Σ’ αυτό τον κόσμο όσοι αγαπούνε
τρώνε βρώμικο ψωμί
κι οι πόθοι του ακολουθούνε
υπόγεια διαδρομή για το «Underground Εντευκτήριο»
Είμαι ο ορμώμενος μ’ αυτή δηλαδή την καταγωγική, ταξιδιωτική μετοχή κατά γραμματικόν νεολογισμόν, που γράφει η αφίσα και προαναγγέλουν τα σάιτ, τα μπλοκ, τα μέιλ κι οι στόματι ειδήσεις που διακινούσαν οι φίλιες δυνάμεις προς ειδοποίηση ότι την τάδε στο «Underground Εντευκτήριο», θα λάβαιναν Συγλίσεις/Αποκλίσεις3 ήγουν λογοτεχνία που γράφεται τώρα μετά μουσικής και θεαμάτων.
Κοιτούσα στο χωριό επί τοίχου κρεμάμενο το πτυχίο της νομικής του ΑΠΘ, στο οποίο έγραφε πως αυτό τούτο απονέμεται: «στον εκ Λευκοπηγής Κοζάνης ορμώμενον περί την νομικήν επιστήμην σπουδάσαντα μετά δε ακριβή δοκιμασίαν αξιωθέντα του βαθμού καλώς».
Καλώς;
-Πάλιν καλώς.
Γιατί σήμερα αν εξεταζόμουν στην περί την νομική, πολυχρόνια κατα-διατριβή μου, ίσως -τι ίσως σίγουρα- και να μην αξιωνόμουν αυτού του προαγωγικού επιρρήματος.
Ηρθε (δηλαδή ήρθα στη Θσσλνκ) κι έζησε, (έζησα) χρόνια αλησμόνητα σαν να ‘ταν ξένα εδώ και τότε, αλλά και μετά και τώρα ακόμα, καθώς κάθε που τον φέρνουν εκεί οι δρόμοι της Εγνατίας, τον καταπίνουν αμέσως οι παράδρομοι της νοσταλγίας.
Για να έλθω στην πόλη περνώ από δύο σταματούρες διοδίων· τα πρώτα σήμερα τα πέρασα απλήρωτος ότι οι υπάλληλοί του τα ελευθέρωσαν· σήκωσαν τις μπάρες γιατί τους έχει απλήρωτους η εταιρεία και ...περάστε κόσμε. (Τι ωραία!). Στα Μάλγαρα μείωση υπέστην (από 2,80 πήγε στο 2,40 ευρώ η διέλευση, πρωτοφανής για την μεγάλη εθνική, πολιτική, οικονομική μειοδοσία που υφιστάμεθα.
Επειτα από δύο ποταμούς τον Βαρδάρι, στου Αξιού την παραλλαγή του, τον οποίο ούτε κοιτώ, (γιατί σ’ αυτόν πλέον τα πόδια και ποτίζουν τα βόδια του οι βορειοσλαυομακεδόνες) και τον ναρκωμένο από τα γεωργικά φάρμακα και τα στραγγίσματα από τα λιπάσματα, ήμερον Λουδία, του οποίου δεν είδα ποτέ το νερό του ρέον αλλά την ελαιώδη ηρεμία του και σχεδόν ελώδη ακινησία.
Ομως έχω παράλληλα και δεξιά μου τον ανδρείο Αλιάκμονα, συνέκδημο σ’ αυτήν πρόσκαιρη, πνευματική μου ξυνωρίδα, αφού σαν τέτοια επιχωματίζεται πάντα η κάθοδός μου στην Θ. ακόμα κι αν θέλω να αγοράσω ένα φωτιστικό των 3 ευρώ από το ΙΚΕΑ ή να πάω ως τη Θέρμη, στο τυπογραφείο για την έκδοση της «Π» των 1500 και άνω ευρώ. (Χλόη, Αρετή, Αρχοντούλα μουσοσειρήνες του μόλις τεύχους αυτό κυκλοφόρησε κι οσονούπω το λαμβάνετε).
Απερχόμενος, μετοχή αποχωρισμού, βλέπω τους δρόμους της επιστροφής ανάποδα και κάπως άγνωστους σε σχέση μ’ εκείνους της δυτικής μου εισόδου Κατά την είσοδο υπάρχει η αδημονία προσέγγισης του σώματος της πόλεως με όλα τα συμπαρομαρτούντα αυτής· στην έξοδο η αδιόρατη μελαγχολία της απόσπασης απ’ αυτό.
Οι δύο αυτές ψυχικές διαθέσεις παλίρροια κι άμπωτη προφανώς δεν θεμελιώνουν δι ημάς τον όρο «Μητέρα Θεσσαλονίκη» ή «Ερωτική πόλη» αλλά στοιχειοθετούν ασφαλώς τον όρο της πόλης- Αγαπημένης έτσι χωρίς άλλους επιθετικούς ή συναισθηματικούς προσδιορισμούς.
Χρόνια τώρα...
Σημ. : Ακολούθησε ανάγνωση αποσπάσματος από το διήγημα «Ο πατών επί πτωμάτων κι ο περιπατών επί χρωμάτων» που περιλαμβάνεται στη συλλογή «Σκηνο-πηγαίες καταστάσεις παντός τύπου» που κυκλοφορεί σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου