Τω αυτώ μηνί ΚΣΤ’, μνήμη του Αγίου και πανενδόξου Μεγαλομάρτυρος και Θαυματουργού Δημητρίου του Μυροβλύτου.
Δημήτριον νύττουσι λόγχαι Χριστέ μου,
Ζηλούντα πλευράς λογχονύκτου σης πάθος.
Εικοστή μελίαι Δημήτριον έκτη ανείλον
Είμαστε στην εποχή των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού όταν νύκτα «επιάσθη ο μέγας τούτος Δημήτριος και εβάλθη εις την φυλακήν». Ο βασιλεύς εκαυχάτω δια ένα άνθρωπον, Λυαίον ονομαζόμενον, ο οποίος υπερέβαλε εις τους άλλους κατά το μέγεθος το σώματος (ποιόν μου θυμίζει άραγε;) και κατά την ανδρείαν αλλ’ όχι και την στωμυλίαν του. Ομως είχε το γνωστό τέλος θανατωθείς υπό του γενναίου Νέστορος, ο οποίος πριν την μεταξύ τους πάλη «σταυρώθηκε» στο μέτωπο από τον φυλακισμένο Δημήτριον. Ο Νέστωρ παιδί του απλού λαού, ήταν ίδιος ο λαός - γίγαντας κατά το εαμικόν άσμα «Ξυπνάει ο γίγαντας τώρα λαός». Ξυπνάει; Ας λείπουν όμως τυχόν συνειρμοί με την σήμερον και την αύριον (τόσο νωρίς;) όταν με το καλό και δια του σταυρού, ο μόλις λαός, θα καταφέρει το οριστικό κτύπημα εις το απαίσιο πολιτικό σύστημα που χρεοκόπησε το εν Ελλάδι βασίλειο της οικογενειοκρατίας.
Τη αυτή ημέρα μνήμη της από Θεσσαλονίκης εις την εν Κωνσταντινουπόλει Μονήν του Παντοκράτορος, δια πραστάξεως βασιλικής γενομένης εισελεύσεως, του περιωνύμου και αηττήτου Δημητρίου, ήτοι της ιεράς εικόνος αυτού, της πρότερον επικειμένης τη μυροβλύτω αυτού σορώ και σκεπούσης ταύτην
Το έτος 6657 από κτήσεως κόσμου (σήμερα είμαστε στο 7525) ο βασιλεύς Μανουήλ ο Κομνηνός (1143 δηλαδή μ.Χ.) ξεκίνησε για πόλεμο στη Σικελία. Ο Ηγούμενος κύριος Ιωσήφ της Μονής Παντοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη δι’ υπόθεσίν του πήγε να τον ανταμώσει. Τον συνάντησε όχι στη Θεσσαλονίκη (όπου τον αναζητούσε μέχρι τα ξημερώματα μαζί με τον κ. Μητροπάνο στα Λαδάδικα) αλλά κοντά στη Βέροια σε χωριό ονομαζόμενο Ντομπροχουβίστα –δύο μίλια απ’ αυτήν, δυό μέρες από Θεσ/νίκη- και ζήτησε τη μεσολαβήσει του, να πάρει την εικόνα του αγίου Δημητρίου, η οποία ήταν πάνω στον μυρόβλυτον τάφο του στη Θες/νίκη, και να την πάει στο Μοναστήρι του στην Πόλη.
Το αίτημα αυτό ερείδετο στους παρακάτω νόμιμους, βάσιμους κι αληθινούς λόγους: α) να είναι δ’ αυτής μέγας ο στολισμός της βασιλικής Μονής, β) να είναι βοηθός του βασιλέως Κομνηνού και των διαδόχων αυτού και ίνα με την αόρατην (αλλά ουσιαστικήν) δύναμιν κρατήσει μακριά τους εχθρούς του Ρωμαϊκού βασιλείου, γ) να είναι στην φύλαξιν της Βασιλευούσης των πόλεων.
Ο βασιλιάς είδε ότι καλό και συμφέρον είναι, κι ενέδωσε αμέσως, καλή ώρα όπως οι δικοί μας στην εξ εσπερίας Τρόικαν («και τι φριχτή η στιγμή που ενδίδεις/ ...και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα»), ειδοποίησε δε τον τιτουλάριο Θεσσαλονίκης και περιχώρων Βασίλειον (είχε εκπέσει από έτους ο εκλεγμένος της κ. Παναγιώτας Ψωμοθρεψιάδης που δεν σήκωνε τέτοιες μύγες στο ξίφος του) να κάνει άλλη εικόνα και να δώσει την παλιά στον ηγούμενο. Ούτως και εγένετο. Αυτός ανέθεσε εις τον Σέρβον ζωγράφο Ντράγκισα και τον εκ Λευκοπηγής αγιογράφο Πσχλ Δ. να φτιάξουν από μίαν ο καθείς και όποια θεωρηθεί καλύτερη θα κέρδιζε τη Θεσσαλονίκη. Προκρίθηκε ο Σέρβος ότι η χωρική χειρ απέτυχε στα ιερά Χέρια του αγίου καθώς αυτό φαίνεται στο τέμπλο του ναού του αγίου Παντελεήμονος Λευκοπηγής και στη φωτογραφία, που θυμίζουν ανάπηρον ή λειψόδαχτυλον. Εγινε η περίλαμπρος εικόνα η οποία έμεινε στη Σαλονίκη και η παλαιά πήρε το δρόμο για την Ισταμπούλ, εις την Πόλην δηλαδή. Εκεί την προϋπάντησαν λαός και στρατός ενωμένος (άρα ποτέ πεινασμένος) και οι άρχοντές της, αλλά από μακριά δια τον φόβον φασκελωμάτων, προπηλακισμών και γιαουρτιών, με δορυφορίαν και προπομπήν μεγάλην, με ύμνους και ωδάς, λαμπάδας και θυμιάματα κ.λπ.
Από τότε η Θεσσαλονίκη ονομάζεται συμβασιλεύουσα και κατ’ επέκτασιν στις μέρες μας συμπρωτεύουσα, αφού της πήραν τη γνήσια εικόνα κι έμεινε με το ακριβές αντίγραφόν της, ονομασίας προελεύσεως Μπουτάρη.
Παραλείπομεν κάποιους ελάσσονες αγίους και αγίας ενδιάμεσα και πηγαίνομεν κατευθείαν στο σεισμό και στο τέλος του συναξάριου.
Τη αυτή ημέρα μνήμη το μεγάλου σεισμού
‘Εσεισας αλλ’ έστησας αύθις γην Λόγε,
Της σης γα οργής οίκτος έστι το πλέον
Κατά τον εικοστόν τέταρτον χρόνον της βασιλείας Λέοντος του Ισαύρου (εορτάζει η μικρά οδός που περικλείει το σπίτι μας), ήτοι εν έτει ψμ’ (740), ινδικτίωνος ενάτης εν τη εικοστή έκτη ταύτη ημέρα του Οκτωβρίου, έγινε τόσον μέγας και φοβερός σεισμός εις την Κωνσταντινούπολιν ώστε οπού, όλα τα ανώγεια και τα ωραιότητα από τα άλλα οσπίτια, κατεκρημνίσθηααν.
Επιμύθιον. Εις τυχόν σημερινό κοινωνικόν σεισμόν (έρχεται οσονούπω) πρώτον λόγον καταρρεύσεως έχουν τα ωραιότατα οσπίτια κι οι ενοικούντες αυτά. Μαζί οι μετοχές και οι καταθέσεις όσων δεν πρόλαβαν να φυγαδεύσουν αυτές στην γλυκεία χώρα του Γουλιέλμου Τέλλου, Ελβετία, από την οποία και οι αρχαίοι φρουροί της αγίας Εδρας και Τράπεζας μαζί.
ΥΓ. Δια την σύνταξιν των παραπάνω καταλήστεψα τον «Συναξαριστήν αγίου Νικοδήμου αγιορείτου» (εκδ. Δόμος), μεγάλη η Χάρη του ομού με του αγίου Δημητρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου