ΕΛΕΓΕΙΟ
Παραμονή Αγίας Μαρίνας
Λίγο πριν σημάνει ο πανηγυρικός εσπερινός
χτύπησε η καμπάνα στον Αη Δημήτρη.
Αλαφιάστηκε η αρχαία γειτονιά,
οι μνήμες αναζωπυρώθηκαν.
Τι οι φλόγες που έκαψαν τότε το σχολείο
τώρα τραγάνιζαν την εκκλησιά.
Αυτή η μαύρη στήλη που λέρωνε
το γαλάζιο ορίζοντα του Ιουλίου, υψωνόταν
λες από το δυσεβές θυσιαστήριο του Κάιν.
Ο ταπεινός άγιος Λάζαρος θλιμμένος
κι ανήμπορος παρακολουθούσε,
δάκρυζε από την αγωνία η λιθοδομή του.
Απέναντι ο Άγιος Χριστόφορος δυσκίνητος
μες στα βαρύτιμα στολίδια του, αγκομαχούσε.
Τα δάκρυα των πιστών που έχαναν
το στασίδι της ζωής
ζεστά κυλούσαν απ’ τις μάνικες,
πότιζαν τα πεύκα
καθώς ένα ένα λύγιζαν σε μετάνοια
και σε στάση ικετήρια.
Εκείνη τη μεγάλη Παρασκευή δεν περιέφεραν
το Σταυρό, τον Επιτάφιο, την Άνοιξη
γύρω απ’ τον Αη Δημήτρη.
Το καλοκαίρι, καθώς έλιωνε τις μνήμες
και θρυμμάτιζε την ιστορία, αποχαιρετούσαν.
Ενώ ο χορός ένδακρυς ισοκρατούσε:
«Μέγα και φρικτόν, Σώτερ,
θέαμα νυν καθοράται».
Μ’ ένα κάρβουνο σβησμένο στο χέρι, αντίδωρο
να διατηρεί τη φλόγα των τύψεων
σιγά σιγά αποχωρούσε το εκκλησίασμα.
Κι είτα η απόλυσις.
Από τη συλλογή «Εσωτερική βραδυπορία»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου