Από τη νέα Παρέμβαση τχ 186 που κυκλοφορεί οσονούπω
Π. Β. Πάσχος
Και στα πελάγη των βουνών ο άγιος
Στη μνήμη του παππού μου Νικόλα
Πριν από χρόνια, ένα νέο παιδί, κατ’ όναρ
είδε τον ασπρογένη αή-Νικόλα να του ψιθυρίζει:
«Πάνω στο Γιαμαλί, στο δρόμο απ’ το Ζυγόστη
για τη Μεταμόρφωση, είναι θαμμένη μια εικόνα μου·
σκάψτε και βγάλτε την στην επιφάνεια,
κ’ εγώ θα ‘μαι κοντά να σας φυλάγω από κάθε κίνδυνο»
Έσκαψαν τότε όλοι στο σημείο εκείνο
κ’ έβγαλαν την αγία εικόνα. Ύστερα
έχτισαν ένα ξωκκλήσι, ανάμεσα στο Καστρί,
στις Ζάχαρες, στα Κοκκινόϊα, όπου λειτουργούσαν
στη γιορτή του κάθε χρόνο, φέρνοντας λάδι, κερί, θυμίαμα…
Μα εδώ που κάποτε οι χωριανοί έσπερναν και θερίζαν,
τώρα μονάχα τ’ άγρια θηρία περπατούν – μέρα
και νύχτα. Δέντρα θεριεμένα ψάλλουν με τον άνεμο
τροπάρια στον άη -Νικόλα· και μονάχο κάποιος
τσοπάνος προσκυνά, κι ανάβει ένα κερί, ένα καντήλι
στον άγιο φύλακα βουνών κ’ εγκαταλελειμμένων
αγρών, που παραμένουν χέρσα κι άσπαρτα…
( Αύγουστος 2017)
Σημείωση ΒΠΚ. Η παλιά εκκλησία του ποιήματος δεν υπάρχει πια. Κατέρρευσε με τον καιρό. Είχε μείνει η αγία της Τράπεζα μόνον. Πάνω της πατούσαν οι ποιμένες και οι κτηνοτροφούντες της γειτονικής στρούγκας και οι λιγοστοί εργαζόμενοι στο έναντι λατομείο (περιοχή Γιαμαλή) εκείνων των χρόνων, για να ανέβουν στα άλογα, τα μουλάρια, τα γαϊδούρια τους οι "ασεβείς". Πάνω στα ερείπια κτίστηκε νέος αλλά «χωρικός» ναός
Π. Β. Πάσχος
Και στα πελάγη των βουνών ο άγιος
Στη μνήμη του παππού μου Νικόλα
Πριν από χρόνια, ένα νέο παιδί, κατ’ όναρ
είδε τον ασπρογένη αή-Νικόλα να του ψιθυρίζει:
«Πάνω στο Γιαμαλί, στο δρόμο απ’ το Ζυγόστη
για τη Μεταμόρφωση, είναι θαμμένη μια εικόνα μου·
σκάψτε και βγάλτε την στην επιφάνεια,
κ’ εγώ θα ‘μαι κοντά να σας φυλάγω από κάθε κίνδυνο»
Έσκαψαν τότε όλοι στο σημείο εκείνο
κ’ έβγαλαν την αγία εικόνα. Ύστερα
έχτισαν ένα ξωκκλήσι, ανάμεσα στο Καστρί,
στις Ζάχαρες, στα Κοκκινόϊα, όπου λειτουργούσαν
στη γιορτή του κάθε χρόνο, φέρνοντας λάδι, κερί, θυμίαμα…
Μα εδώ που κάποτε οι χωριανοί έσπερναν και θερίζαν,
τώρα μονάχα τ’ άγρια θηρία περπατούν – μέρα
και νύχτα. Δέντρα θεριεμένα ψάλλουν με τον άνεμο
τροπάρια στον άη -Νικόλα· και μονάχο κάποιος
τσοπάνος προσκυνά, κι ανάβει ένα κερί, ένα καντήλι
στον άγιο φύλακα βουνών κ’ εγκαταλελειμμένων
αγρών, που παραμένουν χέρσα κι άσπαρτα…
( Αύγουστος 2017)
Σημείωση ΒΠΚ. Η παλιά εκκλησία του ποιήματος δεν υπάρχει πια. Κατέρρευσε με τον καιρό. Είχε μείνει η αγία της Τράπεζα μόνον. Πάνω της πατούσαν οι ποιμένες και οι κτηνοτροφούντες της γειτονικής στρούγκας και οι λιγοστοί εργαζόμενοι στο έναντι λατομείο (περιοχή Γιαμαλή) εκείνων των χρόνων, για να ανέβουν στα άλογα, τα μουλάρια, τα γαϊδούρια τους οι "ασεβείς". Πάνω στα ερείπια κτίστηκε νέος αλλά «χωρικός» ναός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου