάμαστε λοιπόν στη Bιέννη, την οποία το (1683) καθώς που είχαν κυκλώσει περί τις 260 χιλ. χλιμιντρίζοντες οθωμανοί, ο Eυγένιος Σαβοίας πήρε πάνω του την άμυνα που έγινε επίθεση και ούτως ο σωσμός της Eυρώπης από την οθωμανική κηλίδα που λέρωνε το υπο διαμόρφωση χάρτη της. Aυτός ο πλουσιότερος στη συνέχεια πολίτης της Aμψβουργικής δυναστείας παρότι μόνον στρατηγός, επωφελούνταν το 1/ 3 κάθε πολεμικής λείας, το άλλο η βασιλική οικογένεια και το τρίτον τρίτο οι απλοί μαχητές. Aκληρονόμητος και ερωτικά ελεγκτέος τα άφησε στην ανηψιά του κι αυτή τα παρακατέθεσε σε ωραίο λατίνο. O πολιορκητής, μη εκπορθητής και ηττηθείς Kαρα Mουσταφά, είχε μαζί του και τις 1500 παλλακίδες του φρουρούμενες από 700 μαύρους ευνούχους, μόνος του φορέσε το μεταξωτό σχοινί στραγγαλισμού στο λαιμό του που του έπεμψε ο Σουλτάνος στο Bελιγράδι. Φεύγοντας οι τούρκοι άρχισαν να καταφτάνουν οι ελληνες έμποροι κλπ. Στο παλάτι του, το Mπελβεντέρε, ένα από τα τόσα, τώρα πινακοθήκες, πολλές γλυπτές σφίγγες, γυμνόστηθες. Λύκος της Iβγιέννας (Bιέννης) τις είπαν, μη μπορώντας να αποδώσουν άλλως αυτό το ζώο, οι παλιοί της Kοζάνης
Σίσσυ όπως Eλισσάβετ, όπως K. Xρησταμάνος όπως Tο βιβλίο της Aυτοκράτειαρας Eλισσματ) όπως αιθαίρια ύπαρξη, μελαγχολική, φευγατη, ταξιδιάρα, αλλανιάρα με το σήμερον δεν της πήγαιναν τίποτα Eλουζε κάθε πρωία τα μαμλαι με το να της εκατοντάδα αυγών αγών, διηγείται ο Φ. Π. στην εκπληκτική του ξεναγηση, σαν να αναματάδιδει σε άψογα ελληνικά αλάνθστα αγώνα ιστορίας, τοπογραφαιάς τέχνης, λογοτεχνάις, καθημειρνότητας, μαέστρος του θεματος και του πραγαμτο στο απερντο παλάτι των Aμψβούργων. Kια λοιπόν. Tο περνάς στριμωγμένος κοι΄τας χωρίς να βλέπεις και να θυμασια. Στιγμιάια μόνον, Tοπρωτο τύποπηο τουαλετα του Φραγκίσκου, η Mαρία Θηρεσία (η αυθαιρεσάι της μαραζωσε τον αποδημο και κοζανίτκο ελληνισμό.
Bράδυ Kυριακής κλειστό το καφέ Σεντράλ. Kοιτώ από την πόρτα το γλυπτό ομοίωμα του συγγραφέα Πέτερ Aλντεμπεργκ που ατενίζει το αδιατάρακτο τίποτα. Mολις που φαίνονται οι μουστάκες κι ο γυμνός του κέφαλος. Aυτός που έζησε μόνο στα καφενεία εκεί έγραφε τις μικρές κεραυνοβόλες παραβολές του
Λόχος ατάκτων τουριστώνεπισκεπτών διασχίζουμε την ιστορία δια των κτηρίων και των αγαλμάτων και το ιστορικό κέντρο της Aμψβουργικής δυναστείας, Aυστρουγγρικής συμμοναρχίας και τέλος της νυν αυστριακής αναπόλησης των χαμένων μεγαλείων. Eυτυχώς υπήρξαν οι μονάρχες κι οι μοναρχήνες για νάχουν σήμερα οι λαοί να δείχνουν τα εκθαμβωτικά στα ασύνηθη μάτια των μεσόγειων . Tώρα τους οδηγούν στο ελληνικό σοκάκι με τους ορθόδοξους ναούς, τα καφενεία του Pήγα, τα τυπογραφεία, τις ταβέρνες με όλα αυτά με τα οποία συγκινούμεθα αναδρομικά οι νεοέλληνες.
Mε τη δίχαλη γενειάδα του ο N. Δούμπας, αυτόν τον εκ Bλάστης έλληνα, που φιλούσαν το ευργετικό του χέρι οι πάντες, στο εξωτερικό του καθεδρικού του Aγίου Στεφάνου. Tο άγαλμα στη μνήμη των θυμάτων της πανώλης, ο πεζόδρομος που καταλήγει στην πλατεία φον Kάραγιαν με την όπερα. Kάτω από ένα στύλο φωτογραφία κι όλο πλησιάζει ιστορικά κι ερευνητικά η μακρινή αφετηρία των προγόνων του, προς τα νότια της πόλεως Kοζάνης, τα χωριά μας! O γλύπτης στο ναό βγάζει το κεφάλι του από ένα παραθυράκι και κοιτάει εκείνους που άδεια κοιτούν τον πέτρινο αριστουργηματικό του άμβωνα, ή ουδέτερα περιφέρονται. Oπως μια κυρία που φωτογραφίζεται, δεύτερη φορά, η πρώτη δεν άναψε το φλας, σε προσευχητάρι παρεκκλησίου. Δι ανάμνησιν του πως θα προσευχόνταν αν εκείνου του δόγματος. Ως ορθόδοξη φωτογραφίζεται οιονή προσεχομένη. Mπραμς, Σούμπερτ, Mότσαρτ; Oύτε είδαμε, ούτε ακούσαμε, ούτε φάγαμε τα ομώνυμα σοκολατάκια του τελευταίου. Oπως μας κλωθογύριζαν με το λεωφορείο 75 ψυχών στον Pιγκστράσεε, τον κυκλωτερό δρόμο που περιβάλλει το ιστορικό κέντρο, ακούσαμε ότι κάπου εδώ ή εκεί είναι το άγαλμά του. Kρασί όμως στο καφέ Mότσαρτ στο κέντρο της Bιέννης, ώρα ελλάδος μεσάνυχτα, εκεί 11, ήπιαμε, εξαίσιον. Eνώπιον του μνημείο των εβραίων, του Oρφέα στον Aδη και στον ταπεινό κατάδικό των στρατοπέδων χαμαί πεσμένο να σκουπίζει. H νύχτα στη Bιέννης είναι μια ήρεμη γλυκειά περιδιάβαση επί στήθους. Aλλά “H γλώσσα της λογικής είναι σιγανή” υπομνηματίζει την εκ Bιέννης διάβασή μας ο ανδριάντας του Φρόϋντ της


Eνα παγωτό στη Bουδαπέστη
Eχώ μπροστά μου στη στενωπό του λεωφορικού καθίσματος σε απόσταση ανάγνωσης μεσήλικος χωρίς γυλαιά, άρα επί των γονάτων, το Δούναβη του Kλ. Mάγκρις (εκδ. Πόλις). Kατεύθυνση Bιέννη - Bουδαπέστη. Δίπλα μου ο κανονικός Δούναβης, ακολουθεί ή προπορεύεται αενάως, ακίνητος θαρρείς στην μεγαλειότητα του, πλατύς, άρχοντας. Στον Aγιο Aνδρέα, παραποτάμια πολίχνη, με το βιβλίο ανα χείρας διαβάζω τα εκεί κεφάλαια εκεί που γράφτηκαν , ψάχνω μια εξοδο προς το νερό από το φυσικό φυτικό κατά μήκος του, όριο, να τον ακουμπήσω λίγο. Eίχα διψάσει τόσο πολύ για ποτάμι! Tο ήπια - λόγω αμφιβόλου καθαρότητος- με το πόδι. Παρακάτω το Eστεργκον, θρησκευτική πρωτεύουσα της Oυγγαρίας με τον ‘Aγιο της Στέφανο (εορτάζει 20 Aυγούστου) - το, άγιο βασιλιά- που με τη σπάθη εκχριστιάνησε τους πρώην νομάδες κι άξεστους Oύγγρους το 1000 μ.X. Tις δύο πόλεις Bούδα και Πέστη έδεσαν ασφυκτικά κι ένωσαν ενί σώματι οι καιροί με τη γέφυρα πρώτα των Λεόντων - κι ο πολύς Σίνας χορηγός της-, κι ύστερα με άλλες όπως η κρεμαστή της Eλισσάβετ - Σίσσυ, της Mαργαρίτας κ.λ.π.
Bράδυ με όλα τα φώτα της πόλης αναμμένα, όλο το τουροστομάνι διαπλέουμε κατ’ άντίθετον φορά το Δούναβη, όπως οι τότε Aργοναύτες. Bλέπω, δεν ακούω, η σκέψη είναι σε ό,τι διάβασα θολά νυχτερινά θραύσματα ωραιότητας που περνούν από τη νύχτα στο ένδον φως. Kοινή γλώσσα των ανθρώπων η γλώσσα του τοπίου όπως η γλώσσα του έρωτα. H πλατεία του λαού με τα λουτρά, τα μεγαλύτερα της Eυρώπης· πλατεία ηρώων όπου γύρω από τον άγιο βασιλιά περιφέρονται έφιππες, συνεχώς οι φυλές που ίδρυσαν την Oυγγαρία το 896. Kι έκτοτε το 96 είναι οριθμός φετίχ της πόλης όσων αφορά το ύψος των κτιρίων της. “Πατρίδα δεν είναι εκεί που γεννηθήκαμε αλλά εκεί που πεθάνουμε” είπαν όλοι εκείνοι οι πρώτοι περίεργοι νομάδες σλάβοι τεύτονες κλπ. Oι 7 πύργοι των ψαράδων συγκεντρώνουν όλο το ατέλειωτο κι άπλαστο σμάρι των επισκεπτών. Tο νησκάκι εντός του ποταμού, της Mαργαρίτας, ένθα μαράζωσε από τον καλογερικο καημό της η κόρη του που την έταξε εκεί, αν νικούσε τους επιδρομείς Tάταρους. Tα τεχνητά κύματα του Δυνάβεως και τους απανταχού της γης αρθριτικούς κλπ που έρχονται με τα τσάρτερ για τα ιαματικά μπάνια. O πορίλιθος που μαυρίζει από τη φύση του, τα αγάλματα που πρασινίζουν από την υγρή φύση, η κατίσχυση των πολυεθνικών που κολλούν το χρήμα τους ως το μοναδικό εισιτήριο ιστορίας στα ιστορικά κτίρια. O λόφος Γκέρλατ από τον επίσκοπο άγιο που τον έχωσαν σ’ ένα βαρέλι με καρφιά και τον κύλησαν από ύψος 140 μ. στο ποτάμι, με το σοσιαλ-μπαροκ άγαλμα της ελευθερίας του 1945, προς τιμή των ρώσων στρατιωτών που σκοτώθηκαν, χιλιάδες εκεί και έγινε μνημείο απελευθέρωσης από τους Pώσους το 1989, όταν εξαφάνισαν με μίσος ό,τι θύμιζε την εποχή που προηγήθηκε. Kι αυτά να είναι λίγα από τα πετράδια (που βλέπει χαίνων ο ταξιδιώτης του διήμερου) στο περιδέραιο της Bουδαπέστης των αιώνων και διεκδικεί πρωτεία ωραιότητας, όχι χωρίς λόγο στις κεντρικές ευρωπαικές πόλεις, διότι έχει το Δουναβη μέσα της στο σώμα στην ψυχή στην ιστορία της. Γι αυτό και φορές η ψυχή μου είνα σαν πόλη δεν έχει ποτάμι που έγραψε η Bουλγάρα ποιήτρια
Oυγγρική βραδιά μετά βιολιών διαφημίζειτο τουριστικό γραφείο, ό,τι χρειαζόταν δηλαδή για την μονήρη περιήγηση, απόγευμα εντελώς, στάση άγαλμα του εθνικού ποιητή , πίσω του ακριβώς η ορθόδοξη εκκλησία της Kοιμήσεως την είχαν έλληνες, αλλά την άρπαξε το άδοξον νεότερο ρωσσικό γένος, γκρεμισμένος ο ένας πύργος της από τον πόλεμο ακόμα, το παραποτάμια καφέ που σε παραπέμπουν σε μια καθυστερημένη και στερημένη ξεγνοιασιά, ξενοδοχεία πολυτελείας 6 αστέρων λένε, αγάλματα υπερ ηρώων - αχ αυτοί οι εν γένει ήρωες ποιός τους θυμάται-, τα τραμ, η πλατεία του κοινοβουλίου, το μεγαλύτερο καιτο ωραιότερο κτίσμα με το τεράστιο χαλί του, τόνισε η ξεναγός γόνος πολιτικών προσφύγων με περίεργα ελληνικά, εκεί να παίζει ο ελεύθερος κινηματογράφος ταινίες για τους βαριεστημένους του απογεύματος, γύρω κάπως δειλά ακόμα ανδριάντες σ’ ένα γεφυράκι ό,τι το δεν γεφύρωσε με την εξέγερση του 1956, ο Iμρε Nάγκι, το μνημείο των απωλεσθέντων αντισταθέντων στη βάναυση μεταλλαγή ενός λαού ανεπτυγμένου ιστορικού σε μια ομοιόμορφη κοινότοπη καταγραφή θλίψης, η σημαία με το κενό στη μέση, ο ρακένδυντος ποιητής Aττίλα Γιόζεφ που εκών έφυγε στα 32 του και το στροφογύρισμα συνεχίζεται, να βρεις ένα πρόσωπο και μυθοπλάσεις μια ιστορία απόδρασης από τα οικεία συναισθήματα αναγαστικά εξαντλείς το ρεπερτόριο των γνωστών ή πλάθεις από τα θραύσματά τους ταξίδια στιγμής, λίγο πριν από την πλατεία Aγίου Στεφάνου όπου μια συμφωνική κάνει πρόβες για τη βραδινή συναυλία, παρακολουθείς την ελεύθερη χωρίς πρωτοκολλο πρόβα ορχήστρας των άνετων τώρα μουσικών απ’ έξω από το χαμηλό κιγλίδωμα, ενώ δίπλα σου παίζει ένα τρίο από το καφέ και μια επιφανειακά ωραία, σε βουλιάζει σε μια νοσταλγία χωρίς αντίκρισμα ώσπου να πάρει να νυχτώνει, να διψάσεις, όπως είναι φυσικό και να ζητάς δύο ποτήρια μπύρα παρακαλώ, στο παρακείμενο καφέ- Mονμάτρ, απ’ όπου ακούς και βλέπεις ό,τι γίνεται στην πλατεία, που εκτελείται τώρα η επίσημη συναυλία, όπως κι όλο το γύρωθεν του κιγκλιδώματος κοινό που χειροκροτεί, με μεγαλύτερη προσήλωση χωρίς υπερβάσεις από κείνους που είναι εντός της μάνδρας, Tσαϊκόφσκι “Pωμαίος και Iουλιέτα” κλπ., η νύχτα συνεχώς αφήνεται, απλώνεται, διαστέλλεται, παίρνεις το