Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)


Τετάρτη 4 Ιουλίου 2007

«Το ελάχιστον, κύριε Βεληγκέκα»,

«Το ελάχιστον, κύριε Βεληγκέκα», των Τρικάλων

Του Β. Π. Καραγιάννη

Ελα σαν χόρτο
στις ρωγμές μου ν’ ανθίσεις
ν’ απλώσεις ρίζες
Ηλίας Κεφάλας

Είναι μάλλον κάτι σαν μια ήπια διαστροφή.
Να συμβουλεύομαι, άκρω ματιού και διαθέσεως, όταν ταξιδεύω εντός νεοελληνικού εδάφους, πλην των ποιητικών βιβλίων που κουβαλώ έστω και ως συντροφιά ατελέσφορη στη μοναξιά των ξενοδοχείων, τη «Χάρτα» του Ρήγα Βελεστινλή (Βιέννη 1797). Ναι, σ’ αυτό το ιστορικό-ταξιδιωτικό, σπουδαίο μνημείο του ιστορικού, χαρτογραφικού λόγου, να βρίσκω τους τόπους που θα περάσω και θα βρεθώ, αλλά καταχωρημένους με το ύφος και το ήθος τού υπαγορεύοντος χαρτολόγου και της εποχής του. Κάποιες φορές είναι σπαρταριστές οι πληροφορίες της.
Ετσι, τις προάλλες σε ταξίδι στα Τρίκαλα, δια μέσω Καλαμπάκας, εκεί, το μάτι στάθηκε στα Μετέωρα, τα οποία ορίζει ο Ρήγας στη «Χάρτα» ως «Πέος Μετέωρα όρη». Με σκανδάλιζε η πληροφορία. Περνώντας δίπλα τους δια γδυμνού οφθαλμού προσπαθούσα να δω ποιος από τους βράχους πληροί τις προϋποθέσεις ομοιότητας με αυτό το ανθρώπινο εν διεγέρσει μέλος και μια νταλίκα κόντεψε να με χτυπήσει· ο οδηγός με μούντζωσε δίκαια κι οι συνακόλουθες βρισιές του είχαν νομιμοποιητική βάση.
***
Πόλη με ποτάμι (ο αρχαίος Ληθαίος που χύνεται εις Πηνειόν) είναι όμορφη εξ ορισμού- Τρίκαλα· πόλη άνευ ποταμού, άσχημη-Κοζάνη. Μεγάλωσα με τον ήχο ενός νερόλακκου στο χωριό. Τα βράδια σε μια νυχτερινή συμφωνία το νερό, το σκοτάδι, τ’ άστρα με οδηγούσαν, τότε, σε μια μαγική, παιδική ονειρο-απόδραση και, τώρα, σε μια αβάσταγη νοσταλγία της οριστικά απωλεσθείσης αίσθησης μιας φυσικής και γνήσιας ωραιότητας. Γι’ αυτό μ’ αρέσει όποιο γλυκό νερό -που κυλάει όμως- όχι οι λίμνες, ούτε φυσικά η θάλασσα· το ποτάμι, ο λάκκος, τ’ αυλάκια, οι νεροσυρμές, ακόμα και τα δυσεύρετα σιωπηλά αναβρυκά στα χωράφια. Στην Αθήνα, το ρυάκι του Εθνικού Κήπου, δίπλα από το καφενείο, το βρήκα σχεδόν στεγνό με μια υγρασία σάπια, και εθλίβην.
Καλεσμένος από το φίλο Ηλία Κεφάλα, ποιητή κατεξοχήν κι ύστερα πεζογράφου και κριτικού λογοτεχνίας -τον ορίζω με τα διαρκή επαγγέλματα της ψυχής κι όχι τα εφήμερα της επιστήμης του- και από τον έγκριτο και πολυσχιδή Φιλολογικό, Ιστορικό, Λογοτεχνικό Σύνδεσμο (Φ.Ι.ΛΟ.Σ.) Τρικάλων, σωματείο υψηλών πνευματικών κι εκδοτικών προδιαγραφών· με βιβλιοθήκη -ευκτήριος περί των ωραίων και χρηστικών βιβλίων οίκος- εκδηλώσεις διάφορες κι ενδιαφέρουσες, συνέδρια κλπ, για να τους περιγράψω κάποιες «Σκηνές από τον εγγράμματο βίο της πόλεως Κοζάνης». Εχουν στο πρόγραμμά τους να γνωρίσουν από τις γειτονικές τους πόλεις το πνευματικό παρελθόν, παρόν κι ίσως και το μέλλον τους. Να γίνονται οι ωσμώσεις, οι συγκρίσεις, η επικοινωνία, η ανταλλαγή εμπειριών και θλίψεων, η συνύπαρξη ανθρώπων και έργων, και άλλα τέτοια εκτάκτως ευεργετικά. Αυτό κι αν είναι πνευματική μεγαλοθυμία και υψηλής πυκνότητος ευαισθησία πολιτισμένων ανθρώπων! Διαπίστωση γενική, κάπως, που βίωσα, όμως, στην πράξη.
«...Ηρωες, άπαρτα βουνά, ήρωες, κλπ.». Στην κεντρική Τρικαλινή πλατεία, με μια ποικιλία αγαλματοποιημένων ηρώων αλλά και με τους αργόσχολους και τους γέροντες του απογεύματος, έφτασα εν καιρώ ανοιξιάτικης μπόρας. Αστραπές, βροντές, βροχή διαφόρου διαμετρήματος, συχνότητος και υγροπεριεκτικότητος, αλλά να μυρίζει εκείνες τις απελπισμένες μυρωδιές του Απρίλη -ζυγώνουμε και στο Πάσχα- το εξ ουρανού υγρό, εποχικό ξέσπασμα επί δικαίων και αδίκων φυτών, χορταρικών, λουλουδιών και άλλων της πράσινης ήδη θεσσαλικής γης. Μια κυρία, αλλόφρων, μαλώνει έντονα τον χρυσοχόο, ότι της έκλεψε το δαχτυλίδι· φωνάζει δυνατά στον κόσμο. Αυτός την κοιτά αμίλητος και σκουπίζει το πεζοδρόμιο του μαγαζιού του. Σιωπά εν δικαίω(;)· συνήθως είναι αδύνατο να τα βάλεις, με παραληρούντα εν γένει, με ημιμαθή ή ευήθη διαρκείας. Στα αγάλματα του χώρου ο Στέφανος Σαράφης, αρχηγός του ΕΛΑΣ, πρώτος κι αποστεωμένος. Πίσω του ένα δέντρο αδιευκρίνιστης κατηγορίας, αλλά ψηλό -το είχαν και στη χριστουγεννιάτικη διακόσμηση- μαζί κι ο ιστός σημαίας, ακόμα λιγνότερος. Το τρίο λιγνόν! Πιο διακριτικός, στην άκρη της πλατείας, ο Γ. Καραϊσκάκης, «ο σωτήρας της ελευθερίας της Ελλάδος» όπως θυμίζουν οι στήσαντές τον! Δεν κατάλαβα γιατί αυτή η ακυριολεξία· μέγας αγωνιστής, ναι· στρατηγός, ομοίως, ναι, μέγας απυλόστομος, ναι· μέγας άνδρας, ναι! Ο αρματωλός Θύμιος Βλαχάβας κι ο Διονύσιος Σκυλόσοφος, οι επαναστάτες πριν την ώρα τους· ο Ν. Στορνάρης, στρατηγός στην μεγάλη ‘Εξοδο του Μεσολογγίου. Εδώ ας σταθώ λίγο. Μπρος πίσω σκέψη-γνώση-ανάγνωση. Πήγα εκεί να μιλήσω για τα γράμματα της Κοζάνης. Μεταξύ των λογίων της πόλεώς μας, ίσως ο μεγαλύτερός της κι ο μόνος που αξίζει και την σήμερον τόσο, αλλά κι ο πλέον παραμελημένος από μια πόλη – άγνοια, είναι ο Ν. Κασομούλη, με τα ένδοξα, ως γραφή κι ιστορία, «Ενθυμήματα Στρατιωτικά». Κοζανίτης στην καταγωγή, όπως το απέδειξε πριν χρόνια ο Ν. Π .Δελιαλής. Σύντροφος, συμπολεμιστής, γραμματικός του Ν. Στορνάρη. Στην ομιλία, στην παράγραφο για τον Ν. Κασομούλη, είπα να δω τι γράφει αυτός για τον Στορνάρη. Πολλά, μέχρι κι αγαπητικά. Ξανακοιτώ μόνο μια υπογραμμισμένη μου παράγραφο στον Β’ τόμο, περί της Εξόδου, κι αντιγράφω.
