Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)


Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2010

Οι κορδελάκηδες



Να οι αστόχαστα γελοίοι. Θα τους δεις πίσω από κάθε ασπρογάλαζη κορδέλα εγκαινίων (ακόμα και κοτέτσι να είναι) να την κρατούν και να την κόβουν όλοι μαζί. H φωτογραφία ενδεικτικά τους αποτυπώνει. Κατά καιρούς κι ανάλογα με την περίσταση εναλλάσσονται διάφοροι του αυτού φυράματος. Είναι αυτοί που οδήγησαν κι οδηγούν την πόλη, το κράτους, τους πολίτες, τους πιστούς στην καταβύθιση, στην κατάθλιψη, την κατατονία, στο μαρασμό. Χαμογελαστοί χορτάτοι, παντογνώστες. Οπου τους δείτε παραμερίστε θα σας λερώσουν, κι όπου σας καλούν αγνοείστε τους, δε λέω φτύστε τους, αν και σε πολλούς έρχεται αυτή η διάθεση συνεπίκουρη της ναυτίας. Σύμφωνα δε με τον ένλιπο αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης όλοι αυτοί (ή οι σαν αυτούς) μαζί τα φάγανε, αυτά που θα πληρώσει όμως όλος ο κόσμος.
Για τιμωρία ψηφείστε τους ή ευλογηθείτε απ’ αυτούς, τους αξίζει και σας αξίζει. Δηλαδή αυτοί μας αξίζουν αφού όμοιοί τους είμαστε.


Μ.ΜΠΕΡΧΤ Για την αμφιβολία

Να οι αστόχαστοι που ποτέ δεν αμφιβάλλουν. Η χώνεψη τους είναι άψογη, κι η κρίση τους αλάθευτη. Δεν πιστεύουν

στα γεγονότα, πιστεύουν μόνο στον εαυτό τους. Αν χρειαστεί

πρέπει αυτούς τα γεγονότα να πιστέψουν. Είναι απέραντα υπομονετικοί Å\ με τον εαυτό τους. Τα επιχειρήματα τ’

ακούνε με αυτί σπιούνου.

Στους αστόχαστους που ποτέ δεν αμφιβάλλουν, συνταιριάζουν οι στοχαστικοί που ποτέ δεν μπορούνε. Τούτοι αμφιβάλλουν όχ ι για να πάρουν μιαν απόφαση, αλλά για να μην πάρουν απόφαση καμιά. Τα κεφάλια τους τα χρησιμοποιούνε μόνο για να τα κουνάνε. Με σκοτισμένο πρόσωπο

ειδοποιούν τούς επιβάτες των καραβιών που βουλιάζουν, πως το

νερό είν’ επικίνδυνο. Κάτω απ’ του δήμιου το μπαλτά αναρωτιούνται αν δεν είναι άνθρωπος κι αυτός.

Μουρμουρίζουν σκεφτικά

πως «το θέμα δεν έχει ξεκαθαριστεί ακόμα», και πηγαίνουνε να πέσουν.

Μοναδική τους δράση, ο δισταγμός.

Αγαπητή τους φράση : «Δεν είναι ακόμα ώριμο για συζήτηση».

Γι’ αυτό, αν παινεύεις την αμφιβολία μην παινέψεις

την αμφιβολία που καταντάει απελπισία!

Τι ωφελεί ή αμφιβολία εκείνον που δε μπορεί ν’ αποφασίσει; Μπορεί να πράξει λάθος

όποιος δε γυρεύει πολλούς λόγους για να δράσει. Μ α οποίος πάρα πολλούς γυρεύει μένει άπραγος την ώρα του κινδύνου.

Εσύ, που είσαι αρχηγός, μην ξεχνάς

πως έγινες έτσι είσαι, επειδή είχες αμφιβάλει γι’ άλλους

αρχηγούς! Aσε λοιπόν αυτούς που οδηγείς ν’ αμφιβάλλουνε κι εκείνοι!

Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010

Μουσικήν ποίει και ποίησιν μη απεργάζου


Η ΠΟΙΗΣΗ

Η «Προτελευταία εποχή», ποιητική συλλογή της Μαρίας Δαλαμήτρου είναι μια φθινοπωρινή ελεγεία που απλώνεται σε 3 ραψωδίες. Τα ποιήματα αυτά μου θυμίζουν σε πολλά τους τρόπους από τις μακριές ποιητικές συνθέσεις του Τάκη Σινόπουλου και στο βάθος τους μια σεφερική ηχώ απομακρύνεται. Αυτό βέβαια μπορεί και να συμβαίνει σε μένα μόνον. Επομένως έστω και μ’ αυτό το πλάσμα αίσθησης μου ήρθαν πολύ κοντινά στη διεξαγωγή τους, οικεία ως ατμόσφαιρα αυτά τα ποιητικά «πρόσφορα».
Ναι, μέσα τους σαν κάτι να χάνεται, να σβήνει, να φεύγει οριστικά από έναν κόσμο των τρυφερών αισθήσεων και μιας πραγματικότητας, η οποία είναι λεπτή όπως μια ίνα από ένα σαιξπηρικό όνειρο ή ένα σονέτο του.
Μια ευγενική κι ελεγχόμενη λύπη κατά συνέπεια διαβρέχει τις σελίδες που είναι ξεδιπλώματα ή κυματισμοί μιας συναισθηματικής έντασης που στην μεταβιβάζει η ποιήτρια σχεδόν ανεπαίσθητα και κατά την ανάγνωση επιμέρους αλλά και στο τελείωμα, αυτού του λεπταίσθητου (σελ.45) βιβλίου.
Είναι η σύνθεση μιας απώλειας σ’ ένα φθινοπωρινό τοπίο στο οποίο εισέρχεται με αντίστροφη ημερολογιακά πορεία, αρχίζει από το τέλος της εποχής και τον Νοέμβριο και πηγαίνει προς τα πίσω, δηλαδή μπροστά για να συναντήσει την αφετηρία της αίσθησης. Και ξανά πάλι να επιστρέψει κάνοντας τον κύκλο των εποχών μέσα στο χρόνο στον οποίο υπάρχουμε, μας υπάρχει και μας ζει και μας τελειώνει.
Η Μ.Δ. από την πρώτη στιγμή που δημοσίευσα συνεργασίες της στην «Παρέμβαση» με ξάφνιασε με τον τρόπο της κι όχι μόνον εμένα. Ξεπερνούσε αμέσως, παρά το νεαρόν της ηλικίας της, τα χωρικά και χρονικά εσκαμμένα της σκέψης και της γραφής.
Διαβάζοντας μετά συνεργασίες της, ποιήματα και πεζά, σε περιοδικά της Αθήνας, ομολογώ πως την παρατηρούσα με κάποια μικρή ευχαρίστηση να «συμπλέκεται» με καθιερωμένα ονόματα.
Φαίνεται ότι ήθελε κι ήταν αποφασισμένη γι’ αυτό, να κατακτήσει το δικό της τρόπο έκφρασης διεκδικώντας το μικρό χώρο που ανήκει, που πρέπει να ανήκει, σε κάθε δημιουργό. Αυτό είναι ένα κέρδος γι’ αυτήν πρωτίστως και στη συνέχεια για όσους διαβάζουν τους στίχους της στο μέτρο της πρόσληψης και της συγκίνησής τους ο καθένας.

ΚΙ Η ΜΟΥΣΙΚΗ

Πως γράφεται η μουσική;

Φυσικά και δεν ξέρω. Μπορώ όμως, εν αμηχανία διατελών, να περιγράψω μια εικόνα. Καθισμένοι(η) στο τραπέζι μπροστά σε μια σειρά από ραβδωτές πεντάγραμμες κόλλες αρχίζ(ει)ουν να σημειών(ει)ουν εκείνα τα σημάδια που ενώ φαίνονται ακατανόητα στο κοινό μάτι, έχουν ξεχωριστή το καθένα φωνή· αφήνουν ήχον εξαίσιον είτε από μόνα τους αλλά κυρίως σε σειρά συντεταγμένα σύμφωνα με τα ευ-αισθήματα εκείνων(ης) που τα χαράζει(ουν) στο χαρτί. Με το ίδιο τρόπο που άλλοτε χαράζονταν (όργωναν) στο βινίλιο με τις χιλιάδες στροφές-αυλακιές οι ήχοι· τώρα απλώνονται στο δίσκο ακτίνας αφού κόψουν πρώτα και μια βόλτα στο αίμα της οικείας ψυχής. Αλλά υπάρχει άραγε, ψυχή;
Δε γράφω, ακούω μουσική, και αυτό κάπως απλοϊκά το φαντάζομαι να συμβαίνει στους ωραίους εκείνους ανθρώπους που καταφέρνουν να χαλιναγωγούν τους ήχους (αφήνοντας συνήθως τα πάθη τους ανεξέλεγκτα) του σύμπαντος κόσμου (του ένδον τους και του έξω). Εκεί άτακτα διασκορπισμένοι περιφέρονται και περιμένουν να τους συνάξουν οι δημιουργοί μετά από επίμοχθη εργασία ή άλλοτε, σπανιότερα, πηγαίνουν και τους βρίσκουν οι ίδιοι. Τότε αυτό θεωρείται κάτι σαν θεία γενναιοδωρία, χάρισμα αγάπης μεροληπτικόν. Καθότι δεν πιστεύεις ότι κάποιες υπερβάσεις του δυνατού και της ωραιότητας σε μουσικά έργα είναι μόνον ανθρώπινης σκέψης κι εργασίας προσπάθεια! Ισχυρίζονται πως απόδειξη της ύπαρξης του Θεού είναι και η ύπαρξη του Μπαχ και της μουσικής του.
Ο καιρός συνήθως είναι στη φθινοπωρινή στάση, γιατί αυτή η εποχή εμπνέει το μουσικό ο οποίος βρίσκεται σε μια ώριμη φάση της ψυχής -όχι της ζωής απαραίτητα- κατά την οποία καταμετριούνται οι οριστικά ήδη ή και οι επερχόμενες απώλειες. Από που έρχονται εκείνοι οι ατελείς ήχοι που γίνονται όμως τόσον μουσικά εντελείς· από το χτες, το τώρα, το αύριο, το πέραν, το υπερπέραν το κάτω, το πουθενά, το οπουδήποτε...

Πως ακούμε τη μουσική;

Φορές με τη σιωπή καθώς σκέφτεσαι τον συνθέτη ή παρατηρείς την κυρία συνθέτρια έναντί σου. Ναι, με τη σιωπή όσο παράλογο κι αν ακούγεται. Και τη φαντασία. Ετσι έχοντας μπροστά σου ένα ερασιτεχνικό στην κατασκευή του, σιντί, αλλά με τον υποβλητικό τίτλο «Suite for Otono» (1. Nοvember, 2 Ocktober, 3. September) δηλαδή μια «Σουίτα για το Φθινόπωρο» μουσική για άρπα, βιολοντσέλο και φλάουτο, σύνθεση της κ. Αγνής Δαδαμόγια, που γράφτηκε με αφορμή, αλλά κι ανεξάρτητα απ’ αυτήν -και πως αλλιώς θα γινόταν;- την ποιητική συλλογή της Μαρίας Δαλαμήτρου “Προτελευταία εποχή”, νιώθεις πως γύρω σου αρχίζει ένα ήσυχο φθινόπωρο το οποίο σε τυλίγει μαλακά όπως οι κουβέρτες της εποχής. Αναρωτιέσαι τι προηγείται η ποίηση που διάβασες ή η μουσική που δεν άκουσες γιατί το μαγνητόφωνο δεν λειτουργούσε. Ομως ο τίτλος της σουίτας από μόνος του ήταν μουσική.
Το πως ακούμε τη μουσική είναι και το πως μπορούμε να ζούμε τον απόηχό της. Η ποίηση είναι μια στιγμή κορύφωσης στην οποία θα επανέλθεις. Η μουσική σε δένει στο συνεχές. Σε ακολουθεί και άλλοτε σε προσπερνάει και περιμένει. Κι έτσι συμβαίνει να την νιώθεις χωρίς να την ακούς και τότε είναι που την έχεις μέσα σου κι υπάρχεις μ’ αυτήν παντού: σπίτι, γραφείο, αυτοκίνητο, στο δρόμο και στα μάτια που προσπερνάς και σε προσπερνούν ή καθώς βλέπεις τα σύννεφα που φεύγουν προς το πουθενά τ’ ουρανού.

Και μετά...

Πρωινό φθινοπωρινό το λοιπόν κι ακούς το σιντί της Α.Δ. Βρέχει· οι άνθρωποι της καθημερινότητας στον πεζόδρομο με ομπρέλες. Εχασες και τη δική σου κι αγόρασες μια καρό ...σκωτσέζικη με 3 ευρώ («Πρώτη κατάθεση δραχμαί τριάντα» εν τω μεταξύ στην «Πρέβεζα» του Καρυωτάκη στην κάθε Πρέβεζα της επαρχίας). Πέρασες μια δύο φορές από τη μουσική της κι ύστερα όλη τη μέρα έφερες μαζί σου τα θραύσματά της, σαν μια ευεργετική θλίψη εποχής που κόλλησε στις δίπλες του είναι σου. ‘Η μήπως σαν μια μικρή τύψη για ό,τι αφήνεις και φεύγει; Τι να προλάβεις όμως να εξαντλήσεις από το ωραίο εν γένει και εν είδει στο πέρασμα του καιρού. Εξαντλείσαι με τη σκέψη αυτή καθώς σε γονατίζει ορισμένως· ανοίγεις κι αφήνεσαι στη «Σιγανή Βροχή» του Ναγάι Καφού (εκδ. Αλεξάνδρεια).

Γι’ ασημαντότητες πως έκλαψα παλιά!
Κι είναι τώρα οι θλίψεις μου τόσο μακριά...
Με λέξεις μυστηριακές όσο κι αν μου μιλάνε
Ανάλαφρα όσο κι αν με καλούνε στη σκιά
Γι’ αυτές τα δάκρυά μου πια δεν κυλάνε.

Οι θλίψεις μου τώρα σαν άγνωστες μου ‘ναι:
Περαστικές ίσως του τότε αγαπημένες
Μα που δεν περιμέναμε να ξαναρθούνε·
Και πέρα εκεί σαν άγνωστες περνούνε
Γιατί τώρα είναι αργά, οι ψυχές είναι κλεισμένες



ΥΓ. Την Παρασκευή το βράδυ (24/9) στο Βιβλιοπωλείο ΣΥΝ. έγινε η παρουσίαση της ποιητικής συλλογής της Μαρίας Δαλαμήτρου “Προτελευταία εποχή” από τον συγγραφέα Σέργιο Μαυροκέφαλο η οποία κυκλοφορεί στις εκδόσεις ΑΩ. Από το πολυπληθές κοινόν, ευάριθμον μόνον μέρος του ένιωθε περί τίνος επρόκειτο…

ΥΓ. Στο βάθος σιωπηλός και διακριτικά παρακολουθούσε ο Γιώργος Χρονάς (“Οδός Πανός” κλπ κλπ.)

Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010

Οι πιπεριές, η «Επιθεώρηση Τέχνης» και το Μνημόνιο...


Μια επίσκεψή μου, ξέχασα το λόγο, στο σπίτι της μεγάλης κυρίας της πόλεώς μας στην επιστήμη, τον πολιτισμό, στην κοινωνική της συμμετοχή, (στο Σύλλογο Γυναικών Κοζάνης, 30 τόσα χρόνια ύπαρξης, και ζωή να έχει ο θεσμός) ιατρό οδόντων Αίγλης (τι ωραίο όνομα) Γκατζογιάννη, με έφερε κατέναντι της βιβλιοθήκης της. Γνωρίζοντας το πάθος επί των βιβλίων και τα εξ αυτών πάθη, όπως αυτά της διαρπαγής και κατακράτησης, «Πάρε ό,τι θες» με προέτρεψε. Προς τι όμως αυτές οι περισυλλογές, διαρπαγές, μανικές τελικά καταστάσεις; Το πέλαγος των βιβλίων ποτέ δεν θα διαπεραστεί ή να διασχιστεί από άνθρωπο. Λιγοστός ο χρόνος επί γης και ζωής κι αυτό μεγαλώνει έως απείρου. Από την άλλη το ανικανοποίητο επ’ αυτών (ανάγνωση, απόκτηση, φύλαξη) ούτε κι αυτό κατευνάζεται αλλά αφήνει τον υποτελή του σε μια διαρκή κατάσταση χαρμάνη, αξεχαρμάνιαστου. Ως εκ τούτου δέσμιος των ημών παθών γιατί όχι και των λαθών (η καταβύθισή μου στις γραμμένες και τυπωμένες λέξεις μ’ έκανε να θεωρώ τα ορθογραφικά και τυπογραφικά μου λάθη οδυνηρότερα και να ντρέπομαι γι αυτά περισσότερο από τα λάθη επί του προσωπικού), διάλεξα, άρπαξα δηλαδή, ένα δεμένο τόμο με τα αφιερώματα της «Επιθεώρησης Τέχνης», τα οποία όλα σχεδόν είχα κατά μόνας, αλλά αυτός ήταν δεμένος από παλιά, άρα λίαν ελκτικός. Οπότε; Με την ευκαιρία, ολόκληρη η σειρά αυτού του σπουδαίου, πνευματικού περιοδικού, στον μικρό μας τόπο υπάρχει, αργούσα, ήγουν αχρησιμοποίητη είναι και η μοναδική, σε μια βιβλιοθήκη οίκου, στο σπίτι του αλήστου (αλησμόνητου δηλονότι,) Κυριάκου Σιδηρόπουλου στο Μαυροδένδρι. Αυτός πριν από 22 χρόνια άνοιξε τα φτερά της μηχανής του και πέρασε τα όρια του επέκεινα, χάθηκε δε στο μέγα τίποτα της ύλης και στο ελάχιστο πλέον της μνήμης. Μάζευε στάγδην τα τεύχη της από τα παλαιοπωλεία της Αθήνας και ολοκλήρωσε τη σειρά λίγο πριν ολοκληρώσει την επί γης, τόσο σύντομη ουσία του. Μάζευε και για μένα αλλά δεν νομίζω πως την ολοκλήρωσα. Γι αυτό και τη ψάχνω ακόμα! Ματαιότητες φυσικά. Το δείχνει η αδόκητη τότε φυγή του και η «απαρηγόρητη» (αλίμονο, λέξεις λέξεις μόνον) ανάμνησή του. Με τ’ όνομά του συστήθηκε και υπάρχει, κάπου κάπου δε εμπλουτίζεται με βιβλία τα οποία στέλνουν ή φέρνουν οι άλλοτε φίλοι του (επώνυμοι της επιστήμης, της λογοτεχνίας, της πολιτικής) από την Αθήνα σε μια χειρονομία αναζήτησης της περασμένης (μήπως και «χαμένης» τους) νιότης. Λειτουργεί σποραδικά υπό την εποπτεία του προέδρου του Μορφωτικού (λίαν δραστήριου) Συλλόγου του χωριού. Η μνήμη του ξεθωριάζει, απομακρύνεται στο βάθος του καιρού, όμως ο αέρας του, σε όσους τον έζησαν, ακόμα διατηρεί μιαν «δρόσο» Βαρναλική, αυτός ο τελεσίδικα (τότε) ανιδιοτελής ενεργός πολίτης της επιστήμης (χημικός) των γραμμάτων, κι ο Καβάφης τον έθελγε (αν και χημικός τον δίδασκε στην τάξη του, κι έφυγε κατά τον τρόπο του): «Εν τω μηνί Αθύρ ο Λεύκιος εκοιμήθη». Πρωτίστως δε ο αγόγγυστος κι αγονάτιστος της πολιτικής και της πολιτισμένης (νυν διαλυμένης σε δεκάδες τρίμματα, όχι δεν θα πω ακόμα περιτρίμματα) αριστεράς.
Το άλλο βιβλίο που «χτύπησα» από το ευγενικό σαλόνι της κυρίας Αίγλης και τη βιβλιοθήκη της ήταν άγνωστο σε μένα ως τίτλος «Ο δρομάκος με την πιπεριά» (1959-1960) και συγγραφέας Δήμος Ρεντής (1925-1996), αλλά οικείο ως έκδοση κι αυτό απόρροια της συλλεκτικής μου πάθησης. Ηταν έκδοση των ΠΛΕ ήγουν «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις» των πολιτικών προσφύγων στη Ρουμανία μετά τον εμφύλιο, που εξέδιδαν σημαντικά έργα της ελληνική λογοτεχνίας, εκδόσεις φυσικά απαγορευμένες στην μετεμφυλιακή Ελλάδα του διχασμού και της πέτρινης, ιδεολογικής απελπισίας. Τις μάζευα κατά καιρούς από τα υπόγεια στα βιβλιοπωλεία της Θεσσαλονίκης αργότερα τις βρήκα στα τοπικά γραφεία της ολιγοήμερης ...«Ενωμένης Αριστεράς» κι αμέσως μετά από τα πολυχρόνια γραφεία του θρυλικού ΚΚΕ Εσωτερικού. Διάβασα σε ηλεκτρονικές σελίδες για το συγγραφέα, έναν τίμιο κι άδολο εργάτη του πνεύματος της αριστερής, λαϊκής γραφής και πάντα στην υπηρεσία του κόμματος και της ιδεολογίας του. ‘Αλλα πεζά του έργα: «Τα δύο τάγματα», «Τα παιδιά της Αθήνας», «Το κουτί με τα σπίρτα», «Οι Θεοί κατεβαίνουν απ’ τον Ολυμπο», «Ψίχα ροδιού». Ηταν η εποχή που η «Επιθεώρηση Τέχνης» όριζε, με όλες τις δυσκολίες και ιδεολογικές δυσκαμψίες, τα πνευματικά ζητήματα της αριστεράς. Δεν το διάβασα, ασήκωτες πια οι 688 σελίδες του. Ομως το αισθάνομαι σαν κάτι γλυκό που έρχεται από έναν άλλοτε χρόνο, τον οποίο ναι μεν δεν γνώρισα λόγω ηλικίας, όμως θροΐζει μέσα μου ευεργετικά (θα ‘λεγα αδόκιμα, νοσταλγικά) καθώς βιώνουμε το ιδεολογικό ρημαδιό, την σύνθλιψη επί του προσωπικού, την πολιτική φτήνια, τη δυσκολία εφ’ όλης της ύλης των ανθρώπων και των τρόπων τους.
Προς τι όλα αυτά;
Αφορμή στάθηκαν ήταν οι πιπεριές στο χωριό και στη Μάνα-πηγή νερού, όπου η μάνα-μητέρα διαπίστωσε ένα απόγευμα ήσυχο του Σεπτεμβρίου, ότι ο κήπος της εκεί παραβιάστηκε και εκλάπησαν οι πιπεριές του. Ολες! Μόνο οι πιπεριές, όχι οι ντομάτες. Σχεδόν τρυγήθηκαν. Ακουσα παλιότερα στην περιοχή μας το πως κάποιοι, «ευγενείς» πολίτες της (γνήσιοι στην καταγωγή) έκλεψαν όλα τα σταφύλια, αφού μπήκαν νύκτωρ σε ξένο αμπέλι σαν νοικοκυρές. Το τρύγησαν κανονικά. Το λοιπόν, εδώ ο κύριος κλέπτης πήρε όλες τις κάπως στρόγγυλες, που είναι κατάλληλες για τα γεμιστά, αλλά χωρίς κιμά, φαγητόν εξαίσιο. «Να του μαζευτεί το χέρι σαν το πιπέρι» τον καταράστηκε η μάνα. Της είπα να αλλάξει το λόγο κι άλλη «ευχή» να δώσει, ότι οι καιροί είναι δύσκολοι, σε λίγοι θα αρχίσουμε να τρώμε ο ένας τα δάχτυλα του άλλου. Οπότε το δάχτυλα θα του φάνε! Αμετάπιστη. Ολο το καλοκαίρι της περιποιούνταν και τις μεγάλωνε ευλαβώς. Ως εκ τούτου όποιος δει πολίτη του Δημοτικού Διαμερίσματος Λευκοπηγής κατά τη διάρκεια των νυν εκλογών, με χέρι σουφρωμένο αμέσως θα καταλάβει πως είναι το χέρι που σούφρωσε τις πιπεριές. Ας τον συγχωρέσει όμως αν για λόγους πείνης το έκανε. Επεσε τόση πείνα εκ του αμνημόνευτου Μνημονίου ή απλώς το κλεπτικό έθος των Νεοελλήνων βρίσκεται σε έξαρση και έξαψη; Των πολιτικών του κυρίως οι οποίοι δεν άφησαν τίποτε το άκλεπτον, εφόσον του παίρνει εννοείται - αλλά πως τυχαίνει στην πλειονοψηφία τους να τους παίρνει λίγο πολύ. Αναρωτιέται ο καλόπιστος ή ο ολιγόπιστος γείτων, ο περαστικός ή κι ο άγνωστος: «όλοι κλέβουν ατιμωρητί γιατί όχι κι εγώ;» Πιπεριές; Πιπεριές... Μήπως, όμως τις έβαλε στο χέρι και κανείς εξαρτημένος να τις πουλήσει, να πάρει τα ψυχία της επιούσιας δόσης του. Καθόλου απίθανο αν και τραγικά σπαρταριστό. Σε συνθήκες άγριας οικονομικής περιστολής μια κατηγορία που θα πληγεί θανάσιμα κι ως εκ τούτου θα ξεσαλώσουν είναι και οι ποικίλης φύσεως εξαρτημένοι -δεν εξαιρώ κι εκείνους των βιβλίων. Ηδη πουλούν τα σπιτικά τενεκέδια με το λάδι για το ολίγον της δόσης και το πλατωνικόν «δόσις δ’ ολίγην, φίλην τε» να γίνεται όμως γι’ αυτούς φίδι αμετάκλητα φαρμακερό. Θα αυξηθεί η παραβατικότητα η οποία πλην των άλλων σε οδηγεί μετά θάνατον κατευθείαν στην κοινή ζεματιστή κόλαση όλων (εν ζωή συνυπάρχουμε με την επιλεκτική των άλλων).
Δραγάτες στην ουσία μάλλον δεν έχουμε αν και οι μόλις πριν, τους επανέφεραν στην φύλαξη της υπαίθρου! Ποιος ξέρει που υπάρχουν και σε τι γραφεία και πρωτόκολλα είναι χωμένοι και λανθάνουν ως τη ριμαδοσύνταξη. Ξέφραγα τα χωράφια και τ’ αμπέλια βορά σε κάθε πεινασμένο. Βέβαια ο κλέφτης των πιπεριών (μου θύμισε τον αντίστοιχο της Βαγδάτης ή τον αριστουργηματικό συγγενή του εκ Βουλγαρίας «Κλέφτη των ροδακίνων» που βλέπαμε στις αίθουσες τέχνης) πήρε μόνον τις κάπως στρουμπουλές, τις μυτερές και μικρές τις άφησε μεταξύ των οποίων και λίγες καυτερές. Εστω!
Μέρες Σεπτεμβρίου που είναι θυμίζω τον Γ. Σεφέρη και τον παραφράζω ποσώς:
«Δεν έχουμε ποτάμια
δεν έχουμε πηγάδια δεν έχουμε πηγές,
μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές...»
Ή
Δεν έχουμε δραγάτες
δεν έχουμε χωράφια με στρογγύλες πιπεριές
μονάχα κάτι μικρές κι αυτές καυτερές...

Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010

Δευτέρα απόγευμα της 20ης Σεπτεμβρίου 1971 ο Γ. Σεφέρης...



«Πάμε στο νησί...». Πόρος

Πρωί με το πλοίο της γραμμής για τον Πόρο. Σαλαμίνα είδον και Αγ. Σικελιανό, δηλαδή του Νάσου Βαγενά το περίγραμμά του από το βιβλίο: «Στη Νήσο των Μακάρων» (Κέδρος 2010)

Επειτα, δένοντας τα φτερωτά σαντάλια
μας κοίταζες χαμογελώντας
Γιατί ήσουν βέβαιος πως δεν θα γεράσει

ποτέ του και ούτε θα υποφέρει
όποιος έγραφε ατάραχος τη φράση»
«Ανεπίληπτα επήρε το μαχαίρι...».

Αίγινα και ελαφρά προσαράξαμεν· κατεβαίνουν οι προσκυνητές του αγίου Νεκταρίου και οι τουρίστες της οσίας θαλασσινής.
...Αδελφέ ευλογημένη η ώρα
που πήρα στο στρατί.
το ευωδιασμένο το στρατί που φεύγει από τη χώρα,
και σ’ ήβρα ως ασκητή.

«Χαιρετισμός στον Ν. Καζαντζάκη» του Α. Σικελιανού.

Οι ταξιδιώτες συνεχίζουν. Πάνω στο καράβι μπρος πίσω το βιβλίο το Τίμου Μαλάνου: Η ποίηση του Γ. Σεφέρη και η κριτική μου, εκδ. Πρόσπερος: «Ο Γ. Σεφέρης ανήκει στην τάξη των ποιητών εκείνων που μόνο δυσοίωνες και σκοτεινές καταστάσεις θερμαίνουν τη φωνή τους»
Ετσι:
Πάει το ταξίδι, φτάσαμε. Τ’ ωραίο νησάκι να το!
Διπλά ακρογιάλια. Τ’ ανοιχτό, φως όλο, το χιονάτο,
με τα γραμμένα ερείπια και με τα μαυροπούλιαα
και τ’ άλλο. Ω δάση από μυρτιές, ω κήποι από ζουμπούλια,
και κάτω από της νεραντζιάς της φουντωτής τα κλώνια,
ω ίσκιοι! οι έρωτες μιλούνε, αντιμιλούν τ’ αηδόνια.
Το εν’ ακρογιαλι Ε δ ώ! μας λέει, το άλλο ακρογιάλι Ν ά μ ε!
Βαρκούλα, που θ’ αράξουμε; Βαρκάρη, που θα πάμε;

(«Ασάλευτη ζωή» Κ. Παλαμάς)
Οι «Μέρες» Ε του Γ. Σφρ. έμειναν πίσω σπίτι. Φέρνουμε γύρες στα εντελώς γνωστά διαβάσματα. Βίλα «Γαλήνη». Στα πόδια της κάτω από ένα αρμυρίκι σε κάτι ασταθείς, μεγάλες θαλασσόπετρες βάζουμε τα πόδια στο νερό. Κι αυτή ήταν η φέτος μας θάλασσα. Αναζητούμε εντωμεταξύ το ναυάγιο της «Κίχλης». Εις μάτην. Ναυτικό στρατόπεδο. Η ξηρά έναντι, ο Γαλατάς. Δεν έχουμε που να αράξουμε τα σώματα μας εκτός από τα κλιματιζόμενα καφέ.
Το απομεσήμερο σε παγκάκι με τα πόδια στην άμμο κάτω από ένα πεύκο παρακολουθούμε τα οικογενειακά στίφη με τα καθημερινόστηθα πως κολυμπούν. Είμαστε ταξιδιώτες, δεν έχουμε τα παραθαλάσσια σύνεργα. Αν βρίσκαμε καμιά ακτή όπως το «περγιάλι το κρυφό» μπορεί και γυμνοί να χωνόμασταν στους στίχους. Μια γέφυρα συνδέει τα δύο νησιά της νήσου που τα διέρχεται λερό, θαλάσσιο αυλάκι. Τα τζιτζίκια σε παροξυσμό δίνουν την καθιερωμένη συναυλία. Σε λίγο χαμηλώνουν. Αλλάζει το ρεπερτόριό τους ή πάνε το αυτό κομμάτι παρακάτω;
«...και είσαι
σ’ ένα μεγάλο σπίτι με πολλά παράθυρα ανοιχτά
τρέχοντας από κάμαρα σε κάμαρα, δεν ξέροντας από που να κοιτάξεις πρώτα,
γιατί θα φύγουν τα πεύκα και τα καθρεφτισμένα βουνά και το τιτίβισμα των πουλιών
θ’ αδειάσει η θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, από βοριά και νότο
θ’ αδειάσουν τα μάτια σου απ’ το φως της μέρας
πως σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια.»

(Γ.Σ.Πόρος, «Γαλήνη», 31 του Οχτώβρη 1946)

Από την "Παρέμβαση" τχ 153
Στη φωτογραφία κάτι σαν την "Κίχλη" επισκευασμένη

Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2010

Ασάλευτα ταξίδια



Θερινές ΜΕΤΑπολεμικές επιχειρήσεις στο Γράμμο.
Ενα σενάριο για την ανακατάληψή του 61 χρόνια ΜΕΤΑ


«Μες στο φίλμ του Παντελή...(Βούλγαρη)


Αντικειμενικός προορισμός ο Γράμμος, θέμα: κατάκτησή του δια δευτέραν φοράν. ΜΕΤΑ (το ανερμήνευτο αρτικόλεκτον της άτυπης κι άοπλης οργάνωσης του τριημέρου που είχε τη γενική ευθύνη της επι-χείρησης) 61 τόσα χρόνια. Το στρατηγείο στήθηκε στο Νεστόριο Κα-στοριάς. Εκεί συγκεντρώθηκαν (17,18,19 Ιουλίου) οι δυνάμεις που αποτελούνταν από τους απογόνους (μια σύναξη ανθρώπων κοσμικού περισσότερου λόγου και φιλικής έως αγαπητικής διαθέσεως, άγνωστοι επί το πλείστον μεταξύ τους -ας είναι καλά το διαδίκτυο) των μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (είναι ο άυλος πλέον θεσμός που λατρεύει το επίγειον ΚΚΕ) οι οποίοι το 1949 έφυγαν όπως όπως κι εγκαταστάθηκαν στην Πολωνία. Τριακόσιες περίπου ψυχές μαζεύτηκαν. Γεννήθηκαν σε άλλη πατρίδα αλλά άκουσαν εκεί για μια άλλη πατρίδα! Ποιά είναι η πατρίδα τους τελικά; «Τι είναι η πατρίδας μας;/ Μην είναι ο κάμποι / Μην είναι τ’ άπαρτα ψηλά βουνά...» («Απαρτος» λέγαν ότι είναι κι ο Γράμμος τότε αλλά το ηρωικόν πτολίεθρον των ανταρτών «επέρσεν» ομηρικά ή «επάρθεν» ποντιακά και λίαν αδελφο-αιματοκυλιστικά. Παρών ο κ. Γιάννης Μότσιος, καθηγητής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, συγγραφέας ποιητής, ακούραστος περπατητής του καθαγιασμένου γι αυτόν, βουνού, αφηγητής δεινός κλπ. Επιζών του τότε, και στη συνάντηση σχεδόν ο μόνος. Ιστορικός και ποιητικός ξεναγός τώρα. Αυτός μας κάλεσε ως φίλιες δυνάμεις πλέον αν και ήμουν ο μόνος απόγονος κι οιονεί αντί-παλός της σύναξης, ότι ο πατέρας μου πολέμησε εκεί με τον Ελληνικό στρατό και τραυματίστηκε.
Το πρώτο απόγευμα - βράδυ στον εξαίσιο χώρο ένθα διεξάγεται το River party, (29 χρόνια τώρα) ο ποταμός Αλιάκμων με αξιοπρεπή την νεροπαρουσία του. Ο κ. Παντελής Βούλγαρης παρών· έφερε το βουνό και την Καστοριά στο κινηματογραφικό (το πρώτον) κι ιστορικό (εκ νέου) προσκήνιο αναφοράς αλλά και διαξιφισμών. Κι η γλυκιά και σπουδαία συγγραφέας Ιωάννα Καρυστιάνη, σιωπηλή, πολυμυθίης, πολύμοχθη, απλή δε και συγκαταβατική έως παρεξηγήσεως.
Το βράδυ στο χώρο εκδηλώσεων ο καθηγητής μιλά για το Γράμμο στην Ελληνική (και τη δική του δηλαδή) και στη γαλλική, ποίηση, του Π. Ελυάρ. Αλλοι ρήτορες όπως ο πανεπιστημιακός Η. Βράζας, ο σκη-νοθέτης Στέλιος Ελληνιάδης, ο Δήμαρχος Νεστορίου προσέγγισαν στο θέμα, ο καθείς με τα όπλα του, αλλά κατευθείαν στο στόχο.
Την επαύριον πορεία προς το μέτωπο· εφόρμηση στο βουνό με ΙΧ και το λεωφορείο του οικείου Δήμου. Εως το χωριό Πεύκος (17 χιλ.), άσφαλτος, από κει χωματόδρομος. Σχίζουμε τη θάλασσα του βουνού. Περιοχή Τσάρνος, σταυρικό σημείο, όπου και η τελική μάχη ένθα έπε-σαν κορμιά Ελλήνων άσωτα κι ο ξεναγός καθηγητής και ποιητής απο-φαίνεται: «Οταν έπεσε ο Τσάρνος έπεσε κι ο Γράμμος». Καμία συγκί-νηση, γιατί άλλωστε, κάτι το εντελώς ξένο κι αδιάφορο με χωνεύει. Θέλω να αφεθώ σε κάτι το συγκινητικό αλλά η ιστορική πλήξη με συγ-χωνεύει.
Δυο τρία χιλ. πριν τη Γράμμοστα, νυν χωριό Γράμμος, η εκστρατευτική δύναμη χωρίζεται σε δύο κολόνες. Προς τα δεξιά οι πολεμιστές της ανάμνησης (εξ αφηγήσεων) πορεία με αυτοκίνητα στην ανηφόρα, με τα πόδια στο ίσιωμα, για την Πέτρα του Οχράν, το άυλο, δηλαδή το τίποτα, σύνορο με την Αλβανία. Αριστερά κατηφόρισαν τα “γυναικόπαιδα” για τα χαμηλά, στο χωριό που ξανακτίζεται ένθα είχε καφέ, σουβλάκια, μπύρες, αναψυκτικά. Το κοπάδι των απογόνων πο-ρεία «Προς τη ΝΙΚΗ». Ο Γράμμος ανακαταλαμβάνεται, επιτέλους μετά 61 χρόνια. Τραγούδια, κάτι σαν εκδρομή ΚΑΠΗ ή σχολείου (ντε-λικάτων ΜΕΤΑγωνιστών). Σε κάποια μαντριά τσοπάνηδες αρμέγουν ειρηνικά κι άοπλα τα γίδια και πήζουν το τυρί, κοιτάνε δε απορημένοι. Που πάει αυτό το παρδαλό λεφούσι; Νερό, λάκκος γεμάτος, κοντά στην κορυφή («επί των ορέων στήσονται ύδατα...»). Κοπάδια γελάδια βόσκουν στάσιμα στα αλπικά λιβάδια. Ομως, λίγο πριν τον προκαθορισμένο στόχο ακούστηκε: - Οπίσω, στα αυτοκίνητα. Δεν μας παίρνει η ώρα! Ετσι, όπως ο Μωυσής δεν είδε τη γη της επαγγελίας στο απέραντο χάος του μύθου του, κι εμείς δεν είδαμε την τότε γη της επαγγελίας (εκείνων που έφυγαν ηττημένοι, απελπισμένοι, αλλά υπε-ρήφανοι, -όπως διατείνονταν στη συνέχεια-) την Αλβανία, την αείποτε γη της απελπισίας. Τι κρίμα!
Ο καθηγητής -προσωποποίηση του απόρθητου χαρακτήρα, του ακατάβλητου κι ακούραστου ανθρώπου- αφηγείται το πως μετά την ήττα έφυγε από κει, νεαρός δεκαπενταετής αντάρτης (πλοίαρχος του εαυτού του) για τις ήδη πρωτόγονα Σοσιαλιστικές χώρες. Από μια αποθήκη του ΔΣΕ (άγρια πεινασμένος) πήρε σοκολάτες και γέμισε με ζάχαρη παντελόνια και σώβρακά και εκεί μέσα έχωσε κι ένα πιστόλι, που του το χάρισε ένας αξιωματικός εκπνέων. Είναι το πρώτο όπλο που χώθηκε και χάθηκε στη ζάχαρη, η άλλη που χύθηκε στα κανόνια του Εβρου, ήταν, ως γνωστόν κατόρθωμα του αλήστου μνήμης Γιωρ-γίου Παπαδόπουλου, δικτάτορος κάποτε.
Τραγούδια σχολικά δηλαδή ανταρτικά κι εαμικά (τι πλήξη!), φω-τογραφίες ποικίλες με πόζες ληξιπρόθεσμης συγκίνησης. Επιστροφή.
«Σ’ αυτό που μπλέχτηκα ήταν το σωστό...» είπε ένας ομιλητής της βραδιάς στο Νεστόριο. Ισως, αλλά και έτσι όπως τελικά κατέληξε για τον τόπο αυτή η αιματηρή περιπέτεια μάλλον ήταν και το σωστό.
Στην απέραντη θάλασσα του Γράμμου πόσο ασήμαντοι φαντάζουν τώρα οι τότε Ελληνες συντεταγμένοι στρατιωτικά ή ασύντακτοι ιδε-ολογικά, οι οποίοι σκοτώνονταν μεταξύ τους οι μεν για το τίποτε οι άλλοι για το καθόλου... Θα έμοιαζαν στα σημερινά μας μάτια με μύγες...
ΥΓ. 1. Η κ. ΚΝΕ τις ίδιες μέρες σ’ αυτό το «ιερό βουνό» της, έκανε μια αποκάλυψη προτομής ενός τοπικού ήρωός της. Ορεξη να ‘χεις και μπορείς να γεμίσεις κάθε ραχούλα και ρεματιά από τέτοια ενθύμια της εμφύλιας αποτυχίας.
ΥΓ. 2. Αργοτερότερον (19,20/8) στο Νεστόριο έγινε μια λίαν ενδια-φέρουσα επιστημονική ημερίδα με θέμα το Νοσοκομείο εκστρατείας του ΔΣΕ. Διοργανωτής η «Εταιρεία Διάσωσης Ιστορικών Αρχείων Κ-Δ. Μακεδονίας αλλά και Ανω (κάτω λόγω εκλογών) Βοϊου.

* Από το τεύχος 153 της Παρέμβασης που μόλις κυκλοφόρησε
Το σχέδιο κολάζ είναι του Θάνου Καρώνη

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010

" Ηταν ένα μικρό καράβι..."


Tαξιδιωτικό στα βιβλία, μαθητεία στο ταξίδι
(1995-2003 χρόνια στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης
και το Ινστιτούτο Βιβλίου και Ανάγνωσης)


Ηταν ένα μικρό καράβι (δις)
που ήταν α α αταξίδευτο
ουεουεουεουε... κ.λπ.


Προοίμιο

«Ανδρα μοι ένεπε μούσα ...» πολύφερνο, δηλαδή, τι σημασία έχει μια προσωπική ιστορία κι εν ταυτώ εμπειρία, μικρού δημόσιου χαρακτήρα, για τον καλόπιστο αναγνώστη; Ισως καμία γι’ αυτόν, λίγα για όσους κάπως μετείχαν του αξιοπερίεργου εγχειρήματος, να έλθει δηλαδή το βιβλίο και η όποια περί αυτού ευαισθησία –θεσμικά από το Υπουργείο Πολιτισμού και το Δήμο Κοζάνης- στο κέντρο του ενδιαφέροντος μιας πόλης της επαρχίας μέσω του σχεδίου Εθνικό Πολιτιστικό Δίκτυο Πόλεων, του κάποτε υπουργού πολιτισμού Θ. Μικρούτσικου. Για τους πρωταγωνιστές, δευτεραγωνιστές και το τσικό του πράγματος, η προσέγγιση έχει ποικίλες αφετηρίες, όπως επιρροές και συγκινήσεις.
Η αφήγηση κινείται σε τρία, ας πούμε, επίπεδα.
α. Στο πρώτο και το πλέον μακρύ υπάρχει η προσωπική έμφαση -πώς θα γινόταν άλλωστε- στο βίο του εγχειρήματος, κυρίως σε κάποιες στιγμές του, αλλά και τα επώνυμα πρόσωπα τα οποία επί το πλείστον άφησαν σ’ αυτό τη θετική τους αύρα συνεργασίας. Οσα στάθηκαν στον αντίπερα λόφο, σε μια εντελώς υποκειμενική εκτίμηση εννοείται, απλά υποδηλώνονται ή αγνοούνται. Αφηγούμαστε φυσικά, δεν γράφουμε ιστορία, καθώς εκθέτουμε τη δράση του Ινστιτούτου Βιβλίου και Ανάγνωσης στην Κοζάνη (ΙΝ.Β.Α.) 1995-2003 σε συνδυασμό με τη Δημοτική Βιβλιοθήκη της (Δ.Β.Κ.), θεσμοί οι οποίοι για λίγο καιρό συνέθεσαν την ημιτελή ρομαντική συμφωνία λόγου και πράξης με τον τίτλο: «Κοζάνη, Πόλη του Βιβλίου».
β. Στο δεύτερο ακολουθούν λίγα κείμενα, ομιλίες ή δημοσιεύματα διευκρινιστικά για ορισμένα πρόσωπα και καταστάσεις. Αλλωστε, ένα μέρος από τις ομιλίες εκείνων των δράσεων αποτελεί το κύριο μέρος του βιβλίου «Προλογύδρια παντός καιρού», εκδ. 2003. Λόγοι και προλογύδρια εκείνου του καιρού και του τρόπου υπάρχουν σε τριπλάσιο όγκο των εκδοθέντων που λανθάνουν έως αφανισμού.
γ. Στο τρίτο μέρος με τα πιο μικρά στοιχεία περιλαμβάνεται αναλυτικός απολογισμός δράσης της περίπου οκτάχρονης θητείας μου στο ΙΝ.Β.Α., όπως αυτή καταγράφηκε στο περιοδικό «Παρέμβαση», το οποίο αποτέλεσε τον μόνο σε όλη τη φάση της ιστορίας του έντυπο χώρο παρακατάθεσης της δραστηριότητάς του.
Γιατί όλα αυτά;
Μα γιατί εκτός από τον ιμπεριαλισμό παλιά, τη μοναξιά πότε πότε, υπάρχει πάντα και η ματαιοδοξία κ.λπ.
Και για το αυτάρεσκο κάπως της ιστορία: τι είχε η πόλη, τι μπορούσε να έχει και τι έχασε!

..............................................................

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Προΐμιο

1995
«Πάρε με στο τηλέφωνο»
1996
Τα χρόνια της αθωότητας
1997
…Ο διευθυντής των βιβλίων
1998
«Βλέπεις» είπε «είναι οι άλλοι»
1999
Η ημιτελής του Σούμπερτ
2000
«Όταν έρχονται τα σύννεφα»
2001
«Και τι δεν θα΄δινα να θυμηθώ»
2002
«Αγάπης αγώνας άγονος»
2003
Η τελική έφοδος προς την έξοδο

Κείμενα αναχώματα εν παραρτήματι

Επιστροφή στην Αλεξανδρούπολη!
Θλίψη πόλεως αρχαία
Δέκα στάσεις στον 20ο αιώνα των γραμμάτων της Κοζάνης
‘Ενα «ι» που κάνει τη διαφορά
Μερόνυχτα της Φρανκφούρτης που θα έγραφε κι ο Α. Σουρούνης
Οι Β΄ Χαιρετισμοί της άνοιξης σε χίλιες λέξεις

…και ένας απο(συλ)λογισμός χωρίς αντίκρισμα

Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2010

Οι πέτρες και οι άνθρωποι



Από χρόνια έχω συγκρατήσει στην αναγνωστική μου μνήμη μια συνομιλία του Σαιν Τζών Περς, μεγάλου Γάλλου ποιητή, με το Γ. Σεφέρη, Ελληνα, καθ’ όλα ομοίου του στο ποιητικό είναι και μέγεθος, στην οποία πρώτος δήλωνε τον θαυμασμό του για τα τοπία της Ελλάδος.
Ομως ο Σεφέρης τον συμπλήρωσε :
-Τις πέτρες της να δεις, τις πέτρες της ελληνικής υπαίθρου...!
Ο έλληνας ποιητής διαδήλωνε με τον τρόπο αυτό την αγάπη του για το απλό, ελληνικό τοπίο, στην ύπαιθρο χώρα το οποίο κυριαρχείται από τις ήμερες πέτρες, χωρίς τις ιδιαίτερες συνοδείες και περιβάλλοντα υλικά. Πέτρες γυμνές άλλοτε με δωρική σοβαρότητα κι άλλοτε φαγωμένες με τα σημάδια της φύσης πάνω τους, μόνιμοι ριζωμένοι κάτοικοι των χαμηλών και υψηλών βουνών του ελλαδικού χώρου. Η άποψη του Σεφέρη άλλωστε έρχεται και σε ευθεία αντιστοιχία με την ποιητική του σκέψη:
«Θέλω να μιλήσω απλά να μου δοθεί αυτή η χάρη»...
Για πέτρες ταπεινές αλλά κι αγέρωχες μέσα στο γεωλογικό τους χρόνο, θα μιλήσω για λίγο, κι όπως αυτές μας έρχονται σε εικόνες και σχέδια, ταυτόχρονα με τους απλούς ανθρώπους δίπλα τους. Αυτά συμβαίνουν στην ελληνική ύπαιθρο του άλλοτε, τα οποία όμως κρατούν κάπως και στο τώρα και υπάρχουν στον τόπο μας. Οι πέτρες κι οι άνθρωποι της υπαίθρου, τα περασμένα στη συλλογική μνήμη πλέον τοπία του χωριού, κάποια χάθηκαν ή αλλοιώθηκαν καθοριστικά, είναι τα κύρια θέματα αυτής της αισθαντικής και λίαν συναισθηματικής ενότητας έργων του Μ.Δ. Ο σημαντικός αυτός ζωγράφος έρχεται να καταθέσει στη Λευκοπηγή που γεννήθηκε και ξεκίνησε τη ζωγραφική του μια συγκομιδή με πίνακες ώριμων πλέον έργων του (έχει και τον πρώτο πίνακα της τέχνης του, ένα μικρό λάδι με τη φιούρα της γιαγιάς του). Ο ζωγράφος στον κόσμο της τέχνης κι αμετάκλητος πολίτης της Λευκοπηγής, διαρκώς επιστρέφει σ’ αυτήν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σώματι ή έργω. Η τωρινή όμως επάνοδος έχει μια ένταση επί του προσωπικού και μια ξεχωριστή έμφαση επί του εικαστικού. Θα ‘λεγα πως δεν είναι απλά μια έκθεση ζωγραφικής του Μ.Δ. αλλά μια ολική επαναφορά του στην μικρή πατρίδα, μετά από μια ομηρική περιπλάνηση στους κόσμους της δημιουργίας, η οποία όμως δεν τελειώνει αλλά συνεχίζεται αναζητώντας το παραπέρα του ανθρώπινου προορισμού στην τέχνη.
Κάποτε μιλούσα κι έγραφα για την αισθητική και την τεχνική του στα πανιά στις βάρκες, τα καΐκια, τα καράβια των ελληνικών θαλασσών, σε μια πρόσφατη έκθεσή του στην πόλη της Κοζάνης. Σε εκείνα τα τοπία οι πέτρες, στο συμπληρωματικό τους ρόλο επί του καμβά, ήταν λείες, καθαρές στην υφή τους, γυαλιστερές στην οπτική αφή τους, τις οποίες στρογγύλεψε ο καιρός και το κύμα της θάλασσας.
ΟΙ πέτρες της Λευκοπηγής, της κάθε Λευκοπηγής και για τον κάθε δημιουργό που είναι μακριά από τη ρίζα του, ως τόπος και τρόπος νόστου κι επιστροφής, είναι οι σημαδούρες στη θάλασσα που ορίζουν το λιμάνι σ’ εκείνους που ταξιδεύουν και βλέπουν καπνό της πατρίδας αναθρώσκοντα ή το παλιό ερειπωμένο σπίτι τους, από το οποίο αναδύεται μια μυρωδιά χρόνου και ανθρώπων που πέρασαν από κει κι άφησαν το ανεπαίσθητο άρωμα της ύπαρξης τους.
Αν βρεθείς στη μόνιμη κατοικία του ζωγράφου στο Σχολάρι, ανατολικά της Θεσσαλονίκης, το πρώτο που θα δεις είναι οι πέτρες που μετα-φυτεύτηκαν εκεί στην αυλή, γνήσιες πλάκες στρωμένες, ένας εικαστικός διάκοσμος αλλά και δηλωτικός της πέτρινης, δηλαδή αυθεντικής δυτικομακεδονικής φύσης του ζωγράφου· ακόμα στις ιδιοκατασκευές του, όπως είναι η βρύση, ήρεμες, αδρές, φιλικές κι έτσι ως τέτοιες θα τις αναγνωρίσεις και θα σε αποδεχτούν, θα σε καλωσορίσουν εγκάρδια σ’ ένα κλίμα ανεπιτήδευτης οικειότητας. Αλλά αυτά είναι αισθήματα ανθρώπινα που διακοσμούν τους οικοδεσπότες του καλλιτεχνικού οίκου Μανώλη και Κατίνας. Αλλά γι’ αυτούς γίνεται ο λόγος.
Οι πέτρες του χώρου μας, όπως αναλύονται έξοχα στους πίνακες του Μ. μόνες τους ή μέσα σε τοπία καλλιτεχνημένες, έχουν μια σταθερότητα ριζωμένες καθώς είναι στο χώμα. Θαρρείς πως είναι μιας άλλης εποχής και πως έρχονται απ’ αλλού καθώς τις ξέβρασαν τα ηφαίστεια. Φυτεμένες εκεί και παντού από τον καιρό της γιγαντομαχίας των θεών, τις συμπαντικές δηλαδή διεργασίες τις οποίες οι αρχαίοι μυθολόγησαν και έδωσαν ανθρωπόμορφες διαστάσεις. Ανάγλυφες με έντονα σχήματα αφού υπόκεινται στις επιδράσεις του καιρού (ήλιος χιόνι, βροχές, αέρηδες αλλά και σεισμοί) άρα σε διαστολές, θραύσεις και διαλύσεις. Τότε είναι που σχηματίζονται πάνω τους εκείνες οι μικρές στέρνες, ανοιχτές παλάμες και χούφτες, να μαζεύεται εκεί το νερό για να ξεδιψούν τα αγριοπερίστερα, οι κοκκινολαίμηδες, τα φίδια που ψήνονται το καλοκαίρι. Είναι ένα μικρό γεωλογικό κι εικαστικό συνάμα δημιούργημα και δεν το συναντάς σε πέτρες πεδινές παραθαλάσσιες, παραποτάμιες.
Γράφει ο Π. Β. Πάσχος γι’ αυτές στην ποινική συλλογή του «Λευκοπηγή» αθεράπευτος νοσταλγός αυτής της ευλογημένης γης:
«Τώρα που γυρίζω, τα κιτρινισμένα φύλλα του
βλέπω τη Στέρνα στα Σιουλνάρια
γεμάτη ξερά φύλλα, χόρτα, νεκρά έντομα
κι ούτε μια στάλα βορινό νερό
να ξεδιψάσω. Ανέλπιδο ταξίδι
στα βράχια του καλοκαιριού....
Αυτές οι πέτρες φέρνουν στην κόψη τους αποστροφές από τα πρόσωπα των παλιών ανθρώπων της υπαίθρου, οι οποίοι έγιναν ένα με τη γη και τα ζωογόνα υλικά της, ώστε να μπορέσουν να υπάρξουν σ’ αυτήν και μ’ αυτήν. Κι είναι ο ίδιος αυτός χρόνος που διαμόρφωσε στο απέραντο μάκρος του την αισθητική στα άψυχα κι αναλλοίωτα συστατικά της επιφανείας της γης και τα εσωτερικά γνωρίσματα στον άνθρωπο είδος και στο λιγοστό της ζωής.
Ετσι είναι κάπως και οι φυσιογνωμίες που αποτυπώνει ο Μ.Δ. στους πίνακες, σ’ ένα αγαπητικό συναξάρι μικρών επώνυμων προσώπων του χωριού. Ανάγλυφα της ζωής, του αγώνα της και της αγωνίας των. Σκληροί κι αδροί στην όψη αλλά εύπλαστοι στο χαρακτήρα ντόμπροι, ανοιχτόκαρδοι, από καθαρά υλικά της δικής μας γης πλασμένοι κι αργασμένοι.
Η κρεμασμένη ενότητα έργων έχει σαν θέμα τη μικρή πατρίδα του - η μεγάλη του είναι η τέχνη της ζωγραφικής- και σ’ αυτήν δοξολογούνται τα τοπία που πέρασαν στη μνήμη αλλά και αυτά της νυν πραγματικότητας είναι κάτι σαν μια σύναξη χρωματιστών ονείρων. Με την έξοχη ζωγραφική απόδοση ξεφεύγει από τα όρια της ρεαλιστικής αφήγησης και αφήνεται σε μια ξέφρενη εμπρεσιονιστική εντύπωση κι αίσθηση του πραγματικού. Μεταξύ τους παρεμβάλλονται και κάποιες συνθέσεις οι οποίες με όλη την επιμέρους ευκολονόητη αναπαράσταση έχουν σαν σύνολο μια υπερρεαλιστική θα έλεγα τροπή. Ενας υπερρεαλισμός (δηλαδή ότι είναι έξω από την καθιερωμένη λογική) εισχωρεί στο εντελώς ρεαλιστικό τοπίο και δημιουργεί μια σύνθεση κατανοητών πραγμάτων σ’ ένα δυσνόητο ή πολλά σημαίνοντα σύνολο. Το γεγονός αυτό σε πρώτη ματιά μπορεί κάπως να νοιώθεται σ’ κείνον που παρατηρεί τα έργα αυτά. Ομως ο υπερρεαλισμός του σε εντελώς δική του εκδοχή δεν αποτρέπει, δεν δημιουργεί δυσφορία, δεν ενοχλεί δεν αφήνει ερωτήματα του τι θέλει να πει ο ζωγράφος. Ο τρόπος αυτός τονίζει τα επιμέρους στοιχεία χωρίς ιδιαίτερα να υποδηλώνει κάτι το πολυσύνθετο. Απλώς νιώθεται και έτσι μένει η αίσθηση στο ψωμί, στην βυζαντινή εικόνα, στο ξεκάρφωτο περιστέρι, στο κλασικό άγαλμα στα σταυροδρόμια στις στρούγκες.
Ο πίνακας που θέλει να χαρακτηρίζει την ενότητα «Η Λευκοπηγή στα χρώματα και τους τρόπους του Μ. Δ» στο κέντρο του έχει τον πλάτανο. Ούτως ή άλλος κέντρο του χωριού είναι και από κάτω κινείται η ζωή και η συνέχειά της. Γράφει ο Γ. Κουτρώτσιος, μια θυμόσοφη κι αλησμόνητη μορφή του χωριού, σε μια ποιητική του συλλογή με τον τίτλο «Λίγα παλιά λόγια», απλά και ηρεμιστικά.
Εχουμε γέρο πλάτανο στη μέση στο χωριό
που οι κορφές του πέρασαν και το καμπαναριό
Οι κλώνοι του απλώσανε σκεπάσανε τα σπίτια
κι απάνω χτίσανε φωλιές κοράκια και σπουργίτια
Στον πίνακα σε ένα ποτάμι από κλαδιά του πλάτανου αιωρούνται σε ευθυτενή στάση όπως εικονίζεται ο Χριστός στη βάπτιση, παντού πλην μιας φορητής εικόνας στην εκκλησία της Λευκοπηγής που είναι γονυπετής μπροστά στο Βαπτιστή ο μέγας άγιος προστάτης του χωριού Ι. Πρόδρομος και το φαινομενικά ισοϋψές με αυτόν καμπαναριό. Ενας χορός πασχαλιάτικος γυναικών, με τα πολύχρωμα και βαριά ρούχα της παράδοσης κανοναρχεί, εδώ και χρόνια, τον κυματισμό της νοσταλγίας για το μακρινό άλλοτε της Λευκοπηγής, το ατέλειωτο πηγαινέλα των ανθρώπων της όπως διαγράφουν τους κύκλους τους επί της γης πατρικής και ύστερα υπό της, στο χώμα της το οποίο χωνεύει όλους τους χρόνους και τους τρόπους ισότιμα κι ισοπεδωτικά.
Ο Μ Δ κάνει μια ανακομιδή της μνήμης της Λευκοπηγής και φέρνει πάλι στη ζωή με την ζωγραφική του δεινότητα, την αύρα της ανάμνησης σε ό,τι ίσως να χάθηκε οριστικά αλλά και σε ό,τι υπάρχει στο τώρα μας και θα μας υπάρχει στο πάντα. Ενα φωτεινό, χαρούμενο, χρωματικό, πανηγυρικό μνημόσυνο το οποίο φέρνει μια χαρμολύπη, όπως αυτή που διαχέει η εσπερινή καμπάνα καθώς που σημαίνει τη λήξη του φωτός και της μέρας. Ο εικαστικός χορός του Συλλόγου γυναικών του χωριού, που κάποτε τραγούδησε και χόρεψε στο κοίλον του Ηρωδείου, ο πρώτος επαρχιακός λαογραφικός σύλλογος ξεδιπλώνεται στην ωραία πέτρινη πλατεία η οποία μαζί με τον πλάτανο, την εκκλησία και τον λάκκο αποτελούν το ιστορικό κέντρο της Λευκοπηγής, όπως αυτό αναμορφώθηκε κι αναδιατάχτηκε ύστερα από την καθοριστική επέμβαση του μέγα πολιτικού ευεργέτη του χωριού κ. Πασχάλη Μητλιάγκα.
Οι ελάσσονές άγιοι, όπως ο ζωγράφος τους νιώθει, εμφανίζονται σ’ ένα άλλο πίνακα να περιβάλλουν τον Τίμιο Πρόδρομο («μνήμη δικαίου μετ’ εγκωμίων»). Είναι οι ιερείς και τους περισσότερους τους συνάντησε στον βίο του αλλά και στην ιστορία του χωριού. Με τον Παπαγιάννη στο κέντρον ζώντα προϊστάμενο του ναού αλλά και τον Παπα-Παναγιώτη Δουγαλή του οποίου ο γιός Πασχάλης διαπρέπει στη ζωγραφική στη Γερμανία ως εικονογράφος βιβλίων, άριστος στην τεχνική της απεικόνισης της φύσης και των επ’ αυτής δέντρων, πουλιών και ζώων. Από τους σημαντικότερους στο είδος αυτό στην Ελλάδα.
Τα παλιά σπίτια του χωριού, οι αχυρώνες, τα σοκάκια, οι αυλές έχουν κι αυτά το μερίδιο σ’ αυτήν την ακολουθία της νοσταλγίας και ωραιότητας στους πίνακες του Μ.Δ. Οπως και τα οικεία πρόσωπα του χωριού σε σύντομες αλλά περιεκτικές είτε στις εξαντλητικά αναλυτικές αλλά πάντα αριστοτεχνικές προσωπογραφίες του ΜΔ, αφήνουν μια λεπτή αύρα πραγματικότητας και ζωής ακόμα κι οι οριστικά απόντες από αυτή. Η τέχνη άλλωστε διαιωνίζει πρόσωπα και καταστάσεις κι αθανατίζει την πεπερασμένη ανθρώπινη ύπαρξη. Ως εκ τούτου είναι ένα αντίβαρο στη φθορά και στην απώλεια. Ο ζωγράφος ξαναπλάθει τον κόσμο όπως ο Δημιουργός του Μπόρχες αλλά σε κάθε εκδοχή λόγου και τέχνης.
Ο ΜΔ. είναι ένας ξεχωριστός ζωγράφος του τόπου μας, της Κοζάνης, της Δ. Μ. της Μακεδονίας. Εργα του υπάρχουν σε χιλιάδες σπίτια σ’ όλη την Ελλάδα μόνιμα αλλά και σε εκθέσεις εφήμερες ή διαρκείς. Οι κάτοχοι τους ή κι οι απλοί περιηγητές της τέχνης του, ζουν ή έζησαν μέσα από τον λόγο του, μια αισθητική μέθεξη η οποία κάπως εν-ημερώνει -ιδίως σήμερα- τα πρόσωπα του μαρτυρίου των ανθρώπων. Οι δημιουργοί είναι οι ερμηνευτές, οι ψυχαγωγοί αλλά και οι παρηγορητές της ψυχής. Για όλους αυτούς τους λόγους και στο μέτρο της προσφοράς και της αξίας του καθένα τους οφείλουμε μία αναγνώριση κι εκτίμηση είτε ως άτομα είτε ως σύνολα οργανωμένα
Για το ΜΔ ο Δήμος Κοζάνης με το ΔΣ του αποφάσισε κάτι το ιδιαίτερα συγκινητικό. Μια αναγνώριση και τιμή από τις ελάχιστες που παραχώρησε μέχρι τώρα σε ανθρώπους των γραμμάτων και της τέχνης. Αυτό τιμά ιδιαίτερα το Δήμαρχο, την πρόεδρο του ΔΣ και όλους τους Δημοτικούς συμβούλους που ομόφωνα το αποφάσισαν.


*Εισήγηση στην εκδήλωση που έγινε στη Λευκοπηγή την Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου, όπου με αφορμή τα εγκαίνια της έκθεσης ζωγραφικής του Μανώλη Δραγώγια με θέμα: Η Λευκοπηγή μέσα από τους τρόπους και τα χρώματα του Μ. Δραγώγια», ο Δήμαρχος Κοζάνης κ. Λάζαρος Μαλούτας απένειμε στο ζωγράφο το αργυρό μετάλλιο της πόλης, για την 55ετη προσφορά του στην τέχνη μετά από ομόφωνη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Κοζάνης.

Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2010

Ο Τάκης Σινόπουλος και ο Μανώλης Δραγώγιας στο αυτό φως


ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΑΝΟ ΦΩΣ

Ποιός θα μ’ ακολουθήσει στο Σεπτεμβριανό Φως;

Ήρθε η Πρώτη εφώναξε
γύρνα και πάρε με από τη σιωπή.
Στον ίσκιο των ματιών χανόταν το άπειρο.
Κράταγε ανεξιχνίαστη τα μαλλιά που σκόρπιζαν ολοένα
ύστερα σκάλιζε τη φωτιά βυθισμένη σ’ οράματα .
Τάχα θα σ’ ανταμώσω τώρα που πονώ;
Ώρες για σένα γύριζα από θάνατο σε θάνατο.
Όλα σταματούσαν στα τείχη.
Το σώμα μου γυμνό μονάχα τα μαλλιά
μαυρίζανε πάνω στο στήθος. Μ’ αρπάξανε
κοίτα με γέμισαν αίματα κοίταξε
τα χέρια μου καίνε τι να τα κάμω;
Άσε με ν’ απιθώσω πάνω στο πρόσωπό σου τα χέρια μου.
Που είναι ποιό είναι τώρα το πρόσωπό σου;
Θ’ ανταμωθούμε κάποτε
στη δροσιά της γης;
Μια ξέρα η γη
στο Σεπτεμβριανό φως.

Ήρθε η Δευτέρα μαύρος αστερισμός.
Έπαιξε κάποτε στο σινεμά σκηνές ηδονής.
Πόσον καιρό θα υπάρχουμε θα υπάρχω ακόμα;
Η σκόνη ανακατεύει τη φωνή της.
Φοβάται κρύβεται πίσω από το γυμνό χαμόγελο
τα λευκά πόδια στα κάγκελα του κρεβατιού
το ένα στήθος μισοφωτισμένο στο προσκέφαλο
μονάχα αφρός.
Τάχα θα σ’ ανταμώσω;
Είσαι η νύχτα ψιθύριζα είσαι η νύχτα.
Δέξου με στο βασίλειο των αινιγμάτων σου.
Τα δάκρυα με βρέχανε.
Ακολουθούσα τον ίσκιο της ως τα ψηλά σπίτια
εκεί που ανοίγουν πόρτες και χάνονται τα σώματα
ύστερα πέφτουν από τα μπαλκόνια.

Φωνή καμία.

Ήρθε η Τρίτη.
Ήταν ωραία με τους γοφούς. Δε γύρευε
μήτε άνθη μήτε θάνατο.
Προστάτεψέ με εσύ
μιά ξέρα η γη – προστάτεψέ με.

Η σκηνή τώρα δείχνει σκάλα που γυρίζει επάνω.
Μιά αρχαία οικοδομή καταπίνει σκοτάδι.
Ένα χαρτί στροβιλίζεται.
Φωτίζεται το ακίνητο πρόσωπο.
Ακούγονται βήματα
σβήνουν.
Η σκηνή τώρα δείχνει θάλασσα λουομένους
τραπεζάκια με ρούχα στην παραλία
μια παλιά φωτογραφική συσκευή με τρία πόδια
ο ίσκιος της ένα μέτρο πιό πέρα
στον άμμο
η βάρκα γυρισμένη ανάποδα
Μιά ξέρα.

Η σκηνή είναι με Σεπτεμβριανό φως.

Και τώρα αποκαλύπτονται αντιθέσεις αποτσίγαρα
και μάσκες ανοιχτά βιβλία επιστολές
έπιπλα και κουφώματα για πέταμα
σανίδωμα παλιό.
Έχει ανάψει το φως στο μέσα δωμάτιο
ακούγεται η φωνή «επιστρέφουμε».
Μιά μοναξιά
Μπροστά σε μιά άλλη μοναξιά.
Τώρα το γύρισμα δείχνει έρημη την κάμαρη
κανείς δεν μπαίνει η πόρτα εντούτοις ανοιχτή.
Τα δύο καθίσματα κι ανάμεσα ο λεκές
στον τοίχο ενώ το «πλήθος»
φωνάζει απέξω ή αγωνίζεται
με τον αέρα.

Στο Σεπτεμβριανό φως ποιός θα μ’ ακολουθήσει;

Ο ξυλουργός αφήνει το πριόνι και συλλογίζεται.
Το σφυρί κοιμάται πάνω στο τραπέζι.
Η φρέσκια σανίδα ρίχνει στην παλιά σανίδα τον ίσκιο της.
Ο κύριος Στέφανος ξυρίζεται στο απέναντι παράθυρο.
Είναι πρωί.
Η σκηνή τώρα δείχνει ένα ευχάριστο πρωί
ένα γυμνό δέντρο
ένα πουλί
όπως όλα τα πουλιά συννεφιάζουν το άπειρο
ένα εκκρεμές
μια πετσέτα
την άβυσσο.

Δεν τελειώνει το Σεπτεμβριανό φως.

Έφυγε η Πρώτη έφυγε η Δεύτερη
Έφυγε η Τρίτη.
Καθαρίσανε τα νύχια τους και φύγανε.
Ακολούθησαν τον άλλο δρόμο που έστριβε
κάπου σε κάποιαν αμμουδιά
πάνω στα χαλίκια.
Η σκηνή
Θα δείξει τώρα θάλασσα ξανά
γιαλό κουβέρτα
η άκρη της αναδιπλωμένη πρόχειρα
εκεί που ήταν το σώμα.
Βάθυνε η νύχτα.
Όλα θα μείνουν μόνα τώρα στη δική τους σιωπή.
Όλοι θα κοιτάξουν τα χέρια τους αφού η σκηνή άδειασε.
Θα τα σηκώσουν στο φως θα μετρήσουν τα δάχτυλα
ένα προς ένα.
Κι εσύ θα μείνεις έρημη
φεύγοντας χωρίς φωνή από γωνία σε γωνία
αφήνοντας ένα ανεπαίσθητο παράπονο
στα μάτια που
κοιτάζουν.

Μιά ξέρα
η γη.

Αλλά το φως του Σεπτεμβρίου ακόμα συνεχίζεται.
Η εφήμερη όψη
καληνύχτα-
παντοτινή.

(Από την ποιητική ενότητα "Η νύχτα και η αντίστιξη" από τη "Συλλογή Ι" του Τ. Σινόπουλου


ΥΓ. Ο πίνακας είναι του Μανώλη Δραγώγια από τη έκθεση έργων του με τον γενικό τίτλο "Η Λευκοπηγή στους τρόπους και τα χρώματα του Μ. Δραγώγια" που λαμβάνει χώρα στο πνευματικό κέντρο της Λευκοπηγής και ξεκινά το βράδυ της 10ης Σεπτεμβρίου και μέχρι την 25 του αυτού μηνός.
Ο ζωγράφος Μ.Δ. τιμήθηκε μόλις από τον Δήμο Κοζάνης με το αργυρό μετάλλιο της πόλης για την σημαντική προσφορά του στην τέχνη και τον πολιτισμό.

Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010

Πατερναλιστική κι επιλέξιμη προβατοκρατία


Διάβασα σε τοπική, δυτική εφημερίδα, μια σοβαρά δήλωση του νέου (σε ηλικία) αλλά 3ου ή μήπως και 4ου, αν προσθέσουμε και την ατελέσφορο διάθεση του κυρίου Ρούλη Κοκελίδη, στην σειρά επιλογής, (όπως τα επιλέξιμα πρόβατα, γίδια, χωράφια προς επιδότησιν από τον ΕΛΓΑ -ΟΓΑ ή αλλου τινός οργανισμού βοηθείας των ψηφοφόρων της υπαίθρου) υποψηφίου της μεγάλης κυβερνητικής παράταξης της χώρας μας με την οποία ξεκαθαρίζει πως: «Σκοπός μου είναι η εξασφάλιση ενός καλυτέρου αύριο για τους συμπολίτες μου». Τι θεάρεστη πρόθεση! Αλλά αυτό το «μου» κτητικόν και πατερναλιστικόν (που θυμήθηκα τώρα την «Πατερναλιστική Δημοκρατία» το βιβλίο θεσμός του γεννήτορα του σοσιαλισμού των μη προνομιούχων εν Ελλάδι), μου κάθισε κάπως δυσάρεστα.
Ως εκ τούτου παρακαλώ τον αξιότιμο υποψήφιο στις επόμενες δηλώσεις του, σε όλους τους τόνους και τρόπους, αν τυχόν χρησιμοποιήσει την παραπάνω ατάκα, εμένα να με εξαιρεί είτε ονομαστικά είτε αορίστως πλην σαφώς. Να λέει ή να γράφει δηλαδή: «Σκοπός μου είναι η εξασφάλιση ενός καλύτερου αύριο για τους συμπολίτες μου, πλην του κυρίου τάδε ή εκείνου που εκών αρνήθηκε την καλυτέρευσίν του από εμένα».

Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2010

Τα "κομμένα γάλατα" της τοπικής πολιτικής και τα "Κομμένα σκοινιά" της ποίησης και της μουσικής


Αγαπητέ κύριε διευθυντά του Kozan .gr

Αφού σου σφίξω το χέρι για την τόλμη και την παρρησία με την οποία παρατηρείς και σχολιάζεις τα δημόσιά μας πράγματα εν γένει και εν είδει, θέλω μέσω υμών να θυμίσω στους διαφόρους “κομμένους” περικομμένους, διακεκομμένους που κλαυθμυρίζουν στα ΜΜΕ, απειλούν, υπόσχονται κλπ., κλπ.
- Εχουν υπ’ όψιν άραγε τι ονομάζεται στην ποιμενική ή την αγελαδοτροφική πρακτική το …”κομμένο γάλα”
-
***
ΥΓ.1 Επειδή είμαστε στον Σεπτέμβριο ισχύει ακόμα η «Μπαλάντα των πειρατών» του Σάκη Παπαδημητρίου και Γεωργίας Συλλαίου σε ποίηση και τραγούδια Μ. Μπρεχτ, Κουρτ Βάιλ και αλλων. Μερικά τραγούδια άκουσα ένα βράδυ Αυγούστου σ’ ένα πανσέληνο χωράφι της Αιανής σε εκδήλωση του αρχαιολογικού μουσείου της και ολόκληρο το σιντί σε μια συναυλία αργότερα στην αίθουσα Τέχνης.

Παραθέτω δύο ποιήματα τραγούδια

Το κομμένο σκοινί


Το κομμένο σκοινί
κόμπο
μπορείς να το δέσεις
κρατάει
όμως
είναι κομμένο.

Μπορεί ν’ ανταμώσουμε πάλι
όμως εκεί
που μ’ έχεις αφήσει
ξανά δεν θα με βρεις.



Το τραγούδι του Σεπτέμβρη


Αχ, είναι πολύς ο χρόνος
απ’ το Μάη ως το Δεκέμβρη
αλλά οι μέρες αρχίζουν να μικραίνουν
στο Σεπτέμβρη σαν φτάσεις.

Οταν του φθινοπώρου ο καιρός
αλλάζει τα φύλλα σε φλόγες,
δεν έχεις πια χρόνο
για το παιχνίδι της αναμονής

Αχ, οι μέρες φθίνουν
σε μια μικρή πολύτιμη δέσμη
Σεπτέμβρη, Νοέμβρη!

ΥΓ.2 Ψάξτε το σιντί

Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2010

Ενα σχεδόν χρόνο μετά ή και πριν...


Περίπατος

Στα 150 τεύχη της Παρέμβασης

Γέρων Μαρίνος εξελέγχει γραύν πλάνην,
Τόλμη νεάζων και τελειούται ξίφει.



18η του μηνός Οκτωβρίου, Κυριακή βράδυ. Στην τηλεόραση άδει ο πολιός καλλιτέχνης «σ’ αναζητώ στη Σαλονίκη ξημερώματα…».
Εδώ δεν ξημέρωσε ακόμη. Νύχτα βροχερή και έρημα τα σοκάκια της πόλης μας. Βόλτα με βήμα πλάγιον του δευτέρου, περνώντας ημιβιαστικά μπροστά από τις προθήκες των βιβλιοχαρτοπωλείων που λίγα έντυπα του λόγου έχουν να προσφέρουν, παρά μόνο σχολικές σάκες Gormiti και πολλά πλεημομπίλια. Και πάλι νοσταλγώ το διανυκτερεύων βιβλιοπωλείο με κάποια έκπληξη ζωής να σε περιμένει σκονισμένη σε ένα ράφι.
Σε κάποιο στενό παρακούω διάλογο εφήβων που αγωνιούν για το τι «θέματα» θα κατεβάσουν για το κινητό τους. Σκέφτομαι –ω, του γηρασμένου νου- κάτι για σαιξπηρικά σονέτα και πόσα θα χαίρονταν αν πέφτανε στα χέρια τους, έστω και σε sms.
Από το πρωί με γαργαλάει αυτό το λαπιτόπι να γράψω κάτι. Περισσότερο να μιλήσω για πόση χαμένη ποιότητα μας ξεφεύγει μέσα από τα χέρια μας, για τις τυχερές στιγμές που μας δόθηκαν να δοκιμάσουμε γνωστές κι άγνωστες σελίδες, blogs, δοκίμια σε περιοδικά για φαγητό, σε πολυκαιρισμένα βιβλία ξεχασμένα πλην όμως ανθοφορούντα και λαμπυρίζοντα, σε περιοδικά και τους ανθρώπους του όπως η Παρέμβαση. Σαν ζηλωτής θα θελα να ανεβώ στο μπαλκόνι και να φωνάξω βρείτε και διαβάστε του John Mistletoe του αγαπημένου CM (να μην εντραπώ και να πω πως αυτόν ποζάρω στο κινητό μου, από σκίτσο του FIFTH BUS AVENUE).
Αλλά. Αλλά, δεν ωφελεί. Σ΄ αρέσει το σαλέπι ή ο καφές μόκα. Αυτά είναι γαστρονομικά γούστα του πνεύματος και επιτέλους αν κάτι όντως μετράει κι αξίζει –θέλω να πιστεύω- πως θα βρει το δρόμο του, μέσα από τα πονίδια και τις μικροχαρές του καθ’ ημέραν, προς την καρδιάν μας.
Πάλι όμως, με πιάνει μια δύσπνοια σωματοποιούμενη ψυχικά, όταν βλέπω μέσα σε τόση ομορφάδα του ανθρωπίνου είδους, σε τι γουρουνότοπο κυλινδούμεθα. Κυρίως δε, δημοσιογραφικοτηλεοπτικό και κατόπιν τα επιδέλοιπα.
Δυο οι λύσεις:
Α. Διάβαζε Β.Π.Κ., Ξυδάκη, Χοιροβοσκό, Morley, Παπαδιαμάντη και τους συν αυτοίς ή
Β. «Έπαρον σισάμιν ασπρισμένον και κουπάνισε το και βράσε το ωσάν τσάϊν και κούλιαζε το με ρούχον ψιλόν και πίννε το ζεστόν πρωϊ και βράδυ από έναν φιλντζάνιν με ολίγην ζάχαριν και θεραπεύεται» (συνταγή Διά την Δύσπνοιαν, Ιατροσοφικόν Μονής Μαχαιρά).
Βασίλειε, έρρωσο!

Αντώνης Ν. Παπαβασιλείου

Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2010

Οι «χρισμένοι» ιππότες της ελεεινής επιλογής


Δια του Χρίσματος («Χρίεται ο δούλος του Θεού»), παρακολούθημα του βαπτίσματος (ήδη τα δύο Μυστήρια παρέχονται από την ορθόδοξη εκκλησία με ένα έξοδο (όχι σημαντικά πράγματα) στην συσκευασία του ενός, το άδοντον εισέτι νεογνό, μετά την κάθαρση του από το κατηραμένο προπατορικό αμάρτημα, «γεμίζει το νεοφώτιστον από το Άγιο Πνεύμα, το οποίο το ενισχύει και το κατευθύνει στην... πνευματική... ζωή». Διαβάζουμε: Το Μυστήριον του Χρίσματος βασίζεται στα εξής θεόπνευστα λόγια: Πρώτον μεν στην διαβεβαίωσι του Κυρίου: «ο πιστεύων εις εμέ, καθώς είπεν η γραφή, ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεόσουσιν ύδατος ζώντος, τούτο δε είπε περί του Πνεύματος ου έμελλαν λαμβάνειν οι πιοτεύοντες εις αυτόν» (Ίωάν. ζ' 38-39). Είπε δηλαδή ο Κύριος ότι, όσοι θα επίστευαν σ’ Αυτόν, θα έπαιρναν το Άγιον Πνεύμα. Αυτό δε ακριβώς το Άγιον Πνεύμα χορηγείται με το Μυστήριον του Χρίσματος.
Μάλιστα...
Αυτά λένε και προβλέπουν της χριστιανικής πίστεως τα Μυστήρια, επτά στον αριθμό, όπως όλα τα επιφανή επτά στην παγκόσμια ιστορία. Ηγουν: επτάφωτος η λυχνία του εβραϊσμού, επτά τα θαύματα του κόσμου, επτά οι σοφοί, ομοίως οι καλές τέχνες, επτά οι επί Θήβας, επτά οι σαμουράι, Επταπύργιο, επτά ήσαν οι υπέροχοι του σινεμά, εφτά φορές το σώμα σου (ένα τραγούδι), επτά οι λόγοι του Χριστού στο σταυρό, Εφταχώρι και πάει λέγοντας. Πολύ μυστήριο το επτά και το γνωρίζω παιδιόθεν. Στο χωριό και στην πλατεία του ένας πλανόδιος ταχυδακτυλουργός συγκέντρωσε μια Κυριακή απόγευμα, όλους τους κατοίκους και τους επιδείκνυε της τέχνης του τα φαρμάκια και τις φαρμακείες. Εβγαζε τα βρακιά των μικρών και έβαζε το χωνί μπροστά τους κι ανάποδα κι αυτό κατουρούσε και διάφορα άλλα κόλπα. Μαθητής γυμνασίου και ορισμένως ορθολογιστής, παρακολουθούσα από μακριά κι εκτός του ανθρώπινου χωρικού κύκλου, των θαμβημένων. Με στάμπαρε, ως αποσυνάγωγον, ο πεχλιβάνης και μου φώναξε: - Ε, εσύ που κοιτάς από μακριά βάλε ένα τραπουλόχαρτο στο νου σου. Εβαλα. Μου το έδειξε από πέρα. Ηταν το εφτά καρώ, που είχα σκεφτεί! Ντράπηκα που έπεσα θύμα του, λες και με συνέλαβαν κλέπτοντα οπώρας.
*
Με την έναρξη της Ινδίκτου κορυφώθηκαν και οι χορηγήσεις από τα πολιτικά κόμματα της Αθήνας, χρισμάτων στους ταπεινούς κι εκλεκτούς τους δούλους της επαρχίας, για να μπορέσουν έτσι να είναι υποψήφιοι Δήμαρχοι και Περιφερειάρχες. Η εκκλησία αν και κάτοχος των πνευματικών δικαιωμάτων του χρίσματος από παράδοση αλλά και πολυχρόνια αλειφοπρακτική, δεν μετέχει θεσμικά τουλάχιστον, σ’ αυτό το μέρος της τελετουργίας. Οι υποψήφιοι για να λάβουν το χρίσμα, τρελαμένοι γι’ αυτό, διαπράττουν κάθε είδους ηλιθιότητα, την οποία δεν θα διέπρατταν ποτέ στον ιδιωτικό τους βίο. Ο αρχηγός τους, ο οποίος ενεδρεύει στην πρωτεύουσα του κράτους (συνήθως άτομο κάτω του μετρίου στην νοημοσύνη και στην δυνατότητα να παράξει -τι θλιβερό ρήμα της εποχής μας- πολιτική σκέψη και πράξη), από κλητούς τους ονομάζει εκλεκτούς του κι αυτοί από την ανυπαρξία στο είναι προάγονται. Αφού εισέλθουν στη χορεία των χρισμένων θα φωτιστούν αρκούντως με το πνεύμα του αρχηγού (όταν αυτός έχει επαρκή ποσότητα να διανέμει και στους άλλους) είναι έτοιμοι να ορμήσουν κατά της κοινωνίας. Ετσι θα πορευτούν «ωραίοι σαν νεοέλληνες» στον νικηφθόρο αγώνα της ήττας τους συνήθως. Ομως τι πειράζει; Το χρίσμα να λάβουν κι ό,τι ήθελε τους προκύψει. Με τη σειρά τους, το λοιπόν, θα απευθυνθούν σε ένα λαό στην πλειοψηφία του λειτουργικά απολίτικο, απερίσκεπτο, φουκαρά, κοπάδι άλογων όντων: πρόβατα και γουρούνια («δίχως να γράψουμε συμπάθιο, έτσι λέγονται» γράφει ο Μ. Θερβάντες στον «Δον Κιχότη» του), αλλά όμως κυρίαρχον. Τόσο μάλιστα πολύ ώστε στο όνομά του να εκτελούνται, οι κατά κόρον αθωωτικές δικαστικές αποφάσεις κατά των καταχραστών του δημοσίου. Ετσι όλοι ελπίζουν σε κάτι άλλο, ξεχωριστό γι’ αυτούς, αφού κι αυτοί αποτελούν «ξεχωριστό» είδος στην κατηγορία των ελλόγων διπόδων, ότι έχουν τα πλέον προσκυνημένα κεφάλια και την πιο ευλύγιστη μέση, όπως ακριβώς όλα τα ασπόνδυλα που έρπουν επί γης ή λιμνάζουν στα νερά.
Οι υποψήφιοι ώσπου να λάβουν το χρίσμα θυμίζουν κακέκτυπα του Δον Κιχότη με τις θαυμαστές περιπέτειες της ιπποσύνης του, ο οποίος έλαβε το χρίσμα του ιππότη. Βέβαια εκείνος έπασχε από ακατάσχετο ρομαντισμό, είχε ευγενή ιδανικά, ήταν ελεήμων, φιλάνθρωπος, έτρεφε συναισθήματα αγάπης για τον πλησίον, ήταν προστάτης των αδύναμων και τιμωρός των κακοποιών όπως ήταν ανεμόμυλοι, πρόβατα, μπαρμπέρηδες, ειρηνικοί αγωγιάτες. Φυσικά εδέρετο ανηλεώς και έως σωματικής αποσυναρμολογήσεώς του, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Οι δια το χρίσμα σήμερα είναι εντελώς ορθολογιστές, πραγματιστές φανατικοί, επιδιώκουν μόνον το συμφέρον τους· καίγονται γι’ αυτό (κι ας κάψουν στη συνέχεια τους άλλους και τον τόπο). Αδιάφορον! Ας φρόντιζαν να μην τους διαλέξουν, να μην τους καθίσουν στο σβέρκο τους. Ο λαός, ως γνήσιον υποζύγιον που δείχνει να είναι, δέχεται πάνω του πάντας και τον πρώτον στη σκέψη και τον έσχατον στη μωρία. Αρκεί να τους έχουν χρίσει οι ταγοί (και τραγοί του). Εκ των υστέρων βέβαια ψάχνουν τα άλλοθι της δυστυχίας τους. Φταίνε οι ξένοι, οι άλλοι, οι λεπρές εξουσίες, τα μονοπώλια, οι εφοπλιστές, οι τραπεζίτες, τα σουβλατζίδικα. Αυτός (εμείς δηλαδή) δεν φταίμε σε τίποτα! Στην νεοελληνική δημοκρατία το μόνο δικαίωμα που δίδεται στο λαό είναι να διαλέγει σε τακτά διαστήματα τη σάλτσα με την οποί επιθυμεί να φαγωθεί. Μήπως μια δικτατορία των αρίστων θα μας πήγαινε καλύτερα από τη δημοκρατία των αχρήστων. Σαν χάνοι και κεχηνέοι περιμένουν να τους έρθει από πάνω το χρίσμα (η λέξη για τον πολίτη ομοιοκαταληκτεί με το κλύσμα). Ως δόν Κεχηνότες οι φουκαράδες της προχρισματικής πολιτικοκουμασίνης περιμένουν: «Αν είναι να έρθει θε να ‘ρθεί. Αλλιώς θα προσπεράσει». Φυσικά κι έτσι θα γίνει.
Ετσι κι ο ήρωας του Θερβάντες στην αρχή της καριέρας του βρίσκεται σε ένα χάνι και παρακαλάει τον χανιτζή και κάπελα ταυτοχρόνως (τον φαντάζεται ως άρχοντα πύργου) να τον χρίσει Ιππότη της Ελεεινής Μορφής. Εκείνος διατάζει αρχικά να πάρει μέρος στις παλάβρες του πελάτη του. Ομως κάτι τσακωμοί με τους αγωγιάτες που πηγαίνουν να ποτίσουν τα μουλάρια τους στο πηγάδι εκεί που κάνει την «Αγρύπνια των όπλων», υπό το σεληνόφως και τα αδηφάγα (από πείνα στομαχική περισσότερο κι όχι άλλο τι...) όμματα κάποιων κοινών γυναικών (τις θεωρεί μαρκησίες και κόμισες–και είναι και είναι γιατί όχι;) τον υποχρεώνουν να επισπεύσει το πράγμα και την πλάκα.
Τη σκηνή περιγράφει στο ύφος και το λόγο του ο άγνωστος πρώτος μεταφραστής στην ελληνική του «Δον Κιχότη» που κυκλοφόρησε το 2007 από το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών /Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών με εισαγωγή του Γ. Κεχαγιόγλου- Α. Ταμπάκη και τίτλο: « Μιχαήλ Τσερβάντες Ο επιτήδειος ευγενής δον Κισότης της Μάντσας»
*
Ο κάπηλας, καταλαμβάνοντας την γνώμην και απόφασην του δον Κισότη, εδαιμονίσθηκεν από τον φόβον του και παρευθύς ήφερεν ένα βιβλίον οπού είχε γραμμένον το κριθάρι και τα άχυρα οπού έδιδε τους αγωγιάτες, και ένα κερί το οποίον το εκρατούσε ένα παιδάκι, μαζί με τες νέες οπού είπαμεν, και, πηγαίνοντας εκεί οπού ήτον ο δον Κισότης, έβαλε και εγονάτισε το παιδάκι και άρχισε κι εδιάβαζε και εκαμώνουνταν τάχα πως να τον εδιάβαζεν μίαν ευχήν και, όταν ήθελε να τελειώσει εκείνο οπού εδιάβαζεν, εσήκωσε το χέρι του και τον εκτύπησεν εις τον λαιμόν μίαν καλήν πάτσαν, και, με το πλάτος του σπαθίου, άλλην μίαν καλύτερην εις την ράχην, μουρμουρίζοντας, τάχα πως να διαβάζει ευχήν. Και, μετά ταύτα, είπε μία από εκείνες τες νέες να τον ζώΙσει το σπαθί, η οποία το έκαμεν με μεγάλην επιτηδειότητα και στόχασην, οπού δεν εβολούσεν καλύτερη αιτία να γελάει τινάς εις κάθε ώραν οπού έκαμεν τες τσερεμόνιες όμως οι ανδραγαθίες οπού είχαν ιδεί του νέου καβαλιέρου τους έκαμναν και έστεκαν τακτικά. Όταν τον έζωνε το σπαθί, είπεν η καλή σινιόρα :
«Ο Θεός να σε κάνει την αφεντιάν σου ευτυχισμένον καβαλιέρην και νικητήν εις τους πολέμους σου»
*
Οι χανιτζήδες των κομμάτων δίδουν το λοιπόν μιαν καλήν «πάτσαν» μαζί και μια κλωτσιά στους πισινούς των υπό χρί(η)σην τους και τους αμολούν στην κοινωνία που προαναφέραμε (όπως αμόλησε η οργάνωση «Μαύρα κοράκια» με πένσες και ψαλίδια αντί για νύχια γαμψά, τα χιλιάδες γουνοφόρα ζωάκια μιγκ στην Καστοριά) ίνα αγρεύσουν και αγρευτούν· να τρέξουν όπως τα ζωάκια προς την αδιέξοδη ελευθερία τους, μέχρι να μαντρώσουν τα μόνιμα εγκλωβισμένα στο τίποτα τους ζωάκια του λεβέντη λαού. Δηλαδή όλους μας ανεξαιρέτως.
Υστερα καβαλικεύοντας τον Ροσινάντε («Οκνομπροστάρη» τον μεταφράζει ο Ηλ. Ματθαίου) και με το όραμα της γλυκιάς δημοτικής και περιφερειακής Δουλτσινέας - Εξουσίας («Ω δέσποινα της ομορφιάς, βόηθησε και δώσε δύναμη στη δειλιασμένη μου καρδιά! Ηρθε η ώρα να στρέψεις τα μάτια σου στον πιστό σου ιππότη, τώρα που τον περιμένει ένας τρομερός αγώνας») θα αναφωνήσουν:
- Να ‘μαστε πάλι εδώ Αντρέα!

ΥΓ. Στην περιφέρεια της πόλης μας δύο επιφανή πολιτικά ζωντανά που σέρνουν το κυβερνητικό κάρο (το τρίτο γιατί το αγνοούν προς μεγάλη του φυσικά χαρά) αγωνίζονται ν’ αποφύγουν το προσφερόμενο χρίσμα σε μικρό ποτήρι με κώνειο ή σε μεγάλο ξέχειλο με ιδρώτα κροκοδείλου. Μ ουρανομήκεις δηλώσεις αρνούνται... Ομως θα δεχτούν εφόσον τους παρακαλέσει ο αρχηγός της φυλής των πρασίνων. Οπότε θα αλλάξουν το δέρμα της άρνησης και το πουκάμισο τους, υποκάμισο φιδιού αφημένο στις καλοκαιρινές, ζεστές πέτρες, και θα φορέσουν τα καταρρακωμένα χρησιμοποιημένα προφυλακτικά (της προσωπικής τους επιβίωσης), διότι ως γνωστόν οι πολιτικοί για να επιβιώσουν αποβάλλουν από πάνω τους κάθε τομάρι αξιοπρέπειας.
ΥΓ, Οπου αναφέρεται η λέξη λαός διάβαζε: Υδαρής μάζα έμψυχων που παίρνει το σχήμα το δοχείου με το οποίο και για την ικανοποίηση των όποιων συμφερόντων του, προσφέρουν σε κάθε πλάνο τη γη και το ύδωρ των ψήφων και των ψυχών τους.