Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)


Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

Ποιμνιομαντορική εγκύκλιος και έκθεση συμβάντων


         Α. «Μυρίσαι το άριστον»

Κυριακή, δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων σκεφτήκαμε, όπως όλος ο καλός κόσμος, να ρίξουμε λίγο έξω το πλοιάριο της εορταστικής ανίας (ευτυχώς δηλαδή δε συμβαίνει τίποτε που να θραύει το φλοιό της ρουτίνας γιατί συνήθως αυτή όλο προς το δυσάρεστο αλληθωρίζει). Ετσι επειδή δε μας έπαιρνε ν’ ανέβουμε στα επί ραγών αυτοκινητάκια και το καρουζέλ της πλατείας, τα οποία ο παλιο-νέος κυρ’ Δήμος – Δήμαρχος πρόσφερε ως δώρον –με το αζημίωτο φυσικά στους εκμεταλλευτές τους-στους μικρούς συμπολίτες και τους συνοδούς αυτών ηλικιωμένους ψηφοφόρους του και μη, οι οποίοι γογγύζοντας κατέβαλλαν το αντίτιμο για τις γύρες, είπαμε να πάμε στα μπουζούκια! Ναι ακριβώς εκεί όσο κι αν ακούγεται σουρεαλιστικό. Είχαμε να επιλέξαμε μεταξύ των προσφορών από ψαλιδομούστακους εγγράβατους καλλιτέχνες και καλλιτέχνισσες του είδους καλλίφω(ο)νες, καλλίπυγες, πολυ- ευρύστηθες κ.λπ.


Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010

Η πείνα της δίψας

Κατηφορίζαμε, κατρακυλούσαμε δηλαδή, από την κορυφή του Άθω, την οποία μόλις είχαμε ...κατακτήσει, παραμονή Μεταμορφώσεως (με το νέο). Στο πλάτωμα, σε ύψος 300 μέτρων από τα επουράνια προς τη γη, με το εμφωλευμένο ναΰδριο της Παναγίας, καμιά δεκαριά μουλάρια έβοσκαν αφημένα ελεύθερα από καπίστρι και σαμάρι. Θυμήθηκα το βίο του οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ, που ξενυχτούσε τ’ άλογα και τα μουλάρια τις νύχτες στα θερισμένα χωράφια, καλοκαίρι, στις τούνδρες της Ρωσίας. Μια πέτρινη λεκάνη, όπου κατέληγε το λούκι της εκκλησίας, μάζευε νερό να πίνουν τα ά-λογα. Αποξηραμένη από καιρό. Μόλις μας είδαν να πηγαίνουμε στο ναό μας όρμησαν έλλογα. «Αντραλίζομαι», διψώ! Η χορτάτη δίψα ανυπόφορη. Μπήκαμε· υπήρχε μια στέρνα συλλογής ομβρίων. Μόλις και προλάβαμε να οχυρωθούμε. Στριμώχτηκαν στη «Στενή πύλη», 5-6 αλλόφρονα κεφάλια, και διαγκωνίζονταν να χυμήξουν, κατεχόμενα από ακόλαστο οίστρο δίψας. Πέθαιναν; Ήξεραν το νερό, το μύριζαν· μήπως και είναι πιο φωτισμένα τ’ αγιορείτικα του είδους;
Αδύνατο να τα ποτίσουμε όλα· το νερό λίγο. Κανένα τους! Μακάβρια ισότητα. Έπρεπε όμως να τα διώξουμε, να ροβολήσουμε κι εμείς με τη σειρά μας προς τα κάτω, στην Καλύβη φιλοξενίας. Χτυπούσαμε για ώρα άγρια, λυσσασμένοι, τα πρόσωπά τους. Μια μάχη ανθρώπου και ζώου αρχέγονη. Μάτωσαν, έκλαιγαν. Έπιναν, μάλλον έγλειφαν, αίματα και δάκρυα. Κάποτε οπισθοχώρησαν λίγο κι άφησαν δίοδο διαφυγής. Κλείσαμε πίσω κι ορμήσαμε έξω αλαφιασμένοι από τη φρίκη τού είναι μας. Κάποιο απ’ αυτά ίσως ν’ ανεβοκατέβασε τον πατριαρχικό επίσκοπο στη Σκήτη της Αγιάννας, αυτός από ευγνωμοσύνη να το φίλησε στο πρόσωπο («Σε φιλώ στη μούρη»), κι έτσι εκείνο να ασπάστηκε το εγκόλπιό του!
Μας κοιτούσαν νικημένα στο πεδίο της δίψας τους.
Δεν τα ποτίσαμε, ούτε το λίγο του καλού. Ήμασταν εντελώς άνθρωποι επί γης ηγιασμένης. Δηλαδή, απάνθρωπα όντα παραδομένα σε μια ματαιότητα αναζήτησης του υπερκόσμιου, φευγάτοι σε φαντασιώσεις και χορτάτοι εντελώς, ακούγαμε για βίους οσίων με αβάσταγες στερήσεις· όμως χωμένοι βαθιά στις ερήμους του ε-λόγου μας.

