Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)


Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2010

Είδηση: ”Εχασα τ’ αυγά και τα πασχάλια. Ο ευρών αμειφθήσεται”


Κύριε διευθυντά του Kozan.gr
Καθυστερημένα, λόγω αποκλεισμού μου από τους γεωργούς Τυρνάβου και πάσης Θετταλίας, είδα το σχόλιο του ημισεβασμιοτάτου (επειδή ασχολείται με τα τοπικά επισκοπικά) Π. Πλιάτσιου, δημοσιογράφου κατά δήλωσίν του, ο οποίος άκουσα, άκουσον άκουσον, αλλ’ ίσως και να παράκουσα, πως αμείβεται και από την ευτραφή κυρία ΔΕΥΑΚ, νυν σύζυγον (πολλούς άνδρες έγημε ως η Σαμαρείτις αγία Φωτεινή), του κ. Ιωάννη Ν. Κοκαλιάρη, μάνα όλων μας, που μας ζεσταίνει, μας δίνει νερό, μας αποχετεύει (κοινώς μας ξεσκατώνει). Αν είναι αλήθεια, να μας πει για ποιές εργασίες τον πληρώναμε όλοι μας οι υπήκοοί της, άρα και υπάλληλός μας. Αν όχι (και από άλλη δημοτική υπηρεσία σιτιζόταν κι άλλος παρόμοιος από τη ΔΕΥΑΚ αργομισθών τα έπαιρνε), του ζητούμε προκαταβολικά συγχώρεση (γι’ αυτό) τώρα, κι όχι την άλλη Κυριακή το εσπέρας, μετά το άναμα του κεντρικού φανού στην πλατεία από τον δήμαρχο κύριο Μαλούτα (1), επιτέλους κάποιος διαφορετικός θα ανάψει το φανό μετά από 19 χρόνια, δεξιάς μου ‘ρθε, να πω, και του ταυτόχρονου εσπερινού της συγχώρεσης στον άγιο Νικόλαο. Το σύγχρονο του πράγματος θυμίζει το αποκριατικόν “Τσελιγκάδες ψέν αρνιά τσελιγκούδες κ.λπ…” κ.λπ.).
Το μακρύ (μετά συγχωρήσεως τόοοσο) σχόλιον με οδήγησε σε μια ακόμα πιο βαθύτατη σκέψη για την ονοματολογική, συλλογική και θεσμική ακράτεια, ου μην αλλά κι αθλιότητα, που μας δέρνει σ’ αυτό το μεγάλο χωριό που ζούμε κι ονομάζεται πόλη της Kozanis.maloutas.gr.
Η πόλη αυτή που την πατούμε, την περπατούμε αλλά άλλοι την χορεύουν και καλά την κάνουν, αυτές τις μέρες, πριν λίγο καιρό πήρε τη μνήμη του Νικόλα Ασιμου, τη σήκωσε με όλη την ασημαντότητα που διαθέτει και την έκανε σαν τα παρτάλια που κρέμασε αυτές τις μέρες στους δρόμους. Τον μεγαλύτερο αντιεξουσιαστή πάντων και πασών, τον πλέον τρυφερό αναρχικό, τον άγριο σαρκαστή και ισοπεδωτή κάθε κοινωνικής συμβάσεως και καθωσπρεπισμού, τον χλευαστή του μικρομεσαίου είναι μας κ.λπ., τον έκανε ένα γλυκούλη και μαλακούλη τύπο, με το να δώσει το όνομα του σε ένα γελοίο φεστιβάλ ελαφρού τραγουδιού. Ας έκανε ο κυρ’ Δήμος όσα ήθελε αλλά ας το ονόμαζε διαφορετικά και όχι «Φεστιβάλ Νικόλας Ασιμος»! Εδώ ο κόσμος του σαλτάρει. Η μνήμη Του και η ιστορία του, εντελώς αφύλακτη γίνεται έρμαιο κάθε καλλιτεχνικού, ιδεολογικού, δημοτικού σκύβαλου, το οποίο μπορεί να την ευτελίζει ατιμωρητί κι αδιακρίτως, δεξιά κι αριστερά κατά το δοκούν και το καραδοκούν. Νιώθω ντροπή εγώ γι’ αυτό και γι’ Αυτόν και ναυτία γι’ αυτούς (ελπίζω ο κυρ’ Πλιάτσιος να μου το επιτρέπει). Του ζητώ εκεί στο τίποτα που υπάρχει, να τους συγχωρέσει, οι άνθρωποι του πολιτισμού εδώ “σην Κόζιαν” (δεν ξέρω και πως γράφεται), δυστυχώς τόσοι είναι, κι ευτυχώς δεν τους κόβει και περισσότερο γιατί μόνο χειρότερα θα έκαναν.
Στη συνέχεια μπορώ να προβώ και σε κάποιους εξυπνακισμούς, ευκαιρίας δοθείσης και λόγω της διανυόμενης αποκριάς, σε σχέση με τον σχετλιαστικό σχολιασμό μου από τον κ. Πλτσ. (καλά να πάθω).
1. Φίλτατέ μου, επειδή ενώπιόν σου τηλεοπτικά παρελαύνουν καθήμενοι, όλοι οι τοπικοί “χαλβάδες” (διευκρινίζω όχι με την προσωπική και σεβαστή τους “προσωπικότητα”) -απ’ το χαλβά του τσιμπολόγησα κι εγώ άπαξ, το ομολογώ, με ελεγχόμενη οργή, γιατί συνεχώς με μπέρδευε (ως άσημος που ήμουν) με τον ακόλουθό μου (στη θέση εννοώ)- αλλά με τις όποιες λεοντές της εξουσίας φορούν ή επιδιώκουν να φορέσουν (για να μας τη φορέσουν αμέσως και κανονικά), δημοσιολογικά το λοιπόν “νόμισες πως θα ‘πιάνες και τον παπά απ’ τα …” (κατά τον Ν. Ασιμο από την κασέτα του “Πάλι στην ξεφτίλα”, σε βγάλαν Νικόλα). Του παπά που κάποτε έκαψε το καρναβάλι την δόξα εννοώ κι όχι του παπα-Λιούλια (εθνομάρτυρα, η εκκλησία απλά δεν τον κήρυξε άγιο γιατί έτσι αυτοαποκαλείται μόνο το σινάφι τους από κανδυλανάπτου και άνω) τη μνήμη του οποίου διασύρουν, χωρίς πρόθεση βέβαια αλλά από άγνοια και από συγγνωστή μαλθακοσύνη νοός, μην αδικούμε τώρα τα σαράντα τόσα, ίσως και περισσότερα, παλικάρια από την Γκόβλιτσα. Και πέρυσι έγραψα γι’ αυτό, από μια αδυναμία που έχω στον οιονεί Παπαφλέσσα της περιοχής μας, εκ του λόγου ότι, όταν ο δημοσιογράφος μας δεν είχε βγει ακόμα απ’ του αβγού (νάτο πάλι το αβγό) το τσόφλιον, εκδώσαμε ένα μικρό βιβλίο για το βίο του μάρτυρα με συγγραφέα του τον κ. Χ. Μπέσσα (είμασταν τότε τσακωμένοι· καλά και με ποιον δεν τσακώθηκες θα έλεγε κάποιος; Ελα ντε!) εισαγωγέα του κοζανίτικου χιούμορ (μια κρυάδα και μισή), στις εκδόσεις του περιοδικού Παρέμβαση.
2. Γνωρίζω πότε πέφτει και το φετινό Πασχάλιον (άλλωστε ο πατέρας μου λέγεται Πάσχος ή Πασχάλης) ως εκ τούτο δεν το έχασα ποτέ. Οσο για τ’ αυγά προβληματίστηκα ορισμένως. Κοιτούσα τις φωτογραφίες μας που είναι κοντά κοντά στο Kozan.gr. Απλά τις κοιτούσα κι ευθυμία κατέσχε με.
3. “Τι κάθεσαι κι ασχολείσαι με την τρίτη εθνική εσύ μια …Μπαρτσελόνα του πνεύματος! (εδώ με έχω, είπα ένδον, και φυσικά το πήρα πάνω μου) και τσικό του οινοπνεύματος (άκρασον με απεκάλεσε ένας ανώνυμος, άρα δυσώνυμος, διευθυντής φανού), μου είπε ένας φίλος. Κι όμως πίνω πίνω ένα τσίπουρο την ημέρα και το οποίο και κάθε βλάκα κάνει πέρα. Δεν ασχολήθηκα, με ασχολούν αγαπητέ μου φίλε και στο κάτω κάτω κι η Μπαρτσελόνα στο κύπελλο φορές κληρώνεται και με ομάδες εσχάτης κατηγορίας και παίζει αναγκαστικά.
4. Δεν τα ξέρω όλα, όμως τολμώ κι έχω γνώμη (συνήθως λανθασμένη και άδικη το δέχομαι, ή εκτός του συρμού, ποτέ όμως του διασυρμού) για πολλά που μας καίνε το λαρύγγι ως αναθυμιάσεις υδροθείου -οσμή κλούβιου αβγού- (να ‘την κι η ανόργα(σμ)νη χημεία). Ο ξερολισμός, το ανώτατο στάδιο του τοπικού δημοσιογραφισμού, είναι το προνόμιο, λυπάμαι, υμών, όπως εύκολα μπορεί ν’ αποδειχτεί από τον πάσαν ένα τηλεοπτικά πληττόμενο συμπολίτη.
5. Ακούσα τον εκλαμπρότατο αντινομάρχη κ. Γ. Σβώλη, εκ της σβώλας = στρογγύλη λάσπη, (“Πάρε ένα σβώλο Μήτρο/και διώξε εκείνο το σκυλί/ που μου χαλάει το φύτρο” από τον “Φωτεινό» του Αρ. Βαλαωρίτη, θα μπορούσε να επαναλάβει δημοτικός ενοχλούμενος απ’ την επέμβαση του νομαρχιακού στα αποκριάτικά τους χωράφια και χέρσα), καθότι είναι ο γκεστ σταρ της φετινής αποκριάς, να δηλώνει στο φανό «Πηγάδ’ τ’ Κεραμαργιού” ερωτηθείς για τα ενδονομαρχιακά καρναβάλια: “Εμείς (η Ν. Αυτοδιοίκηση δηλαδή) έχουμε δεμένη τη γομάρα μας στον πλάτανο (ελπίζω όχι της Λευκοπηγής γιατί εδώ θα τα χαλάσουμε ότι εκεί δένονται μόνον καθαρόαιμα κι όχι γομαροειδή είδη) κι όχι στο μακεδονίσι” (μαϊδανός). “Ο δυόσμος κι ο βασιλικός και το μακεδονίσι παν τα ματάκια μ’ βρύση” που θα το τραγουδούσε περίτεχνα ο εν λόγω. Ως εκ τούτου νιώθω αγαπητέ κ. Πλ. σαν ένα από τα δυό γομάρια που μαλώνουν στον ξένο, αλλά φιλόξενο, αχυρώνα, του Kozan.gr. Γιατί δεν τα λέμε στα δικά μας χαλβαδοστάσια και ποιμνιόστρουγκες!
- Αμην!

Ο Λευκοπηγής και Κοζάνης
Β.Π. Καραγιάννης

Σημ. 1. Τον κύρ’ Δήμαρχο του είπαν φαίνεται πως για να επανεκλεγεί πρέπει να λογιοφέρνει το πράγμα του κι όχι μόνον να το χοροσέρνει ή να υφίσταται κάθε γελοιοποίηση που του επιφυλάσσει η κοζανίτικη κλάκα. Ετσι προλογίζει σε κάθε βιβλίο(!) που φύεται τοπικώς. Σε λίγο θα ξεπεράσει και τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο που προλόγισε, από πνευματική αβρότητα, αμέτρητα βιβλία. Πήρε σβάρνα κάθε τι που κυκλοφορεί (εκτός αν τα χρηματοδοτεί από τη τσέπη του εννοείται κι όχι από το δημοτικόν ταμείον, απ’ όλους μας δηλαδή, γιατί τότε πρέπει να τεκμηριώσει με δικούς του λόγους την αιτία αυτή) και του επιτίθεται σαν τον ιό της γρίπης με προλόγους μετά της εικόνας του. Μέχρι και το λεύκωμα της εξαίσιας έκθεσης με θέμα την “Αποκάλυψη” του κ. Ντιό, προλόγισε ο αθεόφοβος και προσέδωσε εις αυτήν και τον καλλιτέχνη, το βαρύτατο πνευματικό του βάρος.



Το παρόν είναι απάντηση σε κείμενο του κ. Πλτσ. που αναρτήθηκε στο Kozan.gr
Αν μου το έστελνε θα το δημοσίευα κι εδώ προς πλήρη γνώση των αναγνωστών και για τις νόμιμες συνέπειες

Η φωτογραφία είναι από γλυπτό της περσινής αποκριάς που φέτος δεν το χρησιμοποιούν. Γιατί άραγε;

2 σχόλια:

δημήτριος παν. μεντεσίδης είπε...

Tο ακρωτηριασμένο γλυπτό της περσινής αποκριάς, που ''ξαπλωμένο κείτεται στο χώμα λαβωμένο'', έμπλεον διονυσιακής ηδονής μούφερε στο νου τις ''Σαρδέλλες στο λάδι'' του George Fourest, από τη συλλογή ''Ξανθιά νέγρισσα''.
Απευθύνεται λοιπόν ο Fourest στις κονσερβαρισμένες σαρδέλλες λέγοντάς τες:
''Αφού ταξιδέψατε ελεύθερες, ποιός ξέρει για πόσο καιρό, σε απέραντους ωκεανούς
και στις υπέροχες αποχρώσεις και στις αντανακλάσεις των νερών της Βόρειας Θάλασσας
τώρα κείτεστε εκεί, στριμωγμένες μέσα στο μικρό, μεταλλικό σας φέρετρο.
Σαρδέλες, λέει, σαρδέλες, χωρίς κεφαλή πιά, χωρίς χέρια, χωρίς γόνατα, σαρδέλες προσευχηθείτε για μένα''.
Το ποίημα αντλήθηκε από το βιβλίο του Γ.Σκαμπαρδώνη ''Μεταξύ σφύρας και Αλιάκμονος''

Θανάσης Καλλιανιώτης είπε...

Άριστο το "τολμώ κι έχω γνώμη"!