«....Ευρισκόμενοι οι Ελληνες (ετοιμασμένοι) εις το γελέκι, με το σπαθί και (το) μαχαίρι εις το χέρι, και με το ντουφέκι (εις τον ώμον), ιδού (φθάνει) και ο Νότης. Εδιάβαινεν ερχόμενος προς την προσδιορισμένη γέφυρα. Ερώτησεν ποίος ήτον μέσα. Τον είπαμε. Ο Στορνάρης.
-Σήκω, τον λέγει, Στορνάρη· εκινήσαμεν, εις το όνομα του Θεού!
- Να περιμένωμεν έως ότου φύγουν αι γυναίκες (πρώτα).
- (Ημείς) κινούμεν, τον λέγει ο Νότης, και όποιος έχει γυναίκα ας φροντίση πλέον (δι αυτήν)· δεν γινόμεθα φύλακες των γυναικών των («μουνιών") αυτήν την ώρα...»
Σημείωση του επιμελητή, αναστηλωτή των «Ε.Σ», Γιάννη Βλαχογιάννη. «Τιμή στ’ όνομα του ευγενικού άντρα, που έδωσε την πρώτη θέση στ’ αδύνατα· αλλά ή στιγμή ήτανε τρομερή. Και δεν επερίμενε, δε δέχονταν αναβολή».
Πιο μπροστά, σε συντριβάνι, ένα αγαλματίδιο μικρού που κατουράει εντός του, όπως ο Μanneken Ρiss των Βρυξελών. Λιγνά κορίτσια δεν περνούν από την πλατεία· δεν είδα γενικά. Ποδήλατα με ηλικιωμένους, ίσως εκ του εδαφικού επιπέδου της πόλεως· πολλά ποδήλατα που περνούν την κεντρική γέφυρα (1886), που ενώνει τις δύο όχθες της πόλης. Αλλά πώς είναι το γυναικείο, τρικαλινό πρόσωπο; Δεν κράτησα ούτε ένα βλέμμα για παρακαταθήκη. Δίπλα στο ποτάμι, ο ανδριάντας του Κανάρη ξέμπαρκος με την άγκυρά του παρά βράκας. Τον βρήκε ένας πρώην δήμαρχος της πόλης, στην Αθήνα, σε κάποιο μουσείο πεταγμένο, τον πήρε και τον έστησε δίπλα στο ποτάμι, έτσι ν’ αγγίζει το νερό, έστω το γλυκό. Τα μεσάνυχτα με συντροφεύει -μόνος του κι αυτός στην προτομή του- ο άγνωστός μου ποιητής Γ. Αργυρόπουλος, που δεν διάβασα ούτε ένα στίχο του. Μόνο που η διακριτική του μαρμαροϋπόσταση, την αδιέξοδη νυχτερινή τρυφερότητα, εκείνη που πληγώνει τις ψυχές με ιαματικές πληγές, υπομνηματίζει, σ’ ένα ηρωικό πλατειακό περίγυρο. Οπως φυσικά και η «ωραία ξαπλωμένη», η τοπική θεότης-νύμφη Τρίκκη, στη στάση περίπου της «Ωραίας κοιμωμένης» του Γ. Χαλεπά, κλασικά αλλά ελλειπτικά σμιλεμμένη από τον γλύπτη· ποιος να είναι άραγε; Κάθε δύο χρόνια διάφοροι καλλιτέχνες ...υφίστανται μια δημοτική, γλυπτική φιλοξενία· τι ωραία συνήθεια κι αυτή! Τους δίνουν στέγη, τροφή, προστασία και υλικά κι αυτοί σε ανταπόδοση αφήνουν ένα έργο. Κι έτσι γεμίζει η πόλη γλυπτικές εκδοχές, μέχρι κι ωραιότητες. Είπα Χαλεπά. Μόλις χτες, μέσω του καλού φίλου της «Εστίας» Θεσσαλονίκης Κώστα, έλαβα και τον ευχαριστώ, την ογκώδη βιογραφία του Γιαννούλη Χαλεπά, του συγγραφέα Χρ. Σαμουηλίδη· πού τα βρήκε όλα αυτά; Δίπλα της, αι κόραι του Ασκληπειού σε μοδέρνα εκδοχή. Η πόλη τον διεκδικεί ως δικό της Θεό, αν και δεν βρήκαν ακόμα το ασκληπιείον του, που το αναφέρει ο Παυσανίας. Από κει ξεκινά και ο πλατύς πεζόδρομος της τώρα πόλης· ποτάμι με ξερόπλακες, στις όχθες του οποίου αράζουν ολημερίς, έως αργονυχτίς, πλείστα όσα όντα ανθρώπινα, εργασιακής χρήσεως ή αεργίας. Του κανονικού ποταμού ονειρεύονται να του φάνε τις πράσινες όχθες. - Εμπρός για νέες καφετέριες! Να αξιοποιήσουν περαιτέρω το ποτάμι... Αλίμονο, οι κρετίνοι αθλιοποιητές παντός καιρού -δημάρχοντες, νομάρχοντες, έμποροι κλπ.- δε λείπουν από κανένα τόπο.
Κάστρο, ρολόι, Βαρούσι η παλιά πόλη. Στα Τρίκαλα διασώζουν την παλιά εκδοχή της πόλης τους· άρα προσθέτουν τόπους, για να περπατάς και να αισθάνεσαι άνθρωπος (με ψιλή)· και πολλαπλασιάζεται έτσι, στη γρήγορη ματιά σου, η φευγαλέα, εξαιρετική εντύπωση του καθημερινού τρόπου των Τρικαλινών.
Κουρσούμ τζαμί. Απέναντι από τον λυμφατικό Σ. Σταθμό, ένα επιβλητικό εξωτερικά κι αρχιτεκτονικά τζαμί του οθωμανικού χτες, με ελεεινά αδιάφορο το εσωτερικό του σήμερα. Μπροστά του η εκκλησία του αγίου -δεν θυμάμαι ποιου- είναι ένας φτωχός ξάδελφος. Δίπλα οι φυλακές, απ’ όπου εν ώρα προγραμματισμένης αποδράσεως -γι’ αυτό δεν έπαιρνε κι αναβολή- και γάμου πολλαπλά βιντεοσκοπούμενου, νόμιζαν όλοι -καλεσμένοι, περίοικοι και φύλακες, που χάζευαν φυλακισμένοι της καθημερινότητας κι αυτοί- ότι γυριζόταν ταινία κι έτσι ανενόχλητοι αναχώρησαν οι ποινικοί δραπέτες, όπως μου έλεγε ο Ηλίας Κ.
Κάπου εκεί, και παντού, σ’ ό,τι ωραίο κι η κ. Μαρούλα Κλιάφα· με το ποδήλατο, τα βιβλία, και με το σύζυγο και το παλιό διατηρητέο (και νέο εν δράση) αγαπημένο όλων των κατοίκων, ιστορικό εργοστάσιο αναψυκτικών. Σε στήλες, όπως στα μουσεία που καταχωρούνται καταλογάδην οι ευεργέτες τους, εδώ γράφονται με επίχρυσα γράμματα όσοι εργάστηκαν σ’ αυτό. Τι γλυκιά αίσθηση αγαπημένης οικογένειας αφεντικών κι εργαζομένων! Το αισθαντικότερο πνευματικό καθίδρυμα σήμερα, εργοτάξιο εξαιρετικών αναμνήσεων, εκθέσεων, βιβλιοθήκης, μουσείου τύπου, φωτογραφίας και συνεχών δράσεων, με τις οποίες το σκάζουν από την ούτως ή άλλως επαρχιακή καθημερινότητα οι μόνιμοι κάτοικοι. Υπάρχουν, διατηρούνται τα ωραία πράγματα στις πόλεις, εφ’ όσον υπάρχουν ωραίοι άνθρωποι. Ανεπιφύλακτα σημείωνε ζεύγος Κλιάφα, εν Τρικάλοις.
Συγκρίσεις αναγκαίες. Κυκλοφορούν εκεί καθημερινά 5 εφημερίδες και δύο βδομαδιάτικες με 50 και πάνω σελίδες· το τι γράφουν, το είδα· πώς επιβιώνουν δεν ξέρω· γιατί βγαίνουν, το εικάζω. Ομως, μπορώ όπως κάθε καλής πίστεως πολίτης να τις συγκρίνω με της πόλεώς μας -πόλεις περίπου ίδιες σε πληθυσμό, απόσταση κι απόσπαση από τη θάλασσα- κι αυτή αποβαίνει σε βάρος μας συντριπτικά. Οι δικές μας, όλες μαζί, δεν συμπληρώνουν ούτε 50 σελίδες τη μέρα. Ισως να υπερέχουμε κάπως στον πολιτισμό των βιβλιο-γραμμάτων, μέχρι πρότινος δηλαδή, ειδικά στο ρυθμό έκδοσης βιβλίων με την ενίσχυση της Ν.Α. (μια κάπως άγονη σε αριθμό αλλά όχι και σε ποιότητα υπεροχή) σε σχέση με τι γίνεται στην πόλη των Τρικάλων κι από μέρους της εκεί Ν.Α. Κι έγινε ένα μικρό, μεταξύ των τρικαλινών, φραστικό επεισόδιο περί αυτού, στο χώρο της διαλέξεως, στο Επιμελητήριο, με την παρουσία πλείστων όσων τρικαλινών στρατιωτικών -που νοσταλγούν την Κοζάνη, γιατί υπηρέτησαν σ’ αυτήν και τους άρεσε (τι σου είναι οι άνθρωποι και τι το άλλο)- και κοζανιτών που μένουν εκεί από χρόνια. Σημείωση. Νησίδες εγγράμματες με την ποιότητα του Φ.Ι.ΛΟ.Σ δεν διαθέτουμε, λυπάμαι! Ομως, το καλό μας να λέγεται. Οταν σε ξένους λέμε ότι ζεσταινόμαστε χειμώνα καιρό, όχι με μαζούτ και πετρέλαια, αλλά με νερό από τις καμινάδες της ΔΕΗ, παραλύουν!
Πήγα να μιλήσω ως συναυτουργός για την αλήστου ενθύμησης «Κοζάνη, Πόλη του βιβλίου» κι αναγκάστηκα να κρύβω το σημερινό της πρόσωπο σαν στρουθοκάμηλος μέσα σ’ ένα σωρό παρελθοντο-νεφελώματα από την αναντιστοιχία και την ασυνέχεια της εντύπωσης που δημιουργήθηκε από μια πραγματικότητα περασμένης εποχής και την σημερινή ελώδη στασιμότητα των βιβλιοπραγμάτων μας.
***
Επιστροφή. Στην έξοδο προς Καλαμπάκα και πάλι με εταστικά τα μάτια στα Μετέωρα, να δω τα του Ρήγα περιγραφόμενα. Η διαστροφική μου προσοχή παραθεώρησε, όμως, το όριο ταχύτητας των 50, και έπιασα, κατά το ραντάρ, τα 69! Αλτ το λοιπόν, από μπλόκο και τους ενεδρεύοντες του Δήμου Βασιλικής ή κάπως έτσι-καμιά κατοικία γύρωθεν- λαθροκυνηγούς για είσπραξη τελών εκ των περιτρεχάμενων αφελών. Πήγα να διαμαρτυρηθώ, νεοέλλην. «Δεν ήξερα», «δεν είδα», «είμαι απ’ αλλού», «είχα ομιλία» κι άλλα επιχειρήματα του ποδαριού. Δεν είπα σε τι τολμηρό κι ευθυτενές πράγμα ήμουν απορροφημένος νοητικά, ίνα μη επιβαρύνω τη θέση μου και με εξύβριση απλού οργάνου τάξεως με την ακατανόητη παρομοίωση ή για θεία περί των μονυδρίων στους βράχους ασέβεια.
«Την άδεια και το δίπλωμα», ανένδοτος ο τροχαίος. Δήλωσα την ιδιότητα, δικηγόρος. Σκασίλα, θα είπε ένδον ο τροχαίος, σε μέτρο ανάπαιστο και τρικαλινή φρασεολογία. Χαζεύοντας τη σύνταξη της κλήσης είδα το όνομά του· Βεληγκέκας! Αμάν! Ενα κύμα κλαυσίγελου μου ‘ρθε ως λόξιγκας. Τώρα μάλιστα· πληρώνω χωρίς αντίρρηση, με ευχαρίστηση, μου αρκεί και μόνο η ιστορικο – καραγκιοζο-σύμπτωση που μου έτυχε. Λίγο πριν την επιμέτρηση της ποινής, δικηγόρος και πάλι.
- Το ελάχιστον, κύριε Βεληγκέκα.
- 17 ευρώ, κύριε!

Δεν υπάρχουν σχόλια: