Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)


Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2023

Χιόνια χρόνια

25 Ιανουαρίου 2019 (1 χρόνο προ κόβιτ) αγίου Γρηγορίου μεγίστου ποιητού της Χριστιανοσύνης. και Γρηγορίου Δ. ελάσσονος οσίου καλλιεργητού της αμπελοσύνης... «...Χιόνια αλησμόνητα σαν νάταν ξένα τα χιόνια που έζησα χωρίς ή με εσένα.» Παρουσίαση του βιβλίου μου «Ενωμένα Μυστικά» διηγήσεις, εκδ. Γαβριηλίδης από τους: Χριστίνα Καραντώνη εκ Πατρών φιλολόγου, ποιητρίας, ζωγράφου ου μην αλλά και φωτογράφου και Δημήτρη Λιακάκου (+) εκ Πτολεμαίδος κοινωνιολόγου κ. λπ εν ζωή. Στην διεύθυνση ο Τάσος Κόλλιας άλλοτε ραδιοφωνολόγιος. Και μας έπιασε ένα χιόνι από τα παλιά... Στον πεζόδρομο με τις πικροκαστανιές διολισθαίναμε ο ένας πλάι στον άλλο η Αννα Κ., ο Ρούσης Γ. και ημείς. 25 Ιανουαρίου 2023 καιρός νεφελώδης χωρίς χιόνια αλλά με 4 επιπλέον χρόνια ένας έκαστος...

Ο σερίφης κι ο ερίφης...

«Τα πρώτα μου χρόνια τ' αξέχαστα τα 'ζησα κοντά στ' ακρογιάλι, στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη, στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη...» Κ. Παλαμάς ... Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στη γενέτειρά του, αρχικά στο Δημοτικό και στη συνέχεια στο Σχολαρχείο Λεχαινών (Ανδρέας Καρκαβίτσας) *** Τα πρώτα χρόνια τα έζησα στο χωριό δίπλα από έναν ρέοντα λάκκο καθαρού νερού που διέσχιζε το χωριό και μορμύριζε διαρκώς στο πέρασμα εκείνων των λησμόνητων χρόνων και τα πρώτα παράνομα διαβάσματα εκτός σχολείου ήταν Μικρός Σερίφης («Δυτικά του Εμπιλαίην»). Αρχές δεκαετίας του ‘60 είχαμε συμπήξει ατύπως Λέσχη ανάγνωσης, πρώτη ίσως εν Ελλάδι, που οριζόταν από το Καναμπαριό το ναό του Πρόδρομο τα σπίτια μας κι έφτανε στο νερόμυλο του Αούτου. Οριο με τον κάτω μαχαλά ο λάκκος. Στη γειτονιά ανταλλάσσαμε τα περιοδικά: Μ. Σ., Μικρός Ηρωας, Κλασσικά εικονογραφημένα (ο αναγνωστικός μου έρως), Μάσκα, Μυστήριο, Γκαούρ Ταρζάν κ.α. και τις εκδόσεις Δαρεμά και Μαρή (πρώτο βιβλίο που διάβασα ήταν ο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα»). Μέλη της «λέσχης» οι: Νίκος Κ., Στέλιος Δ. Παντελής Γκτζτς, Χάρης Ζ., Λάζαρος Δ. κι η ημετερότης. Από κοπέλες η εξαδέλφη μου Κούλα Κ. και η Μαίρη Β. Ολοι ευτυχώς εν ζωή. Σε μια προσομοίωση εκείνων που διάβαζα, κυρίως του Μικρού Σερίφη η φωτ. που βρήκα παρά την θέσιν Γιοφύρι: φορώ καπέλο αμερικάνικο από μετανάστη αρχές του 20ου αι., κάλτσες με πέδιλα, φέρω δε ξίφος εφ΄ όπλου λόγχη το οποίο βρήκα σε μια βουζιλιά (βουζιλάνθη δηλαδή) χωμένο δίπλα από του Μπασ’ το Μύλο, μαζί με δύο τεύχη του περιοδικού “Στρατιωτική επιθεώρηση όπλων και σωμάτων” (αυτά με είχαν …τρομάξει ομολογώ). Εχω πόζα επιθετικής ετοιμότητας δε λέω ή μάλλον λέω και κάπως κλαίω αφού από Μικρός Σερίφης τότε έγινα τώρα ενήλιξ ερίφης…

Βιβλία επισκέπτες

Τα βιβλία σε ταξιδεύουν λένε/ ή και μόνα τους ταξιδεύουν/ και φτάνουν «Στο σταθμό του Μονάχου/ με πέταξε άκου» κ. λπ./ Εκεί έφτασε και το «Επισκέπτης από τα δυτικά»/ το περίμενε μια τρυφερή κι αισθαντική / εν τω άμα, ύπαρξη, που τριγυρνά / στις αλέες, τα πάρκα, τα ποτάμια, τους πύργους,/ τα μουσεία, τις βιβλιοθήκες, τα μπαρ / στη Γερμανική ποίηση και γλώσσα / και στους καιρούς και τα γυρίσματα./ Η Π. Ζωγ. λοιπόν παραμάσχαλα κρατώντας το/ κόβει βόλτες «Κυρία με το βιβλίο» / Εκεί είμαι κι εγώ μαζί της / στα μέρη που δεν πήγε ποτές η ζωή μου/

Κερί από κανέλα ανθισμένο …

Κανέλα… «…Απλά ανοητα όνειρα Σαν τα όνειρα που κάνουν Τα κορίτσια του κόσμου όλου Όταν ονειρεύονται με κλειστά Η ανοιχτά τα μάτια. Κι είχα εγώ Στα χειλη μου τη γεύση τους Δυόσμο και μάραθο και χαμομήλι Γάλα και μέλι και κανέλα …» Μανου Στεφανιδη από το λεύκωμα «Ερως Καλος» 21 + 21 δημιουργοί για τον Έρωτα

Εις το βουνό

Εις το βουνό ψηλά εκεί μια εκκλησιά καθόλου ερημική... Αγιος Αθανάσιος περιοχή Ζυγόστι Λευκοπηγής/ δηλ. πίναξ του ζωγράφου Μανώλη Δραγώγια./ Το Ασπροβούνι κρύβει τον Μπούρινο/ Στη θέση αυτή Κοϊμτζή τη λέγαν/ πριν πολλά πολλά χρόνια/ είχε τη στρούγκα ο παππούς μου Βασίλειος/ Αρμεγαν έπηζαν τυροκομούσαν το γάλα/ Ουδείς διαβάτης ή στρατοκόπος που περνούσε/ από εκεί έφευγε αφίλευτος ήγουν/ δίχως να υποστεί τη φορτική φιλοξενία του παππού/ - Εδώ είναι Εκκλησία δεν είναι στρούγκα λέγαν οι χωριανοί/ Μετά από χρόνια πάλι κτίστηκε εκεί ναός.../ Ο Αγιος Αθανάσιος λοιπόν μεγάλη η χάρη του/ Οι εθελοντές που τον έκτισαν λιγοστεύουν/ αλίμονον ...

Πέρασαν...

Πέρασαν οι φετινες με το νέο και το παλιό πρωτοχρονιες/ Στις πέτρες μου επιστρέφω και στις επίγειες μονιες

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2023

Πρωτοχρονιά με το παλιό ημερολόγιο στον Μονοξυλίτη αγίου Ορους

- Μονοξυλίτης...αντιλάλησεν ο τιμονιέρης... Ταξιδεύουμε με τον Δημήτριο Κ. (θαλαττεύουμε να το πω με αγιο-λογικά) ένα τέταρτον. Θάλασσα μεσημεριανή, λάδι εξαιρετικό, παρθένο. Ανάμικτα χλωρά και ξερά συναισθήματα. Εχω 3 χρόνια να μπω στο Ορος. Σαν λύση της συνέχειας του δέρματος, τραύμα η τριχρονία αυτή. Πάνω μας η Ερημος της Θηβαϊδος. Ανήκει στη ρώσικη ορθόδοξη επικράτεια που συνεχώς μεγαλώνει ως πολιτική έρημος περισσότερο. Πάντα την κοιτούσα διαπορών. Εμαθα γι’ αυτήν αργότερα λεπτομέρειες, που δε ρώτηξα να μάθω στα τόσα χρόνια εισόδων μου. Στην προβλήτα του μικρού αρσανά ο συγγραφέας μικροόσιος Συμεών ο λεγόμενος Οφλίδης· μετά τις καθιερωμένες αγκαλιές μας χώνει σ’ ένα ερειπιώδες Λαντ Ρόβερ. Οδηγάει. Τον γνωρίζει ο τόπος, σαν πιστός σκύλος του κι αυτός καλά τον ανηφορίζει. Σε 20 λεπτά στο μεγάλο Σπίτι μέσα από χαμηλή πουρναρώδη βλάστηση, το περιβάλλον παίρνει πάνω του μετά από πρόσφατη πυρκαγιά. Προσκύνηση στο Καθολικό. Επιτέλους βρήκα ναό, ναϊδριο έστω, αφιερωμένο στη μνήμη του αγίου μου, Μ. Βασιλείου. Προσπαθώ να συγκινηθώ, κάπως το καταφέρνω, θα δούμε στη συνέχεια. Ευλογίες και καλημέρες δώθε κείθε. Κατευθείαν στο μπαλκόνι. Η μέρα το επιτρέπει. Συγγιτικός ο κόλπος μας περιθάλπει οπτικά. Γνωριμίες. Δυσκολία στη συγκράτηση μοναχικών και κοσμικών ονομάτων, τίτλων και προσώπων. Ενας φτωχικά ντυμένος, ο πατήρ Σάββας, είναι ο Γέροντας του οίκου τούτου. Δεν του έδωσα τη δέουσα προσοχή εκ πρώτης καθ’ όψεως. Όμως το βράδυ στο αρχονταρίκι που μαζευτήκαμε, έκαιγε μια ξυλόσομπα επικουρικά με το καλοριφέρ, πίνοντες μέχρι και ουίσκι και τσίπουρο, ως και ξηρούς καρπούς λες κι είμαστε σε μπαράκι εγκοσμίων ναυαγίων - ημείς τσάι οι ερί(ο)φιδες, σε διάφορες ποικιλίες, αναμμένος, το λοιπόν, με τις νεωτερικές απόψεις, ερωτήσεις και κουβέντες ή και νηπιώδεις μας, αγρίεψεν: «Ακούστε εδώ λεβέντες σε όλους τους καιρούς και τις δύσκολες καταστάσεις της πίστης και του έθνους πρώτοι οι παπάδες έλαβον στόματα μαχαίρας, πρώτους αυτούς αποτέλειωναν οι αφορεσμένοι κάθε εποχής. Ακολουθούσε κι ο λαός, δε λέω, αλλά αυτοί ήταν μόνιμα τα πρώτα θύματα. Διαβάστε και λίγο ιστορία!». Είχε δίκιο, φορούσε και τα καινούργια του, τον αγάπησα. Ενας λεβεντο-λιμοκοντόρος, ως πατήρ- Ιλαρίων (μου θυμίζει έναν πανέξυπνο και ραδιούργο επίσκοπο στο Φανάρι, κάποτε, που τον λέγαν Μου-Λαρίων οι αντίπαλοί του- ακούει την μοναχική του βιωτή (κάθε άλλο παρά λελογισμένη σε πρώτο κοίταγμα) στη Νέα Σκήτη – αχ, προσεγγίζουμε στον αγιορείτικο έρωτά μας, τη Μικρή αγία Αννα ήγουν. Φιλάμε χέρια κατά πως το ‘χουν συνήθειο. Ερχονται κεράσματα κανείς δεν τα ξεφεύγει: καφέδες, τσίπουρα, ρακές απανωτές, λουκούμια, ηγιασμένες προπόσεις. Ευλογείται… Ο συγγραφέας της γλυκείας μας καταστάσεως μάς πάει βόλτα με τη …λιμουζίνα. Λίγο παρακάτω δηλαδής, μικρή ξενάγηση. Παλαιόν ναϊδριον αγίου Νικολάου. Δε νιώθω τίποτα. Ελαιότοπος με παρατημένη την παραγωγή χαμαί χα(ω)μάδες! Μια λεμονιά κοντούλα του δημοτικού τραγουδιού. Κόβω δύο. Νεραντζιά κατάφορτη δαγκώνω και φτύνω ένα πικρό. Γυροφέρνω και φωτογραφίζω τα γέρικα κορμιά από τις ελιές. Οι τρεις αδελφές (Τσεχοφικές) καθώς γέρνουν με τη λίγη πρασινάδα (του Λορέντζου Μαβίλη) που ακόμα τις τυλίγει Αμπέλια εκατοντάδες, τι λέω χιλιάδες (σιγά…) στρέμματα κι εξ αυτών το κρασί ονομασίας προελεύσεως, ο θείος Μονοξυλίτης. -Τράπεζα ξαναντιλάλησε μια θελκτική φωνή μετά κώδωνος χαρμοσύνου. - Ερχόμαστεεε… Εμβόλιμον σχόλιον. Ο μάγειρας στα μοναστήρια είναι κεντρική μορφή. Ούτε ιερομόναχος ούτε άλλο αξίωμα στην αγιορείτικη διαλεκτική κι ιεραρχία των διακονημάτων, τον ξεπερνά, ισάξιος σχεδόν του Ηγουμένου. Η τελευταία ζωντανή εικόνα που έχω από τον Γέροντα Σπυρίδωνα της Μικρής αγίας Αννας, ήταν μπροστά σε μια μεγάλη τσίγκινη λεκάνη να καθαρίζει χόρτα ετοιμάζοντας το βραδινό μας, ο μακάριος… Επειδή κι οι μοναχοκαλόγεροι είναι κι αυτοί ύλη και μάλιστα όχι απ’ αυτήν που είναι φτιαγμένα τα Σαιξπηρο-όνειρα, όχι άφυλα και άσαρκα και τις μόνες επιτρεπτές μη πνευματικές απολαύσεις στις οποίες αφήνονται είναι το φαγητό=αριστοτεχνικό στο Ορος κι αφήστε το «Μην απατάσθε εις αχορτασίαν κοιλίας κ.λπ.» Ο μάγειρας όπως τον περιγράφει ο Τζ. Ροτ είναι με κόκκινα τα χείλη που χαμογελούν ακούραστα. Το φαρδύ σαγόνι του είναι βολεμένο σ’ ένα παχουλό διπλοσάγονο. Τα πλατιά ρουθούνια του ανασαίνουν τα αρώματα των φαγητών και τις λεπτές αποχρώσεις αυτών των αρωμάτων. Και κάτω από την άσπρη ποδιά τουρλώνει απαλή και καλοσυνάτη την κοιλιά του μέσα στην οποία λες και χτυπάει μια δεύτερη χωριστή καρδιά… Διότι, οι μάγειροι, κάθε μάγειρας στο καλογερικόν μαγγιπείον δοκιμάζοντας και ξαναδοκιμάζοντας για να πετύχουν οι συνταγές και πλαταγιάζοντας τα χείλη από ευχαρίστηση («ας ξαναδοκιμάσω λίγο, πολύ ωραίο έγινε») έχουν προσθέσει κάποια περιττά κιλά. Η Πύλη η εισάγουσα εις την Βασιλείαν των Ουρανών είναι «στενή». Θα χωρέσουμε να περάσουμε» ευθυμολογεί ο μέγας επί των οψοποιών μαγγανείες αρχιμανδρίτης κυρ’ Δοσίθεος της μονής Τατάρνης κατά Καρπενήσι μεριά. Αρα αραδιαζόμαστε στους πάγκους ενώπιον των μερίδων μας. Εικόνα έξοχη. Κύριον πιάτο μελοκόπι είπαν με σως και δεκάδες άλλα είδη γύρωθέν του συμπληρωματικά. Μα πού είμαστε και πατριάρχες δεν είμαστε! Τι να πούμε; Ο άγιος Μ-Λαρίων λέει το ευλογητός κι αρχώμεθα της εσθιάσεως. Τρώμε πεινασμένα. Πίνουμε οίνον Μονοξυλίτη φυσικά διψασμένοι γι αυτό το εκλεκτόν κρασί που παράγεται εδώ κι έδωσε το όνομα στην περιοχή και σε …κο(χ)λάζει, Παναγιά μου εφορεύουσα του Ορους. Το πρώτο και μόνο βράδυ στο Μονύδριον συγχροχαλίζουμε με τον σύντροφο συμπροσκυνητή, ο συγγραφέας σε μοναχική σουίτα, στη δίκλινή μας αντίστοιχη. Ζέστη χοντρή, καλοριφέρ με ξύλα γνήσια του λόγγου. Δε βλέπω άστρα, θολότης του ουρανού. Στριφογυρίζω στο στρώμα σαν το Διάκο στο σουβλί. Το κινητό δεν έχει σήμα. Αρα, ενδοσκοπίσεις άχρι νυστάξεως. Στο βάθος του διαδρόμου σε ένα οιονεί εγκόσμιον κουτούκι, κοσμικοί ελληνοαλλοδαποί εργάτες, παρακολουθούν στην τηλεόραση ριάλιτι κ.α. μλκς (ήμαρτον). Περί την 5ην πρωινήν το σήμαντρον και καμπάνες στη συνέχεια, Πρωτοχρονιά, μέγας Βασίλειος ουρανοφάντορ, πολιούχος του Μονοξυλίτη. Γλίστρησα σκιά στο ναϊδριον. Πρωτοχρονιάτικους εσπερινούς παρακολουθώ εδώ και χρόνια εις διπλούν. Τον α΄ στου χωριού τον Τίμιον Πρόδρομο στη θεσμική 1η του Γρηγοριανού ημερολογίου, τον β’ εις την μονή Αναλήψεως που παρεπιδημεί στο Παλαιό ημερολόγιον των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών («Ορθοδοξία ή θάνατος» γράφει ακόμα, κάπως ανόρεχτα, πανό στον πύργο εισόδου του περιφραγμένου ως η ομηρική Τροία όπου περιμένει μήπως την άλωσίν του). Τώρα μου ‘λαχε και η γ΄ η αγιορείτικη, μεγάλη ήγουν ευλογία. Προλαβαίνω στασίδι στον κέντρον της ευχαριστηριακής σκηνής και την αράζω μεταξύ κατανύξεως και πρωινονυστάξεως. Ακολουθώ όλους τους αγιορείτικους τύπους του σήκω κάτσε με ευλάβεια φυσιολογικού χριστιανού ορθοδόξου. Η ακολουθία είναι θριαμβευτική. Πολιούχος είπαμε ο άγιος μου κι ο ναός μέσα, έξω, δίπλα παραγεμίζει με κοσμικούς, από πού ξεφύτρωσαν όλοι αυτοί μυστήριον! Προεξάρχει ως τυπικάρης άτυπος ο Μ-Λαρίων. Εχει κι ένα υποτακτικό, καλογερικό απολειφάδι, το οποίον νουθετεί διαρκώς σχεδόν και του τραβά το ηλικιωμένον ωτάριον. Κάτι μου θυμίζει από τα παλιά. Στην πρώτη μου είσοδο στο Ορος 198… στην Ιβήρων ένας παρόμοιος –μήπως ήταν αυτός -σουργκούνης στην αγιορείτικη κατάταξη- μας παρακαλούσε τους Λευκοπηγείς της παρέας να τον βοηθήσουμε. - Κάνε αγάπη, έλεγε συνεχώς πάρε κι αυτό το τσουβάλι κ.λπ. Μας φόρτωνε και μας ξεφόρτωνε. Ηταν ιεροπραματευτής που δεν ήρθε από τη Σιδώνα αλλά από τη θάλασσα τη Σιθώνα ! Τον κοιτούσα και τον συμπαθούσα στον παιδεμό του από τον ευσταλή αρχοντομόναχο. Ολα καλά κι ευλογημένα, το λοιπόν. Δεν εκοινώνησα αλλά μετείχα του πράγματος κάπως (πως δηλαδής;). Απόλυσις. Ο γέροντας παράγγειλε να φωτογραφηθούμε όπως κάνουν οι εκδρομείς ενώπιον αρχαίων ερειπίων, μαζί με την εφέστια εικόνα της μονής. Ηλιος λαμπρός χαρούμενος ο της πρώτης ημέρας του χρόνου στο Ορος. Τράπεζα δις πατριαρχική, πίτες εγκόσμιες κόπηκαν δύο, ο Μ - Λαρίων στις δόξες και τις λόξες του του. Κλίμα εύχαρες. Αποχωριζόμαστε με αγκαλιές κι ασπασμούς γένειους, αγένειους αλλά ευγένειους. λαμβάνοντες δώρα από τον Γέροντα παπα-Σάββα (τον θυμάμαι συνεχώς πλέον σαν μια μοναχική ιερότης) κρασί Μονοξυλίτη, μέλι κ.α. Πήραμε έναν κατηφορισμόν. Στο λιμανάκι το ταχύπλοον Μικρή αγία Αννα μας περίμενε και μας πήρε, ενώ το κύμα της πανδημίας που αχνοφαινόταν ήδη στον ορίζοντα, μας σήκωσε σε λίγο καιρό.

Πέτρες βασιλικές δηλ. τάφοι

Για να χαρώ τον ήλιο μας και για να διαλαλήσω τη θεϊκή τη δόξα του και της ζωής τη δόξα, τί θέλω εδώ στα μνήματα κι εδώ στα συντριμμένα λείψανα κόσμου παλαιού και κόσμου περασμένου; Κ. Παλαμάς Οτε ήμην νέος - όλοι κάποτε υπήρξαμε νέοι- μαθητής της Γ’ Γυμνασίου η νεαρά ακόμη δικτατορία με το Εθνικο Ιδρυμα Βασιλεύς Παύλος διοργάνωνε εκδρομές για εφήβους σ’ όλη την Ελλάδα προς γνωριμίαν της. Μάζευαν από τα χωριά και την ύπαιθρο νεαρούς και τους ταξίδευαν. Μέλος εκείνων των καραβανιών διετέλεσα κι εγώ για μια εβδομάδα αλησμόνητη. Στην Αθήνα μας διανυκτέρευαν στον Πύργο Βασιλίσσης. Ακόμα έχω στη γεύση μου το χρόνο εκείνο και την πρωινή μαρμελάδα (από χωριό ήμουν κι εγώ κι ο φίλος Γ. Κ. που συνταξιδεύαμε), τη βραδινή αύρα που λίκνιζε τη μυρωδιά των πεύκων, την έναστρη Αθήνα στο βάθος. Ολυμπία, Δελφοί, Μυκήνες, Επίδαυρο κλπ. Μας πήγαν και στο Τατόι να το δούμε. Μας ξεναγούσε κάποιος στους τάφους των Βασιλέων. Σε έναν διάβασα μια φράση της οποία είχα κρατήσει τότε μόνον τις δύο ύστερες λέξεις: «...την πίστην τετήρηκα». Από τότε θυμάμαι αυτόν τον παρακείμενο του ρήματος τηρώ, λέξη μνήμη. Προφανώς ολόκληρη η επιγραφή ήταν από του Αποστόλου Παύλου την Προς Τιμόθεον επιστολή (Β΄ δ΄, 5-8): «Τὸν ἀγῶνα τόν καλὸν ἠγώνισμαι, τὸν δρόμον τετέλεκα, τὴν πίστιν τετήρηκα». Ο τάφος μάλλον ήταν του Βασιλιά Παύλου. Τετήρηκα κι εγώ το ρήμα αυτό μέχρι τώρα στη σκέψη μου. Με αφορμή την επικαιρότητα σημειώνω περιπλέον. Ο ξεναγός μάς έδειξε μια βελανιδιά κι από κάτω της ένας σωρός πέτρες «καλλιεργημένες». Μας είπε πως κάθε χρόνο στα γενέθλιά του ο άλλοτε βασιλιάς Κωνσταντίνος εναπέθετε εκεί μια πέτρα. Με το σωρό αυτό θα γινόταν, όταν θα πέθαινε ο τάφος του, έλεγε. Θυμάμαι αυτό και κάπως νιώθω τις μέρες αυτές που σχαλοερίζουμε για τα βασιλικά, πολιτικά και κομματικά επι- τάφια. Μας πήγαν στην Αίγινα, στην Ακρόπολη, στον Παρθενώνα όπου κι εφωτογραφήθημεν, και στη Βάρκιζα. Τότε ήταν που πρώτη φορά είδα θάλασσα και έβαλα τα πόδια μου εντός της.

Η αγιοκατάταξη του μοναχού Γεράσιμου Μικραγιαννανίτη, τα άρβυλα και η Κοζάνη...

Σε μία από τις πολλές εισόδους στο άγιον Ορος με κύρια συνοδεία τον Νικόλαο Κ. Αλέξανδρο Β. και κάποτε τους Γιώργο Κ. και Αντώνιο Π. κ.α., είχαμε πρόγραμμα να περάσουμε από τη Σκήτη της Μικρής αγίας Αννας ν’ αφήσει εκεί ο Ν.Κ. ζεύγος αβάδιστων, στρατιωτικών αρβύλων, προσφορά του στους μοναχούς. Στη συζήτηση με καφέ και ρακί, οι γέροντες μας είπαν πως τους βασανίζει το πρόβλημα της ψηφιοποίησης των χειρογράφων του έργου (χιλιάδες σελίδες σε 80 τόμους) του μέγα υμνογράφου της Ορθοδόξου εκκλησίας Γεράσιμου που έζησε και συνέθεσε το έργο του εκεί (1905-1991). Πριν λίγα χρόνια είχε «κοιμηθή» εν Κυρίω. Σε μια στροφή της σκέψης μου τους πρότεινα (τότε ήμουν διευθυντής της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης και του Ινστιτούτου Βιβλίου και Ανάγνωσης) να αναλάβουμε εμείς δωρεάν το έργο αυτό προσφορά της πόλεώς μας στη Σκήτη, αφού διαθέταμε και την τεχνογνωσία του πράγματος. Στην Αθήνα που απευθύνθηκαν οι Πατέρες τους ζητούσαν δεκάδες εκατομμύρια για τη δουλειά. Από κει τηλεφώνησα στο συνεργάτη μου Γιάννη Κάβουρα υπεύθυνου της υπολογιστών του ΙΝΒΑ και του Δήμου και μου είπε πως μπορούμε να φέρουμε σε πέρας αυτό το έργο. Συμφωνήσαμε επί του ορθίως. Ισως και να μην πολυπίστευαν στην πρόταση. Στη συνέχεια τους διαψεύσαμε! Το Δ. Σ του ΙΝΒΑ με πρόεδρό του τον κ. Γιώργο Τιάλιο κι ο Δήμαρχος κ. Π. Κουκουλόπουλος συμφώνησαν ασμένως. Ετσι κάθε βδομάδα μας έφερναν από τη Σκήτη τους χειρόγραφους τόμους με το έργο του Υμνογράφου και η εξαιρετική βιβλιοθηκονόμος κ. Ευαγγελία Αργυροπούλου, άριστη στον τεχνολογικό χειρισμό, περνούσε τις χιλιάδες σελίδες (μια θάλασσα ύμνων και ποίησης θρησκευτικής) από το μηχάνημα ψηφιοποίησης το οποίο είχαμε ήδη αγοράσει με δωρεά της κυρίας Πετρούλας Γ. Ετσι ολοκληρώσαμε το έργο. Σε δημόσια τελετή με όλη τη συνοδεία της Σκήτης παρούσα στην Αίθουσα Τέχνης Κοζάνης Κυριακή 14 Μαίου του 2000 παραδώσαμε τα σιντί με όλο το έργο του Υμνογράφου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας ψηφιοποιημένο. Ηταν μια σωστική προσφορά της πόλεως Κοζάνης και των εγγράμματων θεσμών της στα εκκλησιαστικά και υμνολογικά γράμματα του Ορους και της Ορθοδοξίας εν γένει. Εκτοτε μια βαθιά αγαπητική σχέση αναπτύχθηκε μεταξύ μας. Προσωπικά τη Σκήτη ένοιωθα ως Σκήτη Μετανοίας μας, τους δε γέροντές της αδελφούς. (Γέροντα Σπυρίδωνα (+) ιερομόναχο Νεκτάριο, πατέρα Ευθύμιο ήδη προστώτα του κυρίως μέρους της Σκήτης μετά τον τριχασμό της, πατέρα Παύλο, μοναχό Θεοδόσιο, Παντελεήμονα (+ εκ του κόβιτ) κ.α.λ.. Κάθε που πηγαίναμε εκεί, κάθε χρόνο δηλ. προ κόβιτ, μου παραχωρούσαν για ύπνο το κελί του Υμνογράφου κι ένοιωθα κάπως... Τον άγιο γνώρισα για λίγο σε μια πρωινή τράπεζα περαστικοί και πάλι από την αγριοόμορφη Σκήτη, να πίνει άφοβα το γάλα και τον καφέ του με αρκετή ζάχαρη. «Τι να μου κάνει εμένα το ζάχαρο 90 χρόνων» έλεγε. Για χρόνια χάριν παιδειάς ισχυριζόμουν πως έχω πάντα συμπαραστάτη στο βίο, τον μέγα ποιητή μοναχό Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη, του οποίου βοήθησα να διασωθεί και ηλεκτρονικά το πρωτότυπο του έργο του, με αφορμή ένα ταπεινό ζεύγος αρβύλων. Δεν άργησε να ανακηρυχτεί και άγιος κανονικά, αν κι εγώ τον θεωρούσα ήδη άγιο των χριστιανικών γραμμάτων των ύμνων, ακολουθιών, λειτουργιών (χιλιάδες). Βοήθειά μας, η μνήμη του τιμάται την 7η Δεκεμβρίου. - Αμήν.

Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2023

Προφυλακτικόν...

Δεν γνωρίζω πως ονομάζεται στην Φαρμακευτική εμπορία. Αλλά είναι ένα προφυλακτικόν –μετά συγχωρήσεως- δακτύλου. Καλύπτει ήδη γάζα και πιο κάτω της αλοιφή αντιβιοτικού λόγου. Πριν λίγες μέρες έσπασε η άκρη του νυχιού και παρατηρούσα βαθμηδόν αυτό να πρήζεται να πονά, να κοκκινίζει. ‘Εριξα το οικιακό μπεταντίν. Τίποτα. Θυμήθηκα το πάθημα του ποιητού και ιατροφιλοσόφου του ύστερου νεοελληνικού διαφωτισμού στην Κοζάνη, ιατρού του Αλή πασιά και πρώτου μεταφραστή στα Ελληνικά, μάλιστα στα προφορικά, του Λόρδου Μπάυρον, Γεωργίου Σακελλαρίου η προτομή του οποίο δεσπόζει έναντι της κυρίας εισόδου της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης στο Δημοτικό πάρκο Αυτός ύστερα από τσίμπημα αγριοκούμπανου (θηριώδης σφήκα) και μόλυνση της χειρός του ανεχώρησε των εγκοσμίων.... Το παρατηρούσε κι αυτός μέρες να διογκούται... Αρα: - Γραμμή για το φαρμακείο Δήμητρας και Αικατερίνης όπου εδέχθην τις πρώτες βοήθειες. Ευχαριστώ την πρώτη ότι αυτή εφρόντισε το ονυχοτραύμα. Αχρι ιάσεως κυκλοφορώ με προφυλακτικό δακτυλου. Τώρα για λίγο θα εφαρμόζω τον αρχαίον λαϊκόν ποιητήν Λευκοπηγής: «Με το ζερβί το δάχτυλο/ ρίξε στα βόδια άχυρο.

Ανηφορισμός

Επηρα τον ανηφορισμον να ξαναδώ τις πέτρες που αγαπούσα/ Στον αη λια με τα έρημα πολυβολεια του εμφύλιου/ Στα μονοπατια που με Χρ Μπέσα και Ν Κούρτη Βραδυπορούσα/ Ενδον λυπηθεις αλλά γιατί, περί την δυσιν του ηλιου/

Τι θέλω εγω ανάμεσα στις επιτελικές ωραιότητες της Παρέμβασης;

Εις την Γ’ ΤΟΥ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ

Μνήμη Αγίου Προφήτου Μαλαχίου, αγίου Μάρτυρος Γορδίου, μνήμη Οσίου Πατρός ημών Πέτρου του Σημειοφόρου, οι άγιοι Μάρτυρες Μήτηρ και δύω Τέκνα πυρί τελειούνται, Σύναξις Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη εν Σκιάθω όστις εν μέσω ...χιόνος (κατά Μ. Περάνθη) τελειούται! Γενάρης του 1904 (Κ.Π.Καβάφης) A οι νύχτες του Γενάρη αυτουνού,/ που κάθομαι και ξαναπλάττω με τον νου/ εκείνες τες στιγμές και σ’ ανταμώνω,/ κι ακούω τα λόγια μας τα τελευταία κι ακούω τα πρώτα./ Απελπισμένες νύχτες του Γενάρη αυτουνού,/ σαν φεύγ’ η οπτασία και μ’ αφήνει μόνο./ Πώς φεύγει και διαλύεται βιαστική — πάνε τα δένδρα, πάνε οι δρόμοι, πάν’ τα σπίτια, πάν’ τα φώτα·/ σβήνει και χάνετ’ η μορφή σου η ερωτική./ (Τα σχέδια είναι του ζωγράφου Κώστα Ντιο από το λεύκωμα «Οι λογοτέχνες του Κ. Ντιο στην Παρέμβαση» που ετοιμάζεται και θα κυκλοφορήσει από τις ομώνυμες εκδόσεις.

Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2023

Αλλαγή

/
Η αλλαγή του χρόνου με ηυρε σελίδες ως συνήθως να γυρίζω/ φύλλα ζωής βιβλία κόσμους δρόμους μυστικούς να χαράζω/ η και σε φανερους εν τω άμα το ταξιδι της διαφυγής μου να ορίζω/ με ι-δανεικές ευχές στο κινητό το γύρισμα του χρόνου μου εορτάζω