Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)


Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2011

Οι μετανάστες είναι πιο έξυπνοι (αντιγραφή)















Στην υπόθεση της κατάληψης των μεταναστών στη Νομική Σχολή της Αθήνας, συνέβη κάτι το οποίο πέρασε εντελώς απαρατήρητο και αποδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο πως οι Έλληνες έχουν λαλήσει κανονικά και δεν ξέρουν τι τους γίνεται.
Για τους μετανάστες της Νομικής μίλησαν όλοι. Ο Παπανδρέου, οι υπουργοί, η Νέα Δημοκρατία, το ΚΚΕ, το ΛΑΟΣ, ο ΣΥΡΙΖΑ, ο πρύτανης, ο αντιπρύτανης, ο Πρετεντέρης, η Τρέμη, ο Χατζηνικολάου, η Μπακογιάννη, ο Κουβέλης, η Βίκυ Καγιά, εσείς, εγώ – όλοι είχαμε μια πολύ τεκμηριωμένη άποψη για το τι πρέπει να γίνει με τους μετανάστες. Μέσα στο γενικό χαμό, κανείς δεν παρατήρησε πως οι μόνοι που δεν μίλησαν ήταν οι μετανάστες.
Οι μετανάστες –που είναι οι άμεσα ενδιαφερόμενοι- δεν μίλησαν, και με τη σιωπή τους μας εξέθεσαν όλους. Όλα τα διαπλεκόμενα λαμόγια ξεσπάθωσαν εναντίον των μεταναστών. Κι όπως τους άκουγα, ήταν λες και οι μετανάστες δεν είναι άνθρωποι σαν κι εμάς που κάνουν απεργία πείνας, διεκδικώντας κάποια στοιχειώδη δικαιώματα – ήταν λες και είναι Τούρκοι κομάντος οπλισμένοι με μπαζούκας και θέλουν να μας καθαρίσουν όλους.

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

H Αφροδίτη στα πουρνάρια


Η Αφροδίτη του χιονιά
ανεδύθη μέσα από πουρνάρια
γύρω της βέλαζαν νέα αρνιά
και στην ποδιά της κριάρια

Τη βρήκαν «Νέοι της Σιδώνος»
που πήγαιναν για μανιτάρια
χωρίς να φοβηθούν του Ποσειδώνος
τα σε καιρό χειμώνα λίγα του χνάρια

Με τα χέρια επί κεφαλής
ως «Γερακίνα» κι όρθια στήθη
εξερέθιζεν αγρίως κι εν πολλοίς
των ποιμνίων τα χρηστά ήθη

Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

Κοζανίτικον τρίπτυχον

   
«Το αδιανόητο τίποτα» των ημερών μας

Ο τίτλος ανήκει σ’ ένα βαρύ βιβλίο του φιλοσόφου (του τελευταίου των Ελλήνων μήπως;) κ. Στέλιου Ράμφου,  εκδόσεις Αρμός, με υπότιτλον  «Φιλοκαλικά ριζώματα του νεοελληνικού μηδενισμού». Αυτό έλαβεν δώρον ο κύριος Αθανάσιος Κλντς, δημοδιδάσκαλος και ιστορικός μελετητής της δεκαετίας 1940-50 της περιοχής (άρα αποκλείεται να το επιστρέψει προς αλλαγήν του), ο οποίος βρήκε στο κομμάτι της πίτας το τυχηρόν δίευρον το οποίο μεταφραζόταν σ’ αυτό το βιβλίο. Αυτά έγιναν το βράδυ 19-1-2011, μνήμη Μάρκου του Ευγενικού, επισκόπου Εφέσου, του πλέον αντιμνημονιακού, θα λέγαμε σήμερα, αγίου της Ορθοδοξίας. Αυτός ως γνωστόν (;) ήταν ο μόνος της Αυτοκρατορικής (πρωθυπουργικής σήμερα) συνοδείας του Ιωάννη Παλαιολόγου  στη σύνοδο της Φεράρας (1439) με τη οποία η ανατολική ορθοδοξία υποτασσόταν στους παπικούς για να τύχουν του ευεργετήματος της στρατιωτικής βοήθειας (οικονομικής εν έτει 2011) και ο οποίος αρνήθηκε να υπογράψει την υποταγή στην τότε Δύση (ΔΝΤ) και κηρύχτηκε άγιος. Αλλά η Πόλη είχε ήδη πέσει στα χέρια των προγόνων του συνομιλητή του τωρινού πρωθυπουργού των Νεοελλήνων του Πασόκ, στη μάχη του Ερζερούμ Μ. Ασίας· όπως θα γίνει φυσικά, όταν ο Ελλαδισμός θα έχει πτωχεύσει, παρά την υποταγή του.

Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011

Ανθρωπος από χαρτί

Θυμίζει ένα γλυπτό για τον Τ. Τζόυς
Αλλα είναι ο άνθρωπος από ...χαρτί της σήμερον
και ειδικά των εφημερίδων εκείνων όμως που αντιστέκονται μεν στην εισβολή της ιντερνετικής τεχνολογίας αλλά ιδίως στην αθλιότητα, την ευτέλεια και την υποδούλωση της ξεπουλημένης και ξεφωνημένης εφημεριδοαναξιοκρατίας

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

Η χαμένη τιμή της Φαίης Μάγιερ


Από τη "Χαμένη τιμή της Κατερίνας Μπλούμ"  του Χ. Μπέλ


Το 1974 ο γερμανός νομπελίστας Χάινριχ Μπελ δημοσιεύει ένα σύντομο αφήγημα που έμελλε να αποτελέσει αρχετυπικό παράδειγμα κριτικής μιας συγκεκριμένης πρακτικής των εφημερίδων. Το βιβλίο, γνωστότατο σήμερα, είχε τον τίτλο «Η χαμένη τιμή της Κατερίνας Μπλουμ» και μιλούσε για την ιστορία μιας συνηθισμένης κοπέλας που εξαιτίας μιας τυχαίας γνωριμίας της με κάποιον καταζητούμενο, μπήκε στο στόχαστρο της αστυνομίας. Την σκυτάλη παίρνει ο κίτρινος τύπος της εποχής (ο Μπελ ευθέως δήλωσε ότι «φωτογραφίζει» την εφημερίδα Bild στο αφήγημά του) που αναλαμβάνει την κανιβαλική διαπόμπευση της Κατερίνας Μπλουμ, η οποία, με τη σύμπραξη αστυνομίας και εφημερίδων, αρχίζει να βιώνει έναν κλιμακούμενο, καφκικό εφιάλτη χωρίς τέλος.

Δυστυχώς, αυτά δεν συμβαίνουν μόνο στη λογοτεχνία. Στην πραγματική ζωή παρακολουθούμε καθημερινά τη διαπόμπευση και τον εξευτελισμό ανθρώπων από τηλεοράσεις και δημοσιογράφους εφημερίδων που λειτουργούν απροκάλυπτα ως γραφεία τύπου της ασφάλειας και της αντιτρομοκρατικής (στην εποχή του διαδικτύου είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς ότι πολλοί εξ αυτών δεν αλλάζουν ούτε μια λέξη στα υποτιθέμενα ρεπορτάζ τους, από το επίσημο ή ανεπίσημο δελτίο τύπου που τους δίνουν οι μοναδικοί πληροφοριοδότες τους, η ίδια η αστυνομία δηλαδή).
Αυτό το έργο είδαμε να επαναλαμβάνεται τις τελευταίες μέρες με αφορμή την σύλληψη της 27χρονης Φαίης Μάγιερ. Ένας καφές που ήπιε με κάποιον που η αστυνομία θεωρεί ύποπτο, άρκεσε για να συλληφθεί αυτή από την αντιτρομοκρατική υπηρεσία και στην συνέχεια να ξετυλιχθεί το κουβάρι της δημοσιογραφικής αλητείας. Στην προκειμένη περίπτωση μάλιστα, αστυνομία και δημοσιογράφοι επιρρίπτουν ο ένας στον άλλο την ευθύνη για το ποιος δημιούργησε το, χαμηλού έστω επιπέδου, χολιγουντιανό σενάριο: η μητέρα της ήταν μέλος της ΡΑΦ που καταζητούνταν επί χρόνια, ο δε πατέρας της, επίσης στυγνός τρομοκράτης, σκοτώθηκε σε ένοπλη σύγκρουση με την αστυνομία. Φυσικά τίποτα από τα δύο δεν ίσχυε (επρόκειτο για απλή συνωνυμία, μιας και το Μάγιερ είναι ένα κοινότατο γερμανικό επίθετο). Ο πατέρας της είναι ζωντανός και οι δύο γονείς της ουδέποτε υπήρξαν μέλη της ΡΑΦ. Ακολούθησε, μάλιστα, επίσημη διάψευση από πλευράς Γερμανίας, αλλά όπως γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις, η «προβολή» που έτυχε η διάψευση αντιστοιχεί στο 1/20 της προβολής που τυγχάνει η συκοφαντία.
Εκτός όμως από το θέμα του εξευτελισμού και της διαπόμπευσης (με τις ανυπολόγιστες συνέπειες που μπορεί να έχει για την καθημερινή ζωή κάποιου) που ατιμώρητα μπορούν να προκαλούν οι δημοσιογράφοι, υπάρχει και το ακόμα σοβαρότερο, παράπλευρο, ζήτημα ότι έτσι ακριβώς δημιουργείται το κατάλληλο κλίμα ώστε να προφυλακιστούν άνθρωποι και να παραμείνουν στη φυλακή 1-1,5 χρόνο μέχρι να γίνει η δίκη τους και να αποδείξουν (αν αποδείξουν) ότι δεν είναι ελέφαντες.
Στο μυθιστορηματικό σύμπαν του Μπελ, η κάθαρση επέρχεται έστω και δια του στρεβλού τρόπου της αυτοδικίας. Στην πραγματική ζωή, παρακολουθούμε καθημερινά τον ταχύ εκφασισμό της κοινωνίας, την εφιαλτική αστυνομο-δικαϊκή οχύρωση και αυθαιρεσία των κρατών (που μπορούν άνετα να ομολογούν ότι προσήγαγαν και ξυλοκόπησαν κάποιον επειδή έμοιαζε με κάποιον άλλον, όπως συνέβη αυτές τις μέρες με το μέλος του Σύριζα Δημοσθένη Παπαδάτο-Αναγνωστόπουλο) και την, σε ρόλο μαέστρου, εξαλλοσύνη των ΜΜΕ που ποδοπατούν ατιμώρητα οποιονδήποτε.
 

Κώστας Δεσποινιάδης

Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2011

Οι έμμισθοι της υπηρεσίας κι οι άμισθοι της παρρησίας


                                   
«Σε ανορθόγραφο κείμενο δεν απαντώ»
                                     Νίκος Καχτίτσης

Αγαπητέ κ. διευθυντά του Kozan.gr

Επειδή δήλωσα πως περισσότερο με πληγώνουν τα τυπογραφικά κι ορθογραφικά λάθη (δεν είμαι καθόλου άμοιρος αυτών) από τα προσωπικά μου, ως εκ τούτου επί της απαντήσεως (ολόκηρη υπάρχει παρακάτω) σε σχόλιό μου που αρτήθηκε στο σάιτ σας την 11-1-2011, του εκλαμπροτάτου διευθυντού της ευτραφούς κυρίας ΔΕΥΑΚ και συναφών υπηρεσιών - όστις είναι έμμισθος ανώτερος υπάλληλος μου όπως και όλου του λαού της πόλεως- επειδή διέλαθαν λάθη (όχι πολλά) επ’ αυτής, δεν απαντώ κατά το παράγγελμα του αλησμόνητου λογοτέχνη Ν. Καχτίτση του λεπιδοπτερολόγου της αγωνίας και της τυπογραφίας.
         Ως εκ τούτου παρακαλώ κύριε διευθυντά, τώρα της υπηρεσίας νερού, καθαριότητος κι αποχετεύσεώς μας, όπως επανέλθετε επί των αιτιάσεών σας, ορθογραφημένα και τότε «τα λέμε» -κατά το κοινώς κι εμετικώς λεγόμενο- δημόσια σε όποιο τόπο, τρόπο, χρόνο.

                                    ***
         ΥΓ 1. Κύριε διευθυντά των θερμών και κρύων νερών της Κοζάνης, αν ξέρατε πως βλέπει ο χειμαζόμενος αλλά ευγενής λαός της πόλεως, όλους υμάς τους πολυχρόνια βολεμένους της δημοτικής και κρατικής μας καταστάσεως (και με αυτό δεν αμφισβητώ τις ικανότητές σας) θα τρέχατε να χωθείτε κάτω από τις κουβέρτες της σιγουριάς δια της αφανείας, επιποθούντες από το φόβο της λαϊκής καταμαρτυρήσεως, επιστροφήν στην μήτρα της σιωπής και του λάθρα βιώσας.

Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2011

Σκαλαθύρματα πολιτικά της εποχής


                
                  ‘Ανοστα λόγια

«Ημέρα αγάπης» (δηλαδή; η μετά ή άνευ έρωτος, η αδελφική, η χριστιανική, η γονεϊκή, η οικογενειακή, η κομματική – η γενικότης διαχέει το περιεχόμενό της και την καθιστά κύμβαλον ή κλαπατσίμπαλον αλαλάζον), εν Λευκοπηγή Κοζάνης τη 7 Ιανουαρίου κι ο χοροεπιστατών επίσκοπος κατά την πανηγυρική και θεία λειτουργία μεταξύ άλλων είπε στο πολυπληθές εκκλησίασμα το βαθύτατα θεολογικόν: «Γιατί βάλατε τέντα στην αυλή της εκκλησίας και το κάνατε σαν πανηγύρι». Βαρύτατος, σοφός λόγος κι οι τοπικοί χριστιανοί δυσφόρησαν εν σιωπή. – Μα θρησκευτικό πανηγύρι έχουμε από αμνημόνευτων χρόνων κυρ’ δέσποτα και για τυχόν βροχή τη βάλαμε, θα του έλεγαν, οι λίαν φιλόξενοι κάτοικοι κάθε τοπικής εξουσιαστικής νηστικοσύνης, η οποία επιπίπτει  επί των προσφερομένων ειδών βουλιμικά αλλ’ όχι λαίμαργα όπως εξηγεί ο φίλος Αλ. Αλλά αντίρρηση ζώσα επί αρχιερατικού κηρύγματος συνεπάγεται μικρόν αφορισμό (παρότι ορισμένοι κάποιοι τον επιδιώκουν ως μικρόν αγιασμόν). Εφέτος δεν παρετέθει στον εν λόγω τράπεζα εορταστική ότι το καφενείο-ταβέρνα ήταν κλειστό κι ο διευθυντής του κ. Γιάννης Κρπτσς απουσίαζε  στην Ισπανία τη χώρα του Δον Κιχότη και έτσι τους άφησε στην Αγία Κρυότη. «Μας είπε το πρωί κάτι άνοστα λόγια ο δεσπότης» είπε ωραίος άνθρωπος του χωριού. Στην κυριολεξία εντελώς άνοστα κι έτσι μετά τα «Παραπονεμένα λόγια» της λαϊκής μουσικής μπήκαν και τ’ άνοστα λόγια της ιερατικής, επισκοπικής διαλέκτου. Λίαν προσφυής χαρακτηρισμός.

                  «Τι σου κάνω μάννα μου, αλήθεια;»

Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2011

Το παλτό του Γκόγκολ και της οδού Τσιμηνάκη...



Ηταν ένα μακρύ παλτό χρώματος μπλε, έφτανε μέχρι τους αστραγάλους –κάτι λίγο παραπάνω τους, έστω στο μέσον της κνήμης. Το είχε χρόνια πολλά και το φορούσε τις δεσποτικές εορτές στην καρδία του χειμώνα: Χριστούγεννα Αις Βασίλης, Φώτα, είχε δεν είχε χιόνι και κρύο, το τραβούσε ο καιρός, όπως κι ο περιβάλλον τρόπος. Παρόμοια φορούσαν οι επίσημοι στην εκκλησία κι ήθελε κι αυτός ούτω πως, να τσιμπολογήσει εκ της ενδυματολογικής ιδιαιτερότητας κάποια από τα ψιχία ματαιότητας που έπεφταν από την τράπεζα εκείνων των μοναχοφάηδων, οι οποίοι χρόνια τώρα αδιατάρακτοι στο ξεγλέντι τους, είχαν κολλήσει αποκρουστική πέτσα λιπαρή και λιγδερή πάνω στα σώματα των πολιτών. Ενα Δεκέμβρη του 200... το φορούσε μοναδικό πανωφόρι σ’ ένα ταξίδι στη Σόφια, μέλος μιας βορειοελληνικής αντιπροσωπείας για την απονομή βραβείων λογοτεχνικών στους Βαλκάνιους συγγραφείς! Εκεί συναντήθηκε με το άλλο μεγάλο παλτό, της αυτής κοπής, αλλά εκείνο έφτανε μέχρι τους κανονικούς αστραγάλους στον φέροντα ανθρώπινο οργανισμό, ο οποίος ανήκε στον άλλοτε υπουργό ατομικών (!) δικαιωμάτων της μεταχοτζικής Αλβανίας, έλληνα στο φρόνημα και ποιητήν Νίκον Κτσλδν. Αν και πρώην υπουργός τον ένιωθε κάπως προστατευόμενό του. Ετσι τα δύο παλτά αεράτα όπως τ’ ανεμίζοντα ράσα ή τ’ αναπεταμένα πανιά σκιαθίτικης σκαμπαβίας, πήγαν ν’ εντυπωσιάσουν τους πενόμενους τότε Βούλγαρους αλλά το γκαρσόν του πολυτελούς ξενοδοχείου δε μάσαγε και τους γείωσε. Εκανε το χρέος του όπως ήξερε, αυτοί μάλλον δεν γνώριζαν τη διαλεκτική των επίσημων σαλονιών, δεν ανήκαν άλλωστε στη προαναφερθείσα πέτσα που την έπαιζε στα δάχτυλα  και ως εκ τούτου κράταγε και μάσαγε γερά. Κέρασε εκών άκων τον κύριο Υπουργό. Τούτ’ αυτό έκανε άλλωστε και στην πόλη του -αυτός φτωχός και πένης με τα μέτρα των ασύδοτων- όταν τον κάλεσε επιχώριος μεγαλόσχημος υπουργός για ένα τσίπουρο, κι είχε στην παρέα κάτι επιφανείς φύρες που ο λαός του τόπου και της περιοχής ονομάζει ζητλάρηδες (= ελεεινά φτωχοί).
         Τέλος πάντων.

Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2011

3 Ιαν. Προφήτου Μαλαχίου, μαρτ. Γορδίου, Αλεξάνδρου Ππδ. οσίου κ.λπ

 
«Και τι δεν θα ΄δινα να θυμηθώ»*

Αρχιζε ο παπαδιαμαντικός μου ενιαυτός. Μια μια οι αγάπες μου έκαναν την εμφάνισή τους, περνούσαν και μετά το χρόνο τους, αποχωρούσαν. ‘Ηταν κι οι συγκυρίες των χρόνων, κι έπαιρναν θέση στα πράγματα που χειριζόμουν. Ξεκίνησα τις εκδηλώσεις για τον Aλ. Ππδ. με μεγάλη συναισθηματική φόρτιση και πνευματική διάθεση εκ της οικειώσεως μου με το θέμα και τον δημιουργό –παιδιόθεν ο άγιός μου, διαρκής η καταφυγή στις σελίδες του. Στις 3 Iανουαρίου,  ανήμερα της εκδημίας του, στο  Nαό της Mεταμορφώσεως του Σωτήρος, στο Xαμηλό Aηλιά της Kοζάνης, έναν τόπο που αγαπούσα ιδιαίτερα, αφού τα τελευταία χρόνια μου είναι ένα περιστασιακό στάσιμο ιδίως μετά την πυρκαγιά του 1996, διοργάνωσα έναν “Φιλολογικό εσπερινό” κάτι που το είχα σαν απωθημένο. O κόσμος προσέρχονταν εκείνο το βράδυ του Iανουαρίου σαν σε εσπερινό δεσποτικής εορτής. Είχε μια ξαστεριά λεπίδι κι ένα κρύο παρόμοιο. ‘Oμως ανηφόρησαν πιστοί και πιστοί χωριστά ή εν ταυτώ.

***
Εις τας 2 Ιανουαρίου, Κυριακή, ήλθαν και του είπαν δια τον Σταυρόν (το λογοτεχνικόν παράσημο) και μετά 9 ώρας, μία μετά το μεσονύκτιον εσηκώθη και είπε να πάγη εις του Ζιμπλού, γειτονικόν παντοπωλείον, και επειδή εκλονίζετο, τον καθίσαμεν εις την καρέκλαν και άρχισε να κλαίη σα μικρό παιδί. Τον βάλαμε δίπλα και μετά πέντε λεπτά εξέπνευσε. Εκλεισε μόνος τα μάτια χωρίς να τα πιάση άλλος…”. Λίγες ώρες πριν, όταν άκουσε ατάραχος κι αδιάφορος και με συγκαταβατικό χαμόγελο την παρασημοφορία του (Σταυρός του Σωτήρος). “Κάπως παρηγορητικόν, τώρα πια!...” ψιθύρισε. Μ’ αυτό το “τώρα πια!...) τί ήθελε να πη και πως το είπε το καταλαβαίνουμε. “Ανάψτε μου ένα κηρί…” είπε ύστερα. “φέρτε μου ένα βιβλίον…”(εκκλησιαστικόν). (1) Μα δεν βάσταξε. Αποκαμωμένος έγειρε το κεφάλι ψθυρίζοντας -η λαλιά του σωνόνταν σιγά-σιγά: Αφήστε το βιβλίο. Απόψε θα ειπώ όσα ενθυμούμαι απ’ έξω”. Καί ήρχισεν ψάλλων τρεμουλιαστά το τροπάρι των Ωρών της παραμονής των Φώτων “Την χείρα σου την αψαμένην...»(2). Στις 2 απ’ τα μεσάνυχτα (3 Ιανουαρίου 1911), έδιωξε τις αδελφές του, γύρισε απ’ τ’ άλλο μέρος “θα κοιμηθώ”, είπε, έκλεισε τα μάτια του, σταύρωσε τα χέρια και παράδωσε την ψυχήν. (3)  (Γ. Βαλέτας)