Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

Η "Πανδώρα" καθώς κλείνει την αυλαία του παλιού χρόνου


Πάει ο παλιός o τρόπος
ας αλλάξουμε παιδιά,

ότι ο χρόνος σαν το κώνειο του Σωκράτη
στο σώμα εισχωρεί...

Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

Ποιμνιομαντορική εγκύκλιος και έκθεση συμβάντων


         Α. «Μυρίσαι το άριστον»

Κυριακή, δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων σκεφτήκαμε, όπως όλος ο καλός κόσμος, να ρίξουμε λίγο έξω το πλοιάριο της εορταστικής ανίας (ευτυχώς δηλαδή δε συμβαίνει τίποτε που να θραύει το φλοιό της ρουτίνας γιατί συνήθως αυτή όλο προς το δυσάρεστο αλληθωρίζει). Ετσι επειδή δε μας έπαιρνε ν’ ανέβουμε στα επί ραγών αυτοκινητάκια και το καρουζέλ της πλατείας, τα οποία ο παλιο-νέος κυρ’ Δήμος – Δήμαρχος πρόσφερε ως δώρον –με το αζημίωτο φυσικά στους εκμεταλλευτές τους-στους μικρούς συμπολίτες και τους συνοδούς αυτών ηλικιωμένους ψηφοφόρους του και μη, οι οποίοι γογγύζοντας κατέβαλλαν το αντίτιμο για τις γύρες, είπαμε να πάμε στα μπουζούκια! Ναι ακριβώς εκεί όσο κι αν ακούγεται σουρεαλιστικό. Είχαμε να επιλέξαμε μεταξύ των προσφορών από ψαλιδομούστακους εγγράβατους καλλιτέχνες και καλλιτέχνισσες του είδους καλλίφω(ο)νες, καλλίπυγες, πολυ- ευρύστηθες κ.λπ.


Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010

Η πείνα της δίψας

Κατηφορίζαμε, κατρακυλούσαμε δηλαδή, από την κορυφή του Άθω, την οποία μόλις είχαμε ...κατακτήσει, παραμονή Μεταμορφώσεως (με το νέο). Στο πλάτωμα, σε ύψος 300 μέτρων από τα επουράνια προς τη γη, με το εμφωλευμένο ναΰδριο της Παναγίας, καμιά δεκαριά μουλάρια έβοσκαν αφημένα ελεύθερα από καπίστρι και σαμάρι. Θυμήθηκα το βίο του οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ, που ξενυχτούσε τ’ άλογα και τα μουλάρια τις νύχτες στα θερισμένα χωράφια, καλοκαίρι, στις τούνδρες της Ρωσίας. Μια πέτρινη λεκάνη, όπου κατέληγε το λούκι της εκκλησίας, μάζευε νερό να πίνουν τα ά-λογα. Αποξηραμένη από καιρό. Μόλις μας είδαν να πηγαίνουμε στο ναό μας όρμησαν έλλογα. «Αντραλίζομαι», διψώ! Η χορτάτη δίψα ανυπόφορη. Μπήκαμε· υπήρχε μια στέρνα συλλογής ομβρίων. Μόλις και προλάβαμε να οχυρωθούμε. Στριμώχτηκαν στη «Στενή πύλη», 5-6 αλλόφρονα κεφάλια, και διαγκωνίζονταν να χυμήξουν, κατεχόμενα από ακόλαστο οίστρο δίψας. Πέθαιναν; Ήξεραν το νερό, το μύριζαν· μήπως και είναι πιο φωτισμένα τ’ αγιορείτικα του είδους;
Αδύνατο να τα ποτίσουμε όλα· το νερό λίγο. Κανένα τους! Μακάβρια ισότητα. Έπρεπε όμως να τα διώξουμε, να ροβολήσουμε κι εμείς με τη σειρά μας προς τα κάτω, στην Καλύβη φιλοξενίας. Χτυπούσαμε για ώρα άγρια, λυσσασμένοι, τα πρόσωπά τους. Μια μάχη ανθρώπου και ζώου αρχέγονη. Μάτωσαν, έκλαιγαν. Έπιναν, μάλλον έγλειφαν, αίματα και δάκρυα. Κάποτε οπισθοχώρησαν λίγο κι άφησαν δίοδο διαφυγής. Κλείσαμε πίσω κι ορμήσαμε έξω αλαφιασμένοι από τη φρίκη τού είναι μας. Κάποιο απ’ αυτά ίσως ν’ ανεβοκατέβασε τον πατριαρχικό επίσκοπο στη Σκήτη της Αγιάννας, αυτός από ευγνωμοσύνη να το φίλησε στο πρόσωπο («Σε φιλώ στη μούρη»), κι έτσι εκείνο να ασπάστηκε το εγκόλπιό του!
Μας κοιτούσαν νικημένα στο πεδίο της δίψας τους.
Δεν τα ποτίσαμε, ούτε το λίγο του καλού. Ήμασταν εντελώς άνθρωποι επί γης ηγιασμένης. Δηλαδή, απάνθρωπα όντα παραδομένα σε μια ματαιότητα αναζήτησης του υπερκόσμιου, φευγάτοι σε φαντασιώσεις και χορτάτοι εντελώς, ακούγαμε για βίους οσίων με αβάσταγες στερήσεις· όμως χωμένοι βαθιά στις ερήμους του ε-λόγου μας.

Β.Π. Καραγιάννης


Σημ. Το κείμενο είναι δημοσιευμένο στο «Ημερολόγιο 2011» με θέμα «Βία και Λογοτεχνία», της Εταιρείας Συγγραφέων το οποίο περιλαμβάνει μικρά κείμενα των μελών της πάνω σ’ αυτό το θέμα.

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010

Παραμύθι με ονοματεπώνυμο




ΕΟΡΤΑΣΤΙΚΗ ΔΙΗΓΗΣΗ

         - Μια φορά και τρεις καιροί...

         α. Στην πολίχνη του Αλεξ. Ππδ.

         «Ο Αις Νικόλας είχεν ασπρίσει ήδη τα γένεια του προ ημερών, και ήτον η σειρά του Αγίου Σπυρίδωνος ν’ ασπρίσει τα ιδικά του· δεν έμεναν ειμή δώδεκα ημέρας έως τα Χριστούγεννα...». Ο παρεξηγήσιμος της τότε μικράς κοινωνίας της νήσου Μανώλης το Ταπόι (χταπόδι δηλονότι) στο διήγημα «Γουτού Γουπατού» (του Χριστού, τ’ Αϊβασιλιού) 1899  –σήμερα θα τον κατατάσσαμε στα ΑΜΕΑ-, ετοιμαζόταν να μετάσχει στη ζυγιά των μικρών από την Κάτω Γειτονιά, που θα πήγαιναν να πουν τα κάλαντα στην Πάνω, ως φύλακας και οιονεί προστάτης τους. Στα όρια των ΠανωΚάτω «εβασίλευε» ο φοβερός αγυιόπαις «σγουρομάλλης, ακτένιστος, ξεσκούφωτος, ξυπόλητος, αποτρόπαιος...τα δύο ποδάρια του ήσαν χονδρά, μελαμψά, και πλατέα ως δύο κατάρτια» με τη συνοδεία του, Μήτρος ο Τσιλότατος Γιατρός, όστις  φορολογούσε σε είδος άγρια τας γραίας, τας οικοκυράς, τας πτωχάς χήρας, (στις ίδιες φορολογικές αγριότητες αφήνονται άλλωστε όλες οι εξουσίες και στα ακριβώς αυτά στρώματα πολιτών επιπίπτουν, καλή ώρα όπως τώρα). Για να περάσουν οι απλές κυρίες της νήσου όφειλαν να του προσκομίσουν και να του καταβάλλουν τυρόπιτες, λαδόπιτες, τηγανίτες ίσες με το τηγάνι, τυλιχτό (κολοκυθόπιτα) ή μπομπότα με πολύ πολύ μέλι (ο αθεόφοβος).
         Σημ. ένδον. Ανήμερα της εορτής του ο άγιος Σπυρίδων, αργά το βράδυ, έβαψε άσπρα τα γένεια του στην παρακάτω μας πόλη και στον καθεδρικό της  άγιο Νικόλαο, μοίραζαν οι άγιοι επίτροποι, μικρά ευλογητάρια σε φακελάκια, (καμιά σχέση σε βαρύτητα και μέγεθος μ’ αυτά των ιατρών του ΕΣΥ ή των υπαλλήλων των πολεοδομικών γραφείων της χώρας). Αν τα ξετύλιγες, με ευλάβεια φυσικά και προσοχή εννοείται, έβλεπες τεμαχίδιον υφάσματος χρώματος μπορντό, το οποίο, είπαν πως είναι ευλογία από την Κέρκυρα, την οποία εποπτεύει κι εφορεύει ο υποδηματοχαλαστής άγιος. Λείψανον δε εκ του ιερού λειψάνου του (απ’ αυτά που «εμπορεύονται» όλες οι μητροπόλεις ανά τας χώρας –παλαιάς και νέας της ελλαδικής ορθοδόξου επικρατείας-αλλά κι όλα τα δόγματα και τα κράτη), υπήρχε επί τριήμερον εκεί και το προσκυνούσαν με ένταση και έμφαση οι πιστοί, λυμαίνονταν δε οι εκκλησιαστικοί διαμεσολαβητές του.
         β. Στην πόλη του Κ. Τσιτσελίκη λογίου του μεσοπολέμου στην Κοζάνη της Μακεδονίας, θέλω να πω.

Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010

Της προσφιλούς ζητεί η ψυχή μου αλύσεως τον κοπέντα κρίκο

 
Κάλαντα στο χωριό τώρα      



Η επανάληψις εστί μητέρα μαθήσεως (μήπως και παθήσεως)


...Προς το εντελώς βράδυ, όμως, της αυτής ημέρας επέστρεψε και πάλι στο χωριό. Με αφορμή ότι είχε ξεχάσει να πάρει την αρμιά για τα γιαπράκια. Αλλά μάλλον ήθελε και πάλι να προσεγγίσει το οριστικά χαμένο του Αλλο στην αφετηρία του. Επέστρεφε, όπως επιστρέφει ο καθείς στις μνήμες, κάποιες μέρες του χρόνου, αναζητώντας εις μάτην, κάτι που απέδρασε. Προσέγγισε την καφενειο-ταβέρνα και ηύρε την παλιοπαρέα υποπίνουσα δια το έθιμον της προπαραμονής των Χριστουγέννων –κάλαντα, γαρ. Ινα, από το συνδυασμό προσώπων, ημέρας, τόπου (όλα άλλαξαν κι αλλάζουν, όσο κι αν κρατούν μια πέτσα του ίδιου) να βιώσει όπως όπως το οριστικά απωλεσθέν πολύτιμο περιλαίμιο τού χρόνου με το οποίο θέλει μείνει χειρο-λαιμο -δεμένος (αλλά, φευ) και συρόμενος σαν το σκυλί - κουτάβι σε μια φυλακή, στην οποία ο χρόνος δεν κινείται, τα πρόσωπα δεν φεύγουν, τα ωραία όνειρα γίνονται πράξη· τα πρόσωπα που αγαπά και τον αγαπούν, που σκέφτεται και τον σκέφτονται, που έχει και τον έχουν στην όποια προσευχή τους, υπάρχουν πάντα· τα χιόνια των Χριστουγέννων δεν λιώνουν και δεν λερώνονται ποτέ και μέσα στο γνήσια λευκό τους κρατούν ζεστό, καυτό το ρυάκι μιας αγάπης, η οποία στην καθημερινή της διάπραξη έχει την γλύκα του έρωτα. «Οπως και στο χρόνο ο έρωτας είναι το περιεχόμενό του» θυμήθηκε μια σκέψη του Α. Πολίτη από το βιβλίο του, εξαιρετικόν, «Αποτυπώματα του χρόνου» που κυκλοφόρησε στις εκδόσεις Πόλις.
  Έλαβε μέρος στη μετρημένη εδωδή και στην, ασύμμετρη, εφ’ όλης της τρέχουσας ύλης, λόγου-διάρροια. Συμπέρασμα ουδείς· ένας τζαζ παράλογο-διάλογος. Το κρασί σε όλες τις παραλλαγές -αν και η τηγανιά, που συνεχώς ανανεωνόταν στο πιάτο, συνιστούσε οίνον βαθιά κόκκινο· όμως το ροζέ και το λευκό δεν πήγαιναν πίσω. Κάπου κάπου τη συζήτηση διέκοπταν παιδάρια, που έρχονταν να πούνε από τα κάλαντα έναν - δύο στίχους που ήξεραν ή, χάριν συντομίας, να λάβουν το αντίτιμο και δρόμο.
Aλλά οι μέρες του χρόνου τελειώνουν, τέλειωσαν για να ξαναρχίσουν ευτυχώς. H ενιαύσια αυταπάτη είναι έτοιμη για να δώσει το ρόλο της. «Καρδιά του χειμώνος. Χριστούγεννα, Αις Βασίλης, Φώτα». Μνημονεύετε Αλ. Παπαδιαμάντη αυτές τις μέρες κι ό,τι ήθελεν προκύψει· έτσι, για το έθιμον και μόνο, αλλά όλο και κάτι μπορεί να μένει.
…………
«Κυρά μ’ τη δυχατέρα σου, κυρά μ’ την ακριβή σου,
γραμματικός την αγαπά, πραματευτής την θέλει·
κι ο δάσκαλος απ’ το σχολειό γυρεύοντάς την στέλλει.
Δεν ενθυμούμαι δυστυχώς την συνέχειαν του άσματος τούτου, το οποίον ήρχισε να γίνεται περίεργον, χάρις εις τα τολμηρά διαβήματα του δασκάλου· αλλά εις το μέλλον ίσως δυνηθώ να συλλέξω πλείονα· επί του παρόντος εύχομαι εις τον αναγνώστην εν υγεία και ευτυχία το νέον έτος. 1888». Εγραφε και ευχόταν ο Αλ. Ππδ. στο άρθρο του «Αγιοβασιλειάτικα», που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εφημερίς», 6 Ιανουαρίου 1888, με την υπογραφή Βυζαντινός. (Α. Π. Απαντα τ. 5ος κριτική έκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Αρμός)
Το αυτό και ημείς εις υμάς αυτούς δια το 2007.

ΥΓ. Και για το 2011, γιατί όχι...

Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010

Ανωνύμου του Ελληνος μπλογκοβλακός, απόλογος

 
‘Ανθρωπός τις φέρων στο χέρι ορολόγιον ανάποδα και γάντια από μαλλί προβάτου, λίαν φθηνά (5 ευρώ) και ζεστά, παραγωγή της γουνικής βιοτεχνίας (άπειρες κι αξεπέραστες οι οικιακές παντόφλες) Θωμά Παπαστεργίου στην Ανω Κώμη, φέρει δε περιπλέον και δύο νάυλον «πήρας» κατά Αίσωπον. Η μία, η λεπτοφυής κι αβαρής με δυσανάγνωστο το περιεχόμενό της απ’ έξω, περιέχει τα εξής: α. Βιβλίο ποιήσεως  του Γιώργου Βέλτσου ονόματι «Ανάποδα οδεύει ο δολοφόνος» εκδ. Καστανιώτης –Διάττων («Ωστε αυτή είναι η ζωή του ανθρώπου;/Ο πάταγος της πτώσης από την βαθμίδα;/Η επαύξηση;/Το σώμα του/-Πράγμα και δέρμα-/που πυκνώνει; /Ο χρόνος που τον παραπλανά;/Η λύσσα;..»), β. Βιβλίο ποιήσεως της κυρίας Κατερίνας Αγγελάκη Ρούκ «Μεταφράζοντας σε έρωτα της ζωής το τέλος», (« Ετσι κι ο Θεός, σκέφτηκα, αν υπήρχε/ δεν θα ξέραμε ποτέ αν η φαντασία του μας γεννάει/ή μας περιγράφει και γελάει...»), εκδ. Καστανιώτη, γ. έντυπον ένθετο  για τα βιβλία της εφημερίδος «Ελευθεροτυπία». Η άλλη σακούλα που φαίνεται το περιεχόμενό της και το αναγνωρίζουν αμέσως πάντες έχει ένα αγαθό, ειρηνικό και ακίνδυνο λάχανο («λάχανα πουλί μ λάχανα...»).

Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2010

Τσάι και γιαπράκια, γιατί όχι

 
Από τα σπιτάκια αυτά της πλατείας παλιοί και νέοι δήμαρχοι και δημοτικοί σύμβουλοι  Κοζάνης ντυμένοι σαν εορταστικά στρουμφάκια θα μοιράζουν γιαπράκια και τσάι επί διήμερον

 
 Η ελεγεία του «γιαπρακιού»*

«Στο τζάκι καίνε σιγανά στραβές οι ρίζες τ’ αμπελιού
και με την ίδια τη φωτιά, βράζουνε τα σαρμάδια
από το «Φόρο» εκεί ψηλά, βλέπεις το γέρμα του ηλιού
τ’ Ολύμπου πέρα τις κορφές τα μαγεμένα βράδια.»
             Διονυσίου Μανέντη «Κοζάνη»

Οταν ήμην πτωχός «διευθυντής του βιβλίου» («πόλη παλιών βιβλίων και πόλη νέων χωρικών»), κατά τον προσφυέστατον χαρακτηρισμό ενός τοπικού, δίποδου όντος, άλλοτε διαιτητού Γ’ και Δ’ ερασιτεχνικών πρωταθλημάτων (λένε πως πλειστάκις εδάρη γιατί πούλησε αγώνες για μια μακαρονάδα!), ένα από τα λίγα βιβλία που αρνήθηκα να εκδώσω (τι εγωιστικός, ενικός αριθμός!) και το κληροδότησα στους εκ πλαγίων τρόπων διαδόχους μου στο χώρο αυτό, ήταν ένα βιβλίο τοπικής μαγειρικής.
- Βιβλία μαγειρικής θα βγάζουμε τώρα, αυτό μας έλειπε...! είπα ένδον.
Ομως οι αμέσως διάδοχοί μου αποδείχτηκαν πλέον εμβριθείς περί των βιβλίων τελικά· το εξέδωσαν δίτομο  κι έγινε το μπέστ σέλερ όλων των εποχών της Κοζάνης, με συνεχείς επανεκδόσεις κ.λπ. Το μετάνιωσα αλλά ήταν αργά κι είχα ήδη αναχωρήσει από τους ιστορικούς βιβλιολειμώνες.
Αμέσως μετά τα Χριστούγεννα που πέρασαν, περνούσα ένα μεσημέρι από την κεντρική πλατεία που είχαν στημένη μια αχυρώνα, ακόμα είναι εκεί εν όψει αποκρεών για να τονίζει τη διαρκή δημοτική,  διανομή πολιτιστικής χορτονομής- (η γαλέρα που ως διασκεδαστική ιλύ είχε προσαράξει εκεί ήδη έχει αποπλεύσει προς τις νότιες θάλασσες γελοιότητας), είδα κόσμο, άκουσα λάβα από άργανα που έπαιζαν και κόσμο ντυμένο όπως οι εγχώριοι, αρχαίοι νεοέλληνες, να χορεύει, να τρώει, να πίνει· και γενικώς πλήθος που τελούσε εν ευωχία. Υπέθεσα πως κάποιος επιχώριος, λαογραφικός σύλλογος μεθεόρταζε την του Χριστού εσπαργανωμένη έλευση και προς την περιτομή του οδεύοντα. Μου φάνηκε, όμως, πως ήταν αυτό και μια ευθεία αντιπαράθεση του γνησίου κοζανιτισμού προς τα λαογραφικά κι εκπαιδευμένα λεφούσια που κατέκλυσαν την πόλη κατά τις γιορτές, αποτελούμενα από ποικιλόμυτες, φερτές ανθρώπινες ύλες, όπως οι πόντιοι των πεδινών του Ασκίου όρους, Μαυραετοί Σκήτης, που δίναν την παράσταση των «Μωμόγερων» ή τα εκ των υπωρειών του Βερμίου ορμώμενα του Τετραλόφου παλικάρια με τα «Κοτσαμάνια» (τι είναι αυτά;). Προσπέρασα ουδέτερος αλλά την επαύριο διάβασα στον τοπικό τύπο πως από την αντιδημαρχία πολιτισμού για δεύτερη συναπτή χρονιά, εκεί διεξήχθη ομαλά η γιορτή του «γιαπρακιού». Μια ανακοίνωση έμφορτη από βαρύτατες, λόγιες λέξεις που μόνον η αντιδημαρχία ξέρει να χρησιμοποιεί όπως λ.χ. «το γιαπράκι είναι το απόλυτο φετίχ στην κουζίνα των κοζανιτών» ή «το γιαπράκι είναι η αντίσταση στην ομογενοποίηση της εποχής μας». Φράσεις που μ’ έφεραν σε απόλυτη αμηχανία για την άγνοιά μου. Εγώ που διατείνομαι πως τα γνωρίζω όλα και για όλα έχω άποψη, συνήθως σουβλερή, αγνοούσα μια τόσο σημαντική, τοπική, λαογραφική παράμετρο. Οχι ότι δεν ξέρω τα «γιαπράκια» αλλά δεν είχα εξετάσει το πράγμα αναλυτικά· γνώριζα το είδος μόνον ως έδεσμα.

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010

Εικόνες από μια έκθεση για να ηρεμήσουμε κάπως ως μπλοκ


Φωτ. του Αλέκου Βρεττάκου

Φωτ. του Γιάννη Παπαϊωάννου
Τα ανωτέρω και άλλα φωτοέργα εκτίθενται στην αίθουσα εκθέσεων κλπ. του Δήμου Κοζάνης, έναντι του επισκοπείου (εις το οποίο μέσα μεγαλουργεί ζωγραφίζοντάς το ο ζωγράφος Γ. Κόλλας). Είναι μια έκθεση έργων μαθητών και καθηγητών(!) της φωτογραφίας (όπως λέμε, Μέγας Αντώνιος καθηγητής της ερήμου) του Δημοτικού φωτογραφικού εργαστηρίου με φωτο νεκρές φύσεις ήγουν έργα που αναδεικνύουν τη "σιωπηλή ζωή" των εικόνων. Οτι η δύναμη της φωτογραφίας βρίσκεται στην κινησία της και στη νεκρή φύση· η ακινησία  έρχεται κι ισχύεται με τη σιωπή και εκεί τα ασήμαντα γίνονται σημαντικά, τα έμψυχα ζώνουν, οι ψίθυροι πληθαίνουν: Ετσι γράφουν οι επιμελητές της, δηλαδή και δηλονότι
 

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

"Χειμωνιάτικο ταξίδι"


Στη φύση τίποτε δεν είναι περιττό κι ασύμμετρο, θα προσέθετα κι ανήθικο· όλα σ’ αυτήν ισορροπούν καθώς την περπατάς, χωμένη στα κόκκινα χώματα με τα πουρνάρια διατηρημένα στην αλκή τους αφού παραμένουν αβόσκητες οι κορυφές τους από τα κοπάδια. Πέτρες αρχαίες ριζωμένες ή σε σωρό ερείπια από καλύβες κι αχυρώνες δίπλα σε πλακόστρωτα αλώνια του παλιού καιρού. Τα πατούσαν τα βαριά βόδια και τα ελαφριά μουλάρια να συνθλίψουν εκεί τα αδύναμα στάχυα για το λιγοστό επιούσιο σιτάρι.
         Ακολουθείς ανάποδα ανηφορίζοντας τον ρουν του μικρού, λυρικά μορμυρίζοντος, λάκκου (ο Γ. τον φωτογραφίζει και τον ηχογραφεί εν τω άμα) να βρεις την πηγή ή τις πηγές του. Αυτό είναι πιο εύκολο από τη μη παραγματοποιηθείσα  εισέτι αναζήτηση των εκβολών ή των πηγών του Αλιάκμονα· του Δούναβη διάβασες πως η αρχή του είναι σε μια αστρέχα, όπως γράφει στο ομότιτλο βιβλίο του ο Κλ. Μάγκρις.
         Λίγο πριν το τέλος της μηδαμινής ροής, χώμα απλά βρεγμένο, μια αυτοσχέδια βρύση εικόνα από το ανόθευτο σύμπαν της φύσης σε υποχρεώνει σε στάση. Το νερό στάγδην βγαίνει κατευθείαν από το χώμα κι εκεί ο επιδέξιος Αλκιβιάδης (κατά θεόν), Γιώργος (κατά Μποέμ), δεινός περιπατητής αυτών των ήμερων βουνών αλλά και περιδιαβαστής των ψαλτικών αναλογίων γοερός κι ευθύφωνος, τοποθέτησε μερικές πέτρες κι ένα αυτοσχέδιο σιουλνάρι. Αυτό δεν το δημιούργησε το πέρασμα των εποχών που χαράζουν και στις πέτρες τα σημάδια τους. Τι δεν τρώει άλλωστε ο χρόνος (και το νερό), τα μόνα που αδιάλειπτα κυλούν, ακόμα κι όταν φαίνονται να στέκονται καθώς κάποιες ξεχωριστές στιγμές του βίου δείχνουν να κόβουν στα δυό τη συνέχειά του με την εν τρόπω στάση του· αλλά δεν σταματούν.
         - Είναι η βρύση η βουνίσια.
         Αλλά έτσι αρχίζει η «Φλαμουριά» του Σούμπερτ από το «Χειμωνιάτικο ταξίδι».
        
Στη βρύση τη βουνίσια σιμά είν' η φλαμουριά,
στον ίσκιο της καθόμουν να ονειρευτώ συχνά.

Εχάραζα στη φλούδα ονόματα ιερά
και πάντα εκεί γυρνούσα σε λύπη ή σε χαρά.

Μια μέρα ταξιδεύω σε μέρη μακρινά,
περνώ να χαιρετήσω στερνά τη φλαμουριά.

Βουΐζαν τα κλαδιά της σαν να μου κράζαν:
"Ω, κοντά μου πάντα μείνε, θα βρεις γαλήνη εδώ".

Μακριά τώρα στα ξένα δεν έχω την χαρά
που ένοιωθα εκεί πάνω, κοντά στη φλαμουριά.

Στο νου μου πάντα μένει το ολόχαρο χωριό,
στ' αυτιά μου ακούω πάντα: "Θα βρεις γαλήνη εδώ".

Σε αυτά τα τοπία με τέτοιες μουσικές θα βρεις γαλήνη εδώ, εκεί κι αλλού.

Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010

Πότε καβαφικός και πότε σαιξπηρίζων

φωτ. Χρήστου Λαμπριανίδη













Είπα· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, αυτή εδώ δεν έχει θάλασσα».
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί προφανώς καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια αλλαγής με αόρατο μελάνι είναι γραφτή
Ως εκ τούτου η καρδιά μου, κι όχι μόνον, είναι θλιμμένη.

Ο νους μου ως πότε μες στης ανίας τα τοπία θα ξεχνιέται
Όπου το μάτι μου γυρίζω, (περισκόπιο) όπου κι αν μένει
με χαλάσματα κι ερείπια πολιτικά θέλει συναπαντιέται 
Πως τόσα χρόνια πέρασα σ’ αυτά και ρήμαξα και χάλασα»

Είπες· στες γειτονιές, στους δρόμους τους ίδιους θα γυρνάς
στα ίδια σπίτια, γραφεία, βιβλιοπωλεία, ναΰδρια θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλη σου θα φθάνεις. Για τα αλλού -μη ελπίζεις-

Καινούριους τόπους δεν θα βρεις ούτε και άλλες θάλασσες
αφού αναίτια ή ευλόγως με όλους σχεδόν τα χάλασες
για σένα δεν έχει λεωφορείο, και τραίνο πια δε φτάνει.

Είπαν· άρα η πόλις θα σε ακολουθεί. - Καλά ας με κάνει...


Από το τχ.154 της "Π" στο οποίο υπάρχει κι ενότητα κειμένων με θέμα "Κλήση στο 154"

Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010

Ο Πολιούχος της Κοζάνης και το defter (τεφτέρι) της Βιβλιοθήκης Σόφιας

Νοσταλγία χιονιού μέρες εορτών   φωτ. Μαρίας Γιάκου


Τρία τα κρατούμενα, λοιπόν:
         α. Ο Γ. Τσότσος κατάγεται από τη Γαλατινή Βοΐου ζει στη Θεσσαλονίκη, είναι πανεπιστημιακός ανήρ στο ΑΠΘ, συγγραφέας τουλάχιστον δύο βιβλίων («Μακεδονικά γεφύρια » και «Γαλατινή Βοΐου. Ανθρωπολογική-Λαογραφική προσέγγιση  δυτικομακεδονικού χώρου»), ερευνητής με πλείστες όσες δημοσιεύσεις σε φιλολογικά κι επιστημονικά περιοδικά· γενικώς ειπείν είναι ένας ενεργός άνθρωπος των γραμμάτων.
         β. Τα «Ελιμειακά » είναι το γνωστό, γεραρό (εγγίζει τα 29 χρόνια έκδοσης) περιοδικό του «Συλλόγου  Κοζανιτών Θεσσαλονίκης ο άγιος Νικόλαος» (αυτός ξεπέρασε τα 100 ύπαρξης και λειτουργίας) και στο τελευταίο τεύχος του (64) έχει σελίδες αφιερωμένες σε δύο απελθόντες του 2010 επιφανείς κοζανίτες -ο καθείς στα μέτρα του- Μιχ. Παπακωνσταντίνου και Αργύρη Κούντουρα. Αυτοί πλην  των όσων άλλων τους, υπήρξαν και στενοί συνεργάτες του Συλλόγου και του περιοδικού, το οποίο στις μέρες μας φέρει σε εκδοτικό (ένδοξο) πέρας, κυρίως ο οτρηρός κ. Στράτος Ηλιαδέλης, ιατρός οφθαλμών και συγγραφέας.
         γ. Η Εθνική Βιβλιοθήκη «Κύριλλος και Μεθόδιος» της Σόφιας στην οποία φυλάσσεται ένα ανέκδοτο οθωμανικό φορολογικό κατάστιχο (Mufassal tahrir defter) του 1528.
         Ενα και μόνο ζητούμενο.
  Πως άραγε συνδέονται τα παραπάνω (α,β,γ) με το σήμερα της πόλεως, που τιμά τη μνήμη του πολιούχου της αγίου Νικολάου, όστις είναι επίσημα στο διακόνημα αυτό από το 1953 (άρα αργίες κανονικές στην πόλη), και διέσωσε πολλάκις αυτήν από διάφορα δυσάρεστα πράγματα και καταστάσεις. Αυτά ακούμε από τους εκλογικούς

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

Μια "Χαραυγή" που δύει, αν δεν έδυσε

 
         H Χαραυγή (Τζουμάς στην παλαιότερη ονομασία, ήγουν παζάρι), είναι ήταν δηλαδή, ένα χωριό του Ν. Κοζάνης και έκειτο στις παρυφές του Βερμίου όρους και τώρα μπαίνει στο επίκεντρο, των ορυχείων του Λιγνιτικού Κέντρου Πτολεμαΐδος -  Αμυνταίου. Οι πρώτοι ορθόδοξοι κάτοικοί του εγκαταστάθηκαν στο εκεί πρώην τουρκοχώρι μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών  1922-23 και την απομάκρυνση των γηγενών οθωμανών. Με τη σειρά τους έφυγαν κι αυτοί ήδη από κει απαλλοτριωθέντες πολλαπλώς και με το αζημίωτο βέβαια, κι εγκαταστάθηκαν στη Νέα Χαραυγή, κολλητά της πόλεως Κοζάνης. Η επικυρίαρχος του καρβουνοφόρου λεκανοπεδίου ΔΕΗ, τους σήκωσε από τα χώματα τους για να τους φάει τα μαύρα σωθικά, από τα οποία πήραν μαζί τους μόνο τη χωμάτινη μνήμη επί γης θαμμένης μαζί με τα προγονικά λευκανθέντα κόκαλα.
         Ο,τι έμεινε ακόμα από το χωριό, μια νησίδα είναι, η οποία επιπλέει  στη μαύρη της ψυχής βυθοφάνεια και της έρημης γης, την επιφάνεια. Την περιτριγυρίζει πολιορκητικά ο θόρυβος της ανάπτυξης κι ο κονιορτός της βιαστικής αποκατάστασης του άλλοτε είναι των κατοίκων του στο νυν και γιατί όχι στο αεί.        
         Σπίτια με χαίνοντα παράθυρα, ανοιχτές πληγές, στις οποίες αντί αντισηπτικής ουσίας, στερεή αιθαλομίχλη φθοράς νυχθημερόν  επικάθεται πάνω τους. Περιμένουν τους μηχανόσαυρους της επιχείρησης εξηλεκτρισμού της χώρας και της αλλαγής των φώτων μας, να αποφανθεί οριστικά περί του πότε του χαμού τους.
          «Γυρεύω το παλιό μου σπίτι» που έφαγε ο  εργοδηγός, αναρωτιέται ο φωτοσυλλέκτης με τους πολυεστιακούς κι ευρυγώνιους καθώς γυρίζει για να περισώσει ό,τι δύναται, λίγο πριν την τελική απώλεια κι επιχωμάτωση του υλικού χρόνου.
         Δρόμοι παλιοί που αγάπησαν στην καθημερινότητα, δρόμοι άδειοι, τεφροί που νοστάλγησαν στην ερημιά τους.
         Τα σπίτια είναι σώματα που έφαγε το παγωμένο ρεύμα από το Μέλανα Δρυμό, τα σώματα γυμνά τοπία ανάμνησης.
         Αδεια τα παράθυρα απ’ όπου έμπαινε ο ήλιος με δυσκολία αφού οι κουρτίνες δεν άφηναν τα αδιάκριτα δάχτυλά του να ψάχνουν τα ζωντανά σώματα. Τώρα ακώλυτες οι ακτίνες του ερευνούν τις μνήμες των σωμάτων που πέρασαν από κει. Λησμονημένες στάσεις ζωής σαν ήρωες κι ηρωίδες της αρχαίας θρηνωδίας αφήνονται σε φωτοκραυγές απελπισμένης αναζήτησης.
         Το χωριό  ναυαγισμένο πλοίο φεύγει, οδηγείται στον πάτο της ιστορίας του, στη θάλασσα των ορυχείων που το καταπίνουν.
         Η Χαραυγή δύει...


Το κείμενο είναι στο "Ποντίκι" της σήμερον και η φωτογραφία του Χρ. Λαμπριανίδη από την ενότητα Χαραυγή

Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2010

Πήραν γραμμή


Aπό κάδο της δημοτικής ανακύκλωσης χάρτου (εκεί καταλήγουν όλα τα έντυπα κι ιδίως οι εφημερίδες -τα ανθρώπινα σώματα στον σκουπιδότοπο σωμάτων (κοιμητήρια) μέχρι να γίνουν τα αποτεφρωτήρια όπως ανήγγειλε ο κ. Μπουτάρης- ανέσυρα την εφημερίδα της φωτογραφίας και ήταν τη μεθεπαύριο των διπλών εκλογών κατά τις οποίες είχαμε τα γνωστά αποτελέσματα. Ο τίτλος με κράτησε:
Ο Δακής στην Περιφέρεια
Ο Γιάννης στην καρδιά τους
Εσυγκινήθην ποσώς.
Ηγουν, ο μεν κατέκτησε τους ψήφους αλλά ο άλλος κατέκτησε τις καρδιές διαφόρων! Η συμπάθεια που έρχεται μετά ή μαζί με το τσάι. Τώρα όμως τι γίνεται;
Θυμηθηκα, διάβαζα δηλαδή, τον καιρό της αποσταλινοποίησης, όταν γκρέμιζαν τα αγάλματα του Στάλιν στη Ρωσία και σ’ όλον τον υπαρκτό σοσιαλισμό, ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος έγραφε θρηνών:
“Στάλιν κοιμήσου στις καρδιές μας
είν’ πιο ζεστά εκεί…

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

Αυτοψία μνήμης



34 χρόνια μετά...

...Kι η…λύτρωση ήλθε. Ξαφνικά διέκοψαν τις ασκήσεις, αλαφιασμένος ο δόκιμος μας μάζεψε άτακτα χωρίς να δώσει ούτε τους «ζυγούς λύσατε», μας διέταξαν να πάρουμε όπλα, σακίδια και παγούρια, μας φόρτωσαν στα τζαίημς. Βγήκαμε από τα Σέρβια και μπήκαμε σε ορεινό χωματόδρομο. Άρχιζε να χιονίζει. Κρύο φριχτό στη διαμπερή καρότσα. Έτρεμε το φυλοκάρδι μας. Πού μας πήγαιναν; Σκέψεις δυσάρεστες πηγαινοέρχονταν στα κρυωμένα κι αμίλητα σώματα. Ανεβαίναμε σ’ ένα βουνό (υψ. 1379μ) δίπλα από το χωριό Μεταξά, εκεί που γεννήθηκε ο αείμνηστος βασιλεύς των ορέων και των ωραίων (γυναικών, κατσικιών και λιρών) Φώτης Γιανκούλας. Κάποτε πήρε τ’αυτί μας κάτι για αεροπλάνο, ατύχημα, σκοτωμένους. Ομιχλώδη νέα σ’ ένα αόριστο τοπίο απελπισίας.

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

'Το κερατένιο επάγγελμα..."


Ολβιος όστις της ιστορίας έσχεν μάθησιν
Ομως όλβιος κι όστις της λογοτεχνίας έσχε πάθησιν;

Είναι λοιπόν κατ’ επέκτασιν επαχθές το επάγγελμα του λογοτέχνη;

Θεέ μου, Αφροδίτη, Ερμή, πάτρωνα του κλέφτη
Δανείστε μου ένα μικρό καπνοπουλειό
ή στρώστε με σ’ όποιο επάγγελμα
Εχτός από το κερατένιο το επάγγελμα του λογοτέχνη
που όλη την ώρα σου ζητά να ‘χεις μυαλό.
(Ε.Π) μτφ. Γ.Σ.

Ζήτημα πρώτον προς όλους κι ειδικά τους φιλοξενούμενους εργάτες του πνεύματος και του χεριού κι όταν ταξιδεύουν από τόπου εις τόπον και του ποδαριού

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2010

Οι άνθρωποι με τις ομπρέλες


Ανθρωποι του τόπου και της βροχής δράστες του Πολυτεχνείου ή γνήσιοι κατιόντες αυτού κι επί το πλείστον πολυτεχνίτες, τιμούν, λέει, ούτω πως το Πολυτεχνείον έτους 2010. Στα πρόσωπα και τις ομπρέλες τους ο αγώνας για ψωμί παιδεία κι ελευθερία δικαιώθηκε.
Καλά να πάθει.

Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010

Που πας ξυπόλυτος μέσα στις μνήμες;


Σκηνές από μια πόλη του άλλοτε, που ανάσανε μόλις προχτές, μετά από 25 χρόνια!



Στην Καμάρα (στο βάθος η Ροτόντα) κάτι μεγάλες μεγαφωνικές εγκαταστάσεις αγριορο(ε)κιάζουν. Μάλλον για τις «Τρύπες» θα πρόκειται, δεν τους ακούω, αλλά τους έχω ακουστά. Διάβαση.


Τότε ήταν μόνον ΝΟΕ. Πότε πρόσθεσαν και «Πολιτικών επιστημών»; Τη συλλογίζομαι ακόμα μετά από τόσα (πόσα) χρόνια;


Ο πάνω δρόμος προς τη φοιτητική Λέσχη. Εκείνη την Παρασκευή πηγαίνοντας ακούσαμε το τάλαντον. Είχε όσπρια. Γυρίσαμε και ήδη χτυπούσαν οι καμπάνες. Αρχιζε ο πανηγυρικός εσπερινός της Ολονυκτίας


Γλιστρούσαμε για να κλειστούμε μέσα. Οχτος, λάσπες, ψιχάλα. Στενή Πύλη ένας ένας δύο δύο και κάτι το αδιευκρίνιστο να μας συνέχει. Δεν είχαμε και που αλλού να πάμε άλλωστε εκείνο ειδικά το βράδυ


Μπήκα (ή βγήκα) δι’ άλλης οδού από την τότε. Εντειχισμένη πλάκα. Στις 12 το μεσημέρι της σήμερον μαζεύονται (εδώ και χρόνια) οι εναπομείνασες μνήμες και του τα ψέλνουν που έφυγε τόσο νωρίς.


Απόγευμα. Εχει καταληφθεί εκ νέου η Πολυτεχνική από τους σύνηθες καταληψίες. Κατάθλιψη.


Ετέρα κατά(Θ)λη(ι)ψη περί την του ηλίου δύση έναντι του τότε Λαϊκού νυν Γεννηματά



Στην επιστροφή δεν πέρασα από την οδό Αιγύπτου. Το «Νεγκρεπόντε» της κλειστό.

«Πώς να εξηγήσω πιο απλά τι ήταν ο Ηλίας
Η Κλαίρη, ο Ραούλ, η οδός Αιγύπτου
Η 3η Μαΐου, το τραμ 8, η «Αλκινόη»
Το σπίτι του Γιώργου, το αναρρωτήριο.
Θα σου μιλήσω πάλι ακόμα με σημάδια
Με σκοτεινές παραβολές με παραμύθια
Γιατί τα σύμβολα είναι πιο πολλά απ' τις λέξεις
Ξεχείλισαν οι περιπέτειες οι ιδιωτικές
Το άψογο πρόσωπο της Ιστορίας θολώνει
Αρχίζει μια καινούρια μέρα που κανείς δεν τη βλέπει
Και δεν την υποψιάζεται ακόμα
Όμως έχει τρυπώσει μες στις ραφές της καρδιάς» (Μ.Α.)



Από την παραλιακή στο βάθος οι γερανοί του λιμανιού κι ο επιβατηγός σταθμός.

«Ο Τοτ, τού λείπει το ένα χέρι μα όλο γνέθει,
τούτο το απίθανο σινάφι να βρακώσει.
Εσθήρ, ποιά βιβλική σκορπάς περνώντας μέθη;
Ρούθ, δε μιλάς; Γιατί τρεκλίζουμε οι διακόσιοι; (Ν.Κ.)
(Εφτά σε παίρνει αριστερά μην το ζορίζεις...)


Αυτή «Η πόλη θα σε ακολουθεί».

Η δική σου εξακολουθεί να σε συμμαζεύει καθώς συνεχίζει με το ίδιο γκρίζο χρώμα της ακάθεκτη για την 25ετία (μια γενιά!)


Το σημαίνον και το σημαινόμενον της ημέρας

Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010

«Λογοτεχνία και Ιστορία» , λέει...



Πρόσκληση
προς δικαίους και αδίκους


Tην Παρασκευή το βράδυ 19/11 στην Κοζάνη ο συγγραφέας Αντώνης Κάλφας συντονίζει μια συζήτηση με θέμα «Ιστορία και λογοτεχνία» με προσκεκλημένους τρεις συγγραφείς: Δημοσθένη Κούρτοβικ, («Τι ζητούν οι βάρβαροι), Σοφία Νικολαϊδου («Απόψε δεν έχουμε φίλους») Κώστα Ακρίβο («Ποιός θυμάται τον Αλφόνς»)
Η εκδήλωση γίνεται στο Λαογραφικό Μουσείο Κοζάνης και θ’ αρχίσει αρχίσει στις 7.30 το βράδυ. Είναι μια διοργάνωση του λογοτεχνικού περιοδικού της πόλης Παρέμβαση με την χορηγία της ΔΕΠΑΚοζάνης στην οποία συμμετέχει και το Συνεταιριστικό Βιβλιοπωλείο.
Το θέμα της είναι η διαπλοκή λογοτεχνίας και ιστορίας καθώς οι τρεις συγγραφείς ο καθένας από την πλευρά του συζητούν τη σχέση τους με την ιστορία από τους βαλκανικούς πολέμους και φτάνουν μέχρι το Δεκέμβρη του 2008

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

«Κυάμων απέχεσθε…»



Την Παρασκευή ή το βράδυ Παναγίτσα μου
μου ετοίμασες με δάκρυα τη βαλίτσα μου...

Στ. Καζαντζίδης

....Εις τας ημέρας του γέροντος προέδρου, ότε εις τας δημοτικάς εκλογάς εψηφοφόρουν οι μάλλον φορολογούμενοι, ήρκει να λάβει τις είκοσι πέντε ψήφους νοικοκυραίων διά να γίνει δήμαρχος· δεν εχρειάζετο, καθώς σήμερον, να ψηφίζωσιν όλοι οι παρακατινοί, όλοι οι εξωμερίτες, όλες οι τσοπανοφλοέρες. Και αν τυχόν ηπειλείτο ισοψηφία και χωρικός τις έχων ψήφον εδείκνυτο σκληροτράχηλος και δεν ήθελε να τα γυρίσει, τον έκλεπταν, τον ήρπαζον, τον απήγον, τον έκρυπτον εις ασφαλές μέρος, όπου έτρωγε και έπινεν εκτάκτως, παχυνόμενος επί τρεις ή τέσσαρας ημέρας, εωσότου παρέλθουν αι εκλογαί. Είτα τον άφηναν ελεύθερον. Ούτω πως εξησφαλίζετο η επιτυχία του δημάρχου, όν ήθελεν η τάξις των φρονίμων να εκλέξει.
***
Το πρακτορείον του άλλου κόμματος έκειτο επίσης ουχί μακράν του σχολείου, αλλ’ όπισθεν, εις ολιγώτερον κεντρικόν μέρος και η θύρα του δεν αντίκρυζε τον τόπον της εκλογής. Όθεν, επειδή ήτο δύσκολον απ’ αυτού του πρακτορείου να επιτηρώσι τους ψηφοφόρους, όσοι εξερχόμενοι μετέβαινον εις τον τόπον της εκλογής ίνα ψηφοφορήσωσιν, ο Μανόλης ο Πολύχρονος ένευε συνήθως εις δύο ή τρεις των στενωτέρων φίλων να τους συνοδεύωσιν, ενίοτε δε και αυτός ο ίδιος τους προέπεμπεν εις τας κάλπας. Ήτο δε λεπτόν και ακανθώδες το πράγμα. Ο συνοδεύων ώφειλε να μη δεικνύει ότι συνοδεύει. Ώφειλε να τους εμβιβάζει με τρόπον εις τον τόπον της εκλογής, χωρίς να κάμνει ότι αυτός τάχα τους ωδήγησε και τους προέπεμψεν όπως ψηφοφορήσωσιν. Οι εντροπαλώτεροι των εκλογέων, σχεδόν όλοι, με όλην την μέθην ήν είχον τινές αυτών, εστενοχωρούντο και διεμαρτύροντο λέγοντες ότι «τι; πρόβατα είμαστε, να μας πάν’ έτσι;». Εν τοσούτω ενομίζετο επάναγκες να τους επιτηρώσιν. Οι πονηρότεροι των ψηφοφόρων μη απαξιούντες να λάβωσι «βαμβακόσπορον» και από τα δύο κόμματα έβαινον μετά της υστεροβουλίας, όπως επισκεφθώσι και το άλλο πρακτορείον, το οποίον έκειτο κατέμπροσθεν του εκλογικού τμήματος. Τινές δε, αν και δεν το επεθύμουν χάριν του διπλού χορηγήματος, αλλ’ εφοβούντο τα μίση και τους κατατρεγμούς, και δεν ήθελον να εκτεθώσι και απέναντι του κόμματος των Χαλασοχώρηδων. Ολίγοι μόνον εκλογείς εφόρουν φανερά το σημείον του κόμματος, άσπρην κορδέλλαν ως Χαλασοχώρηδες ή κοκκίνην ως Ανδρογυνοχωρίστρες. Πολλοί δε, αν και εβιάζοντο υπό των κομματαρχών των δύο μερίδων να φορέσωσιν εις απόκεντρον μέρος το λευκόν ή ερυθρόν σήμα, ευθύς ως επρόβαλλαν εις την αγοράν, το απέσπων από της κομβιοδόχης των και το έκρυπταν εις το θυλάκιον.
Ο «βαμβακόσπορος», τον οποίον έδιδαν τα δύο κόμματα εις τους ψηφοφόρους, ανεβοκατέβαινεν από δύο φυσέκια έως τέσσαρα και πέντε ή από μίαν σιχνάτσα έως τρεις και τέσσαρας. Είχαν φέρει επί κραβάτου και τον γερο-Κώσταν τον Γιουλάρην, δυστυχή παραλυτικόν, ίνα ψηφοφορήσει υπέρ των Χαλασοχώρηδων. Αλλοκότως δε πένθιμον ήτο το θέαμα του ταλαιπώρου πρεσβύτου, βασταζομένου επί φορείου υπό τριών ρωμαλέων ανδρών, εισκομιζομένου εις τον τόπον της εκλογής, περιαγομένου έμπροσθεν των καλπών, μετά κόπου κινούντος τον βραχίονα και ρίπτοντος εις το «σκασμένον» στόμιον τα σφαιρίδια. Είχαν φέρει από τα Καλύβια και τον μπαρμπα-Γιώργην τον Ξοπούλην, αγροίκον, όστις από τριάκοντα ετών δεν είχε καταβεί εικοσάκις εις την πόλιν και τούτο μόνον εν καιρώ εκλογών. Του είχον τάξει ζεύγος τσαρουχίων και μίαν τραγόκαπαν και ούτως επείσθη να έλθει. Κατήλθε περί την μεσημβρίαν με όλον το αιπόλιόν του, μη εμπιστευόμενος να το αφήσει προς ώραν εις την φροντίδα άλλου βοσκού. Έφερε τας αίγας του έως εις τα πρόθυρα του σχολείου, εισήχθη εις το πρακτορείον των Χαλασοχώρηδων, είτα ευθύς μετέβη εις τον τόπον της εκλογής κρατών και την πήραν του ανηρτημένην υπο την αριστεράν μασχάλην, μόλις πεισθείς ν’ αφήσει την μαγκούραν του έξω της θύρας. Εισήλθεν, εχαιρέτησε την επιτροπήν και τους παρεστώτας, ειπών «γεια σας». Εψηφοφόρησεν, εξήλθεν αμέσως και συρίξας συνήγαγε το αιπόλιόν του και απήλθεν εν βοή και κωδωνισμώ.
***
Ανέκαθεν τα αξιώματα ήσαν αγοραστά. Και αφού η επάρατος πλουτοκρατία είναι άφευκτον κακόν, κατά ποίον άλλον τρόπον θ’ αποκτώνται τ’ αξιώματα; Πράγμα το οποίον έχασε προ πολλού πάσαν ηθικήν αξίαν, μόνον διά χρημάτων είναι κτητόν. Και ούτως επόμενον ήτο να καταντήσουν τα πράγματα. «Ουδέν κακόν άμικτον καλού». Ευτύχημα μάλιστα νομίζω ότι δεν ανεφάνη επιφανής τις πολιτευτής εις τα μέρη ταύτα.
- Πώς είπες; ηρώτησεν απορήσας ο ξένος.
- Λέγω ότι λογίζομαι ως ευτύχημα το ότι δεν ανεφάνη τις εκ των λεγομένων επιφανών πολιτευτών εις τας νήσους ταύτας. Ενθυμούμαι τι συνέβη προ πολλών ετών, όταν είχε γίνει τις υπουργός, βουλευτής γείτονος επαρχίας. Οι κουρείς έκλεισαν τα κουρεία των, οι καφεπώλαι τα καφενεία των, οι υποδηματοποιοί επώλησαν τα καλαπόδια των. Δεν υπήρξε βοσκός, όστις να μη διωρίσθη τελωνοφύλαξ, ούτε αγρότης, όστις να μη προχειρισθεί εις υγειονομοσταθμάρχην. Τότε είδομεν πρώτην φοράν κι εδώ εις την νήσον λιμενάρχην φουστανελλάν. Ο εκ της γείτονος επαρχίας υπουργός μας τον είχε στείλει ως δείγμα περίεργον υπαλλήλου. Ο Θεός μάς ελυπήθη και δεν παρεχώρησε να γεννηθεί επιφανής τις εδώ, εσκλήρυνε δε την καρδίαν μας και δεν εδέχθημεν εισβολήν ξένου υποψηφίου. Ιλιγγιώ να φαντασθώ τι θα εγίνετο. Όλοι οι πορθμείς θα εγκατέλειπον τας λέμβους των, οι κυβερνήται θα έρρπτον έξω τα πλοία των, οι ναυπηγοί θα επετούσαν τα εργαλεία των και θα εζήτουν δημοσίας θέσεις. Διότι μη νομίσεις ότι η θεσιθηρία γεννάται μόνη της. Τα δύο κακά αλληλεπιδρώσιν. Η ακαθαρσία παράγει φθείρα και ο φθειρ παράγει την ακαθαρσίαν. Το τέρας το καλούμενον επιφανής τρέφει την φυγοπονίαν, την θεσιθηρίαν, τον τραμπουκισμόν, τον κουτσαβακισμόν, την εις τους νόμους απείθειαν. Πλάττει αυλήν εξ αχρήστων ανθρώπων, στοιχείων φθοροποιών, τα οποία τον περιστοιχίζουσι, παρασίτων, τα οποία αποζώσιν εξ αυτού, παχυνόμενα επιβλαβώς, σηπόμενα, ζωύφια βλαβερά, ύδατα λιμνάζοντα, παράγοντα αναθυμιάσεις νοσηράς, πληθύνοντα την ακαθαρσίαν. Ευτυχώς δεν υπήρξεν ενταύθα έδαφος κατάλληλον, διά να γεννηθεί το θρέμμα το καλούμενον επιφανής και ούτως απηλλάγημεν της τοιαύτης αθλιότητος μέχρι της ώρας. Η δωροδοκία δε την οποίαν βλέπεις τόσον γενικευμένην ως εκλογικόν όπλον, είναι κατ’ εμέ το μικρότερον κακόν. Όστις όμως δυσφορεί επί ταύτη ας μη μετέχει του εκλογικού αγώνος, μήτε ως εκλογεύς μήτε ως εκλέξιμος. «Κυάμων απέχεσθε…»

Από τους "Χαλασοχώρηδες" του εις την προτομήν συλλογιζόμενου

Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2010

«Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής...»


Μας ρήμαξαν στα γκολ, 5-0 οι πράσινοι, της Παναθηναϊκής
γης, του Δήμου Αθηναίων αλλά και πάσης Αφρικής...


Στο βιβλιοπωλείο και μέσα στο βιβλίο «Ταξιδιωτικό στα βιβλία μαθητεία στο ταξίδι» βρήκα την πρόσκληση για τον αγώνα ΚΟΖΑΝΗ - Παναθηναϊκός, για το κύπελλο Ελλάδος. Η Κοζάνη, πρωτεύουσα της Δ. Μακεδονίας, βρίσκεται μεν στις εσχατιές της εθνικής, ποδοσφαιρικής κλίμακας, αλλά στο εθνικό κύπελλο συναριθμείται (όπως τα λευκά και τα άκυρα ψηφοδέλτια) ομού με όλες τις ομάδες πόλεων και χωριών της επικράτειας. Παρακάτω της υπάρχει η Δ’ Εθνική κατηγορία με αγωνιζόμενα σ’ αυτήν τα γύρωθέν της χωριά: Γκοτζιαματλή, Ελάτη, Γκόμπλιτσα, ΑνωΚάτω Βάντσες (η Λευκοπηγή δεν έχει ομάδα πια γιατί ο μέγας της Αλέξανδρος διαλύθηκε από τους επιγόνους, αμέσως μετά την κατάκτηση του ποδοσφαιρικού τίποτα). Τα Γρεβενά των οποίων ο «Πυρσός» αγωνίζεται πλέον με τα χωριά γι’ αυτό κι εξέλεξε και με την πρώτη Δήμαρχο, όπως όλες οι κοινότητες της χώρας κ.α.
Ταξίδι πίσω στις ποδοσφαιρικές λέξεις και λόξες.
Τετάρτη απόγευμα, παραμονή της εθνικής επετείου, μέχρι κι εγώ ήμουν στο γήπεδο, στην κερκίδα με το σκέπαστρο - οι δύο ξεσκέπαστες είχαν καταληφθεί από τους φτηνούς θεατές και τους οργανωμένους φωνασκούντες του ΠΑΟ. Κεντρικό τους σύνθημα: «Γαμείστε τον πούστη τον Ολυμπιακό», ένα πρωθύστερο σχήμα βοώντος οχλαγωγικού λόγου, ο οποίος αναφερόταν στον αγώνα που έμελε να συμβεί στην Αθήνα το Σάββατο και κατέκλυζε η αγωνία του το μυαλό κάθε αγνού φιλάθλου (πατριώτη, χριστιανού και ψηφοφόρου συνήθως των κομμάτων εξουσίας). Ενδον σημ.: Ο αγώνας έγινε και οι πράσινοι με 1-0 (το ένα που «τσούζει» δηλαδή) έκαναν ύλη πραγματικότητας την μέχρι τότε ιλύ του ονείρου τους.
Από τους τελευταίους (ξέχασα να πω πως έβρεχε κιόλας) προσπέρασα τις παλιές αποθήκες του Γεωργικού Συνεταιρισμού Σερβίων και Κοζάνης (οι αποθήκες των γεωργοκτηνοτρόφων και η αγία Μητρόπολη φέρουν τον αυτό ιστορικό τίτλο). Αυτές σε λίγο θα γίνουν η νέα ιστορική, Δημοτική Βιβλιοθήκη πάνω σ’ εκείνο το ωραίο αρχιτεκτονικό σχέδιο, κάτι σαν κλωβός ψυχασθενών· κλωβοί επίσης υπάρχουν στη λίμνη Πολυφύτου όπου εγκλωβίζουν τα ψάρια και τα «επικονιάζουν» κανονικά. Τον Δημοτικό κήπο όπου φωτογραφίζονται οι νεόνυμφοι κοζανίτες, όπως επίθ υπαρκτού σοσιαλισμού οι νεόνυμφοι της Μόσχας φωτογραφίζονταν στο άγαλμα του ποιητή Πούσκιν στο οποίο και εναπέθεταν τις γαμήλιές τους ανθοδέσμες, το Δημοτικό ωδείο με τις ακέφαλες στήλες (κάτι σαν τις Ερμές του Αλκιβιάδη) και εισήλθα επίσημα στο Εθνικό Στάδιο Κοζάνης –είχα πρόσκληση, το επαναλαμβάνω- άρα ήμουν ηυξημένης σοβαρότητος θεατής.
Αμέριμνος έδειξα την κάρτα αλλά παρ’ όλα αυτά με περιλάβαν για σωματικό έλεγχο οι αστυνομικοί, μη τυχόν έχω αναπτήρα πάνω μου, κι ήταν θυροφύλακες της αντικαπνιστικής μας καθ-υστερίας. Δεν κάπνιζα. Αθώος.
Ο αρχηγός της πράσινης ομάδας ήταν ένας μαύρος εντελώς άνθρωπος πρόσωπο και σώμα. Κάποιος μακρινός του πρόγονος ίσως και να έφαγε μερίδα ανθρώπινη. Ενας γείτονας στην κερκίδα πρόθυμα με καθοδηγούσε στις νεότερες εξελίξεις του ποδοσφαίρου κι έλυνε απορίες μου. Είναι ο κ. Σισσού, Γάλλος υπήκοος, μεγάλο ταλέντο, είπε. Μια άλλη απορία ήταν οι αριθμοί που φέρουν στη φανέλα τους οι παίκτες. Είχα μείνει στην εποχή που η ενδεκάδα άρχιζε από 1 κι έφτανε στο 11 συν οι αναπληρωματικοί. Τώρα ο καθένας βάζει στην πλάτη του όποιον αριθμό του καπνίσει μέχρι το 99. Μυστήριο!
Πίσω ολοταχώς. Μαθητής δημοτικού υποστήριζα τον Παναθηναϊκό... Ακούσαμε πως έπαιζε με την Κοζάνη ματς φιλικό. Από νωρίς στο δημόσιο δρόμο κάτω από το στάδιο, στην άλλοτε οδό Χαιρωνείας, τώρα Ανδρέα Παπανδρέου, προς τιμή του μεγάλου πράσινου αρχηγού της ομάδας των μη προνομιούχων. Υπήρχε εκεί είσοδος, όχι δωρεάν αλλά και καβάκια για τους αναρριχητές παρατηρητές κάθε εποχής. Οπως και πυκνός κισσός αναρριχόμενος στα κάγκελα. Δεν μπορούσαμε να σκαρφαλώσουμε, αλλά ακούγαμε την ηχώ και τον αχό του αγώνα.
Επάνοδος στις μέρες μας. Ο ποιητής του λαού κ. Βασ. Βατάλης στις Νομαρχικές εκλογές του 1998 κατέβασε, κατά παγκόσμιον πρωτοπορία, την ποίηση στις εκλογές, αφού συνέπηξε ποιητικό συνδυασμό και διεκδίκησε επί ίσοις όροις, ακόμα και στα όρθια ντιμπέιτ των υποψηφίων, το νομαρχιακό θώκο. Εκείνο τον καιρό η Κοζάνη ήταν «Πόλη του βιβλίου», τώρα είναι η «Πρωτεύουσα των χαρτών», με στιχοκόλλησε με ποιητική προκήρυξη στο καμπαναριό και στην είσοδο των δικαστηρίων («Προς γνώσιν και για τις νόμιμες συνέπειες...») με το πολύστροφο ποίημά του «Αναρριχόμενος κισσός Βιβλιοθήκης» το οποίο άρχιζε ούτως:
«με τον φωτισμό του, τον μέλανα
ήρθε δικηγόρος να μας «γιάνει»!!!
σε ημετεριστικά έδρανα
κισσός, στ’ όνομα Καραγιάννη

κι αναρριχόμενος κομμάτων!!!
τους πεπρωμένους χτυπημένους
κόντρα, πεινασμένων στομάτων
ειρωνεύεται πονεμένους...» (1)
Κι εγώ που νόμιζα πως ακολουθούσα το του Γ. Δροσίνη: «Δεν θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα/ σε ξένα αναστηλώματα δεμένο./Ας είμαι ένα καλάμι, ένα χαμόδεντρο./ Μα όσο ανεβαίνω, μόνος ν' ανεβαίνω, με «γείωσε» κανονικά αφού ήμουν ο εκλεκτός άρα και έρμαιο των άστοχων ή πληθωριστικών κομ(μ)άτων, αλλά και των προσωπικών γλυκύτατων άνω τελειών και πρωτίστως ατελειών. Ω, οι ωραίοι καιροί! Ευχαριστώ αναδρομικά τον λίαν ετοιμόλογο στην ομοιοκαταληξία, ποιητή του λαού της Κοζάνης και περιχώρων.
Επιστροφή σε γ’ πρόσωπο. Ποιός νίκησε τότε δε Θυμάται. Αλλά θυμάται πως σ’ αυτό το γήπεδο σημείωσε το τέρμα της τιμής επί της ομάδος της Κοζάνης σε αγώνα προπόνησής της με τον Μέγα Αλέξανδρο Λευκοπηγής (ήτο δεινός περί την ποδοσφαιρικήν κι ιδίως την γκολικήν διαλεκτικήν όσο απίστευτο κι αν φαντάζει) αφού ο τερματοφύλαξ του στρατηλάτη που έφερε το ποδοσφαιρικό ψευδώνυμον Αττίλας από τον ‘Ισβορο (οι παλάμες του ήταν πλατιές σαν φουρναρόξυλα) έφαγε 6 γκόλ, ενώ ο κοζανίτης κ. Δήμου μόνον ένα, προς τιμωρία του γιατί τον περιέπαιζε ως ακίνδυνο ποδοσφαιρικά, νέον). Αυτό το γκολ βέβαια το πλήρωσε μετά από πολλά χρόνια ότι οι γνήσιοι της πόλεως το έφεραν βαρέως να σκοράρει ο χωρικός κατά της ομάδος τους.
‘Εβρεχε συνεχώς και οι ποδοσφαιριστές πάνω στο πράσινο χορτάρι ...χόρευαν. Προς στιγμή μου ‘ρθε κατά νουν το πολύστιχο ποίημα του κανονικού ποιητή αλλά ολόκληρου του εργαζόμενου κι αγωνιζόμενου λαού, Γ. Ρίτσου, ο τίτλος του δηλαδή, καθότι δε θυμάμαι αν το διάβασα ποτέ, «Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής».
«Χιλιάδες αποσιωπητικά τ' αστέρια. Φίλησε με.
Χιλιάδες στόματα χρυσά λιγάκι λυπημένα
πάνου στο στόμα σου. Κ' οι στίχοι ως πέρα απ' τα μεσάνυχτα
κάτου απ' τη λάμπα που καπνίζει. Μυρίζει πετρέλαιο...»
Η είσοδος του κ. Νομάρχη σήμανε και την έναρξη του αγώνα. Οι ομάδες ισότιμες μέχρι εδώ αφέθηκαν στις απαραίτητες ρεβεράντζες αβροφροσύνης κι αλληλοχαιρετήθηκαν οι δύο αρχηγοί της μαύρης και της κοζανίτικης φυλής. Στους παρευρισκόμενους υποψήφιους δεν επετράπει να χαιρετήσουν ότι αυτά γίνονται μόνο στις υδαρείς εκδηλώσεις πολιτισμού.
Από νωρίς η μάχη της κερκίδας μύριζε αντί πετρέλαιο ήττα. Ακουσα πως η πόλη είχε κάποτε οργωμένη ομάδα οπαδών με το όνομα «Τα Λιοντάρια». Πού ήταν αυτοί άραγε; Ούτε μια μαζική βρισιά της προκοπής δεν άκουσα. Ρουτίνα και πλήξη διακατείχε το φίλαθλο τελικά ακροατήριον. Σποραδικά ένας αψίκορος πολίτης φώναζε, καθ’ υπερβολήν, για κάποιο μαρκάρισμα σκληρό ή αβλεψία του διαιτητή ή του λάιτσμαν. Μια απαράδεκτα πολιτισμένη ατμόσφαιρα επικρατούσε σε αντίθεση με τους πράσινους οπαδούς και παίκτες, οι οποίοι «ως σκύμνοι ωρυόμενοι του αρπάσαι» μας έβαλαν 5 γκολ στο γήπεδο κι άπειρα στην κερκίδα.
«ΠΑΟ-Θρησκεία θύρα 13» ωρύονταν οι φιλοξενούμενοι, μεταξύ των οποίων και πολλοί ντόπιοι παναθηναϊκοί οι οποίοι έβγαζαν το άχτι τους. Βαρυνθέντες την επί 20ετία κυριαρχία των τοπικών πρασίνων, ήθελαν να νικήσουν τους κόκκινους του γηπέδου κι ας ήταν η πάτρια ομάδα τους. Προδότες; Κάπως. Οι κερκιδάνθρωποι είναι θρησκευόμενοι άνθρωποι. Αν και έπρεπε να έχουν την εξουσία (ή μήπως την επανάσταση) στην άκρη των ντουφεκιών τους, κατά τον Μάο Τσε Τουγκ, αυτοί έχουν στην άκρα των χειλιών τους, ως θεοσεβείς, το θείον γαμοσταυρίδι, την πλέον προσφιλή βρισιά με την οποία διαδηλώνουν άδολα την πίστη τους.
Πριν δυό –τρεις μήπως και τέσσερις βδομάδες, πάλι ήμουν στο γήπεδο! Τι έπαθα τελευταία; «Οι ελαφροί ας με λένε ελαφρό» Αγώνας Κοζάνη- Νίκη Βόλου. Νάτην πάλι «η μνήμη να γλιστρά με λαστιχένια πέδιλα». Κάποτε, το 1961-62 τότε που διεξάγονταν οι εκλογές της βίας και νοθείας (τώρα είναι οι εκλογές της αποχής και της αηδίας) όπως τις είπαν, η ποδοσφαιρική πόλη με τον Ολυμπιακό της («Ανοιξε η θάλασσα και βγήκαν τα χταπόδια βγήκαν κι οι Ολυμπιακοί με τα στραβά τα πόδια» ακούγαμε να λένε οι αντίπαλοί τους Μακεδονικοί –πάντα το διπολικό σχήμα κυριαρχούσε- διεκδίκησε την άνοδο στην Α’ εθνική εναντίον της κυρίας Νίκη Βόλου, η οποία τερμάτισε πρώτη, ανελθούσα στην Α’ κατηγορία. Φέτος η ομάδα αυτή ήρθε με κερκίδα οργανωμένη και με όλο το υβριστικό ρεπερτόριο ανά χείλας εναντίον των κοζανιτών, οι οποίοι άκουγαν σαν κότες, ειρηνικοί, μαλθακοί κι ήπιοι ως ο νυν (κι ερχόμενος;) δήμαρχός της κ. Μαλούτας Λάζαρος (του άλλου Λαζάρου της πόλεως εξέλεξαν συμβούλους τα όποια σχήματα υποστήριξε, ενώ ο τρίτος, ο Εορδός, δευτέρωσε και την Κυριακή η Μεγάλη Παρασκευή τον καρτερεί). Σύνθημά τους κι αυτοί: «Νίκη - Θρησκεία - Ιωνία». Με το δίκιο τους, διότι στο μεσοπόλεμο, σε κάποια κομματική οργάνωση βάσης (ΚΟΒ) του ΚΚΕ Μαγνησίας, μπήκε σε ψηφοφορία το θέμα της ύπαρξης ή μη του θεού και αποφασίστηκε με ψήφους 4-3 ότι δεν υπάρχει θεός. Επομένως αντί θεού η Νίκη, αλλά η νίκη της θεάς μπάλας ήταν τώρα της Κοζάνης με 1-0.
Μια λύπη για τους φουκαράδες προλετάριους της ποδοσφαιρικής Κοζάνης μου ‘ρθε. Αμείβονται λίαν λίγο σε σχέση με τους Αθηναίους που τα παίρνουν χονδρά· οι εδώ είναι όπως οι Αλβανοί των πρώτων καιρών στα χωράφια, στα πρόβατα, στα αμπέλια εργαζόμενοι για ένα κομμάτι ψωμί και «για μια μπουκιά κι ένα ποτήρι και δόξα το Θεό» («το λαό» παραποιούσαν οι αμετ-ανόητοι κομματικά θρησκευόμενοι). Ακόμα και στη σωματική εμφάνιση υστερούσαν οι δικοί μας (πως να τους πω, αδέλφια εν ευρεία εννοία τους ένιωθα;) κάτι λιανοπαίδια μπροστά στους νταβραντισμένους και γυμνασμένους σαν ρομπότ στυγνούς κι άνευ ουδενός αισθήματος, επαγγελματίες του είδους.
Σφύριγμα λήξης. Λαός και πολιτικοί αδελφωμένοι αναχωρούν· όμως από το βάθος της ιστορίας ακούγονται τα τύμπανα της ανατροπής δια της αποχής:
«τρέμε κομματική κυριαρχία
στον υποψήφιο, για νομαρχία
ποιητής λαού κατεβαίνει
τερματισμός, στις μασωνίες μπαίνει...»

- Αμήν αμήν λέγω ημίν κι υμίν.


ΥΓ. Το ποίημα του Βασ. Βατ. περιλαμβάνεται στη συλλογή με τον τίτλο: «Ηθικοπολιτικά Πονήματα ποιητή λαού», Κοζάνη 2002. Είναι η εβδόμη αν δεν κάνω λάθος συλλογή, μεταξύ των οποίων και η ευφυέστατη, ως τίτλος Ομήρου Ελιμειάς επί της οποίας το αρχαιολογικν Μουσείο Αιανής (είπαμε ιστορική κι αρχαιολογική έδρα του Δήμου Κοζάνης) προκήρυξε εκπόνηση διατριβής ως κατά τόπον, ύλην και αίσθησιν αρμόδιο.

Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2010

Εκλογικά σπαρταριστά, ήγουν φρέσκα, ανάλεκτα



‘Ελεγεν ο θεωρητικός και πρακτικός παππούς του σημερινού ΚΚΕ (πατήρ τους είναι ο Στάλιν) προπαππούς της ΚΝΕ, Βλαδίμηρος Ιλιτς Λένιν, πως Κομμουνισμός = Σοβιέτ συν εξηλεκτρισμός.
Η νυν Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κοζάνης ευελπιστεί από αυτήν την πρώτη Κυριακή (έστω την άλλη), να είναι Περιφερειακή διοίκηση, όμως ο εμπνευστής του «Μνιάν κι όξου», διάδοχος του αλησμόνητου «Ας», τώρα είναι υποψήφιος στο αντίπαλο στρατόπεδο άρα το πράγμα δυσκολεύει κάπως διότι έχει και το copyright. Η ούτω πως κυρία θεωρεί πως Πολιτισμός = Αρχαιολογισμός συν αθλ(ιο)ητισμός. Αυτό με αφορμή τη δημόσια μετά φωτογραφίας, επιβράβευση του τοπικού Νεοέλληνα φετινού Μαραθωνοδρόμου κυρίου Μ. Παρμάκη που ήρθε πρώτος από τους άλλους τρέχοντες συνέλληνες αθλητές (δηλ. 26ος ή 28ος στη τελική κατάταξη). Φυσικά αυτό το κατάφερε απλά επειδή ο κύριος πρωθυπουργός έτρεξε μόνον στα 10.000 μέτρα διαφορετικά δεν τον έβλεπα κερδίζοντα αυτόν τον επίζηλο κότινο.
Εν τούτοις: «Εύγε Εύγε» του ...και «Αξιον εστί» το τρέξιμό του.
Ομως δεν είδα τους εν λόγω κυρίους της κυρίας να συγχαίρουν δημόσια τον έξοχο φωτογράφο κ. Χρήστο Λαμπριανίδη που έλαβε το πρώτο βραβείο σε παγκόσμιο διαγωνισμό φωτογραφίας για το κλίμα. Κι αυτό διότι το κλήμα του επιχωρίου δημοτικονομαρχιακού πολιτισμού ήταν που ήταν στραβό το έφαγε κι ο γάιδαρος, είναι δε λίαν βλαχο-ηπειρωτικόν. Φθινώπορο -Χειμώνα Αποκριοαρχαιολογία, Ανοιξη- Καλοκαίρι Λασσανειοαθλητικολαγνεία.
Μονοκαλλιέργειες.
Είπα μονοκαλλιέργεια...
Διαβάζουμε πως οι μηλοπαραγωγοί από το Τοιχιό Καστοριάς αποφάσισαν αποχή από τις εκλογές της 7ης Νοεμβρίου διαμαρτυρόμενοι για τη μη καταβολή των αποζημιώσεων, συνολικού ύψους 4,2 εκατομμυρίων ευρώ, για τις καταστροφές που υπέστη η παραγωγή τους πριν από δύο χρόνια (εμείς τι φταίμε;). Ετσι θα απέχουν των εκλογών διότι στα μήλα τους δεν εδόθη η δέουσα τιμή από την Κυβέρνηση (αλλά όχι από όλους τους άλλους της αντιπολίτευσης οι οποίοι τα τιμούσαν δεόντως σε όποια λαϊκή τα συναντούσαν).
Επίσης και ως γνωστόν από καιρό οι ροδακινοπαραγωγοί Βελβενδού απέχουν, διότι ενεπαίχθησαν από την Κυβέρνηση (αλλά όχι από τα άλλα κόμματα) στο ζήτημα της κατάργησης του αυτόνομου Δήμου και την προσκόλλησή τους ως ουρά («Μια γίδα μια φορά κουνούσε την ουρά...» στο Δήμο Σερβίων.
Εγκυροι αναλυτές εκτιμούν πως η αποχή των ανωτέρω θα φέρει τέτοια αναταραχή και θα επηρεάσει το τοπικό κι ευρύτερο πολιτικό σύστημα κατά τον ίδιο τρόπο που επηρεάζει το κούνημα της ουράς (νάτην πάλι η ουρά) μιας σαρδέλας στον Ωκεανού στη δημιουργία της τρικυμίας.
Νομίζω πως όλα αυτά είναι κόλπα των κανονικών πράσινων, εκείνων των περιοχών. Πασοκικές δηλαδή κι όχι φυσικά των Οικολόγων Πρασίνων οι οποίοι ενώ στην Κοζάνη ΣΥΝυποστηρίζουν τον κύριο Κύρινα από την Περιφέρεια Αιανής και τον κ. Ιωαννίδη από το Δήμο Μαυροδενδρίου στη Θεσσαλονίκη αρνήθηκαν τον κ. Μπουτάρη (με το σκουλαρίκι) όπως κι ο λίαν χριστιανικά Παναγριώτατος κύριος Ανάνθιμος. Να μην ψηφίσουν δηλονότι οι πληττόμενοι κάτοικοι (πλην του ΚΚΕ, ότι καμιά ψήφος τους δεν πρέπει να πάει χαμένη) διότι αλλιώς αυτοί θα τιμωρούσαν δια καταμαυρίσεως εκείνους που τους λησμόνησαν στα μήλα και στα ροδάκινα. Τιμωρούν όλα τα κόμματα αν και μόνον το Κυβερνητικό και Μνημονικό τους ενέπαιξε· συλλογική τι-μωρία (!) διότι όλα τα κόμματα της Βουλής τρων από τα κρατικά ροδάκινα της επιχορήγησης· επομένως όλα θα περάσουν από την Κυριακή αψήφιστα. Ενώ στον Βόιο Δήμο και τόπο όπου πήραν πολιτικά το ζήτημα κι όχι ως εσπεριδοειδής απόφυση, οι κυβερνητικοί βουλευτές και περιπαίχτες τους, ούτε συνδυασμό δεν μπόρεσαν να συμπήξουν, κατά πανελλήνια μοναδικότητα. Απεναντίας έφτασαν και μέχρι την κλωτσοχειροδικία αφού οι κάτοικοι εκεί είναι εύανδροι κι όχι πολιτισμένοι γλυκούληδες του κάμπου.
Εν τω μεταξύ γνωρίζω τρεις Βλαδίμηρους στην ιστορία:
1. Τον Βλαδίμηρο Ιλιτς Λένιν που είπε τα παραπάνω κι είναι ο πνευματικός κι ιδεολογικός ανιών όσων προανέφερα, του οποίου έχω τα «Απαντά» του σε καμιά 25ριά τόμους, έκδοση Σύγχρονης Εποχής, τα οποία κυκλοφόρησαν μετά την μεταπολίτευση (τι τα ήθελα ο ερίφης και τώρα δεν έχω που να τα χαρίσω αφού δεν μπορώ να τα πετάξω ή τα πολτοποιήσω;) Το αμάρτημα της βιβλιοσύνθλιψης διέπραξα άπαξ, την εποχή της Βιβλιοθήκης -μέχρι πότε τελικά άραγε θα νοσταλγείς αυτήν Ιnsula Utopia σου – όταν εκατοντάδες βαρύτιμα δεμένους τόμους, του καταφωτισμένου ηγέτη των ΒορειοΚορεάτων Κιμ ΗΙλ Σουγκ, τους οδήγησα μόνους κι ανυπεράσπιστους από τους επιχώριους υποστηρικτές του, στην ανακύκλωση στο νιάημερο, διαπράττοντας βαρύτατο έγκλημα κατά της παγκόσμιας επανάστασης κλπ. Εξομολογήθηκα δημοσίως αυτό το αμάρτημα πλειστάκις μήπως κι εξιλεωθώ, αλλά οι τύψεις συνεχώς με πλήττουν.
Εχω επίσης στη βιβλιοαποθήκη του χωριού, τους μισούς τόμους από τα άπαντα του Β.Ι.Λ. στην έκδοση του 1953, τους οποίους διαμοιράστηκαν τα τότε δύο τοπικά ΚΚΕ, αφού ολοκληρωμένη η σειρά υπήρχε στα γραφεία Κοζάνης της ολιγοήμερης «Ενωμένης Αριστεράς» του 1974 (που τη θυμήθηκα τώρα την εποχή της εντελώς θρυμματισμένης). «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» μου ανταλλάσσω ολόκληρη τη νέα σειρά της Σ.Ε. με τη μισή παλιά του 1953 έτσι για τον χρόνο έκδοσης και μόνο και για ό,τι αυτός σηματοδοτεί στο παγκόσμιο κομουνιστικό κίνημα και στο οικείο μας επί γης κούνημα γενικώς.
2. Το Βλαδίμηρο, Ρώσο αυτοσχέδιο ιατρό, θεραπευτή διαφόρων πόνων του σώματος αλλά με βελονισμό...
3. Το Βλαδίμηρο Μαγιακόφσκυ μέγα Ρώσο ποιητή που αυτοκτόνησε μόλις άρχισε να ζει τα αδιέξοδα της θεωρίας και πολιτικής του διαδόχου του πρώτου των Βλαδίμηρων.
Ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός (“Ελευθερία ανάπηρη πάλι σας τάζουν…”) μνημονεύει τον Μγκφσκ σε ένα ποίημά του “Μέρες του 1953” τότε δηλαδή που πέθανε ο Στάλιν, στη συλλογή “Κατά Σαδδουκαίων” εκδ. Κείμενα1971. Το αναδημοσιεύω έτσι αλλά όχι για πλάκα.

ΜΕΡΕΣ 1953

Σκεφτείτε τη θέση της Κυβερνήσεως
μετά την δολοφονίαν των ποιητών
εμένα σκεφτείτε ανεβαίνοντας το φλογερό
δρόμο που άλλοτε ακούγονταν κλαγγές
όπλων φοιτητών τώρα έρημο πάρκο.
Σκεφτείτε τη θέση των ποιητών
μετά την εγκαθίδρυση των κυβερνήσεων
μετά τη διαταγή παύσατε πυρ υμνήσατε τους
άρχοντας
σκεφτείτε και εμένα .
Μέσα στο ήρεμο πλήθος υψώνομαι
με κοιτάζουν παράξενα
μέσα στη νέα βουή δεν ακούγομαι
πέφτω και φεύγω.
Γιέσενιν – Μαγιακόφσκυ αδελφοί που τερματίσατε
δεν αγαπήσατε τα ήρεμα βράδια τον καφέ
τις συζητήσεις
δεν είχατε σε ποιόν να επιτεθείτε.
Τώρα κυριαρχεί η χαμηλή φωνή κάποιου εγκάρδιου
Ναζίμ που μας καλεί για ειρήνη
τώρα χτυπάν στα πάρκα τα παιδιά τραγούδια των σκλάβων .
Ξαφνιάζονται οι άνθρωποι σαν ακουστεί
το Εμπρός επαναστάτες
ξαφνιάζονται σαν ακουστεί Ελευθερία.
Πάψε τους ύμνους σου αστέ ποιητή έλληνα
Λειβαδίτη
για έρωτες και σπίτια και ηρεμία
όσο ανθρώπινα κι αν είναι .
Αύριο θ’ αναγκαστείς να φωνάζεις
όπως άλλοτε μαζί μου θάνατος στους τυράννους .
Αύριο που η ζωή θα μας σφίγγει θα βγεις με
την κορούλα σου στους δρόμους
γεμάτος απορία μέσα στις φλόγες
και δε θ’ αναγνωρίζεις τίποτα .
Έλα μαζί μου.
Μίλα για μια τεράστια σύγκρουση της εργατιάς
μ’ αρχόντους
ατσάλωνε την τόση θέληση της
πάψε τους θρήνους σου.
Εγώ με τη φωτιά του 17 προχωράω αντίθετα
από τα συνέδρια τις συσκέψεις
αντίθετα από τις μυστικές αστυνομίες
από τους υπουργούς τις δεξιώσεις
αντίθετα στον πόλεμο.
Κανένας πια δεν έμεινε ποιητής.
Έτσι μονάχος ανοίγω το δρόμο.