Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)


Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2010

Επέρασε, επιτέλους , κι αυτή η αποκριά...


Η εκτάκτως, αλλά τόσο ωραία, ενσκήψασα χιών κι ακαταπαύστως πίπτουσα, τη μέρα της μεγάλης Αποκριάς, με υποχρέωσε να παρακολουθήσω θραύσμα από την παρέλαση των αρμάτων και των πεζοπόρων τμημάτων διασκέδασης, (να καταλάβω επιτέλους «γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελά πατέρα...» εκείνη τη μέρα). Ουδέποτε άλλη φορά στη ζωή μου, τα τελευταία, πολλά χρόνια, ενέδωσα σ’ αυτόν τον πειρασμό ή τις πιέσεις. Αυτός ο στρατός των απλών μελών της αποκριάς που δεν τους πτοούν τα νέα μέτρα ούτε τα όψιμα χιόνια, (αλλά γιατί όψιμα, χειμώνα καιρό έχουμε ας μην ερχόταν τόσο νωρίς η αποκριά) ούτε το κρύο ούτε τίποτα άλλο, αξίζει ομολογουμένως της προσοχής και της δημόσιας επαινέσεως. Θέλω να πιστεύω πως είναι αυθεντικοί κι όχι απλά γιατί η διασκεδαστική γραφειοκρατία τους το επιβάλει. Τώρα αν εσύ:
Αλλα ζητεί η ψυχή σου, γι' άλλα κλαίει·
τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών,
τα δύσκολα και τ' ανεκτίμητα Εύγε·
την Αγορά, το Θέατρο, και τους Στεφάνους.
Αυτά πού θα στα δώσει ο Αρταξέρξης,
αυτά πού θα τα βρείς στη σατραπεία·
και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις. (Κ.Π.Κβφς)
πρόβλημα σου κι ας πρόσεχες.
Αν και ομπρελοφόροι οι κεφάτοι πελταστές, τι πειράζει, διεξήλθαν το διακόνημα στο οποίο τους έταξε η ιστορία της πόλης τους, ανδρείοι με κέφι και ανοιχτόκαρδη διάθεση· κι αυτό είναι που μένει στο υστερόγραφον της γιορτής. Μόνον τα μέλη από τις δημοτικές μπάντες δεν μπορούσαν να κρατήσουν ομπρέλα λόγω του ότι ήταν απασχολημένα τα χέρια τους στα πνευστά και τυμπανοκρουστικά τους καθήκοντα.
Το λιωμένο, ποδοπατημένο χιόνι μια θλιβερή εικόνα, γεμάτο βρομιές σου έδινε την εικόνα της όλης εθνικής, τοπικής γιορτής της αποκριάς λόγω της αστασίας του καιρού. Οι ψυχές («καθαρές») όμως των κοζανιτών, είναι και μπακιριένες ως γνωστόν, ότι έχουν γανωθεί από γενιά σε γενιά στα γανωματζίδικα και στα Γύφτικα κατασκευαστήρια κουδουνιών (παραφθορά τοπωνύμιου της πόλεως που δόθηκε από τους εποίκους που ήρθαν από την Αίγυπτο και χώρεσαν εκεί -στην αρχή σαν σε γκέτο, κατά τον Π. Λιούφη) για να μην παρεξηγηθούμε εκ νέου, σε συνθήκες πλέον Σαρακοστής και συγχωρήσεως.
Είπα συγχωρήσεως. Προχωρημένο το εσπέρας στον άγιο Νικόλαο· έρημος. Το εκκλησίασμα κι οι ταγοί του το έβαλαν στα πόδια και τον άφησαν ...ασυγχώρητο. Θα τους μόλυνε, είπαν, η χάβρα των φανών. Αλλού είναι το θέμα. Ο τοπικός άναξ των πιστών δεν τη βρίσκει σ’ αυτόν το ναό καθότι εδώ συχνάζουν οι παραδοσιακοί κοζανίτες (που είναι και στο φανό και στην εκκλησία), οι οποίοι δεν τα βρίσκουν μ’ αυτόν. Θυμήθηκα (δηλαδή μου τον θύμισε τις προάλλες η πορτέρισσα της Μονής Αναλήψεως) τον ιερό Χρυσόστομο και την διαμάχη του με την Ευδοξία κι ενώ αυτή το διασκέδαζε στην πλατεία, στην εκκλησία ο πραγματικός άγιος (κι όχι οι ερζάτς καταστάσεις της σήμερον) λειτουργούσε και ο καταγγελτικός του λόγος δεν κολλούσε πουθενά. Παντελώς άδειος ο ναός. Τι ευτυχία! Μόνος μου χωρίς κανέναν άλλο σε μια παραδείσια κατάσταση πνευματικής γαλήνης κι ησυχίας («Μόνος θα πενθώ στον παράδεισο...» του Οδ. Ελύτη), απ’ αυτούς που συνήθως τον βαραίνουν με την παρουσία και με την απουσία τους τον ελαφρύνουν. Μια γυναίκα ξένη, επισκέπτρια των φανών, προσευχόταν. Στο οικείο στασίδι, δίπλα από το μόνιμο, ένθα έχει βγάλει ρίζες προσευχής και μετανοίας ο κύριος Ν. Κρτς, ζήτησα συγχώρεση απ’ όσους έβλαψα ποικιλοτρόπως έργω, λόγω ή διανοία. Μπαίνει η Σαρακοστή κι αυτό απαιτεί η θρησκεία μας. Το διέπραξα μόνος μου. Που να βρω τόσους που πίκρανα να τους ζητήσω έναν έναν λόγο συγγνώμης; Ετσι το κάνω συλλήβδην, όπως λεν κι οι εγγράμματοι δημοσιογράφοι μας –σιγά το ωά δηλαδή- «μνιαν κι όξου» που έλεγε κι εκλέγονταν επί οκταετία ο δήμαρχος Γ. Πγνς, όστις είχε επίγνωση του ανθρώπινου και εξουσιαστικού πεπερασμένου, αλλά και του Εκκλησιαστή το «Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης» και τον επ’ αυτού περίφημο λόγο του Χρυσοστόμου. (Σημ. Δεν μπαίνω στα λιβάδια των θεολόγων προς θεού, στα κανάλια του Google ψάχνω απλώς).
Μήπως, όμως, δεν δίνεται έτσι η συγχώρεση και πάω να τη βγάλω καθαρή χωρίς υποκλίσεις και χειροφιλήματα ιερέων και δεσποτάδων; Δεν ξέρω, μου αρκούν οι ποιητές, όπως ο Εζρα Πάουντ λ.χ.

από το ΚΑΝΤΟ 120
Προσπάθησα να γράψω Παράδεισο
Μην κουνηθείς
Ασε τον άνεμο να μιλήσει
αυτό είναι παράδεισος
Οι Θεοί ας συγχωρήσουν
ό,τι έκανα
Εκείνοι π’ αγαπώ ας προσπαθήσουν
να συγχωρέσουν ό,τι έκανα
(μετ. Ηλία Κυζηράκου)

Υ.Γ. Η φετινή αποκριά διεξήχθη από τα δεύτερα (Δήμαρχος κι αντιδήμαρχος, αμήχανοι). Πάνε οι εποχές που ηγούνταν αυτής οι μεγάλοι της πόλεως που σιγά σιγά αποσύρονται από το προσκήνιό της. Σαν να μας λείπουν κιόλας. Είμαστε σε φάση μεγάλης μετάβασης. Βρήκε ευκαιρία κι ο καιρός και επιτέθηκε στην πόλη με ένα σύννεφο χιόνι που άφησε πάνω της κι όλη μέρα και το βράδυ το έριχνε. Οι ξένοι επισκέπτες γίναν λαγωοί από νωρίς. Ομως στη συνέχεια τα πατροπαράδοτα «Περιστέρια», ήγουν χορός επί των γονάτων κι επί του ορθίως (οι γκλίτσες ανεμίζουν σαν φτερά) –γκραν σουξέ- έδωσε και πήρε· ενώ οι Τήνιοι έχουν τους εξαίσιους περιστερώνες οι κοζανίτες έχουν τους αξέχαστους περιστεράϊδες.

Υ.Γ Χωροταξικά κι ενοριακά ανήκω στο φανό του αγίου Δημητρίου, μικρό, γλυκό, παραδοσιακό, κατηφορικό. Ενώ πολιτικά και κοινωνικά, ας πούμε δηλαδή, ανήκω (θέλω μάλλον) στην αντιπολίτευση που λέγεται ζωή, του Μπαλζάκ. Εξ αυτής της ιδεολογικής νοσφίσεως δείχνω δημοσιολογικά να εφαρμόζω -δεν το επιδιώκω αλλά μου βγαίνει και ως εκ της παλιοκαταστάσεως που βιώνουμε ή μου το χρεώνουν ορισμένως, εκείνο που αποδόθηκε στον Χρυσόστομο ότι είπε για την Ευδοξία: «Πάλιν η Ηρωδιάς μαίνεται...». Το έλεγε ο Σάββας Κωνσταντόπουλος στη δικτατορία και από τον «Ελεύθερο Κόσμο» του, για την εφημερίδα «Βραδυνή» που έγραφε και τι δεν έγραφε τότε και γινόταν ανάρπαστη. Τραβηγμένα κι αντιφατικά τα παραδείγματα ίσως, αλλά με κάτι τέτοια αυταπατώμαι, καθώς οι τόνοι και οι στόνοι σαρκασμού και αυτοσαρκασμού, εκλαμβάνονται σαν λάσπη και ύβρις κοινή, άλλα μόνον οι πρώτοι ανοίγουν πληγές μικρές σαν λαγούμια όπου εύκολα τρυπώνουν ασπάλακες. Το άλλο μέρος είναι καταφύγιο και λύτρωσή ταυτοχρόνως.

2 σχόλια:

δημήτριος παν. μεντεσίδης είπε...

Εάν αγαπητέ Β. συνεχίζεις να καταθέτεις συγκεκριμένη κάθε φορά επεξήγηση (ως ΥΓ) στα κείμενά σου, ίσως κάποια στιγμή γίνει αντιληπτός και ο σαρκασμός και ο αυτοσαρκασμός σου, κυρίως ο δεύτερος. Οπότε και δε θα χρειάζεται να απολογείσαι πια. Αυτό βέβαια απαιτεί την απουσία ηθικής αποτίμησης κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης των γραπτών σου. Δύσκολο έργο μεν, αλλά αξίζει τον κόπο.'Ετσι και εγώ τότε θα πάψω να θεωρούμαι blog-κόλαξ παρ' όλη την ενδελεχή μελέτη των κειμένων σου.

Ανώνυμος είπε...

Αραγε γιατί να υπάρχουν τα δοκάρια ;