Καζαντζακικές «σπουδές» στην Κοζάνη
και «Μετοχικές» σπονδές στο Βελβεντό
Του Β. Π. Καραγιάννη
Ξανάρθε, λοιπόν, την σήμερον ο Ν. Kαζαντζάκης, πενήντα χρόνια από το θάνατό του, στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντος, στο μέγα πανελλήνιον. Στα φοιτητικά μας χρόνια οι κλεψίτυπες, φθηνές αλλά γρηγοροδιάβαστες εκδόσεις του, στο κόκκινο πάντα, αραδιασμένες στους πάγκους, που τις τελαλούσαν οι πωλητές ως κάτι το εξωτικό έξω από τη φοιτητική Λέσχη, ολοκλήρωναν, μέσα σ’ ένα αναγνωστικό ενθουσιασμό, τη μαθητική έναρξη γνωριμίας του μυθιστορηματικού κόσμου, του Νίκου Καζαντζάκη (Ν.Κ.), που άρχισε με το «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» (βιβλίο δανεισμένο, άρα και βιβλίο χαμένο έκτοτε). Το 1971, κυκλοφόρησε σε χάρτινη, νόμιμη, έκδοση το πρώτο του βιβλίο το «Συμπόσιο» που πρωθύστερα ερχόταν να συμπληρώσει την αρχική πνευματική «απορία» γι’ αυτόν. Ηταν και οι εποχές που όλα ξεσηκώνονταν μέσα κι έξω: αισθήματα, απαιτήσεις έρωτος αμήχανες ή πιεστικές, αναζητήσεις πολιτικές, όλα ραγδαία μετά την ποδοσφαιρική μας ολοκλήρωση κι εκτόνωση, γνώσεις άγνωστες που μας χτυπούσαν σαν ανοιξιάτικες μπόρες, διεγέρσεις παντός καιρού και τρόπου. Διότι είμασταν νέοι.
Η ηλικιακή φάση ζητούσε κάτι παραπάνω. Ετσι η «Οδύσσειά» του, σε βαριά χάρτινη εμφάνιση, Δ’ Εκδοση, (Χειμώνας του 1972).
«Ηλιε μεγάλε ανατολίτη μου, χρυσό σκουφί του νου μου
αρέσει μου στραβά να σε φορώ, πεθύμησα να παίξω
όσο να ζεις, όσο να ζω κι εγώ, για να χαρεί η καρδιά μας»
Από τότε υπήρχε άψυχη, αδιάβαστη αλλά μαγικά κι ερμητικά απόμακρη, σε κάθε γραφείο και χώρο που αφήνονταν το σώμα κι η ψυχή, για 20 ολόκληρα χρόνια· όσα χρειάστηκε, δηλαδή, για να επιστρέψει ο ήρωας του τυφλού ποιητή από τότε που έφυγε από την Ιθάκη προς Τροία μεριά. Κι όταν επιτέλους Αυτός τον επέστρεψε, απορφανισμένο από συντρόφους, τον άρπαξε ο ανοιχτομάτης μας ποιητής και μέγας ταξιδιώτης, να τον οδηγήσει πέρα από τις γνώριμες θάλασσες, τους κόλπους και τις αγκαλιές, τη θαλπωρή του συνηθισμένου, την αφόρητη αγάπη του οικείου, σε μια αναζήτηση του μεγάλου τίποτα, για το οποίο φλεγόταν η ψυχή του Ν. Κ. Δεν ησύχαζε πουθενά και σε τίποτε· σε κανένα τόπο, σε κανένα θεό, σε καμιά πίστη. Στις μονιές της ακρότατης ανθρώπινης απελπισίας για την παρουσία-απουσία του Θεού («Μου ζήτησε ο Θεός βοήθεια και τρέχω να τον σώσω» Ασκητική) να μην ησυχάζει και να αναβοσβήνει -κοσμική φωτιά - η αχόρταγη ψυχή του για το άλλο, το μακρινό, το μηδέν εν τέλει. Για 20 χρόνια έτσι ζούσα με το έργο αυτό σε μια διαπάλη, μια διεξαγωγή πράγματος, μια γεμάτη προσπάθεια κατανόησης, με αγωνία, πισωγυρίσματα, παραιτήσεις, επιστροφές, και κάθε φορά, ανάλογα με τις πνευματικές ορέξεις κι ενοχλήσεις να τη σταματώ ή να την ξαναρχίζω.
«Μάνα, κι αν έχεις δείπνο γέψου το, κρασί ξεφάντωσέ το,
μάνα, κι αν έχεις στρώμα ξάπλωσε τα χοντροκόκαλα σου·
δεν θέλω, μάνα, πιά κρασί να πιώ μήτε ψωμί ν’ αγγίξω·
απόψε βίγλισα τον αγαπό σα στοχασμό να σβήνει”.
(11 Σεπτεμβρίου 1992)
Για να μπορώ τώρα -εδώ και καιρό- να ισχυρίζομαι ενώπιον παντός, συνήθως αδιάφορου, ότι ναι, διάβασα κι εγώ το μεγαλύτερο έπος της λευκής φυλής, των 33.333 στίχων (το οποίο αυτό το τέρας της πνευματικής θέλησης έγραψε …εφτά φορές). Και λοιπόν; Πώς και πού να εξαργυρώσω αυτή την αναγνωστική μου ματαιότητα; Σε τι έγινα καλύτερος ή χειρότερος μετά από αυτή τη διεξαγωγή; Σε τίποτε. Τι έμεινε ως αίσθημα ή μεταίσθημα απ’ αυτό; Από τον «Καπετάν Μιχάλη» μου έμεινε η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, τουλάχιστον. Διαβάζεται, άραγε, σήμερα ο Ν. Κ.; Λείπει από το αναγνωστικό κοινό και γιατί; Οι μελετητές του το ψάχνουν και δίνουν σ’ αυτό πολλές ερμηνείες. Όπως λ.χ. συζητείται και γιατί δεν διαβάζεται ο Παλαμάς αλλά όχι κι ο Καβάφης; ή διαβάζεται ο Σολωμός αλλ’ όχι ο Σικελιανός. Το εκκωφαντικό, το μεγαλειώδες, το στομφώδες υποχωρεί ευθέως ανάλογα με το παγκόσμιο στις διαθέσεις του κοινού των αναγνωστών. Κάποτε λέγανε ότι ήταν αφύσικο να είσαι νέος και να μην περάσεις από την ψευδαίσθηση του επαναστάτη ή την αυταπάτη του κομμουνιστή. Αργότερα φυσικά ημέρευαν τα πάθη, νομοτελειακά. Ομοίως έπρεπε κάποτε να περάσεις, στο νεοελληνικό επίπεδο, την αντίστοιχη φάση του καζαντζακικού κόσμου, για να προχωρήσεις, ανεπίστροφα γι’ αυτόν, σε πιο φυσιολογικές συζητήσεις με τον εαυτό σου πρώτα, αλλά και σε αναγνώσεις των άλλων. Σήμερα και τα δύο στάδια είναι μια ξεπερασμένη συνθήκη αρχείου.
Σε μια «Περιπλάνηση ένδον» μου στο καταληκτικό της αφήγημα με τίτλο «Ο Οδυσσέας, οι Οδύσσειες και η διάβαση στον Λέοντα», προσπάθησα να δέσω όπως όπως, με κόμπους εύκολα λυτούς σε όσους γνώριζαν, τα πρόσωπα στις δύο Οδύσσειες, του Ν.Κ. και του Ομήρου, με τον «Οδυσσέα» του Τζόυς.
Ξηλώνω μια δυο παραγράφους του.
«Σκύβω και προσκυνώ τις τέσσερις γωνιές του πάνω κόσμου
Τα τετραθέμελα του νου ψωμί, κρασί, φωτιά, γυναίκα» (Ν.Κ., «Οδ.»).
«Εχω μπροστά μου και τις τρεις εκδοχές της ανθρώπινης περιπλάνησης. Τη αρχική αρχαία, την προέκταση και συνέχεια της και τη μεταγραφή της στο σήμερα. Γυρίζω από σελίδα σε σελίδα, από κρεβάτι σε κρεβάτι, από όνειρο σε όνειρο. Η ταυτόχρονη επί τρία περιδιάβαση είναι μια εμπειρία ξεχωριστή. Η Ομηρική δίνει την αίσθηση της σταθερότητας, της διάρκειας, της αιώνιας προσπάθειας και της τελικής επιστροφής. Η Καζαντζακική, την αξεδίψαστη επιθυμία για το καινούργιο, το διαφορετικό, το ξένο προς το καθημερινό αλλοτριωτικό πλαίσιο διαβίωσης, για τα απλά που θέλουμε αλλά δεν μπορούμε να γνωρίσουμε, για τα ταξίδια καθημερινά ή διαρκείας που δεν κάναμε, παρότι κάθε μέρα ταξιδεύουμε ανεπιστρεπτί στο χρόνο· για ό,τι τέλος πάντων υπάρχει στον κόσμο και δεν το ξέρουμε. Τέλος, η Τζοϋσική μεταγραφή, το καθημερινό παράλογο της ύπαρξης».
Με τον καιρό περάσαμε σε τοπικό επίπεδο, με τους θεσμικούς νεολογισμούς μας, στη φαντασιακή σχεδόν «Κοζάνη πόλη του βιβλίου» (τώρα ακούω πως τα Γρεβενά θα ανακηρυχτούν πόλη των μανιταριών...), όταν πήραν τα πάνω τους όλα τα πιθανά κι απίθανα όνειρα κι έργα γύρω από τα βιβλία και τα γράμματα, σε βαθμό κορεσμού αλλά και δημιουργικής υπερεπάρκειας για όλους τους συμμέτοχους. Σε μια εκδήλωση για τον Ν. Κ., ο κ. Πάτροκλος Σταύρου, θετός υιός της γυναίκας του (ακόμα ελέγχει ασφυκτικά τις εκδόσεις των έργων του, όμως ασχολίαστες, απρολόγιστες, χωρίς κατατοπιστικές εισαγωγές, αφιλολόγητες κατά συνέπεια) προσπαθούσε να μεταβιβάσει μια σχεδόν εξ επαγγέλματος συγκίνηση, σ’ εμάς, στο ακροατήριο, που τον άκουγε σχεδόν ουδέτερα, με τη συνοδεία προσωπικών υλικών ενθυμημάτων του Ν. Κ. Μέχρι και μια μπλούζα είχε. Όμως δεν κράτησα από τότε τίποτε άλλο πλην τα πρόσωπα της διοργάνωσης: την φιλόλογο Ρίτσα Γκρτζμ., που διηύθυνε το όλον και τον αλήστου, αλίμονο, μνήμης Θεόδωρο Μμλδ., που διάβασε το προοίμιον της «Οδύσσειας» κι ύστερα, εκεί που στα καλά καθούμενα ζούσε, τον καλεσε εσπευσμένα κι αδόκήτα ο «τεντοκρούστης» στις τάξεις του.
Λίγο αργότερα μπλέξαμε με μια μονομελή παρέα Φίλων του Ν.Κ, στον κόσμο, μια πρόχειρη εντελώς οργάνωση με ακόμα πιο πρόχειρες δράσεις και μας παρέσυρε σε συνυπάρξεις το λιγότερο αδιάφορες. Όμως τότε, ευτυχώς, ανεφάνη στον τόπο μας μια μελέτη με θέμα: « Η γυναίκα ως «Αλλος» και η ιδανική γυναίκα στον «Τελευταίο πειρασμό». Ενας ιδιότυπος διάλογος του Ν. Καζαντζάκη με τον Freud και το κίνημα του φεμινισμού”, εκδ. Παρέμβαση, της φιλολόγου Αγνής Ππκστ, που έδωσε μια μικρή κίνηση στις ανύπαρκτες σπουδές για τον Κ. στον τόπο μας. Ο άστοχος συγχρωτισμός με την εταιρεία φίλων του συγγραφέα είχε ένα αντίβαρο φιλικό, επιστημονικό, δημιουργικό κι ενδιαφέρον με ανθρώπους και σχέσεις που ακόμα, σε κάθε ανακάτεμα της στάχτης του, αναζωπυρώνεται. Ετσι κάθε διοργάνωση για τον Ν. Κ. άφηνε πίσω της, σαν εκκρεμότητες, πρόσωπα στη ζωή και μνήμες προσώπων που υπήρξαν.
***
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, φέτος, βρεθήκαμε στο Βελβεντό για να δέσουμε τον Ν.Κ. με το χωριό τού ήρωα του (ας τον ονομάσουμε έτσι, αν και ήρωας είναι ο ίδιος ο συγγραφέας στο έργο) στο «Βίος και πολιτεία Αλέξη Ζορμπά», τον Γ. Ζορμπά, που σαν πρώτη ανθρώπινη ύλη καταγόταν από το Καταφύγι Πιερίων. Πάλι σε ανούσιο συγχρωτισμό με εκείνη τη μονομελή εταιρεία Φίλων του Ν. Κ. Πώς τα καταφέρνουν ορισμένοι με τις εξουσίες· πώς πείθουν τους ελάχιστα, περί αυτών, νοήμονες· πως τα καταφέρνουν οι καταφερτζήδες παντός καιρού και εμφανίζονται σε ρόλους και καταστάσεις πάντα που συνήθως νοθεύουν το θέμα αλλά πολλαπλασιάζουν το ίδιον όφελος ή το αδηφάγον έρμα τους; Αλλά τα θύματα δεν τελειώνουν ποτέ. Δεν τελειώνουμε ποτέ. Ο άνθρωπος -μιλάμε δι’ εαυτούς- είναι αδιόρθωτος, αδύναμος, ασήμαντος, μοιραίος, έρμαιος διαφόρων παθών άρα και λαθών όπως και υστεροβουλιών. Ημουνα μεν σε θέση ελεύθερη πλέον, αδύναμος όμως να αντισταθώ στις ένδον μου πιέσεις για την αναβίωση του χαμένου μου εγωτισμού. Ετσι ένιωσα εκείνη τη βραδιά κι ευτυχώς με άγριες φωνές κι απειλές απέφυγα το ακόμα χειρότερο, να περιβαλλόμαστε οι ομιλητές -το καραγκιόζ σκηνικό, ακόμα κι ημείς αυτοί οι άσημοι- από κρητικές βρακοφορούσες γλάστρες· γιατί, έλεγαν ότι, έτσι κάνουν στην Κρήτη με το συγγραφέα, όταν μιλούν γι αυτόν. Τι φρίκη, τι κακογουστιά τι μωρός τοπικισμός!
Ας γίνω λίγο πιο σαφής, με την εισαγωγική μου αναφορά, για τα πράγματα που καλούμασταν να διεξέλθουμε ή ό,τι εγώ νόμιζα ως δέον να επισημανθεί, έστω κι εντελώς έξω από το αναζητο-συζητούμενο θέμα, με το οποίο η τοπική διοίκηση αλλά και η ευρύτερη επένδυαν κάπως παρά το ανύπαρκτο, επί της ουσίας, πνευματικό του πράγματος. Μέχρι που λογάριαζαν να κάνουν μουσείο του Γ. Ζορμπά. Μουσείο ενθυμημάτων ενός λογοτεχνικού ήρωος. Άλλο και τούτο!
Ελεγα το λοιπόν:
«Μεταξύ Καταφυγίου και Βελβεντού, στο δρόμο που σήμερα τον ανεβαίνει με ιεραποστολική σχεδόν αφοσίωση ο δασολόγος Νικ. Κρτς -που έφαγε αυτά τα δάση με το κουταλάκι ή την δασονομική σφύρα για να κυριολεκτούμε - έζησε κάποια περίοδο, σε μια καλύβα που έχτιζαν για τους ξυλοκόπους οι ειδικοί επ’ αυτού, ένας Καταφυγιώτης άντρακλας, ξυλοκόπος, ερημίτης που έτρωγε κρέας μέχρι και μουλαριού. Δι’ αιτήσεώς του χρεώθηκε από το δασαρχείο έκταση για να την ξυλεύσει. Εστησε, δηλαδή, ένα αυτοσχέδιο υλοτομείο. Ηταν αριστερός, με ειδική πάντα επιθυμία κι ευχή να διαβάζουν οι άλλοι την ΑΥΓΗ ή τον Ριζοσπάστη, ποιος ξέρει, ανάλογα ποια Αριστερά θυμόταν: την προπολεμική ή μεταπολεμική. Μια δυό φορές πήρα κι εγώ αυτό το εξαίσιο μονοπάτι, βαρύθυμος, από Βελβενδού ως το Καταφύγι κι άκουσα την ιστορία. Σε πολλά του ο οιονεί ερημίτης, θύμιζε μια εκδοχή του Αλέξη Ζορμπά με τα μεταλλεία του, τα λατομεία κι ό,τι άλλο κι όπως κι εγώ τα έμαθα εν αναγνώσει ή σε κινηματογραφική εκτέλεση. Στις υπερβολές και στα ανύπαρκτα, δηλαδή, στοιχεία του βίου και της πολιτείας του. Ο Γ. Ζ. είναι γνωστό πως γεννήθηκε στο Καταφύγι, έζησε πέρα, δώθε, κείθε ένα πλάνητα βίο, του κάπως Οδυσσέα, του κάπως τυχοδιώκτη, πέθανε και ετάφη στα Σκόπια. Αλλά τώρα ακόμα ζει στην διαρκέστερη αθανασία που επιφυλάσσει –δυστυχώς, σε ελάχιστους μόνον θνητούς- η Ιστορία, μετά την ενχώματι φυσική απώλεια: στη διαρκή αιωνιότητα των γραμμάτων. Ο ήρωας -το ιδεατό πρότυπο για έναν βίο, όπως του Αλέξη Ζορμπά, που δεν θα μπορούσε ποτέ να ζήσει ο συγγραφέας Ν. Κ.- ήταν η υπαρκτή μορφή που είχε αυτή την προνομία να υπάρξει ως τέτοια γιατί έπεσε θύμα ευλογημένο μιας εκρηκτικής σκέψης. Δεν ξέρω αν το Καταφύγι έχει αναδείξει άλλους μεγάλους άνδρες στην ιστορία του πραγματικού. Ομως στον κόσμο της λογοτεχνίας, στον κόσμο του φαντασιακού, είναι μάνα γη ενός κορυφαίου ήρωα. Ο Γ. Ζορμπάς ως Αλέξης Ζ. είναι φυσικά κατασκεύασμα του Καζαντζάκη. Η πραγματικότητα δεν τον προικίζει με τα πραγματολογικά στοιχεία του μυθιστορήματος. Απλά σ’ αυτόν ο συγγραφέας έβαλε ό,τι ήθελε ο ίδιος να ζήσει, όπως το ήθελε, για να διακηρύξει παγκόσμια τη φιλοσοφία του· και ο οποίος ήρωας κατέληξε να γίνει κυρίως ταβέρνες και συρτάκι, τη συνοδεία «σουβλάκι με ή χωρίς πίτα».
Μια βέβηλη σκέψη μου ‘ρχεται κι ένας παραλληλισμός, τηρώντας πάντα τις αναλογίες· την επιτρέπω αφού το ‘φερε η μικρή μου διαπλοκή με τα σημερινά:
Μια ύπαρξη του μάταιου κόσμου (το ίδιο μάταιος και στο Μεσαίωνα όπως και σήμερα) που πέρασε στην αιωνιότητα ήταν και η Βεατρίκη, η θεϊκιά αγαπημένη στη «Θεία Κωμωδία», του Δάντη, την οποία μετέφρασε ο Ν. Κ. (Μόλις πέρσι μου χάρισαν την κανονική της έκδοση, και μάλιστα φερμένη από την Πρέβεζα, αλλά ούτε αυτήν ούτε τη φοιτητική κλεψίτυπη διάβασα παρά τις πολλαπλές ενάρξεις, αφού η μετάφραση του Γιώργη Κότσιρα, εκδ. Ζαχαρόπουλου, με κράτησε ως το τέλος της, όπως και τα ανεπανάληπτα αλλά ελάχιστα άσματά της, μεταφρασμένα από τον Γ. Κοροπούλη). Πέρασε η Βεατρίκη στην παγκόσμια γραμματεία και μάλιστα στις απαρχές της, μέσα από το έργο ενός μέγιστου. Ο Γιώργος-Αλέξης Ζορμπάς μένει στη μνήμη, έγινε κι αυτός ένας μη θνητός, μέσα από τα γραπτά του Ν.Κ. Ο γραπτός λόγος είναι μέχρι σήμερα το μόνο σίγουρο μέσον που δημιουργεί τις προϋποθέσεις μιας κάποιας μορφής αθανασίας για τα έλλογα και τ’ άλογα του σύμπαντος, μοναδικού και μοναχικού μας κόσμου. Επομένως, ο μικρός αυτός τόπος οφείλει στον Ν. Κ. ό,τι αυτός οφείλει στο γενεσιουργό ερέθισμά του, τον Γ. Ζορμπά. Οφειλές και οφειλέτες είναι σε μια συνάρτηση χρόνου και σχέσης πνευματικής πλέον, αδιάλυτη. Κι αυτό είναι λίαν ερεθιστικό πράγμα για το σήμερά μας, τουλάχιστον στο πεδίο της ηθικής, μερικής αλληλοαναγνώρισης σε εδαφικό επίπεδο και σε αντίθεση με τους μονοπωλούντες και ακυρώνοντες εν τινι λόγω τον Ν.Κ., Κρήτες πάσης φουρνιάς και παντός τόπου.
Ο Ν.Κ., συνολικά, είναι μια πολύ-πλαγκτη οντότητα ανάγνωσης (Ομηρική ή και Τζοϋσική) ανάλογα με τις ηλικίες, τις διαθέσεις, τους καιρούς και κατά πού γέρνει η ψυχή. Περισσότερο μένεις στην πρώτη και καθοριστική σου μαθητεία, τουλάχιστον στα μυθιστορήματά του. Δύσκολα θα επιστρέψεις στα κορυφαία του έργα, την «Οδύσσεια», ή στα άγνωστα θεατρικά, στα περίφημα Ταξιδιωτικά, στις δύσκολες μεταφράσεις όπως του Ομήρου και Δάντη, τα άγνωστα θεατρικά, αλλά και στις μικρές «Τερτσίνες» που με θέλγουν ορισμένως και σ’ αυτές θα σταθώ για λίγο. Απ’ όπου περνάς, όμως, βιώνεις μια πνευματική δοκιμασία, μια ανάβαση, ένα σκαλί για το παραπέρα.
Τερτσίνες είναι μεγάλα ποιήματα, ομοιοκατάληκτα, γραμμένα στα δαντικά μετρικά πρότυπα. Το βιβλίο, κοντά στις 180, σελίδες έχει 21 τραγούδια για τα οποία ο Ν. Κ. γράφει: «Στα τραγούδια ετούτα θα ‘θελα να μπορούσα να φανέρωνα την ταραχή και τη χαρά που μου δίνουν οι ψυχές που εθρέψαν την ψυχή μου.» Αυτόν τον ψυχοφάγο, με τον ακόρεστο πνευματικό καταπιόνα, αυτοί τον βύζαξαν, λέει, γράφει, το εννοεί, με την αγάπη, την άσκηση, την επιμονή, την αφιλοκέρδεια· «την αντοχή- κι όχι μονάχα την αντοχή παρά τον μισάνθρωπο, πασίχαρον έρωτα της μοναξιάς». Αυτής της μοναξιάς που λάτρεψε σαν θεότητα, πατρίδα της αξεδίψαστης ψυχής του· που τον βοήθησε να δημιουργήσει τα μεγάλα έργα. Οι ψυχοτροφοδότες του, όπως τους τραγουδά στις «Τερτσίνες» ήταν οι: Βούδας, Μωυσής, Χριστός, Μουχαμέτης, Λένιν, Δον Κιχώτης, Μέγας Αλέξανδρος, Τσιγκισχάνος, Χιντεγιόχη, Τόντα Ράμπα, Δάντης, Σαιξπήρος, Λεονάρντο, Γκρέκο, Νίτσε, Αγία Τερέζα, Ελένη, Ψυχάρης. Είναι ποιήματα που έχουν μια αυστηρότητα κλασικής φόρμας και σε συνδυασμό με τη ρωμαλέα έως εκρηκτική γλώσσα, γεμάτα καζαντζακικούς ιδιωματισμούς, σχηματισμούς άγριων και λυρικών λέξεων γίνονται καταφανώς απόμακρα και αποτρέπουν κάθε εύκολη κι ανέμελη προσέγγισή τους. Απαιτούν ιδιαίτερη προσήλωση κι αφοσίωση, για να σ’ αφήσουν κάτι από το μυστικό τους λόγο.
Μικρό δείγμα από την «Τερτσίνα» που είναι αφιερωμένη στον Αγγελο Σικελιανό:
37 Γυναίκα φιλαντρού, κερά και δούλα,
πηλέ θαματουργέ, βαθιά φρεγάδα,
και γιέ μου εσύ, γλυκιά της ζωής φωνούλα,
40 άσβεστη ιερή του αγώνα μας λαμπάδα,
χίλια καλώς στη γης σε βρήκα, γειά σου,
ζεστή μου χωματένια Αγια -Τριάδα!
43 Σαν τον κισσό στα φρένα μου αγκαλιάσου,
σφιχτοπερίπλοκή μου ορθή τερτσίνα!
Να κρεμαστούν στα στρουφιχτά κλαριά σου
46 άστρα οι καημοί, τα κρίματα σαν κρίνα,
βαρύ, δροσάτο ο Χάρος πορτοκάλι,
κι αδρό, χορταστικό σταφύλι η πείνα!
***
Η δυσανάλογα μεγάλη κουστωδία του Βελβεντού, αργά το βράδυ, κατέφυγε στο Μετόχι του δια τα συνήθη περαιτέρω εις υγείαν των όποιων κορόιδων. Σπονδή. Μέτοχος κι εγώ μιας ιστορίας, για την οποία στα μέσα μου κάπως ναυτιούσα αλλά, επιφανειακά ακολουθούσα σε όλα το …επιτραπέζιον πρόγραμμα. Δεν αντέδρασα εγκαίρως, επομένως είμαι και συμμέτοχος αυτών που τώρα θέλω να σαρκάσω.
Ας πρόσεχα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου