Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)


Σάββατο 22 Μαρτίου 2025

21 Μαρτίου ανήμερα

Διεξήχθη επιτυχώς εψες ο ενιαυσιος αγών της ποίησης κατα της οποιας αντιποίησης στο λαογραφικό μουσειο που διοργανώνει η Παρέμβαση με τους φίλους της. Στη φωτ ο τροβαδούρος η αρχηγός ο μαεστρος η βουλευτής κι ο υπηρέτης διαφόρων αφεντάδων. Βραδιά αφιερωμένη στο Μανόλη Αναγνωστάκη και ως εκ τούτου; "Θα μείνω κι εγώ μαζί σας μές στη βάρκα/ Ύστερα απ' το φριχτό ναυάγιο και το χαμό/ Το πλοίο βοΔιεξήχθη επιτυχώς εψες ο ενιαυσιος αγών της ποίησης κατα της οποιας αντιποίησης στο λαογραφικό μουσειο που διοργανώνει η Παρέμβαση με τους φίλους της. Στη φωτ ο τροβαδούρος η αρχηγός ο μαεστρος η βουλευτής κι ο υπηρέτης διαφόρων αφεντάδων. Βραδιά αφιερωμένη στο Μανόλη Αναγνωστάκη και ως εκ τούτου; "Θα μείνω κι εγώ μαζί σας μές στη βάρκα/ Ύστερα απ' το φριχτό ναυάγιο και το χαμό/ Το πλοίο βουλιάζει τώρα μακριά..."υλιάζει τώρα μακριά..."

Πέμπτη 20 Μαρτίου 2025

21 Μαρτίου ποίηση

Στις 21 Mαρτίου, εαρινή ισημερία, ημέρα του δάσους, των νερών και της ποίησης, κατέβηκα στη Θεσσαλονίκη να διαβάσω κι εγώ στη βραδιά που διοργάνωσε με χορηγό το ραδιόφωνο του 102 EM, το οποίο διηύθηνε ο Hλίας Kουτσούκος, το E.KE.BI., το περιοδικό «Eντευκτήριο»· μαζί και το Λογοτεχνικό Aρχείο Θεσσαλονίκης ένας θεσμός στα χαρτιά, από εκείνους που έστησε ο Ευαγ. Bενιζέλος στην εκλογική του περιφέρεια και ουδέποτε λειτούργησαν, γιατί ούτε οι άνθρωποι υπήρχαν, ούτε η διάθεση πρωτίστως. Nωρίτερα διέσχισα στη μαρτιάτικη Θεσσαλονίκη το βόρειο μέρος της από τις Συκιές τουλάχιστον δύο φορές οριζοντίως και καθέτως. Περπατούσα μέσα στα τοπία της πόλης και των ανθρώπων. ‘Ηταν εξαίσια· κι ήταν και Παρασκευή Γ’ Xαιρετισμών και το βράδυ στη Mονή Bλατάδων για την ακολουθία. Eίχε μια ζεστασιά ανθρώπινη και ήταν πολύ φωτεινή η Μονή εκείνο ο βράδυ. Φυσούσε αέρας παγωμένος στα Kάστρα. H Θεσσαλονίκη από πάνω σε υπέροχη νύχτα, αγνώριστη. Ποιά ομορφιά σε παραπλάνησε και σ’ όμορφη νύχτα μπαίνεις... Kατεβαίνοντας την Απ. Παύλου, σ’ ένα χασάπικο, ο ιδιοκτήτης κάποιον κούρευε. Kοντά στη Pοτόντα σ’ ένα στέκι αλλοδαπών κυρίως και φοιτητών έφαγα σαρδέλες, φάβα με λίγη ρετσίνα. Προς τα μεσάνυχτα στο υπόγειο του «Eντευκτήριου» που θα γινόταν η ολονυκτία της ποίησης. Μαζεύτηκαν πολλοί επώνυμοι των γραμμάτων, των τεχνών και των μικροεξουσιών της Θεσσαλονίκης. ‘Hμουν πάλι ο μόνος εκτός αυτής. ‘Hρθε κι ο Nτίνος Xριστιανόπουλος. Διάβασε ένα ποίημα παλιού θεσσαλονικέα ποιητή κι απήλθε. Διάβασα πάλι το “Kαι τι μ’ αυτό” του Γ. Γαίητς. H νύχτα κυλούσε. Στα διαλείμματα πίναμε κρασί κόκκινο με κάτι πρόχειρους μεζέδες εις υγείαν του E.KE.BI. που πλήρωνε κι έτσι η ποίηση προχωρούσε.

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2025

Ημέρα ποίησης στην Κοζάνη 21 Μαρτίου Γ' των Χαιρετισμών Λαογραφικό Μουσείο

" Οι ποιητές του ζωγράφου Κώστα Ντιο κρεμάμενοι επί τοίχου στης Παρέμβασης το Ασυλο... ...... "Εκοίταα κι ήταν μακριά ακόμα τ' ακρογιάλι αστροπελέκι μου καλό για ξαναφέξε πάλι... "Ο Κρητικός" του Δ. Σολωμού

Τρίτη 18 Μαρτίου 2025

Tο κοντραμπάσο

Το κοντραμπάσο είναι ένα ευμεγέθες μουσικό όργανο το οποίο ο φέρων άρα και βιρτουόζος αυτού, αποτελούν, στην μουσική πράξη, θαρρείς κι ένα σώμα σε χορευτική στάση είτε ένα αγκαλιασμένο ερωτικό ζευγάρι. Αυτά συλλογιζόμουν στο ρεσιτάλ κοντραμπάσου του Μιχάλη Σαπουντζή εκ Θεσσαλονίκης το βράδυ της Κυριακής Β’ των νηστειών μνήμη του μέγα φιλοσόφου της χριστιανοσύνης αγίου Γρηγορίου Παλαμά, στις αισθαντικές ποιητικές «30 καρέγλες». - «Λυπάμαι που είμαστε λίγοι αλλά χαίρομαι που αυτοί οι λίγοι είστε εσείς» απευθύνθηκε ο διευθυντής του μουσικού ασύλου Π. Δημόπουλος, στο λίαν ευάριθμο κοινό. Μου έτυχε κάποια φορά πριν χρόνια να είμαι μοναδικός ακροατής ενός ρεσιτάλ και πάντα ήθελα να μιλήσω σε ένα ακροατήριο 1 ή 2 ατόμων. Το πρώτο το κατάφερα το δεύτερο όχι εισέτι. Ηχος που έρχεται από το βάθος της μουσικής ιστορίας υποβλητικός, βαθυστόχαστος και με τη συνοδεία δε πιάνου του αμφιτρύωνος νιώσαμε «περιούσιοι» μιας ξεχωριστής αίσθησης. Επαιξε ο Μ.Σ., σονάτες των Χ. Eccles, P. Hindemith, F. Proto. Συνήθως αυτές οι μοναχικές βραδιές σε ταξιδεύουν. Κάποια στιγμή ένοιωσα να έρχονται μέσα μου κοντά και πλάι μορφές αγαπητές κι αγαπημένες που δεν υπάρχουν πλέον στην καθημερινή μας εμπειρία. Χάθηκα ορισμένως σ’ αυτές. Εστω... - «Αντί να φωνασκώ και να συμφύρομαι» με το πλήθος μόνος και τω Θεώ ή τη μουσική δόξα ή και λόξα.

Σάββατο 15 Μαρτίου 2025

Β' Χαιρετισμοί

Και ποιος σε τούτο τον καιρό θα σε συντρέξει αλήθεια;/ Προς γνωσιν όλων: υπαρχει στο ΚΤΕΛ η "Παναγια η Βοήθεια"

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2025

Λίζυ τ' όνομα της

Εγραφα σε ένα μικρό μου βιβλίο με τον τίτλο «Εκείνος ο Απρίλης του Χίλια ‘967...: «...Στην δημοτική αίθουσα του Κοβεντάρειου Κοζάνης δινόταν μαθητική συναυλία από τη δευτέρα του Κλασσικού Λυκείου, 199... Η Δήμητρα μαθήτρια ξεχώριζε ψηλή κι ωραία καθώς τραγουδούσε το «Σ' ακολουθώ» του Μ. Λοίζου. Σκυφτός σχεδόν έκλαιγα από συγκίνηση ανεξέλεγκτη.» Περάσαν χρόνια κι ίσως να γέρασα ορισμένως αφού γυρίζω συνεχώς στα πίσω σε ό,τι μου στάθηκε σημαία, έστω κι από νάυλον αλλά κάποτε με φτερούγησε. Ανακαλύπτω ο,τι δεν γνώρισα πρόσωπα στον καιρό τους και με την πρώτη αφορμή χύνομαι πάνω τους με μια κεραυνοβόλα τρυφερότητα. Διάβαζα στα ΝΕΑ της 8-9 Μαρτίου ένα κείμενο του Χ. Χωμενίδη για κάποια (κάποια;) Λίζυ Λασιθιωτάκη και το αυτό βράδυ άκουσα στο LIFO ένα podcast του Α. Δημοκίδη για Αυτήν που δεν είχα ξανακούσει τ’ όνομά της. Πως είναι δυνατόν κι όμως είναι. Ενιωσα φτωχότερος αναδρομικά χωρίς αυτή τη γνώση. Αυτή τη συναρπαστική κι εκρηκτική ωραιοτάτη γυναίκα καθηγήτρια φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο φίλη και γνωστή του φιλοσόφου Σαρτρ στο Παρίσι (τον έφερε να μιλήσει και στην Ελλάδα). Από τον πολυκύμαντο συναρπαστικό βίο της Λ. Λ. –χυδαιοκατηγορήθηκε και ως υπαρχηγός της 17 Νοέμβρη- ξεχώρισα μια τρυφερή στιγμή· το πως γι αυτήν ο Μάνος Λοϊζος (είχε πλατωνική σχέση μαζί της), έγραψε το τραγούδι «Σ’ ακολουθώ» την οποία και κατονομάζει στην πρώτη μορφή του τραγουδιού. Και μόνον που γι αυτήν έγραψε αυτό το τόσο ωραίο τραγούδι καταλαβαίνεις περί ποίας γυναίκας επρόκειτο. Μ’ έπιασε μανία «καταδιώξεως» της μνήμης της... Υ.Γ. Στην ΣΤ’ Γυμνασίου στην εξέταση του μαθήματος της Ηθικής ο καθηγητής θρησκευτικών κ. ΜΙλτος Ηλιάδης ρώτηξε την εξεταζόμενη πεντάδα (κι εγώ μέσα της) επί πίνακος εάν κανείς μας γνώριζε κάποιον υπαρξιστή φιλόσοφο και συγγραφέα. Μαθητής που μόλις ανέπνεα πάνω από τη βαθμολογική βάση τόλμησα και είπα: Ο Ζαν Πώλ Σαρτρ. Αυτό ήταν· απηλλάγην πάσης άλλης εξετάσεως λαβών στον έλεγχο το μόνο της μαθητικής ζωής μου άριστα...

Κυριακή 9 Μαρτίου 2025

Οι Αλφα Χ...

Χαρμόσυνα ακούστηκαν καμπάνες/ λες κι ήταν Ανάσταση/ οτι τους πρώτους Χαιρετισμούς εχαιρετούσαν/ Πήραμε την οδό του Στρατοπέδου/ ένθα ενεδρεύει κι ευλογεί ο αξ/κος του ρωμαϊκού στρατού/ άγιος Γεώργιος όλων των Χριστιανικών παραφυάδων / «Ανοίξω το στόμα μου...» οι Αθανάσιος και Βασίλειος/ ψαλτοκαληκέλαδοι εν ηπία εξάρσει και εξάψει/ διατελούντες/ Το ναό εφύλαγεν τάνκς εν αποσυνθέση/ ομού με την πολυπληθή ποίμνη λογικών προβάτων/ Παραφράζω ορισμένως Αλξ. Ππδ./ “Γλυκειά Παρθέν' αξίωσέ με νάρθω (ήρθα) / και πάλι στο ναό σου, /όπου φυσά γλυκά η αύρα στο ρέμμα στα πλατάνια μυστικά!

Τωρα τι λές;

,"Καλά φάγαμε καλά ήπιαμε / Καλά τη φέραμε..".πέρα δωθε/ Καλά την χιλιοπερπατήσαμε/ - Τη δικαιοσύνη ντε τη δικαιοσύνη/ Καθότι τυφλή όπως λέν/ Τώρα τι λες;/ "Το θέμα είναι τ ώ ρ α τι λες; " (Μ.Α)/

Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2025

Δεν θα πάω...

Τα Τέμπη είναι μακριά για να πάω/ ετσι "Αντί να φωνασκω και να συμφυρομαι/ Με τους υπαίθριους ρήτορες και τους αγύρτες"/ (Που πουλούν επιστολές του Ιησου κλπ)/ Μπορώ και ιδιωτικά να θλίβομαι και να οργίζομαι "πήρα τους δρόμους μοναχός σφυρίζοντας / Ήταν βέβαια μεγάλη η περιπέτεια/ Όμως η πόλη φλεγότανε τόσο ωραία..." /Μ.Α.

Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2025

Το ταξείδι της «Π»

Από την Χ. Μούκα 1 έδρα ιστορική της/ με τις φίλιες συντροφικές γραπτές δυνάμεις γεμάτη/ στο κτήριο Μητροπόλεως Μπλιούρα 2 δηλαδή/ φτάνει με τα κύματα του διαδικτύου./ Η Δήμητρα παντεπόπτης μοιράζει διακονήματα/ Σελιδογραφίστρια η κυρά Βασιλική, διορθώσεις / η δις Φιλαρέτη/ ως βαρύ φορτίο φεύγει δια Λιθογραφία (αχ κάποτε)/ νυν grafis στη Ραιδεστό Θέρμη Θεσσαλονίκης./ Οι όσιοι Θεόδωρος (χρόνια στη ανανεωτική αριστερά)/ και Θανάσης (Ψαράδες) την εκτυπώνουν/ Με το αγλαοτάξιδον πρακτορείον μεταφορών/ Παπαδόπουλος νύκτωρ αφικνείται στην Κοζάνη / περιοδικό κανονικό πλέον και με ΙΧ / στην Ρ. Φεραίου 10 και το ΣΥΝ Βιβλιοπωλείο/ αφήνεται χαμαί και χύδην κατ’ αρχήν/ Ετικετοκολλάται, δεματοποιείται κατά τομείς/ Καταμετράται σε μαύρες δε σακούλες σκουπιδιών/ Καταλήγει/ Λίαν πρωί μαζί με τους εργάτες τη φορτώνουν/ Για το ύστερο ταξίδι στο ταχυδρομείο με το ΙΧ. του Ρούση/ Πληρώνονται τα τέλη για Ελλάδα Κύπρο Ευρώπη Ξαλαφρωμένος πολλαπλώς επιστρέφεις (που;)/ Η Κατερίνα, ο Δημήτρης, ο Χρήστος,/ εθελοντές της κακουχίας περιμένουν για τη διανομή στην πόλη/ ωσάν οι αφηρημένοι ταχυδρόμοι ωραιότητος/ Κι εγώ αγαπώ όλα αυτά 40 τόσα χρόνια.../

Γουεστερν

Το ομολογώ μ’ αρέσουν τα γουέστερν ακόμα και τώρα. Κάθε Κυριακή στις 10.30 στην TV 100 Θεσσαλονίκης παρακολουθώ τις ταινίες αυτού του είδους με μεγάλη ευχαρίστηση ακόμα κι αν τις είδα δεκάκις φορές· ο σταθμός σπανίως προβάλει άπαιχτες ταινίες. Εστω. Σ’ αυτές λείπουν κάποια στοιχεία που αντιπαθώ στη δράση τους όπως είναι η θάλασσα και οι ερωτικές σκηνές και σχέσεις των πρωταγωνιστών. Βουνά, έρημοι ποτάμια αυλάκια, δέντρα, βράχια ινδιάνοι, χιόνια πεδιάδες· η άγρια φύση της Αμερικάνικης Δύσης. Αυτά με θέλγουν. Ανεξαρτήτου υποθέσεως (όλες περίπου ίδιες είναι). Ελάχιστες διαφεύγουν των κοινών τόπων και τρόπων. Μια νοσταλγία για ο, τι πέρασε και περνά, έφυγε και φεύγει από το είναι μας, με νοτίζει. Ο Μικρός Σερίφης μας πότισε στη νεότητά μας καθοριστικά. Μ’ αρέσουν περιπλέον οι δευτεραγωνιστές κι όχι ο πάντα λαμπερός πρωταγωνιστής στις ταινίες. Θα βλέπω πάντα σαν πρώτη φορά η προβολή το «Ο καλός ο κακός και ο άσχημος» (ο τελευταίος είναι που μ’ αρέσει ιδιαίτερα). Και «Οι ελαφροί ας με λένε ελαφρόν...

Χωρική Πατριδο(α)γνωσία

Με το οτρηρό Αη Δημήτρη Κμρδ και την ομίχλη ανηφορήσαμε/ στις παρα-Βέρμιες κορυφές πλαγιές και λόφους/ για τον αρχαίο Τεκέ άνωθεν του χωρίου Σοφουάρ/ Καπνοχώρι τώρα, του οποίου ο παπάς κάποτε/ έκαψε το καρναβάλι της Κοζάνης, μέρες που έρχονται./ Τι ζηλέψαμε: «Ετσι κι αλλιώς ο κόσμος πια παντού είναι τεκές»/ Αγιος Γεώργιος και Κοσμάς ο Αιτωλός διάδοχοι του/ Μόνο το στρογγύλον ξύλινο ταβάνι απόμεινεν / Βυζαντινό υδραγωγείον λιγοστά πρόβατα και γελάδια/ Καβαλήσαμε το σέλωμα και χωθήκαμε/ στην ερημιά και τα ερείπια του παλιού χωρίου Σκάφη/ ένθα μας περίμενε η θαυματουργή τριπλέτα / Ραφαήλ, Ειρήνη, Νικόλαος οι άγιοι εντελώς/ («Θα βρείτε τα οστά μου υπό βροχήν» - Θ. Βαλτινός)/ Τότε ήταν που άναψε το διαδίκτυο: Απέθανεν/ ο Πάνος Θεοδωρίδης (1948 – 2925) κι άνοιξα / τα «Ποιήματα που θα χαθούν στη ομίχλη» του/ και «Στη μούχλα σέρνομαι των λέξεων/ σε στυγερή ομίχλη...»

Περί ασώτου

Τέλειωνε η Κυριακή του Ασώτου της μετανοίας και της συγγνώμης κι ενώ έβρεχε νύχτα και μας ενώτιζε (κι νότιζε) γλυκιά νυχτερινή αίσθηση βρεθήκαμε στο μουσικό εντευκτήριο των «30 καθεκλών» του Π. Δημόπουλου σε ρεσιτάλ στο οποίο πιανολαγνουργούσε ο βιρτουόζος κ. Μπάμπης Τσινικοσμάογλου. Μας ταξίδεψε σε μια ρομαντική βραδιά με τα Νυχτερινά του Σοπέν τις Μαζούρκες του, τα Πρελούδιά του, με του Skriabin τα 5 πρελούδια και του Ραχμάνινωφ τη σονάτα αριθ. 2 η οποία μας “γονάτισε” κάπως ώσπου και όπως να τη νοιώσουμε. Εβρεχε έξω μια χαμηλότονη βροχή είμαστε σ’ ένα αισθαντικό περιβάλλον με ευάριθμο αλλά υποψιασμένο ακροατήριο και συντροφιά ωραία. Με τις δύο μαζούρκες θυμήθηκα την ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου “Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής” “…Χιλιάδες αποσιωπητικά τ’ αστέρια. ΦΙλησέ με Χιλιάδες στόματα χρυσά λιγάκι λυπημένα πάνου στο στόμα σου. Κ’ οι στίχοι ως πέρα απ’ τα μεσάνυχτα κάτω απ’ τη λαμπα που καπνίζει… ΥΓ. Σ’ αυτές τις βραδιες με συγκινούν ιδιαίτερα οι “γυρίστρες” των σελιδων της παρτιτούρας δίπλα από τον κυρίως καλλιτέχνη για την γνώση της μουσικής και την ετοιμοτητά τους.

Κοκκινολαίμης στη Θεσσαλονίκη

Μετά τη λήξη της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας Θεσσαλονίκη 97 κάποιοι που μετείχαμε αυτής ως μέλη του Δ. Σ αυτής ή του ΔΣ του Ευρωβαλκανικού ασύλου ποίησης (διάβαζε και μνημόνευε Μίμη Σουλιωτη), με έδρα την Καλλιθέα Πρέσπας όταν ακόμα συνορεύαμε με τα Σκόπια κι όχι με τη Βόρεια Μακεδονία, ήχθημεν χωρίς χειροπέδες αλλά με κλητήρια θεσπίσματα, ως ήτο φυσικόν κι επόμενον, κατηγορούμενοι για κατάχρηση εις τον Εφέτη ανακριτή Θεσσαλονίκης (τότε δεν είχαμε σκεφτεί κι εμείς να του κάνουμε μήνυση για γελοιοποίηση του πράγματος). Εκεί τα λέγαμε με τον Πάνο Θεοδωρίδη διευθυντή της Πολιτιστικής πρωτεύουσας τότε και συν-εταίρο στα ανακριτικά πηγαινέλα μας. Σημείωση ένδον. Την υπόθεση είχε θέσει στο αρχείον ο τότε αντιεισαγγελέας εφετών Θεσσαλονίκης μετέπειτα εισαγγελέας στο εφετείο Δυτικής Μακεδονίας κ. Πέτρος Ραυτόπουλος, άριστος νομικός στολίδι της δικαιοσύνης αλλά την ξανάβγαλεν ο Εισαγγελέας Θεσσαλονίκης. Σε μια τυχαία συνάντησή μου με τον Π.Θ. στο υπόγειο του ΙΑΝΟΥ κι ενώ πηγαινοερχόμασταν στον ανακριτή- όσοι δεν ξέραν από αυτά έτρεμαν αλλ’ ημείς και ως νομικοί το διασκεδάζαμε ορισμένως – μου λέγει, λοιπόν, ο αείμνηστος: - Αν δικαστούμε θα κάτσω φυλακή θα την αράξω και θα γράψω τα βιβλία μου Φυσικά όλοι ηθωώθημεν άλλοι δια βουλεύματος κι άλλοι πανηγυρικά (και διασκεδαστικά) στο ακροατήριον. Εσκασε άρα από το κακό του ο μαυριδερός μηνυτής μας από τη Φλώρινα. Ομως από το καλό του έσκασε ο φίλος του Π. Θ. Σωτήρης Κίσσας μέγας αρχαιολόγος Δ. Μακεδονία και όπως σπαρακτικά με το ο πλάγιο στυλ του τον νεκρολογούσε ο Π.Θ (στο περιοδικό Εντευκτήριο το διάβασα).

Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2025

Η κυρ' ποιήτρια Γεωργία

Η ωραία κυρ’ Γεωργία Ποιήτρια Τριανταφυλλίδου εκ Καβάλης και Θεσσαλονίκης –ένας Στρυμόνας ποταμός χωρίζει τις πόλεις- είχε την καλοσύνη να γράψει εις τον φβ οίκον της, λίγες αράδες που ισοδυναμούν με 1000 και ωραίες λέξεις για τη λιγνόφυλη ποιητική περι-συλλογή μου «Δυτικό Κοιμητήριο (εκδ. Παρέμβαση). Μετ’ αφάτω (και αφράτω) ευχαριστήσεως προς Αυτήν Ταύτην την Τοιαύτην παραθέτω παρακατιών προς γνώσιν και για τις νόμιμες συνέπειες, ασπαζόμενος την κυρία ποιήτρια άμφω, το ολιγότερον... Ση. Η συλλογή αφιερωμένη στον πατέρα όπως και το δίχρωμο κασκόλ που έπλεξε η μάννα στην μνήμη του άμα τω θανατω του. .............. Στο "Δυτικό Κοιμητήριο" του Β.Π.Καραγιάννη οι νεκροί μετριούνται στα δάχτυλα. Ο πατέρας του, ένας μετανάστης στη Γερμανία, ένας παπάς, ένας Αρεοπαγίτης ,ένας ποδοσφαιριστής, ένας άλλος παπάς,ένας δεινός σκακιστής, ένας καθηγητής στο ΤΕΙ, ένας αριστερός ψάλτης. Όλοι τους πεθαμένοι και ξαναζωντανεμένοι μέσα από τις αναμνήσεις,τα κοινά βιώματά,την ποδοσφαιρική τρέλα που τους ένωνε.Ο Καραγιάννης τους παίρνει από το χέρι κι έναν έναν τους ανεβάζει στον πάνω κόσμο.Με τα κουσούρια και τις καλοσύνες τους,τις διαψεύσεις και τις προσδοκίες,τα χαρίσματα και τα ραπίσματα που τους έδωσε η ζωή αντηχώντας μέσα στον δικό του μικρόκοσμο. Ο Καραγιάννης σ'αυτό το ολιγοσελιδο βιβλίο είναι απολύτως ο εαυτός του: φανατικός Λευκοπηγίτης, φανατικός ανθρωποπαρατηρητής, φανατικός συλλέκτης λεπτομερειών του βίου, ένας ουμανιστής του βουνού και του λόγγου. Χαρίζει μιαν ιδιότυπη αθανασία σε ούτε δέκα ανθρώπους- γιατί τι άλλο είναι η αθανασία από την αλησμόνητη σύνδεση με τους εναπομείναντες; Λίγες φορές τα πλαστικά λουλούδια των νεκροταφείων ανθίζουν τόσο καλαίσθητα σε λογοτεχνική σελίδα. Τα πέντε σημεία αφιερωμένα στον πατέρα του είναι σαν ήσυχα κλάματα.Σαν κι αυτά που ίσως να με πήραν διαβάζοντας το τέλος του κειμένου για τον Γεώργιο Παρτώνα στον οποίο αποδίδεται η πλέον μυθική κουβέντα κατά την έναρξη της σχολικής ζωής.Διαβάστε το "Δυτικό Κοιμητήριο" των εκδόσεων Παρέμβαση. Από τις λίγες φορές,και σίγουρα η πιο κερδισμένη, που ο πληθωρικός Βασίλης Καραγιάννης λέει ό,τι ακριβώς του είπαν.Δηλαδη,όπως μίλησαν στην καρδιά του ούτε δέκα αγαπημένοι νεκροί.

Βασιλειόπιτα

«Εφέτος αν και ακόμα δεν μας έδειρεν η βαρυχειμωνιά κι άρα δεν μας έριξεν στην παλαμική στράτα» πέρασα την πρώτη ημέρα του χρόνου ως ακολούθως. Είναι γνωστόν τοις εντευξομένοις πως εορτάζω 1η Ιανουαρίου αφότου η πνευματική μου μήτηρ (ελάχιστα γνώρισα) μια πολλαπλά εντυπωσιακή Μαντάμ στην κοινωνία της πόλεως, μου έδωσε το όνομα του αγίου Βασιλείου αρχιεπισκόπου Καισαρείας και Καππαδοκίας του Ουρανοφάντορος (ου η επίγεια δόξα του έλαμψε έως τους ουρανούς κατά το απολυτίκιον). Το γεγονός έγραψα στη διήγηση «Κολυμβήθρες εν γένει» στο «Χρώμα της νοσταλγίας» μου εκδ. Γαβριηλίδης) ενώ τον βίο της διεξήλθε ορισμένως ο συγγραφεύς Μιχάλης Πιτένης στο μυθιστόρημα του «Οι κόρες της Αφροδίτης». Αρα με την τρίτη καμπάνα στο ναό. Τα πρώτες ευχές μετά το αντίδωρο έλαβα από το δεξί αναλόγιο και τους ερίτιμους πρωτοψάλτη μέγα Στέφανο Κντξ και τον ψαλτολόγιο Απόστολο Ππδμτρ. Οίκοι άρχιζε η πλημμύρα ευχών στο σωτήριο διαδίκτυο. Εορταστική η τράπεζα με την 20φυλλη χειροποίητη Βασιλειόπιτα. Μας συνόδευε η πρωτοχρονιάτικη συναυλία της Βιέννης (ο Μπλατσιώτης Ν. Δούμπας εδώ κ.λπ) την οποία κανείς δεν άκουγε! Ξαναδιάβασα εν τω μεταξύ την διήγησή μου (ο νάρκισσος!) «Είχε άγιο στα χιόνια» που έχει κάποιους φανατικούς φίλους τους οποίους λατρεύω. Περί την του ηλίου δύσιν με την καμπάνα του εσπερινού έληγε τυπικά η εορτή κι άρχιζε η επόμενη, έκαμα ταμείο ευχών. Απειρες από ζεστές έως ζεστότερες. Ούτως εχόντων των πραγμάτων και «Διάπυρος προς Θεόν ευχέτης» όπως κλείνουν τις επιστολές του οι πατριάρχες, ευχαριστώ πολύ όσους με θυμήθηκαν κι εύχομαι μόνο καλά να τους συμβαίνουν στο νέον έτος. Σημ: Αι ευχαί συνεχίζονται και την σήμερον...

κοκκινολαίμης

Σε μια παγκόσμια διάσκεψη για την ποίηση στη Θεσσαλονίκη (μέρα του παγκόσμιου, εαρινού εορτασμού της δηλαδή), όταν εις υγείαν της τρωγοπίναμε σαν φίλοι (σπουργίτες) πέφτοντας λιμασμένοι στα σταφύλια του Υπουργείου γραμμάτων & τεχνών απαγγέλναμε (τσίρι τσίρι τσίρι τρο τσιριτρί τσιριτρό), κλήθηκα στο εδώλιο-έδρανο της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Θεσσαλονίκης, να διαβάσω κι εγώ κάτι, εντός του ποιητικού θέματος, ως συνδιοργανωτής και θεσμικός παράγων που διατελούσα τότε, διευθυντής του βιβλίου στην πόλη των παλιών βιβλίων και νέων χωρικών. Με θεώρησαν δηλονότι ποιητή για την ποιητική μου ίσως δημοσιογραφία που μετέρχομαι στα πεζά κείμενα, αλλά και στις μοναχικές ή τις κατά μόνας ποιητικές ηδονές. Διάβασα ένα, ας το πούμε ποίημα, για έναν ταπεινό Κοκκινολαίμη. Στο βήμα μ’ ακολούθησε ο άγνωστός μου τότε, ως σώμα ανθρώπου, όχι ως πνεύμα και γραφή, Αργύρης Χιόνης, ποιητής και γεωργός, καλλιεργητής ψυχών πάντων των εν Θροφαρίω Κορινθίας οικούνταν και ευρισκόμενων ευαίσθητων ανθρώπων της υπαίθρου χώρας. Κι αυτός για έναν Κοκκινολαίμη απάγγειλε κάπως αμήχανα ότι προηγήθηκα ορισμένως. «Αδελφοποιητοθήκαμε» κατά κάποιον τρόπο. Τα δυο πουλιά μας έφεραν το ίδιο όνομα αλλά πόρρω απείχαν μεταξύ τους. Το ποίημα αυτό και τον Αργύρη Χιόνη σκιαγραφεί ο αγαπητός μου Ηλίας Κεφάλας στα ένδον του βιβλίου του Το χαμένο ποίημα και τώρα κατάλαβα κι εγώ τι ήθελε να πει ο ποιητής και τι ήθελα ίσως να σιωπήσω εγώ. Αναφέροντας το ποίημα του Γ. Δροσίνη για τον Γερανό και τον Καλογιάννο (Κοκκινολαίμη) με ρήμαξε η ανάμνηση του χαμένου παιδικού μας άλλοτε. Το ποίημά μου αυτό ως σχεδίασμα απελπισίας, το εξαφάνισα από το ποιητικό μου σύμπαν άμα τη εμφανίσει του Κοκκινολαίμη του Αργυρίου Χιόνη.

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2025

Παρασολωμικά

Με μολύβι γράφει: Οκτώβριος 07. Μόλις είχα τελειώσει επιτυχώς κάτι ιστορίες στο «Γεννηματά» Θεσσαλονίκης και μου ήρθε δώρο λίαν πολύτιμο! « Διονυσίου Σολωμού Ποιήματα και πεζά, Επιμέλεια - Εισαγωγή Στυλιανός Αλεξίου, σελ. 515, εκδ. στιγμή. Μια έκδοση υψηλών φιλολογικών προδιαγραφών στις περί Σολωμού εν γένει και εν είδει μελέτες και δημοσιεύσεις.. Μετά από καιρούς και χρόνους πληροφορήθηκα από ένα έγγραφο του Δήμου Κοζάνης πως στην πόλη μας υπήρχε Οδός Στυλιανού Αλεξιου! Εμεινα. Ρώτηξα τους αρμοδίους για το που πως και πότε αποφασίστηκε αυτό και φυσικά δεν γνώριζαν τίποτα. Φαίνεται πως σε κάποια «επιτροπή» ονοματοθεσίας ημιμαθών άνοιξαν μια εγκυκλοπαίδεια και από την ενότητα φιλόλογοι αρχαιολόγοι κ.λπ. έπαιρναν ονόματα τυχαία. Ετσι κλήρωσε και το Στυλιανός Αλεξίου. Πήγα να βρω την οδό και φυσικά δεν υπήρχε επί τοίχου αλλά μόνον επί χάρτου. Κίνησα γη και ουρανό να μπει η πινακίδα. Εγραψα στον Στ. Αλεξίου που «εθαμβήθη» και σχεδόν το διασκεδάζαμε. Εχω μια μικρή σπαρταριστή αλληλογραφία περί αυτού. Κάποτε εδέησαν να τοποθετήσουν την πινακίδα με το όνομά του στο δρόμο. Εστειλα φωτογραφία στον τιμώμενο. Ετσι ερήμην του και εν ζωή ο Στυλιανός Αλεξίου τιμήθηκε στην πόλη μας. Το χάρηκε ορισμένως είμαι βέβαιος, όπως κι εγώ απολαμβάνω χρόνια τώρα την έκδοση αυτή του Σολωμού, τις μεταφράσεις του Σαίξπηρ, τα ποιήματα, τις μελέτες κ.λπ. του Στυλιανού Αλεξίου.

Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2025

ΒΙβλία γαλλικά και γερμανικές λινοτυπικές

Η διεξαγωγή (19 Δεκ. 2024) της ημερίδος «Η βιομηχανική κληρονομιά της Δυτικής Μακεδονίας ως ταυτότητα του τόπου και του πολιτισμού της» που εν θριάμβω έφερε εις πέρας η Παρέμβαση, δηλ. η Δήμητρα Β. Καραγιάννη, με ξαναπήγε στις αγαπημένες μονιές της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης (ακόμα την ονομάζουν ανιστόρητα Κοβεντάρειο (= αγελαδότοπος σλαβιστί) και σε δύο αντικείμενα στα οποία «αγγίζω» (και μ’ αγγίζουν) την ιστορία της βιβλιοθήκης. ως παλιές αγάπες λανθάνουσες αλλ’ ανεξίτηλες. Α. Την λινοτυπική μηχανή που δεσπόζει στο φουαγέ του νυν Κτιρίου. Από τη Λειψία φερμένη, την αγόρασε ο πολύς κάποτε Ι. Βελλίδης για τη «Μακεδονία» του. Απ’ αυτόν την αγόρασε ο Χ. Παπαστεριάδης όταν ήρθε στην Κοζάνη από τα Τρίκαλα για να εκδώσει το «Θάρρος» του (1960). Οι νυν ιδιοκτήτες του κληρονόμοι του Ι. Κορομήλη (από Κατερίνη) την άφησαν στην αυλή της Εθνικής Τράπεζας να οξειδώνεται. Τον καιρό της διευθυντίας μου (κι όχι διευθυντοκρατίας) των βιβλίων (ΙΝΒΑ + Δημοτική Βιβλιοθήκη = Κοζάνη πόλη του βιβλίου) την πήραμε από την τραπεζική αυλή και με τη άδεια των ιδιοκτητών της εφημερίδος, την τοποθετήσαμε στο ισόγειο του κτηρίου της Τεχνικής υπηρεσίας του Δήμου, στον δεύτερο όροφο της οποίας στεγαζόταν η Βιβλιοθήκη, αντιδημαρχούντως του κ. Γ. Βλατή που γκρέμισε την πόρτα του ισογείου για να χωρέσει. Για να «εισάγει» τον επισκέπτη και χρήστη της Βιβλιοθήκης στη χώρα των γραμμάτων. Επί διοικήσεως της Βιβλιοθήκης του κ. Παναγιώτη Δημόπουλου όταν μετακόμισε αυτή στο σημερινό ΜεγαΚτήριο μεταφέρθηκε και τοποθετήθηκε στο φουαγέ της. Υπερωκεάνιον των βιβλίων και της γνώσης. Σ’ αυτή την λινοτυπική πόσα και πόσα κείμενα μου δεν γράφτηκαν...Τρία βιβλία μου δε ανεφύησαν στις κι από τις σελίδες της εφημερίδος που στοιχειοθετήθηκαν σ’ αυτήν. Β. Στα ράφια του αναγνωστήριο υπάρχει μια παλιά γαλλική εγκυκλοπαίδεια πολλών τόμων την οποία είχε στην κατοχή του ο Μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης Φώτιος (Μηνιάτης) (αρχές του 20ου αι, ο οποίος τη χάρισε στον ομοϊδεάτη του (ήταν και οι δύο βασιλόφρονες) επιφανή γαλλομαθή λογοτέχνη τη Κοζάνης Κ. Τσιτσελίκη (1892-1938) (τον οποίο ο λαμπρός νέος φιλόλογος Μάριος Κυπαρίσσης Μώρος φροντίζει την επανέκδοση του έργου του, Η εγκυκλοπαίδεια κατέληξε στην κόρη του Κ. Τσ. Ρέα η τη χάρισε στη Βιβλιοθήκη. Πήγαμε και την πήραμε από το σπίτι της στην Αθήνα, μια αποστολή με ΙΧ και τους Γ. Χαρσώνη και Γιάννη Κάβουρα, υπαλλήλους τότε του ΙΝΒΑ. Την είχα στο γραφείο μου στη Βιβλιοθήκη παρότι δεν γνωρίζω γαλλικά αλλά την ένιωθα ως δεσμό της τοπικής ιστορίας με την παγκόσμια γραφή κι ανάγνωση. Τα δύο αυτά στασίδια τα νοιώθω εντελώς δικά μου (δεν χρησιμοποιούνται παρ’ ουδενός πλέον, κι όταν επισκέπτομαι το χώρο τους φωτογραφίζομαι αγκαλιάζοντάς τα ίσως με ένα χωρικό φωτοναρκισσισμό· αλλά αγάπες είναι αυτές κι «οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο» (της μνήμης) ενώ οι νέες καίγονται στην κόλαση της πραγματικότητας κι επιθυμίας

Μετά την 1ην του μηνός

«Εφέτος αν και ακόμα δεν μας έδειρεν η βαρυχειμωνιά κι άρα δεν μας έριξεν στην παλαμική στράτα» πέρασα την πρώτη ημέρα του χρόνου ως ακολούθως. Είναι γνωστόν τοις εντευξομένοις πως εορτάζω 1η Ιανουαρίου αφότου η πνευματική μου μήτηρ (ελάχιστα γνώρισα) μια πολλαπλά εντυπωσιακή Μαντάμ στην κοινωνία της πόλεως, μου έδωσε το όνομα του αγίου Βασιλείου αρχιεπισκόπου Καισαρείας και Καππαδοκίας του Ουρανοφάντορος (ου η επίγεια δόξα του έλαμψε έως τους ουρανούς κατά το απολυτίκιον). Το γεγονός έγραψα στη διήγηση «Κολυμβήθρες εν γένει» στο «Χρώμα της νοσταλγίας» μου εκδ. Γαβριηλίδης) ενώ τον βίο της διεξήλθε ορισμένως ο συγγραφεύς Μιχάλης Πιτένης στο μυθιστόρημα του «Οι κόρες της Αφροδίτης». Αρα με την τρίτη καμπάνα στο ναό. Τα πρώτες ευχές μετά το αντίδωρο έλαβα από το δεξί αναλόγιο και τους ερίτιμους πρωτοψάλτη μέγα Στέφανο Κντξ και τον ψαλτολόγιο Απόστολο Ππδμτρ. Οίκοι άρχιζε η πλημμύρα ευχών στο σωτήριο διαδίκτυο. Εορταστική η τράπεζα με την 20φυλλη χειροποίητη Βασιλειόπιτα. Μας συνόδευε η πρωτοχρονιάτικη συναυλία της Βιέννης (ο Μπλατσιώτης Ν. Δούμπας εδώ κ.λπ) την οποία κανείς δεν άκουγε! Ξαναδιάβασα εν τω μεταξύ την διήγησή μου (ο νάρκισσος!) «Είχε άγιο στα χιόνια» που έχει κάποιους φανατικούς φίλους τους οποίους λατρεύω. Περί την του ηλίου δύσιν με την καμπάνα του εσπερινού έληγε τυπικά η εορτή κι άρχιζε η επόμενη, έκαμα ταμείο ευχών. Απειρες από ζεστές έως ζεστότερες. Ούτως εχόντων των πραγμάτων και «Διάπυρος προς Θεόν ευχέτης» όπως κλείνουν τις επιστολές του οι πατριάρχες, ευχαριστώ πολύ όσους με θυμήθηκαν κι εύχομαι μόνο καλά να τους συμβαίνουν στο νέον έτος. Σημ: Αι ευχαί συνεχίζονται και την σήμερον...

Κάλαντα (δηλ. Κόλιαντα)στη Λευκοπηγή τα αρχαία χρόνια

...Ενα βράδυ Κόλιαντα του έτους 196...το μπλίκι με τους Γιώργο Βλήτα, Αδάμο τ’ Γκαντάρα (ονομαζόταν και Φερυγκόνο, ηρωίδα στην «Οπερα της πεντάρας» του Μπρέχτ και Κούρτ Βάιλ), το Στέφο τ’ Παπά, τον Κάρα-Γιώργο και τον Ζδρουμ, ως έκτακτον μέλος της για να κουβαλά τ’ αλεύρι, ξεκίνησε κανονικά. Στη διανομή των διακονημάτων της βραδιάς ένας μαζεύει τις κολιαντίνες, άλλος τα κάστανα, άλλος το κρέας (τον παστό «κι εκ παστού εν τω ηλίω έθετο το σκήνωμα αυτού· και αυτός ως νυμφίος εκπορευόμενος εκ παστού αυτού. Αγαλλιάσεται ως γίγας δραμείν οδόν αυτού· απ΄ άκρου του ουρανού...» ο Προφητάναξ), άλλος το τυρί, άλλος τ’ αλεύρι, το μόνο είδος με δυνάμει χρηματική ανταλλακτική αξία αφού την αύριο θα το πουλούσαν στον ΧατζιοΠάσχο (με τον πρωινό ανεκλάλητο βήχα). Το μεταπουλούσε στην πόλη, όπως έκανε κι ο Ε. Γκιγκέλας, αλλά αυτός μεταπουλούσε αυγά και ζεύγη ποδαριών από τους επικηρυγμένους από το Δασαρχείο κόρακες και καρακάξες που μάζευαν οι χωρικόπαιδες. Φύλακα σκύλων «Σκλιάη» (πως να το γράψω στο ιδίωμα;) να κυνηγά τα σκυλιά που τους γαύγιζαν άγρια και παντού ανά τας ρύμας και τις ρούγες, δεν είχαν. Ετσι μπήκαν στον οίκο Ταλιόλιου. Εβρεχε, γλιστρούσαν· κι ο Ζδρούμς, ψηλός, μαυριδερός στην πέτσα κι ευκαιριακά άσπρος απ’ τ’ αλεύρι (όλοι το απέφευγαν για το λόγο αυτό) πάτησε γυαλιστερές πέτρες και έπεσε, άκουσον άκουσον, μέσα σε παρακείμενο χάλκωμα γεμάτο με νερό το οποίο έπεφτε απ’ την αστρέχα. Το αλεύρι έγινε για πέταμα. Θρήνος. Εκείνα τα κάλαντα δεν πούλησαν αλεύρι και έτσι την επαύριον στο τυχηρόν παίγνιον της «σβούρας» με το πολυπόθητο «πάρτα όλα» στο νάρθηκα της εκκλησίας δεν είχαν νομισματικό αντίκρισμα κι έτσι κοιτούσαν μόνον, απαρηγόρητοι. Αλλη χρονιά πάλι μπροστά στη γέφυρα του λάκκου που ένωνε τους μαχαλάδες -έγινε επί προεδρίας Νταλαθωμά- κοντά στον νερόμυλο του Αούτου που άλεθε το στάρι σ’ αλεύρι, συναντήθηκε το προαναφερθέν μπλίκι με εκείνη τη γλυκιά συμμορία του Μποέμ από τον Πάνω μαχαλά που την αποτελούσαν οι: Τσέλιος ο Παλές, Μάρκος Μπουμπούναρης (θεός σχωρέστον τον ατίθασο) κι ο Τέλης ο Ζιακάθ’κος όστις στα ψαλλόμενα κάλαντα εμορμύριζε μόνο τις καταλήξεις των στίχων με το εύφωνο νι. Φυσικά πιάστηκαν στα χέρια και διεκδίκησαν ο καθένας το αλεύρι του άλλου. Στη συμπλοκή ο σιωπηλός αλλά τολμηρός όσο κανείς, Τέλης (ο μόνος που χτύπησε με πέτρα τον φόβο και τρόμο των αγροπαρανομούντων, έφιππο αγροφύλακα, Γκιάνη) έσπρωξε τον Ζδρουμ στο λάκκο. Το γέρας της μάχης, το αλεύρι, έγινε ζυμάρι που ούτε τα γουρούνια δεν θα έτρωγαν. Ητο άτυχος στα άλευρα ο Ζδρουμς, κάτοικος από δεκαετιών Αμερικής· υποθέτω νοσταλγεί εκείνες τις μέρες, τέτοιες μέρες, με τις μίξεις χρόνου, προσώπων και τρόπων.. Α, αυτές οι προσφιλείς μορφές του άλλοτε στη Λευκοπηγή ευτυχώς ακόμα μαζί μας – πλην μερικών που πέρασαν σχεδόν φυσιολογικά στο επέκεινα και στη μνήμη...

Τα κατα τον Ματθαίον

16 Δεκεμβρίου 2024, Ματθαίου Αποστόλου και Ευαγγελιστού και : Τα κατά Ματθαίον πάθη του Μπαχ Το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο του Π. Π. Παζολίνι Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο σε μετάφραση Ντίνου Χριστιανόπουλου Τα 40 χρόνια της Παρέμβασης κι «Οπως ο ναυαγός αρπάζεται από το κύμα/ σαν από κάτι στερεό/ Ετσι κι μεις από τις μνήμες μας...» (Ν. Φωκάς) Θυμάμαι και συγκινούμαι, τους παλιούς μας φίλους της Παρέμβασης ειδικά αυτούς που δεν είναι στη ζωή αλλά και τους νέους. Οι οποίο με τον ένα ή άλλο τρόπο υπήρξαν ο ζωτικός βιότοπος μας μέσα στον οποίο εξάνθισεν, στην πνευματική εκδοτική μας έρημο της πόλης, η Παρέμβαση, η οποία μαζί με λίγους άλλους θεσμούς και τρόπους (θέατρο, μουσική, γράμματα) σηματοδότησαν την 50ετία της μεταπολίτευσης στην Κοζάνη Ηταν Νοέμβριος του 1984, μια τυπική φθινοπωρινή μέρα, απόγευμα δηλ. πριν 40 χρόνια. Στον 2ο όροφο της οικοδομής επί της πλατείας Ειρήνης μαζεύτηκαν σε ειρηνική άοπλη γιάφκα 6 νοματέοι που είχαν κοινή πολιτική αφετηρία την ανανεωτική αριστερά της πόλης το ΚΚΕ εσ θέλω να πω. Μόνον θέμα στη βραδινή συντροφική διάταξη η έκδοση περιοδικού εντύπου δια την διάδοσιν των πολιτικών θέσεων και ιδεών κι ό,τι άλλο. Παρόντες οι: Γ. Γκέκας, Σάκης Καραλιώτας (ήδη κάτοικος Αδου), Τάκης Ζουρουφίδης (κάτοικος Αδου), Δημήτρης Βασιλός (κάτοικος Φαρσάλων), Μάκης Καραγιάννης (Θεσσαλονίκης), και η αναξιότης μου κάτοικος Κοζάνης Χ. Μούκα 1 . Ως τίτλος επικράτησε η «Παρέμβαση» τίτλο στον οποίο ήμουν ο μόνος αντίθετος αλλά που έμελλε να τον επωμισθώ για 40 χρόνια έκτοτε ως δεύτερη στρώση δέρματος. Το 1988 συμπήξαμε Εταιρεία Μελέτης Προβλημάτων μη κερδοσκοπικού σκοπού που φέρεται ιδιοκτήτης πλέον του περιοδικού με εταίρους τους: Σάκη Καραλιώτα,(+), Μάκη Καραγιάννη, Δημήτρη Ζαγάρα, Κική Τασιούλα, Αντώνη Νταγλιούδη και τη δική μου. Τα τελευταία χρόνια μπήκε στην αρχική ομάδα η Δήμητρα Καραγιάννη που σήμερα φέρει το βάρος και την τιμή της συνέχειας. Είμαστε λοιπόν μια έντυπη αλλά ανθρώπινη περιπέτεια 40 περίπου χρόνων τα οποία -ας κοινο-πρωτοτυπήσω- λέγων πως ούτε κατάλαβα πως πέρασαν! Η «Π» έρχεται από τη γενιά της δανεικής ευημερίας που τη διαδέχεται αλίμονο η γενιά της «ιδανικής» απελπισίας. Τι σημαίνει λογοτεχνικό περιοδικό στην εντελώς επαρχία και μάλιστα σε μια πόλη που δεν έχει θάλασσα (ανθρώπων) ούτε καν ποτάμι (προθέσεων) κι η Βουλγάρα ποιήτρια το δήλωσε άλλωστε για την αθυμία εκείνων που ζουν σε πόλεις χωρίς ποτάμι: Μια δόση μοναξιάς, μια φέτα μελαγχολίας, και μια ηυξημένη αίσθηση του μάταιου.
 Αλλά ας είναι, συνεχίζουμε...

Αποχώρηση

Μπενάκειος χώρος επί της οδού Πειραιώς, έτος 2009. Απονομή λογοτεχνικών βραβείων του περιοδικού «Διαβάζω» (ο «δαιμόνιος» Γιάννης Μασκόζος). Η συλλογή μου «Το χρώμα της νοσταλγίας» (εκδ. Γαβριηλίδης) κρίθηκε επιλέξιμη (όπως τα χωράφια στην ύπαιθρο ) για τον τελικό. Δεν επιλέγημεν ότι η Μαρίνα Καραγάτση με « Το ευχαριστημένο» της είχε όλα τα φόντα προς τούτου. Πάλι καλά. Καθόμουν στις τελευταίες θέσεις στο μεγάλο αμφιθέατρο. Αίφνης δίπλα στο διάδρομο βλέπω ένα σώμα να πέφτει. Μπερδεύτηκε στα σκαλοπάτια και με τη βακτηρία του. Πόνεσε φώναξε ωχ. Ενοιωσα μια λύπη. Ηταν ο Κ. Γεωργουσόπουλος. Ενα θηρίο άνθρωπος. Σκοντάφτουν κι οι κορυφές; Αλίμονον πεθαίνουν κι όλας όπως ο εν λόγω μέγας των γραμμάτων την σήμερον. Εγραφα τότε: Αποχώρηση τμημάτων στον φίλτατο Γιάννη Μπασκόζο Πρώτες αναχωρούν οι συνοδείες των ηττημένων του διαγωνισμού ΔΙΑΒΑΖΩ/ τρεις τρεις, το λιγότερο, κατηφείς που τους δικούς τους φέτος δεν ξεχωρίζουν/ ήγουν δεν κρίθηκαν άξιοι της κριτικής επιτροπής (ήρεμος, αλλ’ ένδον βράζω)/ και δίχως δίπλα τους να κοιτούν, την οδό της λύπης και της εξόδου διασχίζουν./ Ακολουθούν σε μονάδες ή κατά δυάδες, της βραδιάς οι επίτιμοι καλεσμένοι/ εμφανώς ουδέτεροι τα τραπέζια της δεξιώσεως στο αίθριον πλευρίζουν/ δεν δείχνουν, και ποιός να τους προσάψει τη μομφή πως είναι πεινασμένοι/ και έτσι πατατάκια, τσιπς, ξηρούς καρπούς κι άλλα ελαφριά μόνον τσακίζουν/ Δίπλα στον κ. Νόλλα καθήμενος νέους αγώνες και Σπαρτιάτες συλλογίζομαι/ - Του χρόνου εδώ, τι έγινε, μαγκιά! “Αμες δε γ’ εσόμεθα πολλώ κάρονες”/ Ενώ ο κ. Γεωργουσόπουλος σηκώνεται αλγών, από πτώση σε σκαλί, οργίζομαι:/ - Αει στην ευχή, μη πω στο διάολο: Τώρα « Ας γευσόμεθα πολλούς μακάρονες»./ Τελευταίες οι κουστωδίες των νικητών σαν άλογα προ της μάχης τριποδίζουν/ τους οικείους γλυκοχαζεύοντας περιχαρείς στο πάλκο να φωτογραφίζονται/ άνετοι, ελαφρώς συγκινημένοι κάνουν τους αδιάφορους, κάπως σφυρίζουν./ Η τέχνη της παρηγοριάς και της ματαιοδοξίας τώρα εδώ ακριβώς ορίζονται./

Ωδικόν σκαλάθυρμα

Την Κυριακή, λίγο μετά τα Χριστούγεννα και λίγο πριν την Πρωτοχρονιά, στη μόνη σινε-αίθουσα της πόλεως Ολύμπιον (κι όλες τις μέρες ) γινόταν το «Ελα Παναγιά μου να δεις και φεύγα» ήγουν πατείς με τσαλαπατώσε. Οι Υπαρχιώτες πόλεως και περιχώρων φανατικοί και φανατισμένοι του μύθου και βίου του Στ. Καζαντζίδη προσκυνούσαν τον άλλοτε θεό τους, επί της οθόνης («ΥΠΑΡΧΩ» κι όσο υπάρχεις θα υπάρχω της ζωής σου δούλο θα ‘χω» διότι «είμαι της ζωής σου ο ένας κ.λπ.». Εμείς και υμείς Υπήρχαμε στο αισθαντικόν σχολείον ντελικάτων μουσικών «30 καρέγλες». Εδίδετο εκεί ρεσιτάλ μονωδίας της γλυκυτάτης κι ωραιοτάτης σοπράνου Δέσποινας Κελεσίδου. Στο πιάνο (παραλίγο θα έγραφα στα πλήκτρα) ο Μέγας ΠΑΝαγιώτης Δημόπουλος με το θυγάτριον του να γυρίζει τις μουσικές σελίδες. Πανηγύρι καλαισθησίας. - Μα τι φωνή είναι αυτή θεέ μου, πού την κρύβει αυτό το λεπτοφυές ωραίον πλάσμα; Κάπως έτσι θα τραγωδούσαν οι Σειρήνες του Ομήρου και ξεμυάλιζαν τους ταξιδιώτες θαλάσσης. Τραγούδια σε στίχους ποιητών: e.e.cummings («κρατώ την καρδιά σου μαζί μου»), της Ντίκινσον, τραγούδια και άριες των Ντυκέ, Α. Κόπλαντ, Μπράμς, Σούμπερτ, Φωρέ, Μότσαρτ Χαίντελ. Κοινό πολυπληθές υπερτριάκοντα ευγενικοί και αισθαντικοί νυχτερινοί συμπολίτες. Ακουγα με προσήλωση τις άριες. Με το είδος αυτό της μουσικής έχω μια ένοχη εκκρεμότητα από μαθητής. Στην ΣΤ΄ γυμνασίου ένα μεσημέρι μας μάζεψαν στην μεγάλη σάλα του άνω ορόφου του Βαλταδωρείου Γυμνασίου να παρακολουθήσουμε ρεσιτάλ ενός πλανόδιου μουσικού (έπαιζε κι ακορδεόν, («Πόσα χρόνια έχεις ν’ ακούσεις ακορντεόν;» Μ.Α.). Ηλικιωμένος κάπως ευτραφής, με λίγα σχεδόν καθόλου, μαλλιά ο τενόρος τραγουδούσε μαγευτικά γλυκύτατα. Η μαθητοτσογλαναρία (ημείς δηλαδή.) γελούσε κρύφα, μιλούσε, φώναζε μέχρι και κλωτσιές αντάλλασε κ.λπ, μαθητικά καμώματα εν αδιαλλείματι. Οι καθηγητές μας μάλωναν εις μάτην. Πανηγύρι αταξίας. Στην αίθουσα ο καθηγητής γυμναστής Β. Φλέγγας μας είπε πως τραγουδούσε την άρια από τους «Αλιείς Μαργαριταριών» του Μπιζέ. - Ξέραμε εμείς από Αλιείς και Μπιζέ... Εψές ήταν σαν να ζητούσα εκ των υστέρων συγχώρεση από τον μουσικό που μου θύμιζε τότε το γέρο Βιτάλι στο «Χωρίς οικογένεια» του Εκτορος Μαλό και γλυκοσυγκινούμαι αναδρομικά. Ετσι η τελευταία Κυριακή του χρόνου έκλεισε λίαν ζεστά χάριν της Δεσποίνης των μουσικών κι όχι μόνον λογισμών μας.

Η εκ Καβάλης Γεωργία

Η ωραία κυρ’ Γεωργία Ποιήτρια Τριανταφυλλίδου εκ Καβάλης και Θεσσαλονίκης –ένας Στρυμόνας ποταμός χωρίζει τις πόλεις- είχε την καλοσύνη να γράψει εις τον φβ οίκον της, λίγες αράδες που ισοδυναμούν με 1000 και ωραίες λέξεις για τη λιγνόφυλη ποιητική περι-συλλογή μου «Δυτικό Κοιμητήριο (εκδ. Παρέμβαση). Μετ’ αφάτω (και αφράτω) ευχαριστήσεως προς Αυτήν Ταύτην την Τοιαύτην παραθέτω παρακατιών προς γνώσιν και για τις νόμιμες συνέπειες, ασπαζόμενος την κυρία ποιήτρια άμφω, το ολιγότερον... Ση. Η συλλογή αφιερωμένη στον πατέρα όπως και το δίχρωμο κασκόλ που έπλεξε η μάννα στην μνήμη του άμα τω θανατω του. .............. Στο "Δυτικό Κοιμητήριο" του Β.Π.Καραγιάννη οι νεκροί μετριούνται στα δάχτυλα. Ο πατέρας του, ένας μετανάστης στη Γερμανία, ένας παπάς, ένας Αρεοπαγίτης ,ένας ποδοσφαιριστής, ένας άλλος παπάς,ένας δεινός σκακιστής, ένας καθηγητής στο ΤΕΙ, ένας αριστερός ψάλτης. Όλοι τους πεθαμένοι και ξαναζωντανεμένοι μέσα από τις αναμνήσεις,τα κοινά βιώματά,την ποδοσφαιρική τρέλα που τους ένωνε.Ο Καραγιάννης τους παίρνει από το χέρι κι έναν έναν τους ανεβάζει στον πάνω κόσμο.Με τα κουσούρια και τις καλοσύνες τους,τις διαψεύσεις και τις προσδοκίες,τα χαρίσματα και τα ραπίσματα που τους έδωσε η ζωή αντηχώντας μέσα στον δικό του μικρόκοσμο. Ο Καραγιάννης σ'αυτό το ολιγοσελιδο βιβλίο είναι απολύτως ο εαυτός του: φανατικός Λευκοπηγίτης, φανατικός ανθρωποπαρατηρητής, φανατικός συλλέκτης λεπτομερειών του βίου, ένας ουμανιστής του βουνού και του λόγγου. Χαρίζει μιαν ιδιότυπη αθανασία σε ούτε δέκα ανθρώπους- γιατί τι άλλο είναι η αθανασία από την αλησμόνητη σύνδεση με τους εναπομείναντες; Λίγες φορές τα πλαστικά λουλούδια των νεκροταφείων ανθίζουν τόσο καλαίσθητα σε λογοτεχνική σελίδα. Τα πέντε σημεία αφιερωμένα στον πατέρα του είναι σαν ήσυχα κλάματα.Σαν κι αυτά που ίσως να με πήραν διαβάζοντας το τέλος του κειμένου για τον Γεώργιο Παρτώνα στον οποίο αποδίδεται η πλέον μυθική κουβέντα κατά την έναρξη της σχολικής ζωής.Διαβάστε το "Δυτικό Κοιμητήριο" των εκδόσεων Παρέμβαση. Από τις λίγες φορές,και σίγουρα η πιο κερδισμένη, που ο πληθωρικός Βασίλης Καραγιάννης λέει ό,τι ακριβώς του είπαν.Δηλαδη,όπως μίλησαν στην καρδιά του ούτε δέκα αγαπημένοι νεκροί.