Βαρβάρας
της αγίας και τότε, προστάτριας Λιγνιτωρύχων (Πτολεμαϊδας δηλαδή). Πρωί της βρέθηκα
να περιφέρομαι στο μεγάλο συνεργείο του μεγαλύτερου Ορυχείου. Ενας χωριανός το
καθάριζε με σκούπα. Μόλις με είδε κρύφτηκε. Στο χωριό διέδιδε ότι ήταν
εργοδηγός στη ΛΙΠΤΟΛ
και φοβήθηκε μη πω την αλήθεια του. Σε ένα τραπέζι μερικά
κεριά. Κανείς εκεί. Ακούω κάποιον να μου λέει! – Αναψε τα κεριά και τις λαμπάδες.
Δεν είχα και τι να κάνω, το έκανα. Με νόμισε βοηθό στους παπάδες. Σε λίγο να ο
Μητροπολίτης με 4-5 ιερείς σηκώνοντας με τα ράσα κουρνιαχτό. Αρχισαν να
μαζεύονται κι οι λιγνιτωρύχοι, μηχανικοί, υπομηχανικοί, εργοδηγοί, εργάτες και παλιάργατοι. Ο δεσπότης πριν αρχίσει να λέει τη
δοξολογία του με περίλαβε.
- Από που είσαι; Από κει.
- Δεν ντρέπεσαι κοτζάμ παλικάρι παράτησες τα χωράφια, τα γίδια, τα γελάδια,
τους μπαξέδες, τον καθαρό αέρα κι ήρθες να δουλέψεις στα κάρβουνα. Σ’ αυτόν τον
εφιάλτη. Φύγε από μπροστά μου.
Εκαμα παράπερα. Τα΄χασα. Ηθελα να πω αλλά τι να του πω; Οι μηχανικοί και
οι υπομηχανικοί που μας παρακολουθούσαν έσκασαν
στα γέλια.
- Καλά σε κάνει, μου είπαν, αλλά και μη
τον ακούς είναι σαλός (κατά Χριστόν;)
Ηταν κι η Βαρβάρα που την έχουμε αγία
σπίτι. Κάθε φορά αρτοκλασία. Είχα κάνει μια βαριά εγχείριση ανήμερά της στη Σαλονίκη ύστερα από ατύχημα
στο εργοστάσιο. Βλέπω τη γυναίκα μου να διαβάζει αυτή την ιστορία «Οι σαρδέλες
της οδού Μοργκεντάου» από ένα βιβλίο* και συγκινιέται...
*
«Ηδονο(α)βλε ψίες»,
διηγήματα εκδ. Γαβριηλίδης
-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου