Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)


Τετάρτη 2 Απριλίου 2008

Βελτσου, ναι, ποιηματα

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΤΣΟΣ


ΑΠΟ ΒΗΘΑΝΙΑΣ
εκδ. ΙΝΔΙΚΤΟΣ



ΛΑΖΑΡΟΣ ΑΠΟ ΒΗΘΑΝΙΑΣ

Δε θυμάμαι ούτε το Χριστό ούτε το Λάζαρο.
Μόνο, σε μία γωνιά, την αηδία
Ζωγραφισμένη σ’ ένα πρόσωπο
που κοίταζε το θαύμα σα να το μύριζε.
Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ

Έλα να βυθίσεις το χέρι σου
στο στέρνο
Τον λίθο βάλε στη θέση της καρδιάς
κι άσε τους σκύλους γύρω
να λυσσάνε
Μη την πετάξεις
Κυρίως, μη τη σφραγίσεις σε σκεύος ιερό

Χριστός δεν είμαι
να πλένουνε τα πόδια μου μ’ αρώματα
Δεν κρέμομαι επί ξύλου
Ποτέ δεν διπλασίασα ψωμιά
Ενώπιον ξένων τα ποιήματά μου στιχουργώ
Εις ώτα ξένων τραγουδώ
τραγούδι φώκιας

Υποπτεύομαι όσους πατάνε τα νερά
συνδιαλεγόμενοι με τους νεκρούς
καλώντας τους νεκρούς να εγερθούν
ενώ μυρίζουν
Δεν είμαι εγώ η ανάσταση και η ζωή
Απ’ την πλευρά του Λάζαρου
για ησυχία εκλιπαρώ
Κοιμούμαι
Πέντε οργιές βαθύτερα απ’ τον ύπνο
Πέντε φορές ψηλότερα απ’ τον αφρό

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΣΤΟ ΛΑΖΑΡΟΣ ΑΠΟ ΒΗΘΑΝΙΑΣ Ι

Τι ώρα θα σχολάσουν οι εργάτες
σ’ αυτό το εργοτάξιο
με τη χειροκίνητη μπετονιέρα
και τους ξυλότυπους;
Πότε θα πέσει η πλάκα;
Πότε υψώνουνε σταυρό;
Πότε θ ‘αγιάσει ο πάπαρδος την μπούκα;
Για ποιόν προορίζουνε τον οίκο
χωρίς τα παράθυρα
χωρίς τις κιγκλίδες
το ρόπτρο που ειδοποιεί
και τον φεγγίτη;
Γιατί είναι ο λεγάμενος
σαν το σουδάριο λευκός;
Ποιος αναπαύεται εδώ;

Μην ερίζεις με τον νεκρό
Μη ζηλέψεις τον οίκο του
χωρίς παράθυρα
χωρίς κιγκλίδες
Και σ’ αυτήν που ήρθε να σε φωτογραφίσει μαζί του
μην της αποκαλύψεις το όνομα
Μη δείξεις τη βάρκα του
Μην ερεθίσεις την περιέργειά της
για το ποιόν της τελευταίας συναναστροφής σου
Ασ’ τη να θάβει τους δικούς της νεκρούς
Και συ, ξαναδοκίμασε απ’ την αρχή το θαύμα
Μέσα στην κόχη του ματιού
κόκκος της άμμου δεν χωρά

Με το έλεος του σε καταδιώκει ο Θεός

TRISTITIA

Θλίψη μου
Με το λατινικό σου όνομα
όλη τη λατινογενή σου δυσκολία
τα σύμφωνα που σε κρατούν
μαζί με τη στρυφνή μου ιδιότητα
στα δόντια
όταν στο οδοντικό σου υπόβαθρο
από γή θηραϊκή
χτίζω αργά τη σκοτεινή μου ύλη
όταν μοχθώ να κατοικήσω
ο άστεγος τραγουδιστής της καντσονέτας
που τραγουδούσε η μάνα μου αφηρημένη
άστατη όπως εγώ, ο πασατέμπος της
που τρώει την ανία

Θλίψη μου
Οικογενειακή tristezza
πως πέφτεις με τα ζενερίκ
εμπρός στην Αελλώ και την Ατθίδα!
Εκείνο το μικρό παιδί
πόσες φορές δεν είδε την ταινία σου απ’ το μπαλκόνι
πόσες φορές δεν άκουσε, Ιούνιο, στο άχτιστο οικόπεδο
να στρώνουν το γαρμπίλι!
Ήχος παράξενος, στριγκός
που ακούν ευχάριστα οι πεθαμένοί

Δεν υπάρχουν σχόλια: