Ενας νομικός επιφανής δηλ. δικηγόρος, από χ ρόνια εν
αποστρατεία κι υπερορία εκ της πόλεως, ντιλετάντης κι αισθητιστής, ο Γεώργιος
Μάλαμας ανεχώρησε από τον κόσμο των ζώντων. Υπήρξε στο νομικό βίο του ξεχωριστή
προσωπικότητα καθώς τον διέκρινε μία σχεδόν αριστοκρατική διάθεση περί των
επαγγελματικών με μια στάση και συμπεριφορά δικηγορική υψηλόφρονα, θα
έλεγα.
Είμαι από την κερδισμένη γενιά των νομικών της Κοζάνης, όσο κι αν το νομικόν
μου είναι, ήταν σε χαμηλές πτήσεις, η οποία γνώρισε ίσως τη σημαντικότερη
φουρνιά των δικηγόρων του Δ.Σ. Κοζάνης. Την εποχή δηλ. που πρόεδρος αυτού ήταν
ο Κ. Αμοιρίδης και τον σύλλογο αποτελούσαν άνθρωποι που ερχόταν μέχρι κι από τα
αμέσως μεταπολεμικά χρόνια. Πρόσωπα υψηλής νομικής στάθμης, πνευματικής
κατάρτισης, συναδελφικής αλληλεγγύης κι αξιοπρέπειας στην άσκηση του
δικηγορικού τ ρόπου. Θυμάμαι, ασκούμενος δικηγόρος τότε στον αείμνηστο Μερκούρη
Κυρατσού, φεύγοντας για στρατιώτης, την
προτεραία να μου διαβάζει του Ρένου Αποστολίδη τον «Λοχία Αλλαγής». Ο αύξων
αριθμός μου στην δικηγορική κατάταξη ήταν 76 και σήμερα οι εγγεγραμμένοι στο
Σύλλογο Κοζάνης ίσως ξεπερνούν τους 400. Το αναφέρω προς απόδειξιν της
παλαιότητος άρα και της γνώσης μου.
Ο Γ. Μάλαμας υπήρξε και μια
προσωπικότητα με ευρύτερες ανησυχίες στους τομείς της τέχνης και των γραμμάτων
(θέατρο, ζωγραφική , μουσική, λογοτεχνία).
Σε μια κοινή κάθοδο των δικηγόρων στην
Αθήνα ως δικαστικών αντιπροσώπων σε κάποιες εκλογές –αυτά τα
ταξίδια με λεωφορείο θύμιζαν μαθητική εκδρομή, τόσο κ έφι
κι ανεμελιά επικρατούσε-, καταλύσαμε σε κεντρικό ξενοδοχείο του Πειραιά.
Είμασταν εν συνάξει στη ρεσεψιόν ή στο μπαρ κι ο Γ. Μ. αγόρευε χαρακτηριστικά
κι εγκαυστικά για την τότε πολιτική κατάσταση. Δικηγορικόν μειράκιον τον
παρακολουθούσα με ευήκοον ους. Σε μια αποστροφή του –γλαφυρότατος αφηγητής και
γνώστης της δικανικής αλλά και λόγιας γλώσσας- ανέφερε ένα στίχο του Ντίνου
Χριστιανόπουλου. Δεν τον θυμόταν ίσως καλά και τον διόρθωσα ή τον συμπλήρωσα
κάπως. Αιφνιδιάστηκε ευχάριστα. – Ποιός είναι αυτός, ε σύ,
δηλ. εγώ κ.λπ. Εκτοτε αναπτύχθηκε μεταξύ μας μια ζεστή σχέση πνευματική, μακριά
από κ άθε νομικό, παγερό κι αποπνευματοποιημένο λόγο
και αιτία. Μιλάγαμε κυρίως για πρόσωπα και πράγματα του λογοτεχνικού κόσμου.
Απεχθανόταν κάθε τι το ολοκληρωτικόν, το μίζερον, το χοντροκομμένο στην πράξη
και το λόγο. Σε μια δίκη, θυμάμαι, ξεκίνησε
να εξετάσει ένα μάρτυρα κι αυτός άρχισε την απάντησή του με μια λέξη του τ ρέχοντος τότε, πολιτικού συρμού (αργότερα έγινε μαζί με
άλλες παρόμοιες του κομματικού διασυρμού). Τον σταμάτησε αμέσως: «κ. Πρόεδρε
δεν συνεχίζω, κατάλαβα ήδη την αντικειμενικότητα του μάρτυρα!». Μου χάρισε μερικούς τόμους δεμένους με τεύχη του
μνημειώδους πνευματικού περιοδικού ΕΠΟΧΕΣ (‘Αγγελος Τερζάκης διευθυντής και Γ.
Σεφέρης, Κ.Θ. Δημαράς, Γ. Θεοτοκάς, Κ. Σκαλιόρας κ.α. σύμβουλοι), όταν κάποτε αναφερθήκαμε σ’
αυτές. ‘Αλλους δύο τόμους του αυτού
περιοδικού «άρπαξα» μαζί με τον αλήστου
μνήμης Χρήστο Μπέσσα (μια παρέα ήταν όλοι αυτοί οι οποίοι το 1975 σύστησαν το
λιγόχρονο, πλην ξεχωριστό σύλλογο, «Φίλοι της Τέχνης») από το συμβολαιογραφείο
του Αντωνίου Πήττα. Ο Χρ. τον απασχολούσε υπογράφων συμβόλαιο κι εγώ, αν και
συμπαραστάτης δικηγόρος του, υπεξαιρούσα τους κονιορτοβριθείς τόμους των ΕΠΟΧΩΝ
που υπήρχαν σχολάζοντες στην νομική του βιβλιοθήκη.
Αυτές τις ΕΠΟΧΕΣ του Γ. Μάλαμα
ξεφυλλίζω τώρα στη μνήμη του, μνήμη αγαθή και μέσα από αυτές τις εποχές που
πέρασαν, τους ανθρώπους που έφυγαν, τα χρόνια που άφησαν πίσω μας ίχνη, ανθρώπων κυρίως, βαθιά ή
επιφανείας, αλλά ίχνη όμως, όπως άφησε κι ο μόλις εκλιπών συμπολίτης μας στον
κόσμο των νόμων, της τέχνης, της ζωής Γιώργος Μάλαμας.
ΥΓ.
1 Κανείς αναφερόμενος παραπάνω στο κείμενο πλην του Ντίνου Χριστιανόπουλου καθώς έντυπα
και σύλλογοι, δεν υπάρχει εν ζωή ή λειτουργία. «Ολα τα πήρε το καλοκαίρι...»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου