ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης για λίγο πάψε να χτυπάς εδώ κι εκεί
ασχολήσου αν θες και κλαύσε μόνο στου θεάτρου το κορμί
.........................................................................................
Υπό την υψηλήν προστασίαν, επιστασίαν κι ευλογίαν της εντελώς νέας, μα τόσον νέας, κοινο(α)φελούς υπηρεσίας Πολιτισμού, Αθλητισμού και Αποκριατι(ε)σμού της πόλεως Κοζάνης και των Καλλικρατικών της χωριών, ρηξικέλευθης και ριζοσπαστικής -κι εδώ να συγχαρούμεν (ατιμωρητί) τον νέον Δήμαρχο (φιλήσυχον, ειρηνικόν και φρέσκον σαν καρδιά μαρουλιού) δια την διορατικότητα, την ελευθερο(δουλο)φροσύνη και το ανανεωτικόν πνεύμα που εμφύσηξε στις πνευματικές λάσπες της- έλαβεν εικαστικήν έναρξιν το καρναβαλικό, τοπικόν τριώδιον.
Ετσι στον κόμβο των τριών οδών στην έξοδο-διαφυγή των κατοίκων της πόλης προς Αθήνα και Θεσσαλονίκη, στον τόπον των αφανών (κανένας φανός δεν λαμβάνει χώρα εκεί) έστησαν προς άγραν πελατών των προσεχών ημερών λίαν αμφίσημον (κι αμφισεξουαλικόν) ερωτικόν άρμα (όπλο δηλονότι) κι έρμα, ανάγλυφο μιας τέχνης ταπεινής, της καρβαναλοκατασκευαστικής, δημοτικής βιοτεχνίας παρά του Κασλά τον βιομηχανικόν τόπον. Τώρα που: Τις χειμωνιάτικες νύχτες μας τρέλαινε ο δυνατός αγέρας
της ανατολής
τα καλοκαίρια χανόμασταν μέσα στην αγωνία της μέρας
που δεν μπορούσε να ξεψυχήσει.
Φέραμε πίσω
αυτά τ' ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής.
(Γ. Σεφέρης)
Στις παρυφές αυτού του έργου αμελέτητοι του Βιργίλιου συνάδωμεν: «Arma virumqae cano”(1). Αυτόν δηλαδή που διοικεί, μετά τη μη Αλωση της δημοτικής Τροίας, σηκώνει και μεταφέρει ως άλλος Αινείας στην πλάτη του της πόλεως τα ιστορικά κλέη (και τα ενδοπαραταξιακά φιλεύσπλαχνα ελέη). Αν ο υγειονο-μηλο-αμφι(φ)λεγόμενος επί μια εικοσαετία με μια γαλέρα μας διέσχισε, ετούτος με το υπερωκεάνειον κήτος είναι σε θέση αυτόν τον εκλογικό στρατό της Σωτηρίας (μας) στην εκατονταετία να τον φτάσει! Θα ξεπεράσουν, για το καλό μας, και τ’ ανθρωπίνως δυνατά όρια και μέτρα (μαθουσάλες της εξουσίας), αφού δεν έχουμε κι άλλη επιλογή κι εκ των πραγμάτων πέσαμε στον ύπνο του Βαρούχ, όστις βιβλικά εκοιμήθη χρόνια εβδομήκοντα.
[…] «Από δω προς τον ήλιο». Μεθαύριο που θα περνάνε μες στον ήλιο με σημαίες κι εργαλεία μπορεί και κάποιος να σταθεί μια σύντομη στιγμή και να ρωτήσει: «Ποιος νά ‘γραψε με τόσο αδέξια γράμματα τούτη την πινακίδα; και κάποιος άλλος ίσως να θυμάται και να πει: «Ο Γιάννης Ρίτσος – ποιητής της τελευταίας προ ανθρώπου εκατονταετίας». («Η τελευταία προ Ανθρώπου εκατονταετία»).
Σημ. ένδον. Αυτό μπήκε εντελώς άκαιρα έτσι δια την επίδειξιν και μόνον των ποιητικών μας γνώσεων και των εξ αυτών απογνώσεων.
Ενώ «Ο έρως σκέπει την πόλην» του Χρ. Ζαφείρη, της Θεσσαλονίκης εννοείται, όλα τα γλυκερά βλαχαδερά του πράγματος, αυτήν ερωτικήν την ονομάζουν, τη δε Αθήνα βλάχικην, ο θεόρα(χ)τος ερωτιδεύς –άρμα ξεσκέπει αυτήν και μας προτρέπει, τοξοβόλος και χονδροκοιλιοκώλος, προς τα έξω της να διαδράμωμεν. Αλλά ποί φύγομεν; Εις άλλην πόλιν αφού το ενταύθα οικούν και κατά το δοκούν θεατροπολιτευόμενο ΔΗΠΕΘΕν μάς κατέλαβε όλες τις μπάντες έκφρασης. Με αρωγό το δημοτικό σιτηρέσιο (όλων μας δηλαδή τα ευρώ) αθλείται κι ενασκείται σε πάσης φύσης πνευματικά αθλήματα και δεν δίνει καιρόν αναπνοής και δράσης στους τυχόν άλλους περιλυπόμενους πτωχούς και παραλειπόμενους πένητες για να εκφραστούν. Κατακλύζει τα πάντα, όπως τα νερά του Ιλαρίωνος φράγματος τις αριστουργηματικές εκκλησίες και τα ασκηταριά παρά τον Αλιάκμονα ποταμόν. Στην υπαρξιακή αγωνία της σώματι επαναλήψεώς τους, (διαρκώς οι αυτοί στο είναι, στο παντού, στο πάντα κι όλοι οι άλλοι να φαντάζουν ως κατιόντες ενός κατώτερου λαού) μοιράζουν τον δημοτικό αραβόσιτο ως δραγατικό δικαίωμα και τα επιούσια καλογερικά πράσα ως θροφή σ’έ όσους, πάντα εκ συμπτώσεως φυσικά, είναι σε πόστα καθοριστικά περί την έμμισθη ή ένδοξη θεατρική τους υπόσταση, τώρα απλά της κυτταρικής τους αναπαργωγής. Διαμοιράζονται δε τα αξιώματα, δανεικοί με υψηλόν επιτόκιο από ξένες αυλές και τράπεζες διακίνησης ημιτοξικών γραμμάτων περιιπτάμενοι πετεινοί (με διάφορα πολιτιστικά λυριά στολισμένοι) και παπαδιαμαντικοί «βαγαβόντες» σε μια πόλιν ελαφρώς επιμελέστερη ορινθώνος περί αυτών τούτων, ότι αντιμετωπίζονται από τους εκστατικούς μπροστά σε όποιον ξεπερνά την μετριότητα του είδους τους, ιθαγενείς, ως περιούσιοι και οι οποίοι απολαμβάνουν ενήδονα ό,τι ψιχίο ή φύκι τους ρίχνεται. Διακονήματα δε ονομάζουν τους ρόλους χάριν γενικωτέρου υπνωτισμού και ευθυμισμού. Τι σου κάνει το πεζότατον χρήμα κι η υψιπετής δόξα που οδείς μισεί -ούτε κι ημείς οι την θρηνώδη κοινήν «επίκριση» το ίδιον κρίμα και την εαυτόν λόξαν θεραπεύοντες.
Κατέλαβαν με μια σαρωτική επίθεση την χώρα της λογοτεχνίας και της ποίησης, οι ποιητοολιγόνοες, σε οίστρον δράσεων διατελούντες («Ο οργα(νι)σμός της ΔΗΠΕΘαγελάδας») απειλούν μάλιστα μέχρι ο Συνάναρχος Λόγος τους να τους αναβαπτίσει στα έως τώρα νερά τους, με ολοκληρωτική ισοπέδωσιν του πολύμορφου πνευματικού κι ιστορικού τοπίου της πόλεως από Αρίνταγος, Παλιόσπιτα, Μπουντανάθκα, Αη Δημήτρη ως τις πάλαι ποτέ λογιότατες Λούνες ,όπου άλλοτε έβγαινε το «ζλάπ απ’ τς Λούνες», δια τους γνωρίζοντας περί ποίου διπόδου όντος τελικά επρόκειτο.
Ως εκ τούτου:
ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης για λίγο πάψε να χτυπάς εδώ κι εκεί
ασχολήσου αν θες και κλαύσε μόνον στου θεάτρου το κορμί
ότι καθώς έπιασες τον πάτο μιας πολυετούς θητείας
στης διαιώνισης σου το βωμό παίζεις το έργο της ζητείας.
Αλλά και συνώνυμα αυτών εντός της Σαρτρικής «Ναυτίας».
Ας μη έχομεν όμως θυμούς αλλά και παρεξηγήσεις ότι οι μέρες μας το απαιτούν και οι συνθήκες σχεδόν το επαιτούν. Μια εκτόνωση δια λόγων έστω είναι αναγκαία. Δεν είπαμε να πάρουμε και τα ρόπαλα τα αποκριάτικα, κι αυτά ακόμα είναι επικίνδυνα, αφού ο εγχώριος άγιος της αληθούς αλητείας αλήστου μνήμης Νικόλας Ασιμος με παρόμοια άρχιζε τις ληστείες τραπεζών και στη συνέχεια με σώου μουσικά τις ολοκλήρωνε, αλλά απ’ αυτά κι άλλα πολλά οδηγήθη από τους χ...νους (μετά στενοχωρήσεώς τους) γελοιομικροαστούς και μπατσοχαλαστές κάθε ανθρώπινης ωραιότητας πολλάκις στο Δαφνί και τελικά στης Καλλιδρομίου το εκούσιον ικρίωμα αιωρήθη οριστικά κι αμετάκλητα. Εθιμικά πλέον στη σάτιρα της τοπικής αποκριάς απαγορεύεται δια κανονικού ροπάλου η διασατίριση των δημοσίων, τοπικών προσώπων και πραγμάτων παρά το γέλιο που αβίαστα προκαλούν ιδίως στη σοβαρότητα του είδους τους. Αρκεί μόνον να τους κοιτάξεις κάπως επισταμένως.
ΥΓ 1. «Τον άνδρα και τα όπλα τραγουδώ». Ούτε την «Αινειάδα» του Βιργιλίου αλλά ούτε και το «Βιργιλίου θάνατος» του Χέρμαν Μπροχ ολοκληρώσαμε, κάτι που τα λίαν διαβαστερά όντα (όπως τα βραστερά γογγύλια) των δημοτικών θέσεων, των γραμμάτων, του ΔΗΠΕΘΕ κ.α. διέπραξαν από ετών, γι’ αυτό άλλωστε και κατέλαβαν τις θέσεις αυτές στον τοπικό πολιτισμό και θεατρινισμώ ως υψηλής παλαντζοντάθμης, κατά τεκμήριον μαχητό, έστω.
ΥΓ 2. Ερώτηση καλού κ’αγαθού συμπολίτη:
- Καλά, με τίποτε δεν είσαι ευχαριστημένος; Τίποτε δεν γίνεται σωστά, χωρίς μέσον και μπάρμπαν, όχι στην Κορώνη αλλά στο δημαρχιακόν αλώνι, όπου ως τα καματερά νυχθημερόν ιδρωκοπούν οι υπό βόλεψιν ή έστω να έχουν κάποιον θείον, ας πούμε, με μια θέση στο κομματικόν παραθείον· τίποτε στις ασημαντοεξουσίες δεν ξεφεύγει τα όρια της ευτέλειας και της ιδιοτέλειας;
Απάντηση:
- Τίποτε...
1 σχόλιο:
Έτσι συμβαίνει με τις τέχνες αγαπητέ Β.
Φτάνουν με διαφορετικό τρόπο στον εγκέφαλό μας η καθεμιά τους. Με άλλη ταχύτητα, με άλλη ευκολία, με άλλη διάρκεια. Κι όπως σοφά μας αναφέρει κι ο πατέρας Μ., είμαστε στο έλεος της κάθε μαύρης λίστας, με τις αυθαίρετες κι ανεπαλήθευτες ετυμηγορίες της
Δημοσίευση σχολίου