χειρ Κ. Ντιός |
«Ήμην πτωχόν βοσκόπουλον εις τα όρη
Δεκαοχτώ ετών και δεν ήξευρα ακόμα άλφα κ.λπ.»
*
Ήμουν μέτριος μαθητής από εκείνο το Πλατανοχώρι (με τον ευρωστότερο πλάτανο των Βαλκανίων στο κέντρο του, δίπλα σε λάκκο γεμάτο νερό, ο οποίος το διέσχιζε όπως οι ποταμοί τις μεγάλες πρωτεύουσες της Ευρώπης)· υιός βιομηχανικού εργάτη στου Μποδοσάκη τα Λιγνιτωρυχεία Πτολεμαΐδος πριν τα ρουφήξει (ευεργετικά) η κραταιά ΔΕΗ. Εκείνο τον καιρό του 196...μαθήτευα
μεταξύ τρίτης και τετάρτης του εξαταξίου Γυμνασίου του εντελώς, μα εντελώς Αρρένων, της πόλεως. Παιδιόθεν έπασχα από ωτίτιδες. Τον καιρό της εμφανίσεώς των ο πατέρας τύλιγε σε χωνί ένα φύλλο του «Ελληνικού Βορρά» που είχε συνήθως τη συνέχεια του «Τσακιτζή», ενός εκ των Βασιλέων των Ορέων, την οποία διάβαζαν στο καφενείο με άφατον ηδονή κι ενδιαφέρον, φωναχτά όπως οι προ του Αμβροσίου Μεδιολάνων και του ιερού Αυγουστίνου αναγνώστες βιβλίων, εις επήκοον όλων των θαμώνων, οι οποίοι με ευλάβεια παρακολουθούσαν, και τη μυτερή άκρη έχωνε εντός του πονεμένου ωταρίου. Την ανοιχτή του άκρη άναβε κι ο καπνός εισερχόμενος μ’ ανακούφιζε ορισμένως από το ώτιον άλγος.Ηταν ένα γιατροσόφι του από το διπλανό χωριό προσφύγων, γερο-Γεωργιάδη, συνήθως δραγάτη στ’ αμπέλια, ο οποίος ήταν σε παρέα με τον γείτονα Τσιώμο, αποτελούσαν δε τόσο κολλητό και οινοφλεγές ντουέτο που οι παίδες εκείνου του καιρού τους τραγουδούσαν στην ποντιακήν: «Ναθαναήλ και Φίλιππος, Θωμάς και Γεωργιάδης /στο Λάκκο τους ευρήκανε έναν πρωίν Τετράδης...». Οτι και διότι φορές ξημερώνονταν πηγαινοφέρνοντας ο ένας τον άλλον στο χωριό του, καθώς τίγκα στο οινόπνευμα λίγα αντιλαμβάνονταν περί του παραλόγου πηγαινέλα του ενός στον άλλο και τ’ ανάπαλιν και τ’ απρόοπτα πάντα καιροφυλακτούσαν.
Κάπνιζα δηλονότι απ’ τ’ αφτιά κι αυτό μ’ έκανε να μην καπνίσω από το στόμα δια βίου πλέον. Τα άλγη της ψυχής ελάφρυνα έκτοτε όχι δια των «σιγάρων» αλλά με άλλα ηδύποτα κι ηδύπονα καταπλάσματα ήγουν διαβάσματα εξωσχολικά μικρός, εξωεπαγγελματικά μεγάλος.
- Τι κατάλαβα;.
Σε μια τέτοια αφτοκρίση, δημοτικόπαις, οδηγήθην απ’ τ’ αφτί για τ’ αφτί στο ΙΚΑ της πόλεως προς εξέταση και θεραπεία. Μετά από κείνες τις οδυνηρές σκάλες και τους «παθιασμένους» διαδρόμους του ιδρύματος προς αναψυχή, με αφήκε και χάθηκα σε μια βιτρίνα βιβλιοπωλείου έναντι του Καθεδρικού του αγίου Νικολάου. Μαγεμένος κοιτούσα μια γλυκιά γενιοφόρα φυσιογνωμία στο εξώφυλλο του βιβλίου «Παιδικά διηγήματα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, εκδ. Άγκυρα ή μήπως Πεχλιβανίδη; Η πωλήτρια και δασκάλα ταυτοχρόνως, μας τράβηξε μέσα κι έπεισε (αυτό έλειπε να μην) τον πατέρα να μου πάρει το βιβλίο, αφού με αυτό κι όσα άλλα θ’ ακολουθούσαν (ήταν βεβαία περί αυτού), «ο γιός σου θα γίνει μεγάλος άνθρωπος» του είπε. Πείστηκε, κι εγώ μεγάλωσα έτσι κι αλλιώς και μάλιστα πολύ.
Τώρα;
«Και τι δεν θα ‘δινα να μου ‘ρχόταν στη μνήμη
κείνος ο χωματόδρομος με τις ξερολιθιές...»(1)
καθώς από εκείνη την αρχαία μέρα μου διάβηκαν όλοι οι πόνοι (παιδικοί φυσικά) αφού εμβήκα εις την αρπαχθείσα φελούκαν της «Νοσταλγού», οιονεί Μαθιός άνηβος κι άτολμος, με το όνειρο στο κύμα και σ’ αυτήν μέσα, το Λαλιώ εννοώ φυσικά (το κάθε Λαλιώ μη γελιόμαστε), πεταχτό, νεανικό, θηλυκό ύπανδρον μάλιστα, το οποίον «ήρχισε μετά τρυφεράς μεσοφωνίας, μετά ψιθύρου παθητικού τόνου να υποτερετίζει».
«Πότε θα κάνουμε πανιά, να κάτσω στο τιμόνι
να ιδώ τα πέρα τα βουνά να μου διαβούν οι πόνοι».
Πότε άραγε;
Έκτοτε δεν ξανάπιασα ποτέ στεριά περιπλέοντας σε πάσα στάση του βίου τα αρχιπέλαγα της νοσταλγίας Του και μου.
Χύθηκα, χώθηκα, χάθηκα (και χάνομαι ακόμα εντός Του).
Τρία ρήματα παρήχηση του «χ» να παρηχούν τον εν αναγνώσει βίο, εν επιγνώσει αλύτρωτον και τελικά εν απογνώσει διαπιστωμένα ακατόρθωτον, δια το απέραντόν του αφ’ ενός και του εντελώς πεπερασμένου μας αφ’ ετέρου.
Πέρασαν χρόνια πολλά και χιόνια ακόμα πιο πολλά επέσαν, έλιωσαν, γίνανε νερό, ατμίστηκαν κι έγιναν βροχή, πέσαν απάνω μας όχι μόνον στάγδην αλλά και σε μπόρες –ευτυχώς όχι σαρωτικές καταιγίδες- και δόξα να ‘χει ο Θέος.
Ησχολούμην με την καλλιέργεια των βιβλίων και των γραμμάτων θεσμικά σε πόλη και πολιτεία επί μισθώ, παρακαλώ - ό,τι ωραιότερο θα μπορούσε να τύχει σε άνθρωπο, να κάνει δηλαδή αυτό που αγαπά μέχρι τρέλας, μεθ’ αμοιβής... Στην οκταετή μου θητεία και μαθητεία στην υπηρεσία των βιβλίων μεταξύ άλλων διοργάνωνα εκδηλώσεις περί δια γραμμάτων. Εκατοντάδες. Γιατί όχι μια χιλιάδα; Το ισχυρίζομαι με κάποια θρασύτητα αυτό, αφού ο άλλος, ο οιοσδήποτε, δεν έχει καμιά διάθεση να αμφισβητήσει αυτόν τον αριθμό, μιαν και τον απασχολούν πολύ σοβαρότερα προβλήματα, γενικώς. Προλόγιζα σε κάθε εκδήλωση μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο (πάντα γραπτά), τον οποίο ο αξιότιμος καθηγητής Λογοτεχνίας (και ποιητής) καθήμενος στο Φλωρίνησι Πανεπιστήμιο Δ. Μακεδονίας και ιπτάμενος δε έως και της Λευκωσίας, Μίμης Σουλιώτης, θεώρησε τους προλόγους εκείνους, άξιου λόγου λογοτεχνήματα και ...προλόγισε (ας το πούμε έτσι) περίπου σε μια εκατοντάδα απ’ αυτούς, οι οποίοι εκδόθηκαν με τον τίτλο «Προλογύδρια παντός καιρού».
(Τώρα καθώς είμαι οριστικά έξω απ’ αυτόν τον κόσμο της διαρκούς μέθης εκ των βιβλιοδράσεων κι αποδράσεων, σκέφτομαι πως ξεκόλλησα βίαια από ένα βιότοπο στον οποίο ζούσα σε μια διεγερτική μακαριότητα. Η νοσταλγία εκείνου του τρόπου μου φορές με κάνει να νιώθω πως «διασχίζω το πένθος μου» (2) εκ της απολεσθείσης νεότητας κι ωραιότητας των βιβλίων).
Τω καιρώ εκείνω, λοιπόν, βασάνισα κόσμον και κοσμάκη με τις προλογοαδολεσχίες μου, αλλά όλοι τις άκουγαν ευχάριστα και πρωτίστως καθιστοί. Ελάχιστες φορές ιστάμενοι όπως οι εισαγγελείς εν αγορεύσει.
Πως άραγε προέκυψε αυτή μου η έφεση για εκδηλώσεις και λογύδρια η οποία για δύο τετραετίες με συνείχε μέχρι αλλοφροσύνης (υγιεινής).
- Μα από τα παιδικά τραύματα, ίσως και τα λανθάνοντα θραύσματα έπαρσης και ματαιοδοξίας, θα ισχυριστούν οι διερμηνευτές ψυχών και λοιπών άυλων μερών του ανθρωπίνου όντος.
Ας γίνω ελαφρώς πιο σαφής.
Στην έναρξη της δικτατορίας (στην κυριολεξία εκείνη την Παρασκευή, 21 Απριλίου 1967, ήμουν χωμένος, αφού γύρισα πεζός από την πόλη στο χωριό -είχαν κοπεί οι συγκοινωνίες- κάτω από τις κουβέρτες και διάβαζα τα «Πασχαλινά διηγήματά» Του, εκδ. Μαρή-) σαν ξερική σπορά κρομμύων μεταφυτεύτηκε στην ύπαιθρο χώρα από τις πόλεις ο αγροτοπροσκοπισμός. Μ’ άρεσε αυτός ο τρόπος κι εκείνα μου τα λίγα χρόνια κι έκανα φιλίες και σχέσεις που μένουν ακόμα, κυρίως με τους απλούς και περίπου συνομηλίκους μου. Τον καιρό της βιβλιομεγαλοσύνης, αργοτέρα δηλαδή, επιμελήθηκα δύο πολυσέλιδους τόμους με την Ιστορία του επιχώριου προσκοπισμού, ενός παθιασμένου πολίτη στον κόσμο των προσκόπων, ο οποίος στο τέλος μου άφησε όλο το πολύτιμο αρχείο της υπόθεσης -τι να το κάνω κι αυτό με τα τόσα άλλα;
«Καρδία του χειμώνος. Χριστούγεννα, Αις- Βασίλης. Φώτα...»
Ετοίμασα μια εκδήλωση κοπής πίτας της ομάδος μας, και κάτι σαν ένα δημόσιο αφιέρωμα στον άγνωστο άγιό μου. Ήμην παιδάριο, ουδέ είχα μεσιάσει το Γυμνάσιο κι όλο έξω από το τερέν της εγκύκλιας γνώσης έστελνα τη μπάλα της μάθησης· στα αναγνώσματα φυγής διαρκώς δραπέτευα.
Όπως τότε, ώρα μαθήματος, απολησμονημένος απ’ ό,τι γινόταν στην τάξη, σκυμμένος στα γόνατά μου και χαμένος στις σελίδες της «Φόνισσας» (εκδ. Μαρή πάντα, ας είναι ευλογημένες) με τσάκωσε ο καθηγητής όστις αντιλήφθηκε την απουσία μου από τον κόσμο του κι ενόμισε πως με άλλα, εντελώς προσωπικά καθήκοντα, ασχολιόμουν στο θρανίο κρύφα. Δε θυμάμαι αν με τιμώρησε ή απλώς με κοίταξε με περιφρόνηση ή απορία.
Άλλοτε πάλι στους χρόνους μας, ένα παρόμοιο «τσάκωμα» έλαβα από την Ελληνική Αστυνομία πόλεων και γύρω λόφων, απόγευμα μιας Κυριακής των Βαΐων περιμένοντας τον Νυμφίο που ερχόταν, και σε λοφίδιον έξω της πόλεως. Στο αυτοκίνητο ακούγοντας τα μελαγχολικά του Τρίτου, διάβαζα τον «Βίο του Ιησού» του Φ. Φαράρ σε μετάφραση Αλεξ. Ππδ. (εκδ. Δόμος φροντίδι Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου). Ανέβηκαν το λόφο δύο της διώξεως νομίζοντες προφανώς πως ο εν λόγω εγώ, κάτι αμαρτωλό θα διέπραττα όπως λ.χ. να καπνίζω παράνομα χασισοσιγαρέτα ή άλλως πως να φτιαχνόμουν. Ιδόντες το βιβλίο κι ελαφρώς ζεματισμένοι «ε, όχι ρε π...η» θα είπαν μέσα τους, ή θα αναρωτιούνταν για τα ψώνια που κυκλοφορούν στους λόφους κι εγώ να σκεφτόμου, υπομειδιών, για των «Μεγαλείων τα οψώνια» που υφίστανται παρόμοια γελοία καψόνια.
Στο παλιό Δημοτικό σχολείο των πατέρων, το νέο γεννήθηκε ένα χρόνο πριν τη δική μου γέννηση, απέναντι από το ναό του Τιμίου Προδρόμου -και να θυμίζει ο χώρος Καθολικόν αγιορείτικης μονής με την έναντί του Τράπεζα- μια Κυριακή πριν τα Φώτα, «Καρδία χειμώνος...», στο ημιυπόγειό του -γεμάτοι οι τοίχοι με χάρτινες κορδέλες «Ζήτω η Επανάσταση της 21ης Απριλίου», «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών»- μαζεύτηκαν οι ενωμοτίες εν στολή μαζί με τις αρχές της Κοινότητας ακριβώς μετά την απόλυση της εκκλησίας με το αντίδωρο ακόμα στο χέρι. Πρόεδρος, κοινοτικοί σύμβουλοι, γραμματέας, κλητήρ, ο ιερέας μόλις τέλειωσε την κατάλυση, γονείς κ.α. Όρθιοι όλοι με το υγρό κρύο καθισμένο σε όλα τα σώματα αλλά όχι και στις νεανικές μας ψυχές.
Κοιτώ τις παραμορφωμένες φυσιογνωμίες στη φωτογραφία τραβηγμένες με μια μηχανή ευτελούς αξίας. Τα μάτια της ψυχής μου κάπως κάνουν. Πρόσωπα περασμένα που έφυγαν προς το άδηλο, αόρατο κι αχόρταγο επέκεινα. Ο Γ. Κουτρώτσιος, λαϊκός ποιητής αριστερός ψάλτης, ο οποίος στις Παρακλήσεις του Αυγούστου αντί για το «Άλαλα τα χείλη των ασεβών των μη προσκυνούντων κ.λπ», διάβαζε, μάλλον έψελνε: «Εύλαλα τα χείλη των ευσεβών των προσκυνούντων την εικόνα Σου την σεπτή» κι ουδείς τον επιτίμησε ποτέ γι’ αυτή την αλλοίωση του ψαλτικού κανόνα· ο πολυχρόνιος κοινοτικός Γραμματέας Ζήσης Δουγαλής και οι λοιποί συχωριανοί ευτυχώς ακόμα παρόντες επί κι όχι υπό, γης· κι ο Πατέρας εννοείται αντιπρόεδρος διορισμένος μεν αλλά εκ των εκλεγμένων της δημοτικής εκλογής του 1964.
Είχα την ιδέα, ο επηρμένος, ως επιμελητής του πράγματος συν τοις άλλοις, να διαβάσω στο ενήλικο ακροατήριο, τους ομήλικους και τους γύρωθεν της ηλικίας μου παίδας, ένα διήγημα από τη συλλογή του Αλεξ. Ππδ «Πρωτοχρονιάτικα διηγήματα» (εκδ. Μαρή) : «Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη». Οι μεγάλοι όρθιοι, κρυωμένοι κι ενοχλημένοι μιαν κι ο καθείς μάλλον ήταν στον κόσμο του (κι εγώ στο δικό μου) αφού μετά την «υποχρεωτική» εκκλησία ακολουθούσε το προσφιλές τους καφενείο το οποίο ήδη στερούνταν. Θα αναρωτιόνταν: πού βρέθηκε αυτή η μαγάρα και τους εγκλώβισε τοιουτοτρόπως; Αλλά εγώ υπό προώρου οίστρου δημοσιότητας διακατεχόμενος -αργότερα μου έγινε μέθη- που να σταματήσω στην ματαιοσπουδαρχία μου;
Διάβαζα συνεχώς με τον από τότε γνωστό κακό τρόπο μου, την γλυκιά εκείνη γλώσσα, την κανονική Του πια, κι όχι αυτή της διασκευής των παιδικών διηγημάτων. Πολλά δεν κατανοούσα αλλά περισσότερο τα ένιωθα σε έξαρση διατελών από την «ζάλη» των λέξεων.
Το ακροατήριο με κοιτούσε ασκαρδαμυκτί μεν αλλά ένδον σαφώς οχλημένο από την εξέλιξη.
-Σώνεεε, άκουγα πίσω μου να μου κτυπούν την πλάτη τα βλέμματα των ορθίων και βαρυθυμούντων ενηλίκων.
- Τέλειωνε, μου ένευαν με οργή από κάτω με τα μάτια τους οι επί του ορθίως φίλοι, που έφταναν μέχρι το απειλητικό.
Αλλά το διήγημα δεν τέλειωνε αμέσως, δεν ήταν και ποίημα, κι έπρεπε ο μαστρο-Παυλάκης να λάβει τα επίχειρα δια το ψεύμα, τα πάθη και τα πάθια του...
*
«Αλλ’ έχουν τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου» διάβαζα ένα πρωί στην ανάγλυφη παράσταση Του στο λαιμό, στο Μπούρτζι, κατά την πρώτη μου επιβίβαση επί της νήσου Σκιάθου, στρατιώτης εν κανονική αδεία διατελών. Στην παραλία της Χρυσής Άμμου, όπως τη λέγαν, με την αγαπημένη όλων των καιρών στην άμμο ξάπλα γειτονεύαμε με ένα χοντρό κούτσουρο θαλάσσης, λείον εντελώς και με ελαφριές ρωγμές χρόνου. Όχι, δεν ήταν απ’ τα «Μαύρα κούτσουρά» Του. Πήρα μαύρο μαρκαδόρο και ζωγράφισα τη μορφή Του. Εχάραξα περιπλέον του Ο. Ελύτη το οιονεί επιτύμβιο των αιώνων: «Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί /όπου και να θολώνει ο νους σας/μνημονεύετε κ.λπ.» και κοιτούσα τη θάλασσα. Σπανίως έμπαινα μέσα της, δεν ήξερα κολύμπι ο χωρικός, και την ντρεπόμουν να με νιώθει αδέξιον εντός της, πρωτόβγαλτον επ’ έρωτι κι αμήχανον εν γένει. Ίσως το κούτσουρο να το πήρε η πρώτη, πρωινή παλίρροια για ν’ αλμυρίσει θάλασσα κι έβαψε στιγμιαίως αυτήν από το μελάνι, όπως αλμύριζεν ο «Φτωχός άγιος» τα γίδια στον αιγιαλό, αλλά και το χώμα με το αίμα του, με το οποίο «έλουσε τα άνθη και τους χλωρούς κλάδους και ζέον ρείθρον εκοκκίνησεν την γην, ήτις ευμενής το εδέχθη» (εδώ κάνω το σταυρό μου πάντα υπέρ του αγαθού κι άξεστου Τζιόμπανου, νεομάρτυρα). Αλλά μήπως οι στίχοι διαχύθηκαν (τίποτε δε χάνεται οριστικά άλλωστε) στη θάλασσα εκείνη που λάτρεψε, μίλησε, φίλησε, ονειρεύτηκε κι έκτοτε κάπου κάπου στις βραχώδεις παραλίες της νήσου όπου τα κύματα με τον απόηχο των λέξεων τις γλείφουν, σκάνε μύτη κάτι μικρά άνθη που το ονομάζουν «Το άνθος του αιγιαλού»;
Μήπως αυτό το έρημο κούτσουρο ταξίδευσε, μόνο του τελικά, σε διαφόρους κόλπους και λιμάνια αλλά επέστρεψε, έχοντας πάνω του τους τρεις μεγάλους πλέον «Νεκρούς ταξιδιώτες» της λογοτεχνίας μας, της ψυχής και της γλώσσας, νεοφανέντες οσίους Διονύσιον, Αλέξανδρον, Οδυσσέαν.
Έγιναν όπως τα σχεδίασα τότε και τ’ αφηγούμαι τώρα ή τα ονειρεύτηκα απλώς; Αν ναι, τότε δεν θα ήταν φυσικά και το «Όνειρο στο κύμα» μου. «Ήμην ο άνθρωπος, όστις κατόρθωσε να συλλάβει με την χείρα του προς στιγμή εν όνειρο το ίδιον το όνειρόν του»;
- Δε θα το ‘λεγα.
Όμως ήμουν μικρός κι έπεσα σε πλάνη και σε έπαρση αναντίστοιχη της ηλικίας και των δυνάμεών μου· κι ήταν πολύ πιο πεζή και σαφώς προς το χαζή η έλλειψη κι η αναζήτησή μας τότε επ’ αυτών τούτων και άλλων που βασάνιζαν τη μαθητική εφηβεία και τη συνακόλουθη εξ αυτών (και πάλι τούτων) φοβία κι απειρία στις συνθήκες της μεταπολεμικής υπαίθρου. Τότε ακόμα τα μάτια δεν είχαν δει ούτε καν πως είναι η θάλασσα, αυτή η γνωστή, η γαλάζια, πολύ δε περισσότερο η άλλη, η άγνωστη, εκείνη η αλλόφυλη και θηλυκή, μυστήρια και μαγική και έως πέρας του βίου, ανεξάντλητη. Όνειρα και πάλι όνειρα
Μου έμεινε όμως φαίνεται το χούι (μαζί με τα άλλα της νεότητας) των εκδηλώσεων και των προλόγων.
***
Φυσικά και δεν σταματά ο χρόνος.
Έτσι στα 90χρονα της Κοιμήσεώς Του πήρα σβάρνα και γύριζα τη μνήμη του όπως ο γύφτος τη μαϊμού κι από πίσω αγυόπαιδες, ας πούμε, μάλλον αγιόπαιδες σίγουρα, σε ναΰδρια λόφων, μονύδρια σε ποτάμια, βιβλιοθήκες, σε ταβέρνες (όπως μέχρι πρότινος με τη «Φαιδρά Συντεχνία» εις αναστήλωσιν των γουβετσίων Του), κάμνοντες μνημόσυνα κανονικά («υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του δούλου σου Αλεξάνδρου»), μετά κολλύβων και με φιλολόγιες παρέες. Ηταν τότε που έψαχνα την έξωθεν καλήν μαρτυρίαν των εγκόσμιων εξουσιών, ο ανοήμων, και με φίλα διακείμενους στο πράγμα (όλοι βρίσκουν ή νοσταλγούν τον παιδικό τους άλλο, χωμένο σε κάποια διηγήματά Του ή σε απόηχους αυτών) μητροπολίτες, νομάρχες, καλόγερους, ιερομόναχους και με σεσημασμένους λογίους όπως τον ελλογιμότατον κι οριστικόν εκδότην Του, τον διευθυντήν της γηραιάς πλην νεαροτάτης κυρίας «Νέας Εστίας», ενωρίτερον δε τον εν Εσπερία κατοικοεδρεύοντα συγγραφέα και διευθυντήν του Atelier du Roman με την «Αναγεννησιακή του αύρα». Χορούς ιεροψαλτών κι απλών γυναικαρίων τα οποία στη Μονή Ιλαρίωνος ως ακροάτριες- προσκυνήτριες ερωτούσαν «ποιόν άγιο γιορτάζετε» κι έλεγαν αλήθεια -μισή έστω- οι φιλακόλουθες, απλοϊκότερες ορνιθίων και τη Μάννα μου δε στον αυτό παραποτάμιο εσπερινό να μου λέει: «Παιδί μου δεν κατάλαβα τίποτα αλλά μ’ άρεσε», ότι όλα αυτά ενιώθονταν μάλλον παρά κατανοούνταν. Δε βαριέσαι.
Τη φετινή μάλιστα ποιητική, εαρινή ισημερία κι ενώ όλοι λιγώνονταν με του Οδ. Ελύτη το «Μονόγραμμα» ή τον «Αγράμματο και την ωραία» ημείς ποίησην Αλεξ. Ππδ. διαβάζαμε, οι βαρεμένοι του Παπαδιαμαντοδιαπράγματος.
Σχεδόν τέλος καθότι:
«Αγάπες ταξιδιάρες στο κύμα το θολό –
κι εβούλιαξε η βαρκούλα κι επέσαν στο γιαλό...»
*
«Ω! ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!...»
- Αχ, και ας ήμουν ακόμη μαθητής σ’ εκείνο το γεμάτο Λεύκες και Πηγές Πλατανοχώρι!...
- Αμήν!
Ο Λευκοπηγής και Κοζάνης
Β. Π. Καραγιάννης
- Χ. Λ. Μπόρχες. «Το ελεγείο της ανέφικτης ανάμνησης», μετ. Δ. Καλοκύρη, εκδ. Ελληνικά Γράμματα
- Αρετής Γκανίδου «Ορυκτό φως» εκδ. Μελάνι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου