Εάν
ποτέ έπαιρνε υπόσταση το προπολεμικόν σχέδιον επέκτασης της Σιδηροδρομικής
γραμμής -άρχιζε από Θεσσαλονίκη διχαζόταν στο Αμύνταιον προς Φλώρινα και
κατέληγε στην Κοζάνη- προς
Στην πόλη μας δεν έχουμε ποτάμι για
να μας διασχίζει πολλαπλώς και να συμβαίνουμε ως όντα στις όχθες του, και στις γέφυρές
του, κι έτσι ζηλεύουμε την πόλη αυτή άχρι φθόνου υγιεινού, αρκούμενοι στις
διαπιστώσεις της Βουλγάρας ποιήτριας την οποία καταλαβαίνουμε που τόσο μας
νοιώθει. «Ε ίναι
η καρδιά μου λυπημένη σαν πόλη που δεν έχει ποτάμι...»)
Μας μένουν οι φίλοι της πόλης αυτής
(πτερόεντα δώρα ή φευγαλέες διακοσμήσεις) με
την όποια σ χέση κι επαφή μας, οι οποίοι μας χώνουν
στην αύρα τους δια του εντύπου λόγου,
και της ασύρματης επικοινωνίας. Γλυκιές εκκρεμότητες αιωρούμενες ή διαλυόμενες
στις ομίχλες του ποταμού, δίπλα ή κι ενώπιον του ωραίου ποιητού «Κλαύδιου
Μαρκίνα», δηλ. Γ. Αργυρόπουλου που συμπαθώ, ας πούμε.
Περαστικ ός κάπου κάπου ή επισκέπτης
της μιας βραδιάς εξωραϊζω ίσως τα συνηθισμένα καθημερινά τοπία της πόλεως με
μια διάθεση που εξηγείται μ’ αυτό που συμβαίνει στις φευγαλέες ή περαστικές
αγάπες.
Πιό συγκεκριμένα κι ενδεικτικά σκύβω
στου ποιητού Ηλία Κεφάλα (το σπίτι του στο Μέλιγο, λίγα χιλιόμετρα από την
πρωτεύουσα, είναι ένα μουσείο βιβλιοευταξίας), την ανθρώπινη ουσία, τη
δοκιμιακή και πεζογραφική του ακεραιότητα, ο οποίος με το τελευταίο βιβλίο του
για την πόλη του «Τρίκαλα 1951-1969...» εκδ. Γαβριηλίδη, μας καταγοήτευσε. Ενα
βιβλίο που πα
ρόμοιό του όλοι θέλουμε
να γ
ράψουμε και το οποίο μας βάζει ενώπιον των χαμένων
καταστάσεων νοσταλγίας, ευκρινώς και επίμονα. Αναφέρομαι δε και στους ποιη τές
που τον ακολουθούν ή τον συνοδεύουν της πόλης του (τακτικά δημοσιεύουν και στη
δική μας Παρέμβαση) Γεωργία Κολοβελώνη,
Αλέξα Παρασκευή) αλλά και τους λίγους αναγνώστες του περιοδικού που μοιράζονται
μ’ εμάς το ακριβό, γλυκό μας φαρμάκι και τους
νοιώθουμε μέλη της ευρείας μας οικογένειας.
Ο Ηλς Κφλς οργώνει και στα δικά μας
άλλοτε χρόνια κι αγαπημένα χώματα, για τα οποία θέλουμε να κάνουμε κι
εμείς την όμοια σύνοψη-σύναξη, αλλά μονίμως
αναβάλλουμε. Ας είναι όμως κι έτσι! Μέσα από το βιβλίο αυτό πονά κι η
μνήμη μας, περνά κι η δική μας ψυχή κι αυτό είναι η αξία του και το κέρδος μας. Ετσι είναι άλλωστε η
λογοτεχνία, φορές λυτρώνει, άλλες πληγώνει ή και σ’ αναγκάζει, με αδημονία, για
μια αγαπητική συνύπαρξη με τον άλλο και τους άλλους, να επιβιβάζεσαι σε λεωφορεία της τεθλασμένης οδικής γραμμής
Κοζάνη, Γρεβενά (στάση στο γρεβενιώτικο παζάρι της Παρασκευής δίπλα από τον ρέοντα
ημιπαγωμένο Γρεβεν ίτη κι έναν
τροχονόμο που έδιδε μαθήματα θεατρικής
απαγγελίας με το μονόπρακτο «Η διασταύρωση», και τον Αντώνιο Γρεβενών των
Δυτικομακεδονικών χρονικών και περιχώρων ), Καλαμπάκα, Τρίκαλα, να ‘ρθεις και
να μετάσχεις στη λογοτεχνική, φιλολογική ακολουθία των φίλων που λαμβάνει χώρα σ’ ένα χώρο τόσον
ωραίο όπως είναι το βιβλιοπωλείο ΚΗΡΗΘΡΕΣ του αγαπητού κ. Κοτρώνη, αγρυπνία
μυσταγωγική και δέηση υπέρ του φίλου Αντώνη Κάλφα και του «Εκ πείρας έρωτός»
του, βιβλίον λίαν καλόν κι ωφέλιμον ψυχικώς...
- Μα που λοιπόν φωλιάζει τόση αγάπη; (211ον
ενάριθμον Α.Κ.)
Εκεί κι ε δώ
κι αλλού...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου