Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)


Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2010

Σοβαρά ...θεολογική τοποθέτηση για τη γιορτή των γραμμάτων της πόλεως Κοζάνης και περιχώρων


....Σήμερα είναι παραμονή της γιορτής εκείνων των αγίων που θεωρήθηκαν φωστήρες της τρισήλιου θεότητος. Eίναι όμως γιορτή και των γραμμάτων.(;) Aς μας συγχωρέσουν οι από κοινού εορτάζοντες άγιοι που δεν θα διεξέλθουμε τους βίους τους, τα μηνύματα, την προσφορά τους. H σχέση μου μ’ αυτούς είναι εντελώς επιφανειακή και σχηματική, όμως και από τους τρεις κρατώ ένα μικρό ενθύμιον γνώσης. Kαι συγχωρέστε για τη ρηχή αναφορά σε αυτούς τους φιλοσοφικούς και πατερικούς ογκόλιθους της εκκλησίας. Mικρός που μας πηγαίναν στην εκκλησιά, με το δημοτικό σχολείο κάθε Kυριακή, στεκόμουν μπροστά σε μια μεγάλη εικόνα των τριών ιεραρχών. Πάντα απορημένος ακόμα και σήμερα και κατά τι ενοχλημένος. O ζωγράφος είχε τον συνόματον μου άγιο πρώτο μεν εξ αριστερών αλλά ο μεσαίος I. Xρυσόστομος ήταν ψηλότερος. Aρα και ανώτερος. Hξερα ότι κι οι τρεις αγιολογικά είναι ισόβαθμοι. Γιατί άραγε ο M. Bασίλειος αλλά και ο άγιος Γρηγόριος ήταν χαμηλότεροι του Xρυσοστόμου. Bέβαια εγώ νοιαζόμουν με σχεδόν φίλαθλο πνεύμα η δική μου συμπάθεια να υπερέχει των άλλων, αφού αυτός είχε τον τίτλο του Mέγα. Aρα...κλπ. Eλάχιστοι ναοί είναι αφιερωμένοι σ’ αυτόν γι’ αυτό και συγκινούμαι ιδιαίτερα με τον καθεδρικό ναό του Aγίου Bασιλείου της Mόσχας ή με εκείνον τον αγαθό μοναχό Bασίλειο στη μονή της μεγίστης Λαύρας στο Aγιο Oρος, οικονόμο των ταλαιπωρημένων ψυχών που καταφεύγουν σ’ αυτόν για εξομολόγηση. Kάθε Πρωτοχρονιά με συγκινεί το τροπάριο του που λέει μεταξύ άλλων το “εις πάσαν τη γην εξήλθεν ο φθόγγος του...”. Διαβάζω για το καλό του χρόνου μη και μας βρει ο νέος να κάνουμε άλλη δουλειά πλην αυτήν που καθημερινά βιώνουμε, ένα φιλοσοφικό του δοκίμιο μάλιστα σε κοσμικές εκδόσεις. Aπό φοιτητής έχω τους τόμους από τα άπαντά του. Aδιάβαστους. Tους αγόρασε με ένα αίσθημα θρησκευτικό. Oπως αγοράζεις τις εικόνες στο σπίτι. Δεν τις δίνεις τη σημασία που έχουν στην εκκλησία. Στο σπίτι το διακοσμούν ή την επιφανειακή μας μεταφυσική αγωνία ή ουδετερότητα διαλαλούν. Eτσι και τα βιβλία του Mεγάλου Bασιλείου. Tα αντιμετώπιζα όπως τις εικόνες.
Aπό το Θεολόγο Γρηγόριο κρατούσα ως θραύσμα γνώσης από τον πολύπαθο βίο του τη στάση που κράτησε προς τους πρώην διώκτες και υβριστές του, όταν έγινε Πατριάρχης Kωνσταντινουπόλεως. Oταν τον ρώτησε ο κύκλος του τί θα κάνει, πως θα εκδικηθεί εκείνους που τον κυνήγησαν, ταλαιπώρησαν, εξόρισαν, απάντησε πως: H μόνη μου εκδίκηση ήταν ότι μπορούσα να τους εκδικηθώ κι αυτό μου αρκεί. Mια απάντηση που με θέλγει με το βαθύ ανθρωπιστικό μήνυμα. Δεν λέω χριστιανικό απαραίτητα αφού είναι μια οικουμενική αλήθεια. Προσπαθώ να την τηρήσω στο βίο μου, αν και δεν μου έτυχαν τέτοιες οριακές ευκαιρίες για να δοκιμάσουμε την υποκρισία μας και πόσο αυτή αντέχει στη δοκιμασία χωρίς την άσκηση της αυτογνωσίας και της απλότητας πριν, που είχαν κανόνα τους οι μεγάλοι αυτοί άνθρωποι και ιεράρχες. Aπό την άλλη προσπερνώντας το θεολογικό του έργο από αδυναμία, αφήνεσαι στο ποιητικό του κι είναι αυτός από τους πρώτους μεγάλους ποιητές της ελληνικής γλώσσας αμέσως μετά τους αρχαίους τραγικούς. Yπήρξε ο λογοτεχνικότερος των πατέρων της Eκκλησίας και ως εκ τούτου με ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Για να εκφράσει, όπως λέει τις σκέψεις με συντομία, να δώσει στους νέους φίλους του των γραμμάτων ένα τερπνό και ωφέλιμο ανάγνωσμα και τρίτο για ν’ αποδείξει ότι οι χριστιανοί δεν υστερούν των εθνικών ποιητών.
Tου Xρυσοστόμου με συναρπάζει ο Kατηχητικός Λόγος που με τόση θεατρικότητα διαβάζουν στο τέλος της αναστάσιμης λειτουργίας οι παπάδες κι επαναλαμβάνει το εκκλησίασμα “Eπικράνθη ο Aδης” και “Που σου Aδη το νίκος” κλπ. Aυτό το υπέροχο μήνυμα ελπίδας που συνοδεύει την Aνάσταση ή την προσδοκία της. Tην όποια ανάσταση ή επανάσταση ακόμα κι αυτή την ταπεινή αλλά συγκλονιστική, φυτών και λουλουδιών του Eλύτη κατ’ έτος. Tον είχα από την εποχή της στρατιωτικής μου θητείας δακτυλογραφημένο. Kαι τον έχω κάτω από κάθε ντοσιέ και σε κάθε γραφείο που κατασταλάζω. Στις επανειλημμένες εκκαθαρίσεις αυτών ο λόγος του παραμένει. Kιτρίνισε το χαρτί. Oμως δεν έχω σκοπό να τον στερηθώ. Eίναι ο λόγος της ελπίδας και της παρηγορίας. Kανείς ακόμα και οι πλέον αυτάρκεις που αδιαφορούν γι’ αυτήν δεν μπορούν να προσπεράσουν το μήνυμα του. Iσως και γιατί ως ένα σημείο μας συμφέρει. Aφού μας επαναπαύει στον καθημερινό μας υλισμό με την γαλαντομία και την ανοιχτόκαρδη αντιμετώπισή μας από τον κριτή Kύριο .... “Φιλόστοργος γαρ ων ο Πατήρ δέχεται τον έσχατον καθάπερ και τον πρώτον, αναπαύει τον της ενδεκάτης, ως τον εργασάμενον από της πρώτης και τον ύστερον ελεεί και τον πρώτον θεραπεύει· κι ακείνω δίδωσι και τούτω χαρίζεται και τα έργα δέχεται και την γνώμην ασπάζεται και την πράξιν τιμά και την πρόθεσιν επαινεί...”(2)
«Νεφίδιον εστί και ταχέως παρελεύσεται πάσα θλίψης», έγραψε κάπου ο Ι.Χρσστμς.

***
1. ‘Η πως η επανάληψη εστί μητέρα διαφόρων παθήσεων που σχέση έχουν με τον νάρκισσο που κρύβουμε μέσα μας, ιδίως ό,τι αφορά τα κείμενά μας, τις λέξεις τον αφρό ή την ουσία τους.
2. Θραύσμα ομιλίας που έγινε στο ΤΕΙ Δ. Μακεδονίας στο τέλος της δεκαετίας του 1990 παραμονή της εορτής των τριών αγίων με τίτλο: «Η μπαλάντα των ασήκωτων, αδιάβαστων λυπημένων βιβλίων της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης».
***

Υ.Γ.

Επί του σημερινού που σχέση έχει με τον συναγωνισμό των ανώτατων πνευματικών ιδρυμάτων της πόλεως και περιοχής μας, ήγουν ...Πανεπιστήμιον και ΤΕΙ (!) και τον ενιαύσιο ανταγωνισμό τους (θυμίζουν την ευγενική και θορυβώδη άμιλλα των φανών – όλι’ στα Αλώνια με τα κοντά τα πανταλόνια- ήδη μπήκαμε και στο Τριώδιο έγιναν και οι γενικές συνελεύσεις των μελών των φανομπρεμπρέδων) ποιό εκ των δύο θα φανεί (όχι να είναι αλλά απλά να δείξει) ότι είναι το πνευματικότερον καθίδρυμα!
Από λίαν καλό φίλο κι αγαπημένο έλαβα το παρακάτω μέιλ με αφορμή την έλευση της κ. Ε.Γ. Αλβελέρ. Μια αφίσα στο δημαρχείο, εκεί που συνεχώς αναδιπλοξεδιπλώνονται ένθεν κι ενθεν της δωρικής εισόδου, αγγελτήρια πανό, ως αρχάγγελοι φύλακες της ένδον μετριότητας, μέχρι και ξεφωνίζονται εκεί θίασοι του σκοινιού και του παλουκιού, τελαλεί την άφιξή της, η οποία θα μιλήσει για την παιδεία, στο επιχώριον ΤΕΙ, χώρο κατεξοχήν αγραμμάτων όντων. (Εντάξει, υπάρχουν κι οι εξαιρέσεις).
Εν τω μεταξύ όλα τα βλέπει το μηδέν και γελάει.
«Πως βλέπετε το γεγονός της παρουσίας της Ε. Γ. Αλβελέρ στο ΤΕΙ; Θα παρελάσουν οι αλήτες της πολιτικής, της ΤΑ και λοιποί, ή θα είναι μια αμιγώς επιστημονική παρουσία; Ρωτώ την άποψή σας διότι δεν μπορώ να τους αντέχω. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν παρακολουθώ τέτοιες εκδηλώσεις, εξαιτίας αυτών των άσχετων παρουσιών...»
Σκέφτομαι:
Μ' αυτές τις θλιβερότητες είμαι όχι μόνον ξένος αλλά σφόδρα εχθρικός και μάλιστα με δημόσιο τρόπο και λόγο. Η σύναξη και ημιμαθών, ηλιθίων κι αγραμμάτων ν' ακούσουν τον όποιο επώνυμο (σιγά το πράγμα, ας τον διαβάσουν άμα θέλουν), οι θεσμοί (εσμοί) που διοργανώνουν τα πανηγύρια της ματαιοδοξίας και της επιδειξιομανίας τους, (αυτό ακριβώς τους μάρανε) όλα αυτά κι ακόμα περισσότερα, ο παλιός αλλά άχρηστος αυτός κόσμος, ας μένει μακριά από μένα, δηλαδή εγώ απ' αυτούς. Αν και κάποιες φορές δεν αρνήθηκα κι εγώ να τσιμοπολογίσω από την ευτέλειά τους και γι’ αυτό και μόνον μου αξίζει η κόλαση (των άλλων) και ο όποιος κόλαφος, αναδρομικά.
Το λοιπόν: «Ποιός κόκκος ηγείται της άμμου;» (Γ. Βαρβέρης)

Η φωτογραφία είναι του Γρηγ. Δάλλη

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2010

Ομιχλώδης διάβαση


Περαστικές

Γυναίκες που σας είδα σ' ένα τραίνο
τη στιγμή που κινούσε γι’ άλλα μέρη·
γυναίκες που σας είδα σ' άλλου χέρι
με γέλιο να περνάτε ευτυχισμένο·
γυναίκες, σε μπαλκόνια να κοιτάτε
στο κενό μ' ένα βλέμμα ξεχασμένο,
ή από ένα πλοίο σαλπαρισμένο
μ'ένα μαντίλι αργά να χαιρετάτε:
να ξέρατε με πόση νοσταλγία,
στα δειλινά τα βροχερά και κρύα,
σας ξαναφέρνω στην ανάμνησή μου,
γυναίκες, που περάσατε μιαν ώρα
απ ' τη ζωή μου μέσα -και που τώρα
κρατάτε μου στα ξένα την ψυχή μου!

Κ. Ουράνης

Η φωτογραφία είναι του έξοχου φωτογράφου Χ. Λαμπριανίδη

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2010

«Είχε βαρύ ίσκιο...» Κάτι σαν ρέκβιεμ για τον Μιχ. Παπακωνσταντίνου (1919-2010)


Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο Θανάσης Κανελλόπουλος ο Μιχάλης Παπακωνσταντίνου ήταν αναμφισβήτητα οι πολιτικοί άνδρες οι οποίοι στην Ελληνική Βουλή, μεταπολεμική κι μεταπολιτευτική διακρίνονταν για την πνευματική τους ευρυμάθειά, το συγγραφικό έργο και την ενασχόληση τους με τον πολιτισμό των γραμμάτων. Κι άλλοι καταπιάστηκαν με παρόμοια πράγματα αλλά το οποίο έργο τους τελικά έργο δεν ξεπερνούσε το ασήμαντοτο ευκαιριακό ή το εντυπωσιοθηρικό.
«Ευπατρίδες», έτσι σχηματικά κι ενοχλητικά τους ονόμαζε (μαζί κι άλλους βέβαια) ο συρμός της γραφής και ανέξοδης τιτλοφορίας και ειδικά τον μόλις εκλιπόντα (σε βαθύτατη βιολογική ηλικία ως εκ τούτου ας μη θρηνούν «βαρύτατα» οι κάθε είδους «βαρυπενθούντες» δια δηλώσεων) από τον μάταιο τούτο κόσμο, Μ.Π. Πιστεύω ότι στην ιστορία θα μείνουν για ό,τι έγραψαν (κυρίως στη λογοτεχνία, την ιστορία, τη φιλοσοφία) κι όχι για ό,τι έπραξαν ή παρέλειψαν. Ο Μ. Π. ασχολήθηκε περισσότερο αισθαντικότερα και με μεγαλύτερη επιτυχία από την πολιτική κείμενα με τη λογοτεχνία, την τοπική ιστοριογραφία και τις πολιτικές του μνήμες. Εκεί βρήκε τον πραγματικό εαυτό του σ’ αυτά τα προσωπικά κείμενα μεταξύ των οποίων και η συγκινητική αφήγηση για τη σύζυγό με το ομότιτλό της αφήγημα «Τάσα». Η τριλογία «Η γιαγιά μου η Ρούσα», «Πέτρινη πόλη», «Το χρονικό της μεγάλης νύχτας» είναι μια μυθιστορηματική ανάπλαση της ιστορικής πραγματικότητας μιας πόλεως· το αφήγημα της πόλεως Κοζάνης από δεκαετία του ‘20 μέχρι το τέλος του εμφυλίου. «Μια βορειοελληνική πόλη στην τουρκοκρατία. Ιστορία της Κοζάνης 1400-1912» είναι μια ιστορία γραμμένη όχι απαραίτητα με τις απαιτήσεις του επιστήμονα ιστορικού αλλά με εκείνη την έμφαση του λογοτέχνη και εγγράμματου δημοσιολόγου. Σ’ αυτήν ο Μ.Π. ξανακοιτά τα μέχρι τότε στοιχεία της πόλεως αλλά και τα νεότερά της. Μαζί με την «Ιστορία της Κοζάνης» του Π. Λιούφη (1924) είναι δύο έργα που με επάρκεια δίνουν στον αναγνώστη το σημαντικό του τόπου στο όλον του αλλά και στις λεπτομέρειες. Μια γλαφυρή εξιστόρηση του βίου και της πολιτείας μιας πόλης που ο Μ.Π. την έζησε από κοντά κι από μακριά, την αγάπησε και τον αγάπησε (φορές τον πίκρανε μέσω της πολιτικής), είτε ως δικός της καθ’ αυτό είτε ως τυπικά ξένος της, αλλά ο οποίος πάντα την είχε στις προτεραιότητές του της πολιτικής και της πνευματικής του ενασχόλησης. Οπως όλοι που ζουν μακριά από την πόλη τους την αγαπούν, τη σκέφτονται, την νοσταλγούν, την ονειρεύονται, την επισκέπτονται. Ο πολιτικός Μ.Π. τη φρόντισε επιπλέον και δι έργων.
Στην αρχή της χιλιετίας ή στο τέλος της προηγούμενης στο γραφείο του στην Αθήνα μαζί με τον τότε νομάρχη κ. Πασχάλη Μητλιάγκα και τον δημοσιογράφο Βίκτορα Νέττα συνοψίσαμε σ’ ένα μακρύ τηλεοπτικό ντοκουμέντο μια εκατονταετία του νεότερου βίου του νομού Κοζάνης. Είναι μια μοναδική δημόσια αναφορά και καταγραφή στην οποία ο Μ.Π. είχε το κεντρικό ρόλο πλην του χωροδεσπότη και του «οικοδεσπότη» του βίου και της ιστορίας της πόλεως Κοζάνης.
Πριν λίγες μέρες πήρα την ετήσια κάρτα του με τα «Χρόνια πολλά». Αντιστρέφω εκ των πραγμάτων τα πρόσωπα του ποιητικού δίστιχου του ποιητή Γ. Βαρβέρη.
«Χρόνια πολλά λένε οι ζωντανοί
Χιόνια πολλά απαντούν οι πεθαμένοι».
Αλλά που είναι και τα χιόνια...
Αναδημοσιεύω από το βιβλίο που κυκλοφορεί σε λίγο με τον τίτλο: «Ταξιδιωτικό στα βιβλία, μαθητεία στο ταξίδι», (1995-2003 χρόνια στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης και το Ινστιτούτου Βιβλίου και Ανάγνωσης) δύο μικρά κομμάτια που έχουν σχέση με τον Μ.Π.
***
«Λίγο πριν αναλάβω τη διεύθυνση (του ΙΝΒΑ) γνωρίστηκα με τον M. Παπακωνσταντίνου εκ του σύνεγγυς. Θα γινόταν η παρουσίαση του βιβλίου του, ο δεύτερος τόμος της τριλογίας μυθιστορηματική ανάπλαση μιας εποχής, λίαν ενδιαφέρουσα για το τρόπο γραφής (δημοσιογραφική λογοτεχνία) αλλά και τις πληροφορίες που περιείχε για την Kοζάνη του μεσοπολέμου, με τον τίτλο “H πέτρινη πόλη”. Zήτησε να είμαι ένας από τους παρουσιαστές και εκ των πραγμάτων διευθύνων της βραδιάς. H αίθουσα του Kοβεντάρειου γεμάτη. Νομίζω εντυπωσιάστηκε από την εισήγηση, τον ξάφνιασε που η πόλη διέθετε δυνάμεις και τρόπους σκέψης που ξεπερνούσαν τα φτωχά πνευματικά της όρια. Kι αυτές υπήρχαν στον κύκλο της «Παρέμβασης». Eκτοτε δημιουργήθηκε μια θερμή σχέση τουλάχιστον στα τηλεφωνήματα, στις προσωπικές επαφές στην Kοζάνη και Aθήνα, αλλά και στις πυροσβεστικές παρεμβάσεις του, όπως στο ζήτημα που δημιουργήθηκε με το Σύλλογο Kοζανιτών της Aθήνας, αργότερα. Θεωρούσε την παρουσία μου ευλογία για τα πνευματικά πράγματα της πόλης. Προς το τέλος, μόνο, της δεύτερης συμβατικής θητείας μου, υπήρξε από μέρους του μια σιωπή. Eβλεπε, άκουγε, διέβλεπε τη λύση της συνέχειάς μου στο χώρο και την πολιτική, τελικά, ρήξη; Tο άλλο του βιβλίο που παρουσιάσαμε ήταν οι πολιτικές του αναμνήσεις του “H ταραγμένη εξαετία”. Mαζί ο Hλίας Kυρατσούς, πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Kοζάνης, με τον οποίο είχα μια ζεστή αφετηριακή συνεργασία στην πνευματική μου εξωτερίκευση. Επί προεδρίας του ο Δικηγορικός Σύλλογος Kοζάνης είχε καθιερώσει εκδηλώσεις στις 3 Oκτωβρίου, Διονυσίου Aρεοπαγίτου, γιορτή των νομικών. Mε αφορμή αυτές εξέδωσα δύο βιβλία: την “Aγάπη στον Aλιάκμονα” του K. Tσιτσελίκη και το “Σχεδίασμα ιστορίας του Δικηγορικού Συλλόγου Kοζανης”. O τρίτος της βραδιάς ήταν ο καθηγητής της Nομικής Παύλος Πετρίδης που είχε την επιμέλεια της εκδοτικής σειράς αλλά και του βιβλίου. Πέθανε τρία χρόνια αργότερα, τόσο νέος· με συγκίνησε ιδιαίτερα ένα άρθρο του στο περιοδικό ANTI όπου έγραψε για τον καθηγητή της Nομικής στην έδρα του Pωμαϊκού και Eλληνικού Δικαίου N. Πανταζόπουλου, που είχαμε στο A’ και Δ’ έτος στη Θεσσαλονίκη. M’ άρεσε το μάθημα του και τα βιβλία του που είχαν τη λόγια εκδοχή γραφής κι όχι την αφυδατωμένη της επιστημονική εκδοχής.»
«...O Mιχ. Παπακωνσταντίνου έχει πολλούς λόγους για να περάσει στην ιστορία. Oμως το πνευματικό του έργο είναι αυτό που θα διατηρηθεί στη μνήμη παρά η πολιτική του διαδρομή που διαθέτει μέσα της ούτως ή άλλως εφήμερον σπέρμα. Θα καταγραφεί ως ο πολιτικός συγγραφέας και δεν υπήρξαν πολλοί παρόμοιοι. Eχει εκδόσει πολλά βιβλία με πολιτικές μνήμες κι αναφορές όμως εκείνα από τα οποία περνά η ιστορία και η μνήμη της Kοζάνης είναι αυτά που τον χαρακτηρίζουν ως άνθρωπο της γραφής με ιδιαίτερο αφηγηματικό λόγο και προσωπικό στυλ. H άλλη ματιά της ιστορίας της Kοζάνης με το βιβλίο “Kοζάνη μια Eλληνική Πόλη στην Tουρκοκρατία” (1992) είναι μια εμπλουτισμένη, στη γλώσσα της καθημερινότητας εκδοχή - συμπλήρωμα ή επέκταση της ιστορίας του Π. Λιούφη. Oπως και η λογοτεχνική ανάπλαση της πόλης την περίοδο του μεσοπολέμου με την τριλογία, «H Γιαγιά μου η Pούσα», «H πέτρινη Πόλη», «Tο Xρονικό της Mεγάλης νύχτας», με την όποια προσωπική ας πούμε εκδοχή που θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι έχουν τα κείμενα ιστορικής μυθοπλασίας, σκιαγραφεί ανάγλυφα τη δεκαετία από το ‘20 έως τη δεκαετία του ‘50 που ως γραπτή εμπειρία απουσιάζει παντελώς και καλύπτει ένα κενό γνώσης σημαντικό».
***
Ακούστηκαν, θ’ ακουστούν και θα γραφούν πολλά για τον Μ.Π. Σημειώνω μόνον μια φράση του άλλοτε Νομάρχη κ. Πασχάλη Μητλιάγκα ο οποίος γνώρισε κι έζησε όσοι λίγοι πολιτικοί του τόπου μας μετά τη μεταπολίτευση τον Μ.Π., που αποτιμώντας τον επιγραμματικά είπε αυτό που λέει ο λαός: «Είχε βαρύ ίσκιο»


ΥΓ. Στη φωτογραφία τμήμα του πίνακα ο οποίος έγινε από το ζωγραφικό οίκο των μοναζουσών του Ησυχαστηρίου Αναλήψεως και εικονίζονται οι: Μ. Παπακωνσταντίνου, Ν.Π. Δελιαλής, Μητιώ Σακελλαρίου, Ν. Κασομούλης, Λάζαρος Παπαϊωάννου, Διον. Μανέντης, Παναγιώτης Λιούφης. Στο άλλο μισό του πίνακα εικονίζονται οι: Χ. Μεγδάνης, Κ. Παπακωνσταντίνου, Κ. Σιαμπανόπουλος, Γ. Ρουσιάδης, Γ. Σακελλάριος, Γ. Λασσάνης και Κ. Τσιτσελίκης, οι οποίοι αποτελούν κατά μία σχηματική κατάξη του Β.Π.Κ. συνέβαλαν ιδιαίτερα στον πολιτισμό των κοζανίτικων γραμμάτων.

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010

Μνήμη χιονιού


Το χιόνι που λαχτάριζες σε έχει ήδη προσπεράσει
η αριζόνα που μεταφυτεύτηκε από μιας γλάστρας σωθικά
απ' την αυλή του χρόνου στον ουρανό θέλει να φτάσει
Σε μια συμπαντικη σιγή το προσπαθώ αλλά δε σώθηκα


Τα χιόνια είναι της περιόδου 2008-2009
Η φωτογραφία είναι του Β. Βακρατσά

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2010

Σχόλιον επί σχολίου του κ. Βασιλόπουλου αρχιτέκτονος περί της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης κι άλλων τινων


Επιτέλους, βρέθηκε κάποιος να σχολιάσει θέματα του πολιτισμού των γραμμάτων και της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης, όταν οι δημοτικοί εντεταλμένοι σιωπούν κατ’ εξακολούθησιν σε σχόλια, υποδείξεις, νύξεις ακόμα κι ήπιες «ύβρεις» (εδώ εκ του λόγου ότι είναι ...μεγάθυμοι). Επίκαιρος ο σχολιαστής ότι τις μέρες αυτές ανακοινώθηκε η Καλλικράτεια κυβερνητική αρχιτεκτονική της Τ.Α., αλλά μόνιμα επίκαιρη υπάρχει “Η αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής» του Ν. Γ. Πεντζίκη (σε διάφορες εκδόσεις η προτιμοτέρα στις εκδόσεις Αγρα), όπως και εσχάτως «Η αρχιτεκτονική της ευτυχίας» του Αλαίν ντε Μπουτόν, εκδ. Πατάκη.
Λοιπόν, η “πόλη του βιβλίου” που αναφέρει ο κ. Β. ήταν ένα πλάσμα πραγματικότητος που ανεφύει την εποχή που το ΙΝΒΑ (1996-2003) ήταν στις δόξες του (και σε κάποια σημεία στις λόξες του). Τότε γύρω από τα βιβλία και τα συμπαραρτούντα αυτών, υπήρχε μια κινητικότητα άνευ προηγουμένου στην ιστορία της πόλεως αλλά και στα ελληνικά επαρχιακά δεδομένα (δεκάδες εκδόσεις, εκδηλώσεις, συζητήσεις, συνέδρια, παρουσιάσεις και πρωτίστως διαθέσεις και "διαθεσιμότητες" ανθρώπων, θεσμών κ.λπ.). Ετσι την ονομάσαμε κατ’ επιθυμίαν γιατί απλά θα μας άρεσε να ήταν έτσι, άσχετα αν ως ένα σημείο πληρούσε η πόλη τον όρο αυτό. Τώρα στον τομέα των γραμμάτων, κι αναλογιζόμενοι την ιστορία της πόλεως σ’ αυτά, η Κοζάνη είναι απλά πόλη του γελοίου κι όχι του βιβλίου. Το αυτό, αλλά τώρα ως πλάσμα φριχτής ημιμαθείας, ονομάζουν ορισμένοι την Κοζάνη «κέντρον του νεοελληνικού διαφωτισμού», ακόμα και του ύστερου! Τόσον πολύ δηλαδή και δεν το γνωρίζαμε ούτε ημείς ούτε και κανείς εκ των επιστημόνων που μελετούν την εποχή!
Σ’ αυτή την ποιοτική “αναβάθμιση” προς τον ...πάτο, σημαντικό ρόλο διεδραμάτισε με συνειδητές πράξεις ή ασυνείδητες παραλείψεις ο αποχωρήσας, πολυετής δήμαρχος· ο δε νυν με την φοβική του (εκλογές άγριες έρχονται) στάση, την σχεδόν ολική του άγνοια, αρκείται στην αποθέωση του ασήμαντου και το εφήμερα εμφανές της εντυπωσιοθηρικής, τελικά Δημοτικής Χαρτοθήκης (για ποιούς άραγε γίνονται όλα όσα γίνονται, με επιστημονική μεν επάρκεια αλλά απελπιστική αναντιστοιχία με τις γνωστικές ανάγκες της νυν πόλεως). Ομως, πριν απ’ αυτήν υπάρχει βοώσα η σημερινή θλιβερή πραγματικότητα της Δημοτικής Βιβλιοθήκης. Υπεύθυνοι γι’ αυτό είναι και όσοι περάσαμε από κει και δεν δημιουργήσαμε τις προϋποθέσεις για να την αγαπήσουν (και να συνεχίσουν εκεί) νέοι μ’ ενδιαφέροντα συμπολίτες, αρκούμενοι (ή μη μπορώντας κι αλλιώς) στην από τέφρα δημοτικοϋπαλληλία· όπως δεν αφήσαμε και το όποιο καθοριστικό μας στίγμα για την ύπαρξη και τη συνέχεια του χώρου και του τρόπου.
Ο σχολιογράφος αναφέρεται σε μια υλική πτυχή του πολιτισμού των γραμμάτων, την αρχιτεκτονική δηλαδή της υπό «ανέγερσιν νέας βιβλιοθήκης». Δεν είναι μόνον το θέμα της αρχιτεκτονικής στο οποίο μπορείς να συμφωνήσεις, να διαφωνήσεις ή και ν’ αδιαφορήσεις (το πλέον φυσιολογικό) είναι και το ζήτημα της χωροθέτησής της, που δείχνει πως αυτοί που το αποφάσισαν είναι μάλλον άσχετοι με το βίο και τις αγωνίες καθ’ αυτές των βιβλίων, μιας μεγάλης ιστορικής βιβλιοθήκης, με πεδίο εφαρμογής τους μια πόλη σαν την Κοζάνη και με δεδομένο το πνευματικό της παρόν και το εντελώς αβέβαιο μέλλον της στα γράμματα. Τα σχέδια της νέας Βιβλιοθήκης από το 1996 και μετά, πρώτα στάθηκαν άνωθεν στον αέρα της Εμπορικής τραπέζης, διολίσθησαν παρακάτω στο Βαλταδώρειο Γυμνάσιο, δρόμο πήραν δρόμο αφήσαν ανέβηκαν στο Σιόποτο, (με τις υπερφίαλες τότε δεσποτικές μεγαλοσχημοσύνες), και τώρα κατέληξαν στις άλλοτε αποθήκες σιτηρών και λοιπών δημητριακών και ζωοτροφών. Αλλά ακόμα κι εκεί ας γίνει κάποτε, τουλάχιστον να συμμαζέψει τα βιβλία που είναι εγκατεσπαρμένα (θέλω να πω πεταμένα) δώθε κείθε.
Το αρχιτεκτονικό κερδισμένο ή απωλεσθέν είναι πλέον το ήσσονος της υποθέσεως ζητούμενον.

Υ.Γ. Στην εικόνα (φορητή στον Τίμιο Πρόδρομο Λευκοπηγής) "ο λυστής" είναι ο μόνος της συντεχνίας που διεσώθη και μάλιστα επί σταυρού (κι όχι λόγω του ύψιλον αντί του ήτα) οι όμοιοί του κι ιδίως οι της σήμερον σταυρωμένοι υ-ληστές πάσης αρχής και εξουσίας, αργά ή γρήγορα θα υποστούν τα επίχειρα του επαγγέλματός τους.

Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2010

Οι αντινομάρχες ξανάρχονται...


Σήμερα τα Φώτα κι ο φωτισμός
και των αντινομάρχων ο ορισμός...


Παραμονή των Φώτων («Θεοφανείας σου Χριστέ…») επεφάνη στον συννεφιασμένο ουρανό της πόλεως (ξυπνήσαμε με χιόνι αλλά μας το έλιωσαν νωρίς) νέα αγία τριάδα αντινομαρχών, που αντικατέστησε τους παλιούς, οι οποίοι μετά από ενιαύσια θητεία κι άσκηση των καθηκόντων τους ανδρείως, διατελούσαν εν αδημονία, αθώοι. Ο τέταρτος πιάνει τετραετία αναντικάστατος, εκ του λόγου ότι είναι τα μάλα ικανός ότι είναι εντελώς Σαμαρικός (κι ο αλλάζων αυτούς ως υποκάμισα κ. νομάρχης ανακοίνωσε υποψηφιότητα Περιφερειάρχη και θέλει τις εσωκομματικές ευλογίες του κυρίου του κόμματος. Τους έβλεπα επί της τοπικής τηλεοράσεως (λίγο πριν αρχίσει ένας «προγνώστης» καιρού (πάει η κυρία Πετρούλα κι η άλλη πως τη λένε;) άλλο και τούτο πάλι το τηλεοπτικόν επάγγελμα ή μήπως είναι ειδικότης που αποκτάται στο ΤΕΙ Δ. Μακεδονίας ή το Πανεπιστήμιόν της, στη Φλώρινα, όπως η ειδικότητα του γράφειν επιτυχώς ποιήματα ή συγγράφειν γενικώς λογοτεχνήματα), να παραδίδουν την «εξουσία» τους και να παραδίδονται έτσι στην προσωπική απελπισία και τη γενικότερη λήθη, δε λέω χλεύη, σε τι μου φταίνε οι άνθρωποι, στους επόμενους που περιχαρείς παραλάμβαναν το χαρτοφυλάκιο, λες και ήταν το θησαυροφυλάκιο του έθνους των νεοελλήνων (παρότι άδειο εντελώς και διάτρητο). Είχα την εντύπωση πως υπουργοί τουλάχιστον ήταν οι απερχο-ερχόμενοι και ο στόμφος, η συγκίνηση, οι λόγοι περί του έργου που έγινε ή που θα γίνει, η σοβαρλότης τους, μ’ έπεισαν ότι κάτι το σπουδαίο συμβαίνει εδώ. Κοιτούσα τα αφημένα καλάμια στα αντινομαρχιακά τους υπουργεία και τα ερχόμενα που με τόση έμφαση κράδαιναν οι νέοι (δεν τα είχαν καβαλικεύσει εισέτι) και μου ‘ρθε το ποιητικόν: «Χαίρε ποτέ και χαίρε τίποτα». Σιγά αδέλφια (δε λέω ξαδέλφια ότι έτσι αποκαλούν οι ανάγωγοι ρατσιστές τους γύφτους) συγκρατηθείτε κάπως. Τι σας κα μας έγινε δηλαδή;
Αλήθεια τι αρμοδιότητες και καθήκοντα έχουν οι αντινομάρχες παντός καιρού. Εδώ δεν έχουν οι νομάρχες εκ της γενικής αποψιλώσεώς τους και οσονούπω της καταργήσεώς τους, που να περισσέψει κανένα γλειφιτζούρι εξουσίας και γι’ αυτούς τους ερίφηδες. Μισθός ναι, βεβαίως υπάρχει και δίκαια. Δεν είναι και λίγο να γυρίζει ένας καλός αντινομάρχης συνεχώς σε τσιγαριδογιορτές, λαϊκές πανηγύρεις, γιορτές φασιόλων και μαντάρας, πράσων, κρεμμυδιών, αρακά, μελιτζάνας, καλαμποκιού, ροδάκινου (το φρούτο αυτό υποχρέωσε τους λυρικούς Βελβενδινούς να διαδηλώσουν πως δεν θα υπακούσουν σε Β’ Καποδίστρια θα γίνουν ολοκαύτωμα για να μη χάσουν την αι-Δημοσύνη τους. «Μιμητής του Αρμοδίου και Αριστογείτων νέος/ σκέπασε Μαυρομιχάλη το σπαθί σου με μυρσίνη/ τον προδότη της πατρίδος χτύπα χτύπα και γενναίως/πέθαινε καθώς κι εκείνοι». Σούτσος ο ποιητής αλλά ποίος ο Παναγιώτης ή ο Αλέξανδρος; Σε γιορτές των αρχαίων λίθων (οι πέτρες αυτές ανάγκασαν τους νυν Καλλιανιώτες της αρχαίας Αιανής, να διακηρύξουν ομοίως πως αν τολμήσουν να τους διαλύσουν το Δήμο θα επαναστατήσουν κανονικά, όπως οι προγονοί τους στην επανάσταση του Μπούρινου το 1879, οι οποίοι συν-εξεγέρθησαν, μαζί με άλλους κατοίκους των γύρω χωριών, χωρίς να ρίξουν ούτε μια ντουφεκιά, γενόμενοι λαγοί στους λόφους και τα λαγκάδια μόλις άκουσαν ότι έρχονται οι Τούρκοι. Στη γελοία ως ονομασία γιορτή Αγάπης(!) που διεξάγεται ατιμωρητί στη Λευκοπηγή (η οποία ετοιμάζεται να καταγράψει την ιδιαιτερότητά της και να γίνει εκ νέου χωριό («Χωριό μου όμορφο με τις ραχούλες και τις ρεματιές…» μου έρχεται ο απόηχος του σχολικού τραγουδιού και κλαίω) για τους παρακάτω νόμιμους, βάσιμους κι αληθινούς λόγους: 1. Οι κάτοικοι είναι απόγονοι των αρχαίων Μιλησίων (έτσι γνωμοδότησε κάποτε ο Μέγας Σιαμπανόπουλος, 2. Εχει τον ευρρωστότερο πλάτανο των Βαλκανίων, 3. Διασχίζεται, όπως όλες οι μεγάλες πρωτεύουσες της Ευρώπης με ποτάμια, από λάκκο, έστω, 4. Μέχρι πρότινος ήταν πολιτιστική πρωτεύουσα της πόλεως Κοζάνης ή αυτή ήταν πολιτιστική της αποικία. Να πηγαίνουν σε καστανογιορτές και στη καινοφανή εορτή της σουγλιμάδος (νέος ετούτος θεσμός όστις ανεφύει στις δυτικές υπώρειες του όρους Μπούρινου τον οποίον εισήγαγε κι επιμελείται δημοδιδάσκαλος (ουδείς μωρότερος των ιατρών αν δεν υπήρχαν οι δάσκαλοι), ιστορικός πάσχων από συγγραφικήν ακράτειαν αρχειο-γνώσεων. Σε εορτές γιδοκουρέματος και γελαδοκουρέματος, γαλομέτρου, μπάτζιου, τυρί φέτας και τουλουμίσιου, κερασιού, φράουλας, μήλων,λάχανων, σκόρδων (είναι και για τα σκόρδα που λεν) και στις γιορτές αχύρου. Να είναι παρόντες στα Κοτζαμάνια (πόσο με συγκινούν να βλέπω τους ομίλους Σκήτης και Τετραλόφου να διεξάγουν το «δρώμενό» τους (ωχ, είπα την απαίσια λέξη) με τις ενδυμασίες από σκηνικά του Μποστ. Μου θυμίζει ο διευθυντής των ορχουμένων με τις κινήσεις του τον κ. Λζρν Πρασινολόγον στο φανό «Λάκκος τ’ Μάγγανι» καθώς διευθύνει επιτυχώς τον φανικό χορό). Σε ναύδρια και καθεδρικούς, στα θερινά πανηγύρια (και γι’ αυτά είναι αυτοί ούτοι), στις επιδοτούμενες συναυλίες της κυρίας Θώδη (;), του κ. Μαργαρίτη, του κ. Θ. Μικρούτσικου (γειά σου μεγάλε Τζιόρνταν!), του κ. Πλέσσα κ.λπ. Με την ευκαιρία θυμίζω πως τα σαϊνια του γραφείου τύπου του νυν Νομάρχη την χλιδάτη έως σκανδάλου πρόσκληση για τη συναυλία του μόλις ανωτέρω, που διεξήχθη λίαν επιτυχώς ερήμην μας, τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων, ως περιοδικό «Παρέμβαση» την έλαβα παραμονή Πρωτοχρονιάς και την άλλη ως έγκριτος, ας πούμε πολίτης, την έλαβα παραμονή Θεοφανείων. Να σπεύδουν σε εκδηλώσεις πνευματικές απ’ τις οποίες φεύγουν άμα τη ενάρξει, ότι έχουν κι αλλού να πάνε οι αθλιόφοβοι, ενώ δε λείπουν από κανένα χαζοχαρούμενο, δημόσιο γεγονός· φάντες μπαστούνια σε χορούς και πίτες όπου διαπρέπουν· χορεύουν, χορεύουν ασταμάτητα οι δύσμοιροι. Τι άλλο κάνουν; Εχουν γραφείο χωριστό στο διοικητήριο, υπηρετικό προσωπικό, μέχρι αηδίας αυλοκόλακες, πολυπληθές και κομματοσύλλεκτον, πίνουν συνεχώς καφέδες. Αν τους ζητήσεις κάτι σου λεν το αφοπλιστικό και παραλυτικό «υπέβαλλε γραπτώς ένα αίτημα» ή «ο κ. αντινομάρχης δεν θα σε δεχτεί σήμερα» (τι λες βρε θηρίο τόσο πολύ και τόσο μακρύ, μετά συγχωρήσεως), όπως την έπαθα τις προάλλες, αλλά είδα πως ο εν λόγω αξίως καθηρέθη. Ομολογώ, είμαι πολιτικά ρατσιστής, τους ζηλεύω γιατί ούτε καν αντινομάρχης δεν ηξιώθην στη ζωή μου γίνω («Συρράπτης Επιφυλλίδων» ήγουν παπαδιαμαντικόν κακέκτυπο), και όπως στη Γαλλία αποτυχημένοι θεωρούνται εκείνοι που δεν μπόρεσαν στη ζωή τους να γίνουν ούτε καν ακαδημαϊκοί! Ο πλέον διασκεδαστικός όλων, ως καθ’ ύλην συγγενής προς τις δημόσιες ηδονές και τέρψεις, είναι ο εκάστοτε επί του πολιτισμού αντινομάρχης, όρεξη να έχουν οι πολίτες να σπάνε πλάκα μαζί τους. Είναι αμείλικτοι στο ειρωνεύειν τους.
***
ΥΓ.1 Για χιλιοστή φορά διευκρίνιση. Οσους «αξιωματούχους» αιρετούς ή διορισμένους κρίνουμε ή σαρκάζουμε, εντούτοις ως πολίτες, επαγγελματίες, και άτομα τους τιμούμε όσο πρέπει και τους αξίζει. Ομως ως δημόσια πρόσωπα δικαιούμαστε να έχουμε κατ’ αυτών χλευαστικό λόγο. Από εμάς άλλωστε πληρώνονται για να ακούνε τα σάλια και τα μασάλια μας, χωρίς ενόχληση όπως αδιαμαρτύρητο δέχεται τα χτυπήματα το μέγα άργανο της Πανδώρας ή με το αντί (εργαλείο υφάνσεως) από την ανάποδη και την καλή.
ΥΓ. 2 Ο Μέγας αγιασμός που προσφέρεται στους πιστούς την παραμονή των αγίων Θεοφανίων σε τάπερ ή μπουκαλάκια πλαστικά του ½ κιλού (δεν είναι για χόρταση) υπέχει θέσιν κοινωνίας. Οποιος τον πιεί με μέτρο σέβας και λίγη προσευχή μεταλαβαίνει κανονικά. Το είπε ο μέγας επίσκοπος Διονύσιος και το άκουσα με τα μαθητικά μου αυτιά. Επ’ αυτού δεν θέλω αντιρρήσεις εκ της παπαδοσύνης, ότι έτσι τους κόβεται πελατεία από την «Ψίχα μεταλαβιάς». Επομένως όλοι στον μεγάλο αγιασμό, όστις πλην των άλλων καίει και τους καλικάντζαρους και τους διώχνει από την επιφάνεια της γης.
ΥΓ. 3 Γνωρίζω ότι το «Θεοφανείας σου Χριστέ» Ωδή ε’ ήχος πλάγιος του Δευτέρου, λέγεται στο όρθρο του Μέγα Σάββατου, αλλά μου έκατσεν χάριν συγγραφικής ευφωνίας την σήμερον και το κοπάνησα.
ΥΓ. 4 Τα Θεοφάνεια λέγονται και Επιφάνια γι αυτό και επί της επιφανείας της κεντρικής πλατείας ο άγιος Δέσποτας έστησε υψηλή εξέδρα αγιασμού (η ατραξιόν στην υψηλή γέφυρα της λίμνης Πολυφύτου δεν αποδίδει πια) μόλις διελύθη το τραινάκι του Χριστουγεννιάτικου νιάημερου, αλλά παρόντος του Καρουζέλ (με τη λήξη της τελετής του αγιασμού όλοι οι πρωταγωνιστές της πλατείας έφεραν μια βόλτα μ’ αυτό), για να είναι άνω όλων των άλλων («Σήμερον τα άνω τοις κάτω συνεορτάζει και τα κάτω τοις άνω συνομιλεί», όντως σοβαρός διάλογος βωβών έγινε) κυρίως της αιρετής, κοσμικής εξουσίας, σημειολογώντας στην πράξη πως: «Κύριοι που με κοιτάτε σαν χάνοι και βαριέστε θανάσιμα τα υπέροχα αναγνώσματα, εγώ είμαι ο ων κι ο ανερχόμενος· ελέω λαού εσείς, ελέω Θεού εγώ». Αμήν.
ΥΓ. 5. «Επιφάνια 1937» μνήμη Γ. Σεφέρη κι εδώ και το «Επιφάνια-Αβέρωφ» του Μ. Θεοδωράκη, δίσκος με την παγκόσμια πρώτη του στις φυλακές Αβέρωφ 1972.

ΕΠΙΦΑΝΙΑ, 1937

Τ’ ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού
η μεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιές και τ’ ασφοδίλια
το σταμνί που δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας
και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου
χρυσά. τ’ άστρα του Κύκνου κι εκείνο τ’ άστρο ο Αλδεβαράν

Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας
ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής
σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς
καμιά φωτιά στη κορυφή τους. βραδιάζει.

Κράτησα τη ζωή μου. στ’ αριστερό σου χέρι μια γραμμή
μια χαρακιά στο γόνατό σου, τάχα να υπάρχουν
στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα
να μένουν εκεί που φύσηξε ο βοριάς καθώς ακούω
γύρω στη παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή.

Τα πρόσωπα που βλέπω δε ρωτούν μήτε η γυναίκα
περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της
Ανεβαίνω τα βουνά. μελανιασμένες λαγκαδιές. ο χιονισμένος κάμπος,
ως πέρα ο χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν
μήτε ο καιρός κλειστός σε βουβά ερμοκλήσια μήτε
τα χέρια που απλώνουνται για να γυρέψουν, κι οι δρόμοι.
Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή
δεν ξέρω πια να μιλήσω μήτε να συλλογιστώ. ψίθυροι
σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη
σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια
σαν την ανάμνηση της φωνή σου λέγοντας “ευτυχία”.
Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των νερών
κάτω απ’ τον πάγο το χαμογέλιο της θάλασσας τα κλειστά πηγάδια
ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες που μου ξεφεύγουν
εκεί που τελειώνουν τα νερολούλουδα κι αυτός ο άνθρωπος
που βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι της σιωπής
Κράτησα τη ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας το νερό που σ’ αγγίζει
στάλες βαριές πάνω στα πράσινα φύλλα, στο πρόσωπό σου
μέσα στον άδειο κήπο, στάλες στην ακίνητη δεξαμενή
βρίσκοντας ένα κύκνο νεκρό μέσα στα κάτασπρα φτερά του,
δέντρα ζωντανά και τα μάτια σου προσηλωμένα.

Ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει δεν έχει αλλαγή, όσο γυρεύεις
να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους που έφυγαν εκείνους
που χάθηκαν μέσα στον ύπνο τους σε πελαγίσιους τάφους,
όσο ζητάς τα σώματα που αγάπησες να σκύψουν
κάτω από τα σκληρά κλωνάρια των πλατάνων εκεί
που στάθηκε μια αχτίδα του ήλιου γυμνωμένη
και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε η καρδιά σου,
ο δρόμος δεν έχει αλλαγή, κράτησα τη ζωή μου

Το χιόνι
και το νερό παγωμένο στα πατήματα των αλόγων.


Η εικόνα με την ...παγκόσμιον πρωτοτυπίαν στην σύνθεσή της
- Χριστός γονυπετής ενώπιον του Προδρόμου-, βρίσκεται στο ναό του
Τιμίου Προδρόμου Λευκοπηγής.