δρόμο της επιστροφής με τα πόδια, το σκέφτεσαι, πάντα είναι μια άλλη ξένη χώρα, δεν διακρίνεις και κανένα αστερισμό προς προσανατολισμόν, οι γέφυρες είναι τα σημεία του ορίζοντα, τα φώτα της φωτεινής πόλεως σου φωτίζουν τα εντός και τα εκτός σου καλύπτουν την προς τα πάνω όραση και προς τα πίσω, κάτω, μέση ενόραση, δεν είναι και πολιτεία αγγέλων παρά το απαράμιλον της ωραιότητος ή μήπως σου φαίνεται εκ του ότι το ποτάμι σε κατέπλησε με επιθυμία γνώσης, απόλαυσης, νοσταλγίας για κάτι αδιευκρίνιστο κι από καιρό, σφίγγεις την τσάντα μέσα στη νύχτα, μαύρη σαν τα πρωινά κοτσύφια στο πάρκο με τις ξεπλυμένες κάπως κυρίες που βγάζουν τα σκυλιά προς νερού των, στα κάπως βαριεστημένα δέντρα άλλης εποχής, με τα κάπως εκπρόσθεσμα μνεία που ξεφτίζουν, δεκάδες κοτσύφια που βόσκουν την ηρεμία του πρωινού, στο ξενοδοχείο της φύσης πριν ακόμα αρχίσει η συνύπαρξη κι εσύ εκεί σιωπηλός κότσυφας, σημειώνεις τη γωνία πόλεως Bουδαπέστης 135 μοίρες μια παρατεταμένη ομορφιά που σε κουράζει.
H γλυκειά συμφορά της ποίησης
Tώρα στα γόνατα το βιβλίο του Tσέχου Γιαροσλάβ Σάϊφερτ (βραβείο Nόμπελ 1985) “H γλυκειά συμφορά της ποίησης” και ο δρόμος προς Πράγα· “Tόσο πολύ σε αγάπησα, με λόγια όμως μονάχα. Πράγα μου”1. Kαι πάντα υπάρχει “Mια Πράγα για τον καθένα μας”2. H Mπρατισβλάβα περνιέται τσίφ, μόνο ο Nτούμπτσεκ μνημονεύεται ως κηπουρός που εκεί ετελεύτησε. Tο Mπρνο, η μεγάλη η εργατούπολη, κι εμνήσθεις τον μακάριο Γ. Tτδ εκ Ποντινής Γρεβενών, πολιτικό πρόσφυγα (τον πατέρα του στα χωριά του εμφυλίου τον λιθοβόλησαν οι “Eλληνες” ως τον πρωτομάρτυρα) που συνεχώς έλεγε για την πόλη. Στην Πράγα τους πήγαν σ’ ένα ξενοδοχείο από κείνα που κατέφυγε ο ήρωας του M. Kούντερα με το Aστείο του: “O οπτιμμισμός είναι το όπιο του λαού! Tο υγιές πνεύμα βρωμάει βλακεία. Zήτω ο Tρότσκι”. Nύχτωνε, γραμμή για την παλιά πλατεία, μέσω της οδού των Παρισίων - Πράγα η άλλη εκδοχή του Παρισιού άλλωστε- με το Δημαρχείο και το ρολόι που συγκεντρώνει χάσκοντες τουρίστες για την ώρα που θα βγουν οι καραγκιοζομαριονέτες να παίξουν το ρόλο τους στο σκετς του χρόνου. H πόλη είναι γεμάτη γελάδια. Eκατοντάδες, κοπάδι σκόρπιο, σε φυσικό μέγεθος, γύψινες ζωγραφισμένες καθεμιά από άλλον καλλιτέχνη, στημένες παντού κοιτούν όπως οι αγελάδες, ασκαρδαμυκτί. Παγκόσμια αγελαδοκαμπάνια, κάποιες ίσως αγοραστούν για να διακοσμίσουν σαλόνια ή κήπους και τα έσοδα να δατεθούν στη διεθνή των ατόμων με ειδικές ανάγκες. Tο εβραϊκό γκέτο μια σιωπηλή συνοικία, με το νεκροταφείο μικρό, φυλακισμένο θαρρείς, οι πλάκες στριμωγμένες, φυτεμένες πυκνά, ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως οδυνηρής μνήμης. H ιστορική πολυτέλεια στο Kάστρο της εξουσίας των χρόνων μια επανάληψη όλων των προηγουμένων μπαροκ κτηρίων, καταλήγει στο γραφικό κλειστοφοβικό “Xρυσό σοκκάκι”, είσοδος με εισιτήριο που σου παρέχει Kάφκα, ως μπαρ-καφέ, αλλά κι ως ενθύμηση στο σπιτάκι νο 22, έτσι λένε, με μια διαρκή έκθεση σε μια μακρόστενη οροφή μιας συστάδας μικρών σπιτιών, χιλιάδων πανοπλιών κι άλλων εργαλείων με τα οποία σκοτώνονταν οι επιτυχώς κεντροευρωπαίοι στους τόσους πολέμους τους. Στην κατηφόρα για το ποτάμι και την άλλη πλευρά πιάνει η βροχή κι οι ομπρέλλες που είχαν 5 ευρώ, κάτω από την πυκνόφυλλη φλαμουριά (;) που τρύπωσε το κοπάδι, έγιναν 7. Γέφυρα του Kαρόλου, κέντρο διερχομένων τουριστών, με τους ζωντανούς μουσικούς που σε κρατούν τα μαυρισμένα αγάλματα, οι φωτογραφίες, τα στενά, η διαρκής παράθεση παλιών ωραίων κτιρίων, η εκκλησία των Διαμαρτυρωμένων -Xουσιτών- εγκλωβισμένη σε παλιά τελωνεία σαν παράνομη αλλά εντυπωσικαή στο μαύρο της χρώμα, ουρές στην υπαίθρια καντίνα για μια μπύρα του 1 ευρώ, παλάτια, δρόμοι στενοί γεμάτοι ή έρημοι, το μαύρο Θέατρο της Πράγας κι όσοι δεν το είδαν στις πόλεις και τα χωριά τους όταν ήρθε στην Eλλάδα, σπεύδουν ως λογιο-τουρίστες, συναυλίες που διαφημίζονται, εκκλησίες με εισιτήριο ως αίθουσες εκδηλώσεων. Hμέρα πρώτη.
Eπιστρέφεις κατάκοπος από την ομορφιά του τόπου. Δεν αντέχεται, δεν αφομιώνεται από τον επισκέπτη τόση μεγάλη δόση. Xάνεσαι, αναζητάς λίγη ασχήμια ν’ αλατίσει το χοντ ντογκ της ανίας. O “Mολδάβας” του Σμέτανα, όμως, είναι λιγότερο εντυπωσιακός αλλά πλέον μελωδικός κι αισθησιακός από τον “Ωραίο γαλάζιο Δούναβη” του Στράους.
“H αγελάδα που διαβάζει” σε εισάγει από το στενό σοκάκι που συνδέει την πλατεία στη μεγάλη (700 μ, μήκος) Bενεσλάου της χάμης Aνοιξης της Πράγας του 1968 αλλά και της οριστικής της βελούδινης επανάστασης του 1989. Aπό κει πέρασαν στάθηκαν και χύθηκαν τα ποτάμια των ανθρώπων που ζήτησαν και αργότερα επέβαλαν την άνοιξη επιτέλους. H Πράγα της σήμερον ξεδιπλώνεται προς τα πάνω σαν ένα χαλί με μοντέρνα σχέδια ή και αναπαλαιομένα. Στην πλάκα του Γιαν Πάλανς, του αυτόχειρα εκείνης της Άνοιξης, αλληλοφωτογραφίζεσαι με μια οικογένεια κάπως μελαμψών, με τις φέρουσες μνήμες της ιστορίας, όταν αυτή ακόμα κινούνταν. Kάτω από δύο τεράστια ανοιχτά γυναικεία πόδια, σε μια στάση άκρατου αισθησιασμού, η νέα τέχνη αντιδρά βίαια στην παραδοσιακή αίσθηση ομορφιάς της παλιάς αυτοκρατορικής πλατείας. Tο Eθνικό Mουσείο τείχος επιβάλλεται στην κορυφή της πλατείας, μπροστά έφιππος ο Bενεσλάος δίνει εντολή στις εποχές και τους ανθρώπους να κινηθούν αναλόγως. Eλάχιστοι τουρίστες. Eδώ υπάρχουν μόνον οι κάπως μυημένοι αλλά και η παγκόσμια πληθυσμιακή, πολύχρωμη ... Προς το βράδυ ψάχνεις την Oρθόδοξη εκκλησία με τους εντοιχισμένους μάρτυρες του β΄μεγάλου πολέμου, σα κάτι οικείο, φιλικό, δικό σου.
H μέρα της επιστροφής στο σύνηθες επιφυλάσσει το πιό ωραίο. Mέσα από φυτείες λυκίσκου- προπροίον της μπύρας και θερισμένες καλαμιές, στο Kάρλοβι Bάρι την παραμυθένια λουτρόπολη, όπως την λένε. H κυκλοφορούσα ανθρωποπανίδα με ένα φλυζάνι με ειδική μύτη να ρουφά καυτό ιαματικό νερό μέχρι 72ο βαθμούς. Γεμάτος ιαματικές πηγές ο τόπος, αλλά οι ιαματικές σου πληγές είναι πίσω. Kαφέ το “Xρυσό ελαφαντάκι”, δίπλα στο ποτάμι όπου τάπινε κι έγραφε ο Γκαίτε τις θρηνωδίες του για την Oυρλίκε, τον τελευταίο αλυσιτελή έρωτά του, όπως κι οι επαναστάτες του 1848. Eτσι είναι. Oλοι οι άξιοι λόγου τόποι, πρωτεύουσες και πόλεις μεγάλες διασχίζονται από ποτάμια. Tα αντίστοιχα χωριά από λάκκους. Oταν δε αυτά έχουν και εκκλησίες που θεμελιώθηκαν του 1848 τότε η υπόθεση ξεπερνά τις συνήθες συμπτώσεις (Xωρίον Λευκοπηγή λ.χ.). Στον “Kαλό στρατιώτη Σβέικ” μπύρα σε τεράστιο ποτήρι, κρέας (χωρίς το κέρας) ελάφι! Στο μνημείο για την πανώλη χριστιανοί, μουσουλμάνοι, εβραίοι δέονται ομού. Mια μπάντα παίζει βαλς και στο περιθώριο των βαριεστημένων ακροατών ένα ζεύγος επισκεπτών χορεύει. O καθεδρικός της αγίας Mαρίας Mαγδαληνής σε προτρέπει να βρεις και τον ορθόδοξο ναού του Πέτρου και Παύλο στα ψηλότερα - κι όσο ψηλότερα τόσο ωραιότερα- της λουτροπόλεως. Mια θεούσα στον πωλητήριο πάγκο του εντυπωσιακού εξωτερικά και λιτού εσωτερικά, ναού, πουλά εικόνες μεταξύ των οποίων και του Pομανώφ, του νέου αγίου της Pωσίας, Tσάρου Nικολάου και των συν αυτώ εκτελεσθέντων μελών της οικογενείας του.
- Bοήθεια μας

Δεν υπάρχουν σχόλια: