Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)


Σάββατο 27 Μαρτίου 2010

Ταξιδιώτες που διέσχιζαν την ποίηση


Την 23η Μαρτίου προς το βράδυ άρχισε η βροχή.
Ο Ντράγκισα, ζωγράφος και ποιητής από τη Σερβία, εφήμερος κάτοικος Θεσσαλονίκης, με έδρα του διπλού επιδεύματός του το Τριγωνικό Κοζάνης (για λόγους αποφυγής του ασφαλειοκτόνου ΤΕΒΕ), έστησε το σκηνικό του. Στις βαλίτσες ασυνόδευτες ταξιδιού, για την οικονομία του σκηνικού (από το «Τσάι στη Σαχάρα!») νερό, αλάτι, γιαούρτι, εργαλεία της τέχνης του, ένα τάπερ και ένα κομμάτι μαύρο ψωμί. Στη μέση του φύτεψε ένα κερί. Κάτι σαν σπονδή στους πεθαμένους ποιητές
«Είμαι στην Καστοριά/ κάθομαι στο Café Bar/ κοντά στη λίμνη//Στο νερό της λίμνης/οι χήνες παίζουν το παιχνίδι τους/Διαβάζω ποιήματα/Γράφω ποιήματα/(τα χαρίζω στις κοπέλες/που περνάνε από δίπλα μου)//Εχ, καμιά δεν βλέπει τη νιότη μου/Αχ! Την κρατώ στη καρδιά/σκεπασμένος με δέρμα βιζόν/από μικρά κομματάκια/από διαφορετικά χρώματα//Ολα τα έγραψα/ και με το φωτογραφικό/όλα τα παρουσιάζω/στην ποιητική βραδιά/που αρχίζει 8,30 μ.μ/στην παράσταση στο ΚΤΕΛ.
-Γιώργο, πάρε με. Ντράγκισα. Μου χρωστάς 200 ευρώ...
Αίθουσα αναμονής του ΚΤΕΛ Κοζάνης»
............................
Οι επιβάτες με τις βαλίτσες και τα μπαγκάζια τους από τη Θεσσαλονίκη έφτασαν, αυτοί που θα αναχωρούσαν για Αθήνα μαζεύονταν. Περνούσαν ανάμεσα από το διάδρομο που άφησαν οι ακροατές, σοβαροί, αμήχανοι (τι είναι αυτό που γίνεται εδώ πέρα, τι είναι αυτά που διαβάζουν κι ακούν, σε τι μουσική χάνονται;) κι ακολουθούσαν τον προορισμό της μοίρας ή του ταξιδιού τους. Ηταν ένα αυθόρμητο, ζωντανό και διαρκές σκηνικό που παρόμοιό του ούτε ο κ. Θ. Αγγελόπουλος δε θα μπορούσε να στήσει.
Κι ήταν σαν να διέσχιζαν την ποίηση ζωντανή.
Την οποία και σε διάστημα μιας ώρας και κάτι, διεξήλθαν με τις αναζητήσεις τους πολίτες της πόλεως κανονικοί και με τα όλα τους οι: Σάκης Καρανάνος, Αννα Αγγέλη, Δουγαλής Γρηγόρης, (έκανε συνεχώς και τον πορτέρη εισόδου εξόδου), Ελένη Χασιώτη (μαθήτρια της α’ Λυκείου), Τάσα Βλάτσα, Κοραλί Μπαρμπέν, Γ. Δελιόπουλος, Γλύκα Διονυσοπούλου, Μιχάλης Πιτένης, Σίσσυ Τσιομπάνου, Κατερίνα Μαυροδή, το αναγνωστικό τρίο Κλέλια Κουγιουμζίδου, Μάριος Μόρος, Σβώλη Αθανασία, η κ. Θοεδωρίδου γειτόνισσα στο ΚΤΕΛ και κατά το μισό της Δραμινή, Λευτέρης Ελευθεριάδης, Δημήτρης Τσιμπέρης, Κούλα Καλογερίδου, Παναγιώτης Μπετσάκος, Γιάννης Παπαϊωάννου, Στάθης Νατσιός. Στο φλάουτο ο Νίκος Παπαπαρασκευάς από το Ωδείο του Δ. Δημόπουλου. Προϊστάμενος χειροκροτημάτων ο κ. Σάββας κι επόπτης της εκδήλωσης ένας αλλόκοτος νέος με ειδικές αισθητικές ανάγκες, μάτια γαλάζια γουρλωτά και πείνες αχόρταγες με μια πέπσι στο χέρι. Αυτοί ήταν οι συντελεστές του ποιητικού συντελεσθέντος που διοργάνωσαν το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης και περιχώρων και το περιοδικό «Παρέμβαση» Κοζάνης και περι-πόλεων. Πλήθος από αβλαβείς και καλών προθέσεων άνθρωποι (ταξιτζίδες, οδηγοί λεωφορείων, υπάλληλοι του ΚΤΕΛ, μαζί με το ευσεβές κι ωραίο ακροατήριο παρακολουθούσαν και ζούσαν κάπως την τελική φάση της τριήμερης, ποιητικής διεγέρσεως.

9.40 η κ. Ράνια Μπατσίλα επί των εισιτηρίων ανήγγειλε στο μεγάφωνο πως:
-Το λεωφορείο των 10 παρά τέταρτο για Σέρβια, Λάρισα, Λαμία, Αθήνα αναχωρεί...
Η ποίηση στάθηκε σ’ ενός λεπτού σιωπή για εκείνους που ταξιδεύουν γενικώς και χειροκρότησε.
Η ποίηση και το ταξίδι (που ήταν και το θέμα της βραδιάς) δεν έχουν ορίζοντα. Λίγο πίσω στην άλλη αίθουσα αναμονής ένας εντεταλμένος, αδιάφορος για ό,τι γινότανε δίπλα του, δίπλωνε την εφημερίδα της Καστοριάς «Ορίζοντες»για να την έχει έτοιμη για διανομή. «Ο καθεiς και τα όπλα του”.
***
Τον αθεόφοβο...
Τι σκηνικό μου έστησε χωρίς να ξέρει! Χαλάλι η μπύρα το προηγούμενο βράδυ στο καφέ-Γκάλερι όπου ξασάλωσαν (κάποιοι) από τους νεαρούς ποιητές με τα αθ(χ)υροστομίες τους· σιγά μην είναι ποίηση αυτό, αλλά αυτοί έτσι νιώθουν ότι διέρχονται άνετοι κι ωραίοι το εξεγερσιακόν κι εγερσιακόν καθεστώς της νεότητας. Εκεί έπαιζε μουσική ωραιότατη δική του ο νεαρός Γιάννης Παπαδημητρίου (να μη ξεχάσω να του ζητήσω το σιντί).
.......................
Ωστε για τους νεκρούς ποιητές λοιπόν ήταν το σκηνικό του Σέρβου;
Από νωρίς ο φίλος Αντώνης Παπαβασιλείου μου είπε στο τηλέφωνο το νέο. Ο Λιοσάτος (Δημήτρης) πέθανε! Εντελώς. Αντε πάλι «Ημίν τοις φίλοις πένθος…». Που θα πάει αυτό δηλαδή, αν και όλοι προς τα κει πάμε, αλλά κάποιοι πάντα προηγούνται ότι «ο θάνατος νωρίς νωρίς τους είχε σημαδέψει» (και συμμαζέψει). Μην είναι και οι καλύτεροι ή ν’ αρκεστούμε στο «ον θεός φιλεί κ.λπ.».
Και τώρα; Τι τώρα; Περίλυποι όσο μας παίρνει η απόσταση και η απόσπαση του τόπου γράφουμε πως:


Ο Δ.Λ. γεννήθηκε στην Αθήνα το 1952. Εζησε στα Γρεβενά για 30 χρόνια, διέπρεψε στον πολιτισμό της πόλεως αυτής. Εφυγε στην Αθήνα. Βολεϋμπολίστας δεινός (δεν το ήξερα αυτό). Χρόνια είχε το βάρος στην καρδιά του. Αλλά ποτέ στα κάτω του, ακόμα κι όταν εφαπτότανε με τη γη από τον πόνο. Πολλές φορές μετείχε στις δικές μας βραδιές ποίησης, φίλος καλός κι αγαπημένος, όπως κι η Φρόσω του, η οποία όταν διάβαζε σε μια παρόμοια βραδιά την «Ψυχούλα» του Σολωμού είχε την αλαφράδα και τη γοητεία θλιμμένης πεταλούδας. Δημοσίευσε δύο ποιητικές συλλογές. Την πρώτη του «Η χρονιά που έχασε την άνοιξή της» (εκδ. Επαφή, Πτολεμαίδος 1997) την έψαξα κι εγώ μια βραδιά στα Γρεβενά και την άλλη, σε δύο μάλιστα εκδόσεις, «Δοκίμια θανάτου» (Κάκτος 2005) λογαριάζαμε να την παρουσιάσουμε στη Θεσσαλονίκη εδώ και λίγα χρόνια. Ομως κατά καιρούς τον γονάτιζαν διάφοροι πόνοι και ξεχάστηκε το θέμα. Μου μένει αδιάβαστο, θλιμμένο αμανάτι το κείμενο που έγραψα σε απεγνωσμένη τρυφερότητα διατελών.

Εχθές το βράδυ ονειρεύτηκα
ένα ναυάγιο
ξύλινο με πανιά και σημαία
όπως παλιά.

Ξέβρασε δύο πτώματα
ανοικτά της Παταγωνίας
νότια της νύχτας-
εκεί που σμίγουν ερωτικά
ο Ατλαντικός και ο μέγας Ειρηνικός
τα σώματα τους
-Βόρεια του χρόνου-
και τα ρεύματά τους
τα φέραν στο κατώφλι του σπιτιού μας
δυτικά της ανάσας
αλλά τα φέραν.

Εικόνα του καπετάνιου Αχαμπ
όπου την άσπρη φάλαινα
κυνήγαγε σε όλα τα μήκη
και τα πλάτη του κόσμου
-βόρεια και νότια και δυτικά-
κι ας ήτανε στ’ αλήθεια
κι ας ήταν ισχυρά παραμύθια
σαν τον ιδρώτα του χιονιού.
Υπήρχε μόνο ο θάνατος
-και η συνείδηση-
κι αυτούς είχε βάλει στο κατόπι
να τους νικήσει σαν τον Διγενή

Μάταια όμως
Η θάλασσα δεν έχει μαρμαρένια αλώνια να πατάς.
.............................
Καλό ταξίδι αγαπημένοι.
.......................
Ολοι πρέπει να έχουμε μέσα μας
χώρο για ένα φάντασμα. Οι Ελληνες
υποδέχονται την ανάσταση με τουφεκιές.

Από το ποίημά του «Ηλθε το πλήρωμα του χρόνου» του.


Υ.Γ. 1 Τώρα που σημειώνω αυτά στο Τρίτο Πρόγραμμα παίζει του Σάμιουελ Μπάρμπερ το «Αντάτζιο για έγχορδα»

ΥΓ. 2 Την επαύριον από το καφενείο του ΚΤΕΛ αποχαιρετούσα τις βαλίτσες που αποτελούσαν το ντεκόρ της προηγουμένης. Οπως αποχαιρετάς ένα δικό σου πρόσωπο, μια εποχή που κυλίεται σε μια άλλη ανεπαισθήτως ή ένα φίλο, ξεχασμένο από καιρό και ξαφνικά σου προκύπτει με την εκκωφαντική παρουσία του θανάτου και τότε μουδιάζουν οι άκρες των δακτύλων σου, ένα συμβάν που από χρόνια σου θυμίζουν τα κεριά που καίγονται στις εξωνάρθηκες θέσεις πως σώματα ανθρώπων είναι κι αυτά που λιώνουν.

Πέμπτη 25 Μαρτίου 2010

Εικόνες από την παρέλαση της εθνικής επαιτείας


1. Περνούσαν τα δημοτικά και τα γυμνάσια σχολεία της πόλεως και μητροπόλεως Σερβίων και Κοζάνης. Σε ένα δυο που κάποτε θέλησαν να φύγουν απ’ την ανωνυμία και την αριθμοποίησή τους και πήραν το όνομα κάποιων από τους επιφανείς στην ιστορία της πόλεως, είδα πως διατήρησαν και τον πρώην αριθμό τους! Φυσικά πως θα μπορούσαν να ξεφύγουν από την απελπισία που τους έγινε μοίρα!
2. Τις αποκριές όταν παρελαύνει ο θρυλικός φανός της συνοικίας Σκ’ρκς (βραχώδης προεξοχή σλαβιστί), φωνάζουν οι μετέχοντες αυτού πολίτες κι οπλίτες του χορού εν χορώ, σε κάποια αποστροφή της μουσικής τους μπάντας: «Σκρ’κα, Σκρ’κα». Τονίζουν δηλαδή ομάδι–κοπάδι την προέλευση και καταγωγή τους. Ετσι και κάποια σχολεία περνούσαν και φώναζαν: «Πρώτοοο! Δεύτεροοο...» κ.λπ. Οι γυμναστές, οι φουκαράδες της ημέρας, σφύριζαν δαιμονισμένα συμπαρελαύνοντες: «Ενα δύο, ένα δυό, ένα στ’ αριστερό...». Στο στρατό και στο κέντρο εκπαιδεύσεως, μάς έβαζαν να φωνάζουμε, στις αντίστοιχες επιδείξεις, ρυθμικά και δυνατά: «Μαρία Μαρία τα μπούτια σου...». Τοιουτοτρόπως υπονόμευαν όμως το έθνος, οι αθεόφοβοι, αφού έστρεφαν τη σκέψη των νεοσυλλέκτων σ’ ότι τους έλειπε απελπιστικά. Φυσικά αυτό δεν ήταν η αμφίσημη «Ελευθερία» αλλά η ρεαλιστικότατη Μαρία, η κάθε Μαρία του καθένα, δηλονότι. Φέρτε το σύνθημα στο σήμερα· τι θα φώναζαν οι μαθητές της πόλεως Κοζάνης αν τους επέτρεπαν, ή κάποιοι αιρετικοί από κείνους που ξεσηκώθηκαν τον περασμένο Δεκέμβριο;
3. Στην προσκοπική αρμάδα υπήρχε και τμήμα αρχαίων προσκόπων που έφερε σημαία η οποία έγραφε πάνω της «100 χρόνια προσκοπισμός» εν Ελλάδι. Μου θύμισαν τα ιερά σώματα των τραυματιών της Αλβανίας, τα ευσταλή της δράκας της εθνικής αντιστάσεως και τα γελοία των απογόνων των μακεδονομάχων. παρελαύνοντα. Δεν ήταν ακριβώς έτσι αλλά έτσι κάπως μου φάνηκαν.
4. Απουσίαζαν εκκωφαντικά από την παρέλαση οι τοπικές δυνάμεις του ΠΑΜΕ.
5. Φέτος, όπως και σε κάθε πανηγυρικό φέτος, κατατέθηκαν υπηρεσιακοί στέφανοι εκ πικροδάφνης στην πλατεία της Νίκης των καρεκλών από τα παρακείμενα αυτής καφενεία, των κατακτητικών περιπτέρων και των παιδικών κουνιστών παιγνίων τους, παρά πόδας των προτομών Γ. Λασσάνη και Γ. Σακελλάριου. Καλά στον πρώτο αλλά στον Γ. Σακελλάριο γιατί την σήμερον, επέτειο της εθνικής ημών και υμών παλιγγενεσίας και της επαναστάσεως κατά των Τούρκων; Αυτός ήταν καλός ποιητής αλλά διέπρεψε μόνον ως ιατρός του Αλή Πασά και άλλων Τούρκων πασάδων, όταν το γένος ξεσηκώθηκε. Οι τοπικοί ανιστόρητοι άρχοντες ως μπουνταλάδες της ιστορίας, δεν θα μάθουν πότε λίγα ιστορικά κολυβογράμματα για την πόλη τους έστω; Ρίξτους όμως στο παχνί ...ανάπτυξη, λέει, για να τρώνε και τους φτάνει. Ο μόνος γνήσιος και στην πράξη αγωνιστής του ’21, ο και μέγας απομνηματογράφος του Αγώνα, Ν. Κασομούλης, (ως ανδριάντας), που έβγαλε η περιοχή, μένει αστεφάνωτος κι ατίμητος από την παφλάζουσα πνευματική ημιμάθεια και όλο το θλιβερό αποκαϊδι του πατριωτισμού που δέρνει και γδέρνει τον τοπικό μας τόπο.
6. «Και περνούσαν και περνούσανε τα τραμ ταρατατάμ ταρατατάμ», παιδιά μαθητές δηλαδή σε διαλυμένη κατάσταση, όπως ακριβώς και η παιδεία του κράτους και όχι μόνον, ενώπιον της κυρίας υπουργού παιδείας και άλλων ακυριολεξιών επί του πραγματικού. Η ένοχος (ως θεσμός) υποθέτω τα χαιρετούσε υπομειδιώσα και μαζί της πίσω και πλάι, όλη η κατάσταση των θλιβερών πραγμάτων (όχι σαν πρόσωπα αλλά ό,τι εκπροσωπούσε ο καθένας στο σήμερα ή στο άλλοτε). Εξουσίες άθλιες που έφεραν τη χώρα γονατισμένη –μέρες που είναι- να κουρταλεί τις ξένες θύρες και να ζητά βοήθεια (ακκίζεται μάλιστα λεονταρίζουσα) από τους Ευρωπαίγους και τους Αμερικ(λ)άνους. Οτι τα πολιτικά σόγια και όλο το κηφηναργιό τους, ρήμαξαν τον τόπο, τον διαγούμισαν τόσα χρόνια και τώρα σέρνουν το λαό σκυφτό προς το μοιραίο του προσκύνημα. Στη «στροφή της κεφαλής δεξιά» των γυμναστών θα μπορούσαν όλοι οι μαθητές βροχηδόν να τους «πτύσουν σιέλω μακρώ» (Φωτάκος) στο πρόσωπό αυτούς, δηλαδή όλο το σύστημα που έφερε τα σημερινά παιδιά στην απόγνωση του αμέσως αύριό τους. Που υποθήκευσαν το μέλλον τους οι αχρείοι της πατρίδος, που τους ευνούχισαν, τους διέλυσαν, ως έχοντες μικράν έκτασιν πολιτικού νοός αλλά μεγάλης έκτασης, προσωπικά θησαυροφυλάκια.
7. Δε λέω, το υπό διάλυσιν Α’ ΣΣ στρατού με το τμήμα των μαυροσκούφηδων μετά μουσικής με συγκίνησε ορισμένως, όπως κάθε φορά άλλωστε...
8. Τότε ήταν το «Ελευθερία ή θάνατος» Τώρα: «Να σαρωθούν όλοι τους» ή μήπως καλύτερα πάει του Κολοκοτρώνη το: «Φωτιά» κανονική «και τσεκούρι» μεταφορικό, σ’ όσους έφεραν την αχλία Πατρίδα σ’ αυτά τα ουρανομήκη χάλια.
9. Τι άλλο να πω;

Υ.Γ. Οδυσσέα Ελύτη από τη «Μαρία Νεφέλη»
Στροφή της κεφαλής αριστερά
Ολα είναι σκατά.
Στροφή της κεφαλής δεξιά
Ολα είναι σκατά.
...
Εις θέσιν-εν! Συμπέρασμα κανέν-
α. Τους ζυγούς λύσατε.
Τα κορίτσια φιλήσατε.

Στη φωτογραφία Ν. Κασομούλης δείχνει το δρόμο γενικώς και ειδικώς

Δευτέρα 22 Μαρτίου 2010

Ποιητικές στίξεις από μια βραδιά στο Μουσείο την 21η Μαρτίου 2010 των αγίων Ολυμπιακού – Παναθηναϊκού 1- 0


1. Θέλει κι η ποίηση τον αφισοκολλητή της. Ο εν λόγω της τοπικά είναι ένας τόσο χύμα τύπος ανθρώπου που θυμίζει «Το μεθυσμένο καράβι» του Ρεμπώ στην κυριολεξία, αν κρίνουμε τον τρόπο που κόλλησε τις αφίσες αυτού του τριημέρου· γέμισε εκεί ακριβώς που δεν έπρεπε κι άφησε αφισοκόλλητα μέρη στα οποία μπορεί να έβλεπε ένα πολίτης φανατικός στα γράμματα το προσκλητήριο της ποίησης (και «Ασμα πολεμιστήριον»). Να φανταστείτε πως στην ντραγατσίκα του έχει πάντα βιβλία του Λωτρεαμόν, Γαίητς, Πάουντ.
*
2. Το ερώτημα πέρι της αναγκαιότητας της ποίησης στη ζωή μας (κατά την «Αναγκαιότητα της Τέχνης» του Ερν. Φίσερ) μετεξελίχτηκε τη σημερινή μεσημβρινή στην «αναγκαιότητα της ποντιακής ποίησης στη ζωή μας»! Σε διάλεξη δηλαδή που έδωσε δεινός περί του εγκεφάλου και των νεύρων χειρουργός ιατρός στο ΤΕΙ Δ. Μακεδονίας, απέδειξε του λόγου το ασφαλές. Ο ίδιος γράφει και απαγγέλλει και λόγω ειδικότητος εγκεφαλική ποντιακή ποίηση με προέλεγχο φυσικά πάντα, της αρτηριακής πίεσης ακροατών κι αναγνωστών.
*
3. Αν στην Ελλάδα ανήκει η τιμή ότι αυτή εισηγήθηκε και καθιερώθηκε η παγκόσμια ημέρα ποίησης το 1999, η Κοζάνη είναι στην παγκόσμια πρωτοπορία αφού η τοπική ποίηση κατέβηκε με συνδυασμό στις Νομαρχιακές εκλογές και ζήτησε την ψήφο των συμπολιτών μας, το αυτώ έτος 1999. Ελαβε ψήφους περίπου 1000. Τα άπαντα του αρχηγού του παρατάξεως «Ποίηση με λευτεριά λόγου» τα οποία εκδόθηκαν δημοσία δαπάνη, εφυγαδεύθησαν μέχρι ενός. Γιατί άραγε; Θυμίζω συνεχώς το γεγονός προς πανελλήνια εμπέδωσιν του πράγματος γιατί νομίζω πως αδικούμεθα ορισμένως. Αν καλά θυμάμαι ο πρώτος εορτασμός στην Ελλάδα έγινε στην Αθήνα και στην Κοζάνη παρακαλώ, γιατί τότε είχαμε το ΙΝΒΑ και η πόλη διέπρεπε στους τρόπους των βιβλίων. Τότε! Τώρα έγινε ίδρυμα κοινοφελές όπως λ.χ. το ΠΙΚΠΑ. «Τότε και τώρα» (ποίημα μέγα –σε σειρές και σελίδες-του Σαράντου Παυλέα Θεσσαλονικέως) όπως και «Τότι κι τόρα» συλλογή στο τοπικό ιδιόλεκτο του Λεωνίδα Παπασιώπη Θεσσαλονικέα εκ Κοζάνης, ποιητών δηλαδή έξοχων κ.λπ.
*
4. Σήμερα είναι η Ε’ Κυριακή των Νηστειών και κατά μετάθεση Μαρίας της Αυγυπτίας, ο βίος της οποίας είχε κάτι από την ποίηση της πτώσεως και της ανυψώσεως δια της εξαϋλώσεως.
«Aύτη η Oσία ήτον από την Aίγυπτον, ήτοι το νυν λεγόμενον Mισήρι, κατά τους χρόνους του μεγάλου Iουστινιανού, εν έτει φκ΄ [520], ζήσασα δε πρότερον με ακολασίαν, και προσκαλούσα εις όλεθρον ψυχικόν πολλούς ανθρώπους διά της αισχράς ηδονής. Παιδιόθεν γαρ εκρημνίσθη εις τας πονηράς πράξεις της σαρκός και έμεινεν εις αυτάς. Oύτω λέγω ζήσασα πρότερον χρόνους δεκαεπτά, ύστερον έδωκε τον εαυτόν της η μακαρία εις άσκησιν και αρετήν. Kαι τόσον πολλά υψώθη διά μέσου της απαθείας, ώστε οπού επεριπάτει επάνω εις τα νερά και τους ποταμούς, χωρίς να καταβυθίζεται. Kαι όταν επροσηύχετο, εσηκόνετο από την γην υψηλά, και εστέκετο εις τον αέρα μετέωρος.»
Από το Συναξαριστή του αγίου Νικοδήμου αγιορείτου.
*
5. Slam poetry. Νέον είδος απαγγελίας της ποίησης με το οποίο ενισχύεις την ανάγνωση της με κινήσεις ακροβατικές και θεατρικές πόζες. Στην Ελλάδα το είδος διακονούν ο κύριος ο πρωτοπρεσβεύτερος ΝτινοΣιώτης κι ο κυρ’ Κορδομενίδης. Αναρωτιέμαι πως ένας απλός πολίτης που μπορεί να εκτελεί την άσκηση της κατακόρυφης αναστροφής δύναται να απαγγέλλει Κ. Βάρναλη και να:
Δει τον κόσμο ανάποδα
Tον αδελφό του ξένο
Kαι τον οχτρόν αδέλφι του
T' αδίκου σκοτωμένο.
*
6. Υπάρχουν οικολογικά ποιήματα άραγε; Ενα ερώτημα με απασχολεί, όχι αυτά που αναφέρονται στην οικολογία, όπως καλή ώρα του ποιητού κ. τάδε, που ξέχασα το όνομα του, αλλά από τη σύνθεσή τους είναι γνήσια εντελώς προϊόντα όπως τα οικολογικά προϊόντα λαχανικά, εσπεριδοειδή, δημητριακά αλλά και προϊόντα του βουνού και της στάνης
*
7. «Ο ποιητής κι ο χορευτής» ή ο βουλευτής κι ο ποιητής. Στην δεύτερη κατηγορία ποιητής κι αρτοποιός εν τω άμα, δημοσίευσε ένα ποίημα κάπως τολμηρό στην «Παρέμβαση» του περασμένου θέρους. Ομως με το ίδιο ακριβώς όνομα υπάρχει βουλευτής στο νομό μας, ο οποίος εταράχθη σφόδρα ότι οι εσωκομματικοί του αντίπαλοι θεωρήσαντες ότι αυτός είναι ο δράστης του ρίχτηκαν άγρια ως ανήθικον στοιχείο. Είδε κι έπαθε να αποδείξει ότι δεν έχει καμία μα καμία σχέση με την ποίηση. Εκ του λόγου τούτου εξελέγη και πρώτος βουλευτής στο λίαν ποιητικό του κόμμα του οποίου ο άλλοτε Υπουργός πολιτισμού τους είπε τους ποιητές λαπάδες.
*
8. Ακράτεια ποιητικών εκδηλώσεων στην πόλη και το Νομό. Ως διοικούσα αποτροπή της τοπικής ποιήσεως δεν μας έφτανε το σύνηθες μονοήμερο ξεγλέντι, φέτος καθιερώσαμε τριήμερη διέγερση. Ζητούμε συγχώρεση από τους ποιητές εν θλίψη για αυτήν την ποιητο- διάρροια. Κάθε ποιητικής καρυδιάς καρύδι θεώρησε πως έπρεπε να δώσει λόγο την μούρη του σκάσει. Αυτοκριτικούμεθα αγρίως παραφράζοντας αν δεν κάνω λάθος τον Γ. Δροσίνη
Εσείς που πρωτοσπείρατε εδώ της ποίησης το σπόρο
σαν πήρε σβάρνα η παγκοσμιο-ποίηση και κάντε χώρο
παραμερίστε δηλονότι για να περάσει η ποιητολοιμική
Η γρίπη των χοίρων μπροστά της θα είναι αρρώστια σχολική
*
9. Τετράς γυναικών της ποίησης αφίχθη από Θεσσαλονίκη και μία εκ Γρεβενών, Τρικάλων και Αθήνα). Προχθές τη βραδιά του Ακαθίστου Υμνου ο εξαίρετος διανοητής και χλευαστής των δημόσιων κι ιδιωτικών λόγων και πράξεων, κ. Πάνος Θεοδωρίδης αυτοπαρουσίαζε εδώ το βιβλίο του για τα επαγγέλματα που χάθηκαν ή χάνονται (σαγματοποιού, χαλκουργού, κωδωνά, σαρωθροποιού κ.α.). Ερωτηθείς για το επάγγελμα του ποιητή δήλωσε πως δεν κινδυνεύει επί του παρόντος να αφανιστεί, απλά μπορεί να εξαφανιστεί και να εμφανιστεί εκ νέου μεταλλαγμένο ως το καλαμπόκι που εντούτοις έσωσε κόσμο και κοσμάκι από την πείνα όπως το ΕΑΜ παλιότερα έσωσε από την πείνα τον πληθυσμό της υπαίθρου κατά το σχολικό δημοτικό τραγούδι της εθνικής αντίστασης υμών, ημών και περιχώρων.
Διαβάζω ένα ποίημά του για την περίσταση.

ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΠΟΙΗΤΟΥ ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ· 2010 μΧ

Το γήρασμα του σώματος και της μορφής σου
Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.
Δέν έχω εγκαρτέρηση καμιά.
Εις σε προστρέχω Πόλις της Ποιήσεως,
Που κάπως ξέρεις από φάρμακα·
Λόγια της πλωρης, εκλογές, εν Φαντασία και Λόγω.
Μπαχαλακίες, ρητορείες, καταλόγους έργων
Κάπως μετρό, λίγο ρετρό, ρεμπετωσύναις
Νάρκης του άλγους,ερωμέναις πολιαίς
Ανάπτυξη, νικολοβάρβαρα,τελετές αστεριών
Κάτι ο νομάρχης, αλλοιώς περιφέρεια, έτερα
Φούμαρα, λογάκια παιδιών, ελπίδες
Απροσγείωτες, κι όσα οι φρούδες θεότητες
Επιτρέπουν, ώστε ημείς οι παγιάτηδες
Να αντέχομεν την φραπεδιά με ζάχαραις
Διακοσιομεδίμνους.

Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.-
Τα φάρμακά σου φέρε Πόλις της Ποιήσεως,
Που κάμνουνε – για λίγο – να μη νοιώθεται η πληγή.

ΥΓ.1 Στη βραδιά του Λαογραφικού Μουσείου που διοργάνωσαν το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης και το περιοδικό «Παρέμβαση» διάβασαν ποιήματα οι: Αντώνης Κάλφας, Χλόη Κουτσουμπέλη, Μαρία Αρχιμανδρίτου, Μαρία Καρδάτου, Ελιζάνα Πολλάτου, Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Βασίλης Παπάς. Στη μουσική που συνόδευε την απαγγελία ήταν οι Γ. Τζούκας πιάνο, και η Μαρία Καραγιάννη βιολί.
ΥΓ. 2 Επίσημο πρόσωπο της βραδιάς ήταν ο Δήμαρχος Γρεβενών κ. Γ. Νούτσος, όστις επαξίως αντικατέστησε και εις πάσαν στάσιν δημοσιότητας, τους επιχώριους άρχοντας του ύπνου και του ξύπνου, που άλλος αγρόν ηγόρασε, άλλος γυνή έγημε, άλλος ζεύγη βοών ηγόρασε πέντε (μάλιστα) και πορευόταν δοκιμάσαι αυτά («βλέπουν τα βόδια όνειρο;») κι οι πλείονες ψήφους άγρευαν δώθε κείθε («Μάζευε κι ας είναι εκ της ποίησης οι ρώγες»)

Παρασκευή 19 Μαρτίου 2010

Χάσμα ηρωικόν και εύθυμον για τους την ΠYΛΗΝ διαβάντες


Χάσμα Α’

Από με παν στη λυπημένη χώρα,
Από με παν προς τον αιώνιο πόνο,
Από με παν στον κολασμένο κόσμο.
Τον πλάστη μου έχει εμπνεύσει δικαιοσύνη:
Δύναμη θεϊκή μ’ έχει φτιαγμένη,
Υπέρτατη σοφία κ’ η αγάπη η πρώτη.
Πριν από με, άλλα πλάσματα δεν ήταν,
Παρά τα αιώνια, αιώνια θα κρατήσω·
Αφήστε κάθε ελπίδα όσοι περνάτε».
Τα λόγια ετούτα αγνάντεψα γραμμένα
Με σκούρο χρώμα στη μετόπη θύρας.

(Δάντη «Η Θεία κωμωδία» Κόλαση άσμα ΙΙΙ)

Τα παραπάνω λόγια είναι γραμμένα στην Πύλη της Κολάσεως την οποία πέρασε ο ποιητής συνοδεία με τον Βιργίλιο (νάτες πάλι οι εκκρεμότητες ότι το "Βιργιλίου Θάνατος" του Χ. Μπροχ καθυστερεί χαρακτηριστικά στα μισοσέλιδα πεδία ο σελιδοδείκτης χωμένος, από το μισοτράτι ακόμα του βίου μας εκεί αφημένος) σύμφωνα με τα σχόλια του Γ. Κότσιρα, μεταφραστή και σχολιαστή του έργου, από τις εκδόσεις Ζαχαρόπουλος.

Χάσμα Β΄

Η Πύλη της Κολάσεως είναι ένα έργο ύψιστης γλυπτικής αναφοράς στην ιστορία της τέχνης και του Αύγουστου Ροντέν. Την κοιτάς στην αυλή του μουσείου του στο Παρίσι (οδός Βαρέν) και η ψυχή σου μαζεύεται ορισμένως, καθώς συλλογίζεται πως κάποτε θα την περάσεις και να δούμε μετά τι έχεις να λες ή να κάνεις εκεί στην πίσσα τυλιγμένος μαστιγούμενος και ραπιζόμενος από κερασφόρους διαβολότυπους ή δε λάβα της (κι όχι λαύρα) τέλος δεν θα μ’ έχει.


Χάσμα Γ’

Σε μια μεγαλειώδη σύνθεσή του μετά τον εικαστικό θρίαμβο της «Αποκαλύψεώς» του (δεν ξέρω αν και αγοραστικό, αλλά τι σημασία έχει αυτό (-έχει και παραέχει...), ο ζωγράφος Κ. Ντιός ρίχνει μια ματιά στην Καπέλα Σιξτίνα και τοποθετείται σχολιάζοντας το έργο του Μιχαήλ Αγγέλου τοποθετώντας στη σχεδία του βαρκάρη του Αχέροντα τις ζώσες αλλά και μέλλουσες σκιές του που θα υποστούν την κρίση άνευ διακρίσεως, ότι όποιος περάσει την Πύλη αυτή δεν έχει γυρισμό ούτε ελπίδα άλλη καμιά ούτε προπάντων μεταμέλεια.

Χάσμα Δ’

Την εφήμερη ΠΥΛΗ της επίγειας διελεύσεως εις την αθανασία της τοπικής ύπαρξης, διέρχονται οσονούπω ή ήδη την διήλθαν μερικά επιφανή πολυετή όντα του επιχειρηματικού, πνευματικού, διασκεδαστικού, δημοσιογραφικού, λαογραφικού, περιβαλλοντολογικού, ιατρικού, ευεργετικού, αρχαιολογικού τύπου κι υπογραμμού της δυτικομακεδονικής μας ωραιότητας, ίνα (κατά την ακολουθία των τελικών συνδέσμων) λάβουν παρά του έχοντος, δίπλωμα ευποιίας (τι τους έλαχε τους καημένους στο λιβάδι της ματαιότητας ξεχασμένους;), όπως τους αξίζει, ως άξιοι της επιχώριας πατρίδας των ποικίλων ρύπων και τύπων και δια τα τεχνήματα που μετέρχεται ο καθείς (και όπλα του). Το επιδίδον εις αυτούς το πληθωριστικό πτυχίο της υπεραξίας τους (στο Εικοσιένα μοίραζαν αφειδώς το δίπλωμα στρατηγού δώθε κείθε οι αρχαίοι πρόγονοι των σημερινών Νεοελλήνων), είναι ένα διετές, σκεφτείτε τι θα γίνει στη δεκαετία του, ομώνυμο περιοδικό τεύχος, το οποίο βρίσκω συνεχώς, αμέσως μετά την Πύλη εισόδου του γραφείου μου, ποδοπατημένο από τις ασεβείς σόλες των υποδημάτων πελατών των δικηγορικών και των λογιστικών γραφείων. Ασματα κανονικά κι όχι δαντικά θα τους παίζει το ωραίον (μετ' ανθέων) συγκρότημα της κ. Ανθς Κλτσ, εκτάκτως δανειθείσα από το ποινικό μητρώο και όχι για τον έλεγχο των φρονημάτων προφανώς των υπό επιβράβευσιν. Ετσι περνώντας την Πύλη αυτή θα περάσουν στην αθανασία του είναι τους με την άμεση ευθανασία της τωρινής τους σοβαρότητας. Επιστροφή δε από κει ως γνωστόν δεν έχει.

Ασμα τελικό

Σκέφτομαι με τη συμπλήρωση 25ετίας της «Παρέμβασης» (151 τεύχη παρακαλώ και το τελευταίο το πιο κοντό της ιστορίας της) αφού κανείς δε με επιβραβεύει τον δύστυχο, να διοργανώσω μια πανηγυρική εκδήλωση στην οποία θα μαζέψω όλα τα «‘Ανθη του κακού» μου, δηλονότι τους «εχθρούς» κατά καιρούς εν φαντασία και λόγω, σε δημόσιο χώρο δεκάδων θέσεων (τόσοι πολλοί τελικά) κι εκεί έναν έναν θα τους επιδώσω ευχαριστήρια πλακέτα (5 με 6 ευρώ στοιχίζει η μία). Δεν θα καλέσω κανένα ρεζίλι της εξουσίας για να τους την επιδώσει ότι αυτοί θα είναι στις πρώτες θέσεις των υπό διαπλάκευσιν. Μ’ αυτούς υπάρχω συνεχώς κι ας αυτοί δεν με υπάρχουν. Μετά από τόσο συγχρωτισμό μοιάζω με όλους, φορές δε είμαι ελαφρώς χειρότερός τους. Γίναμε ίδιοι αφού στο ίδιο καζάνι κοχλάζουμε πότε τη χαμηλή πίεση μετρώντας και πότε από υψηλή ποίηση πάσχοντες, απ’ αυτήν που πλάκωσε, νέφος ακριδών, την πόλη μας τις μέρες αυτές, με το συμπάθιο.

Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010

Ημέρα ποίησης κι όχι πίεσης. Ο ακτινολόγος κι ο νευρολόγος


Ποιητική

― Προδίδετε(*) πάλι την Ποίηση, θα μου πεις,
Tην ιερότερη εκδήλωση του Aνθρώπου
Tην χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον
Tων σκοτεινών επιδιώξεών σας
Eν πλήρει γνώσει της ζημίας που προκαλείτε
Mε το παράδειγμά σας στους νεωτέρους.

― Tο τί δ ε ν πρόδωσες ε σ ύ να μου πεις
Eσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια,
Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια
Kαι μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αυτιά
N' ακούτε, με σφραγισμένα στόματα και δε μιλάτε.
Για ποια ανθρώπινα ιερά μάς εγκαλείτε;

Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις.
Έ ναι λοιπόν! Kηρύγματα και ρητορείες.

Σαν π ρ ό κ ε ς πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις

Nα μην τις παίρνει ο άνεμο


*Το «Προδίδετε» μπορεί άνετα ν’ αντικατασταθεί με το «γελιοποιείτε» χωρίς ν’ αλλάξει το νόημα απεναντίας. Ο ποιητής Μ. Αναγνωστάκης άσκησε και το επάγγελμα του ιατρού ακτινολόγου

***
«Μόνη έγνοια η γλώσσα μου» είπε ο Ελύτης
και ο νευρολόγος κ. Χρήστος Αντωνιάδης απαντά:
«Εντάμαν με την κεμεντζέν, σ΄ έναν πατεμασέαν/θα λέω τα πονετικά μ΄, μ΄ ισούλ΄ κον τοξαρέαν», δηλαδή «αντάμα με τη λύρα μου σ΄ έναν σκοπό επάνω/ θα πω για αυτά που με πονούν μ΄ ανάλαφρο τοξάρι».

Ως εκ τούτου:

Την πατρίδα μ’ έχασα
Εκλαψα και πόνεσα
Λύουμαι κι αροθυμώ, όι- όι
Ν’ ανασταλώ κι ‘επορώ

Τα ταφία μ’ έχασα
Ντ’ έθαψα κι ενέσπαλα
Τ’ εμετέρτς ανιστορώ, όι- όι
και ‘ς σο ψυόπο μ’ κουβαλώ

Εκκλησίας έρημα
Μοναστήρεα ακάντηλα
Πόρτας και παράθυρα, όι –οί
Επέμναν ακράνοιχτα

Μίαν κι άλλο ‘ς σην ζωήν μ’
Σο πεγάδι μ’ σην αυλήν μ’
Νερόπον ας έπινα, όι όι-
Και τ’ όμματεα μ’ έπλυνα

Ο κ. Χρ. Αντωνιάδης, νευρολόγος χειρουργός είναι και εντελώς μα εντελώς ποιητής.

Σάββατο 13 Μαρτίου 2010

Το ταξίδι που πληγώναμε



Στο καφέ του ΚΤΕΛ Κοζάνης ο εσπρέσσο έχει 1,70 ευρώ παροότι αυξήθηκε η βενζίνη. Περιμένω το λεωφορείο από Θεσσαλονίκη. Αρχισα να διαβάζω το προτελευταίο βιβλίο του Μένη Κουμανταρέα “Το show είναι των Ελλήνων” (εκδ. Κεδρος) με τις τρεις μεγάλες διηγήσεις. Η πρώτη “Μια μέρα απ’ τη ζωή τους” αναφέρεται, δηλαδή αναπλάθει, μια δεξίωση σ’ ένα μεγάλο, αστικό αλλά πρωτίστως πνευματικό σπίτι της Αθήνας, τη δεκαετία του ’30, του ζεύγους Κώστα και Ελένης (Αλκης Θρύλος) Ουράνη. (Οθωνος 8 εκεί που σήμερα στεγάζεται το ομώνυμο κοινωφελές ίδρυμα τους). Εκεί μαζί με όλα τα επιφανή πρόσωπα της τέχνης και των γραμμάτων της Αθήνας και του καιρού συναντιούνται ο συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας (παγκόσμιο όνομα αργότερα) Δημήτρης Μητρόπουλος και ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Τις προάλλες μου ’ρθε ένα μέιλ με κάτι σαν ανακοίνωση για τον …Κώστα Π. Καβάφη, όπως λέμε δηλαδή ...Αλέκος Ε. Παπαδιαμάντης. Με την ευκαιρία μόλις κυκλοφόρησε το 9ο τεύχος από τα «Παπαδιαμαντικά τετράδια» (εκδ. Δόμος), έμπλεα ακριβής ύλης περί Αυτού, τα οποία επιμελείται ο ιεροφάντης των παπαδιαμαντικών ερευνών, Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος που ησυχάζει, σε πλήρη πνευματική δράση, στη Χαλκίδα. Είπα όμως Ουράνη και θυμήθηκα πως ακόμα δε φάνηκε η ζωοποιός ενιαύσια χορηγία του ιδρύματος προς την «Παρέμβαση» (δίνουν και σε άλλα περιοδικά εννοείται). Μήπως μας την πήρε κι αυτήν η μπάλα των λίαν «επιτυχημένων» της οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής μας χρεοκοπίας;
Πίσω στη δεξίωση και το διήγημα. Οι δύο μεγάλοι τα λένε ευγενώς κι ευπρεπώς κατά το ήθος και το ύψος τους στην ποίηση και τη μουσική. Ο Μ. Κ. αναπλάθει αυτή τη φανταστική συνάντηση λες κι ήταν παρών και μια δημοσιογραφική (οιονεί) παρουσία την μετατρέπει σε πραγματική λογοτεχνική ουσία. Το 1924 ο Δ. Μητρόπουλος μελοποίησε δέκα ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη και μ’ αυτό το έργο, όπως γράφουν αυτοί που γνωρίζουν, είναι ο πρώτος Ελληνας συνθέτης που εγκατέλειψε το «λειτουργικό» τονικό και προχώρησε στην ατονικότητα. Σε παγκόσμια πρώτη εκτέλεσε το έργο το 1927 στην αίθουσα συναυλιών του Ωδείου Αθηνών.
Εν τω μεταξύ τι θέλω να πω μπλεγμένος μες στις λέξεις;
α. Τις γιορτές που πέρασαν, από το βιβλιοπωλείο των εκδόσεων του ΜΙΕΤ στην Θεσσαλονίκη και επί της Τσιμισκή, αγόρασα από τον ταμειακό πάγκο του, ένα κόκκινο σιντί, το οποίο περιλαμβάνει τα έργα: Γιάννη Χρήστου «Εξη τραγούδια σε ποίηση του Τ. Ελιοτ», Μάνου Χατζιδάκι «Τριλογία από τις Βάκχες (Β’ Στάσιμο-Χορός) του Ευριπίδη», Δημήτρη Μητροπούλου «10 Inventions (Επινοήματα) - Κ. Καβάφης». Στο πιάνο ο Γιώργος Κουρουπός και στη φωνή ο Σπύρος Σακκάς· εικαστικό εξώφυλλο Νίκου Κούνδουρου. Ολα έδειχναν και ήταν υψηλών προδιαγραφών. Το άκουσα μια φορά κι έκτοτε ησύχαζε στην αντίστοιχη στίβα των σιντί. Σήμερα με χαλασμένο λόγω της μαρτιατικής χιόνος του τοπικού αναμεταδότη του ΤΡΙΤΟΥ, το ακούω συνεχώς, σχεδόν υποχρεωτικά για να το ...εμπεδώσω. Θέλει αρκετά ακούσματα. Είναι δύσκολο όσο και η ποίηση που περιέχει. Δεν είναι για εύκολους αναγνώστες κι ακροατές. Ευτυχώς δηλαδή γιατί έτσι όπως πάμε θα μας τα ισοπεδώσουν όλα, και θα ισοπεδωθούμε ταυτόχρονα όλοι μας μέσα στο κοινό χυλό της πολιτικής και πολιτιστικής χυδαιότητας που μας κατακλύζει.
β. Από χρόνια εκκρεμεί μαζί με μερικές δεκάδες, μήπως κι εκατοντάδες άλλα αδιάβαστα, η ανάγνωση του ογκωδέστατου, κοντά 800 σελίδες, βιβλίου του WILLAIM R. TROTTER: «Ο ιεροφάντης της μουσικής. Η ζωή του Δημήτρη Μητροπούλου», από τις εκδόσεις Ποταμός. Ηταν κι αυτό ένα τούβλο στο μεγάλο τείχος της αδιαβασίας μου, πίσω από το οποίο οχυρώθηκα και τώρα έτσι όπως υψώθηκε μπροστά μου, γύρω μου και πλάι, απλά με ζεσταίνει, γιατί τα βιβλία έχουν και μονωτικές ιδιότητες. Τα νιώθω κι ας ούτε που τ’ αγγίζω, να μου μεγαλώνουν το τείχος, τρωικό έγινε, που δεν περιμένει την άλωσή του. Εμείς θα αλωθούμε κι αυτό όχι μόνο θα κρατά αλλά θα μεγαλώνει και στο τέλος θα μαζέψει τα δικά μας συντρίμμια. Ποιός ξέρει; Μήπως όμως είναι και το καβαφικόν με το οποίο έκλεισα τους άλλους ή κλείστηκα εγώ απ’ έξω; Βιβλιοτοιχωμένος ίσως να νιώθω μια ασφάλεια ύπαρξης στο χτες και στο αλλότριο, με την απόσυρσή μου σ’ ένα αλυσιμελή κόσμο καταφυγής με αυτόν τον αλυσιτελή τρόπο φυγής.
Ηρθε φαίνεται η σειρά της βιογραφίας του Δημήτρη Μητρόπουλου.
«Κουράγιο αναγνώστα» όπως έγραφε ο Ντιούραντ στην «Παγκόσμια ιστορία του πολιτισμού» του (11 ή 13 τόμοι με άπειρες σελίδες).

***

ΥΓ. Περί το εσπέρας επισκέφτηκα τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης, 7 χρόνια μετά. Εψαχνα να βρω σε παλιά έντυπα κάποια σχέση του Γ. Σακελλάριου με το Λόρδο Μαύρον, οι οποίοι συναντήθηκαν στην αυλή του Αλή Πασά το 1810. Στο διάδρομό της και στον πίνακα ανακοινώσεων κρέμεται ακόμα η αφίσα του ΕΚΕΒΙ για τα 50 τόσα χρόνια από το θάνατο του Γρηγορίου Ξενόπουλου· την είχαμε βάλει τότε. Αυτό τα δηλώνει σχεδόν όλα. Ακούω, διαβάζω, βλέπω από μακριά, όσα γίνονται στο χώρο αυτό και κάτι σαν λύπη με μουσκεύει. Ποια απώλεια να σε θλίβει άραγε; Αυτήν που έχασες τον αγαπημένο βι(βλ)ιότοπό σου ή η προϊούσα φθορά του. Στο μισό της αναγνωστήριο μερικοί μαθητές διαβάζουν τα μαθήματα της αύριον και στο υπόλοιπο με τους Η.Υ. δυο τρεις νεαροί σερφάρουν στο δωρεάν ίντερνετ και στα φέις μπούκ τους! Πόσα μπορούσαν και μπορούν να γίνουν και τίποτε δε γίνεται με το πολύτιμο κι άχρονο υλικό της, αυτό που είναι δηλαδή η πραγματική Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης! Ο χρόνος περνάει. Το τίποτα το διαδέχεται το καθόλου κι αυτό παραδίνεται στο ανύπαρκτο, για να κλείσει ο Κύκλος με την κιμωλία του Μπρεχτ. Τα αυτονόητα και παιδαριώδη που ακούγονται φαντάζουν ως ξαφνικά η αμάθεια να ανακάλυψε την ημιμάθεια και ως εκ τούτου θριαμβολογεί ανά τας οδούς με τους Χάρτες. Το σκάνδαλο (;) με την ψηφιοποίηση βιβλίων και εντύπων της (500.000 ευρώ), το πνίγουν όπως όπως, επί του παρόντος, φοβισμένη η δημοτική αρχή και το ίδιο περιδεές και άσχετο, Δημοτικό Συμβούλιο. Οσοι υπηρετούν εκεί τα βιβλία, τόσο λίγοι στην κυριολεξία και ίσως και μεταφορικά αλλά και τόσο το μπορούν. Οσοι αποφάσιζαν ή αποφασίζουν γι’ αυτό το μέγιστο χώρο της τοπικής ιστορίας και γραμμάτων, δείχνουν ένοχοι εσχάτης ανικανότητας, πνευματικής οκνηρίας, ξένοι κι αδιάφοροι επί της ουσίας του, θανάσιμα ανεπαρκείς για τη συνέχειά του. Σε ένα τόσο σημαντικό χώρο η «Ανοδος της ασημαντότητας» του Κ. Καστοριάδη μετεξελίσσεται στον θρίαμβο, όχι των μετριοτήτων, αλλά των πολιτικά αδιάφορων και πολιτιστικά ασήμαντων.
Εκεί που ο χώρος αυτός έπρεπε να σφύζει από δημιουργική, πνευματική κίνηση και ζωή (η Βιβλιοθήκης της Βέροιας, 60 χιλιόμετρα παρακάτω, απέχει έτη φωτός) μια αφόρητη μαθητική ρουτίνα κυοφορεί το ακόμα πιο δυσοίωνό της αύριο.

ΥΓ. 2 Σε μια φανταστική Νέκυια ο κ. Δήμαρχος, με κομμένη την καβαφική του κραβάτα από τις επιχώριες Νύμφες και Δρυάδες που εξήλθαν από το τραγούδι των Νιμπελούγκεν, στο ρόλο του Οδυσσέα, κατεβαίνει στον Αδη (άλλωστε κι ο ομώνυμός του άγιος έκοψε εκεί τετραήμερη βόλτα), να ρωτήσει τις ιστορικές σκιές της Κοζάνης και να μάθει το μέλλον αυτού και της πόλεώς του. Πόσο θα ντρέπονταν οι ψυχές- σκιές των Ν. Π. Δελιαλή και Β.Γ. Σαμπανόπουλου για το που έφεραν τη Δημοτική Βιβλιοθήκη τους· κι αντί να ορμήσουν προς το αίμα της θυσίας, κατά τον ομηρικό τρόπο, θα φεύγαν προτροπάδην από μπροστά του περίλυπες αλλά και με μια κηλίδα περιφρόνησης στην αόρατη ύλη τους.

ΥΓ. 3 Ασχετο

Τριήμερος ποιητική διέγερσις στην Κοζάνη

1. Κυριακή 21/3
ΕΝ ΑΝΘΗΡΩ ΕΛΛΗΝΙ ΛΟΓΩ
Επτά Μακεδόνες Ποιητές στην Κοζάνη διαβάζουν ποιήματα τους
Λαογραφικό Μουσείο ώρα 7 και 30 το βράδυ
2. Δευτέρα 22/3
α. Πέντε νέοι ποιητές της Κοζάνης διαβάζουν ποιήματά τους στο χώρο της παμπ Γκάλερι μετά της 9 το βράδυ
β. Εισβολή (!) της ποίησης σε δημόσιους χώρους
γ. Διανομή βιβλίων ποίησης στο Συνεταιριστικό Βιβλιοπωλείο
3. Τρίτη 23/3
α. Στο χώρο αναμονής του ΚΤΕΛ Κοζάνης πολίτες της πόλεως διαβάζουν ελεύθερα ποιήματα που διάλεξαν οι ίδιοι και έχουν σαν θέμα «Το ταξίδι» ή κάτι παραπλήσιο αυτού. Ωρα 8.30 το βράδυ.
β. Τα ΜΜΕ ενημέρωσης της πόλης και της περιοχής (εφημερίδες, τηλεοράσεις, ραδιόφωνα) ανοίγουν τους τρόπους τους στην ποίηση.
Διοργάνωση
ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης
περιοδικό Παρέμβαση κ.λπ.

Δευτέρα 8 Μαρτίου 2010

Χαιρετισμό Χαιρετισμό πηγαίναμε κι όλο για σένα λέγαμε


«Χαρά να σε γιαούρτωνα εκεί που ρητορεύεις...»
Επιτέλους ένας εκτονωτικός στίχος που γίνεται πράξη και μάλιστα σε καθεστώς υψηλής δημοσιότητας εκ της οποίας ο γιαουρτωθείς πρόεδρος της Γενικής Συνομοσπονδίας εργαζομένων νεοελλήνων κ.λπ. κινδυνεύει στις αμέσως επόμενες εκλογές να εκλεγεί βουλευτής. Σε όποιο κόμμα να ‘ναι δεν έχει σημασία αφού αυτά που μας εκπτώχευσαν είναι ένα ακριβώς και το αυτώ ή το ένα χειρότερο από τ’ άλλο. Τα οποία εντούτοις κερδισμένα θα βγουν και πάλι απ’ αυτή την κόλαση που επιφυλάσσουν στους οπαδούς τους αλλά και στους μη δικούς τους, ειδικά σ’ αυτούς. Ο γιαουρτοβληθείς και οι συν αυτώ κουστουμο-γιακιάδες της εργατικής τάξης ήταν καθοριστικά δεκανίκια της παρούσας μακροχρόνιας κρίσης. Ορθώς αποδοκιμάσθηκε τοιουτοτρόπως από τους κατ’ εξακολούθησιν περιπαιγμένους. Το αλληλογρονθοκόπημα που ακολούθησε με τους διαδηλωτές ήταν μια φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων μας που πάνε και θα πάνε κάθε μέρα και στα χειρότερα. Τόσο καιρό βολευόμασταν χωμένοι ηδονικά στο σάπιο σύστημα. Τώρα θα το πληρώσουμε. Θα αλληλοχτυπηθούμε αγρίως όλοι μας· τα γιαούρτια δεν είναι τίποτα, απλώς μας λευκαίνουν μερικώς. Ο στίχος του Δ. Σαββόπουλου έχει άμεση θέση και σχέση με την παραπάνω διαδικασία. Ρητορία του άδειου, δημόσια φλυαρία, κοροϊδία, κυβερνητικός συνδικαλισμός δηλαδή εργατοπατερικός εσμός, το συνακόλουθο βουλευτιλίκι, το ΠΑΜΕ μια βόλτα στο πουθενά, ο αριστεριδηθενισμός κ.λπ. γυμνάσματα και το γιαούρτι σε κάθε περίπτωση μόνη αντίδραση.
Σημ. ένδον. Δεν μπορώ, δηλαδή δεν ξέρω, για ν’ αναρτήσω εδώ και δίπλα το έξοχο τραγούδι από τη Λιλιπούπολη το «Γιαουρτοπόταμο» ή «Το άσπρο χρώμα». Ετσι για μια αντίδραση.
*
Παρασκευή βράδυ των Γ’ Χαιρετισμών στη Ρωσική, τούτη τη φορά, εκκλησία και μια υπέροχη ολιγομελή μεικτή χορωδία από τον γυναικωνίτη πήγαινε τον κανόνα των Χαιρετισμών 5 προς 1 στην ελληνική και ρωσική. Εδινε νόμιζες ρεσιτάλ σε μια υποφερτά αδειανή εκκλησία-αίθουσα. Οι Σλάβοι του πράγματος (όσοι το μπόρεσαν να έρθουν αφού απεργούσαν τα μέσα μαζικής κυκλοφορίας κι η κίτρινη αθηναϊκή λέπρα εξυπηρετική αλλά πανάκριβη) βαθύτατα πιστοί προσκυνούν τις εικόνες με τα χείλη και το μέτωπο. Συλλογιζόμουν τα δικά μας εκκλησιαζόμενα όντα της επιτήδευσης και του θεαθήναι και κάπως ένιωθα.
Η πόλη άδεια, φοβισμένη από τους διαδηλωτές, τα μέτρα, τα δακρυγόνα. Μέχρι και τον Γλέζο βάρεσαν οι ανοήμονες.
Η Πανεπιστημίου στο ύψος του ασύλου, κατειλημμένη κατά τα 2/3 της από τους απολυμένους της Ολυμπιακής. Αυτοί που κάποτε διορίστηκαν φιλώντας ό,τι πιο χυδαίο διέθετε ο δικομματισμός της πολιτικής μας ευτέλειας. Μέρες και νύχτες τώρα εκεί.
–Δεν θα περάσουν!
Τι άραγε; Μάλλον τα αυτοκίνητα και μόνο, αφού όλα τ’ άλλα πέρασαν και μάλιστα αβρόχοις ποσί. Μικρό μποτιλιάρισμα, στροφή και έληξε. Ενας μοτοσυκλετιστής μαλώνει με απολυμένους γιατί θέλει να περάσει από το πεζοδρόμιο. Δεν τον αφήνουν. Σ’ αυτόν σταμάτησε η δουλιά. Διαμαρτύρεται ότι τα πεζοδρόμια δεν περιλαμβάνονται στην ύλη των εργατικών καταλήψεων αφού είναι τα «μεγαλύτερα σχολεία της ζωής» κι ως εκ τούτου ανήκουν στην αρμοδιότητα της εκπαίδευσης πάσης βαθμίδος. Αψιμαχίες. Πεζοδρομιακός αυτοματισμός.

6 Μαρτίου 2010. Στον Ιανό. Ακούω φωνές στο πατάρι.

Με βαρκοζώνες και μπουφάν
και δίχως τους φίλους τους παλιούς
τραγουδάει allons enfants
κι όμως εσύ δεν τον ακούς...
Ο Διονύσης Σαββόπουλος στο μικρόφωνο, με λευκή τη γενειάδα του χρόνου ως γιαουρτωθείς, δίπλα του ο ασπρομούστακος(!) Δ. Παπαδημούλης και παραδίπλα ο βαθύπιλος και λευκοπώγων Μ. Ρασούλης. Ολα λευκά και ωραία. Μιλούν για το βιβλίο «Κιλελέρ 1910» του Θωμά Ψύλλα εκ Λαρίσης.
«6 Μαρτίου 1910...
Τραγούδι τρύπιο και στιχάκι μπαλωμένο
που θα με κρύψεις πες μου που
ακούω φωνές από παντού
και φοβάμαι το καημένο...»
(τον καημένο)
Στο λεωφορείο επιστροφής στέκομαι στα άρθρα της «Καθημερινής» για την περφόρμερ Μαρίνα Αμπράμοβιτς («... Δεν παίρνω ούτε ασπιρίνη για τα κρυολογήματα. Δεν θέλω τίποτε που να αλλοιώνει αυτό που αισθάνομαι, να με αποσυνδέει από την πραγματικότητά μου», και την ποιήτρια Ανν Σέξτον («Είναι τόσο γυμνή και μοναδική./Είναι το άθροισμα του εαυτού σου και του ονείρου σου./Σκαρφάλωσέ την σαν μνημείο, βήμα το βήμα./Είναι στέρεη.// Ως προς εμένα, είμαι μια νερομπογιά/Ξεπλένομαι.). Από την ποιητική συλλογή της "Ερωτικά ποιήματα" σε μετ., εισαγωγή κι επίμετρο της Ευτυχίας Παναγιώτου, εκδ. Μελάνι.

*
Πίσω στην πόλη παίζει σε πρώτη προβολή επί της δυτικομακεδονικής γης το «Χιόνι της Σαχάρας» και κλάμα οι κυρίες αμυγδαλιές!

ΥΓ. 1 Εικόνες: Ανω η Ανν Σέξτον, κάτω η Μ. Αμπράμοβιτς
ΥΓ 2. Οι αναφερόμενες γυναίκες "έχουν άμεση" σχέση φυσικά με αυτό το γελοίο συμβάν που ονομάζουν "Ημέρα της γυναίκας" κι εννοούν στην πράξη "δίποδων μαστοφόρων"

Πέμπτη 4 Μαρτίου 2010

«Πόσο καιρό έχεις ν’ ακούσεις ακορντεόν...» από πεινασμένο


Με τα “Κύματα του Δουνάβεως” στο ακορντεόν η μικρή Ρουμάνα
αιτείται τη δημόσια συμπόνια από των χορτάτων το ποδοβολητό
άδεια αγκαλιά χωράει μόνον ελπίδα αλλά χωρίς το επιούσιο μάνα
και ενώ δίπλα της στο καρότσι το μέλλον κυλάει ...πασοκολλητό

Mια υπόθεση αργίας μήτηρ πάσης αδολεσχίας.
Ελεγα, λέω μάλλον, αν ήμουν ποτέ πλούσιος ή μήπως Νομάρχης (αιρετός), Δήμαρχος (υπηρεσιακός), δεσπότης (φυτευτός), βουλευτής (βολευτικός) θα πέρναγα άπαξ της εβδομάδος μόνος μου, χωρίς τους λάκηδες (εδώ προαιρετικά και κατά περίστασιν μπορείς να προσθέσεις το πρόσφημα «μα») και τις ορδινάτσες της συνοδείας, από τους κεντρικούς δρόμους, να κάνω επίδειξη του φιλεύσπλαχνου κι ελεήμονος κομματιού του εαυτού μου. Να δείξω πως εκτός από συσκέψεις, υπηρεσιακούς παράγοντες, προγράμματα, σχέδια, επαφές (κυρίως), και άλλα σούξου μούξου που λέει ο λαός, υπάρχουν εντός μου και στοιχεία κοινωνικού πολιτισμού. Θα την έπεφτα δηλαδή σε κάθε ανήμπορο που απλώνει χέρι, καπέλο ή το άδειο κουτάκι τ’ αναψυκτικού και θα έδινα μια πρόσκαιρη λύση στον επιούσιο πόνο του. Οσο περνάει από το χέρι της όποιας εξουσίας μου. Να δείξω ότι τέλος πάντων υπάρχουν και σ’ αυτούς τους χώρους της ύψιστης ιδιοτέλειας κι ακόμα της πιο χαμερπούς ευτέλειας, ψήγματα ανθρωπιάς, κατανόησης στον ανήμπορο, τον φτωχό διπλανό μας και ιδίως στον ανέστιο και πένητα ξένο.
Μα έτσι, θα μου πει ο δαίμων του διαβόλου μου, ίσως πάω στην κόλαση γιατί θα επιδεικνύω αυτό που μου απαγορεύει η θρησκεία: «μη γνώτω η δεξιά σου τι ποιεί η αριστερά σου.»
Αν είναι να πάω εκεί γι’ αυτό ας πάω προκειμένου να βιώνω την καθημερινή κόλαση των άλλων.
-Μα έχουμε προς τούτο υπηρεσίες, θεσμούς, προγράμματα, προτάσεις!
Φυσικά εδώ γελούν όλοι μαζί.
Αλλά δεν είμαι κι ούτε θα πέσω σ’ αυτό το θλιβερό είδος των ανθρώπων, όσο κι αν μας χρειάζονται για να μας κολάζουν έστω, ότι σ’ αυτά τα δημόσια κόλπα είναι χωμένοι εκείνοι οι οποίοι το τομάρι τους έχει αργάσει από το να δέχονται πάνω τους κάθε είδους φτύματος.


ΥΓ. Στο τυπωμένο σε βιβλίο, εγκόλπιο των αλήστου θορυβοποιούς μνήμης, φετινών (αλλά και πάντα) αποκρεών, σε κάποια παράγραφο προτείνουν στους επισκέπτες τόπους και χώρους που μπορούν να επισκεφτούν και να θαυμάσουν. Στην κατηγορία των μοναστηριών μέχρι και τη Ζάβορδα πρότειναν, ήγουν 60 χιλιόμετρα μακριά (οι και άσχετοι), όπως και τη Λαριού και το Ζιδάνι. Ομως λησμόνησαν, στην καλύτερη περίπτωση αν άλλο τι δε συνέβη, τη μονή Αναλήψεως σχεδόν εντός της πόλεως οικουμένη. Η μαγείρισσα συγγραφεύς του οδηγού ξέχασε ότι στα δημοτικά μαγειρεία που διανέμουν καθημερινά συσσίτιο στους ημιπεινασμένους του Δήμου (παίρνουν μέχρι και συνταξιούχοι του ΙΚΑ) η κύρια πρώτη ύλη παρασκευής του φαγητού είναι από προσφορά της Μονής.
Δεν τέλειωσε η Σαρακοστή ο κυρ’ Δήμαρχος προλαβαίνει να ζητήσει (δημόσια) συγχώρεση. Οχι ότι έχουν αυτή την ανάγκη στο μονύδριον, αλλά για να δείξει ότι καταλαβαίνει ορισμένα πράγματα πολιτικού, ηθικού λόγου, ίνα μη ολίγιστος, όπως αποκάλεσε τον κ. Γ.Α.Π. ο κ. Χρ. Γιανναράς, φανεί.

Τρίτη 2 Μαρτίου 2010

Το Β’ Σάββατο των ψυχών και των σωμάτων


- Πάτερ Ιλαρίων...
Τούτη τη φορά άνοιξε την πόρτα, το βροντώδες της φωνής δε σήκωνε υπεκφυγές και τρύπωμα κάτω από τις κουβέρτες της μετανοίας του, επιποθών να χωθεί και να χαθεί στον απολεσθέντα παράδεισο της παιδικής του χαρμολύπης, στον οποίο συχνά καταφεύγει προς παραμυθίαν από του βίου τις αντιξοότητες κ.λπ.
Πρόβαλε δειλός, στρουθίο λαβωμένο, με το γκρι αντερί.
... Ημουν μικρός, φτωχός ποιμήν στα όρη μεταξύ Κοπρίβας και Κολοκυθάκι, (εκεί καβαλίκευαν τις γελάδες αντίς για τα γομάρια διατείνονταν παλιά ο Σάκης Κνβς), πίσω από το Μπούρινο. Εβοσκα τα γίδια, αλλά η ψυχή μου ταξίδευε στο παντού και στο καν-πουθενά. Επιθυμούσα και εγώ δεν ήξερα τι, ήθελα εντούτοις και κάτι με τραβούσε, με σβάρνιζε από το μανίκι προς κάτι που δεν το νογούσα. Μετά από χρόνια κατάλαβα ότι ήταν ο «δαίμονας» της «κλήσης». Τότε όμως δεν το καταλάβαινα. Οταν είδα το στήθος μου να λαμπαδιάζει φωτιά και σαν να πρόβαλαν πάνω του ταινίες οι σινεμάδες, είδα το μοναστήρι της Ζάμπορδας πάνω μου. Αη Νικάνορα μεγάλη η χάρη σου. Βγήκε από τα σπλάχνα και τυπώθηκε όπως τυπώνουν στις φανέλες διαφημιστικά οι εταιρείες στους αγώνες όταν παίζουν μπάλα. (Τι λέει τώρα αυτός. Τι υπερρεαλιστικά πράγματα αφηγείται χωρίς να το καταλαβαίνει;)
«Είδα σε λέω το μοναστήρι μέσα μου, πάνω μου να με καίει, φλόγα άσβεστη κι εγώ να καίγομαι χωρίς να πονώ, να φλέγομαι χωρίς καπνό. (Ο Μωυσής ήσουνα αθεόφοβε;). Πήρα να κλαίω με χοντρά κλάματα. Τα δάκρυα να μη σβήνουν την εικόνα στο στήθος, έβγαινε από βάθος. Γέμιζα τη στράτα λυγμούς, είχα παρατήσει τα γίδια στο λόγγο να τα φάει ο λύκος. Μάνα φέρε μια αλλαξιά ρούχα φεύγω για το μοναστήρι ο άγιος με κάλεσε. Ετσι κι αλλιώς δεν είμαι για κόσμο. Αμίλητη με ξεπροβόδισε».
- Πενήντα χρόνια τώρα, σήμερα, αύριο, το Μάρτη αυτό μοναχός στα μοναστήρια, στις εκκλησίες. Ηρθα εδώ παράλαβα από τον προηγούμενο Δανιήλ.
Το ποτάμι άφριζε δίχως αέρα αλλά καθώς έβγαινε από την περιορισμένη στρογγύλη πύλη εξόδου εκτροπής του έπαιρνε φόρα και καθώς χύνονταν σήκωνε κύματα θολά.
Ο Α. έφτιαχνε καφέ με το γλυφό νερό και ρητόρευε περί της διαιτητικής μεθόδου σε καιρό νηστείας και την περί του σώματος προσοχή, όπου δε φτάνει μόνον η προσευχή αλλά η προφύλαξη, η δίαιτα, το μέτρο.
- Γέμισα ρόζους, οι φλέβες μαζεύονται, δεν κυκλοφορεί το αίμα, με πονούν όλα.
Ακουγε, ή μη και δεν άκουγε, ελαφρυαλγών; Τα χύμα γένια του άσπρισαν όλα. Στον πίνακα του Μανώλη Δραγώγια δεν είχε τρίχα άσπρη.
Χρόνια τον ακούω στις παθήσεις του και χρόνια λέει πως ...μαζώνει υπογραφές. Ευτυχώς ο θεός δεν τον καλεί κοντά του. –Τι να τον κάνεις Θεέ μου εκεί, έχεις τόσους και τόσους αγίους, οσίους αγγέλους, φτερωτούς και μη, ένας περιπλέον να σε κανοναρχεί δεν θα βοηθήσει σε τίποτα. Μην τον αγαπάς ότι «ον Θεός φιλεί παιδεύει», άστον στη σιωπή και στην ερημιά του. Αφού χρειάζεται εδώ επί γης Λαριούς μετά φράγματος της ΔΕΗ και δη επί μακρόν. Αυτός είναι ταπεινότερος κι από κείνον στην «Προσευχή του ταπεινού» του Λ. Πορφύρα.
Βάρεσε εσπερινός χωρίς καμπάνα.
Αύριο Γρηγορίου Παλαμά του εκ Θεσσαλονίκης (Β’ Νηστειών και τιμάται εκ μεταφοράς κι αυτός) αλλά και Βασιλείου του ομολογητού - μήπως αυτόν είδα στην Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης την Β’ Παρασκευή των Χαιρετισμών, μεγάλη εικόνα φάτσα κάρτα, μόλις μπεις στο ναό της του Θεού Σοφίας.
Οι πανηγυρικοί εσπερινοί έχουν μεγαλοπρεπή χαρακτήρα επίσημο, λαμπρό, αρτοκλασίες λάδια κρασιά, πρόσφορα και «πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν (πότε έγινε αυτό στις μέρες μας για να έχουμε καλό ρώτημα;).
- Με σήκωσαν και την άγια Τράπεζα, της έβαλαν κάνα δυό μανταλίδια από κάτω· ήταν χαμπλή δεν μπορούσε να σκύβει ο άλλος, ο τρανός· τώρα, είμαι και μικρόσωμος ο βουρκόλακας, έτσι με έφτιαξε ο Θεός τι να κάνουμε, Αυτή μου ‘ρχεται μέχρι το λαιμό. Πρέπει να βάζω κανένα υποπόδιο να διαβάζω τις ευχές να κάμω τα χρέα εκεί πάνω.
Ο προηγούμενος άναξ τον ύψωσε ιεραρχικά, τον έκανε αρχιμανδρίτη (ήγουν αρχηγόν μάνδρας κι ακόμα πιο ήγουν στην πράξη, αρχηγό σε μάντρα από γάτες -δέκα φουσκωμένες από το φαϊ- μια Κυριακή Σταυροπροσκυνήσεως). Τότε είπε και το μεγάλο λόγο αυτός (βάλε μεγάλη μπουκιά στο στόμα κι όχι μεγάλο λόγο): να του διαβάσει την ακολουθία εξόδου από τον μάταιο τούτο κόσμο, αν τα οικονομήσει ο Θεός έτσι, ο πατήρ Ιλαρίων! Στην ανάρρησή του έδωσε και τον προσωπικό του Σταυρό που κρέμονταν στο στήθος του, δεν είχε ο τάλας λαμπερή, σταυρική επιβεβαίωση ότι «ώσπερ πελεκάνι ερημικώ», όπως του ‘γραφε ο προπροηγούμενος Διονύσιος(+) στα τρία σονέτα του γι’ αυτόν, αυτός τον μάρανε, άλλωστε. Σε καναδυό χρόνια εκείνος ο μεγαλοσχήμων στους λόγους το έσκασε προς τα κάτω παραιτηθείς του θρόνου του· ήδη σχολάζει εν Αθήναις.
Ο της σήμερον ευλογημένος απλά του σήκωσε την αγία Τράπεζα.
Τι να γίνει; Τι ρίχνει ο Θεός και δεν το δέχεται η γης;
*
Ο δικός μας εσπερινός είχε κάτι και από τις δύο εκδοχές. Το λαμπρόν και το επίσημο αλλά και το χαλαρό της οικειότητας έως παρεξηγήσεως. Πήραμε σβάρνα τις χύμα αναγνώσεις με την άνεση της συμπάθειας προς τον εκκλησιαστικό λόγο, αλλά τα λάθη ανάγνωσης νέφος· και να μας διορθώνει ο αμαθής περί δια-γραμμάτων αλλά παντογνώστης επί των ψαλτηρίων. Μια στιγμή τον έπιασα λανθάνοντα και το πήρε βαριά. Γύρισε πίσω τη φράση και την ξαναδιάβασε σωστά. Δεν μπορεί λέξεις τόσο πυκνές σε νόημα να πηγαίνουν λανθασμένα τον ανήφορο. Δεν θα τις καταλαβαίνει ο αποδέκτης τους και δεν θα μπορεί να επέμβη με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Σχολάσαμε με την ενάτη και περάσαμε στον κανονικό εσπερινό, δεν είχε παράκληση αφού αύριο είναι Κυριακή έχει και γιορτή. Στην ατμόσφαιρα του ναού μάς καθότανε βαρύ το δεσποτικό σκιάχτρο μπροστά μας, αλλά οι άγιοι γαληνότατοι παρακολουθούσαν με συγκατάβαση τις ψαλτικές ακυριολεξίες. Τι λέω; Καπ κουπ Καλιφόρνια...που λεν.
*
«Γράψτε τα ονόματα των δικών σας να τα διαβάσω αύριο στην πρόθεση υπέρ υγείας τους». Τον έχουν βαρεμένο χωρίς ρόγα, Κυριακή γιορτή να λειτουργεί στην Παναγία στο Ζιδάνι.
Βιαστικά κι επί του αυτοκινήτου γράψαμε ο καθένας εκείνους που αγαπάμε σε πρώτη και καθημερινή ζήτηση.


ΥΓ.1 Ο πεντηκονταετής μοναχός, εβδομηνταπέντε ετών άνθρωπος του θεού επί γης, είναι το μόνο πρόσωπο της επιχώριας εκκλησίας με το οποίο έχει ασχοληθεί με τόση έμφαση η τοπική λογοτεχνία και τέχνη. Αλήθεια γιατί; Αναρωτήθηκαν ποτέ οι μεγαλοσχήμονες ή μετριοσχήμονες του είδους, γιατί ο λαός της περιοχής τον συμπάθησε τόσο και η τέχνη άλλο τόσο;

ΥΓ.2 Αμήν