Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)


Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2024

Eις την γωνίαν...

Εις την γωνίαν μεσόκοπου καφενείου/ Που η οδός του διασχίζεται από αέρηδες/ από πρωίας τοποθετείται εκεί σωματικώς/ ροφών αδέξια καφέ ελληνικόν / γράφων, διαβάζων, ακούων μουσική/ από το Τρίτο στο κινητό. Από μπροστά περνούν/ σώματα ποικίλα χωρίς βλέμματα/ κορμιά που αναζητούν το καν-τίποτα αισθησιακώς/ Συνήθισε πλέον μόνος να τα βγάζει πέρα/ στις μοναχικότητας τα εφήμερα ή τετελεσμένα/ Σ’ αυτή τη θέση έρχονται και το βρίσκουν/ οι πιο ωραίες ανάμνησες./ Τότες χρόνος δεν υπάρχει να διερωτηθεί/ - Αχ, αυτή η ευτυχία του ελάχιστου να διαρκέσει .../

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2024

Οι Δον-Κεχηνότες

Ηρθε ο Θερβάντες στο μεγάλο χωριό/ βόλτες ο Δον Κιχώτης από κει κι από δω.../ Τον διαβάσαμε σε μετάφραση Κ. Καρθαίου/ Τον είδαμε σε ταινία με τον Πήτερ Ο’ Τουλ/ και Δουλτσινέα τη Σοφία Λόρεν/ Στο θέατρο Μ. Κατράκης Π. Ζερβός αχτύπητοι/ Στην Οπερα Don QuiJote de la Mancha/ Επιχείρησα κι εγώ Δονικιχωτισμούς επί χάρτου/ ίνα με ουτοπίες ζώμεν και ολίγον έστω άρτου/ Τις έχασα…/ Παρ’ όλα αυτά πάντα μπροστά οι Δον Κιχώτες/ κι από κοντά ν’ ακολουθούν οι δον κεχηνότες/

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2024

«Ανάρια ανάρια τα ‘ριχναν οι κλέφτες τα ντουφέκια...»(Κλέφτικο Δ. Ελλάδος)

Ηταν η εποχή του σεισμού στη Δ. Μακεδονία, Κοζάνης δηλ., καλοκαίρι του 1995. Μετά από ένα άγριο μετασεισμικό ταρακούνημα κινήσαμε για της Πάργας τον ανήφορο (άρα και κατήφορο) κυνηγημένοι λες από τον κ.κ. Εγκέλαδο των 6,6 R. Στην πόλη της προσθαλάσσεώς μας υπήρχε ονομαστή ταβέρνα φέρουσα το όνομα «Τα 5 αδέλφια»· Σουλιώτες. Μου θύμισαν το τοπικόν μας αποκριάτικον «Πέντε αδρέφια είμασταν και τα πέντε παλαβά!». Σέρβιραν φουστανελοφόροι με την ηρωική στολή των Σουλιωτών ταχύτατα, κι οι φουστανέλες ανέμιζον σαν μπαϊράκια μετά τη νίκη. - Ενα τζατζίκι παρακαλώ - Εφτασεεεεεε - Μια μελιτζανοσαλάτα ! - Αμέσως... - Κτύπος κ. λπ, κ. α Πλην της εξυπηρετήσεως των τραπεζιών εποζάριζαν ομού με διαφόρους τουριστοχάνους κυρίως αλλοδαπούς. Εποζάρισα μ’ αυτούς τους ήρωες της ταβέρνας κι εγώ... Αυτά τότε, κάποτε. Την σήμερον είδα μια φωτ. από το διεθνές φεστιβάλ ποιήσεως Πατρών και περιχώρων με 5 ηρωικούς φουστανελάδες και σπαθοφόρους οπλισμένους Μεσολογγίτες, οι οποίοι κατά πάσαν πιθανότατα εκτελούσαν χρέη ποιητικής αστυνομίας έτοιμοι να επέμβουν εις άπασαν την ελληνικήν επικράτειαν, η οποία πάσχουσα από ποιητικήν ακράτειαν, διεξήγαγε δίκην πλημμυρίδος, ποιητικά φεστιβάλ, και να επιβάλλουν την τάξιν και ησυχίαν στα απανταχού ακροατήρια όπως και την προσήλωση του κοινού στους αναγνώστες κι όχι στο κενό, χασμώμενοι. Βάστα δυτική Ελλάδα άρα και καημένο Μεσολόγγι / Καημοί της λιμνοθάλασσας, βουνά της Αρκαδίας λόγγοι/ κι εσύ Πάτρα γλυκεία με τα ψηλά Αλώνια στο αγνάντι/ - Ομπρός οι δημιουργοί, διεθνείς ποιητές Αβάντι.../

«Πάω με ένα γύφτικο ζουρνά σε ντόπιο πανηγύρι»*

Γραμμάτων και Δημιουργικής γραφής/ Ετσι:/ Δρυός Κορωνοϊπεσούσης / ωραία αντιπρόσωπος παρέλαβε το βραβείον / που μοι επιδαψίλευσεν/ το Πανεπιστήμιον Δυτικής / (κι όχι Βορείου) Μακεδονίας/ Ηγουν τουτέστιν δηλαδή/ Τριαντάφυλλος Κ. ο ποιητής/ Αρχων της Δημιουργικής γραφής/ Εποίει.../ *Κ. Παλαμάς ΥΓ. Το Καραγιάννης με ένα ν όπως ο άλλος Γιάνης

Το δέντρο που λαχτάριζες....

Με το που κόψαμε το δέντρο - σύντροφο/ άδειασε το μπαλκόνι από την αγάπη/ Τώρα πρέπει κάτι άλλο να βρω/ να το ξαναγαπήσω/ Μια γωνία ήδη προσώρας με καθίζει/ Μπροστά στο θερισμένο οικόπεδο ταξιδεύω/ με το θεριό βρωμόδεντρο καραβοκύρη/ με κάθε αέρα πλέει/ Η πυξίδα δείχνει το δρόμο προς τα δικαστήρια/ της αγίας Αννας, της Μεταμόρφωσης τα στασίδια/ στα οποία έφευγα και κατέφευγα πλειστάκις/ Το σκηνικό μου ξαναστήνεται/ ψάχνοντας τις χαμένες επαφές μου/ κ.α. αγάπες που ούτε ξέρω που υπάρχουν/ Ανάμνησες ξεκοκαλισμένες/ Διαβάζω τα έξοχα απομνημονεύματα/ του Πάμπλο Νερούντα στη γωνιά αυτή/ και νέες ρίζες νιώθω να φυτρώνουν στο σώμα/ Μαζί με τις λίαν πρωινές καλημέρες/ που ανοιγοκλείνουν τη μοβ διάθεση της ψυχής/

Ο Κύκλος του κ. Λάμπρού Βαρελά

Στο περιθώριο της Εκθεσης Βιβλίου της Θεσσαλονίκης στους διαδρόμους της συνάντησα πριν καιρό τον καθηγητή φιλολογίας στο ΑΠΘ τον καλό άνθρωπο κι επιστήμονα κ. Λάμπρο Βαρελά και του ζήτηξα αν την έχει, να μου τη φωτοτυπήσει του Τ. Ελιότ την Ερημη Χώρα σε μετάφραση του Τ. Κ. Παπατσώνη («Ερημότοπος»). Φυσικά και την είχε ο περισπούδαστος και μου την έστειλε. Με συγκίνησε η φιλοτιμία και η προθυμία του. Τον ευχαριστώ εκ νέου. Σήμερα εορτή των Θεοπατόρων Ιωακείμ και Αννης μου ‘ρθε ν’ αντιγράψω λίγες αράδες από τη σύνθεση αυτή σε μτφρ του Τ. Κ. Ππτσν. Γούστα ή μήπως βίτσια είναι αυτά; «Γλίτωσα το λοιπόν και απ’ αυτό: είμαι εφκαριστημένη που γλύτωσα Κάθε φορά που μια χαριτωμένη γυναίκα ξεχνηέται και φτάνει ως με να κάνει αμυαλές φέρνει βόλτες στην κάμαρά της, μόλις απομείνει ξανά μόνη με αυτόματες κινήσεις των χεριών, μηχανικά σάζει τα μαλλιά και βάνει μια πλάκα στο γραμμόφωνο... «Σουρθηκε μέσα μου τούτη η μουσική απάνω στα νερά, πλέαμε τότες...

Τάσος Βουρνάς

Τον διάβαζα στις μέσα σελίδες της ΑΥΓΗΣ από την πρώτη ημέρα της επανεκδόσεώς της (4-8-1974) ως ΛΟΓΟΙ ΑΝΤΙΛΟΓΟΙ με υπογραφή ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ, ήγουν Τάσος Βουρνάς (Τ.Β.). Στάθηκε ο τρόπος του από τις πιο σημαντικές επιρροές γραφής και σκέψης μου. Ηταν ένας μοναδικός πολυδιανοούμενος και φιλόλογος εφ’ όλης της λόγιας ύλης. Τον γνώρισα εν ζωή ένα ελάχιστο στην πλατεία Μητροπόλεως των Αθηνών στην κηδεία του Μήτσου Παρτσαλίδη (Ιούνιος του 1980) τότε που μαζί με τον πολύκλαυστο φίλο Σάκη Καραλιώτα που πέρασε στο «ασφοδελό λειμώνα» (από τον Τ. Β. γνώρισα τη λέξη) εφέτος, διαβάζαμε ένα επίκαιρο έντυπο της ημέρας με τον τίτλο «Σε κλαίνε του χλωρότατου Καρπενησιού τ’ αηδόνια» και το λέγαμε μεταξύ μας μετά χάριν μνήμης και παιδιάς, αλίμονον! Ο Μήτσος Παπαδημήτρης πρόεδρος των πολιτικών Προσφύγων Ελλάδος εκείνη τη μέρα με σύστησε στον Τ. Β και στον Μανόλη Αναγνωστάκη ως διανοούμενο μείρακα της Β. Ελλάδος. Πρωτογνώρισα τον Τ.Β. ως αναγνώστης όμως, στη μεγάλη εισαγωγή του στην «Πάπισσα Ιωάννα του Εμ. Ροϊδη, 1956, εκδ. Δαρεμά, όταν τη διάβαζα παράλληλα, μη πω προπορευόμενη, των μαθημάτων για τις εισαγωγικές εξετάσεις στο Πανεπιστήμιον (1971). Ο Τ. Β. (1914-1990) υπήρξε από τις φωτεινότερες πνευματικές φυσιογνωμίες της ελληνικής αδογμάτιστης αριστερής σκέψης και πράξης πολυγραφότατος και γλαφυρότατος· κυρίως όμως απροσκύνητος. Ηταν η πρωινή μας καθημερινή απόλαυση στην ΑΥΓΗ, την άλλοτε κι όχι αυτήν που την μακέλεψαν τα πολιτικά «κνώδαλα» των ημερών (απ’ αυτόν κι αυτή η λέξη). Η νυν έκδοση του Γ. Λεοντάρη πλην των άλλων μας συγκίνησε εκτάκτως ότι μας θύμισε ημέρες παλιές κι ανθρώπους ωραίους που λείπουν εντελώς.

Κώστας Τσιάγκας

Τις προάλλες μοιράζων εντός της πόλεως Κοζάνης σπίτι σπίτι κι αυλή αυλή την «Παρέμβαση» ως μεταμφιεσμένος ταχυδρόμος (τα ταχ. τέλ αυξήθηκαν εφιαλτικά κι έτσι πήραμε τους δρόμους, - όμως θα εξακολουθούμε να ταχυδρομούμε την «Π» στους φίλος που συμμετέχουν ή και όχι στην συνδρομητική στήριξη κι ανάσα της, στάθηκα στην οδό Πόντου 5 στο σπίτι τού ποιητή Κ. Τσιάγκα (Εύδηλος ‘Ελλην) με το τραγικό τέλος του. Στο σπίτι το «χτισμένο» με τα βιβλία του η μνήμη, τα δέντρα, τα χορτάρια, η ερημιά θέριεψαν, αγρίεψαν θυμίζουν τα σπίτια με τις αυλές της κατακτημένης έρημης Αμμοχώστου. Εριξα στην αυλή ένα τεύχος έτσι στα τυφλά όπως ρίχνουν στη θάλασσα τα στεφάνια οι πολιτικοί τον Δεκαπενταύγουστο στην Τήνο εις μνήμην των θυμάτων της τορπιλισμένης ΕΛΛΗΣ. Τον ποιητή με τις «Ποιητικές εξάρσεις – Νοητικές συμπληγάδες» και «Τα εναστρογραφήματα» όπως και των χιλιάδων αδημοσίευτων στίχων και αντίστοιχων ποιητικών και μόνον συναισθημάτων "δέσμιος μόνον της ποίησης και της λογοτεχνίας» ήτο και το έγραφε, κανείς δεν το θυμάται. Παραφράζω κάπως Γ. Σεφέρη: «...Οι σύντροφοι τέλειωσαν με τη σειρά, με χαμηλωμένα μάτια. Τα κουπιά τους δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ’ ακρογιάλι.2 Κανείς δεν τους (τον) θυμάται. Δικαιοσύνη...»

Παρασκευάς και Ροβινσώνας

Οταν ο «Παρασκευάς ή στις μονιές του Ειρηνικού» του Μισέλ Τουρνιέ (εκδ. Εξάντας 1986 μτφρ Χρήστος Λάζος) δηλαδή η παραλλαγή του Ροβινσώνα Κρούσο του Ντανιέλ Ντεφόε, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ερωτικής μοναξιάς, ερημίας κι απελπισίας αναζητούσε επί αδρανών κι αψύχων υλικών τη λύση ως κατωτέρω περιγράφεται: «...Διατρέχοντας το νησί απ’ άκρη σ’ άκρη, κατάφερε τελικά ν’ αποκαλύψει μια κουιλάια που ο κορμός της –σίγουρα ο κεραυνός ή ο άνεμος θα τον είχε ρίξει καταγής- σερνόταν στο χώμα κι ήταν ελαφρώς ανασηκωμένος στο μέρος όπου χωριζόταν σε δυο χοντρά κύρια κλαδιά. Ο φλοιός ήταν λείος και χλιαρός, μάλιστα στο εσωτερικό της διχάλας ήταν τρυφερός και σκεπασμένος από μια λεπτή και μεταξένια λειχήνα. Για πολλές μέρες ο Ροβινσώνας δίσταζε μπρος στο κατώφλι αυτού που αργότερα θα ονόμαζε η φυτική οδός. Γυρόφερνε την κουιλάια με ύποπτο τρόπο, και τελικά ανακάλυψε κάποιο υπονοούμενο στα κλαδιά που άνοιγαν κάτω από τα χόρτα σαν δυο τεράστια μαύρα μπούτια. Τέλος ξάπλωσε γυμνός πάνω στο κεραυνόπληκτο δέντρο, έσφιξε τον κορμό στην αγκαλιά του, και το όργανό του περιπλανήθηκε μες στη μικρή χνουδωτή κοιλότητα που σχηματιζόταν στην ένωση των δυο κλαδιών. Μια ευχάριστη χαύνωση τον μούδιασε. Τα μισόκλειστα μάτια του έβλεπαν χιλιάδες λουλούδια ν’ ανοίγουν τα σαρκώδη πέταλά τους και γέρνοντας να χύνουν από τις στεφάνες τους παχύρρευστους και μεθυστικούς χυμούς. Μισανοίγοντας τις υγρές μεμβράνες τους, έδειχναν να περιμένουν κάποιο δώρο του ουρανού που τον διέσχιζαν οι τεμπέλικες πτήσεις των εντόμων. Μήπως ο Ροβινσώνας ήταν το τελευταίο πλάσμα του ανθρώπινου γένους που είχε κληθεί να επιστρέψει στις φυτικές πηγές της ζωής; Το λουλούδι είναι το σεξουαλικό όργανο του φυτού. Το φυτό προσφέρει με αφέλεια το φύλο του, ό,τι πιο λαμπρό και μυρωδάτο έχει, στον πρώτο τυχόντα. Ο Ροβινσώνας φανταζόταν μια ανθρωπότητα νέα, όπου καθένας θα έφερε περήφανα στο κεφάλι του το αρσενικό ή θηλυκό φύλο του – πελώριο, φωτισμένο, ευωδιαστό…

Ναι, ήμουν κι επί του ποδοσφαιρικού κι ας δεν με πιστεύει κανείς...

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2024

Σταφύλια

Ήταν περίπου 20 ο Αύγουστος/ Όταν μπήκε στο αμπέλι της ζωής/ Να φωτογραφηθεί με σταφύλια στο χέρι/ Εφορει πανταλόνι εποχης ημικοντον με τιράντες / Υποδήματα λάστιχα με μάτια/ Καλτσες μάλλινες αν και θέρος/ Υποκαμισον εσκουμβωμενον στους αγκώνες/ μαλλιά αριστερά ριγμένα/ Ακόμα έτσι τα πλαγιάζει/ Όσα ελέγχει ακόμα/ Ένας γέρων τότε που το κεφάλι μέτρησε/ - Αυτός θα γίνει μεγάλος άνθρωπος / Είπε και ελαλησε/ Αλίμονο ήδη μεγάλωσε είναι πολλών δεκαετιών/ Θυμάται Εκείνη που τον εβαπτισεν χριστιανο/ Κυρία επι των εφήμερων τιμών και ηδονών/ Μεγάλη η χάρη της…/

Υπό τον νέο πλάτανο μου καθισμένος

Διόρθωνα της σκέψης αλλ όχι του βίου μου τα λάθη Κι έλαβα απ αυτόν παράσημο αφοσίωσης στη σκιά του Το Χρυσό φύλλο του Αυγούστου Που μερα τη μέρα μας λιγοστεύει - Κι ήταν αυτη η μόνη παρασιμοφορια της ζωής μου

Τα γίδια τ' αη Νικάνορα

Παράτηξε την τρυφηλή ζωή στη Θεσσσλονίκη/ Πήρε τα βουνά τα λαγκάδια ποτάμια και πεδιάδες/ κι έστησε ασκηταριό και μεγαλομονή στο Καλλιστράτον όρος/ Εξελέγη χωρίς εκλογές περιφερειάρχης προστάτης Άγιος Δ. Μακεδονίας/ αφού ξεσχίστηκε στο θαυματουργειν/ Σε σημείο να ζηλεύουν οι επιχώριοι Άγιος Νικόλαος και Παναγία Ζιδανίου/ Τώρα Συνοδεία από την Ορθοκωστα του Θ. Βαλτινού την κυβερνά/ Λεγεώνες οι προσκυνηται στον μέγα Κώδικα της/ Των Σερβίων ιατρός, Γρεβενών το κλέος ομού με τον άλτη Τεντόγλου/ και Κοζάνης ο βοηθός/ 500 τόσα ρόσια γίδια όλα τα χρόνια στο ίδιο χρώμα/ Θαύμα θαύμα φωνάζουμε οι περιεργόπιστοι/ από το ανθρώπινο κοπάδι το ποικιλόμορφον…/

Μεσούντος του Αυγούστου

Μεσούντος του μηνός που λεν «Καλή Παναγιά»/ μια αδόκιμη έως γελοία ευχή/ τη μεγάλη λογοτεχνία εγκαταλείπω υπέρ των:/ Αλεξ. ΜωραΪτίδη «Με του βορηά τα κύματα») / («Με το βορηά σ’ αναζητώ με το νοτιά σε χάνω»)/ Αλεξ. Ππδ «Ρεμβασμός του Δεκαπενταυγούστου/ Τ. Κ. Παπατσώνη «Ρεμβασμός Δεκαπενταυγούστου/ («Στη μνήμη Εκείνου που τον ρέμβασε»)/ «Εν τη κοιμήσει» και τα Μεγαλυνάρια των Παρακλήσεων/ εντός τους ή λίγο πιο κει ηδονοχάνομαι γιατί ρεμβάζω/ στα κύματα και τους κυματισμούς τους επιπλέων/ Περνώ τον Αύγουστο στο μπαλκόνι παρέα/ με ένα λιγούστρο λίγους φύκους βενιαμίν/ κι ένα ευλογημένο μικρό Χριστινο-όνομα/ τις θερισμένες καλαμιές συλλογιζόμενος/ που ήδη πρόβαλε το φύτρο...

Μεταμόρφωση

Παρέλαβε τους τρεις αγαπημένους Πέτρο Ιωάννη Ιάκωβο Και πήρε τα βουνά όρος υψηλον Θαβωρ τους περίμεναν Μωυσής και Ηλίας Απ την παλιαια διαθήκη ξεχασμένοι Εκεί το λοιπόν εν δοξει μεταμορφώθηκε Ούτως εχόντων των πραγμάτων Με μισό λίτρο νερού στο χέρι επηραμε τον ανηφορισμον Προς λόφο χαμηλού αη Λια άλλοτε Νυν ναού μεταμορφώσεως Και υπαίθριως εσπερινισθημεν Με κάποια δε λέω ρομαντική διάθεση Ότι σ αυτόν τον αύλειο χώρο τον σαιξπηρ διεξηλθαμεν κάποτε Σταφύλι κι αντίδωρου ελαβομεν Την σημερον στη Μάνα με τη Μανα Λευκοπηγη Και δόξα στον μεταμορφωθεντα…

Τ όνομα σου δέομαι...

Πάει και το λίγο φως, δετος, άνεργος, νύχτα, τρέμω, καίω/ Χέρι απλωμένο, λυτρωμος, η χέρι που θα με συντριψης/ Σαρκική γλυκα μυστική, μόνο μ εσε αναπνέω/ Δεν ξέρω ποιο σου τ όνομα,σου δέομαι μη μου λείψεις

Ξέναι δημοσιεύσεις

Αγιασμός

Ανεξήγητα εξυπνησα την σημερον λίαν ενωρίς/ Χωρίς αιτία προφανή η άλλον τινά ερεθισμόν/ Αλλά ως ήλθα κατα νουν του Αυγούστου η ξυνωρις/ με κέντησε κι έσπευσα στο ναό να λάβω αγιασμόν/

Τρίτη 30 Ιουλίου 2024

Ρίζες - φίδια στη Λευκοπηγή...

Παρατηρώ σχεδόν απλανώς πια, καιρό τώρα τον δεύτερο πλάτανο στο ιστορικό κέντρο της Λευκοπηγής τον οποίο φυτέψαμε φοιτητες όντες τις μέρες της μεταπολίτευσης (20-24 Ιουλίου 1974) ήδη θεόρατος, γνήσιος απόγονος του υπεραιωνόβιου κι ευρωστότερου των Βαλκανίων, μνημείο της φύσης ήδη, γείτονά του, Μεγαπλάτανο. Οι ρίζες του σαν φίδια αρχίζουν να τυλίγουν στην εδραία του περιοχή τον κορμό. Το δέντρο ασφυκτιά από την καφενειοανάπτυξη και πλακοτσιμεντόστρωση που δεν αφήνουν να απλωθούν οι ρίζες στην επιφάνεια αλλά και σε βάθος και έτσι στο αδιέξοδο που βρίσκονται τυλίγονται στο μητρικό κορμί σώμα. Οι ρίζες «φίδια» που βγήκαν στην επιφάνεια απειλητικά, εν τούτοις με οδηγούν σε αδόκιμα ίσως, φιλολογικά παρεπόμενα. Στον Ερωτικό λόγο ο Γ. Σεφέρης γράφει: «Δυο φίδια ωραία κι αλαργινά, του χωρισμού πλοκάμια σέρνουνται και γυρεύουνται στη νύχτα των δεντρών, για μιαν αγάπη μυστική σ' ανεύρετα θολάμια ακοίμητα γυρεύουνται δεν πίνουν και δεν τρων...» Ο Βιργίλιος στην Αινειάδα (2, 48 μτφρ. έξοχη του Θεοδ. Παπαγγελή ) αναφέρεται στο περιστατικό με τα φίδια χοντρά σαν τις ρίζες του πλατάνου που βγήκαν από τη θάλασσα κατ’ εντολή της Αθηνάς (;) και έπνιξαν τον Λαοκόοντα και τους δύο γιούς «Και ιδού την ώρα κείνη απ’ τη μεριά της Τένεδος, στο κάλμα του πελάγους Συστρέφοντας με κύκλους τα κορμιά, δυό φίδια θηριώδη (ανατριχιάζω) ορμάνε στα νερά, τα δυό μαζί και σταθερά στοχεύουν τ’ ακρογιάλι...» ‘Ελαβαν τέλος φρικτόν φιδοφαγωμένοι εκεί στην πεδιάδα του Ιλιου γιατί με το «φοβού τοuς Δαναούς...» ο ιερέας αμφισβήτησε το «δώρο» του Ιππου, το ακόντισε κιόλας. Κι αυτό επειδή χαλνούσε τα σχέδια των θεών για την άλωση της Τροίας. Επιστροφή στα χωρικά χώματα. Οι ρίζες φίδια που τυλίγουν τον κορμό διαδηλώνουν πως κάτι ανορθόδοξο και κρίσιμο συμβαίνει στο ωραίο και συμβολικό δέντρο. Κάποιοι ειδικοί πρέπει να το δουν και ν’ αποφανθούν δενδρολογικά πριν συμβεί κάτι δυσάρεστο. Οι μικρές αλλά ανήμπορες εξουσίες του χωριού, οι μεγαλύτερες του Δήμου, οι ειδικές του Δασαρχείου ή οι Περιφερειακές που κήρυξαν τον γύρω χώρο διατηρητέο και προστατευόμενο θα συγκινηθούν άραγε; Μήπως κι εκείνοι της γενιάς του Πολυτεχνείου που τον φύτεψαν, τον ένιωσαν, μαζί στη σκιά του μεγάλωσαν και τώρα είναι μια ζώσα παρακαταθήκη της μνήμης τους, πρέπει να οδηγηθούν σε μια μορφής σωστικού ακτιβισμού...

Tότε και τώρα

Τω καιρώ εκείνω της χούντας δηλαδή και δηλονότι στην Θες/νίκη φοιτητές όντες, ο λίαν φίλος τότε και νυν Γρηγόρης Δουγαλής του Πολυτεχνείου μέτοχος,-γνώρισε κι ήταν μαζί με όλους τους πρωταγωνιστές εκείνου του μεγάλου Νοέμβρη- μου δάνεισε το βιβλίο "Από τον Λυμιέρ στον Μπέργκμαν»,, εκδ. Κάλβος, 1971 με άρθρα γα τον κινηματογράφο βιβλίο αναφοράς για την τέχνη και τη γνώση του συνεμά. Πέρασαν 50 χρόνια έκτοτε με σημείο χρονικής εκκίνησης το 1974 (είμασταν λίγο νωρίτερα εκεί). Τώρα κάτω από τον πλάτανο της Δημοκρατίας στη Λευκοπηγή που φυτέψαμε φοιτητές τες συναρπαστικές εκείνες, ημέρες -20-24 Ιουλίου- της πολιτικής αλλαγής. νοσταλγούσαμε το πράγμα. Λόγο το λόγο θυμηθήκαμε και το βιβλίο. - Μια στιγμή μου λέγει ο Γρ. Πήγε στο σπίτι του στο χωριό και γύρισε με το βιβλίο. Τότες μου το είχε δανείσει τώρα μου το χάρισε! - Αφού το θέλεις πάρτο. Είπε. Κι εγώ είπα να συγκινηθώ ορισμένως. Δεν μου έλειπε το βιβλίο σαν σώμα. Η χειρονομία του όμως ήταν άκρως συναισθηματική. Το βιβλίο είχε πάνω του και το δικό μου πέρασμα. Πριν από μένα το είχε διεξέλθει ο αλησμόνητος Μανώλης Λίτσιος (λίγο πιο μεγάλος από εμάς) οικονομολόγος εφοριακός κ.λπ. απών σήμερα από τη ζωή. Ο πλάτανος έχει τις μέρες αυτές, αύριο μεθαύριο, τα φυτευτά γενέθλια του· 50 χρόνια, ζωή να έχει...

Εσπερινόν κουαρτέτο

Ετος 200...Αύγουστος ίσως 24 Θέση χωρίον Γούλες εκείθεν της λίμνης Πολυφύτου και Αλιάκμονος Σερβίων Ναϊδριον Κοιμήσεως της Θεοτόκου 1606 παρακαλώ Ερείπια εκ του σεισμού της 13ης -Μαϊου 1995 που διέλυσε το ναϋδριον και ό,τι άλλο ήταν έτοιμο προς διάλυσιν –κυρίως τις μνήμες μας- στη Δ. Μακεδονία αλλά αναίμακτος (ας μην έβαζε το χέρι της η Παναγία Ζιδανιώτισσα η και Μυδραλιοφόρος καλούμενη υφ’ ημών και μόνον, και τότε θα βλέπαμε... «Μαλλιά σγουρά μαλλιά κοράκου χρώμα» τότες, τώρα άστα να πάνε... Σωτήριος Κίσσας (1948-1994) έφορος βυζαντινής αρχαιολογίας Δ.Μ. τότε όστις μετά από άρθρου το Μάκη Καραγιάννη στην Παρέμβαση αναστήλωσε το ναϋδριον ο ευλογημένος και τόσο γλήγορα κι άδικα χαμένος εκ του κόσμου τούτου. Εκτοτε θεωρούμε το ναϋδριον τόπο προσκυνήματος (το νιώθουμε δικό μας) του περιοδικού δηλαδής. Κάναμε και εσπερινά μνημόσυνα στη μνήμη Εκείνου... Στη φωτ. ο ναϊσκος αναστηλωμένος από κάποιον εσπερινό και η συνοδεία του ψαλτηρίου επί το έργον: Τάσος Κτενίδης δικηγόρος ε.α αρχιψάλτης, Αντώνης Παπαβασιλείου εκδότης Χρονικών Δ. Μακεδονίας και Τύρβεως (Γρεβενών το κλέος), Μάκης Καραγιάννης εκπαιδευτικός και συγγραφέας, Ρούσης Γαύρος εκ της ΔΕΗ. Εκτός του ενσταντανέ Αλέξανδρος Βατάλης εκ της ΔΕΗ-Λευκοπηγή και η ημετέρα αναξιότης (ωχ νάτος ο γελοίος μας αυτοοικτιρμός). «Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα» κάπως έτσι το είπε ο Β. Βασιλικός.

Σάββατο 6 Ιουλίου 2024

Eπιδιόρθωνα...

Επιδιόρθωνα μια συγγραφή, την ονόμασα ο αμετροεπής το «opera magnus” μου σύναξη δηλ. όλων των εγγραφών μου στη Παρέμβαση και στις σελίδες «Ενδόδημα και αποικιακά» ήγουν εκατοντάδες καταγραφές και ήμουν στην εγγραφή περί της 9ης διεθνούς εκθέσεως βιβλίου Θεσσαλονίκης: «Εις μίαν γωνία ισογείου χώρου το «Μαγαζάκι της κεντρικής οδού» του εξοχοτάτου Γεωργίου Κορδομενίδη, ένα Εντευκτήριο πλείστων όσων γλυκών λογοτεχνικών διαθέσεων. «Ανανέωσα ήδη δύο συνδρομές», μου λέγει. Πάλι καλά...»: Στην οθόνη του κινητού έγραψε: ACS Κούριερ. - Δέμα κύριος. - Ελα στο γωνιακό καφενείο της καθημερινότητας μου δυό βήματα από το το γραφείο. Ηρθε. Εφερε το περιοδικό ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ τχ. 125. Με κύρια θέματα στο εξώφυλλο: Βασίλη Βασιλικού: «Επάγγελμα συγγραφέας» αδημοσίευτη ομιλία του και σελίδες αφιερωμένες στον Μανόλη Αναγνωστάκη κ.λπ και άλλα. Ο,τι καλύτερον ... Εδώ και μέρες αδημονούσα για την έλευση του περιοδικού. Ηταν η πρώτη φορά που άργησε τόσο να έρθει μετά την κυκλοφορία του. Δεν άντεξα την έλλειψη. Ταπεινά το ζήτηξα από τον κύριο εκδότη. Θεωρούσα την μη έλευσή του ως τραύμα (τραύμα = η λύση της συνεχείας του δέρματος στην στρατιωτική ορολογία) εδώ η διακοπή της συνέχειας στην αποστολή. Τι συνέβη Κύριος οίδε; Με εντυπωσίασε η φιλοτιμία (η φιλοπονία του είναι άλλο πράγμα) του κυρ’ εκδότου. Εσυγκινήθην θα έλεγα χωρίς δάκρυα. Αλλά όταν γνωρίζεις από πρώτο χέρι και ψυχή πως εκδίδονται τα εναπομείναντα λίγα λογοτεχνικά περιοδικά εν Ελλάδι, με τι θυσίες δηλαδή υπάρχουν τότε δικαιολογείται κάθε συναισθηματική έξαψη και ένταση. Το ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ είναι ο σημαιοφόρος αυτών στην επικράτεια. Τους αρμόδιους της έκδοσης θεωρείς ημιόσιους των περιοδικών γραμμάτων και δημιουργημάτων. Δεν ξέρω πότε θα το διαβάσω αλλά ήδη το έχω, το περιφέρω, το βάζω εδώ κι εκεί, το κάνω ό,τι θέλω· τα περιοδικά αυτού του είδους είναι σώματα έρωτος και δεν υπερβάλλω (ή μήπως υπερβάλλω;)

Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

Δρόμοι...

Δρόμους παλιούς περπάτησα/ και δίπλα θερισμός/ Δρόμοι παλιοί που αγαπησα/ Πριν έρθει χωρισμός …/

Το τραγουδι της θάλασσας

Προ αιώνων/ Ο Τζέημς Κουκ φεύγοντας από το χωριό του/ τράβηξε προς τη θάλασσα που τον καλούσε/ Οταν την είδε στάθηκε ν’ ακούσει το τραγούδι της/ και αποφάσισε να ταξιδέψει να βρει την άλλη γη/ να βρει την άλλη θάλασσα./ Πριν χρόνια ένα μικρό κοριτσάκι στάθηκε/ μπροστά στη θάλασσα της Κέρκυρας μαγεμένο/ «Θα ταξιδέψω» είπε σιωπηλά· και ταξιδεύει.../ Πριν μέρες ένα μικρό όμορφο κοριτσάκι/ κοιτούσε τη θάλασσα της Κατερίνης / - Τι είναι αυτό; θα σκέφτηκε. / Δεν μπήκε μέσα της ότι ήδη κολυμπούσε/ σε μια θάλασσα ασυγκράτητης αγάπης / Στην ξηρά ριχμένος με βράχους και ρυάκια/ το καλοκαίρι εκμετρώ ψάχνοντας / της λησμονημένης αγάπης τα δρομάκια/

Mπαρμπας...

Εστιν ουν «μπάρμπας» ο θείος εξ αίματος η αγχιστείας αλλά και ο τρίτος άσχετος άγνωστος περαστικός αδιάφορος - Ε μπάρμπα τι ώρα είναι; με ρωτηξε κάποτε ένα ον εξω από το καφενείο στο χωριο. Κοίταξα γύρω μου κανεις . Αρα εγώ ήμουν αυτός. Κατάπια τον προσδιορισμό ως να καταπινα ιδρώτα κροκόδειλου. Τον καιρο του κοσκωτακισμου ο όρος μπαρμπας ήταν στα πάνω του αφού ήταν το ψευδώνυμο πρωταγωνιστου του σκανδάλου υπουργού. Είδα τωρα στο διαδίκτυο μια φωτ της εφημερίδας Αυγής τότε που ήταν ΑΥΓΗ ακόμα κι όχι λυκαυγές σημερινο, μια φωτ του Νίκου Πλουμπιδη ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ στον εμφυλιο που εκτελέστηκε ως παράπλευρη απώλεια της υπόθεσης Μπελογιάννη να κρατα την εφημερίδα εκείνου του καιρού ως ασπίδα προστασίας Η ιδιοκτησία της νυν εφημερίδας το κόμμα δηλ την έκλεισε. Θρήνος; Ήπιος. Είχε προ καιρού χάσει την εξωθεν μη πω πανταχόθεν καλή μαρτυρία της· Ημιν τοις αλλοτε φιλοις και μετόχους της μια περαστική θλίψη Υ Γ Ο Ν Πλουμπιδης είχε το επαναστατικό ψευδώνυμο « Μπάρμπας»