Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)


Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2024

Π. Ζάννας

Κάθε που βραδιάζει του αγίου Νικολάου «ξεφλουδίζω» θα έλεγα το βιβλίο του Παύλου Ζάννα – αυτού του κορυφαίου πνευματικού ανθρώπου που χάθηκε τόσο ενωρίς το απόγευμα της 6ης 12 -1989- «Πετροκαλαμήθρες» δοκίμια και άλλα 1960-1989. «Στη μυστική γαλήνη εγώ στημένος μες ατα ρείθρα μνέσκω σαν κατά το βορρά η πετροκαλαμήρα» (Σολωμός) Το έψαχνα μανιωδώς πριν χρόνια και για καιρό ώσπου μου τη ηύρε και χάρισε μια αισθαντική και ωραία ύπαρξη η Λ.Β. Περιπλέον διαβάζω αντί για μνημόσυνό του την πρώτη σελίδα της μνημειώδους μετάφρασής του από το «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο»(εκδ). Ηριδανός) του Μ. Προύστ που ξεκίνησε να μεταφράζει στις φυλακές Αιγίνης ο πολύτιμος αυτός άνθρωπος : «Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς. Μερικές φορές μόλις έσβηνα το κερί, τα μάτια μου έκλειναν τόσο γρήγορα ώστε δεν πρόφταινα ν’ αναλογιστώ: «Με παίρνει ο ύπνος..." Λυπημένες ωραιότητες ημέρας...

Απολυτικιον

Ακουσα εσχάτως, δηλ. πριν αρκετα χρόνια ένα και(ε)νοφανές «Απολυτίκιον» του αγ. Νικολάου που έχει ως εξής: (Ηχος … «Προς της Ερήμου πολίτης») «Της Κοζάνης την πόλην εκ πολλών περιστάσεων και δεινών ερρύσω παμακάρ ιεράρχα Νικόλαε και ώφθης των λαώ σου θαυμαστώς ως άγγελος κυρίου του Θεού δια τούτο ως προστάτην ημών στερον γεραίρομεν κραυγάζοντες δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ δόξα τω σε θαυμαστώσαντι δόξα τω ενεργούντι δια σου πάσιν ιάματα». Το Απολυτίκιο ενέσκηψε εσχάτως όχι μόνο στον Καθεδρικό της πόλεως, αλλά ιμπεριαλιστικώ τω λόγω, διαχέεται προς υποχρεωτική, ψαλτική διεξαγωγή, μαζί με αυτό του πολιούχου του τοπικού ναού, σε όλες τις εκκλησίες της Μητροπόλεως, ακόμα και σε εκείνες που οι άγιοι είναι καταφανώς ανώτεροι κατά την εκκλησιαστική τάξη, του γλυκυτάτου αγίου Νικολάου. Του «παππού» της πόλεως όπως τον ονομάζουν με οικειότητα συνεπικουρούμενη με ελαφρότητα οι παλιοί της κάτοικοι, που φέρουν το ιστορικό προσωνύμιο «σιούρδοι» μιλούν δε άψογα τα «σούρδικα».(1). Ο συνθέτης του άγιος Ιωηλ Εδέσσης, Αλμωπίας και δεν ξέρω ποιας άλλης περιοχής, αντέγραψε, και καλά έκανε για το ρόλο του, τροπάρια των πολιούχων άλλων πόλεων και το προσάρμοσε στα εδώ. Ετσι οι κανονικοί της θρησκείας κι όχι οι εξ απονομής ελέω Θεού της αγιοσύνης τους, «Αγιοι», οι «Φίλοι του Θεού» κατά τον ελλογιμότητο Π. Β. Πάσχο, νιώθουν να περιορίζονται στο ρόλο και το καθήκον τους, αφού τους κόλλησε σαν παράσιτο δίπλα τους, άγιος τρίτος, ο οποίος διεκδικεί ισοτιμία μέχρι και πρωτείον πολιουχίας και δίκην ομπρέλας ανοίγεται ύπερθεν των χωρικών τόπων. Οδηγούνται σε υποχρεωτικό, δυσάρεστο συγχρωτισμό, με τον πολιούχο της πρωτεύουσας πόλεως και μητροπόλεως, γίνονται αντίπαλοι έως κι εχθροί του Θεού. Ομως κάθε «άγιος» στο πάγκο του και το παγκάρι του γράφουν οι σημερινοί Πατέρες της εκκλησίας. Ερώτησα έναν ευσεβή, απλό ιεροψάλτη του συλλόγου «Ιάκωβος Ναυπλιώτης» περί της ποιότητας του εν λόγω Απολυτικίου και μου είπε πως τέτοια μπορώ να σου γράψω όσα θέλεις, ο δε Χοράρχης μας, που είναι και πλέον ειδικός, ακόμα περισσότερα. Θυμήθηκα τον Γιάννη Ρίτσο και το «Καπνισμένο τσουκάλι» του. «Τέτοια ποιήματα σου φτιάχνουμε εκατό την ώρα». 1. Διαβάζοντας το βιβλίο Β. Αλεξάκη «μ.Χ.» είδα πως στις Αναστενάρηδες εκδηλώσεις του Λαγκαδά οι ακαώς, αλλά διακαώς, περιπατούντες επί των αναμμένων κάρβουνων, μιλούν μια ειδική γλώσσα τα «σούρμπικα ή σούρντικα». Τους άγιους τους ονομάζουν «παππούδες». Γιατί μου ήρθαν αυτοί οι συνειρμοί άραγε;

Αγιος Νικόλαος Κοζάνης

Ακουσα εσχάτως, δηλ. πριν αρκετα χρόνια ένα και(ε)νοφανές «Απολυτίκιον» του αγ. Νικολάου που έχει ως εξής: (Ηχος … «Προς της Ερήμου πολίτης») «Της Κοζάνης την πόλην εκ πολλών περιστάσεων και δεινών ερρύσω παμακάρ ιεράρχα Νικόλαε και ώφθης των λαώ σου θαυμαστώς ως άγγελος κυρίου του Θεού δια τούτο ως προστάτην ημών στερον γεραίρομεν κραυγάζοντες δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ δόξα τω σε θαυμαστώσαντι δόξα τω ενεργούντι δια σου πάσιν ιάματα». Το Απολυτίκιο ενέσκηψε εσχάτως όχι μόνο στον Καθεδρικό της πόλεως, αλλά ιμπεριαλιστικώ τω λόγω, διαχέεται προς υποχρεωτική, ψαλτική διεξαγωγή, μαζί με αυτό του πολιούχου του τοπικού ναού, σε όλες τις εκκλησίες της Μητροπόλεως, ακόμα και σε εκείνες που οι άγιοι είναι καταφανώς ανώτεροι κατά την εκκλησιαστική τάξη, του γλυκυτάτου αγίου Νικολάου. Του «παππού» της πόλεως όπως τον ονομάζουν με οικειότητα συνεπικουρούμενη με ελαφρότητα οι παλιοί της κάτοικοι, που φέρουν το ιστορικό προσωνύμιο «σιούρδοι» μιλούν δε άψογα τα «σούρδικα».(1). Ο συνθέτης του άγιος Ιωηλ Εδέσσης, Αλμωπίας και δεν ξέρω ποιας άλλης περιοχής, αντέγραψε, και καλά έκανε για το ρόλο του, τροπάρια των πολιούχων άλλων πόλεων και το προσάρμοσε στα εδώ. Ετσι οι κανονικοί της θρησκείας κι όχι οι εξ απονομής ελέω Θεού της αγιοσύνης τους, «Αγιοι», οι «Φίλοι του Θεού» κατά τον ελλογιμότητο Π. Β. Πάσχο, νιώθουν να περιορίζονται στο ρόλο και το καθήκον τους, αφού τους κόλλησε σαν παράσιτο δίπλα τους, άγιος τρίτος, ο οποίος διεκδικεί ισοτιμία μέχρι και πρωτείον πολιουχίας και δίκην ομπρέλας ανοίγεται ύπερθεν των χωρικών τόπων. Οδηγούνται σε υποχρεωτικό, δυσάρεστο συγχρωτισμό, με τον πολιούχο της πρωτεύουσας πόλεως και μητροπόλεως, γίνονται αντίπαλοι έως κι εχθροί του Θεού. Ομως κάθε «άγιος» στο πάγκο του και το παγκάρι του γράφουν οι σημερινοί Πατέρες της εκκλησίας. Ερώτησα έναν ευσεβή, απλό ιεροψάλτη του συλλόγου «Ιάκωβος Ναυπλιώτης» περί της ποιότητας του εν λόγω Απολυτικίου και μου είπε πως τέτοια μπορώ να σου γράψω όσα θέλεις, ο δε Χοράρχης μας, που είναι και πλέον ειδικός, ακόμα περισσότερα. Θυμήθηκα τον Γιάννη Ρίτσο και το «Καπνισμένο τσουκάλι» του. «Τέτοια ποιήματα σου φτιάχνουμε εκατό την ώρα». 1. Διαβάζοντας το βιβλίο Β. Αλεξάκη «μ.Χ.» είδα πως στις Αναστενάρηδες εκδηλώσεις του Λαγκαδά οι ακαώς, αλλά διακαώς, περιπατούντες επί των αναμμένων κάρβουνων, μιλούν μια ειδική γλώσσα τα «σούρμπικα ή σούρντικα». Τους άγιους τους ονομάζουν «παππούδες». Γιατί μου ήρθαν αυτοί οι συνειρμοί άραγε;

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2024

Βαρδάρης...

Το στρώνει όχι χιόνι αλλά του αγίου Ανδρέα τα φύλλα/ Και ένδον μας με μιας γλυκιάς ανάμνησης ανατριχίλα/ Κι ήτανε εκείνη η βραδιά που δε φύσαγε ο Βαρδάρης/ Το κύμα η παραλία το εκέρδιζεν οργιά με την οργιά/ Εστειλες σώμα και ψυχή να δώσεις και για να πάρεις... / Κι ακόμα θυμάσαι Μέγαρο, Βλατάδων και Καλαμαριά/

Τα κατά Ματθαίον...

16 Δεκεμβρίου 2024, Ματθαίου Αποστόλου και Ευαγγελιστού και : Τα κατά Ματθαίον πάθη του Μπαχ Το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο του Π. Π. Παζολίνι Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο σε μετάφραση Ντίνου Χριστιανόπουλου Τα 40 χρόνια της Παρέμβασης κι «Οπως ο ναυαγός αρπάζεται από το κύμα/ σαν από κάτι στερεό/ Ετσι κι μεις από τις μνήμες μας...» (Ν. Φωκάς) Θυμάμαι και συγκινούμαι, τους παλιούς μας φίλους της Παρέμβασης ειδικά αυτούς που δεν είναι στη ζωή αλλά και τους νέους. Οι οποίο με τον ένα ή άλλο τρόπο υπήρξαν ο ζωτικός βιότοπος μας μέσα στον οποίο εξάνθισεν, στην πνευματική εκδοτική μας έρημο της πόλης, η Παρέμβαση, η οποία μαζί με λίγους άλλους θεσμούς και τρόπους (θέατρο, μουσική, γράμματα) σηματοδότησαν την 50ετία της μεταπολίτευσης στην Κοζάνη Ηταν Νοέμβριος του 1984, μια τυπική φθινοπωρινή μέρα, απόγευμα δηλ. πριν 40 χρόνια. Στον 2ο όροφο της οικοδομής επί της πλατείας Ειρήνης μαζεύτηκαν σε ειρηνική άοπλη γιάφκα 6 νοματέοι που είχαν κοινή πολιτική αφετηρία την ανανεωτική αριστερά της πόλης το ΚΚΕ εσ θέλω να πω. Μόνον θέμα στη βραδινή συντροφική διάταξη η έκδοση περιοδικού εντύπου δια την διάδοσιν των πολιτικών θέσεων και ιδεών κι ό,τι άλλο. Παρόντες οι: Γ. Γκέκας, Σάκης Καραλιώτας (ήδη κάτοικος Αδου), Τάκης Ζουρουφίδης (κάτοικος Αδου), Δημήτρης Βασιλός (κάτοικος Φαρσάλων), Μάκης Καραγιάννης (Θεσσαλονίκης), και η αναξιότης μου κάτοικος Κοζάνης Χ. Μούκα 1 . Ως τίτλος επικράτησε η «Παρέμβαση» τίτλο στον οποίο ήμουν ο μόνος αντίθετος αλλά που έμελλε να τον επωμισθώ για 40 χρόνια έκτοτε ως δεύτερη στρώση δέρματος. Το 1988 συμπήξαμε Εταιρεία Μελέτης Προβλημάτων μη κερδοσκοπικού σκοπού που φέρεται ιδιοκτήτης πλέον του περιοδικού με εταίρους τους: Σάκη Καραλιώτα,(+), Μάκη Καραγιάννη, Δημήτρη Ζαγάρα, Κική Τασιούλα, Αντώνη Νταγλιούδη και τη δική μου. Τα τελευταία χρόνια μπήκε στην αρχική ομάδα η Δήμητρα Καραγιάννη που σήμερα φέρει το βάρος και την τιμή της συνέχειας. Είμαστε λοιπόν μια έντυπη αλλά ανθρώπινη περιπέτεια 40 περίπου χρόνων τα οποία -ας κοινο-πρωτοτυπήσω- λέγων πως ούτε κατάλαβα πως πέρασαν! Η «Π» έρχεται από τη γενιά της δανεικής ευημερίας που τη διαδέχεται αλίμονο η γενιά της «ιδανικής» απελπισίας. Τι σημαίνει λογοτεχνικό περιοδικό στην εντελώς επαρχία και μάλιστα σε μια πόλη που δεν έχει θάλασσα (ανθρώπων) ούτε καν ποτάμι (προθέσεων) κι η Βουλγάρα ποιήτρια το δήλωσε άλλωστε για την αθυμία εκείνων που ζουν σε πόλεις χωρίς ποτάμι: Μια δόση μοναξιάς, μια φέτα μελαγχολίας, και μια ηυξημένη αίσθηση του μάταιου.
 Αλλά ας είναι, συνεχίζουμε...

Ανεμουδούριος λόγος

Ανεμοδούριον ήγουν «κωνικός υφασμάτινος κύλινδρος σχεδιασμένος να καταδεικνύει τη διεύθυνση του ανέμου και τη σχετική ταχύτητα» συνήθως στα αεροδρόμια, ονομάζει ο σύντροφος εν γράμμασι κι εκδόσι κυρ’ Αντώνιος Παπαβασιλείου από τα Γρεβενά που εκδίδει τα εβδομαδιαία «Χρονικά Δυτικής Μακεδονίας» τη 2η σελίδα του πνευματικού ένθετου της εφημερίδος από το οποία ποιώ έναρξη αναγνώσεώς της. Η Ανεμουδούριος σελίς είναι ο,τι το εκλεκτότερον διαθέτει ο λόγιος μπαξές που κείται εις την Οδόν των Φιλελλήνων 22 παρά τον ποταμόν, κάπως αφρόντιστον, Γρεβενίτη. Εκεί ο Γρεβενολόγιος εκδότης –πανελληνίου κύρους και με την δισέλιδον υπερλόγια «Τύρβη» του- συνομιλεί επί το πλείστον μόνον με πνεύματα υψηλού επιπέδου ως λ. χ Γ. Σεφέρη, Αλεξ. Παπαδιαμάντη, Ζήσιμο, Λορεντζάτο, Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου, Αλεξ. Μωραϊτίδη, Κ.Π. Καβάφη, Μόρλεϋ (έρωτας του αγγλόφωνος) κ.α. και ως ύδωρ από φρέαρ ευαγγελικόν, αναβλύζουν οι σκέψεις που γίνονται λόγος ζείδωρος. Διαβάζω, εν συγκινήσει υψηλή διατελών, και προσκυνώ τη χάρη του, λίγες αράδες της τελευταίας έκδοσης των Χ.Δ.Μ και το Ανεμοδούριόν του στο οποίο ο εν λόγω λόγιος αναφορά ποιεί στη σμικρή μου συλλογή ποιημάτων «Δυτικό Κοιμητήριον» εκδ. Παρέμβαση, κάτι μεταξύ του Πωλ Βαλερύ «Παραθαλάσσιο κοιμητήριο» ως τίτλος και την «Ανθολογία του Σπουν Ρίβερ» του Edgar Lee Masteps” ως περιεχόμενο, τηρουμένων των κρυγαλέων αναλογιών. Ιδού ο λόγος του δια του λόγου το ασφαλές: “Νοτισμένος δρόμος, φωτεινές επιγραφές δουλεύουν, είναι πρωί και χτυπώ με την (στραβή) άκρη της ομπρέλας το βρεγμένο κράσπεδο. Χειμωνιάζει και αλλού περπατώ, φεύγει ο νους. Κάτω από τον μεγάλο πλάτανο, το στενό δρομάκι, "ιδιωτική οδός" α' κατηγορίας, τον νάρθηκα της εκκλησίας. Το ολιγοσέλιδο βιβλίο του ΒΠΚ κι αυτό μια ιδιωτική οδός, απόρρητη, σιγανή, ιδιαζόντως προσωπική. Τοις εντευξομένοις. "Θέλησα απλά να διατηρήσω στην όποια τελική μνήμη μου πρόσωπα και γεγονότα του χωριού τα όποια εν ζωή με «κράτησαν» ορισμένως". Μια συνομιλία, ένα τσίπουρο μαζί τους ξανά, ανάγνωση διπτύχων υπέρ κεκοιμημένων, υπέρ ζώντων, υπέρ αποριών και απουσιών. Πως ένα καρφί στον τοίχο, ένα ζευγάρι γυαλιά ή ένα παλιό μπρούτζινο κόκαλο παπουτσιών φέρνει ξανά εδώ το εκεί; Παράξενες, νοτισμένες παρουσίες, χτυπάν κάρτα καθημερινά στις αγωνίες μας, τις σχεδόν παιδικές αναζητήσεις. Σαν να παίζουμε στο διάλειμμα, πέμπτη δημοτικού, έχοντας ξεχάσει το κόκκινο στις ορθογραφίες…”

Δότας Σαρβάνη ύμνος "Δυτικού κοιμητηρίου"

Ηρθαν από τη Φλώρινα με τα έξοχα γλυκά κουταλιού (αλλά και την πάπρικα), του Σακουλέβα τις θεσπέσιες ομίχλες («μα χάμω χνότισαν ομίχλες / δόξα σοι ο θεός, αλλιώς θα πιάναν / τις φτωχιές μας ψυχές σαν τσίχλες» Γ. Σφρ) και τις ωραίες ποιήτριες Δότα Σαρβάνη και Αθηνά Ζωγράφου που έγραψαν τόσο αισθαντικά με τον τρόπο τους, για το «Δυτικό κοιμητήριο», μου στη χάρη των οποίων υποκλίνομαι. Αναδημοσιεύουμε της κ. Δότας Σ. την παρουσίαση. Η Δότα Σαρβάνη γράφει για το «Δυτικό κοιμητήριο» του Β.Π.Κ. Κι αφού μας συνεπήρε με το εξαιρετικό και πρωτότυπο ημερολόγιο ζωής, «Επισκέπτης από τα δυτικά», και μας πήγε σε γωνιές του νου αταξίδευτες, κι αφού γίναμε συνεπιβάτες στα ταξίδια του και μας μάγεψε με τη μοναδική γραφή του, κι αφού φύλαξε στα λόγια του τα όνειρά μας, αποφάσισε πάλι, σαν κάθε Οδυσσέας, να επιστρέψει ,ως ποιητής…Με το λεωφορείο μιας απώλειας. Εκείνης του λατρεμένου πατέρα του… Για το πρόσφατο βιβλίο του Β. Π. Καραγιάννη μιλάω. Τη νέα του ποιητική συλλογή «Δυτικό κοιμητήριο». Πάλι από δυτικά… Μας έχει απασχολήσει κι άλλες φορές με ποίηση ο συγγραφέας. Παλιότερα με την «Εσωτερική βραδυπορία» και πρόσφατα ,με τα διάσπαρτα ποιήματά του, τα ενσωματωμένα τέλεια, ανάμεσα στα κείμενά του, στο βιβλίο του «Επισκέπτης από τα δυτικά». Όλα «καρφωμένα» στη θέση τους, για να συμπληρώνουν τα πεζά ,λογοτεχνικά του κομμάτια. Κι όσες φορές τα διάβασα, αναρωτιόμουν, γιατί δεν τα ξεχώρισε, να προσθέσει στο πλούσιο έργο του, μία ακόμη θαυμάσια, ποιητική συλλογή. Όμως τα πράγματα ήρθαν αλλιώς… Οδηγημένος από τον χαμό του πατέρα του, επισκέπτεται, σχεδόν καθημερινά, το νεκροταφείο της αγαπημένης πατρίδας του της Λευκοπηγής. Αυτή η καθημερινή επαφή, τον εξοικειώνει με τον χώρο. Έτσι, η σκληρή λέξη νεκροταφείο, αντικαθίσταται μέσα του, από τη λέξη κοιμητήριο. Σαν όλα τα κοιμητήρια των μικρών τόπων, είναι κι αυτό. Χωρίς περίτεχνα μάρμαρα της ματαιοδοξίας των ζωντανών. Λιτό, για να υποδέχεται την απλότητα των κεκοιμημένων. Το περιγράφει τόσο γλαφυρά ,στο πρώτο ,πεντάστιχο, που αποτελεί και την εισαγωγή της συλλογής. Δυτικό κοιμητήριο Κοιτώ τις άσπρες πλάκες τους σταυρούς ονόματα, πλαστικά επί το πλείστον άνθη φωτογραφίες ,φωτιές-ψυχές στα καντηλάκια κι ανάμεσά τους περπατώ εν σιωπή βοώσα και νοσταλγία σώματος εκκωφαντική… Οι κεκοιμημένοι λοιπόν. Κατά τη χριστιανική παράδοση. Ο χώρος και ο χρόνος, πάντα ο ίδιος ,κάθε που βρίσκεται εκεί. Γιατί και ο χρόνος, δεν προχωρά στα κοιμητήρια. Στέκει πάνω από τα μάρμαρα της ανυπαρξίας, για να τους χαρίσει την αιωνιότητα. Αυτή η αιωνιότητα, μεταλλάσσεται σε ποιήματα. Ελεγείες τρυφερές, που ιστορούν τις ζωές ,δέκα κεκοιμημένων του χωριού. Ξεκινά πρώτα από τον πατέρα του, αείμνηστο Πάσχο Β. Καραγιάννη. Φλέγεται από την ανάμνηση της εξοδίου ακολουθίας. Και του αφιερώνει πέντε ποιήματα, που συνθέτουν ένα ενιαίο σύνολο. Για το φευγιό, για την απώλεια. Με τρυφερότητα, με παράπονο, με συγκρατημένο λυγμό, με θλίψη, μα συγκίνηση άφατη. Αναφέρεται σε όλους τους σταθμούς της ζωής του. «Μνήμη η μνήμη του μόνο ο αέρας μιλάει πια κι αυτός γρήγορα» όπως μας λέει. Τα συναισθήματά του πλημμυρίζουν τους στίχους του. Περιγράφει την ηχηρή απουσία τώρα, μέσα από ευτυχισμένες οικογενειακές στιγμές, με τον πατέρα, τότε. Ήταν πάντα παρών. Όπως είναι και τώρα στη μνήμη του, «κάτοικος πια, του τελικού προορισμού»…Η λέξη «έφυγες», καθοριστική. Τα κυπαρίσσια κυρίαρχα στο φόντο. Σαν μικρές ιστορίες οι στίχοι του, αφιερωμένες στο φευγιό του. Ο ποιητής καταθέτει τις αλήθειες του. Το μόνο που «φλυαρεί» στην απόλυτη σιωπή των νεκρών, είναι το αναπόφευκτο, που, δυστυχώς, δεν μπορεί να το αλλάξει. Κάνει διάλογο μαζί του ,σαν σε μοιρολόι χάνεται, όπως τον αναπλάθει η μνήμη του. Θυμάται συνήθειες καθημερινές που δεν θα υπάρχουν πια…Κι εκείνος, ωσεί παρών, να απαντά. Μόνο το σώμα λείπει…Όμως οι νεκροί δεν μιλούν, ούτε σκέφτονται… «Στο κυριακάτικο τραπέζι όλοι στη θέση τους Κι εσύ που δεν είσαι σώματι να σηκώνεις το ποτήρι της αιωνιότητας Κι εμείς να κάνουμε το σταυρό μας στο Αμήν…» Ξεκινά από την δική του οδύνη και δίνει άλλη διάσταση στα πράγματα. Οι στίχοι του αφηγούνται ένα παρελθόν που δεν θα πεθάνει. Γιατί αυτοί που αγαπήσαμε, δεν φεύγουν από τη καρδιά μας. Χτίζουν το σπίτι τους εκεί και κατοικούν στο παρόν μας. «Το ημίγλυκο χαμόγελό σου Το παίρνω μαζί μου και επιστρέφω» Στις λέξεις του ηχούν η αγάπη, ο σεβασμός, ο θαυμασμός, η νοσταλγία, για τον πατέρα. Για όσα έφεραν στη βιωτή του, «ο πόλεμος, τα εργοστάσια ,η ειρήνη», στους δύσκολους και σκοτεινούς καιρούς. Ο πατέρας του ήταν το αγαπημένο του θέμα και σε πολλά διηγήματά του. Πάντα στοργική και τρυφερή εξιστόρηση. Συγκινητική πολλές φορές… Πώς καταφέρνει να χωρέσει τόσες εικόνες και τόσα συναισθήματα στα ολιγόστιχα ποιήματά του…Καθώς περιπλανιέται στο Δυτικό κοιμητήριο, το «δυτικό» επανέρχεται, συνειδητοποιεί, πως σ αυτή τη πολιτεία της απόλυτης σιωπής, τη γεμάτη λευκά μάρμαρα και σταυρούς, «κατοικούν» πολλοί συμπατριώτες του, που βολτάρουν στις αναμνήσεις του. Ο αληθινός τόπος του ,μικραίνει κι ένας άλλος τόπος, μεγαλώνει συνεχώς, ανάποδα. Κάτω από το χώμα. Εκεί, στο κοιμητήριο. Απλώνεται σαν τις ρίζες των σκοτεινών κυπαρισσιών. Φιλοξενεί μετανάστες στην ξενιτιά της αιωνιότητας. Χωρίς καμιά ελπίδα επιστροφής. Μόνο με μια αχνή υπόσχεση συνάντησης… Συναντά, λοιπόν εκεί, πρόσωπα που συνυπήρξαν στη δική του ζωή .Που η μνήμη του τα φυλάει ακόμη. Θυμάται τον καθένα ξεχωριστά και ξανά συνθέτει τις αναμνήσεις του. Με λεπτομέρειες, με τις προσωπικές τους ιστορίες, με τα όνειρά τους, με τα προβλήματα, με τις εργασίες, με τις ματαιώσεις τους, με τις προσπάθειες να κάνουν τον κόσμο τους, τη Λευκοπηγή, καλύτερο. Άνθρωποι αυθεντικοί, ατόφιοι. Και πανταχού παρών και ο Β. Π. Καραγιάννης, σ αυτές τις αφηγήσεις. Άλλοτε με ένα τρυφερό στιγμιότυπο κι άλλοτε με τον θαυμασμό της παιδικής ματιάς, ή του νεανικού βλέμματος. Ιστορούνται, σαν αγιογραφίες, στον τρούλο της μνήμης του… Αίσος Πάσχων. Παπα Παναγιώτης ημιάγιος. Κώστας Καρακίτσιος Αρεοπαγίτης Παπα-Γιάννης Βατάλης Γιώργος Παρτώνας του Χαρισίου Αριστοτέλης (Καμάρας) Ζιάκας Μανώλης Λίτσιος(Μάκης) Γιώργος Κουτρώτσιος ψάλτης αριστερός Η ολοκάθαρη περιγραφή του, μας τους συστήνει. Καθένας και μια ιστορία .Μια περιπέτεια ζωής, που συμπυκνώνεται σε ένα ποίημα. Έχεις την αίσθηση ,πως ακούς τους μύθους της πατρίδας του. Πως βλέπεις μια κινηματογραφική ταινία. Γιατί αυτά τα ποιήματά του, αποτελούν εξαίρετες βιογραφίες, που καταγράφουν τη ζωή καθενός. π.χ .Αίσος Πάσχων «Μια ζωή, στα μέσα και τα έξω των ψυχιατρείων» Παπα Παναγιώτης ημιάγιος «Αυτός βαθύτατα θρησκευτικός φοιτητής θεολογίας» Παπα Γιάννης Βατάλης «Χιλιάδες λειτουργίες, Κοινωνίες, μεταλαβιές» Γιώργος Παρτώναςτου Χαρισίου «Κανένα παιχνίδι με ποδοσφαιρικά ή πάνινα,δεν τον σταματούσε. Μοίραζε μπαλιές ,έτοιμα γκολ σχεδόν». Λειτουργούν βέβαια και σαν ηθογραφίες, καθώς καταγράφουν τη ζωή και τους ανθρώπους ,τις ασχολίες, τη ψυχαγωγία, τη διασκέδαση. Με περιγραφές Παπαδιαμάντειες ,ενίοτε. Ειδικά στα ποιήματα, που αναφέρονται στους αγαθούς Λευΐτες της μικρής πατρίδας του. Κάθε τέτοιο ποίημα, περιέχει μικρές στιγμές, που συντηρούν μεγάλες μνήμες…Είναι και σαν γεωγραφικοί χάρτες, καθώς αναφέρουν συχνά τα ονόματα τοπονυμιών του χωριού. Η γλώσσα του είναι λιτή ,καθημερινή. Χωρίς στολίδια περιττά και χαριεντισμούς. Ταιριάζει στους ανθρώπους της υπαίθρου, εκείνων των δύσκολων καιρών της ανέχειας, που οι κουβέντες τους έλεγαν όσα απαιτούνταν…Χρησιμοποιεί αρκετές φορές την Κοζανίτικη ντοπιολαλιά και κάνει πιο ρεαλιστικές τις αναφορές του. Κάθε ποίημα ένα πορτρέτο, φτιαγμένο αντί με χρώματα, με λέξεις και στίχους. Θαρρείς πως αποκτούν πάλι το σώμα τους και κουβεντιάζουν αραχτοί, κάτω από τον πλάτανο της Λευκοπηγής, τον μεγαλύτερο πλάτανο των Βαλκανίων, όπως καυχιέται ο ποιητής και συγγραφέας Β. Π. Καραγιάννης. Όλοι αυτοί, οι σημαντικοί ,κατά ένα τρόπο ,άνθρωποι της μικρής τους κοινωνίας, παραδίδονται στο φως της ιστορίας. Αποκτούν φήμη, ή γίνονται θρύλοι…Έτσι συμμετέχει στην ιστορία του τόπου του. Κι ας λέγεται, πως η Ιστορία τραβάει τον δρόμο της ερήμην των ποιητών. Εδώ ο ποιητής παίρνει μέρος στην γραφή της τοπικής Ιστορίας… Ο ποιητής αναστοχάζεται. Δεν κάθεται να μελαγχολήσει ή να διαπιστώσει το μάταιο του κόσμου. Όλοι αυτοί υπήρξαν και δεν βαρύνονται με τις υπερβολές της φαντασίας. Δεν κρύβουν παραδείσους τα ποιήματά του. Ανθρώπους του κάματου και του αγώνα μονάχα. Ήρωες της δύσκολης καθημερινότητας. Οι ιερείς του χωριού, το ποδόσφαιρο, κυρίαρχη ασχολία, τα αρνιά και τα κατσίκια, τα συμβάντα που ακόμα συζητιούνται στο χωριό… Είναι πιο εύκολο να γίνει συγγραφέας ένας ποιητής, παρά ένας συγγραφέας να γίνει ποιητής. Όμως και αυτό το καταφέρνει με μαεστρία ο Β. Π. Καραγιάννης. Συμπυκνώνει τα διηγήματα, σε ποιήματα, με την ίδια δύναμη. Βλέπεις να περνούν στα μάτια της ψυχής σου, όλοι αυτοί οι «άυλοι». Σαν να σου μιλούν…Φλόγες αθάνατες, όπως τα φωτεινά καντηλάκια μνήμης, εκεί στο Δυτικό κοιμητήριο. Με αναφορά πάντα στον Πάσχο. Β. Καραγιάννη, Που έφυγε «Ανώδυνα, Αναιπαίσχυντα, Ειρηνικά Ότι έκανε μόνον το καλό στη ζωή του»… Γι’ αυτό θα μνημονεύεται και θα κατοικεί πάντα, στη μνήμη του συγγραφέα και ποιητή, Β. Π. Καραγιάννη…

40...

Μικρό παιδί σαν ήμουνα και πήγαινα σχολείο – γυμνάσιο δηλαδής- αγόραζα και διάβαζα ρουφούσα δηλονότι με κατηχητική μανία, ό,τι θρησκευτικόν βιβλιαρίδιον των εκδόσεων Ζωής και Σωτήρ εμφανιζόταν στη βιτρίνα του χριστιανικού βιβλιοπωλείου της ΧΕΝ. Τω καιρώ εκείνω για λίγο είχε κάπως αλλοφρονήσει η θρησκευτική μας φύση. Μεταξύ αυτών και η νουβέλα-διήγηση του Ευσταθίου Μπαστιά «40 χρόνια στην έρημο». Συναρπαστικές ιστορίες πίστης και απιστίας σεβασμού και ασέβειας βασάνου και καρτερίας, ενός περιπλανώμενου περιούσιου λαού, στη έρημο που αναζητούσε τη γη της επαγγελίας κι που ακόμα την ψάχνει αλίμονο. «Εδίψησέ σε η ψυχή μου ποσαπλώς σοι η σάρξ μου εν γη ερήμω και αβάτω και ανύδρω...» Κάπως έτσι πορευτήκαμε και ημείς... Ηταν Νοέμβριος του 1984, μια τυπική φθινοπωρινή μέρα, απόγευμα δηλ. πριν 40 χρόνια. Στον 2ο όροφο της οικοδομής επί της πλατείας Ειρήνης μαζεύτηκαν σαν σε ειρηνική άοπλη γιάφκα 6 νοματέοι που είχαν κοινή πολιτική αφετηρία την ανανεωτική αριστερά της πόλης το ΚΚΕ εσ θέλω να πω. Μόνον θέμα στη βραδινή συντροφική διάταξη η έκδοση περιοδικού εντύπου δια την διάδοσιν των πολιτικών θέσεων και ιδεών κι ό,τι άλλο. Παρόντες οι: Γ. Γκέκας, Σάκης Καραλιώτας (ήδ κάτοικος Αδου), Τάκης Ζουρουφίδης (κάτοικος Αδου), Δημήτρης Βασιλός (κάτοικος Φαρσάλων), Μάκης Καραγιάννης (Θεσσαλονίκης), και η αναξιότης μου κάτοικος της οδού Χ. Μούκα 1 Κοζάνης. Ως τίτλος επικράτησε μετά από συζήτηση η «Παρέμβαση» τίτλο στον οποίο οποίο ήμουν ο μόνος αντίθετος αλλά που έμελλε να τον επωμισθώ για 40 χρόνια έκτοτε ως δεύτερη στρώση δέρματος. Το 1988 και στο ανύπαρκτο τχ. 20 συμπήξαμε Εταιρεία Μελέτης Προβλημάτων μη κερδοσκοπικού σκοπού που φέρεται ως ιδιοκτήτης πλέον του περιοδικού με εταίρους τους: Σάκη Καραλιώτα, Μάκη Καραγιάννη, Δημήτρη Ζαγάρα, Κική Τασιούλα, Αντώνη Νταγλιούδη και τη δική μου. Τα τελευταία χρόνια μπήκε στην αρχική ομάδα η Δήμητρα Καραγιάννη που σήμερα φέρει το βάρος και την τιμή της συνέχειας. Εκτοτε εκατοντάδες πρόσωπα συνεργάτες σύντροφοι φίλοι, αναγνώστες με ενδιαφέρον ή και αδιάφοροι έως και εχθροί της συμμετείχαν στη μικρή-μεγάλη περιπέτεια κι εποποιία της Παρέμβασης των 40 χρόνων. Απόψε θυμάμαι και συγκινούμαι, τους παλιούς μας φίλους ειδικά αυτούς που δεν είναι στη ζωή αλλά και τους νέους. ΟΙ οποίο με τον ένα ή άλλο τρόπο υπήρξαν ο ζωτικό βιότοπος μας μέσα στον οποίο εξάνθισεν στην πνευματική εκδοτική μας έρημο, η Παρέμβαση, η οποία μαζί με λίγους άλλους θεσμούς και τρόπους (θέατρο μουσική γράμματα) σηματοδότησαν την 50ετία της μεταπολίτευσης στην Κοζάνη. Είμαστε λοιπόν μια έντυπη αλλά ανθρώπινη περιπέτεια 40 περίπου χρόνων τα οποία -ας κοινο-πρωτοτυπήσω- λέγων πως ούτε κατάλαβα πως πέρασαν! Και τι μ’ αυτό; Χάριν της Π δεν έγινα πλούσιος, δηλ. να βιώνω χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες, τότε που οι καιροί και το επάγγελμα μου συνηγορούσαν προς τούτο. Αυτό με κάνει σχεδόν ήσυχο εν συνειδήσει.
 Ξεκινήσαμε όπως κάθε προσπάθεια δημόσιου λόγου ν’ αλλάξουμε κάπως τον κόσμο. Αλλάξαμε εαυτούς, δηλ. απλώς μεγαλώσαμε ανεπανόρθωτα. Τον τόπο μας τον ζήσαμε αλλά βοηθήσαμε κι εμείς τελικά, αυτός να πάει προς το χείρον. Η «Π» έρχεται από τη γενιά της δανεικής ευημερίας που τη διαδέχεται αλίμονο η γενιά της «ιδανικής» απελπισίας. Τι σημαίνει λογοτεχνικό περιοδικό στην εντελώς επαρχία και μάλιστα σε μια πόλη που δεν έχει θάλασσα (ανθρώπων) ούτε καν ποτάμι (προθέσεων) κι η Βουλγάρα ποιήτρια το δήλωσε άλλωστε για την αθυμία εκείνων που ζουν σε πόλεις χωρίς ποτάμι. Μια δόση μοναξιάς, μια φέτα μελαγχολίας, και μια ηυξημένη αίσθηση του μάταιου.
 Ομως, ψέματα, ήταν (κι είναι) και μια από τις ωραιότερες, πολυετείς εμπειρίες μου, ενασμενιζόμενος με μια πολυπληθή, πνευματική, αγαπητική συντεχνία όπου η αρχική συμμετοχική συνεταιρεία μετεξελίχτηκε σε οικοτεχνία λόγου και πράξης, με τη γυναίκα και την κόρη μου θέλω να πω, μετόχους κι εν τω άμα γλυκείς «συνενόχους».

Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2024

Ροβινσών Παρασκευάς

Οταν ο «Παρασκευάς ή στις μονιές του Ειρηνικού» του Μισέλ Τουρνιέ (εκδ. Εξάντας 1986 μτφρ Χρήστος Λάζος) δηλαδή η παραλλαγή του Ροβινσώνα Κρούσο του Ντανιέλ Ντεφόε, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ερωτικής μοναξιάς, ερημίας κι απελπισίας αναζητούσε επί αδρανών κι αψύχων υλικών τη λύση ως κατωτέρω περιγράφεται: «...Διατρέχοντας το νησί απ’ άκρη σ’ άκρη, κατάφερε τελικά ν’ αποκαλύψει μια κουιλάια που ο κορμός της –σίγουρα ο κεραυνός ή ο άνεμος θα τον είχε ρίξει καταγής- σερνόταν στο χώμα κι ήταν ελαφρώς ανασηκωμένος στο μέρος όπου χωριζόταν σε δυο χοντρά κύρια κλαδιά. Ο φλοιός ήταν λείος και χλιαρός, μάλιστα στο εσωτερικό της διχάλας ήταν τρυφερός και σκεπασμένος από μια λεπτή και μεταξένια λειχήνα. Για πολλές μέρες ο Ροβινσώνας δίσταζε μπρος στο κατώφλι αυτού που αργότερα θα ονόμαζε η φυτική οδός. Γυρόφερνε την κουιλάια με ύποπτο τρόπο, και τελικά ανακάλυψε κάποιο υπονοούμενο στα κλαδιά που άνοιγαν κάτω από τα χόρτα σαν δυο τεράστια μαύρα μπούτια. Τέλος ξάπλωσε γυμνός πάνω στο κεραυνόπληκτο δέντρο, έσφιξε τον κορμό στην αγκαλιά του, και το όργανό του περιπλανήθηκε μες στη μικρή χνουδωτή κοιλότητα που σχηματιζόταν στην ένωση των δυο κλαδιών. Μια ευχάριστη χαύνωση τον μούδιασε. Τα μισόκλειστα μάτια του έβλεπαν χιλιάδες λουλούδια ν’ ανοίγουν τα σαρκώδη πέταλά τους και γέρνοντας να χύνουν από τις στεφάνες τους παχύρρευστους και μεθυστικούς χυμούς. Μισανοίγοντας τις υγρές μεμβράνες τους, έδειχναν να περιμένουν κάποιο δώρο του ουρανού που τον διέσχιζαν οι τεμπέλικες πτήσεις των εντόμων. Μήπως ο Ροβινσώνας ήταν το τελευταίο πλάσμα του ανθρώπινου γένους που είχε κληθεί να επιστρέψει στις φυτικές πηγές της ζωής; Το λουλούδι είναι το σεξουαλικό όργανο του φυτού. Το φυτό προσφέρει με αφέλεια το φύλο του, ό,τι πιο λαμπρό και μυρωδάτο έχει, στον πρώτο τυχόντα. Ο Ροβινσώνας φανταζόταν μια ανθρωπότητα νέα, όπου καθένας θα έφερε περήφανα στο κεφάλι του το αρσενικό ή θηλυκό φύλο του – πελώριο, φωτισμένο, ευωδιαστό…

Απόμαχα απόμακρα ...

Πιρούνι εν συντάξει από τη Λέσχη της ΛΙΠΤΟΛ/ (ο Πατέρας)/ Κουδούνι που εκουδούνισε εκατοντάδες μαθητές Λευκοπηγής/ (Οι πρώτοι δά σκαλοι κι οι φίλοι, αχ...)/ Γυμνό σε πέτρα, με κόκκινο πόθο και μπλε καυμό/ (διαρκείας)/ «Ελληνική Ποιητική ανθολογία της νέας γενιάς» εκδ. Αστέρος/ (της χώθηκα, χύθηκα, χάθηκα)/ «Κατάλογος εντύπων Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης» τ. Β/ (ο άγιος Ν.Π. Δελιαλής) / «Συνομιλίες με τον Στάλιν» του Μίλοβαν Τζίλας !/ (τι έψαχνα;)/ Γεωργίου Παπαδόπουλου «Το Πιστεύω»/ (το βρήκα στα σκουπίδια αλλά δεν το κρύβω)/ Μόλις διακρινόμενος Παπαδιαμάντης «Χριστούγεννα του τεμπέλη»/ (Ο έρωτας)/