«Συγκεχυμένες αγάπες»
Ο ΒΑΣΙΛΗΣ Π. Καραγιάννης
έχει μια εντελώς ιδιότυπη γραφή. Ολες οι μορφές της γλώσσας μας, από τη βυζαντινή μέχρι και τη «μνημονιακή», με έντονα καρυκεύματα ντοπιολαλιάς, συνυπάρχουν αρμονικά και ερεθιστικά στα κείμενά του. Μήλα, πορτοκάλια, αχλάδια, φράπες, ακτινίδια, μπανάνες, φρούτα του δάσους κι άγριες φράουλες ρίχνονται στο shaker (αναδευτήρας) του εγκεφάλου του, παράγοντας ένα μοναδικό στο είδος του ηδύποτο που τέρπει το λαρύγγιον του αναγνώστη. (Λέω «εγκέφαλο», αυτό τον ανεξερεύνητο ακόμα ψηφιακό υπολογιστή του ανθρώπου, γιατί εκεί γίνονται οι «συνάψεις» της γεύσης και όχι στη γλώσσα, στα χείλη ή στον ουρανίσκο μας, όπως νομίζουμε.)
ΣΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ
διηγημάτων του «Συγκεχυμένες αγάπες» (Γαβριηλίδης), στο σύνολο των 221 σελίδων που το συναποτελούν, το ένα τρίτο καλύπτεται από τη νουβέλα «6,6 της σκηνοπηγίας» με τον υπέρτιτλο -που είναι στην πραγματικότητα υπότιτλος- «Τα σεισμογενή εδάφη της ψυχής». Η νουβέλα χωρίζεται σε τρεις ενότητες: α) «Ενας άγνωστος φόβος περπατάει ευθυτενής πάνω από την πόλη», β) «Η κονιορτοποίηση της μνήμης» και γ) «Η ερήμην ερήμωση της πραγματικότητας».
Πρόκειται για τον μεγάλο σεισμό βαθμών 6,6 της κλίμακας Ρίχτερ που χτύπησε μιαν αποφράδα χρονιά τη Δυτική Μακεδονία με επίκεντρο την περιοχή όπου γεννήθηκε ο συγγραφέας, την Κοζάνη, και τα γύρω απ’ αυτήν χωριά, τη μέρα που ο ίδιος βρισκόταν για προσκύνημα στο Αγιον Ορος. Το γεγονός ότι τη μέρα εκείνη που έγινε το κακό στην πόλη του ο ίδιος βρισκόταν εκτός του δίνει τη δυνατότητα να το περιγράψει μυθοπλαστικά στο μόνο αληθινό έδαφος της λογοτεχνίας, που είναι η επινόησή της. Την τραγωδία μπορεί να μην την έζησε στο πετσί του, αλλά τη βίωσε στο «δέρμα της ψυχής», που είναι και το αυθεντικότερο. «Δέρμα του πόνου» («Peau de chagrin») το λέει ο Honore de Balzac στο ομώνυμο μυθιστόρημά του.
Η ΑΝΑΦΟΡΑ
στον Balzacδεν είναι τυχαία. Οσο κι αν η τεχνική της αφήγησης στο «6,6» του Β.Κ. μπορεί να έχει καταβολές από τον John Dos Passos ή τον James Joyce, η ρίζα, ωστόσο, της νουβέλας του είναι πρωταρχικά μπαλζακική. «Οι χωρικοί» («Les paysans») του ίδιου συγγραφέα άνοιξαν τα μάτια του νεαρού αστού Καρόλου Μαρξ (όπως το ομολογεί ο ίδιος) στα προβλήματα της αγροτιάς και στον μηχανισμό συσσώρευσης του πλούτου στους μεγαλοτσιφλικάδες. Τα δύο αριστουργηματικά διηγήματα που προηγούνται του «6,6» -το «Πες, αμάν...» («Αιματηρή ηθογραφία») και το «Τράγου απόδραση» («Ποιμενικόν ερωτικόν δράγμα»)- λειτουργούν ως προλεγόμενα πριν μπούμε στα βαθιά νερά (δηλαδή στα βαθιά χώματα) της
νουβέλας. «Ηθογραφικές παρωδίες» θα μπορούσε αβασάνιστα να τις χαρακτηρίσει ένας ντιλετάντης διακειμενικός πεζογράφος του άστεως. Αντίθετα, είναι ιστορίες βαθιά ριζωμένες στη βιαιότητα της αγροτικής ζωής, όπου ο πρωτογονισμός, με το χιούμορ και τη λοξή ματιά του συγγραφέα παντρεύει τον Θεόφιλο με τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα ή τον πριμιτίφ Γάλλο ζωγράφο Rousseau με τον Σαλβατόρ Νταλί. Στο πρώτο αναφέρονται 24 (όσα και τα γράμματα του αλφαβήτου) περιπτώσεις πανικού ανθρώπων του άστεως. Στο δεύτερο, η άτακτη φυγή τους στο ύπαιθρο. Στο τρίτο ο αφηγητής βιώνει σε πρώτο πρόσωπο «τις τύψεις του απόντος», εκείνο που λέγεται για όσους γλίτωσαν από τα κρεματόρια «τύψεις των επιζώντων».
«ΣΤΗΝ ΚΟΖΑΝΗ
έγινε σεισμός 6,6 Ρίχτερ. Αστείο μου φάνηκε, εν-νοείται. Ούτε που του έδωσα σημασία. Λάθος θ’ άκουσα. Σεισμός στην Κοζάνη! Οδηγούμεθα προς το τηλέφωνο της μονής. Αδύνατο να πιάσουμε γραμμή. Ομως ο πατήρ Λάζαρος, μια προβληματική κάπως καλογερική φυσιογνωμία, στο τηλεφωνείο σαν κάτι ν’ άκουσε. Κάτι πήρε τ’ αυτί του από τα σπασμένα μηνύματα των ασυρμάτων των καραβιών...». Το ύφος της γραφής του Β.Κ. αποτελεί και τη λογοτεχνική του ταυτότητα, εντελώς διαφορετική απ’ όλους τους λογοτέχνες της γενιάς του. Και η νουβέλα κλείνει με το «Αγιορείτικον ημερολόγιο οδοστρώματος», όπου και υπάρχει το «μήνυμα» εν συνόψει: «(...) κι έγινε το μποτιλιάρισμα των τρομοκρατημένων αστών που πανικόβλητοι πήραν τον δρόμο για το πάτριον
χωρικό έδαφος, πιο σταθερό, εννοείται, από τις ψηλές πολυκατοικίες, κι όλοι να επιστρέφουν πίσω στα χωριά τους, αφού εκεί υπάρχουν οι ρίζες τους κι όποιος έχει ρίζες στα χώματα δύσκολα ξεριζώνεται, πού να βρεθούν άλλωστε ρίζες στις πολυκατοικίες, τα διώροφα, πολυώροφα αθύρματα της πόλης, ενώ στα ισόπεδα χαμηλά κτίσματα της υπαίθρου τα θεμέλια, ρίζες πολύκλωνες, πολύκλαδες, πολύχρονες χώνονται μέσα βαθιά στο σώμα της γης, παίρνουν αμέσως απ’ αυτή δύναμη και νερό, νιώθουν άλλοι άνθρωποι οι άνθρωποι της πόλης, μαλάκια ξηράς, στα χωριά τους μυρίζουν χώμα υγιεινό, πέτρα στέρεη, νερό διαυγές κι ανόθευτο από τις χλωριούχες απολυμάσεις». (εφημ. ΝΕΑ ΣΕΛΙΔΑ 10 -12- 2017)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου