Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)


Παρασκευή 4 Αυγούστου 2023

Θεσσαλονίκη

Λιανοπερπάτησα τη μοντέρνα Θεσσαλονίκη/ στη νέα ΜΟΔΙΑΝΟ μύριζε γαλλικές κολόνιες/ εκεί που ψαρίλα, σουβλάκι και ρεμπέτικα βασίλευαν/ Προς την ημι - Ανω πόλη Παναγία Χαλκέων/ Ρωμαϊκή αγορά κ.λπ. μέρη δηλαδής/ που αγάπησα και από τη συζυγική συγγραφική/ εταιρεία Συμεών Οφλίδη και Ελενης Καλαϊτζή/ «Θεσσαλονίκης χαλκεία και χαλκεύματα»/ Ομοίως και «Τα πατσατζίδικα...» της κυρά ΛΕΝΑΣ/ Με του Ν. Γ. Πεντζίκη «Μαρτυρίες χαμού και/ δεύτερης πανοπλίας» ανά χείρας ευλογήθηκα/ στο Γιαχανί Χαμάμ (Λουλουδάδικα δηλονότι)/ Λίγοι με χαιρετούσαν καθώς στα ράφια του Ιανού/ τον «Επισκέπτη μου από δυτικά» στη Θεσσαλονίκη/ επιθεωρούσα.../ Είμαι παλιά σκιά άγνωστη ήδη της πόλης/ το νέο της με μουδιάζει ορισμένως/ εκκλησίες, πλατείες, βιβλιοπωλεία, καφέ/ θυμίζουν πλέον πως ό,τι αγάπησες εκεί/ χάθηκε τελεσίδικα./

Ιλαρίων γέρων

Λες και βγήκε από χρωστήρες ζωγράφων/ η φωτογράφων λυρικά ενσταντανέ / ο αρχηγός της ιερας μανδρας Ιλαρίων/ στην παρά τον Αλιάκμονα μόνη Αγίας Τριάδος/ 60 και χρονια συνομιλεί με το ποτάμι/ ακόμα και τωρα που το έφραξε η ΔΕΗ / Κσποτε και με το θεο εννοείται/ Χωρίς συνοδεία μόνον δεκάδες γάτες / Και κάτι ξεσαλωμενα πετεινα/ Ευλόγησον…/

Γεφυρες και γεφύρια

Όλοι στις γέφυρες των ευρωπαίων ποταμών και πρωτευουσων Πράγα Παρίσι Δούναβη Ρώμη Λονδίνο συνηθως φωτογραφιζονται αλλ’ εμενα η γέφυρα του Γρεβενιτη ποταμού στα Γρεβενά με θέλγει…είναι κάτι που νιώθεται

Γαλατόπιτες

Πεντηκοστη…Ουδέν λιτοτερον αυτού παρά τον λάκκο της Λευκοπηγης και υπό τον πλάτανο της δημοκρατίας. -Ποτε γεννήθηκες ρώτηξεν ο δάσκαλος τον Π Αισο παλιά - Τς γαλατοπτες δάσκαλε. Βεβαια η ημερομηνία . Στο χωριο στο σπιτι μας παντα ήταν γλυκια η γαλατόπιτα. Την έφερε τη σύνθεση η μεγάλη γιαγιά από την Πυρσόγιαννη. Οι μόνοι στο χωριο που την τρώγαμε γλυκια μέχρι και πριν λίγη ώρα. - Εσείς οι Μακεδόνες είστε ντιπ κούτσουρα που τρώτε αλμυρή έλεγε συνεχώς η γιαγιά (Άδικο είχε αφού τους πήραν μέχρι και το όνομα οι Σκοπιανοί.)

Κ. Τσιάγκας ποιητής

Εις το προαύλιον του ναού/ μαζεμένες πλήθος χαρούμενες ψυχές/ ωσάν σε διαδήλωση πολιτική/ με ημερηςια άδεια επανόδου στη γη/ περίμεναν τα συγγενικά και φίλια σώματα / εξ ων απομακρύνθηκαν οριστικά./ Μια μέρα του χρόνου το επιτρέπουν/ οι κανόνες και οι φύλακες του Παραδείσου/ (της Κολάσεως και του Καθαρτηρίου όχι/ αυτές στο Δάντη μόνον τη βρίσκουν)/ Με την απόλυση όρμησαν στους αγαπημένους τους/ που με το αντίδωρο στο χέρι τους καλωσόριζαν./ Ψυχοσάββατον μέγα και δεν ηύρα ακόμα/ τον τάφο του ποιητού Κώστα Τσιάγκα/ ριχμένο στα ανήλια του δημοτικού κοιμητηρίου/ να τον διαβάσουμε κάτι ψυχολυτρωτικόν/ Μάταια η ψυχή του σήμερα περιφέρεται στα δύο / ποιητικά του βιβλία, στο ΣΥΝ Βιβλιοπωλείο/ και στην Παρέμβαση.../

Η είδηση

Απόψε στο ΣΥΝ Βιβλιοπωλείο Κοζάνης ώρα 8.30 μιλάμε για τα μικρά γλυκά βιβλιοπωλεία και τις αγάπες μας σ’ αυτά Η στροφή ...Α! Καθώς μπαίνω στ’ άχαρα τα βραδινά στενά της/ κανένας δεν υπάρχει πια να βγει να μ’ απαντήσει/ εγώ είμαι ο μόνος κι ο στερνός που τα περνώ διαβάτης/ θυμάμαι αγάπες· .../ (Λ. Πορφύρα από τη «Θαμπωμένη χώρα»)

Αντίδωρον

Λαβών αντίδωρον και δίχως να κατηρτισθή αίνος/ αλλ’ όχι κι αγιασμόν, μας έλειψεν η ενδελέχεια/ στην πλατεία το θέρος υποδέχομαι ασμένως/ κι ό, τι ήθελε βροχερόν προκύψει στη συνέχεια/

29 Μαΐου 2008...

Στον γυρισμό πέρασαν από την πλατεία των μαρτύρων του βουνού·/ Εκεί μία ή δύο φορές διάβασε το ποίημα του Χ. Λ. Μπόρχες/ «Το ελεγείο της ανέφικτης ανάμνησης»,/ του οποίου το ύστερο τετράστιχο ήταν η αποθέωση της νοσταλγίας,/ του ανέφικτου και του οριστικά απολεσθέντος./ Και κατέβαιναν προς τη νύχτα της Θεσσαλονίκης./ Πανόραμα, Φίλυρο, Πλατανάκια κι άλλα οικεία μέρη/ που τα περπάτησε, τ’ ανέβηκε, τα κάθισε./ Κοντά στην Πολυτεχνική χώρισαν,/ κατέβηκε από το αυτοκίνητο που/ μετέφερε τώρα ένα σώμα άδειο και με πόνο μόνο./ Τότε ήταν που χτύπησε το τηλέφωνο:/ — Πέθανε ο Ελεφάντης.../ (Από το «Επισκέπτης από τα δυτικά Μέρες και νύχτες της Θεσσαλονίκης» έκδοσεις Παρέμβαση 2022

Mπ. Ατσαγα...

Σιγά μην το διαβάσω αν και το άρχισα κάπως. Θα περάσει στη θημωνιά των αδιάβαστων, αν δεν πέρασε ήδη παρά του ότι αγοράστηκε με εκείνη την κατακτητική μανία του «πάρτα όλα» δηλ. αυτά που θέλεις να τα έχεις έστω και ως σώμα μόνο για να κτίζεις τα τείχη με τα οποία δεν κλείστηκες εσύ αλλά έκλεισες τους άλλους έξω από τον βιβλιότοπο του είναι σου, δηλαδή της ζωής σου. Μιλώ για το βιβλίο του Μπερνάρντο Ατσάγα «Σπίτια και τάφοι» εκδ. Εκκρεμές, σελ 440 , μτφρ Κ. Αθανασίου. Πριν χρόνια ταξίδευα με το ΚΤΕΛ για Θεσσαλονίκη – τρόπος ταξιδιού που με θέλγει. Το νυχτερινό ταξίδι ήταν λίαν επεισοδιακό λόγω υπερφόρτωσης του λεωφορείου, σχεδόν στο διπλάσιο με ανθρώπους σαρδελοφουκαράδες τελικά. Από το ταξίδι αυτό πρoέκυψε το διήγημα «Επιδρομή στην πρωτεύουσα των προσφύγων» που δημοσιεύτηκε στο ολιγότευχον περιοδικόν «Πίερος» που εξέδιδε ο ξεχωριστός (μνήμη τώρα) Θανάσης Γεωργιάδης· αργότερα το έβαλα στη συλλογή διηγημάτων μου «Το χρώμα της νοσταλγίας» εκδ. Γαβριηλίδης, 2008. «ΕΙχα μαζί μου (γράφω) σ’ εκείνο το ταξίδι ένα βιβλίο του Μπερνάρντο ΑΤΣΑΓΑ: «Εκείνοι οι ουρανοί». Η δράση, έγραφε στ’ αυτί του, περιορίζεται σε ό,τι είναι δυνατό να συμβεί στον κλειστό χώρο ενός λεωφορείου και για όσο διάστημα διαρκεί το ταξίδι. Τί έμελλε, λοιπόν, να μας συμβεί. «- Που πάμε νεοέλληνες θα βυθιστούμε αύτανδροι στη λίμνη (Πολυφύτου)». Δεν βυθιστήκαμε εν τέλει κ. λπ. Στο νέο βιβλίο του Mπ. Ατσάγα καθώς το ξεφυλλίζω διαβάζω στην πρώτη σελίδα του τη φράση του πασίγνωστου αγγλικού τραγουδιού «Ηταν ένα μικρό καράβι που ήταν αταξίδευτο...» το οποίο τραγουδάμε παρότι ανθρωποφαγικόν στα παιδοεγγόνια μας. Ξαφνιάστηκα. Ακριβώς τον ίδιο στίχο είχα κι εγώ στην πρώτη σελίδα του βιβλίου μου «Ταξιδιωτικό στα βιβλία μαθητεία στο ταξίδι» (2010) ! Αρα πρέπει να το διαβάσω αφού πρώτα ξεπεράσω αβλαβώς τις πρώτες 100 σελίδες το κρίσιμο όριο για μια επιτυχή αναγνωστική διεξαγωγή σε καιρούς και χρόνους εντελώς απρόσμενους και περιορισμένους. Ετσι για την κοινή προμετωπίδα και για τα «αταξίδευτα καράβια» της ζωής μας.