Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)


Τετάρτη 30 Ιουνίου 2010

Η απωλεσθείσα δεδηλωμένη κόρη


Ο Δήμαρχος Κοζάνης ο και κάμνων κρα για να είναι εκ νέου υποψήφιος (ποιός του το απαγορεύει άμα το θέλει και το μπορεί ας είναι) έχασε τη δημοτική δεδηλωμένη του (όπως διαβάσαμε) σε συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου. Πρότασή του περί αποχαρακτηρισμού του αύλειου χώρου του Επισκοπείου (λίαν σοβαρό θέμα για τη μικρή μας πόλη που γίνεται επί χάρτου μεγάλη, μέχρι που μπορεί να πει κάποιος δόκιμα, «σιγά τα λάχανα») για να κτισθεί ακωλύτως το ναΰδριον της αγίας Αικατερίνης (πληροφορίες από τις μονιές του Παραδείσου λένε πως η αγία τα πήρε στο κρανίο με τα γενόμενα στ’ όνομα της και θα επιληφθή σύντομα) για το οποίο ερίζουν ως προς το θεαθήναι διάφοροι όνοι σε ξένον αχυρώνα, δεν έλαβε την απαιτούμενη πλειοψηφία και ψηφίστηκε από τον συνδυασμό της αντιπολιτεύσεως μόνον, ενώ οι δικοί του κι υποτελείς μέχρι τώρα σύμβουλοί του, τον εμαύρισαν. Αρα το μόνο που του μένει μετά απ’ αυτήν την πολιτική ήττα είναι να παραιτηθεί και να τον αντικαταστήσει άλλος για το υπόλοιπο της δημοτικής θητείας. Η πλειοψηφία του δεν τον δέχεται για αρχηγό άρα μπορεί να απέλθη «σαν έτοιμος από καιρό». Δεν το επιβάλλει βέβαια αυτό κανένας νόμος όμως η ηθική τάξη κι η πολιτική γενικώς (όχι όμως και η πασοκική ειδικώς) αξιοπρέπεια, το ορίζει σαφώς.
Σημείωση επ’ αυτού.
Βλέπουμε πως το τόσες φορές αναφερθέν του Μ. Μπρεχτ -έως ναυτίας- «ότι οι εξουσίες αλληλογλείφονται μεταξύ τους σας ερωτιάρες γάτες» (πως δεν αλληλοσιχαίνονται θεέ μου), για μια ακόμα φορά να επιβεβαιώνεται. Για να τα έχει καλά με τον προκαθήμενο των εκκλησιαστικών στασιδίων και των προσωπικών ΣκαφίδοΚαθισμάτων (οι δεσποτάδες τηρούν απαρέγκλιτα το «χριστιανικόν» αξίωμα: χτίζουμε σαν να είναι ζήσουμε αιώνια και τρώμε σαν να είναι να πεθάνουμε αύριο) ο ημιαιρετός δήμαρχος γλείφει πατούσες ίνα εύλογίαν έχει κλπ. Ομως εδώ έχασε, αφού οι δικοί δεν τον υπολογίζουν πλέον ουδέ κατ’ ελάχιστον ανεξάρτητα τι κάνουν τι λένε και τι δεν λένε φωναχτά. Σήκωσαν θρασείαν κεφαλήν όλοι οι μέχρι τώρα δημοτικοί ναιναίδες, λείπει κι ο «μεγάλος ποιμήν» που τους είχε σαν άλλογα όντα στο παχνί, οπότε να τα αποτελέσματα.

ΙΝΤΕΡΜΕΤΖΟ

Εδώ ας σταθώ. Κι ας δω κ' εγώ την φύσι λίγο.
Θάλασσας του πρωϊού κι ανέφελου ουρανού
λαμπρά μαβιά, και κίτρινη όχθη· όλα
ωραία και μεγάλα φωτισμένα.

Εδώ ας σταθώ. Κι ας γελασθώ πως βλέπω αυτά
(τα είδ' αλήθεια μια στιγμή σαν πρωτοστάθηκα)·
κι όχι κ' εδώ τες φαντασίες μου,
τες αναμνήσεις μου, τα ινδάλματα της ηδονής.

Τι θλιβερό να ζητούν την κομματική στήριξη και το πολιτικά χυδαίο «χρίσμα», από κομματάρχες και κομματοκοπρόσκυλα που ρήμαξαν τον τόπο, όσοι θέλουν να διαπρέψουν στην τοπική, πολιτική σκηνή. Ακόμα δε περισσότερο όποιος ζητά σήμερα στήριξη από το κυβερνών κόμμα είναι και πολιτικά άσοφος. Τι μας νοιάζει βέβαια! Αντί να αποστασιοποιούνται προτροπάδην ότι θα τους παρασύρει η καταιγίδα της λαϊκής οργής που τους περιμένει ακριβώς σε εκείνη τη στροφή των τοπικών εκλογών για να βγάλουν το άχτι τους ότι τους μαύρισαν την ψυχή με τα παχυλά ψέματα («λεφτά υπάρχουν») και τα λόγια φούμαρα, εντούτοις εκεί κλωθογυρίζουν το πολιτικό τους σαρκίο. Καλά κάνουν φυσικά αφού αυτός είναι ο πιο ασφαλής τρόπος για να οδηγηθούν στο χαμό και τον πολιτικό αφανισμό τους.
Κατά δεύτερον ίσως σε χειρότερη θέση είναι, θα είναι μάλλον, όσοι βουλευτές ψηφίσουν την επιστροφή στον εργασιακό και ασφαλιστικό μεσαίωνα, που επιβλήθηκε από τους τόπους του ιστορικού μεσαίωνα δια των επιχωρίων γραικίλων εις την καθ’ ημάς ανατολή των Βαλκανίων. Αυτοί θα καταγραφούν τόσο ανεξίτηλα στη συνείδηση του πολίτη ώστε δεν θα δουν ποτέ άλλη φορά εκλογή αφού θα προδώσουν στον ύψιστο βαθμό την εμπιστοσύνη που τους έδειξαν οι πολίτες. Κανείς δεν τους εξουσιοδότησε να κάνουν τον Ελληνα φτωχότερο κι άπελπι. Ας επιλέξουν: αποστάτες μιας κυβέρνησης γεμάτη ψέματα ή προδότες του ελληνικού λαού; Η ευθύνη είναι προσωπική κι όχι όλοι χωμένοι στο χυλό της αοριστίας και της κομματικής συμμόρφωσης και πειθαρχίας, να λαθροκολυμπάνε. Να μην έχουν πολιτικό κι όχι μόνον, τόπο πλέον να σταθούν άφτυστοι κι αχλεύαστοι.
Ετσι:

«Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Οχι
να πούνε...»

Δαφορετικά

«...Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις
(η μέρα που αφέθηκες κ' ενδίδεις),
και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα,
και πιαίνεις στον μονάρχην Αρταξέρξη
που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,
και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια...»

******

«Αγχωμένη» επαρχία...

Η 26 Ιουνίου μνήμη οσίου Ανθίωνος («Δένδρον το θείον καλλίφυλλον Ανθίων/ Φυλλορροεί δε τη ρύσει του σαρκίου») παγκοσμίως είναι η μέρα αφιερωμένη στην καταπολέμηση των ναρκωτικών κλπ. Πανελλαδικά γίνονται καμπάνιες για το θέμα αυτό με δράσεις κυρίως πολιτισμού, εκλεπτυσμένες προφανώς και πρωτίστως αφιλοκερδώς. Το μουσικό συγκρότημα ΑΛΚΗ λ.χ. όπως κι εκατοντάδες άλλα μικρά αισθαντικά γκρουπ ανά την Ελλάδα, έπαιξαν τραγούδια τους σε μια εκδήλωση στην Κυψέλη Αθήνας την οποία διοργάνωσε το ΚΕΘΕΑ. Στην διπλανή Πτολεμαϊδα ο «Σύλλογος ενάντια στις εξαρτήσεις» που δραστηριοποιείται στην πόλη, ετοίμασε μια μουσική εκδήλωση με εισιτήριο 5 ευρώ και επί του καλλιτεχνικού τον κ. Διονύση Τσακνή. Ακουσα, ίσως παράκουσα ή λαθράκουσα ότι η αμοιβή, δηλαδή τα έξοδα τους (!) ήταν 8.000 ευρώ! Μάλιστα... Φαίνεται στην πόλη αυτή ο τζίρος των καταστάσεων αυτών είναι πολύ υψηλός άρα ανάλογο πρέπει να είναι και το κασέ της καταπολέμησής τους. Την ημέρα της εκδήλωσης στην πλατεία δύο κιόσκια προπαγάνδιζαν στο ένα την εκδήλωση του εν λόγω και στο άλλο, που ανήκει στο αντιναρκωτικόν, ας πούμε, ΠΑΜΕ (να φύγουμε απ’ τις ουσίες) και φυσικά οχλαγωγούσαν. Ζητήσαντες οι πρώτοι να προβάλλουν με τις ντουντούκες τους («μία η ντουντούκα τέσσερις εμείς») και οι ΠΑ(λ)ΜΙΚΟΙ κάπου κάπου («Είναι πολλά τα λεφτά Αρη...») την εκδήλωση του καλλιτέχνη-στο κάτω κάτω δικός τους σύντροφος είναι ή περίπου- φυσικά αρνήθηκαν και δεν υποχωρούσαν με τίποτε, (ότι το ΠΑΜΕ πάντα πάει μόνο του μπροστά κι επαναστατεί με δημοσιοϋπαλληλικόν ωράριο εξέγερσης), όπως ακούσαμε. Οταν ο καλλιτέχνης πληροφορήθηκε τον τρόπο των συντρόφων του, είπαν ότι έκανε ένα τηλέφωνο «κάπου στο νότο» και αυθωρί και παραχρήμα αφού μάζεψαν χωνιά και τηλεβόες, αποσύρθηκαν οι σύντροφοι του ΠΑΜΕ (πέρα δώθε) κι ανεχώρησαν. Αυτό θα πει κομματική εντολή εκ Περισσού και όλα τ’ άλλα είναι εκ του περισσού και ΤσιπροΚουβελικοΑλαβανικά μοσχεύματα.
Πως το έλεγε ο κύριος Λαυρέντης Μαχαίριτσας στο τραγούδι του «Διδυμότειχο μπλουζ».
-Αγχωμένη μ...

Τετάρτη 23 Ιουνίου 2010

Το «θερινό», μουσικό, βροχερό «ηλιοστάσι»



Ο μεγαλύτερος ήλιος από τη μια μεριά
κι από την άλλη το νέο φεγγάρι
απόμακρα στη μνήμη σαν εκείνα τα στήθη.
Αναμεσό τους χάσμα της αστερωμένης νύχτας
κατακλυσμός της ζωής.
από το «Θερινό ηλιοστάσι» του Γ. Σεφέρη

Το φετινό «Θερινό ηλιοστάσι» (21 Ιουνίου), βροχερό να πω καλύτερα και η ταυτόχρονη παγκόσμιος ημέρα μουσικής, διεξήχθη εκ νέου και σχεδόν αθόρυβα στο Ωδείο Δημόπουλου. Τώρα τα «δάχτυλα της μουσικής» ήταν περίπου …70, αν δεν συμπεριλάβουμε και τα δάχτυλα των ποδιών στο πιάνο, έχουμε άλλα συν 20. Ηταν η τελευταία της σειράς «Post Meridiem” συναυλία μουσικής δωματίου με το μουσικό σύνολο μπρε!
Οι μουσικές Δευτέρες του μηνός Ιουνίου έλαβαν λήξη, αφήνοντας τις καλύτερες κι αισθαντικότερες εντυπώσεις επί της μουσικής και του προσωπικού αυτής. Η ατμόσφαιρα (καλλιτέχνες και ακροατήριο) είχαν μια ενότητα πνευματικού λόγου και τρόπου, που το πήγαινε από το ελαφρά εύχαρι στο εντελώς χαρούμενο, αφού κάτι ωραίο τέλειωνε ωραία, και μια υπόσχεση για συνέχεια, την όποια της· κι αν ακόμα δεν προκύψει δεν θα πειράζει το όχι της.
Το πρόγραμμα είχε ως ακολούθως:
1. Αρχισε με μια καθηλωτική μυσταγωγική σύνθεση, εμένα μου φάνηκε σαν ελεγείο (μεταφέρω όρους της ποίησης και στην μουσική ίσως και λανθασμένα) του Arvo Part: Spiegel in Spiegel (1978)· στις μουσικές στίξεις του πιάνου ο Παναγιώτης Δημόπουλος, αλλά τον κύριο μουσικό λόγο είχε το βιολοντσέλο, αργό, εμβληματικό, επιβλητικό, υπέροχο το έγχορδο της νοσταλγίας μας, που χειριζόταν ο Δαμιανός Καϊόγλου που ζει στη Βέροια, απόφοιτος του βασιλικού Κολλεγίου του Λονδίνου.
2. Στο αυτό κάθισμα κι ενώπιον του πιάνου η κ. Εμμυ Τσιούρα «σεσημασμένη» κυρία του πιάνου μαζί με την Κατερίνα Δροσάκη, η οποία σπούδασε με την Φιλιππίνα Φιλίποβα και πήρε το δίπλωμα της από το Σύγχρονο Ωδείο Θεσσαλονίκης. Προς τιμήν της και σε μία μόνη έκτακτη εμφάνιση στα καθίσματα των ακροατών, η κυρία Α(ν)θηνά-ψυχολόγος στην επιστήμη και δράση. Εκτελούσαν το έργο του Cl. Debussy: Petite Suite (1889) γραμμένο για τέσσερα χέρια άρα 20 δάχτυλα (συν άλλα 10 στα πεντάλ) τα οποία όργωναν τη στενή λουρίδα μουσικής γης, με τα μαυρόασπρα πλήκτρα με έμφαση, ευχαρίστηση και ηδονή σχεδόν. Δύο σώματα νέων γυναικών κολλητά σχεδόν, λικνίζονταν ελαφριά στο ρυθμό της μουσικής κι ήταν σαν θρόισμα των αθέριστων εισέτι χωραφιών με στάρι, από τα οποία περνά τα δάχτυλα του ο αέρας.
3. Τρίτο έργο ήταν του Fr. Schubert: March Militaire (1818), με δεσπόζον ήχο εκείνο του κλαρινέτου και χειριστή αυτού τον Λεωνίδα Δημόπουλο, ο οποίος διεξήλθε ανδρεία αυτό το μουσικό διακόνημα με τη συνοδεία στο πιάνο του Π.Δ, ο οποίος ήταν και ο μόνιμος συνοδός των ωραίων αυτού του απογευματινού προς το βράδυ.
4. Τα έργα του J. Ireland: Lent Lilly (1920) και του Ε. Elgar: Chanson de Matin-Nimrod (1989-1899), απέδωσαν στο πιάνο ο Π. Δμπλς και πάλι και στο βιολί έξοχα η κυρία Nicola Harrigton (σπούδασε εκκλησιαστικό όργανο και βιολί έμαθε από τον πατέρα της). Αυτή η πολυτάλαντος και αιθέρια ύπαρξη νομίζεις πως ζει και τρέφεται από τη μουσική και για τη μουσική. Η ένταση και η έμφαση των χειρισμών της επί του οργάνου, σου μετέδιδε μια προσήλωση που όφειλες να τηρείς κι εσύ, ως μέλος πλέον του έγχορδου μέλους και του τρόπου του.
Αντιγράφω το ποίημα «Lent Lilly του A. Housman (1896) σε μια βιαστική (ορατή) κατά λέξη απόδοση από τον Π. Δ. (ασχολείται ο εν λόγω μουσικός και με την ποίηση).

«Είναι ανοιχτός ο καιρός, έλα να παίξεις στους σπαστούς λόφους
κάτω απ’ τα αγκάθια, στα κουφώματα θα βρεις ανθούς
στου ανεμανθού το ρίγος, με όλον τον άνεμο
που δεν έχει πια χρόνο και αφήνει Κυριακές.

Και μια και οι κόρες του Μάη παύουν και ψάχνουν
σε ανεμανθούς και αέρα μα όχι στους ασφόδελους
φέρε πανέρια νέα και θέρισε τον ήλιο σε λόφο και πλαγιά
και γέννα ασφόδελους, που θα πεθάνουν Κυριακές.»

5. Saint Saens: Danse Macabre (1872), σε δεύτερη κοινή εμφάνιση οι δύο πιανίστριες συνέχισαν στο ίδιο μοτίβο εκτέλεσης και διάθεσης. Πως ξεχωρίζουν σ’ αυτές τις εκτελέσεις στο αυτό όργανο, τα δάχτυλα που ηγούνται της διαδικασίας άντλησης μουσικής («Ποιος κόκκος ηγείται της άμμου;»), όταν η ταχύτητα κι η δεξιοτεχνία τους σε δυσκολεύουν να τα παρακολουθήσεις καθώς τ’ αυτιά και τις δυνατότητες αντίληψης, καταποντίζει η μουσική. Τα πόδια όμως στα πεντάλ διακρίνονται και είναι πάντα ενός.
6. Ηδη πλησίαζε η νύχτα, η πιο μικρή όλου του 2010 και όλων των χρόνων του βορείου ημισφαιρίου, και του W.A. Mozart η «Eine Kleine Nachtmusik» (1787) –μικρή νυκτερινή μουσική- θα συνόδευε το πέρασμα αυτής της ποιητικής ημέρας με το «θερινό ηλιοστάσιο», την παγκόσμια ημέρα μουσικής, το καλοκαίρι που ημερολογιακά ξεκινούσε αλλά επί γης δεν φαινότανε, στο ανυποψίαστο, ασύλληπτο και μέγα τίποτα του χρόνου
Ολο του κουαρτέτο επί το έργον με τα δύο βιολιά, το κλαρινέτο και το βιολοντσέλο. Εδώ το πρώτο βιολί ήταν ο Δημήτρης Μανδρίνος (τις προάλλες είχε ένα μοναδικό ρεσιτάλ στον αυτό χώρο). Στη «Romance» του μπήκε το πιάνο από τον Π.Δ. ενώ σίγησε το βιολί της Nikola και το κλαρινέτο του Λεωνίδα. Για να ολοκληρωθεί η σύνθεση με μια θριαμβευτική, λυρική επάνοδο όλων των οργάνων και να τελειώσει το βράδυ με μια κυριακάτικη διάθεση όπως νιώθεις αμέσως μετά από μια λιτή θεία λειτουργία (απόντος εννοείται του αγίου Δεσπότη).
Κάνω σχεδόν αναμετάδοση της περιγραφή της βραδιάς παρασυρμένος από τους σπήκερ της τηλεόρασης, που μεταδίδουν με τρόπο εντελώς ποδοσφαιρικό αλλά αντιδιακογιάννικο, χωρίς εικόνα άρα και το αίσθημα προφανώς και στις δύο περιπτώσεις, μεταφέρεται ελλιπές στον ακροατή
ή αναγνώστη.
***

ΥΓ1. Ενώ ο λιγοστός κόσμος του Ωδείου ήταν ξεχασμένος στην ωραιότητα και ούτε που τον ένοιαζε άλλο τι πέραν αυτού, έξω στη ζωή όλο το έθνος των νεοελλήνων θεατών επί της τηλεοράσεως ήταν καρφωμένο, η οποία μετέδιδε τον αγώνα του μουντιάλ Χιλής – Ελβετίας (1-0). Μια περίεργη κατάσταση ορισμένων ανθρώπων που αν και δεν περιφρονούν εμφανώς αυτού του είδους τις ψυχαγωγίες της ψυχής, εν τούτοις η αδιαφορία τους μέσα στην υπερέχουσα συντριπτικά και θορυβούσα ανθρωποπλειοψηφία δείχνει να έχει στοιχεία απαξίωσης που εγγίζει τον υγιεινό σνομπισμό. Ομως η μικρή σέχτα της τρυφερότητας πάντα θα υπάρχει και θα αποτελεί την κρίσιμη παραφωνία στο μαζικό για να μην πω με τη μάζα. Αυτό δε σημαίνει πως πάντα έχουν δίκαιο στο συλλογικό συμβαίνον. Ομως έχουν το δικό τους κι αυτό λίγο δεν είναι και μάλιστα το διαδηλώνουν είτε με τη σιωπή (με ρανίδες περιφρόνησης) είτε με λόγους μετρημένους (ή και άμετρους) και πράξεις κάπως «εξεζητημένης» διαφοροποίησης.
Θυμάμαι στο Γιούρο 2004 όταν άρχιζαν οι θρίαμβοι (έστω από σπόντα μετά τις ατυχίες των ισχυρότερων ομίλων) του ελληνικού ποδοσφαιρισμού και οι τηλεοράσεις έδειχναν πώς η Ελληνική ομάδα νικούσε την Πορτογαλία, κρατώντας αιχμάλωτη την εθνική στρογγυλοποιημένη συνείδηση, εδώ στην πόλη μια άλλη ομάδα, ας πούμε 50-60 ατόμων -ήταν Ιουνίου 16, άρα παγκοσμίως εορταζόταν η Blοumsday- σε παρακείμενο του μαζικού ασυνείδητου καφενείο διάβαζαν κομμάτια από τον «Οδυσσέα» του Τζέημς Τζόυς. Τι ψώνια θα λέγαν κάποιοι, αλλά όχι ημείς, αν και φέτος το ξεχάσαμε.
Αυτά τα μικρά σύνολα ευαισθητοποιημένων μέχρις ακρότητος συνανθρώπων μας («ποτές από ιδιοτέλεια κινούμενοι») λειτουργούν μέσα μου σαν τις αισθαντικές μουσικές δωματίου (μια ενότητα ανθρώπων και μουσικής) με βρίσκουν δίπλα τους κοντά τους κα πλάι έστω κι αν στην πράξη από μακριά τους παρακολουθώ από κοντά τους φεύγω...

ΥΓ 2. Μετά τη λήξη του αγώνα και της μουσικής μιαν άλλη σέχτα που κινείται στους κόσμους της ανειρήνευτης αντιπαλότητας με ό,τι καταπιέζει την προσωπικότητα του πολίτη, αδιάφορη φορές παντελώς και για τα δύο συμβάντα, πολίτες της πόλεως αραδιασμένοι σε πλαστικές καρέκλες στην κεντρική πλατεία, λαμβάνανε μέρος ενεργά στη δράση «Προβολές –βίντεο-συζήτηση» του «Μετώπου Ενάντια στο Μνημόνιο Κυβέρνησης ΔΝΤ. ΕΕ». Το «Μέτωπο» μου έφερε αναγνωστικές κι όχι αγωνιστικές μνήμες από το αντιδικτατορικό Πατριωτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο (ΠΑΜ) -πως διέλαθε της προσοχής του ΠΑΜΕ στο ΚΚΕ να το υιοθετήσουν, μιαν που δεν αφήνουν κανέναν τίτλο στην ιστορική του ησυχία από τη διαδρομή της αριστεράς εν Ελλάδι; Είναι κι αυτό μια κάποια στάση από το χωθείς και να χαθείς στο χυλό της απελπισίας άπελπις, νικημένος, υποταγμένος από τα τρέχοντα προβλήματα. Είναι νέοι, φοιτητές κυρίως, οι οποίοι τη βρίσκουν στην πλατεία τα βράδια και πίνουν μπύρες των 0, 50 λεπτών κι όχι των 3 με 4 ευρώ, όσο σερβίρονται στις παρακείμενες καφετέριες. Αυτό όμως στερεί αυτές από πελατεία, οπότε να ‘την η κυρά αστυνομία (ο καθένας γνωρίζει πόσο ασμένως και γιατί καταφτάνει σε παρόμοια ...αιτήματα) κι αρχίζει τις προσαγωγές για «εξακρίβωση στοιχείων κλπ»· μπαίνουν ως οιονεί μακελάρηδες σε μια ήσυχη συντροφιά (η σχέση αυτή είναι λίαν επιλήψιμη για τους ταξιθέτες της κοινωνίας) νέων και δημιουργούν τις προϋποθέσεις έντασης. Ο δημόσιος χώρος μιας πλατείας ανήκει στους πολίτες κι όχι στους αστυνόμους και τις αντιπροσωπείες πώλησης αυτοκινήτων που διαφημίζουν την πραμάτεια τους συχνά πυκνά. Αφύλαχτοι οι χώροι αυτοί από τους γλυκανάλατους τοπικούς άρχοντες, οι οποίοι είναι συνήθως παραδομένοι στην πολιτική ευτέλεια και την προσωπική τους ιδιοτέλεια, πρέπει να κηρυχτούν από τον ίδιο τον κόσμο υπέρ των οποίων και μόνον υπάρχουν, δημοτικά λαϊκά άσυλο για να καταφεύγουν εκεί μόνον οι πολίτες με τις δημιουργίες –ανθρώπινες, καλλιτεχνικές ή πολιτικές- και όχι οι αναμοχλευτές της δημόσιας τάξης και οι κάθε είδους εμπορευόμενοι λευκής σκόνης, σαρκός και κελιών και οι εξ επαγγέλματος απαλλοτριωτές του ωραίου.
Αλίμονο !
«Φυραίνει ο τόπος ολοένα
χωματένιο σταμνί»
(Γ.Σ. «Θερινό ηλιοστάσιο»)

Παρασκευή 18 Ιουνίου 2010

Σκαλαθύρματα Εκκλησιαστικά και Μουσειολογικά


Το σωστό κήρυγμα εν εκκλησίες («ευλογείτε» συνήθως τον δεσπότη κι όχι «τον Θεόν»), διαρκεί 7 λεπτά, λένε οι έγκριτοι καθηγητές πανεπιστημίου της θεολογικής επιστήμης. Το πρώτο επτάλεπτο κτίζεις. Μόλις περάσεις το όριο κατεδαφίζεις ό,τι έκτισες. Οταν αυτό διαρκεί όσο ένα ημιχρόνιο, χωρίς τις νόμιμες καθυστερήσεις του (όπως στο νοτιοαφρικανικό μουντιάλ) τότε μιλάμε για ισοπέδωση. Τίποτε όρθιο δεν μένει από το αφόρητο λεκτικό και αδολεσχιακό τσουνάμι.
Θέλω να σφίξω το χέρι του σεβαστού ιατρού χειρουργού (συγγραφέα ιατρικών και λογοτεχνικών έργων αλλά και εφημεριοδημοσιολογούντα) κ. Μ. Παπακυρίλου για το θάρρος, την τόλμη και την παρρησία την οποία διεθέτει και το έδειξε μια Κυριακή πρωί στην εκκλησία του αγίου Δημητρίου όπου παρίστατο σε φίλιον μνημόσυνο και υπέστη, μαζί με το άλλο εκκλησίασμα, τον δεσποτικό λήρο επί 45λεπτον. Αλλά μη αντέχοντας αντέστη και διαμαρτυρήθηκε για αυτήν την κακοποίηση της εκκλησιαστικής αισθητικής και ηθικής. Κοινώς σήκωσε κεφάλι κι από μέλος του κοπαδιού όπως θεωρούν το εκκλησίασμα, δήλωσε έλλογο ον. Η ακατάσχετη κηρυγματοφλυαρία των ιερωμένων έχει καταστεί μάστιγα για τον εκκλησιαζόμενο πιστό ή ολιγόπιστο. Δεν βρίσκονται στο σπίτι τους για να λένε ό,τι κι όσο θέλουν. Εκκλησία είναι πρωτίστως ο λαός, ως γνωστόν, που περιμένει να πάει και στα σπίτια του, αφού τελειώσουν κάποτε οι παπάδες και να εκτελέσει ακόμα κι αυτά τα ειρηνικά και τα διουρητικά του καθήκοντα. Οι ιερωμένοι εργάζονται κι αυτοί (αμείβονται αδρότατα από το δημόσιο άρα είναι και υπηρέτες του πολίτη), έχουν οικογένειες να μεγαλώσουν και δικαιούνται να κάνουν τη ζωή τους όπως θέλουν ατιμωρητί επί γης (αργότερα βλέπουν). Πρέπει όμως να σέβονται τον κόσμο ο οποίος όταν πάει στην εκκλησία, για το φόβο θεού πάει κι όχι για να υποστεί τη θλίψη, την απελπισία και το δυσβάστακτο λιανοπάτημα. Από που δε κι ως που οι δεσπότες είναι και ποιμενάρχες δηλαδή τσοπάνηδες! Προς τι αυτή η αντιποίηση του τίτλου των αγαθών και τιμίων αρχηγών στάνης του βουνού και του λόγγου, από τα κινούμενα θησαυροφυλάκια αμφίων, μιτρών, πατεριτσών κλπ. (τι απαίσιες γενικές του όλου!).
Τολμητίας ο ιατρός, γιατί παρ’ όλα αυτά, όποιος αντιτάσσεται σε δεσπότη εν λειτουργία, μπορεί και να πάθει και ζημία, σαν αυτήν που έπαθε εκείνος ο κρητικός δικαστικός την εποχή του διχασμού (1915-1919), όταν στον άγιο Νικόλαο ο τότε μητροπολίτης Φώτιος καταφέρθηκε σε κήρυγμά του (άνω του 7λέπτου) εμμέσως κατά του Ελ. Βενιζέλου και υπέρ του εξορίστου βασιλιά Κωνσταντίνου σε μια Κοζάνη γαλλοκρατούμενη) κι αυτός εθίγη κι επιχείρησε να τον ραπίσει (μήπως του την άναψε κιόλας;). Λένε όμως ότι το χέρι του έκτοτε εκουλάθη.
Να ποιός φόβος υπάρχει όταν τα βάζεις με ιεράρχες αλλά εντός εκκλησίας και σε λειτουργία. Εκτός της, έχει κάθε δικαίωμα ο πολίτης να σηκώνει κεφάλι ακόμα και εις αυτόν τον συν-μονάζοντα με τον τίμιο Πρόδρομο (ακέφαλου όμως), όπως ο κ. Ι. Παγούνης πράττει με την υπόθεση του ναϊσκου της Αγίας Αικατερίνης. Η αγία όχι μόνο δεν θα τον κατατρέξει, όπως απειλεί ο δέσποτας όταν συναντηθούν (που και πότε θα γίνει αυτό, μάλλον εκτός μητροπολιτικού εδάφους ότι εντός του η αγία πρέπει να λάβει άδειαν απ’ τον επιχώριο Απόστολο του Θεού, αν θέλει να μη θεωρηθεί η πράξη Της εισπήδησις) αλλά θα τον ευλογήσει κιόλας ότι αυτός αντέστη στη ασέλγειαν που γίνεται σε βάρος της (στο ναΰδριο της εννοείται).

***

Η στάση πληρωμών μιας χώρας (πτώχευση δηλαδή) σαν πρώτη συνέπεια επιφέρει το σάρωμα της τρέχουσας εξουσίας από προσώπου ενεργούς πολιτικής. Δεν γίνεται πτώχευση του λαού αλλά συντήρηση της εξουσίας που τον πτώχευσε.
Η στάση λειτουργίας ενός πολιτισμικού πολυχώρου λ.χ του Λαογραφικού Μουσείου Κοζάνης, όπως ανακοίνωσε το Διοικητικό του Συμβούλιο για το μήνα Αύγουστο κι όχι για τις διακοπές (το ΛΜΚ δεν έκλεινε καμιά μέρα του χρόνου) όσο εκβιαστική κι αν είναι (για ποιους άραγε;) είναι μια άμεση ομολογία αποτυχίας της Διοίκησης να διοικήσει αυτό το υπέρλαμπρο σωματείο και μουσείο και τώρα εκλιπαρεί για βοήθεια. Αρα ευθύνες έχουν αυτοί πρώτα κι όχι ο λαός δια μέσω της εξουσίας του, που έχει τα χρήματα και εν ...ονόματί του τα μοιράζει (χα,χα, χα δηλαδή). Οφειλαν να φροντίσουν, να προβλέψουν, να κινηθούν εγκαίρως κι όχι ν’ αφεθούν στην εύκολη ατραπό της δημόσιας ζητείας. Τώρα κοινωνικοποιούν το πρόβλημα (καλά κάνουν) αλλά ταυτόχρονα πρέπει να εξατομικεύσουν τις διοικητικές τους ευθύνες κι αναλαμβάνοντας τες να κηρύξουν το Μουσείο σε έκτακτη ανάγκη η οποία όμως απαιτεί ριζικές και θεσμικές αλλαγές νοοτροπίας και λειτουργίας.
Η ούτω πως λειτουργία του χώρου μάλλον έκλεισε τον κύκλο της. Χρειάζονται καθοριστικές επεμβάσεις που θα συμπαρασύρουν όμως πρόσωπα αλλά και παγιωμένες αντιλήψεις. Ας τολμήσουν τη μεταρρύθμιση κι ας πονέσουν κι αυτοί κάπως.
Ο μέγας Εκλιπών μόνος του τα κατάφερε κι έκανε ό,τι έκανε. Οι συνεχιστές του, τόσοι πολλοί και περισπούδαστοι, κατάφεραν να του στήσουν μεν τον ανδριάντα και περιμένουν τον Πατριάρχη να τους τον ευλογήσει (άλλο πένθος κι αυτό) αλλά και να κλείσουν (ορισμένως) το Μουσείο (αν είναι αλήθεια φυσικά όλα αυτά που διαβάζουμε).


ΥΓ. Τι σε νοιάζουν εσένα αυτά, θα πει κάποιος.
- Ελα ντε...

Τετάρτη 16 Ιουνίου 2010

«Θέλω να φωτογραφήσω απλά...»



«Δεν θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά,
να μου δοθεί ετούτη η χάρη.
Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές
που σιγά – σιγά βουλιάζει
Και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ
που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπο της
Κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια
γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά.»

Δε θα πω τα τελευταία λόγια μου απόψε αγαπητοί φίλοι αλλά θα πω τα τελευταία χρονικά, λόγια που μου ήρθαν στα γρήγορα, αυτό το ζεστό κι υγρό απόγευμα, ερεθίσματα μιας γρήγορης επίσκεψης στο χώρο σας την σήμερον. Φιλοδοξία άλλη καμία δεν έχω.
Τη στροφή από το ποίημα του Γ. Σεφέρη «Ενας γέροντας στην ακροποταμιά» συλλογιζόμουν το μεσημέρι καθώς κοιτούσα τους πίνακες αυτής της λιτής, σαν το πρωινό αντίδωρο της μέρας, έκθεσης φωτογραφίας, και δίπλα μου ο καλός φίλος Αποστόλης μου μιλούσε για τους ανθρώπους και τη θεματική της.
Τον άκουγα αλλά και δεν τον άκουγα, γιατί υπήρχα ταυτόχρονα στα θέματα και στους υπογράφοντες αυτά και στις συνοδευτικές πινακίδες δίπλα από τους πίνακες με σκέψεις κι αποφθέγματα διαφόρων σοφών που έρχονταν ενισχυτικές ίσως και κάπως διευκρινιστικές του θέματος. Αυτά όλα μαζί ήδη μ’ οδηγούσαν μέσα στο σκιερό ρουμάνι («Στο μεσοστράτι απάνω της ζωής μας/σε σκοτεινό πλανέθηκα ρουμάνι/τι ‘ταν ο δρόμος ο σωστός χαμένος» («Θεία Κωμωδία» Δάντης) με λέξεις, λόγους, σκέψεις, στίχους γύρω από τη γενική εικαστική και λογοτεχνική κατεύθυνση του πράγματος, που είναι το μίνιμαλ στην τέχνη· το ελάχιστο, το λίγο, αλλά το εκλεκτό, το εξαιρετικό αυτό με το οποίο μπορείς μεν να υπάρχεις με την έλλειψή του, αφού σίγουρα δεν είναι το απαραίτητο της ζωής παρακολούθημα, αλλά, όμως χωρίς αυτό δεν είναι καλά. Το ελάχιστο μέσον για να δημιουργήσεις αλλά και το ελάχιστο θέμα για να υποδηλώσεις το σημαντικό. Εκείνη η τεχνική σε όλες τις τέχνες κι ιδίως του λόγου και της γραφής κι όχι μόνον της φωτογραφίας, στην οποία όσο αφαιρείς επί της παρουσίας τόσο υφίστασαι επί της ουσίας, αφού η ανθρώπινη υπόσταση στο διαρκές είναι η πνευματική του οντότητα.
Θέλησαν οι δημιουργοί της αποψινής τέχνης να την ονομάσουν με τον ελάχιστο φωτογραφικό λόγο μίνιμαλ. Δεν μπορώ να εξηγήσω, να ερμηνεύσω, να αισθανθώ στην ουσία της την τεχνική που χειρίζονται. Ομως επειδή αυτό το ρεύμα υπάρχει σε όλες τις τέχνες, η περιδιάβαση στους πίνακες με φέρνει κοντά και σε άλλες συγγενείς της αισθητικής αυτής. Στη μουσική λ.χ. Οταν ακούς μονοτονικά ένα όργανο, μια σύνθεση με λόγο μόνο ή με ελάχιστη μουσική ένδυση, κάτι το γυμνό και το γνήσιο σε περιτυλίγει. Με μια αμεσότητα ζεστή σαν το σώμα, σημαίνον και σημαινόμενο σε διαποτίζουν. Παρακολουθώ τελευταία με τη γυναίκα μου κάτι μουσικές βραδιές στο Ωδείο Δ. Δημόπουλου για λίγους, εννοώ είναι μόνον λίγοι οι ακροατές κι όχι για εκλεκτούς όπως εσφαλμένα μπορεί ν’ ακουστεί. Ομως επειδή το φέρνει έτσι η περίσταση νιώθουμε πως παίζουν για μας τα μοναχικά όργανα, το βιολί, το φλάουτο, το πιάνο παρότι διακονούν μια μεγάλη τέχνη ακόμα πιο μεγάλων δημιουργών. Το ελάχιστο της εκτέλεσης και του τρόπου σε συνδυασμό με το μικρό κλειστό χώρο ακρόασης νομίζεις πως έχει όλα τα ελάχιστα στοιχεία αυτή της μίνιμαλ έκφρασης, όπως το αντιλαμβάνεσαι στην έκθεση και στην τεχνική αυτών των θεμάτων. Νομίζεις πως το καθένα χωριστά απευθύνεται σε σένα και μόνο από την φωτογραφική του λιτότητα του λόγου του.
Αυτά τα απλά άχρονα κι αόριστα τοπία που φεύγουν προοπτικά προς το πουθενά καθότι δεν θέλουν να ορίζουν άλλο τι εκτός από κείνη την στιγμή της ψυχής την οποία συνέλαβε ο φακός και τ’ απαθανάτισε έστω και δια την προσωπική απόλαυση, τη λέω απογείωση μάλλον ο δημιουργού, ομολογώ πως με θέλγουν. Τα κοιτώ και τα ξανακοιτώ ουδέτερα φαινομενικά, αλλά μέσα μου κατακάθονται προσθετικά· στοιχεία μιας τέχνης που δεν ξέρω να τη διατυπώνω αλλά γνωρίζω να τη βιώνω έστω κι ως λαθραναγνώστης της. Μας μεταφέρουν στα ωραία, μικρά, κλειστά δωμάτια του είναι μας, όπου έχουμε φυλακισμένους –όχι πάντα με επιμέλεια αφού συνεχώς κάτι αφήνεται και διαρρέει απ’ αυτούς στην καθημερινότητά μας για να μας χαρακτηρίζει με μια φευγαλέα κρίση ή μια ετικέτα- τους άλλους πολλούς μικρούς εαυτούς μας με τους οποίους αμίλητοι συνυπάρχουμε. Είναι αυτοί οι άλλοι μας σύντροφοι με τους οποίους πηγαίνουμε στους άλλους ανθρώπους ή κοσμούς ως σώμα, ως σκέψη, ως όνειρο, ως δημιουργία. Η μοναξιά μάλλον η μοναχικότητά τους που εμπεριέχουν οι περισσότεροι πίνακες της έκθεσης είναι από μόνη της ένα πολυφωνικό έργο καλλιτεχνικό· σιωπή, μουσική, ποίηση.
Το ελ μαςχιστο που σε πρώτο επίπεδο παρουσιάζουν είναι γεμάτο από εικόνες της απλής ζωής αλλά και διακυμάνσεις της πολυεπίπεδες ψυχής. Τα δύο μαζί ή το καθένα χωριστά είναι αρκετά να σε κρατούν σε μια αισθητική εγρήγορση αλλά και οργισμένη έξαψη μιαν που οι μέρες και οι καιροί που μας διασχίζουν σαν ξίφη αμφίστομα, αδιάφορα κι ισοπεδωτικά τον πόνο μόνο φέρουν. Η καλή τέχνη σε κάθε της μορφή είναι μια αντίστασης στο τρέχον. Η διάρκεια της σε κρατά στην επικαιρότητα αυτής και σε γεμίζει με αντοχές. Αφού υπάρχουν άνθρωποι-δημιουργοί που αντέχουν τον καιρό και τον τρόπο του, μπορείς να πάρεις απ’ αυτούς την είδηση και να τους δώσεις το αντίστοιχο δικό σου μήνυμα πως τίποτε δεν είναι εκ περισσού στη σχέση του δημιουργού και του δέκτη. Ακόμα και η πιο απλή αίσθηση του ωραίου σε κάνει ανθρωπινότερο για να ανθίστασαι επί του προσωπικού (η τέχνη είναι τόσο μοναχική άλλα και τόσο αποτελεσματική σε ατομικό επίπεδο) σε όποιον σε θέλει μάζα, πολτό, φτήνια, όντα ασήμαντα και εύκολα για κάθε χειραγώγηση. «Οχι όντα ιδέες είμαστε και ζούμε πολεμόντα» που διατύπωνε ο Κ. Βάρναλης
Οι φωτογράφοι καταπιάστηκαν με την πιο δύσκολη τεχνική την διατύπωση του απλού φωτογραφικού λόγου χωρίς, προσμίξεις, επεμβάσεις πόζες κλπ. Το ενσταντέ στην κρίσιμη και μόνον στιγμή ύπαρξης τους και πέραν αυτού τίποτε άλλο.
Αφαιρείς και προσθέτεις αλλά πάντα το αποτέλεσμα που θα δίνεις να είναι απλό, στην πρώτη του ανάγνωση φυσικά, γιατί η δυνατότητα του απλού είναι από τις πλέον δύσκολες σ’ όλες τις μορφές της τέχνης. Η παιδική ζωγραφική έχει τα πιο απλοϊκά στοιχεία μέσα της αλλά είναι τόσο μεστά στην ερμηνεία του ψυχισμού. «Επρεπε να γίνω 80 χρόνων για να μπορώ να ζωγραφίζω σαν παιδί» έγραψε ο Πικάσο.
Το άσπρο και το μαύρο που κυριαρχεί στην φωτογραφική απεικόνιση του τρόπου μας, βοηθά ορισμένως στην κατανόηση. Το μαύρο εισχωρεί μέσα στο άσπρο και το αντίθετο. Ταξιδεύουν τα βασικά χρώματα της ζωής μας σε μια προοπτική πάνω στη ζωή, για να μας δείξουν τα ελάχιστα βασικά υλικά της. Μια καρέκλα διαθλάται στο νερό και παραμορφώνεται με τέτοιο τρόπο που νομίζεις πως ταξιδεύει στον ουρανό, στο σύμπαν ή στο τίποτα και στο άπαν. Τα μοναχικά δέντρα στην άκρη ενός θέματος νομίζεις πως είναι από κείνα που φεύγουν πίσω σου έξω από το τζάμι ενός τραίνου που απομακρύνεται κι αφήνει το σήμερα για να εισέλθει στο χτες της μνήμης και πρωθύστερα στο αύριο της νοσταλγίας. Με τόσο λιτό και λεπτό τρόπο οι φωτογράφοι του ακίνητου παρόντος μας σε ταρακουνούν και σε πηγαίνουν μπρος πίσω στο χρόνο.
Είπα κάπου στην αρχή για τις συνοδευτικές πινακίδες με τα ρητά. Στάθηκα σ’ ένα: «Αγία απλότης», λατινικόν, παπικόν κάτι τέτοιο. Θυμήθηκα δεν ξέρω αν είναι το ίδιο, κάτι από την ιστορία. Είχαν πάνω στην πυρά και τον έκαιγαν οι της Ιεράς Εξέτασης τον Ιωάννη Χους, μέγα μεταρρυθμιστή και θρησκευτικό ηγέτη της Τσεχοσλοβακίας του 15ο αι. και πέρασε από κει μια γριούλα φορτωμένη με ξύλα. Βλέποντας τη φωτιά έριξε η αγαθή έριξε κι αυτή το δεμάτι της. Τότε ο μέγας ανθρωπιστής που αγωνιζόταν για τη λύτρωση του απλού ανθρώπου από τα δεσμά το σκοταδισμό και την εξουσία της Εκκλησίας του Πάπα είπε: «Ω θεία απλότης». ΛΙνα αμφίσημο το μήνυμα αλλά δεν μας αφορά, εν παρόδω ελέγχθη.
***
Τα μέλη της Φωτογραφικής Λέσχης Κοζάνης, κινούνται σε μια δονικοχωτική καλλιτεχνική εκδοχή του τρόπου τους, δεν χτυπούν πόρτες και παραθύρια, αλλά θέλουν να υπάρχουν στον κόσμο τους ανιδιοτελείς ως προς κάθε εφήμερο κέρδος αλλά ιδιοτελείς προς το ωραίο και το απλό.
Κάποιους τους γνωρίζω είναι φίλοι στην πλατιά ή στενή έννοια και χρησιμοποιώ ερήμην τους συνήθως (εκ των υστέρων συνεννοούμαστε) έργα τους στα δημοσιεύματά στο περιοδικό μου είτε στο μπλόγκ. Τους παρακολουθώ με ενθουσιάζουν χωρίς να τους το εκδηλώνω πάντα κι απόψε είναι μια αφορμή να τους ευχαριστήσω δημόσια για αυτήν την ας πούμε ανοχή που δείχνουν στην κλοπή που υφίστανται από μένα. Τους όφειλα αυτό το λόγο παρότι περισσότερο έμεινα στα αισθήματα που μου προκάλεσαν τα έργα τους, παρά σε μια κάποια κριτική τους αποτίμηση που ούτε και την μπορούσα άλλωστε. Αλλά νομίζω πως η τέχνη τους είναι από εκείνα τα ελάχιστα αλλά εξαιρετικά που γίνονται στον τόπο μας στο χώρο του πολιτισμού, Τους θεωρώ κι αυτούς αντίπαλους σε κάθε εκζήτηση, στο συρφετό, και στην καλπάζουσα ευτέλεια που μας κατακλύζει

(Εισήγηση στα εγκαίνια της έκθεσης φωτογραφίας της Φωτογραφικής Λέσχης Κοζάνης την 13 Ιουνίου 2010)

Σάββατο 12 Ιουνίου 2010

Μικρό δοκίμιο περί της εκδόσεως χοντρών, γυαλιστερών βιβλίων


Είναι για τέρψεις φιλολογικές κι όχι μόνον, η απόπειρα ορισμένων, δρέψης ευρω-καρπών από τις λευκωματούχες συγγραφές στην πόλη μας. Διαβάζουμε για την επιχείρηση («εγχείρημα» στην πολεμική ορολογία, όπως θυμάται ανεξίτηλα τη λέξη ο πατέρας μου, μια αποστολή και μάχη στο κοινό σφαγείο του Γράμμου) σύνταξης της Ιστορίας του Α’ΣΣτρατού. Μίλησε ήδη περί αυτής ο Πρασινο-Λόγ(ι)ος Λάζαρος Τσ. Εν τω μεταξύ το όνομα του τετραήμερου αγίου στον τοπικό, πολιτικό διασωσμό (και διασαλευμό), έχει μεγάλη πέραση Το μόνο εκκλησίδιον της θεοσώστου(!) Μητροπόλεώς μας αφιερωμένο στον άγιο, υπάρχει δίπλα στον μεγαλοπρεπή ναό του αγίου Δημητρίου· φτωχότερο και ταπεινότερο του Λαζάρου αλλά της ευαγγελικής παραβολής.(1) Κάποτε, όμως, είχε διαδραματίσει μέγα βιβλιοσωστικό ρόλο, όταν ο ανυπέρβλητος περί των τοπικών βιβλίων και βιβλιοθηκών ο «αγράμματος» Ν. Π. Δελιαλής, με την εισβολή των Γερμανών στην πόλη έκρυψε -έθαψε στην κυριολεξία κι έχτισε απ’ έξω το υπόγειό του- τα ιερά της Δημοτικής Βιβλιοθήκης κειμήλια και τα πολύτιμα βιβλία της (οι σημερινοί ναυλοχούντες σ’ αυτήν τα πετούν όπου να ‘ναι ναι) και τα έσωσε από την πιθανή διαρπαγή των προγόνων της κ. Μέρκελ. Αυτή τώρα διεκδικεί με τη συγκατάθεση των εγχωρίων «γκαουλάιτερ» μόνο τα ευρώ των νεοελλήνων συνταξιούχων. Τα «ανέστησε» μετά 4 χρόνια. Ο νυν Λάζαρος Μλ. (Λαζαράκης κατά τους άσπονδους, δημοτικούς εχθρούς του) της Κοζάνης, ο οποίος το συλλογίζεται σοβαρά να διαφεντέψει το μέγα Δήμο, την ιστορική του έδρα της Αιανής (Κάλλιανης) και το πέρασμα της Λευκοπηγής· κι ο άλλοτε βουλευτής Λάζαρος Λτ. (υφυπουργός στις αγορές όπλων παρά τω κυρίω Ακη, πολύφερνου γαμβρού, ολιγόφρενου πολιτικού κι ασύδοτου πασοκομάγκα για να μη ξεχνιόμαστε) ο οποίος επιδιώκει μετάθεση (με τις μεταθέσεις των στρατιωτών άλλωστε επιβίωσε πολιτικά) τώρα στην Δημαρχία Πτολεμαϊδας· κάτι τέλος πάντων ό,τι νάναι απ’ αυτά που έχασε, διότι δεν μπορεί να μη σώζει διαρκώς τις δημόσιες καταστάσεις, του νοσοκομειακού ΕΣΥ μη εξαιρουμένου, στο οποίο κάνει τη θητεία του πλέον ως ο «Καλός στρατιώτης Σβέικ» του νεοελληνικού πασοκικού στρατού.
Επανερχόμαστε. Ο της οικολογίας, μόνιμα στη διαμαρτυρική τσίτα ευρισκόμενος (δια των μέιλ εννοείται) κι όχι σε κανένα ζωολογικό κήπο με την ομόηχη του επιθέτου χαριεντιζόμενος, τα έχει (καλά κάνει δηλονότι) με τη συγγραφή της ενδόξου και εκδοτικά πολυ-ευρικής ιστορίας του Α’ΣΣ. Αυτό το στρατιωτικά βαρύηχο σώμα, ισχυρό ως προς τη δύναμη πυρός αλλά προς τον εσωτερικό εχθρό του έθνους μας εννοείται, και τους άλλοτε φουκαράδες γείτονες -τώρα μέχρι κι αυτοί μας πήραν σβάρνα- από τον εμφύλιο και μετά έδρευε (κάποτε κι ενέδρευε) στην Κοζάνη, τώρα επιχειρησιακό ράκος, περιμένει τη διάλυσή του. Στο μόνο που υπάρχει είναι η μπάντα του (με συγκινεί πάντα το εμβατήριό του) στις παρελάσεις, καμιά συναυλία της στην αίθουσα Φίλιππος, και στην υποστολή της σημαίας στην πλατεία κάθε Κυριακή απόγευμα, ενώπιων παιδαρίων που τρέχουν ανυποψίαστα δια το μεγαλείο της φυλής μας, πολλών εν προσοχή συμπολιτών μας (που γνωρίζουν αυτό που αγνοούν τα νήπια) αλλά κι αραχτών στις παρακείμενες καφετέριες, ανθελλήνων νεαρών και νεολαίων αντιεξουσιαστικών κομματιδίων, που αποτελούν τον ένδ(λ)οξο ΣΥΡΙΖΑ, ήδη εν διαλύσει διατελούντα.
Επ’ αυτής της ατελέσφορης έως τώρα εκδοτικής επιχειρήσεως (ο εξ ίσου γενναίος Περιφερειάρχης κ. Κίρκος σταμάτησε, αλλά δεν μας απάντησε περί του άλλου χοντροβιβλίου του προκατόχου του με τίτλο «Δυτική Μακεδονία κλπ.») θα αραδιάσω κάποιες σκέψεις που διεκδικούν προφανώς το γενικά λανθασμένο (ο χυλός της κοινής κενής γνώμης) και το προσωπικό, όσο κι αν φαντάζει εγωιστικό, αλάθητον!
1. Στις εκδόσεις χοντρών, γυαλιστερών βιβλίων συνήθως υπάρχει πίσω τους και ζήτημα χρημάτων. Που θα βρεθούν αλλά και συνακόλουθα πως θα μοιραστούν;
2. Τα ανωτέρω χαρτικά είδη χρησιμεύουν στην ένδυση της οίκοι ημιμάθειας και γοερής επίδειξης επί τοίχων μαζί με τους πίνακες (αντιγραφές από αλβανούς μεγάλων ζωγράφων) που πάνε με το χρώμα του σαλονιού. Σαν τις βιβλιοθήκες ντεκόρ των τηλεοπτικών στούντιο που έχουν μόνο άδεια κουτιά εξώφυλλα· πουκάμισα αδειανά!
3. Δεν έχουν καμία χρηστική, πνευματική ουσία, δεν λείπουν από πουθενά, δεν ικανοποιούν καμιά γνωστική ανάγκη ει μη μόνον τους συγγραφείς- κατασκευαστές τους, οι οποίοι εκλιπαρούν μπροστά στις πόρτες της διανέμουσας (φαύλα πράττουσα) εξουσίας, τα υπέρ του απλού, λαϊκού λαού κονδύλια γενικών ή ειδικών πόρων ανάπτυξης ενός τόπου.
4. Τοποθετούνται σε ράφια επίπλου που ονομάζουν «σκρίνιο» το οποίο συντιθέμενο από γυαλί και ξύλο γέμει πιάτα, υαλικά («και τσουγκρίζανε τα γυαλικά στα ράφια», διακοσμητικά κινέζικα, μπιμπελό ωραία ή αισχίστης ποιότητας, φωτογραφίες νυφικές ή απελθόντων συγγενών, ένα μαυσωλείο καρακιτσαρίας. Είναι το σήμα επιπλωθέν του νεοέλληνα βλαχοαστού.
5. Υπάρχουν εκδοτικές συμμορίες που γυρίζουν τη χώρα για να βρουν θύματα (της τοπικής εξουσίας εννοείται διότι αυτή, όπως είπαμε, μοιράζει ξένα χρήματα), αλλά και τοπικά συνάφια επιτηδείων. Τους γεμίζουν ιδεολογικά και διαφημιστικά φούμαρα κι επειδή καμιά τους δεν διαθέτει οίκοθεν πνευματικές δυνάμεις για να κρίνει κι ούτε βοηθητικές υπηρετικές παρόμοιες, για να τους συγκρατήσουν, πέφτουν σαν ζαλισμένα κοτόπουλα στο δόκανο· κι άλλο που δεν θέλουν κάποιοι τους.
6. Οι επιτευδευματίες μιας χοντροέκδοσης επενδύουν στη ματαιοδοξία και την ασημαντοαρχοντοχωριατοσύνη των επωνύμων χορηγών κι ενισχυτών (όχι φυσικά από τη τσέπη τους) που φλέγονται να δουν τη φάτσα τους (έγχρωμη πάντα), ακριβώς μετά το εξώφυλλο θριαμβο-ληρολογούσα (συνήθως γράφουν οι «συγγραφείς» τους προλόγους για να ‘ναι στοιχειωδώς εντός θέματος). Αλλά προσβλέπουν και στο πιθανόν όφελος επί του προσωπικού τους και στην πολιτική κουνίστρα (που του κούναγε χωρίς να τους ρίπτει χαμαί). Ισως και σε κάποιο υλικό κέρδος –μικρό, αλλά μάζευε κι ας είναι και ρόγες. Βέβαια η πλέον διεφθαρμένη βαθμίδα εξουσίας (Τ.Α.), έχει και άλλους εισπρακτικούς δρόμους. Ακουσα τυχαία εσχάτως, ένα παράδειγμα γράφω, πως η τοπική οδός Βερμίου (έξοδος προς Θεσσαλονίκη) έφτασε μέχρι το όρος ...Βέρμιον ίνα ευ σοι γένηται και ίνα μακροχρήματοι γίνουν επί της γης διάφορα φυσικά, πολιτικά κι επιχειρηματικά πρόσωπα.
Ενα άγριο κι άγιο πόθεν το αίσχος, όλων όσων μετείχαν στις μικροεξουσίες, μαζί με την έρευνα για ξέπλυμα του δημόσιου μιζοχρήματος, κυρίως αυτό, δεν θα έβλαπτε την κοινωνία των πολιτών αλλά μόνον των κολλητών. Κανείς, όμως, δε το τολμά ότι ως πουλημένη η παντός είδους διοίκηση κοιτά πρώτα τη δική της πήρα που κρέμεται και λικνίζεται έμπροσθέν της σαν τ’ αχαμνά ευνουχισμένου (στριμμένου) τράγου, εν αφροδισιακή αναστολή τελών και εξ αυτού πάχυνσης ασύμμετρης.
Επί του στρατιωτικού «ιστορικού» λόγου.
α. Γιατί να μάθουμε με δημόσιο χρήμα, πολυτελώς μάλιστα, την «ένδοξη» ιστορία του Α’ ΣΣ; Αυτή μας έλειπε ή και μας μάρανε! Από που ως που «ένδοξη», άλλωστε τους αχλίους «συμμορίτες» τους νίκησε το τότε εδώ εδρεύον, Β’ΣΣ στρατού ή επειδή έτσι τη θέλει ο κατασκευαστής της; Αν ζητήσει κάποιος, εγώ λ.χ. δημόσια ενίσχυση για να γράψω τις ηλίθιες ιστορίες του ελληνικού στρατού θα επιδοτηθώ; (2)
β. Ποιόν νοιάζει αυτή η ιστορία εκτός από τον ομηρικό «κανένα» και τον ομώνυμο μπλόγκερ της τοπικής μας έρευνας, που ειδικεύεται στους τοπικούς παοτζήδες (προσοχή όχι Παοκτζήδες) και την απομυθοποίηση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας;
γ. Το μόνο ιστορικό του Α’ΣΣ στην πόλη της Κοζάνης είναι τα κτίρια του Στρατηγείου και οι στρατώνες γενικά έργο των Τούρκων, όταν το 1907 μετακόμισε η 6η μεραρχία τους που έδρευε στην Νεάπολη (Ανασελίτσα) -ιδού ιστορικό κιτάπι (όχι περγαμηνή) των εκεί για να διεκδικούν για την πόλη τους την έδρα του Δήμου Βοίου- και εγκαταστάθηκε για πρώτη φορά στην ιστορία της πόλεως οθωμανικός στρατός. Τότε επιχειρήθηκε να κτισθεί και τζαμί αλλά δεν έγινε πράξη. Τοπικοί ιστορικολαογραφούντες της εποχής μας παρουσίαζαν την καμινάδα του Ιταλικού ατμοκίνητου αλευρομύλου (περιοχή Γητιάς) του 1881, ως τζαμί…
3. Τι το ηρωικό διέπραξε για την πόλη, την περιοχή, την Ελλάδα για να το μάθουμε και να μείνει στη μνήμη μας στους αιώνες των αιώνων; Αμήν!
Κύριος Νομάρχης οίδε...
Γενικά. Αναρωτήθηκαν ποτέ οι τοπικοί διοικούντες κι ασύδοτα τα δημόσια χρήματα διασκορπούντες τι θησαυρός ανέκδοτος, πρώτης πνευματικής προτεραιότητας, υπάρχει και περιμένει το «πότε» (μήπως και το «ποτέ») για την ανάδειξή του, στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης; Αντ’ αυτών εκδοτικές και συλλογικές γελοιότητες διεκδικούν τη δημόσια στήριξη. Ας το σκεφτεί ο κ. Νομάρχης κι ας σταματήσει αυτή το εγχείρημα ή ας βυθιστεί κι αυτός και η πολιτική, αισθητική και νοημοσύνη του μαζί με την πνευματική του συγκρότηση, αύτανδρος στη γενικότερη φτήνια και γελοιότητα του βιβλιο-αρπακολισμού.

***

ΥΓ. 1. Βλέπετε δεν είναι το λίαν αβανταδόρικο ναΰδριον της Αγίας Αικατερίνης (της πανσόφου) το άλλοτε δηλαδή αναπόσπαστο μέρος του επισκοπείου του οποίου κατέλυσαν την ύπαρξη, αφού του επετέθησαν και το βίασαν (όχι την αγία) αλλεπάλληλα, μητροπολίτες, δήμαρχοι νυν κι άλλοτε, αρχαιολογίες και άλλα γήινα θεσμικά κι άθεσμα θεόντα κι άθεα όντα.

ΥΓ. 2. Παρακαλώ τον συγγραφέα της ιστορίας του Α’ΣΣ να λάβει υπ’ όψιν του και να καταχωρήσει στας ενδόξους δέλτους της εργασίας του, το παρακάτω περιστατικό, από τις ηρωικότερε στιγμές των ηγητόρων του, με τον τίτλο: «Ο οδοντοαλγών λοχίας ταχυδρομικού κι ο ομοιοαλγών συνταγματάρχης του ιππικού, δηλαδή των ΣΕΜ»: Υπηρετούσα στη ΒΣΤ 900Α του ΑΣΣ και πήγα στο οδοντοκτηνιατρείο του για εξαγωγή οδόντος που με πονούσε. Είχε μεσιάσει η εκρίζωση, όταν με σήκωσε άτσαλα και βίαια σχεδόν από την πολυθρόνα ο γιατρός, για να κάτσει κάποιος σκληρός συνταγματάρχης. Περιφερόμουν με το μισό δόντι βγαλμένο επί ώρα, αλγών και θρηνών για τη στρατιωτική αδικία που υπέστην, ο τάλας».

ΥΓ. Εμβόλιμον. Ο αξιότιμος κ. Ρ. Κκλδς (τι μου φταίει ο άκακος αυτός άνθρωπος μήπως επειδή δεν δίνει σημασία στα όσα δημόσια του καταμαρτυρούν οι σύντροφοί του, κι εγώ επαναλαμβάνω ως συνήγορος του διαβόλου;) ενώ δεν έλαβε θέση για το θέμα του βιβλίου του Α’ΣΣ, έπιασε θέση κι ανακοίνωσε δημόσια, άρα και σ’ εμένα, στέλνοντας μάλιστα περήφανους συντροφικούς χαιρετισμούς, (όπως ο «Γοργοπόταμος στην Αλαμάνα» κατά το αντάρτικο άσμα), πως επιθυμεί να προτιμηθεί (ό,τι έχετε ευχαρίστηση σύντροφοι, κατά πως λεν οι ζητιάνοι μπροστά στο ναό του αγίου Νικολάου), το δικό του μέιλ από εκείνα των συντρόφων του και να χρισθεί υποψήφιος περιφερειάρχης κλπ. Με εντυπωσιάζει η ικανότητα αυτού του ΔΝΤκόμματος πλέον, να γελοιοποιεί (έως το μη περαιτέρω) τα μέλη του (κι εσένα τι σε νοιάζει;) επώνυμα, δυσώνυμα κι απλά (έγινε άπειρες φορές αυτό αλλά ο συνεκτικός κρίκος της εξουσίας κάνει πολλούς να τα καταπίνουν αγόγγυστα όλα. Μα όλα;)· μέχρι και τον ανωτέρω διεθνή, πολιτικό παράγοντα. Ενώ είναι πασίγνωστο ότι αυτά τα αποφασίζει σχεδόν όλα ο κύριος ΓΑΠ τους, εν τούτοις τους ρίχνουν στον Καιάδα των μέιλ απαξάπαντας. Οποιος δε στείλει τεκμαίρεται ότι δεν ενδιαφέρεται. Αν λ.χ. ο πολυχρόνιος δήμαρχος και νυν βουλευτής θελήσει να είναι υποψήφιος θα στείλει κι αυτός από το υπηρεσιακό του γραφείο φυσικά (όλοι οι εκεί εργαζόμενοι υπηρέτες του γνωρίζουν την τεχνική των μέιλ) το γνωστόν αρχίζοντας: «Αγαπητοί σύντροφοι λαμβάνω την τιμή να σας αναφέρω πως προτίθεμαι κλπ.». Φυσικά! Ετσι είναι το σωστούν και το δημοκρατικούν, θα αναφωνήσουν κεχηνότες, όσοι νομίζουν πως τα όποια μέτρα (μας πήραν και μας σήκωσαν) αυτούς δεν τους αφορούν, αφού είναι γνήσιοι οπαδοί και ψηφοφόροι αυτού του πολιτικού μορφώματος, το οποίο ετούτη τη φορά μας ενέσκυψε, όχι ως χολέρα φυσικά, άλλα ως ναυαγούσα (μαζί με το κράτος μας) μεθυσμένη γαλέρα.

Τρίτη 8 Ιουνίου 2010

Τα δάχτυλα της μουσικής


Τελευταία έχω δει από πολύ κοντά, σχεδόν όλα τα δάχτυλα της μουσικής στα απογευματινά (post Meridiem) του Ωδείου Δ. Δημόπουλου. Στο βιολί, στο πιάνο, στο φλάουτο, ακόμα κι εκείνα τα δάχτυλα που παίζοντας επί των μουσικών οργάνων δείχνουν τη σιωπή, κατά τον τρόπο του Ο. Ελύτη:
«Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα.
Όλα τα δάχτυλα σιωπή.
Έξω από τ' ανοιχτό παράθυρο του ονείρου,
σιγά σιγά ξετυλίγεται η εξομολόγηση,
Και σα θωριά λοξοδρομάει προς τ'άστρα!»
(Προσανατολισμοί)
Ετούτη τη φορά (Δευτέρα 7 Ιουνίου μέρα καλοκαιρινή) τα δάχτυλα ήταν το Νίκου Παπαπαρασκευά· κοζανίτης μουσικός που ξεκίνησε από την «Πανδώρα», το Δημοτικό Ωδείο Κοζάνης και το Κρατικό Θεσσαλονίκης για να συνεχίζει να μαθαίνει, να παίζει και να βραβεύεται σε διάφορους μουσικούς χώρους και τρόπους. Στο μέσον του ρεσιτάλ θυμήθηκα πως ήταν αυτός που επένδυε μουσικά την Τρίτη βραδιά της ποίησης στο ΚΤΕΛ Κοζάνης, εκείνη την λίαν ωραία βροχερή νύχτα του φετινού Μαρτίου, που όσοι την έχασαν καλά να πάθουν.
Εννοείται πως φορούσε σκουλαρίκι κατά την εκτέλεση κι αυτό του έδινε μια άνεση τρόπου για να περνά εύκολα από την κλασική μπαρόκ μουσική (J.S.Bach: σονάτα σε μι ελάσσονα BWV 1034 (1724) στη καθαρή κλασική του L. van Beethoven (σερενάτα, έργο αριθμός 41 (1803), τη ρομάντσα του G. Enesco: cantabile et presto (1904) και στο εντελώς σήμερα του Παναγιώτη Δημόπουλου Weberiana (2010) ο ποίος συνόδευε στο πιάνο, μια μόλις τελειωμένη του σύνθεση για σπαρακτική κραυγή, χτύπους βίας στο μπάσο και την οποία εκτελούσε κυρίως με ένα μικρό λυπημένο σουραύλι (τι ήταν αυτό;).
Στους ακροατές ήταν κι ο πιανίστας Γ. Γκαλιάτσος φορούσε κι αυτός το διακριτικό σκουλαρίκι, που είναι φαίνεται το σήμα ωτοδιατρυφέν των νέων μουσικών -πριν μερικά χρόνια έγραψα κάτι σαν επιφυλλίδα για κάποιον μουσικό με τον τίτλο: “Ο πιανίστας με το σκουλαρίκι”- που όμως το βγάζει στη διάρκεια των ρεσιτάλ του και ο οποίος την προηγούμενη Δευτέρα “οργίασε” στο εκεί πιάνο.
Σε γενικόλογες εκφράσεις συνήθως καταφεύγεις, βιαστικά αλλά και διαρκή συμπεράσματα, μετά από κάτι τέτοιες μουσικές φάσεις (και φράσεις) στις οποίες υπάρχεις. Τι άλλο μπορεί να πει κανείς που αμήχανα και κάπως εν συστολή πάει σ’ αυτά, ν’ ακούσει σχεδόν σε προσωπική ακρόαση -νιώθεις κριτής που ενώπιόν σου δίνει εξετάσεις ο καλλιτέχνης- μαζί με τους αυτόβουλα επιλεγμένους συνακροατές, και αμέσως μετά βρίσκεται σε μια πνευματική μουσική θαλπωρή, η οποία στη διάρκεια αλλά και στην έξοδο σε παραδίδει εκ νέου στα εγκόσμια – τοπικά και παγκόσμια ως επί το πλείστον θλιβερά- πιο ελαφρύν· κι “Οι ελαφροί ας με λένε ελαφρόν” κατά Κ.Π. Καβάφην.

***
Βυζαντινός Άρχων, εξόριστος, στιχουργών


Οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρόν.
Στα σοβαρά πράγματα ήμουν πάντοτε
επιμελέστατος. Και θα επιμείνω,
ότι κανείς καλλίτερά μου δεν γνωρίζει
Πατέρας ή Γραφάς, ή τους Κανόνας των Συνόδων.
Εις κάθε αμφιβολίαν του ο Βοτανειάτης,
εις κάθε δυσκολίαν στα εκκλησιαστικά,
εμένα συμβουλεύονταν, εμένα πρώτον.
Aλλά εξόριστος εδώ (να όψεται η κακεντρεχής
Ειρήνη Δούκαινα), και δεινώς ανιών,
ουδόλως άτοπον είναι να διασκεδάζω
εξάστιχα κι οκτάστιχα ποιών
να διασκεδάζω με μυθολογήματα
Ερμού, και Aπόλλωνος, και Διονύσου,
ή ηρώων της Θεσσαλίας και της Πελοποννήσου·
και να συνθέτω ιάμβους ορθοτάτους,
όπως θα μ επιτρέψετε να πω οι λόγιοι
της Κωνσταντινουπόλεως δεν ξέρουν να συνθέσουν.
Aυτή η ορθότης, πιθανόν, είν η αιτία της μομφής.


ΥΓ. 1. Τα ανεπιτυχή σκίτσα –μια αόριστη αίσθηση του πράγματος κι όχι αποτύπωση άλλου τι- διεπράχθησαν την ώρα που οι μουσικοί έπαιζαν Μπετόβεν

2. O κύριος Ρούλης Κκλδς και πάλι απουσίαζε. Τι έγινε ανακάλεσε την υποψηφιότητά του ή στις γειτονιές του κόσμου (του) ταξιδεύει; Εχω μια αγωνία.

Τρίτη 1 Ιουνίου 2010

Εκθεση βιβλίων σε κυματώδη έως κωματώδη διάθεση



Την 29η Μαίου ο δείκτης τιμών βενζίνης έδειχνε ...1453! Την επαύριον παραλία Θεσσαλονίκης στον K’ Πνευματικό Μάιό της με την πανηγυρική (και σαφώς πανηγυριώτικη) έκθεση βιβλίου. Των αγίων Πάντων άλλωστε και η παραλία έγεμε πάγκων με βιβλία, καθώς ο κόρφος του πεινο-λόγιου του Πτωχοπρόδρομου «έγεμε φθείρας αμυγδαλάτας», με την παρουσία πάντων των βιβλιοχαρτοπωλών Βορείου Ελλάδος και κάτι νότια ψιλά. Σε πρώτο επίπεδο ακριβώς μπροστά κι επί του θερμαϊκού κόλπου με την παρουσία στο βάθος πλοίων και βυθοκόρων, ελαφρώς σκούρα και κυματώδης, η θάλασσα του απογεύματος. Ενώπιόν της (κι ας γράφει ο Μ. Προυστ πως «Θάλασσα ποτέ δεν είδα δυό φορές την ίδια») κάποτε διάβαζα της «Σκακιστική νουβέλα» του Στ. Τσβάιχ καθήμενος σε παγκάκι. Την ξανάδα στο περίπτερο της Αγρα, από τα λίγα σοβαρά, κατά παράδοξο τρόπο που μετείχαν. Τώρα επ’ αυτού τούτου του καθίσματος (περίπου δηλαδή αφού άλλαξαν τόσα στην παράλια χώρα της Θ.) διόρθωνα την ομιλία για τον Λόρδο Μπάυρον και τις σχέσεις του με τον κοζανίτη ιατροφιλόσοφο και ποιητή Γ. Σακελλάριο! Τα κύματα της θάλασσας («μου το ‘πανε αυτή η νύχτα μένει») που χτυπούσαν την παραλία ακολουθούσε ένα μικρό κενό πλακοσκέπαστης ξηράς και αμέσως ξαπλωνότανε οιονεί σινικό τείχος των περιπτέρων με τα βιβλία. Επί το πλείστον εκδότες της β’ και γ’ διαλογής και κατηγορίας; Κάτι ήδη φτηνό κυκλοφορούσε στην ατμόσφαιρα. Οπως στο δικό μας νιάημερο ή στα πανηγύρια του αγίου Πνεύματος που συνήθως πλην των άλλων (εκ της λογίας φύσεως της εορτής) λαμβάνουν χώρα και εκθέσεις βιβλίου. Αμέσως μετά ανοίγονταν το ευρύ περιπατητικό ελεύθερο, όπου οι απογευματινοί επισκέπτες οικογενειακώς από την ένδον πόλη αλλά και τη Μακεδονική ενδοχώρα έκοβαν ράθυμες και ορισμένως ανθυπολόγιες βόλτες, άλλωστε έκθεση βιβλίου εκεί διαδραματιζόταν. Ενα τραινάκι εν τω μεταξύ ξεναγούσε και ψυχαγωγούσε τις οικογένειες κι ένας παπάς το διασκέδαζε εποχούμενος. Μια δυο άμαξες (με δυό άλογα ή μήπως με ένα δε θυμάμαι) πηγαινοέφερναν ζεύγη ανθρώπων συλλογισμένα έως ημιχαρούμενα. Που είναι λοιπόν η κρίση, το ΔΝΤ και η κυβέρνηση τους; Από μακριά ακούστηκε κάτι σαν μπάντα. Μια διμοιρία με οπλίτες της ΕΛΑΣ κατηφόριζε συντεταγμένη και πήγαινε προς την υποστολή σημαίας στο Λευκό Πύργο κι όχι για άλλο τι. Εντελώς ειρηνικά και πατριωτικά έργα.
Σκηνές κάπως από την «Πρέβεζα» του Καρυωτάκη.
Σ’ ένα περίπτερο με πολλά βιβλιαράκια των 8 βαριά σελίδων, ένας κύριος άνω του μεσήλικος ρωτά αγωνιών τον όπισθεν του πάγκου, αν υπάρχει κάπου εδώ τουαλέτα. Κάτι αόριστον του είπε και του έδειξε ακόμα πιό γενικόλογο, αλλά όπως διαπιστώθηκε αυτή η μεγάλη ανθρωπομάζα που πήγαινερχονταν στην παραλία της πόλης των ΑνθιμοΨωμιαδοΠαπεγεωργόπουλων δεν είχε που να εκτελέσει τα διουρητικά της καθήκοντα. Οπότε μόνη διέξοδος η θάλασσα. Τη δείχνει άλλωστε κι ο Ν. Καββαδίας του οποίου μέχρι κι εκεί εόρταζαν τα 100 του χρόνια.

Θεσσαλονίκη ΙΙ

Τράνταζε σαν από σεισμό συθέμελα ο Χορτιάτης
κι ακόντιζε μυνήματα με κόκκινη βαφή.
Γραφή από τρείς και μούγινες μορτάρι και καρφί.
Μα έριχνε η Τούμπα, σε διπλό κρεβάτι, τα χαρτιά της.

Τη μάκινα γιά τον καπνό και το τσιγαροχάρτι
την έχασες, την ξέχασες, τη χάρισες αλλού.
Ητανε τότε που έσπασε το μεσιανό κατάρτι.
Τα ψέματα του βουτηχτή, του ναύτη, του λωλού.

Και τι δεν έχω υποσχεθεί και τι δεν έχω τάξει,
με τα σαράντα κύματα μου φταίνε και ξεχνώ
- της Αγρας τα μακριά σαριά, του Σάντουν το μετάξι -
και τα θυμάμαι μόλις δω αναθρώσκοντα καπνό.

Το δαχτυλίδι που 'φερνα μου το 'κλεψε η Οράγια.
Τον παπαγάλο - μάδησε κι έπαψε να μιλεί.
Ας εκατέβαινε έστω μιά στο βίρα, στα μουράγια,
κι ας κοίταζε την άγκυρα μονάχα, που καλεί.

Τίποτα στα χεράκια μου, μάνα μου, δε φτουράει -
έρωτας, μαλαματικά, ξόμπλια και φυλαχτά.
Σιχαίνομαι το ναυτικό που εμάζεψε λεφτά.
Εμούτζωσε τη θάλασσα και τηνε κατουράει.

Της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι.
Να μην τολμήσεις να τη δεις ποτέ από τη στεριά.
Κι αν κάποια στην Καλαμαριά πουκάμισο μου ράβει,
μπορεί να 'ρθω απ' τα πέλαγα με τη φυρονεριά.

Ακούω το τραγούδι στο σιντί «S/S ΙΟΝΙΟΝ 1934» από τους αξεπέραστους «Ξέμπαρκους» και φτιάχνομαι αναδρομικά.
Σε λίγο μια μελαγχολική και κάπως πένθιμη διαδήλωση περνά («μέσα από τα μάτια») από μπροστά μας. Είναι οι απολυμένοι από το γκουρμέ οινομαγειρείον BANQUET. Σταματούμε την ομιλία σε ένδειξη σεβασμού ότι οι διαδηλωτές, θύματα του ΔΝΤ, δηλαδή των ευτελών μας κυβερνήσεων, πρέπει να απολαμβάνουν τις τιμές του άγνωστου αγωνιστή.
Ενδον σημείωση.
Στον ισόπεδο υπαίθριο χώρο εκδηλώσεων διάλεξη δινότανε περί του Λόρδου Βύρωνος, με αφορμή τα 200 χρόνια από την έλευσή του στην Ελλάδα). Οι λοιποί ομιλητές ήταν: Αν. Μπουσμπούκης ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ περί την γλωσσολογία και η Ελένη Καρασαββίδου ποιήτρια και δημοσιογράφος.
Ο κόσμος περνούσε, κοιτούσε ουδέτερα και συνέχιζε. Ενα πλοίο-μπαρ φρύαζει προσκαλώντας την πελατεία, κι άλλα δυο τρία αραγμένα λειτουργούσαν ως λικνιζόμενες καφετέριες. Το άγαλμα του Μεγαλέξανδρου (αυτές τις μέρες έχει το γενέθλιά του ο στρατηλάγνος) κοιτούσε αυτό το κάπως «Αδιανόητο τίποτα» (Στ. Ράμφος εκδ. Αρμός). Στα δυτικά απ’ όπου ήρθαμε, η δύση πάλευε μεταξύ ημέρας και νύχτας. Δε θα βρέξει και το καθιερωμένο μπουρίνι δεν αφίχθη...Τα ξαναέζησα αυτά ως παρατηρητής («Σκηνές από μια έκθεση βιβλίου» σελ. 95 στο βιβλίο «Οι χάρτες των ονείρων μας» εκδ. Παρέμβαση, 2001) αλλά τώρα και κάπως μέτοχος.
Αλλ’ αφού ήξερες τι σε περίμενε ή μήπως δεν το γνώριζες ή έκανες πως δεν το ήξερες, τότε τι ήθελες εκεί; Αλλά η Θεσσαλονίκη σ’ «αρρωσταίνει» ακόμα και με τα σκουπίδια της. Ας πρόσεχα...
Κάτι σαν λύπη με επέστρεφε για το χρόνο ή για τον τρόπο ή και για τα δύο.