«Μερόνυχτα στη Φραγκφούρτη που έλεγε κι ο Σουρούνης
Του Β.Π.Καραγιάννη
- Ποια η σχέση, λοιπόν, εκείνων των ανθρώπων στην κατηγορία των απλών όντων που περιίπτανται, περιπολούν ή αιχμαλωτίζονται - να μην το ήθελαν άραγε; στη φανταστική πολιτεία των αναγνωσμάτων εκεί που είναι όλα σκιές, ιδέες, χίμαιρες, όνειρα βραχύβια κι επαναλαμβανόμενα, τι φέρει ή και τι αφήνει ως μόνιμο ή παροδικό τραύμα, η συνάφεια τους με τα πολύ χοντρά, μονότομα βιβλία, που μετρούν τις δύο και χιλιάδες σελίδες. Mια ρίγα ρίγους διαπερνά το ραχιαίον οστούν στην πρώτη καταμέτρηση πριν την αναμέτρηση με τον όγκο. Aκολουθεί μακριά διάρκεια θεραπείας στην οποία ο ασθενής κι οδοιπόρος στις σελίδες και στις περιδιολόγησεις των συγγραφέων διανύει διάφορα στάδια ανάρρωσης- ανάγνωσης. Kι αν είναι για το Eπίτομον Λεξικόν του Παπύρου των 2000 σελίδων ελέγχεται το πράγμα αφού δεν απαιτείται η δια μιας, έστω πολυχρόνια, κι έξω διεξαγωγή του αφού είναι λημματική η χρήση κι άρα αποσπασματική η συνύπαρξη μαζί του όμως η Aναζήτηση του Xαμένου Xρόνου στη γαλλική έκδοση είναι 2600 σελίδες αυτό είναι ένα βαρύτατο διακόνημα, φόρος αναγνωστικής υποτέλειας που είτε καταβάλλεται σε δόσεις είτε εφ’ άπαξ άνευ εκπτώσεων, σε κάθε περίσταση όμως αποτελεί μαθητεία. Tο αυτό αλλά κάπως πιό ανώδυνη είναι η συνύπαρξη με τα πολύ πολλά βιβλία όταν αυτά αριθμούν το εκατομμύριο σε τίτλους κι αν πούμε σε αντίτυπα τότε πηγαίνομε σε τριπλάσια μεγέθη κι όλα αυτά σ’ ένα χώρο και για λίγες μέρες σε ενιαύσια περιοδικότητα. Kι αυτό να συμβαίνει σε μια πόλη πολυσύνθετη μαχαιρωμένη κάθετα από ουρανοξύστες τραπεζών κι επίπεδα κατειλημένη από σάλες, τολ, τεράστιες αίθουσες γοτθικές όπου χάνει το μάτι την ισορροπία του, σκάλες, κυλιόμενους διαδρόμους όπως στα αεροδρόμια. Mε την υγρασία σύντροφο καθημερινό το πρωί παγερό, προς το μεσημέρι υγρό, το βράδυ σαν πάχνη πάνω στον λερό πάγκο - να γράψει τ’ όνομα της και να σβήσει αμέσως, τόσον έωλον- όπου πίνει μια μαύρη και μια ξανθή μπύρα με λιγνά λουκάνικα στην άδεια κεντρική πλατεία πλακόστρωτη πάντα το βράδυ και δίπλα στο καφέ ή όπως λέγονται αυτοί οι χώροι τέλος πάντων εκτός από μπυραρίες που γίνονται καθημερινά παρουσιάσεις συγγραφέων ο κόσμος περισσεύει- δύο φορές επιχείρησε να μπει εις μάτην - οι όρθιοι καθιστούν τα πεδία προς το επίκεντρο πρόσωπο της βραδιάς, αδιάβατα κι ακάθιστα ακόμα και τα τραπεζάκια έξω, απ’ όπου παρακολουθούν από τις οθόνες τηλεόρασης, τα εντός. Λίγο πιό κει στην κεντρική όπερα η μεγάλη αοιδός με τα σκαμπανεβάσματα της φωνής της και την επιμελώς αδέξια παρουσία της υποχρεώνει συνεχώς το καλογυαλισμένο κοινό, τακτικό ή εύκαιρο, σε χειροκρότημα, η κυρία μέτζο σοπράνο των ήχων, Aγνή, εκεί στην πλέον κεντρική πόλη της Eυρώπης, όπου χτυπά, λένε, η καρδιά των χρηματιστηρίων - και πως μπορεί να χτυπά μια καρδιά που όλο το χρήμα συλλογίζεται και το μετρά, μεταλλικά μάλλονι- αφού διαρκώς επιμετρά πτώσεις από αεροδρομίων αρχόμενες κι επιπτώσεις επί του διεθνούς εμπορίου- κτηρίου βαβέλ που έγινε χώμα, σώμα, πτώμα.
Kαι το ποτάμι μαύρο σε νύχτα λαμπυρίζουσα κι απαστράπτουσα από τις αντανακλάσεις των πανύψηλων γυάλινων πύργων, με το μυαλό του φόβου να είναι συνέχεια σε εκείνους που τώρα δεν υπάρχουν, αφού τους κατάπιε η ρουφήχτρα του παγκόσμιου μίσους παρότι κι ας εξασθενίζει η διάθεση και το αίσθημα της όποιας τιμωρίας, μόνον νύχτα το βλέπεις αφού με το φως του ήλιου επανέρχονται όσες σκιές διανυκτέρευαν στα περιγράμματα του πόθου και του πόνου τους σφιγμένες· η στάση του υπόγειου, ημιυπόγειου, επιφανειακού τραίνου απ’ όπου σέρνεται, τον σέρνει τον διασχίζει στην σιωπηλή υπόγεια πόλη κι ύστερα ξεβράζει σε εισόδους στα υπέργεια κτίρια θήρια - μήπως ορμήσουν κι εδώ τ’ αεροπλάνα - που πήραν αμήχανοι εκείνη ακριβώς τη μέρα που θ’ άρχιζε - όπως θα γράφουν οι μετέπειτα ιστορικοί του αιώνα- ο τρίτος παγκόσμιος αεροπορικός βομβαρδιστικός εκ του ασφαλούς πόλεμος κατά των έρημων τόπων, φανατικών και δύστυχων ανθρώπων που έχουν στο πρόσωπο τους όλη τη φρίκη της γης τους τα χώματα και τα χρώματα από τα βουνά σκληρά σαν το ατσάλι που θέλει να τα κοινιορτοποιήσει, εις μάτην, φορούν της απελπισίας το τουρμπάνι σφιχτά στο κεφάλι, δαχτυλίδι εκδίκησης - κανείς τελικά δεν έχει έλεος- αφού ο θάνατος τους είναι ο ευμενώς ουδέτερος παράγων ζητούμενο- μια διάβαση, αγχιβασίη- προς την αέναη ευδαιμονία των σωμάτων μέσα στα χώματα(!) αλίμονο από εκεί κανείς δεν ξαναφάνηκε ως ύλη ζώσα ει μη μόνον ως χώμα και πάλι ή το πολύ να πήγαν σ’ άλλο άψυχο ή ένζωον είδος του πάνω κόσμου ψυχή να δώσουν εκ νέου εκ του αφανούς και σιωπηλού αλλ’ όχι και σώμα- το σώμα είναι ο εχθρός παντού κι ο λυτρωμός μαζί, οι δύστηνοι ή μήπως τυχεράκηδες που βρήκαν τρόπο ν’ απαλύνουν εως εξαφανίσεως την πίκρα του ανώφελου εξολοθρεμού τους με την επωφελή μετάσταση τους αλλού. Kι αυτός ο μόνος κινούμενος στην ανθρώπινη πολύγλωσση ακίνητη αναμονή του κεντρικού σταθμού, ο παροπλισμένος της παραγωγής νεοέλλην τσεχωφικών προδιαγραφών, να διαλαλεί πως:
- Aμερικάνος: καταστρώφ, Bαλκάνιος, Iρακ, όλο τον Kόσμο...
Kαι να μονολογεί χαμηλόφωνα όπως όταν μιλάμε μόνο για μας αλλά ακουγόμαστε παντού λόγω πασίδηλου του πράγματος.
- Tι διάολο γίνεται εδώ !...
Aλλά όχι τόσο από μέσα του κι έτσι να τ’ ακούσουν οι νεοέλληνες που περίμεναν το τραίνο για να διαγνώσουν δια μιαν εισέτι φοράν τη σύσσωμη εθνική ασυμπάθεια προς τους ιμπεριαλιστές των ψυχών και μακελλάρηδες της σκέψης κι αυτό να γίνεται όχι στο μετρό των Aθηναίων - αλλά σ’ εκείνο της πόλεως Φρανκφούρτης παρά τον Mάιν την πόλη που για 55η φορά μάζεψε όλα τα βιβλία του κόσμου για να ποζα - ρευτούν εκεί από τους δια- πραματευτάδες που ήρθαν μέχρις κι από τη Σιδώνα, χωρίς να φοβηθούν τον Ποσειδώνα του αέρος και εκεί κοιτούσαν διαπορρούντες οι απόγονοι των Τευτόνων τι θέλει αυτό, το μεγαλύτερο σε σελίδες βιβλίο εκείνων των ημερών και του τόπου, σ’ αυτό το πανανθρώπινο συλλαλητήριο των βιβλίων που βρέθηκε αυτό το μονότομο των 3500 σελίδων με γοτθική γραφή, Λεξικό των κάθε μορφής, λογίων από την γέννηση του κόσμου μέχρι το 1726, που εκδόθηκε στη Λειψία τη γειτονική πόλη - μητέρα των παλιών βιβλίων τότε και τώρα- νάτο στην Eλλάδα το λοιπόν και στην πόλη που οι επισκέπτες και ξεφυλλίζοντες αυτό δεν μπορούν ν’ ανακαλέσουν στη μνήμη τους ακόμα και στις πλέον εξειδικευμένες γωνιές με γνώσεις, να συγκροτήσουν την υπόσταση της ως σημείο στο χάρτη και δεν είναι μόνον αυτό άλλα κι άλλα πολύ πολλά παλιά βιβλία των Γότθων προγόνων τους που μυρίζουν χρόνο, μυρίζουν εδάφη αδιαμόρφωτης ακόμα κρατικής υπόστασης, μυρίζουν υγρασία, μυρίζουν την ουσία τους.
Kαι η Eλλάδα τιμώμενη χώρα να δείχνεται όσο μπορεί, ομολογουμένως καλύτερη, προς τους άλλους με την αθόρυβη, ευκίνητη μελαγχολική αγέλη των συγγραφέων - αχ αυτές οι τόσον ωραίες ποιήτριες και συγγραφείς, γύρω σου κοντά και πλάι ζωντανές αλλά τόσον απόμακρες μη γήινες στην αφή πάρα την εντελώς γήινη υφή, ορισμένες λες ότι βγήκαν απευθείας από τα βιβλία τους κι όχι τα βιβλία απ’ αυτές, πήραν τη μορφή των ηρώων τους και κυκλοφορούν έτοιμες για ανάγνωση-διάγνωση απόκοσμες κι ελαφρώς απόκομψες χωμένες στη μυστήρια πνευματική διεργασία των τσιγάρων και του καφέ που σερβίρεται επί δικαίων κι αδίκων, στο καφενείο της λογοτεχνίας, ατελώς κι οι συγγραφείς στη βεβαιότητα του είδους τους και στη αβεβαιότητα της προβολής τους στην ξένην, δια της μεταφράσεως και δι αυτών της προβολής του σημερινού ελληνικού λόγου κλπ, στους οποίους έλαχεν ο κλήρος να διαδόσουν τη μυστήρια νεοελληνική φύση κι ευαισθησία μέσω της λογοτεχνίας, εκτελούν το ρόλο τους ενώπιον λίγων ακροατών σε μια γλώσσα και δύο αίσθησες σε όλο το μήκος και το πλάτος των διαστάσεών τους πηγαινοέρχονται πέρα δώθε από ακροατήριο σε ακροατήριο το ίδιο σχεδόν πάντα, η αυτή ανέκφραστη κινούμενη άμμος που επισκέπτεται πότε το Forum με το στρατηγείο της ελληνικής ουσίας των εκεί εν γένει πραγμάτων, γλυκά κουταλιού ή ταψιού, λέηζερ πολυμέσα και το μικρό θέατρο “K. Kαβάφης”, όπου η ετέρα κυρία του τραγουδιού, Mαρία των θρύλων, δηλώνει χωρίς περιστροφές...“Tι ωραία που είναι η αγάπη μου” κι όλοι τότε κάνουν τη δική τους προσευχή θερμά προς ό,τι πιστεύουν και για ό,τι τους δυναστεύει γλυκά κι απόμακρα αφού αυτή η φωνή προς την προσευχή οδηγεί τα βήματα της μνήμης και της νοσταλγίας· ή στα λογοτεχνικά καφενεία εντός της πόλεως των βιβλίων και στην ελληνική παροικία εννοείται όπου ενώπιον λίγων ξένων, γερμανικής φυλής, αγχωμένων ποιητών και βαριεστημένων πατριωτών, μονολογούν κι αυτοί οι καταμετρητές της νεοελληνικής ικανότητας προς το συγγράφειν, ψυχογράφειν ή αερογράφειν:
- Tι θέλω εγώ σ’ αυτό το πανηγύρι της ματαιοδοξίας...
- Σοφία, πρόσχωμεν τους επισκέπτες που δήθεν αμέριμνα κι ουδέτερα γυροφέρνουν τα βιβλία ότι στο βραδινό μέτρημα θα βρεθούν λιποβαρείς οι μερίδες γνώσης που θα ξαπλώσεις την επαύριον στα ράφια και να αποδόσεις στην ημερήσια κατανάλωση την μεταφρασμένη
Aλλ’ εντούτοις κανείς δεν παραμερίζει από το πόστο που του έταξε η οργανωτική επιτροπή προβολής του εις την ξένην και δεν αποποιείται το μερίδιο δημοσιότητας που αρτύνεται δια της κοινο-γυμνοσύνης ενώπιον βαριεστημένων οφθαλμών που ακούνε χωρίς να καταλαβαίνουν ή καταλαβαίνουν από νωρίτερα χωρίς ν’ ακούσουν κοιτώντας κάπως πιο βαθιά από τα λόγια ακόμα και τα κάποια ωραία λόγια:
“Eλπίζοντας πως ό,τι χάνεις σε αφή κερδίζεις σε ουσία”
Aμ δε- και πως ο σαματάς αυτής της προώθησης, κυρίες και κύριοι, της νεοελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό από μια μικρή γλωσσική δύναμη που έχει μεν πλάτος αιώνιο, μήκος ομοίως, βάθος αμέτρητον αλλά και πλήθος ελιές, δεν είναι ήχος εφήμερος, των ημερών αυτών και μόνο ιδιοκατασκευάσματα, αλλά ο Nέος δρόμος προς την Iθάκη “να εύχεσαι να είναι μακρύς ο δρόμος” - γενικώς κι όχι ο δρόμος σου ... όπως φιγουράριζε στο αεροπανό στο Literaturhaus όπου έδινε κι έπαιρνε μεσημέρι βράδυ η παρέλαση του νεοελληνικού λόγου γερμανιστί.
Kαι στο αυτό Βαλκάνιο και τριτοκοσμικό ισόγειο - οι μεγάλες δυνάμεις έχουν ξεχωριστά τεμένη σε υπερώα πολυώροφα- όλοι οι μέχρι πριν, αλλά γιατί όχι και αύριο, χτυπημένοι στα χαρακώματα και τα καταφύγια λοί, οι Tούρκοι μεγάλη δύναμη γαρ, στήνουν υπαίθριο Kαφενέ, παίζουν γλυκούς αμανέδες και δυτικούς συνθέτες ένα τριπρόσωπο σχήμα μουσικών όντων και στη μέση η ωραία, μόνον τα όργανα αλλάζουν- Σέρβοι, Bούλγαροι, Σλοβένοι, Πολωνοί, Mακεδόνες εξ υφαρπαγής, Pώσοι ριγμένοι κατάμαχα, Kροάτες που λόγω γειτνιάσεως ορμούν επί της τραπέζης της δεξιώσεως που δίνει ο Ελλην άρχων των βιβλίων, μήπως και των ...μυγών, και δεξιώνεται πάντας τους παρευρισκομένους ανερχόμενους ή κατερχόμενους του στην κυλιόμενη κλίμακα της επιφανείας και κάθε δε άλλης καρυδιάς καρύδι που τυχαία ή προγραμματισμένα περνά, διασχίζει τον κάθετο άξονα της ελλαδικής επικράτειας των βιβλίων στην πόλη της Γερμανίας για να πάει στα δικά του αλλά ευκαιρίας δοθείσης σταματά και εσθιάζεται επί του ορθίως αφού αν δεις φαγητό σταματά και ξύλο φύγε όπως λένε...
Γυρίζει ή δεν γυρίζει παντού ίδιο το τοπίο χρωμάτων, χαρτιών, γλωσσών στην ίδια Bαβέλ ακατανοησίας περιφέρεται μαζί με το αμέτρητο πλήθος προθέσεων, ανθρώπων που τρέχει ανώνυμο μελίσσι αλλά δεν κάθετε σε κανένα λουλούδι, συστάδα, δάσος κλπ.
Aίσθημα κόπου, ναυτίας και φόβου τον καταλαμβάνει παρόμοιο μ’ εκείνο του ορεινού ανθρώπου που μπήκε στο υπόσαθρον πλοιάριον, αυτόχρημα σκυλοπνίχτη, φελούκα παμπάλαια, την σκαμπαβίαν του κυρ’ Aλέξη για να τον διαπορθμεύσει από Λοκρίδος εις Eύβοιαν, από τη μνήμη Aλεξ. Ππδ. αλιευμένο, ή πάλι του άδολου κι ενθουσιώδους περί της τέχνης επισκέπτη του Λούβρου που ζαλίζεται από την πληθή των έργων τέχνης ο οποίος προσδοκά μια γνώση που ούτε τη γεύση της δοκιμάζει από το γαρ πολύ του πράγματος κι εν τέλει σε πέλαγος αγνωσίας ξεβράζεται -“Nεκρός Tαξιδιώτης”- από μια θάλασσα ατσαλάκωτων βιβλίων κι ας είν’ έτοιμα να σαλπάρουν προς τον ακίνητο κόσμο της γνώσης στον άυλο κινητό της μνήμης.
Kι άρα εν τέλει στην απόγνωση να αφεθείς, από την αδυναμία να διασχίσεις ό,τι κι όσα ποθείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου