Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)


Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2009

Εορταστικό μεσοδιάστημα αλλ' αναγνωστική μακροημέρευση


Η παραμονή των Χριστουγέννων θα με βρει (τι εγωιστικό το πρώτο πρόσωπο, μήπως «θα τον βρει» ακούγεται κάπως καλύτερα, ως πιο ουδέτερο) στο οικείο της οικείας γραφείο, ξάπλα στον καναπέ, δίπλα από το λυμφατικό πορτατίφ που φωτίζει (ως το άστρο της Βηθλεέμ αποκλειστικά τη φάτνη) μόνο τις σελίδες των βιβλίων και τη φωτογραφία της Δμτρς. Νωρίς το βράδυ. Στο ΤΡΙΤΟ θυμούνται τέτοια μέρα πάντα αισθηματικές σελίδες της παπαδιαμαντικής τελεολογίας. Φτιάχνονται, όπως κι ημείς, πολλαπλώς. Ξεφυλλίζω (τι άλλο να κάνω αφού ο καιρός του ρήματος ξεκοκαλίζω παρήλθε ανεπιστρεπτί), τις πρόσφατες εκδόσεις -χιλιάδες οι αδιάβαστες σελίδες τους. Κείνται εν σωρώ στο πάτωμα και ζητάνε εν βωβώ χορώ, αλλά και κατά μόνας μια ματιά, μια υπογράμμιση, μια μνημόνευση, μια υπόμνηση, μια σημείωση στο κάπου της ιστορίας για την τιμή των όπλων αλλά και των ευρώ που διατέθηκαν προς αγοράν τους· έστω. Τουλάχιστον να τα έχω (βιβλιοαποθηκευτής τελικά κατάντησα) κι αυτό να καλύπτει μια προσωπική αγωνία, του να είμαι εντός τους όπως όπως, αλλά και την καθαυτή απαίτηση κάθε βιβλιοπροϊόντος να βρει τον αποδέκτη του, ακόμα και τα πλέον δύσκολα κι εξεζητημένα αναγνωστικά.
Με το που θα μεσιάσει ο Δεκέμβριος, άγριο το αγοραστικό (μαζικά) σύνδρομο με συνέχει· μην αφήσω τίποτα ακοίταχτο, που μόλις βγαίνει από τις κούτες της μεταφορικής στο βιβλιοπωλείο κι ούτε στο ράφι δεν προλαβαίνει να απλώσει την αρίδα του. Αυτό κι αν δεν είναι διαστροφή, που δημιουργεί όμως και μια πλάνα αίσθηση γνώσης (δια της αφής) όλων των βιβλίων που επιθυμώ· στην πραγματικότητά είναι λίγο ή λίγη απόγνωση εξ όλων. Ούτε οικονομική κρίση λογαριάζω, ούτε κυβερνητικές νουθεσίες για αυτοσυγκράτηση, σκέφτομαι (είμαι εχθρός τους άρα εμένα δεν με πιάνουν τα μέτρα τους αφού μόνον τους οπαδούς τους πλήττουν!) ούτε τους επαίτες που με παρακαλούν στην κατηφόρα του αγίου Νικολάου ή στον πεζόδρομο (ας τους φροντίσει ο κυρ’ δέσποτας, γιατί τον έχουμε άλλωστε;), εκτός κι αν είναι ακορδεονίστας ο αιτών ή ο Βούλγαρος με το σαξόφωνο κάτω από τη γωνία του γραφείου μου.
Κάθε χρόνο έχω δίπλα μου, όπως και φέτος, τη χριστουγεννιάτικη έκδοση της εφημερίδας ΕΣΤΙΑ (από το 1898 παρακαλώ, η μόνη εφημερίδα γνώμης που κυκλοφορεί και με την οποία δε συμφωνώ χοντρικά (και ποιός με ρωτά δηλαδή;), η οποία ανατυπώνει τα παλιά φύλλα της, όπως και το νυν των Χριστουγέννων του 1899, πριν 110 χρόνια δηλαδή. Αυτή η ανατύπωση με φέρνει στο δικό μου παλαιό χρόνο. Η λινοτυπική της αισθητική και ο καθαρευουσιάνικος λόγος με κάνει να υπάρχω σε μια νοσταλγία εποχής, που αν και δεν έζησα η μυρωδιά της μου είναι εντελώς οικεία από το διάβασμα της και μόνον.
«Ειδήσεις εκ του αστυνομικού δελτίου:
Επί αστυνομικού σκανδάλου.
- Ο υπολοχαγός κ. Δερλελές υπέβαλε μήνυσιν κατά του Μιλτιάδου Εβερτ πρώην δημόσιου κατηγόρου διότι μεταξύ άλλων:
....Λαμβάνων χρήματα εχορήγει αδείας εις παντοπώλας, οινοπώλας, πωλητές πατσά κ.λπ να έχωσι ανοικτά τα καταστήματά των μέχρι του μεσονυκτίου και ενίοτε μέχρι πρωίας κατά παράβασιν της ρητής αστυνομικής διατάξεως.
... Διότι επέτρεπεν εις μαυλίστριας να διατηρώσιν εις δυσωνύμους αυτών οίκους χαρτοπαίγνια και προς τούτο ελάμβανε χρήματα.
Στις μικρές ειδήσεις:
- Αύριον εορτήν των Χριστουγέννων εορτάζει ο μικρός Κίτσος, υιός του φίλου Γεωργίου Χριστοδουλάκη (ράπτου).
- Στο ΖΥΘΟΠΩΛΕΙΟΝ Ζαχαράτου-Καπερώνη θα παιχθώσιν: 6-7½ Μαρς, Μουσκετέρ, Τραβιάτα, Βλας, 9-1 Μαρς, Γραν Βία, Μανόν (Μασσενέ), Μποέμ, Υπνοβάτις- Προσέτι θα δοθώσι και Κονσέρτα εκ των καλυτέρων τεμάχιων υπό του κ. Κρασσά, την Legende (wiencawski) και Faust (sarasate).»
Θυμάμαι το Χρ. Μπέσσα με πόσο λαχτάρα την αγόραζε, αλλά δεν τη διάβαζε, γιατί του πήγαινε στο λόγιο στυλ του, από μια φιλολογική, θα λέγαμε, τρυφερότητα, ή τον Γ. Ζηκόπουλο, εκδότη της πολυετούς «Δυτικής Μακεδονίας», ο οποίος αναδημοσίευε και άρθρα της, συνέπιπταν και οι πολιτικές τους γραμμές. Ηταν ο μόνος που τοπικά τολμούσε να έχει δημόσια και οχληρή γνώμη. Οχι όπως τα σημερινά ασπόνδυλα, υδαρή κι αγράμματα του τύπου, που ούτε έχουν αλλά κι ούτε και μπορούν να έχουν, ότι είναι έμμισθοι υπηρέτες της κάθε ασημαντοεξουσίας. Κάποτε αυτόν τον σεβάσμιο, γέροντα εκδότη τον δίκασαν (κάπου 6 μήνες φυλακή) οντάρια τινα του νυν αλλά και του τότε κυβερνώντος κόμματος, μεταξύ τους κι ένα από τα μεγαλύτερα «πολιτικά» μηδενικά του τόπου, γιατί διατύπωσε μια σκέψη η οποία τους ...ενεποίησεν μέγαν, πολιτικόν και προσωπικόν φόβον· οι γελοιωδέστατοι, καβαφικά. Βρέθηκαν όμως και δικαστές· περιδεείς ενώπιον της τότε πολιτικής εξουσίας, δέχτηκαν το αίσχος αυτό. Αλλά στη δικαιοσύνη βρίσκεις πλέον ό,τι θέλεις. Αυτά τα μηδενικά έπρεπε να μην έχουν που δημόσια την κεφαλήν κλίναι μετά απ’ αυτή την ύβρη κατά της ελευθερίας του τύπου και της γνώμης, που διέπραξαν. Εντούτοις φιλοξενούνται στον τοπικό τύπο ολιγόνοες φυσικά κι ανίδεοι, από ακόμα πιο ανίδεους, αλλά προφανώς χορτάτους.
Δε θα παραλείψω βέβαια να ρίξω μια επετειακή ματιά στο «Φονικό στην Εκκλησιά» του Τ. Ελιοτ, μετάφραση Γ. Σεφέρη, Ικαρος, β’ έκδοση 1965, με σχέδιο στο εξώφυλλο του ζωγράφου Γ. Μόραλη, ο οποίος τις μέρες αυτές πήγε να συναντήσει όλους τους μεγάλους στο επέκεινα, να ξαναδιαβάσω στο «Ιντερλούδιο» του θεατρικού το κήρυγμα του Αρχιεπισκόπου Θ. Μπέκετ στον καθεδρικό ναό το πρωί των Χριστουγέννων του 1170 ένα λιτό μνημείο χριστιανικού λόγου (σελ. 61-65). Ακουγα σε μια εκδήλωση προχριστουγεννιάτικη μιας τοπικής βυζαντινής χορωδίας (η επανάληψή τους εστί πλέον μητέρα αφορήτου πλήξεως) ιερέαν να εισηγείται και να απεραντολογεί με μια θεολογία του άδειου και του χριστιανικού τίποτα, τελικά. Τι κρίμας! Αλλά στη μια έχουμε Ελιοτ και στην άλλη γέλοιοτ!
Κάποτε δίπλα μου απλωμένη (αγορασμένη μόλις) η χριστουγεννιάτικη «Νέα Εστία» με τα λευκά εξώφυλλα στο βαρύ, μεγάλο της, αφιέρωμα. Τώρα, η καλύτερη προφανώς, διάδοχη κατάστασή της, αργεί να μας έρθει (προσφορά) ως τεύχος. Ο χρόνος της ενιαύσιας ψηλάφησης των βιβλίων παρέρχεται· η παλιά της μορφή και το σημαίνον της για τη μέρα αυτή, όμως, μου λείπει.
Τα «Απαντα» του Ππδ. ανοίγονται εική κι ως έτυχε στον όποιο τόμο τους και μόνο για ένα λόγο Του πλέον, μια λέξη, μια παράγραφο, μια σελίδα, ένα κώλον τέλος πάντων· δόση μικρή, γουλιά Glenfiddich 18 ή μια τζούρα ανώδυνου ναρκωτικού.
«Ο αγαθός γέρων ήτο εκ του αμιμήτου εκείνου τύπου των ψαλτών, ων το γένος εξέλιπε δυστυχώς σήμερον. Εψαλλε κακώς μεν, αλλ’ ευλαβώς και μετ’ αισθήματος. Κανέν σχεδόν κώλον δεν έλεγεν ορθώς, ούτε μουσικώς, ούτε γραμματικώς. Πότε εν και ήμισυ κώλον τα ήνου εις έν, πότε δύο και ήμισυ τα διήρει εις τέσσερα. Αλλά προτιμότερα η αμάθεια της δοκησισοφίας» («Στο Χριστό στο Κάστρο»).
Παρεκλίναμε, όπως συνήθως, επί του θέματος λοιπόν.
1. «Αρχα των αρίστων». Από τις νέες κι ωραίες εκδόσεις «Κίχλη» («...Ακουσα τη φωνή/ καθώς κοίταζα στη θάλασσα να ξεχωρίσω/ένα καράβι που το βούλιαξαν εδώ και χρόνια·/το ‘λεγαν «Κίχλη»· ένα μικρό ναυάγιο· τα κατάρτια,/σπασμένα, κυματίζανε λοξά στο βάθος, σαν πλοκάμια/ή μνήμη ονείρων, δείχνοντας το σκαρί του/στόμα θαμπό κάποιου μεγάλου κήτους νεκρού/σβησμένο στο νερό. Μεγάλη απλώνουνταν γαλήνη.» Γ.Σ.). [Στις εκδόσεις αυτές κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων του φίλτατου Αργύρη Χιόνη «Το οριζόντιο ύψος» που μόλις βραβεύτηκε με το κρατικό βραβείο διηγήματος και χαράν μας έπλησεν]. Το μόνο που προχώρησε στο διάβασμα είναι: «Ο αόρατος» του Ε.Γ. Ουέλς σε μετάφραση του Αλεξ. Ππδ. Μήπως γι’ αυτό; Αυτός τελικά ο αλήτης, ο πρώιμος και γλυκός αναρχικός, ο ενσυνείδητα κοινωνικά αποσυνάγωγος, ο περιφρονητής κάθε φτιαχτής κατάστασης, ο φτωχός άγιος χωρίς την πίστη των δεσποτάδων, σε 230 σελίδες άλλου, αλλά και τόσο δικές του, σε μαζεύει και σε μαγεύει. Ας είναι πάντα καλά ο ευλογημένος ερημίτης της Χαλκίδας Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος κι η Λαμπρινή του κόρη, δεινή φιλολόγος κι επιμελήτρια, που χώνονται συνεχώς στο ανεξάντλητο λατομείο των μεταφράσεων του Ππδ. και μας δωρίζουν μοναδικές (ευτυχώς μοναχικές) στιγμές ανάγνωσης.
2. Τόμας Πίντσον «Ενάντια στη μέρα.» εκδ. υψιλον/βιβλία σελ. 1234. Το βιβλίο του «Η συλλογή των 49 στο σφυρί» ο Χάρολντ Μπλούμ με το περίφημο «Δυτικό κανόνα» του το υποδείκνυε προς ανάγνωση στον οδηγό του «Πως και γιατί διαβαζουμε». Ούτε ως τη μέση δεν το αξιωθήκαμε. Που τόσες σελίδες τώρα! Αυτός ο σωματικά αόρατος, (στην πόλη μας τον παλαιό καιρό έφερε το προσωνύμιον «αόρατος», έγκριτος πολίτης της, ίσως κι ερήμην του, εκ του λόγου ότι σκαρφάλωνε (άρα και σκαλόβιος) χωρίς να γίνεται αντιληπτός σε ξένα παρεθύρια προς θέασιν γυναικών), αμερικάνος συγγραφέας που δεν εμφανίζεται ποτέ και κανένας δε γνωρίζει τη φάτσα του, δημιουργεί ένα μυστήριο, που δεν το λύνουν οι ορθόδοξες ή ανορθόδοξες γραφές του, πολύ δε περισσότερο τα αναγνωστικά μας αγωνίσματα επ’ αυτού.
3. Ρομπέρτο Μπολάνο «Οι άγριοι ντέντεκτιβ» εκδ. Καστανιώτης, σελίδες 711. Ο χιλιανός συγγραφέας γεννήθηκε το 1953 και πέθανε το 2003. Εδωσα πίσω στο βιβλιοπωλείο τις «Πουτάνες φόνισσες» του εκδ, Αγρα και πήρα αυτό, παρότι ο φίλος μου Μάκης Κ. στην «Παρέμβαση» τχ.150 (και την ΑΥΓΗ) πρότεινε το βιβλίο του «Τηλεφωνήματα», διηγήματα.
4. Ορχάν Παμούκ «Το μουσείο της αθωότητας» εκδ. Ωκεανίδα, σελίδες 808 παρακαλώ. Ορκίζομαι στο πουθενά πως θα διαβάσω αυτό το ερωτικό βιβλίο! Ηδη πέρασα τις δύο πρώτες αναγνωριστικές σελίδες: «Της είχα φιλήσει τον ώμο, ήταν ιδρωμένος από τη ζέστη, την είχα αγκαλιάσει από πίσω, ήμουν μέσα της, της δάγκωσα τρυφερά το αριστερό αυτί, το σκουλαρίκι της έμεινε, θαρρείς, μετέωρο στον αέρα για μια ατέλειωτη στιγμή κι έπειτα έπεσε. Συνεχίσαμε να φιλιόμαστε, από την πολλή ευτυχία δεν είδαμε καν το σκουλαρίκι που, εκείνη τη μέρα, ούτε πως ήταν δεν είχα παρατηρήσει...»
5. Ολιβιέ Τόντ «Αμπέρ Καμύ Μια ζωή». Βιογραφία. εκδ. Καστανιώτης, σελ. 788 « Ο Ξένος», « Η πανούκλα» ο «Επαναστατημένος άνθρωπος» (το είχε υπό μάλης ο Γ. Μηλτιάγκας, το σήκωνε η εποχή, μεσούσης της δικτατορίας, όταν τον οδήγησαν νύχτα στην ασφάλεια δια τα περαιτέρω), σε μια συσκευασία μιας ζωής ενός ανθρώπου για τον οποίο η οδύνη δεν είχε σύνορα.
6. Σαρλ Μπωντλέρ «Τα άνθη του κακού –Τα απαγορευμένα ποιήματα» μετ. Ερρίκος Σοφράς, εικόνες Πατ Αντρέα, Μεταίχμιο σελ. 68. Εκδοση τόσον ωραία, την οποία μπορείς και να τη χαϊδεύεις και να το νιώθεις.
Ειρηνικέ αναγνώστη, φυσιολάτρη
αυτό το βέβηλο, πικρό βιβλίο
το λέω της μελαγχολίας μνημείο
Ανθρωπε του καλού, ασ’ το στην άκρη
7. Φρεντερίκ Μπράουν «Φλομπέρ. Ενα πνεύμα αντιλογίας», εκδ. Μεταίχμιο σελ. 737. Η σκέψη του από το «Λεξικό των κοινών τόπων» «Τίποτε δεν είναι πιο ταπεινωτικό από το να βλέπεις τους ανόητους να πετυχαίνουν» με στροβιλίζει επιθετικά ετούτον τον καιρό.
8. LAURENCE BERGREEN «ΜΑΓΓΕΛΑΝΟΣ. O εκπληκτικός περίπλους ενός μεγάλου θαλασσοπόρου», εκδ. Ψυχογιός, σελ. 505. Ξανά λοιπόν σ’ αυτόν. Από μικρός είχα τη βιογραφία «Μαγγελάνος» του Στέφαν Τσβάιχ έκδοση του 1957 σε μετάφραση Πολύβιου Βοβολίνη, αγνώστου εκδοτικού οίκου, την οποία έχω στα ιερά βιβλία της ...παιδικότης μου, μαζί με τον «Ηρωα της Αλαμάνας» του Τάκη Λάπα, το βιβλίο «Ο πλοίαρχος Κουκ εξερευνά τις νότιες θάλασσες», το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» και τα «Παιδικά διηγήματα» του Αλξ. Ππδ. (αυτά απωλεσθέντα τ’ αναζητώ σε όλα τα παλαιοβιβλιοπωλεία της χώρας). Αποτελούν τις παλιές εικόνες στο αναγνωστικό μου εικονοστάσι στο οποίο τις προσκυνώ εν μνήμη και λαχταρώ εν λόγω διαρκώς.
9. Ουίλλιαμ Σαίξπηρ «Ανθολόγιο», εκδ. Κέδρος σελ. 386. Μετάφραση-Επιλογή κειμένων του Ερρίκου Μπελιέ. Από τη σαιξπηρική θάλασσα που τη διέπλευσε όλη ως μεταφραστής της κάνει μια επιλογή αποσπασμάτων, στροφών στίχων· καθαρό χρυσάφι. «Ενας κακομοίρης πολίτης έχει παράπονα από τον ηγεμόνα του! Σπουδαίο πράγμα: λες και το πιστολάκι του είναι κίνδυνος για το φρούριο! Μπορείς να παγώσεις τον ήλιο αερίζοντάς τον με φτερό παγονιού;» (Ερρίκος ο Ε’, ΙV. 1)
10. Στ. Ράμφου «Νίτσε για το καλό γούστο. Αφορμές πνευματικού αναπροσανατολισμού», εκδ. Αρμός σελ 313. Περπάτα στο βιβλίο αυτό σιγά σιγά γιατί θα σε πισωγυρίσει πολλές φορές, αλλά το αξίζει. «Αυτό που γίνεται από έρωτα συμβαίνει πάντα πέρα από το καλό και το κακό» (Νίτσε).
11. Νίκου Μπελογιάννη: «Σχέδιο για μια ιστορία τις νεοελληνικής λογοτεχνίας» εκδ. Αγρα, σελ. 239. Γιατί θα τραβούσε σήμερα την προσοχή μας ένα τέτοιο βιβλίο. Προφανώς για τον συγγραφέα, την εποχή, τις τραγωδίες και όλα το συμπαρομαρτούντα αυτού. (Ως κι ο Ν. Ζαχαριάδης έγραψε λογοτεχνική κριτική κι αυτός, για τον «Αληθινό Παλαμά»). Εποχές γεμάτες φώτα, σκοτάδια και εκλάμψεις τις περισσότερες φορές από εμφύλια όπλα. Το όνομα του συγγραφέα βαρύ κι ασήκωτο ως εκ τούτου όλα τ’ άλλα έρχονται δεύτερα, τρίτα κ.λπ. Εν αναμονή φυσικά της πολιτικής διαθήκης της, της συντρόφου του Ελλης Παππά, για τα οποία ήδη πολλοί παίρνουν θέσεις είτε άμυνας είτε επίθεσης η οποία είναι η καλύτερη άμυνα των ενόχων.
***
Εν τέλει οι άνω σελίδες αθροιζόμενες φτάνουν στις 6019· το δηλωθέν εισόδημά μας είναι προφανώς λιγότερο.
Καθώς μαζεύτηκαν χιλιάδες οι αδιάβαστες σελίδες σκέφτομαι πως ίσως τώρα μπορώ να αρχίσω να τις διαβάζω κάπως. Μπροστά στην νυν θημωνιά συλλογίζομαι και με πιάνει μια υπαρξιακή θλίψη. Δε βάζω τις δεκάδες άλλες παρόμοιες εκκρεμότητες με τους σελιδοδείκτες χωμένους στα σώματά τους να περιμένουν ένα άλλο ξεκίνημα, -ήδη ξέχασες τι είχες διαβάσει-, ή την οριστική απόσυρσή τους και την πολτοποίηση στην πρέσα του χρόνου. Να το φιλοσοφήσω ποσώς, αγοραία πάντα, παραποιώντας τον αμλετικό λόγο: - Να διαβάζει κανείς ή να μη διαβάζει; Δεν έχω απόκριση. Το θέμα είναι πως βρίσκομαι συνεχώς με μια αρπακτική διάθεση κατάκτησης του βιβλιο-σώματος και συνάμα διακατέχομαι από μια διαρκή ενοχή για την αναβολή, για το σπρώξιμο πίσω, για την αδιάβαστη σελίδο-συσσώρευση. Τα βιβλία είναι προς διεξαγωγή, τα σώματα τους ανήκουν ελεύθερα σε όλους, σε όλα τα μάτια, όπως μιας ωραίας γυναίκας η εμφάνιση είναι προς διάθεση όλων των οφθαλμών ατιμωρητί.
Δεν θυμάμαι αν κάπου το διάβασα ή το αναμασώ συνεχώς σαν δική μου επινόηση. Ξέχασα λόγους και σκέψεις με του καιρού τα διαβάσματα, τα γραψίματα. Ανακατώνονται όλα τί είναι δικό σου και τι ξένο τελικά; Αποτελούν μια ασαφή κι αδιόρατη μάζα πνευματικής ύλης. Τα αδιάβαστα βιβλία, λοιπόν, σου δίνουν μια ψευδαίσθηση αθανασίας. Επειδή είναι τόσα πολλά ο χρόνος που σου μένει δε φτάνει να τα διαβάσεις, χρειάζεται κι άλλος. Αρα έχουμε λαμβάνειν καιρό! Αλλά από πού; Εχω τόσα να διαβάσω ακόμα που θέλω κι άλλη μια ζωή (ενεργά αναγνωστική, έστω).
Επομένως...
Παραμονή Πρωτοχρονιάς έτους 2010

Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2009

Και εμνήσθην ημερών όχι και πολύ αρχαίων...


Εφυγε, αφού μόνον τα κεριά άναψε στον εσπερινό τίμιο Πρόδρομο. Στην κεντρική πλατεία της, τώρα, πόλεως ενώπιον του εντυπωσιακά αναφανέντος -όπως τα νησιά στον ωκεανό τον καιρό της γεωλογικής τους δημιουργίας - ξενοδοχείου Ερμιόνιον, μετά χαλκίνου τρούλου, που συντηρείται και ωραιοποιείται, σε κάτι αχυρονοειδείς κατασκευές τού Δήμου, μια δραξ ντυμένων με παλιές ενδυμασίες, έψελναν μπροστά σε μια τριάδα ανθρώπων· κι αυτός, περαστικός και παγωμένος, με υπομηδενικό κρύο (-2) -κάτι σαν αργόσυρτα τοπικά κάλαντα. Κάπου κάπου, χτυπούσαν και μια κουδούνα. Τι γλυκιά εικόνα, και σε τι κρύο περιβάλλον και συνθήκη αγαλλιάσεως της πόλεως διαδραματίζονταν τα εκτάκτως φέτος σχεδιασθέντα αποκριάτικα γεγονότα των Χριστουγέννων, όπου ομάδες συλλόγων κρύωναν και ναυτιούσαν από πλήξη και εορταστική θλίψη. Ενας δε χοντρο-χαζούλης Αη Βασίλης, που τους ξέμεινε από την περσινή αποκριάτικη παρέλαση, δέσποζε χαμαί στην πλατεία. Ολο αη-Βασίληδες γέμισε τους στύλους με τις πικροκαστανιές, ο κυρ’ Δήμαρχος, ίσως επειδή προεκλογικά είχε βάλει στις αφίσες του σκηνές της Γεννήσεως με φάτνη, ζώα κι άλλα άλλογα όντα –ποια η σημασιολογία τους, άραγε, εκτός των αλόγων που είναι κατανοητά σε περίοδο εκλογών- και τους εμπέρδεψε ποσώς; Ετσι εκόντες άκοντες ηγαλλιάσθησαν οι κάτοικοι της πόλεως και έζησαν αυτοί καλά και ημείς καλύτερα, Χριστούγεννα του 2006.
***
Προς το εντελώς βράδυ, όμως, της αυτής ημέρας επέστρεψε και πάλι στο χωριό. Με αφορμή ότι είχε ξεχάσει να πάρει την αρμιά για τα γιαπράκια. Αλλά μάλλον ήθελε και πάλι να προσεγγίσει το οριστικά χαμένο του Αλλο στην αφετηρία του. Επέστρεφε, όπως επιστρέφει ο καθείς στις μνήμες, κάποιες μέρες του χρόνου, αναζητώντας εις μάτην, κάτι που απέδρασε. Προσέγγισε την καφενειο-ταβέρνα και ηύρε την παλιοπαρέα υποπίνουσα δια το έθιμον της προπαραμονής των Χριστουγέννων –κάλαντα, γαρ. Ινα, από το συνδυασμό προσώπων, ημέρας, τόπου (όλα άλλαξαν κι αλλάζουν, όσο κι αν κρατούν μια πέτσα του ίδιου) να βιώσει όπως όπως το οριστικά απωλεσθέν πολύτιμο περιλαίμιο τού χρόνου με το οποίο θέλει μείνει χειρο-λαιμο -δεμένος (αλλά, φευ) και συρόμενος σαν το σκυλί - κουτάβι σε μια φυλακή, στην οποία ο χρόνος δεν κινείται, τα πρόσωπα δεν φεύγουν, τα ωραία όνειρα γίνονται πράξη· τα πρόσωπα που αγαπά και τον αγαπούν, που σκέφτεται και τον σκέφτονται, που έχει και τον έχουν στην όποια προσευχή τους, υπάρχουν πάντα· τα χιόνια των Χριστουγέννων δεν λιώνουν και δεν λερώνονται ποτέ και μέσα στο γνήσια λευκό τους κρατούν ζεστό, καυτό το ρυάκι μιας αγάπης, η οποία στην καθημερινή της διάπραξη έχει την γλύκα του έρωτα. «Οπως και στο χρόνο ο έρωτας είναι το περιεχόμενό του» θυμήθηκε μια σκέψη του Α. Πολίτη από το βιβλίο του, εξαιρετικόν, «Αποτυπώματα του χρόνου» που κυκλοφόρησε στις εκδόσεις Πόλις.
Έλαβε μέρος στη μετρημένη εδωδή και στην, ασύμμετρη, εφ’ όλης της τρέχουσας ύλης, λόγου-διάρροια. Συμπέρασμα ουδείς· ένας τζαζ παράλογο-διάλογος. Το κρασί σε όλες τις παραλλαγές -αν και η τηγανιά, που συνεχώς ανανεωνόταν στο πιάτο, συνιστούσε οίνον βαθιά κόκκινο· όμως το ροζέ και το λευκό δεν πήγαιναν πίσω. Κάπου κάπου τη συζήτηση διέκοπταν παιδάρια, που έρχονταν να πούνε από τα κάλαντα έναν - δύο στίχους που ήξεραν ή, χάριν συντομίας, να λάβουν το αντίτιμο και δρόμο.
Aλλά οι μέρες του χρόνου τελειώνουν, τέλειωσαν για να ξαναρχίσουν ευτυχώς. H ενιαύσια αυταπάτη είναι έτοιμη για να δώσει το ρόλο της. «Καρδιά του χειμώνος. Χριστούγεννα, Αις Βασίλης, Φώτα». Μνημονεύετε Αλ. Παπαδιαμάντη αυτές τις μέρες κι ό,τι ήθελεν προκύψει· έτσι, για το έθιμον και μόνο, αλλά όλο και κάτι μπορεί να μένει.
…………
«Κυρά μ’ τη δυχατέρα σου, κυρά μ’ την ακριβή σου,
γραμματικός την αγαπά, πραματευτής την θέλει·
κι ο δάσκαλος απ’ το σχολειό γυρεύοντάς την στέλλει.
Δεν ενθυμούμαι δυστυχώς την συνέχειαν του άσματος τούτου, το οποίον ήρχισε να γίνεται περίεργον, χάρις εις τα τολμηρά διαβήματα του δασκάλου· αλλά εις το μέλλον ίσως δυνηθώ να συλλέξω πλείονα· επί του παρόντος εύχομαι εις τον αναγνώστην εν υγεία και ευτυχία το νέον έτος. 1888». Εγραφε και ευχόταν ο Αλ. Ππδ. στο άρθρο του «Αγιοβασιλειάτικα», που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εφημερίς», 6 Ιανουαρίου 1888, με την υπογραφή Βυζαντινός. (Α. Π. Απαντα τ. 5ος κριτική έκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Αρμός)
Το αυτό και ημείς εις υμάς αυτούς δια το 2007.(1)

Χριστούγεννα του 2006

(1) Γιατί όχι και το 2010

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2009

"...μα χάμω χνότισαν ομίχλες" (Γ. Σ.)


Ποιός είναι αυτός που ράγες τον ακολουθούν κι ομίχλες τον χνοτίζουν
σ' έρημο σταθμό, να φύγει να θέλει από το νυν για το αεί του πουθένα
Η ταχεία 719 δεν ήρθε ή τον προσπέρασε κι οι απουσίες τον θερίζουν
Αλλ' αυτός στους ίδιους τόπους που τον συνεπήραν πάντοτε θα γυρνά.

Η φωτογραφία είναι του λίαν ωραίου φωτογράφου Χρ. Λαμπριανίδη

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2009

«Ανοίγει μια καταπακτή και πέφτω πλάι στον Κύρκο» (1), αλλά ποιόν Κίρκο;


Το έφερε η βιβλιογραφική μας επικαιρότητα αλλά και η τοπική πολιτική γενικογραμματειακή κυβερνητική ...επιδεξιότητα. Ορίστηκε το λοιπόν μετά την εξέταση των αιτήσεων (χιλιάδες χιλιάδων) ο νέος Γ. Γ Περιφέρειας Δ. Μακεδονίας κ. Γ. Κίρκος. Μια εντελώς πασοκική κατάσταση δηλαδή, όπως αναμένονταν κι ήταν επόμενο και πολιτικά λογικό. Απλά το γελοίο ήταν η προκήρυξη των θέσεων δια των διασκεδαστικών ιμέιλ. Τέλος πάντων πασόκ είναι αυτό μπορεί ν’ αλλάζει τα πάντα εκτός το τίποτά του μέχρι τώρα. Το βέβαιο είναι πως αλλάζει το νόημα των λέξεων. Μήπως μπορεί ο νέος άρχων Δ.Μ. να ανοίξει και καμιά καταπακτή στα συμβαίνοντα με τον προηγούμενό του για να βρει που είναι και τι έγιναν τα 3000 (;) αντίτυπα της υπερπολυτελούς έκδοσης «Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας» για το οποίο γράφαμε συνεχώς και ζητούσαμε κάποια απλή ενημέρωση (ενώ για κάθε προπαγανδιστική αηδία τους μας είχαν τρελάνει στα μέιλ, οι υπηρεσίες του) αλλά δεν ακούσαμε τίποτε μιαν που η παχυδερμία της όποιας εξουσίας είναι αδιαπέραστη.
Ομως ταυτόχρονα κυκλοφόρησε και το βιβλίο του Λ. Κύρκου «Εκ βαθέων» από τις εκδόσεις ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ. Δεν γνωρίζω πόσο εκ βαθέων είναι ότι δεν το διάβασα ακόμα, απλά το ξεφύλλισα· μάλιστα στην πρώτη του σελίδα έχει μια ολοσέλιδη φωτογραφία του από τη συγκέντρωση του ΣΥΝ το 1989 («Ω οι ωραίες μας ημέρες») στην Κοζάνη, με πίσω του το καμπαναριό φυσικά, τότε που η πολιτική ζωή του τόπου είχε αποκτήσει, περιεχόμενο, κίνηση και ζωή και δεν είχε πιάσει πάτο όπως τώρα. Οσο κι αν λέει εκ των υστέρων ο Λ.Κ., πως λάθος του ήταν κάποιες τότε απόψεις και πολιτικές του. Λάθος κάνει τώρα κατά την ταπεινή ίσως και όχι τόσο πολιτικά μελετημένη (στο χοιροστάσιο της πολιτικής όλα είναι προμελετημένα τελικά) γνώμη μας. Εν τω μεταξύ το άλλο «Εκ βαθέων» της Ελφρίντε Γιέλινεκ, εκδ. Εκκρεμές ερχόταν από μεγάλο βάθος τόλμης...

(1) Από το τραγούδι του Δ.Σαββόπουλου "Εκλογές του ΄77" αν δεν κάνω λάθος

Υ.Γ. Διόρθωση σκέψης του Φλομπέρ σε προηγούμενη ανάρτηση διαρκούς όμως ισχύος.
"Τίποτε δεν είναι πιο ταπεινωτικό από το να βλέπεις τους ανόητους να πετυχαίνουν". Ακόμα πιο ταπεινωτικό δε να βλέπεις τους ανόητους υπεύθυνους της κεντρικής πλατείας να την έχουν μετατρέψει αντί σε χριστουγεννιάτικο πάρκο με όλα τα αξεσουάρ έστω της συνήθειας, με τα οποία ισορροπούμε κάπως, σε νιαήμερο εν σμικρώ. Αλλά ο νιάημερος κι οι αποκριές είναι τα ιδεολογικά επί του πολιτισμού και της δημόσιας αισθητικής τους, πρότυπα. Και πετυχαίνουν στον αγώνα της ασχήμιας κατά του ωραίου νίκη περηφανή υπέρ της πρώτης διότι είναι άσχημοι οι ίδιοι εν γένει και εν είδει, που λέω κι εγώ τακτικά έως πλήξεως.

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009

Ο θρίαμβος της ασημαντότητας εν γένει και εν είδει, τα γερμανικά βιβλία και το ξινό λάχανο (σουκρούτ)


Καιρό είχα να διαβάσω τόσο συγκλονιστική είδηση που να έχει σχέση με τον πολιτισμό των γραμμάτων και των βιβλίων της πόλεως Κοζάνης, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, όπως έλεγε συχνά κι ένας λιμοκοντόρος των γραμμάτων εξ Αθηνών που «διέπρεψε» κι εδώ, κάποτε διετέλεσε οιονεί «πόλη του βιβλίου» και την σήμερον στον τομέα αυτό συνορεύει με την πόλη του ...γελοίου. Ο γερμανός Υποπρόξενος Θεσσαλονίκης τάδε, λέει η είδηση, -κάτι λίγο παραπάνω από κλητήρ ή θυρωρός- «Ε, όχι και Πρόξενος! Υποπρόξενος κύριε (Γ) Βέη» του έλεγε ο Γ. Βαρβέρης («Χρόνια πολλά λένε οι ζωντανοί/χιόνια πολλά απαντούν οι πεθαμένοι»), στα μεταξύ τους παρα-ποιητικά πειράγματα οι λίαν καλοί ποιητές, ο άνω λοιπόν Αλαμανός χαρίζει 75 ολόκληρα γερμανικά βιβλία στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης. Οι ποικιλο-άσχεται και μόνιμα ανιστόρητοι, εξακολουθούν να της κολλούν το ...ληξηχρόνιον και άτοπο πρόσφυμα «Κοβεντάρειος». Φοβερή η είδηση, όπως διαδόθηκε ως να μας χάριζε το Γερμανικόν έθνος 75 γεωργικούς ελκυστήρες ή ισάριθμα δημόσια, τετρακίνητα σάρωθρα ή ακόμα εκείνα τα αστικά λεωφορεία που αφού βγήκαν στην κυκλοφοριακή σύνταξη στην Φρανκφούρτη, κυκλοφορούν στην πόλη μας σαν γίδες παλιοντάκες. Μας τρέλανε στις δημοσιεύσεις και τα μέιλ ο κύριος Δήμαρχος περί του πράγματος. Πόσοι σεμνοί δωρητές και πόσες γενναίες δωρεές προς αυτήν, πέρασαν και περνούν αδιατυμπάνιστες κι αδιατελάλητες, στο εφημεριαδιακό και διαδικτυακό άδειο της ενημέρωσης άραγε;
-ΕΘαμβήθην και καλά να πάθω!
Πριν μερικά χρόνια ένας σύλλογος από την Ευρώπη δώρισε στη Δ. Β. Κ. κάπου 4000 χιλιάδες ξενόγλωσσα βιβλία, τα οποία τοποθετήσαμε σε ράφια, δωρέα της κυρίας ΔΕΗ (ο κ. Θεόδωρος Καρώνης δηλαδή κι ας είναι καλά, τότε διευθυντής του ΑΗΣ Πτολεμαϊδος) και πρόλαβα από κάτω τους να βγω μια μελαγχολική φωτογραφία εις ανάμνηση. Οι καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοί μας εκεί, δηλαδή ο κανένας επί της ουσίας, τα φυγάδευσαν δώθε κείθε. Οπως διέλυσαν τη Βιβλιοθήκη του Μητροπολίτη Διονυσίου ως ενιαίο και συγκλονιστικό σώμα Βιβλιοθήκης, όπως αγνοούν έως “διώξεως” την πολύτιμη παλιά ξενόγλωσση συλλογή (πάνω από 1000 τα παλιά γερμανικά βιβλία κ. Υποπρόξενε)· όπως αδιαφορούν για κάθε τι το αρχειακό που θέλει δουλειά επιστημονική· όπως ακόμα και το πολυδάπανο πρόγραμμα ψηφιοποίησης κινδυνεύει ν’ αποδειχτεί μια ημιενεργή φούσκα και κανείς δεν ψάχνει ούτε ζητά ευθύνες αφού μάλλον κάποιοι μπορεί να άρπαξαν χρήματα· Δήμαρχε αν θέλεις, έχεις δε και κάποια κότσια, μήπως πρέπει να ψάξεις λίγο το θέμα; “Τι σου κάνω μάνα μου; - Ψηφιοποίηση!” έγραφαν σαρκαστικά τα ΝΕΑ για της Κοζάνης τα σοκάκια με τα σπίτια τα ψηλά κάποτε, και ο τότε πολυπρόεδρος βιβλίων και γραμμάτων –ο τάλας- λούφαζε ή φλυαρολογούσε κατά το σύνηθες των άσχετων. Οπως αγνοούν πρωτίστως ο νυν και ο κάθε Δήμαρχος, δηλαδή ο αμέσως προηγούμενος, τι σημαίνει Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης αρκούμενοι στην κατ’ εξακολούθησιν λυτρωτική, γι’ αυτούς, τιποτολογία, έστω ασημαντολογία, περί αυτής, του περιεχομένου της, του ειδικού βάρους της στο χτες και στο σήμερα της πόλεως· αλλά και της νυν καταπτώσεώς της που παρόμοια δε γνώρισε στην ιστορία της.
Ωστε 75 ολόκληρα βιβλία, ονομαστικής αξίας 1250 ευρώ, 16,66 ευρώ ένα έκαστον, περίπου μηδενικής χρηστικής αξίας. Μεταξύ τους μάλιστα κι ένα βιβλίο της Χέρτα Μύλλερ, η συγγραφέας που πήρε το φετινό Νόμπελ λογοτεχνίας (αυτό ως γκεστ στάρ της δωρεάς). Εν τω μεταξύ στο Συνεταιριστικό βιβλιοπωλείο το βιβλίο της Χ.Μ. “Μετέωροι ταξιδιώτες” σε μετάφραση Κατερίνας Χατζή, από τις εκδόσεις Ηρόδοτος, εις μάτην περιμένει αναγνώστη· πουλήθηκαν μόνον 3 αντίτυπα, κι ο κ. Δ. Μντσδς, ο μόνος αισθαντικός αναγνώστης της πόλεως, το είχε ήδη αγοράσει από χρόνια.
Νομίζω πως ο Δήμαρχος πρέπει να ανταποδώσει στους γερμανούς τα ίσα ήγουν 75 εορταστικά γιαπράκια, με αρμιά όμως κι όχι λάχανο γιατί οι απόγονοι των Τευτόνων λατρεύουν το σουκρούτ, ξινό λάχανο, δηλονότι, το εθνικό υμών ιδιοσκεύσμα των εορτών (κοζανίτικα εντελώς που είναι μεγάλα ως κεφαλή γαλής κι όχι τα χωρικά που είναι λεπτοφυή), και σε μια πήλινη κατσαρόλα, να τα επιδώσει σε δημοσία τελετή στο Ινστιτούτο Γκαίτε με την παρουσία και των θεσμικών μαγειρισών συγγραφέων του Δήμου και της Βιβλιοθήκης. Πιστεύω ότι είναι ίσης αν όχι και μεγαλύτερης αξίας των βιβλίων.

***
ΥΓ. Μια ματιά στον εορταστικό διάκοσμο της πόλεως στην πλατεία αλλά και στην πρόσοψη του Δημαρχείου και θα κατανοήσει κι ο πλέον αδαής συμπολίτης, το πόσο επικίνδυνα φορτία, είναι όσοι κατοικοενεδρεύουν εντός του, από τον πρώτο έως τον έσχατο του, για τον πολιτισμό, τη δημόσια εικόνα κι αισθητική της πόλης, που βάναυσα προσβάλλουν με το απέραντο κιτς στο οποίο είναι χωμένοι και χωνεμένοι και το ακόμα θλιβερότερο γούστο που δέρνει τη δημοτικοϋπαλληλία τους άρα και δική μας.

ΥΓ. Ο Υποπρόξενος ως αξίωμα επιχωριάζει στη λογοτεχνία. “Ο υποπρόξενος” της Μαργκεριτ Ντυράς είναι ένα λιγνόφυλλο αισθηματικό μυθιστόρημα. Πολλοί πνευματικοί άνθρωποι του τόπου διετέλεσαν υποπρόξενοι. Πλην του αναφερθέντος Γιώργου Βέη, ωραίου, φίλου ποιητή, («Σ’ έχω επιθυμήσει αυτές τι ημέρες/ που λες και θ’ ανοίξει τώρα το τοπίο στη μέση»), ο επίσης ποιητής, παλιός αυτός, Αλέξανδρος Μάτσας. Μου διαφεύγει τώρα αν του αξιώματος αυτού, επιλείφθησαν ποιητικά οι Κ.

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2009

"Η ποίηση είναι η μοίρα πολλών γνωστών μου " (Αν. Κάλφας)



Καλοί μου φίλοι, μια χάρη μόνο:
μην κλείνετε τα κινητά σας
παρακαλώ κρατήστε τα ανοιχτά.
Θέλω την ώρα των προσφωνήσεων
της ατέρμονης ομιλίας του ενός
της επιβεβλημένης σιωπής των άλλων
παρεμβολές από κουδουνίσματα
κλήσεις που δεν επείγουν, συνδιαλέξεις
χαμηλόφωνες για τρέχοντα ζητήματα
να διακόπτουν τους επίσημους μονολόγους.
Θέλω οι ακτινοβολίες εκατοντάδων κινητών
να μπαίνουν σε χώρους αδιαπέραστους
να φέρουν κουβεντολόγια καθημερινής ζωής
ακόμα και στα περίφρακτα ενδιαιτήματα
των κάθε είδους ηγεμόνων
(Τ. Πατρίκιος)

Απόψε μνήμη Δανιήλ του στυλίτη αλλά και του μαρτ. Μείρακος νιώθω κι εγώ ένας μείραξ της λογοτεχνικής ουσίας, όπως τη διακονούν με πίστη κι αίσθημα οι καλεσμένοι μας, ένας πεζός πελταστής ανάμεσα σε δύο ποιητάς υψιπετείς.
1. Πρώτο κοινό σημείο και των δύο είναι πως γράφουν κριτική λογοτεχνική αλλά και ποίηση.
2. Ζουν στην επαρχία Τρίκαλα και Κατερίνη αλλά εισβάλλουν ο καθένας με τον τρόπο του στα διακατεχόμενα από τους κεντρικούς στρατούς ελληνικά πνευματικά υψίπεδα
3. Εχουν δημοσιεύσει και οι δύο βιβλία γα την τέχνη της ποιήσεως πιό ποιητικό ο Κάλφας τα «Πληγώματα και φαρμακείας» και πιο θεωρητικό «Το χαμένο ποίημα» ο Ηλίας Κεφάλας που είναι άλλωστε και το κύριο θέμα.
4. Είναι και οι δύο φίλοι καλοί κι αγαπημένοι

Για να θέσω την αποψινή κατάσταση υπό την πενιχρά οικονομική αιγίδα του ΕΚΕΒΙ κι έτσι να τύχουμε του ευεργετήματος της καλύψεως στοιχειωδώς κάποιων εξόδων, δήλωσα πως είναι μια βραδιά αφιερωμένη στο διπλό βιβλίο της ποίησης, με υπότιτλον τα ένδον της ποιήσεως. Ηγουν δύο ποιητές ο Αν. Κάλφας με το ποιητικό του δημιούργημα «Με τα διασωθέντα της πίστης κειμήλια» κι ο Ηλ.Κεφάλας με το «Χαμένο ποίημα». Και τα δύο βιβλία εκδόθηκαν στη ύπαιθρο χώρα, Κοζάνη και Τρίκαλα αντιστοίχως και δεν έχουν σε τίποτε να ζηλέψουν εκδοτικά, από τις εκδόσεις του κέντρου, απεναντίας. Επειδή δημόσια δεν είπαμε κανένα λόγο για το δημιούργημα του Κ. που εκδόθηκε πριν καιρό από τις εκδόσεις Παρέμβαση θα μου επιτρέψετε να δώσω το στίγμα του δηλαδή να διαβάσω το γράφει ο Η. Κ. στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.
Κ.λπ.

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2009

Καράβια από το τίποτα που σε πάνε στο παντού


1. Θα μπορούσε να είναι ερώτημα κατά το αντίστοιχο που πάει η μουσική όταν χάνεται, που πάει το ποίημα όταν ακούγεται ή διαβάζεται και χάνεται προσώρας από τα μάτια και τη σκέψη μας.
Κοινό και των τριών το ταξίδι, που έχει υλικό τόπο τη στεριά, τη θάλασσα, τον αέρα αλλά κοινό τρόπο την τέχνη, τη σκέψη την ευαισθησία, την τρυφερότητα· το συνεχώς διαφεύγον άλλο μας είναι, το οποίο όταν δεν μπορεί στα θέλω του, αφήνεται στους δημιουργούς της τέχνης να τον φύγουν, να τον γυρίσουν αλλά και να τον εγκαταλείψουν. Ο Γκογκέν απέδρασε από τον εαυτόν και τους άλλους σε νήσους εξωτικούς και απωλεσθείς από τον κόσμο κέρδισε τον επίγειο παράδεισο της κατά φύση και κατά τέχνη, ζωής
2. Η έκθεση είναι του Αλέξανδρου Στιβακτή, όστις είναι ένας μουσικός κατ’ εξοχήν· ζει δε κατά κάποιο τρόπο σ’ αυτήν αποφεύγοντας τον συγχρωτισμό με τα της πόλεως κυνηγών και κυνηγούμενος από ανεγκέφαλους ιδιοκτήτες, που δεν ανέχονται ιδιαιτερότητες στο ανθρώπινον είδος της απελπισίας στο οποίο βιώνουν. Τον είχαμε τον Αύγουστο στο αρχοντικό Βούρκα όπου σχεδίαζε κι αυτοσχεδίαζε μουσικά ενσταντανέ κ.λπ.
3. Με καράβια που δεν ταξιδεύουν, εννοείται. Τα καράβια του τα έχει αγκυροτοιχο-βολημένα στο σπίτι του, στις παρυφές του ‘Ισβορου χώρου. Εγέμιζαν το χώρο κι ασφυκτιούσαν κάπως, ήθελαν δε να δουν και να ιδωθούν ποσώς. Ο,τι όλα τα έργα τέχνης ακόμα κι οι ασήμαντες λέξεις που σημειώνουμε και γράφουμε δήθεν για τον εαυτό στο μονήρες της κουζίνας ή του γραφείου μας χώρο καίγονται για το άλλο μάτι για την άλλη σκέψη για την άλλη ανθρώπινη αφή
4. Αλλά κατασκευάστηκαν με υλικά φθοράς. Θέλω να πω με ευτελή υλικά που τα βρίσκεις παντού και τα οποία τα κλοτσάει ο κανονικός άνθρωπος, αλλά ο μη κανονικός που είναι ο καλλιτέχνης βρίσκει σ’ αυτά μια φωνή απόγνωσης, ότι ακόμα και σ’ αυτήν τους την κατάσταση ζητούν ένα ρόλο έστω κι αυτό της στάχτης ή του κονιορτού.
5. Δεν μου φέρουν τη διάθεση καθόλου προς τον Ν. Καββαδία ως συμφραζόμενα από την ποίησης που αποπνέουν. Τον Αλέξανδρο Μπάρα ξεφυλλίζω:

Ένα κάθε βδομάδα,
στην ορισμένη μέρα,
πάντα στην ίδιαν ώρα,
τρία βαπόρια ωραία,
η "Kλεοπάτρα", η "Σεμίραμις" κ' η "Θεοδώρα",
ανοίγουνται απ' την προκυμαία
στις εννέα,
πάντα για τον Περαία,
το Mπρίντιζι και το Tριέστι,
πάντα.

Xωρίς μανούβρες κ' ελιγμούς
και δισταγμούς
κι' ανώφελα σφυρίγματα,
στρέφουνε στ' ανοιχτά την πρώρα,
η "Kλεοπάτρα", η "Σεμίραμις" κ' η "Θεοδώρα",
σαν κάποιοι καλοαναθρεμμένοι
που φεύγουν από ένα σαλόνι
χωρίς ανούσιες χειραψίες
και περιττές.

Aνοίγουνται απ' την προκυμαία
στις εννέα,
πάντα για τον Περαία,
το Mπρίντιζι και το Tριέστι,
πάντα και με το κρύο και με τη ζέστη.

Πάνε
να μουντζουρώσουν τα γαλάζια
του Aιγαίου και της Mεσογείου
με τους καπνούς των.
Πάνε για να σκορπίσουνε τοπάζια
τα φώτα τους μέσ' στα νερά
τη νύχτα.
Πάνε
πάντα μ' ανθρώπους και μπαγκάζια&

H "Kλεοπάτρα", η "Σεμίραμις" κ' η "Θεοδώρα",
χρόνια τώρα,
κάνουν τον ίδιο δρόμο,
φτάνουν την ίδια μέρα,
φεύγουν στην ίδιαν ώρα.

Mοιάζουν υπάλληλοι γραφείων
που γίνανε χρονόμετρα,
που η πόρτα της δουλειάς,
αν δεν τους δει μια μέρα να περάσουν
από κάτω της,
μπορεί να πέσει.

(Όταν ο δρόμος είναι πάντα ίδιος
τι τάχα αν είναι σε μια ολόκληρη Mεσόγειο
ή απ' το σπίτι σ' άλλη συνοικία;)
H "Kλεοπάτρα", η "Σεμίραμις" κ' η "Θεοδώρα"
είναι καιρός και χρόνια πάνε τώρα
του βαρεμού που ενοιώσαν την τυράννια,
να περπατούν πάντα στον ίδιο δρόμο,
να δένουνε πάντα στα ίδια λιμάνια.

Aν ήμουν εγώ πλοίαρχος,
ναι si j'ιtais roi!
αν ήμουν εγώ πλοίαρχος
στην "Kλεοπάτρα", τη "Σεμίραμη", τη "Θεοδώρα",
αν ήμουν εγώ πλοίαρχος
με τέσσερα χρυσά γαλόνια
κι αν μ' άφηναν στην ίδια αυτή γραμμή
τόσα χρόνια,
μια νύχτα σεληνόφεγγη,
στη μέση του πελάγου,
θ' ανέβαινα στο τέταρτο κατάστρωμα
κι ενώ θ' ακούγουνταν η μουσική
που θα' παιζε στης πρώτης θέσης τα σαλόνια,
με τη μεγάλη μου στολή,
με τα χρυσά μου τα γαλόνια
και τα χρυσά μου τα παράσημα,
θα' γραφα μιαν αρμονικότατη καμπύλη
από το τέταρτο κατάστρωμα
μέσ' στα νερά,
έτσι με τα χρυσά μου,
σαν αστήρ διάττων
σαν ήρως ανεξήγητων θανάτων.

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2009

Τα 3+1 μουστάκια του αγίου Νικολάου


Τους βλέπω κάθε χρόνο από το μπαλκόνι του γραφείου μου επί της κεντρικής οδού, να σέρνουν ουδέτερα τα βήματά τους στο ρυθμό του αργού μαρς. Πρώτη σειρά των επισήμων της κοσμικής εξουσίας κατά την περίλαμπρη και με βυζαντινή παπαδοσύνη, λιτανεία της εικόνας του αγίου Νικολάου, ανήμερα της γιορτής του. Με όλη την επισημότητα λες και βγήκαν μόλις από το καθαριστήριο του καθωσπρεπισμού που επιβάλλει το πρωτόκολλο, ο κ. Δήμαρχος, οι κ.κ. νυν βουλευτές κι ο τ. βουλευτής και υπουργός. Κοινό σημείο οπτικής αναφοράς τα μουστάκια!
Κάπως με μελαγχολεί η σοβαροφάνειά τους ακόμα και η τυχόν σοβαρότητα που ενδύονται.
Επί της μικρής μας ιστορίας. Την 6η Δεκεμβρίου τιμάται η μνήμη του αγίου Νικολάου και πανηγυρίζει ο καθεδρικός ναός της πόλεως (1664 η ανέγερση και 1721 η δεύτερη σχεδόν εκ βάθρων ανακατασκευή του) που θεμελιώθηκε από τον Ι. Τράντα, τον πρώτο άρχοντα και οικιστή της που ήρθε σ’ αυτήν («πλούσιος ων και έχων ποίμνιον εκ δωδεκακισχιλίων αιγών και προβάτων») μετά την καταστροφή του κάστρου του Κτενίου (1649). Αφιέρωσε την εκκλησία στον θαλασσινό άγιο παρά την αθαλάσσια γεωγραφική υφή της πόλης μάλλον εκ του ομώνυμου ναϋδρίου που υπήρχε στο βυζαντινό χωριό.
Πριν λίγο καιρό (10 Οκτωβρίου) δημοσίευσα κάτι λίγα στον ασύνορο (κι ασύδοτο φορές) χώρο της μπλογκόσφαιρας (iparemvasi.blogspot.com) για τα «Τρία μουστάκια» (Νίτσε, Μαλλαρμέ, Χάιντεγκερ) του φιλοσόφου της καθημερινότητας Κωστή Παπαγιώργη σε αντιπαραβολή αισθητική του μυστακοφόρου ηγετικού απαράτ της πόλεως, ήγουν του νυν Δημάρχου κ. Λ. Καλουτά και των κ. Π. Κουκουλόπουλου και Γ. Βλατή (βουλευτών). Μετά τη λιτανεία προσθέτω και τον κ. Νίκο Τσιαρτσιώνη, τ. βουλευτή, υπουργό κ.λπ. στα τρία μουστάκια. Εντελώς κοζανίτες τη μέρα αυτή υποθέτω νιώθουν ιδιαίτερα το θρησκευτικό, ιστορικό και πνευματικό της βάρος στο νυν και στο αεί της. Αν και μου φαίνεται πως μόνον ο νέος δήμαρχος (αλλά πολύ παλιός στα δημοτικά πράγματα άρα άνευ του δικαιώματος της χάριτος από τον «Κήπο» των πολιτικών «Χαρίτων») να στενάζει κάτω από το βάρος των τρεχουσών υποχρεώσεών του (αλλά και την κρυφή αγωνία της μελλούμενης επανεκλογής του). Οι λοιποί μάλλον ήρθε ο καιρός ν’ απολαύσουν (ως άνθρωποι τη δικαιούνται) την βουλευτική τους άνεση («Πέρασε ο καιρός της γνώσης ήρθε ο καιρός της απόλαυσης» Κλωντέλ). Μια πολιτική ζωή δηλαδή αμέριμνη (μόνον η επανεκλογή τους θα τους ενδιαφέρει πια), αφού δεν τους πέφτει και κανένας λόγος στη Βουλή παρά να σηκώνουν ή κατεβάζουν τα χέρια τους, λέγοντας κάπου κάπου για το πελατειακό τηλεοπτικό κοινό τους, τον κοντό ή μακρύ τους λόγο. Ο,τι γινόταν πάντοτε δηλαδή.
Σκέφτομαι κατά πόσον αυτοί οι εντός πόλεως επιφανείς πολίτες, που δείχνουν τόση παραδοσιακή αφοσίωση, ιστορική γνώση, πολιτισμική μέριμνα μέχρι και ...αγωνία για το νυν και το μετά της στους τομείς αυτούς, αν και πόσο τους απασχολούν επί της ουσίας τα θέματα του πολιτισμού των γραμμάτων της γενικώς.
Στα άλλα κοινά ζητήματα ίσως να τα κατάφεραν και να τα καταφέρνουν όπως όπως, αλλά στα γράμματά της, που εφάπτονται της ιστορίας της πόλεως, την οποία βιώνουν ακόμα και στην ασήμαντη πνευματικά και πολιτιστικά, λιτανεία της ημέρας, έχω την εντύπωση πως στέκονται εντελώς ξένοι κι αδιάφοροι αλλά τελικά «ωραίοι» αρκούμενοι στις αφόρητες κοινοτοπίες με δηλώσεις λίγο πριν ή μετά τις παρελάσεις και τις γιορτές. Είναι σ’ ένα φαίνεσθαι πρόσκαιρης ή διαρκούς ανεπίγνωτης ασχετοσύνης ή είναι ένα σύμπτωμα της αθεράπευτης πνευματικής τους μετριοσύνης.
Αδιάφοροι αλλά τρέχουν εν σπουδή εδώ κι εκεί γεμάτοι με άδειους λόγους, κάποιοι άσχετοι έως «ποινικής» διώξεώς τους, τα 3+1 μουστάκια κι όχι μόνον αυτοί αλλά και οι συνυπάρχοντές τους, ένα ημιμαθές επιτελείο κορδωμένων χάνων που χάνονται χωμένοι στο χυλό της ασημαντότητας. Κυρίως, όμως, ο κ. Δήμαρχος που σηκώνει και τις μεγάλες πέτρες («Βουλιάζουν» όσοι τις σηκώνουν) φαίνεται ήδη να πηγαίνει με τους ήχους της μπάντας του χρόνου που δεν έχουν σταματημό ή γυρισμό. Η πόλη του οδηγείται, αν δεν έχει οδηγηθεί στην πλήρη απαξίωσή της στο επίπεδο των γραμμάτων. Τα περίφημα διασωθέντα της πόλεως κειμήλια, ιστορικά και πνευματικά, για να θυμηθώ τον ποιητή Αντώνη Κάλφα, βρίσκονται στον πάτο της υπαρξιακής, εικονικής τους πραγματικότητας. Ψελλίζουν δημόσια συνήθως αμετροέπειες και κατ’ ίδιαν μοιράζονται αμήχανες αυταρέσκειες.
Ο καιρός περνάει. Μαζί του κι ο κ. Δήμαρχος που έχει σίγουρο μπροστά του ένα χρόνο για να βάλει άλλες βάσεις, ν’ αλλάξει κάτι, ν’ αφήσει σημάδια, αλλά και να συνεχίσει. Στο χέρι του είναι αλλά δεν ξέρω αν είναι στις προθέσεις ή τις ικανότητές του.
Μου θύμισε Μκς ανήμερα του αγίου πασών των Κοζανιτών, πρωί καθώς περνούσε η χιλιάς και άνω των πιστών ακόλουθων κάθε εξουσίας, αυτό που είπε ο Φλομπέρ.
“Οσο μεγαλώνω βλέπω πόσο σκληρό είναι να βλέπεις τους ανίκανους να πετυχαίνουν»
Ανίκανοι τελικά ή απλώς λίγοι οι 3+1 και οι λοιποί τους; Οχι, απαραίτητα και σε όλα, αλλά ως προς τις φροντίδες τους για τον πολιτισμό των τοπικών γραμμάτων, αναμφιβόλως κάτι από τα δύο τσιμπολογούν.
***
ΥΓ. Αγίου Νικολάου το λοιπόν και μνήμη της άγριας δολοφονίας του νέου και του ακόμα πιο άγριου ξεσπάσματος των νέων. Ενα ματωμένο συναξάρι. Εδώ το Κτένι και ο μέγας Ι. Τράντας, τότε. Από το σημερινό χωριό έλκει την καταγωγή του ο ήδη κατάδικος Ηλίας Νικολάου (7,5 χρόνια κάθειρξη για διάφορες τρομοκρατικές -της πλάκας- πράξεις. Ετσι ένας συμπολίτης νεαρός (που έχει την πολιτική παραβατικότητα της ανυπακοής προς τα θρύψαλα του ψεύτικου, γυάλινου κόσμου που ζει -που ζούμε- στη άκρη της κάννης της ηλικίας του) βρέθηκε μπροστά στην αδυσώπητα τυλιγμένη κόλα χαρτιού με την κατασκευή στοιχείων και τη συνακόλουθη καταδίωξη όπως και στη δικαιοσύνη η οποία «Σαν τη θάλασσα που στα βάθη της πήρε ένα ναύτη/ όλα τα στοιχεία αληθινά ή ψεύτικα τα χάφτει». Ο Ηλ. Ν. όμως «κινδυνεύει» να αθωωθεί στο Εφετείο, αφού στο εφετείου του Θεού της συγγνώμης αθωώθηκε και στης κοινής γνώμης του απλού, βασανισμένου και πονεμένου από την αχρειότητα του συστήματος, πολίτη, πήρε αναστολή. Μέχρι τότε θα είναι στη φυλακή που ήδη την υπηρέτησε ένα χρόνο. Εν τω μεταξύ τις μέρες αυτές αθωώθηκαν οι «τρομοκράτες» του ΕΛΑ μετά από 2493 μέρες φυλακή, κάποιοι τους! Που πάει λοιπόν ο χαμένος χρόνος που τον κυλούν με τόση άνεση στην άβυσσο του τίποτα, εκείνοι που δεν μπορούν ούτε ένα πολύτιμο γραμμάριό του να δώσουν απ’ αυτόν, πίσω; Παραφράζω από την «Ωδή στο Λόρδο Μπάυρον» του Διονυσίου Σολωμού.
«Δικαιοσύνη λίγο στάσου
να χτυπάς με το σπαθί
σίμωσε λίγο και αναστοχάσου
στων φυλακισμένων το κορμί.»

Η φωτογραφία είναι του Κ. Βουβονίκου που συνεκθέτει μαζί με άλλους
στο εκθεσιακό κέντρο του Δήμου Κοζάνης, έναντι του Επισκοπείου

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2009

Αγία Βαρβάρα για ν' απαλλαγούμε απ' τους βαρβαρισμούς του αη Λάζαρου


Ξίφει πατήρ θύσας σε Μάρτυς Βαρβάρα,
Υπήρξεν άλλος Αβραάμ Διαβόλου.
Κουριδίην κατέπεφνε πατήρ τάλας αμφί τετάρτην.

Η αγία Βαρβάρα είναι η έφεστιος εικόνα, ας πούμε, και κατά κάποιον τρόπον προστάτης του σπιτιού στο χωριό, ότι συνδέεται η μέρα της γιορτής με παλιά συμβάντα που πλησίαζαν στο θαύμα. Οταν ήμουν στη Δημοτική Βιβλιοθήκη η εικόνα της ήρθε και με βρήκε! Είναι μια χάρτινη ρώσικης τεχνικής του 1880, η οποία ανήκε στην οικογένεια του αλησμόνητου νομικού, πολιτικού και λογοτέχνη Κ. Τσιτσελίκη (1882-1938). Οταν ξαναθυμηθήκαμε αυτόν το 1996 μαζί με το Δικηγορικό Σύλλογο Κοζάνης (τότε πρόεδρός του ήταν ο κ. Ηλίας Κυρατσούς λίαν επιδεκτικός τέτοιων ζητημάτων), η κόρη του Τσ. κ. Ρέα μου παρέδωσε την εικόνα αυτή. Μου είπε να την κάνω ό,τι θέλω είτε να την κρατήσω είτε να την πάω στη μονή της Λαριούς, που πολύ αγαπούσε ο πατέρας της (εκεί αποσύρονταν τακτικά κι έγραφε τα διηγήματά του, εκεί έγραψε και την ωραία νουβέλα «Αγάπη στον Αλιάκμονα», εκδ. Παρέμβαση 1994) και την είχε τάξει. Φυσικά και την κράτησα, αν την πήγαινα εκεί θα την πωλούσαν οι ειδικοί προς τούτο αγιογδύτες, όχι φυσικά ο άγιος ιερομόναχος Ιλαρίων. Τώρα την έχω απέναντί μου στο γραφείο και παρότι τη βλέπω κάθε μέρα τη θυμάμαι ανήμερα της γιορτής της, είναι και προστάτης των λιγνιτωρύχων (... «Επειδή δε η Αγία έφυγε, και φεύγουσα εμβήκε μέσα εις μίαν πέτραν, η οποία παραδόξως εσχίσθη και την εδέχθη, δια τούτο ο πατήρ αυτής την εκυνήγα) κι ο πατέρας μου επί τριάντα συναπτά χρόνια ήταν στη ΛΙΠΤΟΛ εργάτης. Σήμερα και κάθε 4η Δεκεμβρίου, η μάνα κάνει μια λειτουργία στο χωριό και μεταλαβαίνουν. Απλά και άγια πράγματα δηλαδή.

Υ.Γ. Αφιερούται στον κ. Λάζαρο Τσικριτζήν, οικολόγο, επειδή έχει σχέση με την πρόσφατον «υπέρ» των λιγνιτωρύχων αδολεσχία του και πικρολόγο (θυμίζει πικροράδικον) δια τις κατ’ ημών αρές (μετατεθιμένου του τόνου μας πάει στο άρες μάρες κ.λπ.) που δείχνει για πολλοστή φοράν, έλλειψη του σοβαρότατου αντισώματος για την ψυχική ευεξία, του χιούμορ θέλω να πω (από τα ουσιώδη εν ανεπαρκεία πλην του αποκριάτικού που διαθέτει εν υπερεπαρκεία).

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009

Ξέναι δημοσιεύσεις


Λάζαρος Τσικριτζής: Στον άσπονδο φίλο των Οικολόγων Βασίλη Καραγιάννη

Στον άσπονδο φίλο των Οικολόγων Βασίλη Καραγιάννη,
που περιφέρονταν σαν .. κατάσκοπος γύρω από το Σιδηροδρομικό Σταθμό κατά την άφιξη του τραίνου των Οικολόγων Πράσινων
που έγραψε και πάλι τα αψυχολόγητα και πικρόχολα σχόλια του για την καθυστέρηση του τραίνου και τους καθυστερημένους εν Ελλάδι Οικολόγους
που δεν έκανε τον κόπο να ρωτήσει και να μάθει ότι η αιτία της ωριαίας αργοπορίας ήταν ένα σοβαρό ατύχημα που συνέβη σε επιβάτιδα του τραίνου στη Φλώρινα
που αντί να περάσει να πει ένα γεια και να κεραστεί ένα κρασί, τον πείραξαν μέχρι και οι πίτες που έκαναν ο γριές μανάδες μας για να καλωσορίσουν τους επιβάτες
που δεν έδωσε σε κανέναν να καταλάβει γιατί τον ενόχλησε μια τέτοια εκδήλωση, που στο κάτω - κάτω δεν επιβάρυνε κανέναν κρατικό κορβανά, παρά μόνο τη τσέπη μας
που φρόντισε με το γνωστό σοφιστικέ ύφος του να συνδέσει την εκδήλωση με το θεατρικό έργο «Σεμινάριο βλακείας»,
του συστήνουμε να παρακολουθήσει την πολύ ωραία ταινία «η Εποχή των Ηλιθίων» (Τhe Age o Stupid), η οποία με φόντο τον υπέρθερμο και στεγνό πλανήτη του 2050 αναφέρεται στους (ηλίθιους) ανθρώπους της δικής μας εποχής, που δεν αντιλήφθησαν τη σοβαρότητα της κλιματικής αλλαγής και περί άλλα ετύρβαζαν, χλευάζοντας τους «γραφικούς» και τους «βλάκες»….

Φιλικά (αλλά μέχρι πότε ; ..)

Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2009

Πράσσειν άλογα, Πράσινα άλογα, Πράσινο τραίνο


“Ητανε μέρα συννεφιασμένη…” η 28/11 Ειρηνάρχου μάρτυρος και Στεφάνου oμολόγητου. Σε ημιαποκριάτικη σύνθεση η πλατφόρμα αναμονής και με τη …διαλεκτική παρουσία φανών Νομάρχων, δημ. Συμβούλων κι άλλων όντων με πράσινες ομπρέλες και υψηλή οικολογική ευήθεια, απόντος του κ. Δεσπότου (πως κι έτσι;) και της μπάντας του Δήμου, έγινε η υποδοχή του πράσινου τρανού των Οικολόγων Πρασίνων κ.λπ. στο Σ.Σ. Κοζάνης. Την ώρα που έληγε η όμορη λαϊκή αγορά και τα λαχανικά κ.λπ. είδη μπαίναν στην κατηγορία των μισοτιμής και κάτω, εισήλθε εν θριάμβω το τραίνο, με μια και άνω ώρα, καθυστέρησης. Οπως άργησε και το Οικολογικόν κίνημα εν Ελλάδι κι ήρθε όταν εκφυλίστηκαν τα ευρωπαϊκά αφού τα πήραν σβάρνα τα άλλα κινήματα ανατροπής. Ετσι γίνεται άλλωστε σε όλα μας. Θέμα της καμπάνιας επί σιδηροτροχιών η οικολογική ευαισθητοποίηση μας περί των ρύπων κι άλλων αιωρούμενων κακών πραγμάτων που λυμαίνονται το σώμα μας αλλά και το κλίμα μας εν γένει και εν είδει. Εγιναν δηλώσεις και μοιράστηκαν τα τοπικά «εδέσματα” των ιθαγενών δημοσιογράφων σ’ αυτό το “δρώμενο”.
Σε άδεια πλατφόρμα περί την του ηλίου δύσιν, πριν χρόνια, διάβαζα το υπέροχο «Φλέγομαι” του Τ. Σέβε εκδ. SCRIPTA, όπου αναφέρονταν και στα τραίνα της κουλτούρας, την εποχή της Ρώσικης επανάστασης στα οποία πρωτοστατούσε (μέχρι ν’ αυτοκτονήσει αηδιασμένος) ο ποιητής, άγιος Μαγιακόφκι. Ατμόσφαιρα εδώ ωραία έως χαζοχαρούμενη. Πήγα ευαισθητοποιήθηκα ποσώς και έφυγα.
Επειδή είχε και Μαρξιστές ΟικολοΛενινιστές, θυμίζουμε πως: «Η ιστορία πάντα επαναλαμβάνεται αλλά τη δεύτερη φορά σαν φάρσα»
Ασκήσεις και σεμινάρια επί οικολογικού χάρτου και χόρτου.
Εν τω μεταξύ από 2 Δεκεμβρίου το τοπικόν ΔΗΠΕΘΕ ανεβάζει το διδακτικόν έργο του Σάκη Σερέφα με τον Δ. Πιατά: “Σεμινάριο Βλακείας».

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2009

Μουσική και μουσικοί του τόπου μας που ξεχωρίζουν


«Αλκή» σημαίνει δύναμη.
Οι «Αλκή» είναι ένα μουσικό σχήμα που προτείνει pop και rock εναλλαγές, συνδυασμένες με ηλεκτρονικές ενορχηστρώσεις και διανθισμένες με ορισμένα έντεχνα στοιχεία. Αποτελείται από τον Δημήτρη Γαύρο και την Δήμητρα Καραγιάννη.
Ηδη κυκλοφορεί η πρώτη επίσημη δισκογραφική δουλειά τους με τίτλο «ΣΕ ΔΥΟ ΕΑΥΤΟΥΣ». Την επιμέλεια της παραγωγής έχει ο Φίλιππος Πλιάτσικας, ο οποίος συμμετέχει στο δίσκο ερμηνευτικά, στο τραγούδι «Ακόμα δε σε ξέρω», αλλά και ως δημιουργός με τη διασκευή του γνωστού τραγουδιού, από την εποχή των Πυξ Λαξ, «Όλο μ’ αφήνεις να σ’ αφήσω». Την παραγωγή έχει αναλάβει η εταιρεία «ΜΕΛΥΔΡΟ» και τη διανομή η Minos EMI. Το cd περιλαμβάνει συνολικά 11 τραγούδια. Τη μουσική έχει γράψει ο Δημήτρης Γαύρος και τους στίχους η Δήμητρα Καραγιάννη, εκτός από ένα τραγούδι, στο οποίο τους στίχους υπογράφει ο Β. Π. Καραγιάννης.
***
Υ.Γ. 1 Το cd στην Κοζάνη υπάρχει στα καλά δισκοπωλεία αλλά και στο Συνεταιριστικό Βιβλιοπωλείο Κοζάνης
Υ.Γ. 2. Από την Παρασκευή 20 Νοεμβρίου, και κάθε Παρασκευή και Σάββατο, ο Φίλιππος Πλιάτσικας θα εμφανίζεται στο Fix της Θεσσαλονίκης μαζί με τους ‘’Αλκή’’, τον Mc Yinca και τη Veonica.

Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2009

Περί ποιήσεως ο τρόπος


ANNA AXMATOBA
Αφιέρωση
27 Δεκεμβρίου 1940
Βσ. Κ.
………………………………..
… κι αφού είχα έλλειψη χαρτιού
Στο πρόχειρο τετράδιό σου γράφω.
Μια λέξη ξένη φαίνεται,
Σαν κάποτε μια του χιονιού νιφάδα,
Και λιώνει αθώα και γλυκά πάνω στο χέρι.
Κι οι μαύρες τ’ Αντίνοου βλεφαρίδες
άξαφνα σηκωθήκαν – κι’ εκεί
ένας πράσινος καπνός,
Φυσά ένα αεράκι γνώριμο…
Μην είναι η θάλασσα;
Όχι, πάνω στους τάφους μόνο τα φύλλα
Δέντρων κωνοφόρων είναι και η σαπίλα των ριζών
Ολοένα και πιο κοντά, πιο κοντά ….
Marche funebre …1
Σοπέν…

Νύχτα. Σπίτι στη Φοντάνα

1. Πένθιμο εμβατήριο

Το ποίημα της Αν. Αχμτβ. είναι σε μετάφραση του Δημ. Τριανταφυλλίδη
από το βιβλίο της "Το ποίημα δίχως ήρωα" που θα κυκλοφορήσει σε λίγο από τις εκδόσεις ΑΡΜΟΣ
Η προδημοσίευση είναι από το τ.χ. 150 του περιοδικού "Παρέμβαση"
κι αυτήν σε λίγο


***

JORGE LUIS BORGES

Είμαι

Είμαι αυτός που ξέρει πως άδικα παλεύει
σαν κι εκείνον που κοιτάζει μάταια
μέσα στον σιωπηλό, κρυστάλλινο καθρέφτη
κι ακολουθεί την αντανάκλαση ή το σώμα (το ίδιο κάνει)
του ομοίου του.
Είμαι, σιωπηλοί μου φίλοι, αυτός που ξέρει
πως άλλη τιμωρία από τη λησμονιά δεν υπάρχει
ούτε κι άλλη συγγνώμη. Κάποιος θεός έδωσε
στο ανθρώπινο μίσος τούτη την παράξενη δικλείδα.
Είμαι κείνος που, μ' όλες τις φοβερές παραπλανήσεις του,
ποτέ δεν μπόρεσε ν' αποκρυπτογραφήσει τον απλό και μαζί πολλαπλό
αδιάβατο λαβύρινθο του χρόνου,
που ανήκει ταυτόχρονα σε έναν και σ' όλους.
Είμαι κάποιος που δεν είναι κανένας, εκείνος που στον πόλεμο
δεν έπιασε σπαθί. Είμαι αντίλαλος, λήθη, τίποτα.

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2009

«Το Χαμένο ποίημα» που βρέθηκε παρά τον ποταμόν Ληθαίον Τρικάλων



Σε μια διήμερη επίσκεψή μου στην πόλη αυτή που τη διασχίζει ο Ληθαίος ποταμός (ερχόμουν από πόλη που δεν έχει ποτάμι άρα η ψυχή μου ήταν γεμάτη θλίψη κατά την άγνωστή μου Βουλγάρα ποιήτρια) αλλά και σ’ ένα πέρασμά μου απ’ αυτήν καθ’ οδόν προς ιεράν Μονής Τατάρνης Καρπενησίου, για λίγο καθόμουν στο λυρικό μέρος της πλατείας κι όχι στο ηρωικό της, δίπλα στο ποτάμι. Συνομιλούσα με το τίποτε σχεδόν της προτομής του ποιητή Κλαύδιου Μαρκίνα δηλαδή του Γεωργίου Αργυρόπουλου. Τον αγάπησα χωρίς να γνωρίζω το έργο του. Κάτι λίγα που διάβασα δικά του αργότερα μου τα έστειλε ο Ηλίας και δεν μπορώ να πω ότι τα κράτησα στη μνήμη. Ομως αυτή η χωρίς πολλές αξιώσεις γλυπτική σύνθεση άρα και αναφορά στο σήμερα ενός ποιητή στην πόλη σ’ ένα χώρο τόσο αισθαντικό με έθελγε ως σύνολον θέμα και θέαμα. Μια συγκίνηση φιλολογική αλλά κι ελαφρώς φυσιολογική με νότιζε σαν την περιρρέουσά του υγρασία. Η πόλη ξεχώριζε τον ποιητή με τη λιτότητα και την ευγένεια που επέβαλε η ουσία της δημιουργίας του, ο τρόπος, η ζωή, το έργο του. Αυτό ήταν για μένα αρκετό για να διατηρώ περαστικός από τον τόπο και τα συν αυτά του, μια φευγαλέα συμπάθεια.
Στη δική μας πόλη μας ο ποιητής Γ. Σακελλάριος, γλυκύς ως αρχιμανδρίτης και θρηνώδης ως η Κασάνδρα στο κάστρο του Ιλίου ή η Ελεονόρα στο «Κοράκι» του Πόε, στη ρομαντική του φύση και ποίηση την περίοδο του ύστερου νεοελληνικού διαφωτισμού, τιμάται, φανταστείτε, ως ήρωας του μεγάλου αγώνα, και παρά πόδας του, στα ριζά του βάθρου του θέλω να πω, καταθέτει, σε κάθε επέτειο και εθνική εορτή, στεφάνια η μαρίδα της εκάστοτε εξουσίας. Τι θλίψη, οποία κουφότητα συνεπεία αφόρητης άγνοιας κι έλλειψη στοιχειώδους αίσθησης των ιστορικών, πνευματικών αλλά και δημοσίων πραγμάτων. Ετυχε να ζει εκείνο τον καιρό και σταδιοδρόμησε ως ιατρός των Τούρκων μπέηδων κι αγάδων με πρώτο τον Αλή Πασά. Ετσι ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει.
Καθήμενος έναντι της προτομής του Γ. Αργυρόπουλου συλλογιζόμουν την λεπτότητα της χειρονομίας των Τρικκαίων πολιτών που διαδηλώνουν την εκτίμησή τους προς την ποίηση και τον ποιητή κι αυτό να σημαίνεται στο ποτάμι της καθημερινότητάς μας και στο διαρκώς. Αφού μια πόλη εκτιμά τα παραπάνω επεκτείνοντας κάπως το συλλογισμό μου νομίζω πως το ίδιο θα συμβαίνει με τους σημερινούς της εκφραστές, οι οποίοι διακρίνονται στο ευρύτερο και μέγα πανελλήνιο. Φιλοξενούμεθα με τη γυναίκα μου στο νεοκλασσικό ξενοδοχείο Πανελλήνιο στο οποίο προσεγγίζοντας περί το εσπέρας ακούσαμε την μαγευτική συναυλία των ...χιλιάδων σπουργιτιών που την έδιναν στις φλαμουριές της όχθης. Πρέπει να νιώθει πολύ όμορφα αυτός ο τόπος, δεν είναι απαραίτητο και περήφανα, γιατί αυτό το αίσθημα ανήκει στους συνηθισμένους ανθρώπους, για τον σημερινό μας ποιητή και ξεχωριστό πνευματικό άνθρωπο που εδρεύει σώματι στον Μέλιγο (δεν ξέρω πως και που είναι η πολίχνη) αλλά κατοικοεδρεύει ψυχή, σκέψη και λόγος στις ευγενέστερες πτυχές κάθε καλλιεργημένης οντότητας. Μια από τις νύχτες μου στα Τρίκαλα με βροχή κι αέραν άγριο, τα εντελώς κίτρινα φύλλα σε στρώμα φθινοπώρου, καλή ώρα όπως την εποχή ετούτη, τον εν προτομή ποιητή στην ασάλευτη σιωπή του και τον νυν στα Χάικου του, κατακράτησα σαν πολύτιμο ίζημα στην ψυχή μου τη νοσταλγία για τα όλα της.
Το σήμερά μου εδώ ανανεώνει το ρεπερτόριο της.
Είχα μαζί εννοείται την ποιητική συλλογή του Ηλία Κεφάλα «Σιωπητήριο χιονιού» 134 χαϊκού και υπό το κράτος των ανωτέρω διαθέσεων ευρισκόμενος σε ποιητική έξαψη προέκυψε και σε μένα ένα χάικου εξάνθημα φθινοπώρου ή σημάδι ανολοκλήρωτης κι ατελέσφορης εφηβείας.
Είμαι, ήμουν, διετέλεσα κι εγώ ποιητής σκέφτηκα, και σκέφτομαι τώρα μετά την μπρος πίσω ανάγνωση του βιβλίου του Η.Κ. «Το χαμένο ποίημα» και σύμφωνα με τις προδιαγραφές που θέτει στο οπισθόφυλλό του προχωρώντας μια σκέψη του Τζών Κήτς πως ο ποιητής είναι ο λιγότερο ποιητικός άθρωπος. «Ο ποιητής είναι ποιητής μόνον όταν βρίσκεται μέσα στο ποίημα του, δηλαδή, όταν γράφει. Οταν οι λέξεις τον εγκαταλείψουν κι εγκατασταθούν οριστικά μέσα στο ποίημα, τότε ο ποιητής απομένει ένα κοινός άνθρωπος.» Εξηγείται ούτως από αυτή την ποιητική μέθοδο του Η.Κ. και σε μένα του τι είμαι κάποιες στιγμές στην πολιτεία των γραμμάτων που θέλω να περιδιαβάζω και στη μοναχικότητα των ποιητικών φαινομένων που ενδιατρίβω αλυσιτελώς.
«Ο ποιητής ίσως εξωτερικά και να δείχνει ως ο πλέον ασήμαντος όλων» γράφει. Δεν έχω τι το εξαιρετικό πάνω μου, ένας κοινότατος πολίτης είμαι, ούτε μουστάκι φέρω, ούτε γυαλιά διαρκείας, ούτε ενδυμασία εξεζητημένη, ούτε καν βλέμμα ονειρώδες διαθέτω κ.λπ. Αρα μπορεί εκ τούτου να λάβω τίτλον ποιητικής διαπιστεύσεως ενώπιον τς ιστορίας του τίποτα.
Σε μια παγκόσμια διάσκεψη για την ποίηση στη Θσσλνκ. (τη μέρα του παγκόσμιου, εαρινού εορτασμού της δηλαδή), όταν εις υγείαν της τρωγοπίναμε σαν φίλοι (σπουργίτες) πέφτοντας λιμασμένοι στα σταφύλια του Υπουργείου γραμμάτων και απαγγέλναμε (τσίρι τσίρι τσίρι τρο τσιριτρί τσιριτρό) επί υπουργείας του νυν Υπουργού των όπλων, κλήθηκα στο εδώλιο-έδρανο να διαβάσω κι εγώ κάτι, εντός του ποιητικού θέματος, ως συνδιοργανωτής και θεσμικός παράγων που διατελούσα τότε. Με θεώρησαν δηλονότι ποιητή για την ποιητική μου ίσως δημοσιογραφία που μετέρχομαι στα πεζά κείμενα αλλά και κατά μόνας (μοναχικές ηδονές). Διάβασα ένα ας το πούμε ποίημα για έναν ταπεινό Κοκκινολαίμη. Στο βήμα μ’ ακολούθησε ο άγνωστός μου τότε, ως σώμα ανθρώπου, όχι ως πνεύμα και γραφή, Αργύρης Χιόνης, ποιητής και γεωργός, καλλιεργητής ψυχών πάντων των εν Θροφαρίου Κορινθίας οικούνταν και ευρισκόμενων ευαίσθητων ανθρώπων της υπαίθρου χώρας. Κι αυτός για έναν Κοκκινολαίμη μίλησε. «Αδελφοποιητοθήκαμε» κατά κάποιον τρόπο. Τα δυό πουλιά μας έφεραν το ίδιο όνομα αλλά πόρρω απείχαν μεταξύ τους. Το ποίημα αυτό και τον Αργ.Χ. σκιαγραφεί ο αγαπητός μου Η.Κ. στα ένδον του βιβλίου του, και τώρα κι εγώ κατάλαβα τι ήθελε να πει ο ποιητής και τι ήθελα ίσως να σιωπήσω εγώ, που ξέχασα ακόμα αν και που υπάρχει αυτό το ποιητικό μου σχεδίασμα απελπισίας. Αναφέροντας το ποίημα του Γ. Δροσίνης για τον Γερανό και τον Καλογιάννο (Κοκκινολαίμη) με ρήμαξε η ανάμνηση του χαμένου παιδικού μας άλλοτε.
«Χειμώνιασε και φεύγουν τα πουλιά
γοργά ο Γερανός τα πελαγώνει
Η φλύαρη χελιδονοφωλιά
Χορτάριασε παντέρημη και μόνη...»
Με το βιβλίο αυτό ήδη μαθητεύω σε ζητήματα που μου ήταν και είναι οικεία έως συναναπνοής αλλά και μακρινά ως γνώση συντεταγμένη κι όχι χαλαρή κοντόμακρη άποψη.
Ετσι, το λοιπόν, ήμουν κι εγώ εκεί, όχι με τους Ούννους του Αττίλα, που κάποτε διεξερχόμασταν ενήδονα στα εικονογραφημένα κλασικά, αλλά με τους ποιητές του άνω μας κόσμου. Αμέσως μετά, αλλά και αργότερα, όλο το έλλογο κοπάδι δεν γυρεύαμε ούτε το χαμένο ποίημα ούτε τον κρυμμένο ποιητή, αλλά για την απωλεσθείσα ποιητική αθωότητα της μόλις πράξης, που βάρβαρα παραβιάσαμε τη λεπτότητα της, αφού αύτανδροι βυθιστήκαμε, τι λέω ορμήσαμε, σ’ ένα ψάρι, που μαγιάτικο το λέγαν, μεγάλο σαν μικρό μοσχάρι. Κορασίδες που έχασαν μεν την ανατομική τους ακεραιότητα αλλά βρήκαν κάποιες από τις ουσίες της ζωής.
Οτι ποίηση είναι η επιθυμία του ανέφικτου και η στάγδην πραγματοποίηση του ονειρικού στο πλαίσιο του μίζερα δυνατού.
Επί του πραγματικού τώρα λίγα δικά μου αφού τα πολλά θα τα πει ο παραδίπλα μου ειδικός. Ο Η.Κ. είναι ως γνωστόν γενικώς, ποιητής, πεζογράφος (μυθιστόρημα ευτυχώς δεν έγραψε εισέτι) και κριτικός λογοτεχνίας. Ως πολύ γνωστόν σε μένα, είναι εξέχων ποιητής, δόκιμος πεζογράφος και εμβριθέστατος κριτικός επί της λογοτεχνίας. Η αξιολόγηση αυτή είναι μεν εντελώς προσωπική -άλλωστε δεν υπάρχουν αντικειμενικοί κριτικο-δείκτες- αλλά διεκδικεί κι ευρύτερη αποδοχή χωρίς αυτό να είναι αποτέλεσμα θράσους ημιμαθούς ούτε και φιλοφρόνηση φιλίας. «Ποίηση και κριτική πρέπει να βλέπουν το ποίημα» γράφει ο Αντ. Κάλφας (γεν. του Κάλφαντος), στα «Πληγώματα και τις Φαρμακείες» του, ήγουν σχόλια για την ποίηση και την ποιητική τέχνη, και συνεχίζει «Το ποίημα είναι και αυτό που δεν βλέπουμε ή αυτό που οφείλουμε να αφήσουμε στο σκοτάδι». Την ουσία αυτών των φράσεων αλλά και άλλων αναλύει με συναρπαστική αναγνωστική ευχέρεια ο Η.Κ. Η πιο πρόσφατη σύμπτωση μας επί της αυτής κριτικής τραπέζης για παρουσίαση ποιητικού βιβλίου (ερήμην πάντα του ποιητή του ότι είναι κι αυτό μια τέχνη του δημιουργείν έμφαση παρουσίας δια της απουσίας), αυτός σφιχτός κι εμπεριστατωμένος κριτικός κι εγώ πλαδαρός ωσάν γαστέρα αγύμναστη, έλαβε χώρα πριν λίγες μέρες στην Αθήνα και μάλιστα εντός ιερού ναού. Εκεί λειτουργούσαμε αυτός ως ιερέας κι εγώ ως υποδιάκονος, οι δε κανονικοί ιερείς έψελναν αυτά που γνώριζαν καλά.
Στον παρόντα τόμο δοκιμίων με κύριο λόγο την ποίηση-ποιητική θεωρία και πράξη- το κέντρο ενδιαφέροντος του είναι αυτό το περίεργο ον, δίποδον προφανώς, άπτερον καταφανώς (μόνον κάτω από αυστηρές συνθήκες εσωστρέφειας αποκτά νοητά φτερά στην πλάτη του) και ρομαντιώδες αθεράπευτα. Καλείται από τους άλλους «ποιητής» κι αυτό φαίνεται σαν μετρημένος έπαινος, ψόγος ήπιος, ή κρίση συγκατάβασης για τη συγγνωστή ελαφρότητα του να ασχολείται με πράγματα ουχί παραδεδεγμένης χρησιμότητας. Εκεί δηλαδή που πρέπει να κάτσει και να επωάσει τα αυγά ενός μυθιστορήματος το οποίο θα πιάσει τόπο στις προτεραιότητες των εκδοτικών οίκων και στις επιθυμίες του αναγνωστικού κενού, να βγάλει ίσως και χρήματα, εν τούτοις ετούτος, ας πούμε, ο κ. Ηλς Κφλς, όπως κι ο συμπαρακαθήμενος μου Αντ. Κάλφας (γενική του κ.λπ.), κατατρίβονται με της ποιήσεως και της κριτικής τον τρόπο, με τον οποίο όχι μόνον δεν κερδίζεις αλλά απεναντίας χάνεις κανονικά χρήματα, χρόνο, ανθρώπους και άλλα άξια λόγου καθημερινά ουσιαστικά και ρήματα. Ο ποιητής είναι ο χαμένος από χέρι στην υπόθεση της βιβλιο-καθημερινότητας. Υπάρχει για να συνομιλεί ψυχικά ιδιοτελώς αλλά βιώνει υλικά το ανιδιοτελές. Είναι που λέμε για την ιστορία κι όλα τ’ άλλα είναι για αυτόν φιλολογίες.
Μόνον ο ίδιος (ο γνήσιος δηλονότι κι όχι τ’ αμέτρητα καταγραφόμενα ως νούμερα) δεν τολμά να το δηλώσει ενυπογράφως ότι είναι ένας αυτοαπασχολούμενος σ’ αυτή την τέχνη κι εκδίδει δελτία παροχής υπηρεσιών προς τον ανθρώπινο μικρόκοσμο με τον οιονεί εργοδότη του να βρίσκεται στο απέραντο των λέξεων, στο απύθμενο των αισθημάτων, στο άχρονο τώρα στο ορισμένο του απείρου, στο καθημερινό απερινόητο (απροσδόκητο) αφού αυτά μπορεί να τα ορίζει και να ζεύει η σκέψη του, όταν αυτή διαποντίζεται στα θολά βάθη της επιθυμίας και διαπορθμεύεται στη νήσο του ανέφικτου. Αυτό που είναι δηλαδή η επικράτεια της ποίησης στην οποία ο δημιουργός είναι εν ταυτώ εξουσία και λαός και χάνεται είτε γιατί ρεμβάζει είτε γιατί και το συνηθέστερον αναστενάζει (αλλά ποιός τον ακούει;).
Εν τω μεταξύ που πάει η μουσική όταν χάνεται αναρωτιούνται με περισσή αισθαντικότητα ορισμένοι. Μια ωραία ανεικονική εικόνα που θα μπορούσε να ειπωθεί και ως: «Που πάει το ποίημα όταν χάνεται μετά δηλαδή που τ’ ακούς ή το διαβάζεις». Και τα δύο καταλήγουν στον αυτό χωροχρόνο του σύμπαντος καθώς εξαερούνται, αυτά τα μοναδικά αισθήματα τα οποία εκλύονται από τον δημιουργό και ενδύουν τα γυμνά σώματα του ψυχισμού μας ή επενδύουν στα ίδια ποικιλόμορφα κεφάλαια ανθρώπου για μια κερδοφορία στο διαρκές χρηματιστήριο των μη αποτιμώμενων σε χρήμα, αξιών.
Το προκείμενο βιβλίο είναι για τους αναγνώστες ειδικούς της ποίησης αλλά και για τους πάσχοντες ποίηση. Προτάσσει στο αναζητούμενο ουσιαστικό τη μετοχή «χαμένο» η οποία εμπεριέχει μέσα της όμως μια εντελώς ηθική και γλυκιά αίσθηση απώλειας. Ενα ποιητικό συμφραζόμενα που χάνει την νοηματική καθ’ αυτή απαξία του και γίνεται ένα λογοτεχνικό παρακολούθημα. Η λέξη και οι λόγιες προεκτάσεις της συνδέθηκε με πολλά ωραία δημιουργήματα: «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο», «Η χαμένη άνοιξη», «Χαμένος ορίζων», «Χαμένοι στη μετάφραση», «Χαμένη Ατλαντίδα», αλλά και τα λίαν λαϊκά ακούσματα «Για σένα άπιστη αργοπεθαίνω για σένα έγινα κορμί χαμένο», «Τα χαμένα» της κ. Γιαρμπή, ή το γενικόν αξίωμα «Ο χαμένος τα παίρνει όλα» άλλου τινός, μέχρι και το λίαν αισθαντικό «Χάθηκες» του Μ. Θεοδωράκη.
Διαβάζοντας το βιβλίο του Η.Κ. δεν θα βρεις κανένα χαμένο ποίημα. Αν ήταν έτσι ήδη θα το εύρισκε τηλεοπτικά η ευαγής κυρία Νικολούλη. Θα ανακαλύψεις-ίσως μακάρι- κάτι άλλο μοναδικό και εξόχως συναρπαστικό.
Θα διαπιστώσεις δηλαδή πως έχασες πολύτιμο χρόνο ψάχνοντας στο εφήμερο της ύπαρξης σου ό,τι κατατρώει την ψυχή λεηλατημένος εν τω άμα από πλείστες όσες αδηφάγες μειονότητες ακαλαισθησίας, ευτέλειας, ασημαντότητας κ.λπ., κ.λπ.
Ας αισιοδοξούμε μελαγχολώντας παρ’ όλ’ αυτά οι περί των ποιητικών μας πραγμάτων πάσχοντες ποιητές, αναγνώστες ακόμα και οι προβληματισμένοι έως και προβληματικοί ψηφοφόροι των κομμάτων.
«Απελπισμένοι της ποίησης είστε το νέο μου σύμβολο. Ο υπέρτατος έπαινος σας ανήκει» δια χειλέων του Ηλία Κεφάλα και των λοιπών μετ’ αυτόν μαρτύρων κι αγίων.
Προσυπογράφω και περνώ για μια ύστερη φορά από τη γέφυρα του Ληθαίου ποταμού ο οποίος της λήθης τα επόμενα επεξεργάζεται και στης ποίησης την παραμυθία θύει, θέλω να πω κυλά, ίσως κι ερήμην μας.

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2009

Εν εκκλησίαις, τώρα, ανυμνείτε τον Π. Β. Πάσχον


Χθες Σύλληψη του Τιμίου Προδρόμου και των ελάσσονων αγίων Ξανθίπης Νικολάου, Πολυξένης κ.λπ. σήμερα Θέκλης μεγαλ. και η ανάμνηση θαύματος Μυρτιδιωτίσσης, (Της Μυρτώς δηλ.) και Αχμέτ νεομ. 24 Σεπτεμβρίου στη ΛΕΥΚΟΠΗΓΗ, λοιπόν. Κάτω από τον αιώνιο (τι κοινότοπος λόγος, αλλά και πόσο αληθινό συνάμα και μεγαλειώδες πάντα, το δέντρο αναφοράς, αφού πρόκειται για τον πλάτανο, τον ευρωστότερο των ΒΑΛΚΑΝΙΩΝ) εκεί ξεφυλλίζω, υπογραμμίζοντας με κόκκινη μπογιά σημεία, παραγράφους, λέξεις, εικόνες του ποιητικού βιβλίου του Π.Β.Π «Αγγέλων αγαλλίαμα». Ταυτόχρονα αφήνομαι στη βιωμένη νοσταλγία που λάθρα ζω μέσα από τα αισθήματα των άλλων, δηλαδή του Π.Β.Π., θέλω να πω. Ο ποιητής βρίσκεται σ’ ένα διαρκές πηγαινέλα με τις αφετηρίες του είναι του, οι οποίες διαδηλώνουν την αθωότητα και τον παράδεισο του συντελεσμένου που απομακρύνεται στο βαθμηδόν άδειο της μνήμης και με την αδημονία εκείνου που ίσως και να έρχεται. Ο πλάτανος κατ’ έτος ξεφλουδίζεται, ρίχνει το δέρμα του, δηλονότι ανανεώνεται κι αυτό είναι μια ένδειξη υγείας κι ευρωστίας. Στα οικεία χωρικά χώματα ειρηνικά φίδια αφήνουν το πουκάμισο.. τους και ξαναμπαίνουν μετά τη νάρκη στη ζωή, στα αμπέλια του χωριού, τους χωματόδρομους, τα μονοπάτια, τις πέτρες, τα χωράφια τα έλατα, τα τοπία δηλαδή τα οποία στέκονται συνεχώς σημαδούρες επιστροφής του.
...Ενα θάμβος
με τύλιξε και ξάφνου βρέθηκα μες στα λιβάδια
της Κοζάνης να περιδιαβάζω στα βουνά, στους κάμπους,
όπου το ουράνιο τόξο σμίγει τον αιώνιο πλάτανο
με το καμπαναριό του Αη-Προδρόμου...Τώρα
μπορούσα ν’ ανοιχτώ, με τα πουλιά και τα λουλούδια
σ’ ένα άλλο ύψος, σ’ ένα καθαρότερο ουρανό!
Είναι απόγευμα γαλήνιο του Σεπτεμβρίου και αυτό να μοιάζει με την ηλικιακή και ποιητική ωριμότητα του ποιητή. Δίπλα μου τα φύλλα του μεγάλου δέντρου πέφτουν κατά εκατοντάδες σε λίγο κατά χιλιάδες μια πλατεία γεμάτη με το φτασμένο κίτρινο και το νερό από το λάκκο να πυχτώνει με την ασφυκτική παρουσία των φύλλων. Οπως και οι λέξεις του συγγραφέα, αυτό το πολύβουο μελίσσι- στα υπερεκατό τόσα βιβλία του, σε όλους τους στόνους της συγγραφικής του οντότητας (κι ωραιότητας συμπληρώνω χωρίς επιφυλάξεις).
Τι σημαίνει άραγε το ότι ένας πνευματικός άνθρωπος υψηλών, επιστημονικών προδιαγραφών διακόπτει το ορθολογιστικό αυστηρό, συγκροτημένα επιστημονικά, πανδαιμόνιο γνώσεων και προσφεύγει στο γλυκό μουρμουρητό της ποιητικής αφήγησης, να πει τα λόγια της ψυχής του, λίγα, πολλά δεν έχει σημασία κατά καιρούς, όπως τώρα με την 16 ποιητική του συλλογή ο Π. Να συνομιλήσει με την προσευχή με το Θεό, («Εσύ θα περνάς πότε πότε να με βλέπεις για να κουβεντιάζουμε είπε ο Θεός στον ποιητή») να συζητήσει με τον εαυτό του αλλά και με τους άλλους, που βρίσκονται στη σκιά του τώρα ή στη ζώνη του ημίφωτος (εν αναμονή της τελικής κατάταξης) του επέκεινα (ψυχές λιγωμένες για βάλσαμον τρόπο) γι’ ν’ αναζητήσει το απωλεσθέν διαρκώς ή πρόσκαιρα, κέρδος της ψυχής του να το μοιράσει και να το μοιράζεται, να το διανέμει και να το νέμεται δι εαυτόν;
Κάτι γίνεται, προφανώς σημαντικό στο συμπαντικό χώρο της μικρής ατομικής μας ύπαρξης το οποίο όμως χαράζει και χαράζεται στο χρόνο, σωρεύεται προσθετικά και διαχρονικά σ’ ό,τι ζούμε και σε ό,τι μας ζει και με τον τρόπο του βαθαίνει τις πληγές, καταμετρά τις αγάπες, κι επιμερίζει και επιμετρά τους πόνους. Γιατί άραγε η γη μας- αυτό το αμετάβλητο κι αδιάλλακτο στην απαίτηση για μας χώμα (χους εσμέν αδιαπραγμάτευτο) και η ως λιγνοθροΐζουσα ιτιά γήινη ύπαρξή μας ταυτοχρόνως να μη λυγίζει κάτω από το αμέτρητο βάρος τόσης τρυφερότητας και ευαισθησίας παγκόσμια κι αχρονικά, να μη μπατάρει προς ό,τι σπουδαίο και συνάμα πολύτιμο για τη συνέχειά μας διακονεί αλλά κι επαιτεί η ποίηση των ποιητών, τα έργα των ανθρώπων που κατεργάζονται το ωραίο κι απεργάζονται στα εργαστήρια της δύναμης κι αδυναμίας τους το καλό.
Αλλά οι λέξεις όσο καταπραϋντικές κι αν είναι για την ψυχή, δεν απαλύνουν και τις φλύκταινες της ύλης που φορές δείχνουν να είναι κορυφώσεις της ένδον αιματώσεως. Παραμυθίαν μόνον επιδαψιλεύουν κι αυτό είναι προσώρας ένα φάρμακο για την πεπερασμένη πραγματικότητα που θέλει να χωθεί και να χαθεί στην απαλάμη του Θεού.
Στην ανώτατη έκφραση της εφαρμοσμένης αλλά και ανθρωποκεντρικής γνώσης όσο αυτές φουσκώνουν και εκλεπτύνονται σε ευαισθησία σε κάποια φάση οι αποχρώσεις της ψυχής τείνουν προς την εν γένει κοσμική αλλά κι υπερκόσμια φιλοσοφία. Ετσι ο ενεργός ερημίτης, ο που τα πάντα επιθεωρεί νοητικά αλλά στα ελάχιστα επιστατεί πρακτικά, πνευματικός άνθρωπος, τον οποίο η γραμματολογία συνεπήρε στο βίο του, στην ωριμότητα αποστάζει τις λέξεις κι απασφαλίζεται συναισθηματικά. Δηλονότι επιστρέφει και απλώνεται κατά γης ή δίπλα της γης, γίνεται ο ποιητής δημιουργός του κόσμου του και ο συνθέτης εκείνου του πολύπλοκου μηχανισμού λυρικής άμυνας, μοναχικού, λιτού κι απέριττου με τον οποίο κρατά ορισμένως το χρόνο σε απόσπαση ασφαλείας από την οριστική φθορά του όντος.
Την εποχή αυτή στο πάτριον έδαφος του ποιητή στη Λευκοπηγή δεν άρχισαν ακόμα τα οινοπνευματικά αποστακτήρια να λειτουργούν με τις νοεμβριανές βροχές κι ομίχλες, τον διάκοσμο του είναι του αλλά και διακαμό της ψυχής του. Εικόνες με τις οποίες ο Π.Β.Π. παθαίνεται από ενθύμηση. Χρόνια τώρα με καθηλώνει ο χαμηλότονος αυτός λυρικός βίος του. Παρότι δεν μπορώ να είμαι αντικειμενικός περιδιαβαστής του ποιητικού του λόγου, εν τούτοις ομολογώ ότι οι λέξεις, οι σιωπές, οι εκκλήσεις, οι προσευχές, οι αγωνίες, οι προσμονές του με περιφέρουν σε μια ενδοχώρα γνήσιας πνευματικής μέθεξης, νοσταλγικής αναπόλησης κι αισθητικής ευδίας.
Ο ποιητής είναι ένας εγκόσμιος φυγάς κατά λόγον δημιουργίας και κατά πλάσμα φαντασίας καθώς διασχίζει ένα φθινοπωρινό τοπίο χρόνου (τα ψηλά χόρτα της νοσταλγίας έχουν ήδη κιτρινίσει) κι αυτό του φέρνει σαν διέξοδο την προσευχή στα χείλη ης ψυχής του, στο αναλόγιο δηλαδή της γραφής, όπου σιγοψέλνει τώρα τα τραγούδια του σε βυζαντινούς τρόπους και στους αγιορείτικους αγγελικούς τόπους
***
Το βιβλίο αποτελείται από 3 ποιητικές ενότητες με χωριστούς τίτλους υποσυλλογές θα λέγαμε: «Το Χρυσό καράβι», «Το σκληρό μαχαίρι», και την ενότητα που έδωσε και τον τίτλο στο βιβλίο «Αγγέλων αγαλλίαμα». Οι επιμέρους αυτοί τίτλοι θα μπορούσαν να διαβαστούν σαν μια συνέχεια από ποιητικά συμφραζόμενα. Πάνω στο καράβι της δημιουργίας με το κοφτερό και σκληρό μαχαίρι της επεξεργασίας και διαλογής σμιλεύεται μια ευφρόσυνη εσωτερική κατάσταση με την οποία ως και οι άγγελοι αγάλλονται. Η κάθε μία ενότητα αποτελείται από 21 ποιήματα μονοσέλιδα, ολιγόλογα και με ολόκληρο το πρώτο μέρος του τρίπτυχου (ποιητικό τρίπτυχο όπως στις εικόνες) δομημένο στο αυστηρό πλαίσιο των δεκαπέντε σειρών.
Κάθε σελίδα σε όλα τα ποιητικά βιβλία του Π.Β.Π. θυμίζουν μικρό, γραφιστικό έργο τέχνης. Η κεφαλίδα του έχει βιεννιέτες, άγγελους ιπτάμενους ή ακίνητους, χαρούμενους, άλλωστε τι αγγέλων αγαλλίαμα θα ήταν, του ζωγράφου Κ. Κουτούμπα. Το εξώφυλλο είναι έργο του πρωτοπρεσβύτερου π. Χριστοδούλου Φεργαδιώτη και του υιού Β.Π.Π., στον οποίον είναι και πάλι αφιερωμένο το βιβλίο γενικά. Φυσικά έχει και τις επιμέρους υποτίτλιες αφιερώσεις, όπως το συνηθίζει ο ποιητής σε φίλους και γνωστούς, ένας χαιρετισμός μακρινός, μια νοητή χειραψία εγκάρδια, ένα νεύμα αγάπης στον καθένα.
Ανορθόδοξα κι εντελώς παρενθετικά αναφέρω τις χειρόγραφες αφιερώσεις του ποιητή πάνω σε βιβλία του τα οποία χαρίζει όπου αυτός νιώθει αυτή την ανάγκη. Γραφικά κι αισθητικά θυμίζουν, γιατί όχι, έργα της μικρογραφικής τέχνης που κάποτε μεγαλούργησε στο περιθώριο των βιβλίων ή στα αρχιγράμματα σπανίων και πολύτιμων εκδόσεων του άλλοτε.
Τι ψάχνεις να βρεις στα ποιήματα του Π.Β.Π. όταν συνήθως τα σκοντάφτεις, στέκεσαι δίπλα τους, παραστέκεσαι πάνω τους. Νιώθεις να μεταφέρεσαι σε ένα άλλο τόπο και τρόπο ύπαρξης έξω από τη σπάταλη καθημερινότητα, στην οποία δεν προλαβαίνεις να κοιτάξεις γύρω σου κι η μέρα πέρασε, ο χρόνος έφυγε, η αίσθηση ή η ψευδαίσθηση ζωής συνθλίβεται επί τ’ αυτά. Βαδίζεις σ’ ένα ήμερο, ιερό τόπο που μπορεί να τον δυναστεύει η εκκοσμικευμένη μεταφυσική αναζήτηση, αλλά εν τούτοις συχνάζουν και περνούν, άγγελοι αόρατοι, οι πλέον κοινότοπες αλλά ακριβές και πολύτιμες ουσίες της σκέψης. Κατά πως γράφει στο βιβλίο του ΤΕΡΓΕΣΤΗ ο Jan Moris «Οι μυστηριώδη φευγαλέα σιωπή που διακόπτει μια συνηθισμένη συζήτηση και που, όπως λέγεται, σηματοδοτεί το πέρασμα ενός αγγέλου» (Jan Moris). Σε μια πλακόστρωτη αυλή ενός μοναστηριού, ο αύλειος χώρος μιας παραδοσιακής εκκλησίας, στο αδιαπέραστο τοίχο της σιωπής ή της μετρημένης στην μετάφρασή της, αποκάλυψη της αγωνίας, της κατάνυξης, της ελπίδας, της θλίψης, της προσδοκίας. Αυτά δηλ. τα συναισθήματα τα οποία αποτελούν τις πάγιες και διαρκείς ανάγκες της ανθρώπινης αδυναμίας και είναι μόνιμες προσφυγές όλων των ευαίσθητων ανθρώπων σε ώρα περισυλλογής τους όταν μαζεύονται στο καβούκι της προσωπικής μοναξιάς τους ή απλώνονται στάγδην ή και ποταμηδόν στην άγραφη, λευκή σελίδα της απαίτησης. Η ποίηση του Π.Β.Π., σ’ όλο της τον κορμό έχει πάνω της φυτρωμένα κλαδιά και φύλλα, ρόζους και πέτσες του καιρού, από τα οποία κρέμονται, όπως σε ορισμένα δέντρα τα τάματα των πιστών σε μια παγανιστική θεότητα, προσευχές με συντριβές και παρακλήσεις, διαφυγές (προς τον γενέθλιο άλλοτε ή τους ηγιασμένους τόπους), ενδοσκόπηση με τον έντεχνο λόγο, εργαλείο μετάβασης στον άγνωστο, μακρινό, κόσμο του άχρονου.
Κάτω από τις λέξεις του Π.Β.Π. χωρίς καμιά εκζήτηση φιλολογική, καθαρές, κι απλές όπως ένα κεντητό ακριβής χειροποίητης τεχνικής, απλώνεται η πραότητα και η θαλπωρή του γνώριμου, του οικείου, του καθημερινού αλλά και του διακριτικά αιώνιου.
Το βιβλίο χωρίς να θέλει την ειδική ενίσχυση, αφ’ εαυτού, αυτήν που φορές απαιτείται σαν συμπληρωματικό βοήθημα προς τον αναγνώστη, έχει ένα προλογικό δοκίμιο του κ. Κ. Τσιρόπουλου. Ο έγκριτος διανοητής μιλά γενικά για τους ποιητές τους οποίους για να τους ανακαλύψει και να τους προσεγγίσει ο φιλαμαρτήμων της ποίησης αναγνώστης, σημειώνει πως οι ίδιοι οι δημιουργοί δίνουν «του τείνουν» κάτω από το τραπέζι κάποια κλειδιά, «κλείδες διεισδυτικές» σ’ αυτό. Πάντα άλλωστε η κάτω από το τραπέζι συναλλαγή κρύβει και τη μεγαλύτερη ουσία σε μια επιφανειακά νομότυπη συνύπαρξη. Ο ποιητής επί τω έργω είναι ό,τι φαίνεται σε λέξεις νοήματα, εικόνες, αλλά και ό,τι συνήθως δεν είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού και απλά διαγράφεται αόριστα. Στην ανάγκη αυτή έρχονται οι μελετητές, μελετηροί από χρόνια και βουτηχτές στα ποιητικά νοήματα κι αποκαλύπτουν τις ειδικές σε κάθε ποιητή πηγές τους και τις πληγές του, τα θέλω και τα ήθελα, το τώρα και το αεί, το όλο και το τίποτα.
Ετσι στο εισαγωγικό της συλλογής, δοκίμιο του για τον Π.Β.Π, απαριθμεί και τεκμηριώνει έξη κλείδες αναγνωστικές προς διευκόλυνση της προσέγγισης. Τις αναφέρω επιγραμματικά και παρά το ότι το δοκίμιο είναι γραμμένο το 1996 και διεξέρχεται σχεδόν το μισό της ποίησης του Π.Β.Π, εν τούτοις έχει μια ισχύ εφ’ όλης της ποιητικής του έκτασης και σε όσα μέχρι σήμερα δημοσίευσε αυτός.
1. Δραστική συνείδηση του υπάρχειν. Εννοώ την πράξη όχι μόνον μέσα στον κόσμο όπου εισήλθε με την ερωτική σύλληψη και γέννηση,αλλά και μέσα στον Θεό, καθώς τα εκφράζει η Ορθόδοξη εκκλησία.
2. Ο εγκλεισμός της ποιητικά ανθοφορούσας ύπαρξης μέσα στον κόσμο και μέσα στον Θεό.
3. Ο υπαρξιακός και μαζί λειτουργικός εγκλεισμός του ποιητή σημαίνει την μόνωση του την καταστατική του αυτονομία
4. Η συντριπτική αίσθηση της αμαρτίας και της αδυναμίας.
5. Παραστάτες στη μόνωση του όντος είναι η Προσευχή και η Ποίηση σε συνεχή επαφή, τομή και συλλειτουργία.
6. Η Λευκοπηγή: Για τον τόπο του πρώτου φωτός και του πρώτου σκότους που ο ποιητής έχει συνθέσει πολλά σπαρμένα σε όλες τις συλλογές του ποιήματα.
Αυτή η εξάτιτλος σχεδία του Κ. Τσ. σκιαγραφεί και ορίζει ακτινολογικά και σχηματικά την ποιητική ύπαρξη του Π.Β.Π. Εκεί πάνω της χτίζεται όλο το λυρικό του οικοδόμημα και σ’ αυτή συνήθως ναυαγός των περιστάσεων αφήνεται στα κύματα των συλλογισμών και στους ανέμους του λυρισμού. Θα σταθώ για λίγο στην 5η κλείδα η οποία εισχωρεί σαν καρίνα σταθερότητας στο «Χρυσό καράβι» όλου του ποιητικού του έργου και σ’ όλο το ποιητικό σώμα του Π.Β.Π. Η προσευχή και η ποίηση (ο ποιητής και το έργο του σε μια ενότητα είτε μυσταγωγικής λυτρώσεως είτε εναγώνιας δημιουργίας). Ο ποιητής προσεύχεται αδιαλείπτως αλλά όχι με ευσεβιστική διάθεση με μια συντριπτική φορές επίγνωση του ατελούς. Θα προσπαθήσω ν’ αποδείξω ενστίχως του λόγου το ασφαλές περί του δημιουργού και του δημιουργήματος του ποιητού και του ποιήματος. Από την πρώτη μόνο ενότητα της συλλογής υπογραμμίζω ενδεικτικά:

Το ποίημα, τον ποιητή που θα μας δώσει αίμα
ζωή και όνομα για την αιωνιότητα

Σκύβω μπρος στη χλωμή γαλήνη σου ποιητή μου
και περιμένω την άμπωτη πραμάτεια σου
να πλημμυρίσει το φτωχικό μου ενδιαίτημα
μ’ όλο το φώς της θείας δωρεάς σου

Κάποτε ήθελα να κάνω ένα μνημόσυνο
για τα ποιήματα που δεν πρόλαβαν
να γεννηθούν και σιωπηλά πεθάναν αφήνοντας
μέσα ένα λυγμό, κραυγή ανεπαίσθητη σχεδόν.

Γυμνό κλαδί το ποίημα, προσμένει να ‘βγεί ο χειμώνας
να πάρει απ’ τη ρίζα λίγο αίμα με την άνοιξη
ν’ ανθοβολήσει με την πρώτη ζέστα

Κ’ εγώ που χτίζω σπίτια με τις λέξεις

μία πέννα, ένα μολύβι
είναι η ματωμένη ελευθερία μου

Εξω από κάθε ματαιοδοξία ή ψευδαίσθηση,
ζυγιάζει και ξαναζυγιάζει τους αγαπημένους στίχους

ο ποιητής πορεύεται μονάχος του ανιχνεύοντας
ανάμεσα σε ρίζες και κλωνάρια λέξεων

για τον «Αγνωστο ποιητή»!...

όνειρα κι αχνά περάσματα λησμονημένων
στίχων

δε γεννάει
ποιήματα, να φυλαχτείς φορώντας τα
από την πρώιμη εκείνη ψύχρα
του αινιγματικού και λυπημένου φθινοπώρου

ποίημα που ναυσιπλοεί σ’ όλες τις θάλασσες

να γράφω κάποτε ποιήματα και θρήνους, όπως τώρα
μέσα σε δεκαπέντε στίχους, έστω άτεχνους

Ο Π. έζησε την αγροτική ζωή στην ύπαιθρο και γνωρίζει τα γυρίσματα στο όργωμα. Κι αυτός συνεχώς στα γυρίσματά του είναι που δεν υποδηλώνουν το τέλος της δημιουργίας, αλλά το τέλος του οργώματος και την αναμονή της ανθοφορίας και της παραγωγής. Είναι σε μια διαρκή πορεία διαμόρφωσης του τρόπου του, που όσο πάει γίνεται ελεγχόμενος,. Χωρίς δραματοποιήσεις οι εσχατολογικές του προσεγγίσεις κι όλων των έμψυχων όντων, εν όψει τ’ αναπόφευκτου περάσματος από το υλικό νυν στο άυλο αεί.
Οσο ο ποιητής μας, ο κάθε ποιητής, δημιουργεί και μας συμπαραστέκεται αυτό είναι μια ένδειξη πως στον κόσμο μπορούν και ισορροπούν οι καταστάσεις ή πως μπορεί να φτιάξουν κάποτε τα πράγματα. Είναι μια αγορά μάταιης αλλά ζωτικής παρόλα αυτά ελπίδος. Υπάρχουν δηλαδή ακόμα οι στέρνες είτε στα αυχμηρά «Σουλνάρια» της μικρής πατρίδας του είτε στις πολύβουες Βαβυλώνες του πολιτισμού, που δεν στερεύουν αφού μαζεύουν με ταπεινότητα κι υπομονή ακόμα και τις τελευταίες σταγόνες της βροχής για να προσεγγίζουν εκεί και να πίνουν νερό τ’ αγριοπερίστερα της νοσταλγίας και οι ψυχές των φουρτουνιασμένων· νερό καρτερίας, ελπίδας κι ευφροσύνης, «Αγαλλιάματα» δηλονότι θεία κι υπερκόσμια.
Τα ποιήματα του Π.Β.Π έχουν τη γεύση αλλά και την αφή του αντίδωρου από μια λιτή εσπερινή παράκληση που έχει όσο το δυνατό μικρότερη τελετουργική έμφαση. Σου το δίνει (ευλογία Κυρίου) ταπεινός ιερομόναχος που βιώνει με «εμπάθεια» το ρόλο του στη σκηνική θεία τελετουργία. Βγαίνοντας από τις σελίδες του βιβλίου «Αγγέλων αγαλλίαμα» νιώθεις πως πήρες μέρος σε μια μυσταγωγική ακολουθία στην οποία μετείχαν κατά σειρά ή και αλληλοδιαδόχως η άψογη ποιητική αισθητική, η προσευχή, ο πόνος και ο πόθος, η νοσταλγία, όλα αυτά δηλαδή τα συναισθήματα κι οι καταστάσεις που μας εξανθρωπίζουν κατά τι περισσότερο του συνηθισμένου
Εν τω μηνί Οκτωβρίου ΚΓ’ μνήμη του αγίου Αποστόλου και πρώτου Επισκόπου Ιεροσολύμων Ιακώβου του αδελφοθέου.
-Αμην.


Ομιλία που έλαβε χώρα στον ιερό ναό Αγίας Τριάδος επί της Κηφισίας οδού την Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2009 στην παρουσίαση του ποιητικού βιβλίου του Π.Β.Πάσχου «Αγγέλων αγαλλίαμα». Στην παρουσιαστική τράπεζα οι έτεροι φιλέταιροι ήταν οι: Ηλίας Κεφάλας, Αγγελος Καλογερόπουλος και Μαρία Γραμματικού ποιητές εν γένει και εν είδει. Η έναρξη φυσικά έγινε με ψαλμωδίες της ημέρας. Αυτά έλειπε φυσικά...

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2009

"Κάποιο άγαλμα που μ' είδε με θυμήθηκε..."



Με το εθνικό γαλάζιο σακούλας απορριμάτων τυλιγμένα
περιμένουν την ανάκλησή από τον κόσμο των μη ζώντων
όμως "Τ' αγάλματα είμαστε εμείς" σαν στάχυα θερισμένα
μας αλέθουν άδειες λέξεις στη χώρα των χορτο-νομη -όντων

Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2009

Τα τρία επί τρία μουστάκια






Οι νυν τοπικοί πολιτικοί βουλευτές (Πασόκ) και δήμαρχος (Κοζάνης) ξεκίνησαν παρέα πριν 20 τόσα χρόνια με την ψηφοποιΐα του βιοπορισμού τους
Οι φιλόσοφοι και ποιηταί απλώς είναι οι: Μαλλαρμέ, Νίτσε, Χάιντεγκερ με τα "Ψιχία μηδενισμού" τους

"Ηλίθιοι, ερπετά, βάτραχοι, φίδια, κτήνη, μοσχάρια απαρτίζουν την αιώνια παρέλαση των ηθικιστών"

"Η δυστυχία προήλθε από τον διάλογο"

"Γιατί να υπάρχει το ον και όχι το τίποτε" (Λάιμπνιτς).

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2009

Ο άγιος Θωμάς, ο μελισσοκόμος και οι υπνώντες δραγάτες (αντιδήμαρχοι) του Δήμου



Η δημοκρατία επιτάσσει την ανάληψη δημοσίων αξιωμάτων από έναν μικρό αριθμό διεφθαρμένων, βάσει της ψήφου ενός πλήθους ανίκανων
(George Bernard Shaw)

Γιατί παίρνω τακτικά το δρόμο για το λόφο του αγίου Θωμά και στο δασύλλιό του περιφέρω το είναι μου, ώρες απογεύματος; Ξεγελώ εαυτόν ότι τούτο το επιβάλει μια ανάγκη σώματος για περπάτημα κι όχι η απαίτηση της ψυχής που την φορτώνει μια προσδοκία και τη φορτίζει η νοσταλγία. Περπατώ σ’ αυτά τα αδιόρατα σχεδόν μονοπάτια του ενός βήματος πλάτους, που χάνονται βαθμηδόν με τον καιρό και την αβαδησία τους· σφιχτό χώμα, πέτρες, χορτάρι, ένα μείγμα σκληρό α-λασπώδες στη βροχή κι α-κονιορτοποίητο στην ξηρασία. Είναι αυτά τα ήμερα δρομάκια τα οποία όπου συναντώ με σταματούν βαδίζοντας. Γύρω πέτρες ήρεμες κι ασάλευτες απ’ αιώνων μαρτυρούν πάνω τους εκτός από τις στέρνες του καιρού και των διαστολών του, τις ταπεινές ομορφιές της φύσης απαραχάρακτες κι ανεπηρέαστες απ’ των ανθρώπων την πραγματικότητα και τη ωμότητα. Αυτό το τοπίο μοναχικότητας και σιωπής με θέλγει διαρκώς.
Εκεί με βρίσκω.
Παραμονή αγίου Αποστόλου Θωμά τυχαία (τυχαία;) βρέθηκα και πάλι στα μονοπάτια του καχεκτικού, έστω, περιαστικού μας πράσινου. Πριν λίγα χρόνια επιχείρησαν να το κάψουν κι αυτό. Από μακριά ερχόταν το αντιλάλημα, καθώς η ηχώ χτυπούσε την πλαγιά του Αηλιά, από τις πανηγυρικές οχλαγωγίες -ο «γεγαυρωμένος όχλος» (Σοφία Σολομώντος) –αυτός που μόλις θριάμβευσε στις εκλογές- από τους μετόχους και συμμετόχους του εν εξελίξει νιάημερου, που διαλαλούσαν τις υπηρεσίες τους και τα εμπορεύματα (τα χαλιά επ’ ώμου και ο χαλβάς υπό μάλης εκ νέου έκαναν θραύση). Από κοντά διέσχιζαν τα δέντρα κι ερχόταν καταπάνω μου οι εσπερινοί ύμνοι της ομώνυμης ακολουθίας που λάβαινε χώρα στο πανηγύριζον ναΰδριον του Αγίου Αποστόλου Θωμά (έτος ανέγερσης 1969) το λόφο. Είναι η δεύτερη τακτική ακολουθία υπέρ του αγίου εκεί, η άλλη γίνεται την Κυριακή του Θωμά, εορτή της Ψηλαφήσεως με τα ωραία τροπάρια που καταλήγουν «Ο Κύριος μου και Θεός μου» και σου θυμίζουν το άγιον Ορος και τη Σκήτη της Μικρής αγίας Αννας, ότι συνήθως εκεί βρίσκεσαι εκείνες τις μέρες, τόσα χρόνια τώρα, και καταπραΰνεσαι πολλαπλώς.
Στον έξω χώρο του ναού δεσπόζουν επιτείχιοι επενδυμένοι οι Αρχάγγέλοι, εικονικές δεήσεις Κρεοπωλών και Σφαγέων(!) όπως και Παντοπωλών και Οπωροπωλών.
«Ελθόντες επί την του ηλίου δύσιν ιδόντες φως εσπερινό»- μπήκαμε μέσα.
Στον πρόναο καθόμουν σε στασίδι ασταθές κι απάκτωτο (δέηση ΓΕΩΡΓΕΙΟΥ Τ...) δίπλα από μια Αγία Μαρίνα σ’ ένα προσκυνητάρι να τραβάει από τα μαλλιά ένα δαίμονα δικέρατο, πολυ-μακρυνύχι, με φτερά (εκπεσόντες άγγελοι άλλωστε) και ουρά φυσικά, με όλα δηλαδή τα αξεσουάρ της διαβολοσύνης θα ήταν ίσως κάποιος από εκείνους που ξεστράτισαν από τον νιάημερο ο οποίος εκτελούνταν στους πρόποδες του λόφου, και δαιμονίζουν τα παιδάρια στις κούνιες, τα μεσαία στα σουβλάκια ενώ τα ενήλικα όντα παντού, όπου προκόπτουν χαλβά ημέρας ενώ μόλις προχθές προέκοπτον σοφίαν ψηφολογικήν! Ακουγα την ψαλμωδία από το ψαλτήρι ν’ ανεβοκατεβαίνει σε ένταση και ποιότητα σαν βάρκα κυματιζομένη. ‘Εναντί μου μια παράσταση του αγίου, από αυτές είναι γεμάτος ο νάρθηξ, με οικοδομικό το θέμα· στο ειλητάριο του αναφέρεται: «Πάσα η οικοδομή συναρμολογουμένη αύξει εις ναόν άγιον εν Κυρίω -Εφ.221». Ο άγιος είναι προστάτης των Οικοδόμων (στις μέρες μας τους έθεσε υπό την προστασία τους για κάμποσο καιρό και το άγιον ΚΚΕ και όπως αυτό νομίμως εκπροσωπούνταν σε κάθε τόπο) και των συναφών επαγγελμάτων: Ξυλουργών, Επιπλοποιών και Μηχανικών εργολάβων.
Κατά τον Συναξαριστή ο άγιος πήγε ως άλλος Αλέξανδρος στις χώρες των Πάρθων, Μήδων, Περσών και Ινδών για να κηρύξει το λόγο του Θεού. Εκεί ο βασιλέας των Ινδών Γουνδιαφόρος στον οποίο δήλωσε πως κατέχει την τέχνη του ξύλου κι είναι εμπειρότατος στο να κατασκευάζει αλέτρια, κωπία, και ζυγούς βοδιών, αλλά και της πέτρας με τις οποίες ήξερε να κάμνει κολόνας, ναούς και βασιλικά παλάτια, άρα ήταν οικοδόμος και τα συναφή επαγγέλματα γνώριζε, του ανέθεσε να του κάμει ένα παλάτι. Αυτός όμως του έφτιαξε μια εικονική πραγματικότητα παλατιού ενώ έχτιζε καλύβες, τα χρήματα δε αυτού διέθετε στην φτωχολογιά. Φυσικά μετά ταύτα μαρτύρησε. Οπως κάνουν δηλαδή κι οι σημερινοί άγιοι δεσπότες που χτίζουν αντί για βίλες και σπίτια για να μένουν, άγιες καλύβες (τις ονομάζουν μάλιστα κατά την αγιορείτικη ορολογία «καθίσματα») και τα χρήματά τους που μαζεύουν με φορτικό τρόπο από τις εκκλησίες τα επενδύουν και τα μοιράζουν στο φτωχό τους ποίμνιο.
Ο καλοκάγαθος κ. Σπύρος Σιδέρης που επιτροπεύει, μάλλον επιστατούσε της εορτής, μου έδειξε μια φορητή εικόνα της Ψηλαφήσεως του Θωμά από το 1889, 10 Μαρτίου. Ηταν από το σωματείο Οικοδόμων κ.λπ. επαγγελμάτων το οποίο μέχρι και σήμερα είναι απόγονος της Συντεχνίας των Κτιστών που συστήθηκε το 1768. Ο Μιχ. Καλλινδέρης στο βιβλίο του «Συντεχνίες της Κοζάνης την περίοδο της Τουρκοκρατίας» αναφέρει πως για το σωματείο αυτό δεν βρήκε τίποτε άλλο εκτός από μια επιγραφή στο εξωκκλήσι (τότε, σήμερα ναός μεγάλος με κήπο πεύκα και πράσινο) του αγίου Αθανασίου, επί δεσποτικής εικόνος: «Ψηλάφησης του Θωμά Δαπάνη της Συντεχνίας μαστόρων εις μνήμην αιωνίαν και των γονέων των. Εν έτει 1885 τη 25η Μαίου». Αυτήν είδαμε κι ημείς το εσπέρας της νυν 6ης Οκτωβρίου, όταν οι δρόμοι της πόλεως έγεμον πανηγυρικά θύματα της φτηνοκαταναλώσεως ποικίλης όψεως και διαθέσεως απ’ όλον τον ντουνιά του νομού. Η εικόνα συμπληρώνει φέτος 120 χρόνια διακονίας στις εκκλησίες αλλά και στις διαμεσολαβήσεις της οίκοι γιατί την πηγαίναν από σπίτι σε σπίτι και παρέμεινε εκεί κατά τα έθιμα της συντεχνίας και των ευλαβών πολιτών, που ήθελαν οι εικόνες των αγαπημένων αγίων τους να τους συντροφεύουν ένα διάστημα στα οικογενειακά τους ενδότερα.
Μιαν που ο λόγος το έφερε στις εικόνες, στον επιβλητικό ναό του αγίου Νικάνορα στο ένδον του, κατάγραφο εικόνων, όπου από τον υπεράγιον λάρυγγα του Παντοκράτορα κρέμεται δυσβάστακτος πολυέλεος (οι δυσεβείς του ναού δεν τον ξελαφρώνουν λίγο παραμερίζοντας την άλυσο), αφίσες διαδηλώνουν πως πρέπει όλοι οι ενορίτες να βοηθήσουν (ωχ!) στην εικονογράφηση της εφέστιας εικόνας του αγίου, μια δαπάνη 30.000 ευρώ! Σιγά κύριε άγιε! Ούτε ο Ελ Γκρέκο να ήταν ο ζωγράφος! Ρώτησα αφελώς μια κυρία επί των κυρίων αρμοδία μάλλον.
-Γιατί τόσο ακριβά; Ας βάλει κι ο άγιος κάτι από τη τσέπη του!
Μπερδεύτηκε κάπως και προσπαθώντας να προστατεύσει τον θαυματουργό όσιο και κανονικό άγιο, απάντησε με βαρυγγομούσα σοφία:
- Γιατί λες από, και δεν λες στην τσέπη του!
Τι εννοούσε;
Επιστροφή στο δασύλλιον του αγίου Θωμά.
Στο δρόμο που άνοιξε εκεί ο κύριος Δήμος Κοζάνης για να περιπατούν οι πολίτες του, εσχάτως, κάποιος άξεστος εγκατέστησε πλήθος από κυψέλες μελισσών. Οι περιπατητές αλλάζουν δρόμο ή διακόπτουν την πορεία τους· φοβούνται με το δίκιο τους να περάσουν μέσα από τη γλυκιά αλλά και επικίνδυνη αποικία. Ο πάσα ένας δηλαδή θεωρεί τους κοινόχρηστους χώρους του Δήμου άφραχτο χωράφι όπου μπορεί να εισβάλει ατιμωρητί και να τους καταπατά εφήμερα ή μόνιμα. Γεμάτοι από οριστικές καταπατήσεις είναι οι γύρωθεν της πόλεως γήλοφοι. Πιθανόν ο εκμεταλλευτής μελισσών να είναι κάποιος μεγαλο-ψηφοφόρος της Δημοτικής πλειονοψηφίας και έτσι δεν υπολογίζει τους δραγάτες της δημοτικής εξουσίας ή κάποιος κοινός αγροίκος μέλος «μιας κοινωνίας χοντροκομμένων κι απληροφόρητων», οι οποίοι εναλλάσσουν με περισσή αφροσύνη και ηδύτητα, σε μόνιμη πια βάση το δικομματισμό (τι πλήξη!) στο σβέρκο τους, (αλλά αλίμονο και στο δικό μας που δεν τους χρωστάμε και σε τίποτα)- και που με το έτσι θέλω, αλλάζει και τη φορά των περιπατητικών πραγμάτων του λόφου. Γιατί όχι και των υπαίθρια ερωτικών νυχτερινών τρόπων ότι εκεί θημωνιές από χρησιμοποιημένα προφυλακτικά αποσυντίθενται δυσκόλως, πιο αργά όμως από το τσαλακωμένο ηθικό των ηττημένων πολιτικών που τους μοιάζουν τόσο). Υπενθυμίζει έτσι ότι η αυθαιρεσία στην πόλη αυτή του αγίου Νικολάου είναι ο κανόνας (πίστεως και εικόνα μη πραότητος).
Οι αντιδήμαρχοι –δραγάτες- φύλακες της ακίνητης περιουσίας του Δήμου (Τεχνικών έργων και Πρασίνης υποανάπτυξης) γνωρίζουν το θέμα από επισημάνσεις πολιτών, αλλά τις μέρες αυτές ίσως και να τρώνε τον χαλβά της πανηγύρεως. Ας μη βόσκουν επί μακρόν εκεί κι ας κινηθούν λίγο από την φάτνη με τα άχυρα της αβελτηρίας απ’ όπου μετ’ ευχαριστήσεως σιτίζονται κι ας απομακρύνουν τον καταπατητή Μελισσοκόμο. Αλλωστε κι ο αντίστοιχος του κ. Θ. Αγγελόπουλου (Μ. Μαστρογιάννη) αυτό έκανε. Επαιρνε τις κυψέλες του κι έφευγε από τους τόπους και τους χρόνους του.
***
ΥΓ.1 Διαβάζω στο ημερολόγιο και στον Συναξαριστή και μένω κάπως
Τη αυτή ημέρα η Αγία Μάρτυς Ερωτηΐς πυρί τελειούται
«Ερωτηΐδα πυρπολούσι παρθένον,
'Ερωτι Χριστού την προπυρπολουμένην».
ΥΓ. 2 Την επαύριον 7 Οκτωβρίου Σεργίου και Βάκχου. Ας προστεθεί σ’ αυτούς κι ο όσιος Μ. Καραγάτσης, ο βιογράφος τους, με το σπαρταριστό συναξάρι, δίτομο και πολυσέλιδο παρακαλώ.
Υ.Γ. 3 «Δύο είναι οι μεγάλες αλήθειες που δεν πρέπει ποτέ κανείς να ξεχνάει σε τούτο τον κόσμο: α) πως η κυριαρχία ανήκει στο λαό και β) πως ο λαός δεν πρέπει ποτέ να την ασκεί». (Rivarol)

Οι σκέψεις των Τζ. Μ. Σω και Ριβαρόλ περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Roland Jaccard "Το λεξικό του απόλυτου κυνισμού" εκδ. ποταμός