Β.Π. Καραγιάννης


Σημ. Το κείμενο είναι δημοσιευμένο στο «Ημερολόγιο 2011» με θέμα «Βία και Λογοτεχνία», της Εταιρείας Συγγραφέων το οποίο περιλαμβάνει μικρά κείμενα των μελών της πάνω σ’ αυτό το θέμα.

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010

Παραμύθι με ονοματεπώνυμο




ΕΟΡΤΑΣΤΙΚΗ ΔΙΗΓΗΣΗ

         - Μια φορά και τρεις καιροί...

         α. Στην πολίχνη του Αλεξ. Ππδ.

         «Ο Αις Νικόλας είχεν ασπρίσει ήδη τα γένεια του προ ημερών, και ήτον η σειρά του Αγίου Σπυρίδωνος ν’ ασπρίσει τα ιδικά του· δεν έμεναν ειμή δώδεκα ημέρας έως τα Χριστούγεννα...». Ο παρεξηγήσιμος της τότε μικράς κοινωνίας της νήσου Μανώλης το Ταπόι (χταπόδι δηλονότι) στο διήγημα «Γουτού Γουπατού» (του Χριστού, τ’ Αϊβασιλιού) 1899  –σήμερα θα τον κατατάσσαμε στα ΑΜΕΑ-, ετοιμαζόταν να μετάσχει στη ζυγιά των μικρών από την Κάτω Γειτονιά, που θα πήγαιναν να πουν τα κάλαντα στην Πάνω, ως φύλακας και οιονεί προστάτης τους. Στα όρια των ΠανωΚάτω «εβασίλευε» ο φοβερός αγυιόπαις «σγουρομάλλης, ακτένιστος, ξεσκούφωτος, ξυπόλητος, αποτρόπαιος...τα δύο ποδάρια του ήσαν χονδρά, μελαμψά, και πλατέα ως δύο κατάρτια» με τη συνοδεία του, Μήτρος ο Τσιλότατος Γιατρός, όστις  φορολογούσε σε είδος άγρια τας γραίας, τας οικοκυράς, τας πτωχάς χήρας, (στις ίδιες φορολογικές αγριότητες αφήνονται άλλωστε όλες οι εξουσίες και στα ακριβώς αυτά στρώματα πολιτών επιπίπτουν, καλή ώρα όπως τώρα). Για να περάσουν οι απλές κυρίες της νήσου όφειλαν να του προσκομίσουν και να του καταβάλλουν τυρόπιτες, λαδόπιτες, τηγανίτες ίσες με το τηγάνι, τυλιχτό (κολοκυθόπιτα) ή μπομπότα με πολύ πολύ μέλι (ο αθεόφοβος).
         Σημ. ένδον. Ανήμερα της εορτής του ο άγιος Σπυρίδων, αργά το βράδυ, έβαψε άσπρα τα γένεια του στην παρακάτω μας πόλη και στον καθεδρικό της  άγιο Νικόλαο, μοίραζαν οι άγιοι επίτροποι, μικρά ευλογητάρια σε φακελάκια, (καμιά σχέση σε βαρύτητα και μέγεθος μ’ αυτά των ιατρών του ΕΣΥ ή των υπαλλήλων των πολεοδομικών γραφείων της χώρας). Αν τα ξετύλιγες, με ευλάβεια φυσικά και προσοχή εννοείται, έβλεπες τεμαχίδιον υφάσματος χρώματος μπορντό, το οποίο, είπαν πως είναι ευλογία από την Κέρκυρα, την οποία εποπτεύει κι εφορεύει ο υποδηματοχαλαστής άγιος. Λείψανον δε εκ του ιερού λειψάνου του (απ’ αυτά που «εμπορεύονται» όλες οι μητροπόλεις ανά τας χώρας –παλαιάς και νέας της ελλαδικής ορθοδόξου επικρατείας-αλλά κι όλα τα δόγματα και τα κράτη), υπήρχε επί τριήμερον εκεί και το προσκυνούσαν με ένταση και έμφαση οι πιστοί, λυμαίνονταν δε οι εκκλησιαστικοί διαμεσολαβητές του.
         β. Στην πόλη του Κ. Τσιτσελίκη λογίου του μεσοπολέμου στην Κοζάνη της Μακεδονίας, θέλω να πω.

Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010

Της προσφιλούς ζητεί η ψυχή μου αλύσεως τον κοπέντα κρίκο

 
Κάλαντα στο χωριό τώρα      



Η επανάληψις εστί μητέρα μαθήσεως (μήπως και παθήσεως)


...Προς το εντελώς βράδυ, όμως, της αυτής ημέρας επέστρεψε και πάλι στο χωριό. Με αφορμή ότι είχε ξεχάσει να πάρει την αρμιά για τα γιαπράκια. Αλλά μάλλον ήθελε και πάλι να προσεγγίσει το οριστικά χαμένο του Αλλο στην αφετηρία του. Επέστρεφε, όπως επιστρέφει ο καθείς στις μνήμες, κάποιες μέρες του χρόνου, αναζητώντας εις μάτην, κάτι που απέδρασε. Προσέγγισε την καφενειο-ταβέρνα και ηύρε την παλιοπαρέα υποπίνουσα δια το έθιμον της προπαραμονής των Χριστουγέννων –κάλαντα, γαρ. Ινα, από το συνδυασμό προσώπων, ημέρας, τόπου (όλα άλλαξαν κι αλλάζουν, όσο κι αν κρατούν μια πέτσα του ίδιου) να βιώσει όπως όπως το οριστικά απωλεσθέν πολύτιμο περιλαίμιο τού χρόνου με το οποίο θέλει μείνει χειρο-λαιμο -δεμένος (αλλά, φευ) και συρόμενος σαν το σκυλί - κουτάβι σε μια φυλακή, στην οποία ο χρόνος δεν κινείται, τα πρόσωπα δεν φεύγουν, τα ωραία όνειρα γίνονται πράξη· τα πρόσωπα που αγαπά και τον αγαπούν, που σκέφτεται και τον σκέφτονται, που έχει και τον έχουν στην όποια προσευχή τους, υπάρχουν πάντα· τα χιόνια των Χριστουγέννων δεν λιώνουν και δεν λερώνονται ποτέ και μέσα στο γνήσια λευκό τους κρατούν ζεστό, καυτό το ρυάκι μιας αγάπης, η οποία στην καθημερινή της διάπραξη έχει την γλύκα του έρωτα. «Οπως και στο χρόνο ο έρωτας είναι το περιεχόμενό του» θυμήθηκε μια σκέψη του Α. Πολίτη από το βιβλίο του, εξαιρετικόν, «Αποτυπώματα του χρόνου» που κυκλοφόρησε στις εκδόσεις Πόλις.
  Έλαβε μέρος στη μετρημένη εδωδή και στην, ασύμμετρη, εφ’ όλης της τρέχουσας ύλης, λόγου-διάρροια. Συμπέρασμα ουδείς· ένας τζαζ παράλογο-διάλογος. Το κρασί σε όλες τις παραλλαγές -αν και η τηγανιά, που συνεχώς ανανεωνόταν στο πιάτο, συνιστούσε οίνον βαθιά κόκκινο· όμως το ροζέ και το λευκό δεν πήγαιναν πίσω. Κάπου κάπου τη συζήτηση διέκοπταν παιδάρια, που έρχονταν να πούνε από τα κάλαντα έναν - δύο στίχους που ήξεραν ή, χάριν συντομίας, να λάβουν το αντίτιμο και δρόμο.
Aλλά οι μέρες του χρόνου τελειώνουν, τέλειωσαν για να ξαναρχίσουν ευτυχώς. H ενιαύσια αυταπάτη είναι έτοιμη για να δώσει το ρόλο της. «Καρδιά του χειμώνος. Χριστούγεννα, Αις Βασίλης, Φώτα». Μνημονεύετε Αλ. Παπαδιαμάντη αυτές τις μέρες κι ό,τι ήθελεν προκύψει· έτσι, για το έθιμον και μόνο, αλλά όλο και κάτι μπορεί να μένει.
…………
«Κυρά μ’ τη δυχατέρα σου, κυρά μ’ την ακριβή σου,
γραμματικός την αγαπά, πραματευτής την θέλει·
κι ο δάσκαλος απ’ το σχολειό γυρεύοντάς την στέλλει.
Δεν ενθυμούμαι δυστυχώς την συνέχειαν του άσματος τούτου, το οποίον ήρχισε να γίνεται περίεργον, χάρις εις τα τολμηρά διαβήματα του δασκάλου· αλλά εις το μέλλον ίσως δυνηθώ να συλλέξω πλείονα· επί του παρόντος εύχομαι εις τον αναγνώστην εν υγεία και ευτυχία το νέον έτος. 1888». Εγραφε και ευχόταν ο Αλ. Ππδ. στο άρθρο του «Αγιοβασιλειάτικα», που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εφημερίς», 6 Ιανουαρίου 1888, με την υπογραφή Βυζαντινός. (Α. Π. Απαντα τ. 5ος κριτική έκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Αρμός)
Το αυτό και ημείς εις υμάς αυτούς δια το 2007.

ΥΓ. Και για το 2011, γιατί όχι...

Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010

Ανωνύμου του Ελληνος μπλογκοβλακός, απόλογος

 
‘Ανθρωπός τις φέρων στο χέρι ορολόγιον ανάποδα και γάντια από μαλλί προβάτου, λίαν φθηνά (5 ευρώ) και ζεστά, παραγωγή της γουνικής βιοτεχνίας (άπειρες κι αξεπέραστες οι οικιακές παντόφλες) Θωμά Παπαστεργίου στην Ανω Κώμη, φέρει δε περιπλέον και δύο νάυλον «πήρας» κατά Αίσωπον. Η μία, η λεπτοφυής κι αβαρής με δυσανάγνωστο το περιεχόμενό της απ’ έξω, περιέχει τα εξής: α. Βιβλίο ποιήσεως  του Γιώργου Βέλτσου ονόματι «Ανάποδα οδεύει ο δολοφόνος» εκδ. Καστανιώτης –Διάττων («Ωστε αυτή είναι η ζωή του ανθρώπου;/Ο πάταγος της πτώσης από την βαθμίδα;/Η επαύξηση;/Το σώμα του/-Πράγμα και δέρμα-/που πυκνώνει; /Ο χρόνος που τον παραπλανά;/Η λύσσα;..»), β. Βιβλίο ποιήσεως της κυρίας Κατερίνας Αγγελάκη Ρούκ «Μεταφράζοντας σε έρωτα της ζωής το τέλος», (« Ετσι κι ο Θεός, σκέφτηκα, αν υπήρχε/ δεν θα ξέραμε ποτέ αν η φαντασία του μας γεννάει/ή μας περιγράφει και γελάει...»), εκδ. Καστανιώτη, γ. έντυπον ένθετο  για τα βιβλία της εφημερίδος «Ελευθεροτυπία». Η άλλη σακούλα που φαίνεται το περιεχόμενό της και το αναγνωρίζουν αμέσως πάντες έχει ένα αγαθό, ειρηνικό και ακίνδυνο λάχανο («λάχανα πουλί μ λάχανα...»).

Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2010

Τσάι και γιαπράκια, γιατί όχι

 
Από τα σπιτάκια αυτά της πλατείας παλιοί και νέοι δήμαρχοι και δημοτικοί σύμβουλοι  Κοζάνης ντυμένοι σαν εορταστικά στρουμφάκια θα μοιράζουν γιαπράκια και τσάι επί διήμερον

 
 Η ελεγεία του «γιαπρακιού»*

«Στο τζάκι καίνε σιγανά στραβές οι ρίζες τ’ αμπελιού
και με την ίδια τη φωτιά, βράζουνε τα σαρμάδια
από το «Φόρο» εκεί ψηλά, βλέπεις το γέρμα του ηλιού
τ’ Ολύμπου πέρα τις κορφές τα μαγεμένα βράδια.»
             Διονυσίου Μανέντη «Κοζάνη»

Οταν ήμην πτωχός «διευθυντής του βιβλίου» («πόλη παλιών βιβλίων και πόλη νέων χωρικών»), κατά τον προσφυέστατον χαρακτηρισμό ενός τοπικού, δίποδου όντος, άλλοτε διαιτητού Γ’ και Δ’ ερασιτεχνικών πρωταθλημάτων (λένε πως πλειστάκις εδάρη γιατί πούλησε αγώνες για μια μακαρονάδα!), ένα από τα λίγα βιβλία που αρνήθηκα να εκδώσω (τι εγωιστικός, ενικός αριθμός!) και το κληροδότησα στους εκ πλαγίων τρόπων διαδόχους μου στο χώρο αυτό, ήταν ένα βιβλίο τοπικής μαγειρικής.
- Βιβλία μαγειρικής θα βγάζουμε τώρα, αυτό μας έλειπε...! είπα ένδον.
Ομως οι αμέσως διάδοχοί μου αποδείχτηκαν πλέον εμβριθείς περί των βιβλίων τελικά· το εξέδωσαν δίτομο  κι έγινε το μπέστ σέλερ όλων των εποχών της Κοζάνης, με συνεχείς επανεκδόσεις κ.λπ. Το μετάνιωσα αλλά ήταν αργά κι είχα ήδη αναχωρήσει από τους ιστορικούς βιβλιολειμώνες.
Αμέσως μετά τα Χριστούγεννα που πέρασαν, περνούσα ένα μεσημέρι από την κεντρική πλατεία που είχαν στημένη μια αχυρώνα, ακόμα είναι εκεί εν όψει αποκρεών για να τονίζει τη διαρκή δημοτική,  διανομή πολιτιστικής χορτονομής- (η γαλέρα που ως διασκεδαστική ιλύ είχε προσαράξει εκεί ήδη έχει αποπλεύσει προς τις νότιες θάλασσες γελοιότητας), είδα κόσμο, άκουσα λάβα από άργανα που έπαιζαν και κόσμο ντυμένο όπως οι εγχώριοι, αρχαίοι νεοέλληνες, να χορεύει, να τρώει, να πίνει· και γενικώς πλήθος που τελούσε εν ευωχία. Υπέθεσα πως κάποιος επιχώριος, λαογραφικός σύλλογος μεθεόρταζε την του Χριστού εσπαργανωμένη έλευση και προς την περιτομή του οδεύοντα. Μου φάνηκε, όμως, πως ήταν αυτό και μια ευθεία αντιπαράθεση του γνησίου κοζανιτισμού προς τα λαογραφικά κι εκπαιδευμένα λεφούσια που κατέκλυσαν την πόλη κατά τις γιορτές, αποτελούμενα από ποικιλόμυτες, φερτές ανθρώπινες ύλες, όπως οι πόντιοι των πεδινών του Ασκίου όρους, Μαυραετοί Σκήτης, που δίναν την παράσταση των «Μωμόγερων» ή τα εκ των υπωρειών του Βερμίου ορμώμενα του Τετραλόφου παλικάρια με τα «Κοτσαμάνια» (τι είναι αυτά;). Προσπέρασα ουδέτερος αλλά την επαύριο διάβασα στον τοπικό τύπο πως από την αντιδημαρχία πολιτισμού για δεύτερη συναπτή χρονιά, εκεί διεξήχθη ομαλά η γιορτή του «γιαπρακιού». Μια ανακοίνωση έμφορτη από βαρύτατες, λόγιες λέξεις που μόνον η αντιδημαρχία ξέρει να χρησιμοποιεί όπως λ.χ. «το γιαπράκι είναι το απόλυτο φετίχ στην κουζίνα των κοζανιτών» ή «το γιαπράκι είναι η αντίσταση στην ομογενοποίηση της εποχής μας». Φράσεις που μ’ έφεραν σε απόλυτη αμηχανία για την άγνοιά μου. Εγώ που διατείνομαι πως τα γνωρίζω όλα και για όλα έχω άποψη, συνήθως σουβλερή, αγνοούσα μια τόσο σημαντική, τοπική, λαογραφική παράμετρο. Οχι ότι δεν ξέρω τα «γιαπράκια» αλλά δεν είχα εξετάσει το πράγμα αναλυτικά· γνώριζα το είδος μόνον ως έδεσμα.

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010

Εικόνες από μια έκθεση για να ηρεμήσουμε κάπως ως μπλοκ


Φωτ. του Αλέκου Βρεττάκου

Φωτ. του Γιάννη Παπαϊωάννου
Τα ανωτέρω και άλλα φωτοέργα εκτίθενται στην αίθουσα εκθέσεων κλπ. του Δήμου Κοζάνης, έναντι του επισκοπείου (εις το οποίο μέσα μεγαλουργεί ζωγραφίζοντάς το ο ζωγράφος Γ. Κόλλας). Είναι μια έκθεση έργων μαθητών και καθηγητών(!) της φωτογραφίας (όπως λέμε, Μέγας Αντώνιος καθηγητής της ερήμου) του Δημοτικού φωτογραφικού εργαστηρίου με φωτο νεκρές φύσεις ήγουν έργα που αναδεικνύουν τη "σιωπηλή ζωή" των εικόνων. Οτι η δύναμη της φωτογραφίας βρίσκεται στην κινησία της και στη νεκρή φύση· η ακινησία  έρχεται κι ισχύεται με τη σιωπή και εκεί τα ασήμαντα γίνονται σημαντικά, τα έμψυχα ζώνουν, οι ψίθυροι πληθαίνουν: Ετσι γράφουν οι επιμελητές της, δηλαδή και δηλονότι
 

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

"Χειμωνιάτικο ταξίδι"


Στη φύση τίποτε δεν είναι περιττό κι ασύμμετρο, θα προσέθετα κι ανήθικο· όλα σ’ αυτήν ισορροπούν καθώς την περπατάς, χωμένη στα κόκκινα χώματα με τα πουρνάρια διατηρημένα στην αλκή τους αφού παραμένουν αβόσκητες οι κορυφές τους από τα κοπάδια. Πέτρες αρχαίες ριζωμένες ή σε σωρό ερείπια από καλύβες κι αχυρώνες δίπλα σε πλακόστρωτα αλώνια του παλιού καιρού. Τα πατούσαν τα βαριά βόδια και τα ελαφριά μουλάρια να συνθλίψουν εκεί τα αδύναμα στάχυα για το λιγοστό επιούσιο σιτάρι.
         Ακολουθείς ανάποδα ανηφορίζοντας τον ρουν του μικρού, λυρικά μορμυρίζοντος, λάκκου (ο Γ. τον φωτογραφίζει και τον ηχογραφεί εν τω άμα) να βρεις την πηγή ή τις πηγές του. Αυτό είναι πιο εύκολο από τη μη παραγματοποιηθείσα  εισέτι αναζήτηση των εκβολών ή των πηγών του Αλιάκμονα· του Δούναβη διάβασες πως η αρχή του είναι σε μια αστρέχα, όπως γράφει στο ομότιτλο βιβλίο του ο Κλ. Μάγκρις.
         Λίγο πριν το τέλος της μηδαμινής ροής, χώμα απλά βρεγμένο, μια αυτοσχέδια βρύση εικόνα από το ανόθευτο σύμπαν της φύσης σε υποχρεώνει σε στάση. Το νερό στάγδην βγαίνει κατευθείαν από το χώμα κι εκεί ο επιδέξιος Αλκιβιάδης (κατά θεόν), Γιώργος (κατά Μποέμ), δεινός περιπατητής αυτών των ήμερων βουνών αλλά και περιδιαβαστής των ψαλτικών αναλογίων γοερός κι ευθύφωνος, τοποθέτησε μερικές πέτρες κι ένα αυτοσχέδιο σιουλνάρι. Αυτό δεν το δημιούργησε το πέρασμα των εποχών που χαράζουν και στις πέτρες τα σημάδια τους. Τι δεν τρώει άλλωστε ο χρόνος (και το νερό), τα μόνα που αδιάλειπτα κυλούν, ακόμα κι όταν φαίνονται να στέκονται καθώς κάποιες ξεχωριστές στιγμές του βίου δείχνουν να κόβουν στα δυό τη συνέχειά του με την εν τρόπω στάση του· αλλά δεν σταματούν.
         - Είναι η βρύση η βουνίσια.
         Αλλά έτσι αρχίζει η «Φλαμουριά» του Σούμπερτ από το «Χειμωνιάτικο ταξίδι».
        
Στη βρύση τη βουνίσια σιμά είν' η φλαμουριά,
στον ίσκιο της καθόμουν να ονειρευτώ συχνά.

Εχάραζα στη φλούδα ονόματα ιερά
και πάντα εκεί γυρνούσα σε λύπη ή σε χαρά.

Μια μέρα ταξιδεύω σε μέρη μακρινά,
περνώ να χαιρετήσω στερνά τη φλαμουριά.

Βουΐζαν τα κλαδιά της σαν να μου κράζαν:
"Ω, κοντά μου πάντα μείνε, θα βρεις γαλήνη εδώ".

Μακριά τώρα στα ξένα δεν έχω την χαρά
που ένοιωθα εκεί πάνω, κοντά στη φλαμουριά.

Στο νου μου πάντα μένει το ολόχαρο χωριό,
στ' αυτιά μου ακούω πάντα: "Θα βρεις γαλήνη εδώ".

Σε αυτά τα τοπία με τέτοιες μουσικές θα βρεις γαλήνη εδώ, εκεί κι αλλού.

Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010

Πότε καβαφικός και πότε σαιξπηρίζων

φωτ. Χρήστου Λαμπριανίδη













Είπα· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, αυτή εδώ δεν έχει θάλασσα».
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί προφανώς καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια αλλαγής με αόρατο μελάνι είναι γραφτή
Ως εκ τούτου η καρδιά μου, κι όχι μόνον, είναι θλιμμένη.

Ο νους μου ως πότε μες στης ανίας τα τοπία θα ξεχνιέται
Όπου το μάτι μου γυρίζω, (περισκόπιο) όπου κι αν μένει
με χαλάσματα κι ερείπια πολιτικά θέλει συναπαντιέται 
Πως τόσα χρόνια πέρασα σ’ αυτά και ρήμαξα και χάλασα»

Είπες· στες γειτονιές, στους δρόμους τους ίδιους θα γυρνάς
στα ίδια σπίτια, γραφεία, βιβλιοπωλεία, ναΰδρια θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλη σου θα φθάνεις. Για τα αλλού -μη ελπίζεις-

Καινούριους τόπους δεν θα βρεις ούτε και άλλες θάλασσες
αφού αναίτια ή ευλόγως με όλους σχεδόν τα χάλασες
για σένα δεν έχει λεωφορείο, και τραίνο πια δε φτάνει.

Είπαν· άρα η πόλις θα σε ακολουθεί. - Καλά ας με κάνει...


Από το τχ.154 της "Π" στο οποίο υπάρχει κι ενότητα κειμένων με θέμα "Κλήση στο 154"

Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010

Ο Πολιούχος της Κοζάνης και το defter (τεφτέρι) της Βιβλιοθήκης Σόφιας

Νοσταλγία χιονιού μέρες εορτών   φωτ. Μαρίας Γιάκου


Τρία τα κρατούμενα, λοιπόν:
         α. Ο Γ. Τσότσος κατάγεται από τη Γαλατινή Βοΐου ζει στη Θεσσαλονίκη, είναι πανεπιστημιακός ανήρ στο ΑΠΘ, συγγραφέας τουλάχιστον δύο βιβλίων («Μακεδονικά γεφύρια » και «Γαλατινή Βοΐου. Ανθρωπολογική-Λαογραφική προσέγγιση  δυτικομακεδονικού χώρου»), ερευνητής με πλείστες όσες δημοσιεύσεις σε φιλολογικά κι επιστημονικά περιοδικά· γενικώς ειπείν είναι ένας ενεργός άνθρωπος των γραμμάτων.
         β. Τα «Ελιμειακά » είναι το γνωστό, γεραρό (εγγίζει τα 29 χρόνια έκδοσης) περιοδικό του «Συλλόγου  Κοζανιτών Θεσσαλονίκης ο άγιος Νικόλαος» (αυτός ξεπέρασε τα 100 ύπαρξης και λειτουργίας) και στο τελευταίο τεύχος του (64) έχει σελίδες αφιερωμένες σε δύο απελθόντες του 2010 επιφανείς κοζανίτες -ο καθείς στα μέτρα του- Μιχ. Παπακωνσταντίνου και Αργύρη Κούντουρα. Αυτοί πλην  των όσων άλλων τους, υπήρξαν και στενοί συνεργάτες του Συλλόγου και του περιοδικού, το οποίο στις μέρες μας φέρει σε εκδοτικό (ένδοξο) πέρας, κυρίως ο οτρηρός κ. Στράτος Ηλιαδέλης, ιατρός οφθαλμών και συγγραφέας.
         γ. Η Εθνική Βιβλιοθήκη «Κύριλλος και Μεθόδιος» της Σόφιας στην οποία φυλάσσεται ένα ανέκδοτο οθωμανικό φορολογικό κατάστιχο (Mufassal tahrir defter) του 1528.
         Ενα και μόνο ζητούμενο.
  Πως άραγε συνδέονται τα παραπάνω (α,β,γ) με το σήμερα της πόλεως, που τιμά τη μνήμη του πολιούχου της αγίου Νικολάου, όστις είναι επίσημα στο διακόνημα αυτό από το 1953 (άρα αργίες κανονικές στην πόλη), και διέσωσε πολλάκις αυτήν από διάφορα δυσάρεστα πράγματα και καταστάσεις. Αυτά ακούμε από τους εκλογικούς

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

Μια "Χαραυγή" που δύει, αν δεν έδυσε

 
         H Χαραυγή (Τζουμάς στην παλαιότερη ονομασία, ήγουν παζάρι), είναι ήταν δηλαδή, ένα χωριό του Ν. Κοζάνης και έκειτο στις παρυφές του Βερμίου όρους και τώρα μπαίνει στο επίκεντρο, των ορυχείων του Λιγνιτικού Κέντρου Πτολεμαΐδος -  Αμυνταίου. Οι πρώτοι ορθόδοξοι κάτοικοί του εγκαταστάθηκαν στο εκεί πρώην τουρκοχώρι μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών  1922-23 και την απομάκρυνση των γηγενών οθωμανών. Με τη σειρά τους έφυγαν κι αυτοί ήδη από κει απαλλοτριωθέντες πολλαπλώς και με το αζημίωτο βέβαια, κι εγκαταστάθηκαν στη Νέα Χαραυγή, κολλητά της πόλεως Κοζάνης. Η επικυρίαρχος του καρβουνοφόρου λεκανοπεδίου ΔΕΗ, τους σήκωσε από τα χώματα τους για να τους φάει τα μαύρα σωθικά, από τα οποία πήραν μαζί τους μόνο τη χωμάτινη μνήμη επί γης θαμμένης μαζί με τα προγονικά λευκανθέντα κόκαλα.
         Ο,τι έμεινε ακόμα από το χωριό, μια νησίδα είναι, η οποία επιπλέει  στη μαύρη της ψυχής βυθοφάνεια και της έρημης γης, την επιφάνεια. Την περιτριγυρίζει πολιορκητικά ο θόρυβος της ανάπτυξης κι ο κονιορτός της βιαστικής αποκατάστασης του άλλοτε είναι των κατοίκων του στο νυν και γιατί όχι στο αεί.        
         Σπίτια με χαίνοντα παράθυρα, ανοιχτές πληγές, στις οποίες αντί αντισηπτικής ουσίας, στερεή αιθαλομίχλη φθοράς νυχθημερόν  επικάθεται πάνω τους. Περιμένουν τους μηχανόσαυρους της επιχείρησης εξηλεκτρισμού της χώρας και της αλλαγής των φώτων μας, να αποφανθεί οριστικά περί του πότε του χαμού τους.
          «Γυρεύω το παλιό μου σπίτι» που έφαγε ο  εργοδηγός, αναρωτιέται ο φωτοσυλλέκτης με τους πολυεστιακούς κι ευρυγώνιους καθώς γυρίζει για να περισώσει ό,τι δύναται, λίγο πριν την τελική απώλεια κι επιχωμάτωση του υλικού χρόνου.
         Δρόμοι παλιοί που αγάπησαν στην καθημερινότητα, δρόμοι άδειοι, τεφροί που νοστάλγησαν στην ερημιά τους.
         Τα σπίτια είναι σώματα που έφαγε το παγωμένο ρεύμα από το Μέλανα Δρυμό, τα σώματα γυμνά τοπία ανάμνησης.
         Αδεια τα παράθυρα απ’ όπου έμπαινε ο ήλιος με δυσκολία αφού οι κουρτίνες δεν άφηναν τα αδιάκριτα δάχτυλά του να ψάχνουν τα ζωντανά σώματα. Τώρα ακώλυτες οι ακτίνες του ερευνούν τις μνήμες των σωμάτων που πέρασαν από κει. Λησμονημένες στάσεις ζωής σαν ήρωες κι ηρωίδες της αρχαίας θρηνωδίας αφήνονται σε φωτοκραυγές απελπισμένης αναζήτησης.
         Το χωριό  ναυαγισμένο πλοίο φεύγει, οδηγείται στον πάτο της ιστορίας του, στη θάλασσα των ορυχείων που το καταπίνουν.
         Η Χαραυγή δύει...


Το κείμενο είναι στο "Ποντίκι" της σήμερον και η φωτογραφία του Χρ. Λαμπριανίδη από την ενότητα Χαραυγή