“Γεννήθηκα στη Σαλονίκη…”
Οχι βέβαια! Αλλά εκεί είμαι συνεχώς.
ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ
Οι αγρότες απειλούσαν γενικώς αλλά δεν είχαν ακόμα κόψει ειδικώς την Εγνατία Κοζάνη-Θεσσαλονίκη. Οδός καθαρή μόνον ομίχλες, ακόμα και στα τούνελ.
Η βροχή πότε να αρχίζει και πότε να σταματά σε όλη τη διαδρομή· τα σύννεφα γεμάτα.
Λιμάνι…
Με κρατούν πάντα οι επιβατηγοί σταθμοί στα λιμάνια
άδειοι καθώς περιμένουν προς το πουθενά να φύγουν
με αξιοπρέπεια και του ξεχασμένου την υπερηφάνεια
κι οι αδιευκρίνιστες σιωπές με ομίχλες τους τυλίγουν
Στο ανακαινισμένο καφέ του Μουσείου Φωτογραφίας ο εσπρέσσο κατέβηκε στο 1,5 ευρώ. Σαίξπηρ “Κυμβελίνος”. Το νερό σε μια μεγάλη έκθεση φωτογραφίας από τη χημεία του έως τις καταστροφές. Στα ύδατα του λιμανιού πλοηγοί ράθυμοι.
Με τον Αντν. Κλφ (χείμαρρος ωραίων λόγων, πραγμάτων, καταστάσεων) ψάχνουμε για σκεπασμένα γκαράζ τα οποία βέβαια σε ρημάζουν στα τέλη. Τα ανοιχτά τα πιάνει η βροχή κι αν το παράθυρο δεν κλείνει…
Στο πατάρι του Βιβλιορυθμού -το τρίτο πατάρι σε 8 μέρες. Εκεί δυο φορές πριν με τον Ηλία Κτσκ. στις “Βραδιές ωραίων λέξεων”, απαγγελίες ποιημάτων· την πρώτη “Ο φύλακας των βιβλίων”, τη δεύτερη με “Το ελεγείο της ανέφικτης ανάμνησης του Χ. Λ. Μπόρχες.
Τεράστιος ο χώρος όπου κυριαρχούν τα σχολικά βοηθήματα. Λίγες καρέκλες στη αρχή κι ένα μοναχικό εν σιωπή πιάνο. Σε λίγο ο τόπος ανοίγει, μεγαλώνει σαν αρμόνικα («Κι οι νύχτες μεγαλώνουν, μεγαλώνουν σαν αρμόνικες…» Μ. Ανγνστκς). Οι καρέκλες πλήθυναν ραγδαία και στήθηκαν κατά τριάδες σαν λόχος παραταγμένος για συσσίτιο. Ο χώρος γεμίζει ασφυκτικά.
Ηρθαν όλοι αφού ήρθαν αυτοί που έπρεπε και ήταν τόσοι που ήταν και πολλοί.
Δ. Καψάλη “Ολα τα δειλινά του κόσμου», εκδ. Αγρα
Το ξέρω, μέσα μου βαθιά το ξέρω·
δεν ξέρω μόνο πως να σου το πω.
Την ίδια ώρα* στο Εμποροβιομηχανικό Επιμελητήριο κάτι σαν γιορτή για τον Λ. Κύρκο. Θα ήμουν εκεί, αν δεν ήμουν εδώ, όπως παλαιά, πολύ παλαιά εκεί...
Ο ΛΟΓΟΣ και η αιτία
Δήλωση: Στην πόλη αυτή νιώθω εντός έδρας, ψυχικά.
Είμαι κάτοικός της σώματι τακτικά και πάντα ταξιδιώτης, στη μνήμη όμως και στην αναζήτησή της, δηλαδή στην άγρια και ιερή νοσταλγία της, μόνιμα περιφέρομαι σ’ αυτήν, η οποία συνθέτει με τον καιρό ένα σύνολο διαθέσεων που ξεκινούν από τον ασυλλόγιστο φοιτητικό χρόνο, φτάνουν στην ελεγχόμενη τρυφερότητά του και καταλήγουν στη χαρμολύπη της ενήλικης απωλείας του. Κάποτε έχουμε την ανάγκη μιας εξόδου είτε προς τ’ άστρα και τότε είμαστε κάτι σαν ποιητές ή τους ανίατα ονειρο-βαρεμένους, είτε στης γης τα χώματα και τα νερά επιμένουμε, άνθρωποι εντελώς και ευτυχώς. Θέλω να πω, για να το καταλάβω κι εγώ, πως ό,τι μας απογειώνει σαν επιθυμία και ό,τι μας προσγειώνει σαν πραγματικότητα κείται στο αυτό χρονικό διάστημα υλικής ύπαρξης και μη ύπαρξης. Το ενδιάμεσό της είναι μια διαυγής κατάσταση της ψυχής που παλινδρομεί μεταξύ αυτού που μπορεί κι αυτού για το οποίο καίγεται αλλά δεν το καταφέρνει, με αποτέλεσμα ν’ αφήνεται στο διαρκές του ανολοκλήρωτου. Τα εφικτά τα ζούμε για να ‘χουμε περιθώριο αργότερα να τα νοσταλγούμε. Τα ανέφικτα τα νοσταλγούμε για να ‘χουμε την ελπίδα πως θα τα ζήσουμε, όποτε, έστω.
Είμαι της πόλεως αυτής ένας μόνιμα επιστρέφων δια της νοσταλγίας και ταυτόχρονα απομακρυνόμενος από την πραγματικότητά της. Αυτή την αίσθηση διελκυστίνδα όσο μπορώ απλά την ζω κι ακόμα πιο αγαπητικά την καταγράφω.
Σ’ αυτή τη ζεστή ομήγυρη μέλος ενός άτυπου κουαρτέτου εγχόρδων λόγου, νιώθω την ανάγκη μιας μικρής απολογίας για ένα ψυχικό μου έγκαυμα, που έχει να κάνει με το πως συνέβη, να διαχειρίζομαι μια κοινότοπη ποσώς αλλά και τόσο θελκτική διάθεση της ψυχής, που άλλοι τη λένε νοσταλγία κι άλλοι της δίνουν αγαπημένα ονόματα, τα οποία διαφεύγουν προσώρας από την άμεση εμπειρία τους κι είτε ως όραμα απομακρύνονται κι είτε ως ψευδαίσθηση άπτονται.
Θα μπορούσα να ισχυριστώ πως έχω μια ξεχωριστή σχέση με τη διάθεση αυτή, αφού το σύνηθες είναι η νοσταλγία να βιώνεται οικειοθελώς κι αυτοβούλως από τα έλλογα όντα (αλήθεια νοσταλγούν τα ζώα;). Σε μια φάση όμως του βίου μου έλαβα διαταγή να βιώσω αυτό το αίσθημα. Πως γίνεται αλήθεια αυτό; Δηλαδή να νοσταλγήσω κοιτώντας μάλιστα το πέλαγος, δηλαδή τον Κορινθιακό κόλπο, που για τη σκηνοθετική οικονομία παρίστανε τη θάλασσα της Ομηρικής Αυλίδας. Στον ελληνικό στρατό μου συνέβη αυτό, εκεί που σε διατάσσουν περιπλέον να πάρεις κάμψεις, να υποστείς τη δοκιμασία της αεροπορίας, να φυλάς σκοπός κ.λπ. Απ’ αυτό επεισόδια και ο τίτλος της συλλογής διηγημάτων.
Ετσι η αγοραία διαπίστωση πως εκεί που σταματά η λογική αρχίζει ο στρατός, το να σε διατάζουν να νοσταλγήσεις ήγγιζε το ευλαβές παράλογο, αλλά και το εξαίσιο του πράγματος, στη φιλολογική του γενίκευση.
Θυμίζει στον παραλογισμό της, τηρουμένων των αναλογιών, δηλαδή της φάρσας και της τραγωδίας, εκείνη την ημερήσια διαταγή του στρατοπεδάρχου στη Μακρόνησο των πολιτικών εξορίστων, με την οποία απαγορεύονταν οι αυτοκτονίες, όπως το μνημόνευσε ο Αρης Αλεξάνδρου.
Αφού νοστάλγησα όπως όπως μαζί με άλλους 8 χιλ. στρατιώτες, κομπάρσοι στην ταινία του Μ. Κακογιάννη «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» 1976, -πόσοι άραγε απ’ αυτούς σήμερα θυμούνται αυτό το λίαν λυρικό, κινηματογραφικό, και στρατιωτικό, ενσταντανέ του βίου τους – είδα ότι είναι εύκολο τελικά να ποδηγετείς ακόμα και τα πλέον απρόσιτα στην άμεση εμπειρία, συναισθήματά σου.
Διαπίστωσα πως μπορώ να επέμβω μηχανιστικά σ’ αυτά, να τα οικειοποιηθώ έως σφετερισμού. Ετσι αποφάσισα να μαζέψω εκτός από τις προσωπικές, τις οικείες και ξένες μνήμες -σπέρματα δηλαδή και θραύσματα από τις ζωές των άλλων, ένας εν επιγνώσει λαθρακουστής, στις ζωές των οποίων μπήκα, όπως ο κλέφτης και τις διεξήλθα σε τέτοιο σημείο, ώστε να νοσταλγώ τα ξένα συμβάντα σαν δικά μου και μάλιστα στο διπλάσιο. Μια του κυρίου και η άλλη του κατ’ επέκταση συγκυρίου κι αυτό εξ αφηγηματικής οικείωσης. Κι όλα αυτά χωμένα σε μια ενότητα αφηγήσεων πολλαπλών επιπέδων τόπων και χρόνων.
Ετσι προέκυψαν τα διηγήματα της συλλογής που ανέλυσε εν συνόψει με φιλολογική εμβρίθεια ο προστάτης και συν-παραστάτης μου μέγας Αντώνιος Κάλφας των εκδοτικών τραμογραμμάτων, των φλωμπερικών πειρασμών, των ποιητικών φαρμακειών του.
Τα πρόσωπα, οι τόποι, οι ιστορίες τα αισθήματα όσων περιφέρονται στα διηγήματα, διαπορεύονται σε μικρούς ορίζοντες, πλεούμενα μικρά κλειστής, αφηγηματικής θαλάσσης. Κινούνται χωρικά σε 3-4 τόπους και τοπία της μνήμης, δηλαδή της αδηφάγου νοσταλγίας, από την μεταπολεμική εποχή έως και την σήμερον. Η συνεχής συμβίωση με όλα αυτά μου προκάλεσε στην καθημερινή μου πράξη, κάτι σαν ψύχωση, (παράπλευρο κέρδος ή μήπως κι επώδυνο χάσιμο) σε σημείο ό,τι είχε σχέση με τη νοσταλγία γενικώς ένιωθα πως με αφορούσε λες κι ήμουν ο πλέον πρόσφατος πληρεξούσιός της επί των γραμμάτων, και την έψαχνα ακόμα και στις πιο αλλότριες καταστάσεις. Ομως τώρα διαπίστωσα, πως ο ωραίος ποιητής και πεζογράφος Γ. Βέης, κι αυτός σ’ αυτήν εντρυφεί με τα μόλις κυκλοφορήσαντα ποιήματά του με τίτλο «Ν, όπως Νοσταλγία».
Προσπαθώντας, τελειώνοντας, να προσδιορίσω το χρώμα της νοσταλγίας θα μπορούσα να πω πως είναι ίδιο με το χρώμα της αγάπης. Αυτό το αίσθημα ως μια εντελώς προσωπική κατάκτηση, είναι άχρουν αλλά ζείδωρο, όπως το νερό. Συνήθως παίρνει το χρώμα του φέροντος ψυχικού οργανισμού, όπως τα ρευστά το σχήμα του δοχείου που τα φιλοξενεί. Στην παραλία της Κορίνθου τότε ως κομπάρσοι όπου διετάχθημεν να νοσταλγήσουμε, όλοι μας είμασταν χωμένοι και χαμένοι ο καθένας στη δική του αγαπημένη αίσθηση προσμονής ή απώλειας. Τώρα καθώς είμαστε διαχυμένοι σε πολλαπλά επίπεδα αλλοτρίωσης στα τόσα διαφυγόντα κέρδη της ζωής μας, η νοσταλγία είναι το υπαρκτό κέρδος της ψυχής μας.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Η Εγνατία της επιστροφής ανοιχτή. Οι γεωργικοί ελκυστήρες κοιμούνται ακόμη. Ομίχλη πυκνή στον Αξιό και το Λουδία. Στο Τρίτο ο Κ. Κνβρς διαβάζει ποιήματα της Αχμάτοβα από το αφιέρωμα του περιοδικού «Πλανόδιο» και παίζει τραγούδια του Τομ Γουέιτς από τα «Οrphans” του.
Αρα όλοι ήταν εκεί.
* Παρασκευή 23/1/2009 το βράδυ στο πατάρι του βιβλιοπωλείου Βιβλιορυθμός στη Θεσσαλονίκη έγινε κοινή παρουσίαση δύο βιβλίων. «Το χρώμα της Νοσταλγίας» του Β. Π. Καραγιάννη από τον Αντώνη Κάλφα, και "Κάψα χιτ " του Παύλου Αυλίδη από τον Νίκο Βαρμάζη.
Οχι βέβαια! Αλλά εκεί είμαι συνεχώς.
ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ
Οι αγρότες απειλούσαν γενικώς αλλά δεν είχαν ακόμα κόψει ειδικώς την Εγνατία Κοζάνη-Θεσσαλονίκη. Οδός καθαρή μόνον ομίχλες, ακόμα και στα τούνελ.
Η βροχή πότε να αρχίζει και πότε να σταματά σε όλη τη διαδρομή· τα σύννεφα γεμάτα.
Λιμάνι…
Με κρατούν πάντα οι επιβατηγοί σταθμοί στα λιμάνια
άδειοι καθώς περιμένουν προς το πουθενά να φύγουν
με αξιοπρέπεια και του ξεχασμένου την υπερηφάνεια
κι οι αδιευκρίνιστες σιωπές με ομίχλες τους τυλίγουν
Στο ανακαινισμένο καφέ του Μουσείου Φωτογραφίας ο εσπρέσσο κατέβηκε στο 1,5 ευρώ. Σαίξπηρ “Κυμβελίνος”. Το νερό σε μια μεγάλη έκθεση φωτογραφίας από τη χημεία του έως τις καταστροφές. Στα ύδατα του λιμανιού πλοηγοί ράθυμοι.
Με τον Αντν. Κλφ (χείμαρρος ωραίων λόγων, πραγμάτων, καταστάσεων) ψάχνουμε για σκεπασμένα γκαράζ τα οποία βέβαια σε ρημάζουν στα τέλη. Τα ανοιχτά τα πιάνει η βροχή κι αν το παράθυρο δεν κλείνει…
Στο πατάρι του Βιβλιορυθμού -το τρίτο πατάρι σε 8 μέρες. Εκεί δυο φορές πριν με τον Ηλία Κτσκ. στις “Βραδιές ωραίων λέξεων”, απαγγελίες ποιημάτων· την πρώτη “Ο φύλακας των βιβλίων”, τη δεύτερη με “Το ελεγείο της ανέφικτης ανάμνησης του Χ. Λ. Μπόρχες.
Τεράστιος ο χώρος όπου κυριαρχούν τα σχολικά βοηθήματα. Λίγες καρέκλες στη αρχή κι ένα μοναχικό εν σιωπή πιάνο. Σε λίγο ο τόπος ανοίγει, μεγαλώνει σαν αρμόνικα («Κι οι νύχτες μεγαλώνουν, μεγαλώνουν σαν αρμόνικες…» Μ. Ανγνστκς). Οι καρέκλες πλήθυναν ραγδαία και στήθηκαν κατά τριάδες σαν λόχος παραταγμένος για συσσίτιο. Ο χώρος γεμίζει ασφυκτικά.
Ηρθαν όλοι αφού ήρθαν αυτοί που έπρεπε και ήταν τόσοι που ήταν και πολλοί.
Δ. Καψάλη “Ολα τα δειλινά του κόσμου», εκδ. Αγρα
Το ξέρω, μέσα μου βαθιά το ξέρω·
δεν ξέρω μόνο πως να σου το πω.
Την ίδια ώρα* στο Εμποροβιομηχανικό Επιμελητήριο κάτι σαν γιορτή για τον Λ. Κύρκο. Θα ήμουν εκεί, αν δεν ήμουν εδώ, όπως παλαιά, πολύ παλαιά εκεί...
Ο ΛΟΓΟΣ και η αιτία
Δήλωση: Στην πόλη αυτή νιώθω εντός έδρας, ψυχικά.
Είμαι κάτοικός της σώματι τακτικά και πάντα ταξιδιώτης, στη μνήμη όμως και στην αναζήτησή της, δηλαδή στην άγρια και ιερή νοσταλγία της, μόνιμα περιφέρομαι σ’ αυτήν, η οποία συνθέτει με τον καιρό ένα σύνολο διαθέσεων που ξεκινούν από τον ασυλλόγιστο φοιτητικό χρόνο, φτάνουν στην ελεγχόμενη τρυφερότητά του και καταλήγουν στη χαρμολύπη της ενήλικης απωλείας του. Κάποτε έχουμε την ανάγκη μιας εξόδου είτε προς τ’ άστρα και τότε είμαστε κάτι σαν ποιητές ή τους ανίατα ονειρο-βαρεμένους, είτε στης γης τα χώματα και τα νερά επιμένουμε, άνθρωποι εντελώς και ευτυχώς. Θέλω να πω, για να το καταλάβω κι εγώ, πως ό,τι μας απογειώνει σαν επιθυμία και ό,τι μας προσγειώνει σαν πραγματικότητα κείται στο αυτό χρονικό διάστημα υλικής ύπαρξης και μη ύπαρξης. Το ενδιάμεσό της είναι μια διαυγής κατάσταση της ψυχής που παλινδρομεί μεταξύ αυτού που μπορεί κι αυτού για το οποίο καίγεται αλλά δεν το καταφέρνει, με αποτέλεσμα ν’ αφήνεται στο διαρκές του ανολοκλήρωτου. Τα εφικτά τα ζούμε για να ‘χουμε περιθώριο αργότερα να τα νοσταλγούμε. Τα ανέφικτα τα νοσταλγούμε για να ‘χουμε την ελπίδα πως θα τα ζήσουμε, όποτε, έστω.
Είμαι της πόλεως αυτής ένας μόνιμα επιστρέφων δια της νοσταλγίας και ταυτόχρονα απομακρυνόμενος από την πραγματικότητά της. Αυτή την αίσθηση διελκυστίνδα όσο μπορώ απλά την ζω κι ακόμα πιο αγαπητικά την καταγράφω.
Σ’ αυτή τη ζεστή ομήγυρη μέλος ενός άτυπου κουαρτέτου εγχόρδων λόγου, νιώθω την ανάγκη μιας μικρής απολογίας για ένα ψυχικό μου έγκαυμα, που έχει να κάνει με το πως συνέβη, να διαχειρίζομαι μια κοινότοπη ποσώς αλλά και τόσο θελκτική διάθεση της ψυχής, που άλλοι τη λένε νοσταλγία κι άλλοι της δίνουν αγαπημένα ονόματα, τα οποία διαφεύγουν προσώρας από την άμεση εμπειρία τους κι είτε ως όραμα απομακρύνονται κι είτε ως ψευδαίσθηση άπτονται.
Θα μπορούσα να ισχυριστώ πως έχω μια ξεχωριστή σχέση με τη διάθεση αυτή, αφού το σύνηθες είναι η νοσταλγία να βιώνεται οικειοθελώς κι αυτοβούλως από τα έλλογα όντα (αλήθεια νοσταλγούν τα ζώα;). Σε μια φάση όμως του βίου μου έλαβα διαταγή να βιώσω αυτό το αίσθημα. Πως γίνεται αλήθεια αυτό; Δηλαδή να νοσταλγήσω κοιτώντας μάλιστα το πέλαγος, δηλαδή τον Κορινθιακό κόλπο, που για τη σκηνοθετική οικονομία παρίστανε τη θάλασσα της Ομηρικής Αυλίδας. Στον ελληνικό στρατό μου συνέβη αυτό, εκεί που σε διατάσσουν περιπλέον να πάρεις κάμψεις, να υποστείς τη δοκιμασία της αεροπορίας, να φυλάς σκοπός κ.λπ. Απ’ αυτό επεισόδια και ο τίτλος της συλλογής διηγημάτων.
Ετσι η αγοραία διαπίστωση πως εκεί που σταματά η λογική αρχίζει ο στρατός, το να σε διατάζουν να νοσταλγήσεις ήγγιζε το ευλαβές παράλογο, αλλά και το εξαίσιο του πράγματος, στη φιλολογική του γενίκευση.
Θυμίζει στον παραλογισμό της, τηρουμένων των αναλογιών, δηλαδή της φάρσας και της τραγωδίας, εκείνη την ημερήσια διαταγή του στρατοπεδάρχου στη Μακρόνησο των πολιτικών εξορίστων, με την οποία απαγορεύονταν οι αυτοκτονίες, όπως το μνημόνευσε ο Αρης Αλεξάνδρου.
Αφού νοστάλγησα όπως όπως μαζί με άλλους 8 χιλ. στρατιώτες, κομπάρσοι στην ταινία του Μ. Κακογιάννη «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» 1976, -πόσοι άραγε απ’ αυτούς σήμερα θυμούνται αυτό το λίαν λυρικό, κινηματογραφικό, και στρατιωτικό, ενσταντανέ του βίου τους – είδα ότι είναι εύκολο τελικά να ποδηγετείς ακόμα και τα πλέον απρόσιτα στην άμεση εμπειρία, συναισθήματά σου.
Διαπίστωσα πως μπορώ να επέμβω μηχανιστικά σ’ αυτά, να τα οικειοποιηθώ έως σφετερισμού. Ετσι αποφάσισα να μαζέψω εκτός από τις προσωπικές, τις οικείες και ξένες μνήμες -σπέρματα δηλαδή και θραύσματα από τις ζωές των άλλων, ένας εν επιγνώσει λαθρακουστής, στις ζωές των οποίων μπήκα, όπως ο κλέφτης και τις διεξήλθα σε τέτοιο σημείο, ώστε να νοσταλγώ τα ξένα συμβάντα σαν δικά μου και μάλιστα στο διπλάσιο. Μια του κυρίου και η άλλη του κατ’ επέκταση συγκυρίου κι αυτό εξ αφηγηματικής οικείωσης. Κι όλα αυτά χωμένα σε μια ενότητα αφηγήσεων πολλαπλών επιπέδων τόπων και χρόνων.
Ετσι προέκυψαν τα διηγήματα της συλλογής που ανέλυσε εν συνόψει με φιλολογική εμβρίθεια ο προστάτης και συν-παραστάτης μου μέγας Αντώνιος Κάλφας των εκδοτικών τραμογραμμάτων, των φλωμπερικών πειρασμών, των ποιητικών φαρμακειών του.
Τα πρόσωπα, οι τόποι, οι ιστορίες τα αισθήματα όσων περιφέρονται στα διηγήματα, διαπορεύονται σε μικρούς ορίζοντες, πλεούμενα μικρά κλειστής, αφηγηματικής θαλάσσης. Κινούνται χωρικά σε 3-4 τόπους και τοπία της μνήμης, δηλαδή της αδηφάγου νοσταλγίας, από την μεταπολεμική εποχή έως και την σήμερον. Η συνεχής συμβίωση με όλα αυτά μου προκάλεσε στην καθημερινή μου πράξη, κάτι σαν ψύχωση, (παράπλευρο κέρδος ή μήπως κι επώδυνο χάσιμο) σε σημείο ό,τι είχε σχέση με τη νοσταλγία γενικώς ένιωθα πως με αφορούσε λες κι ήμουν ο πλέον πρόσφατος πληρεξούσιός της επί των γραμμάτων, και την έψαχνα ακόμα και στις πιο αλλότριες καταστάσεις. Ομως τώρα διαπίστωσα, πως ο ωραίος ποιητής και πεζογράφος Γ. Βέης, κι αυτός σ’ αυτήν εντρυφεί με τα μόλις κυκλοφορήσαντα ποιήματά του με τίτλο «Ν, όπως Νοσταλγία».
Προσπαθώντας, τελειώνοντας, να προσδιορίσω το χρώμα της νοσταλγίας θα μπορούσα να πω πως είναι ίδιο με το χρώμα της αγάπης. Αυτό το αίσθημα ως μια εντελώς προσωπική κατάκτηση, είναι άχρουν αλλά ζείδωρο, όπως το νερό. Συνήθως παίρνει το χρώμα του φέροντος ψυχικού οργανισμού, όπως τα ρευστά το σχήμα του δοχείου που τα φιλοξενεί. Στην παραλία της Κορίνθου τότε ως κομπάρσοι όπου διετάχθημεν να νοσταλγήσουμε, όλοι μας είμασταν χωμένοι και χαμένοι ο καθένας στη δική του αγαπημένη αίσθηση προσμονής ή απώλειας. Τώρα καθώς είμαστε διαχυμένοι σε πολλαπλά επίπεδα αλλοτρίωσης στα τόσα διαφυγόντα κέρδη της ζωής μας, η νοσταλγία είναι το υπαρκτό κέρδος της ψυχής μας.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Η Εγνατία της επιστροφής ανοιχτή. Οι γεωργικοί ελκυστήρες κοιμούνται ακόμη. Ομίχλη πυκνή στον Αξιό και το Λουδία. Στο Τρίτο ο Κ. Κνβρς διαβάζει ποιήματα της Αχμάτοβα από το αφιέρωμα του περιοδικού «Πλανόδιο» και παίζει τραγούδια του Τομ Γουέιτς από τα «Οrphans” του.
Αρα όλοι ήταν εκεί.
* Παρασκευή 23/1/2009 το βράδυ στο πατάρι του βιβλιοπωλείου Βιβλιορυθμός στη Θεσσαλονίκη έγινε κοινή παρουσίαση δύο βιβλίων. «Το χρώμα της Νοσταλγίας» του Β. Π. Καραγιάννη από τον Αντώνη Κάλφα, και "Κάψα χιτ " του Παύλου Αυλίδη από τον Νίκο Βαρμάζη.
Β.Π.Κ.
3 σχόλια:
Rilke, Νοσταλγία
Αυτό’ ναι η νοσταλγία: να κατοικείς στο κύμα
και να μην έχεις πατρίδα μες στο χρόνο.
Κ’ οι επιθυμίες αυτό’ ναι: σιγαλή συνομιλία
της αιωνιότητας με καθημερνές ώρες.
Κ’ η ζωή’ ναι αυτό: ώσπου από ένα χτες
να βγει η μοναχικώτερη απ’ τις ώρες ώρα,
που, διαφορετικά απ’ τις άλλες αδελφές της
γελώντας, μπροστά στο αιώνιο μόνο θα σωπάσει.
Ρίλκε Ρ.Μ., Ποιήματα (μτφρ. Α.Δικταίου), Ζαχαρόπουλος 1989
«…Στα είκοσι χρόνια που έλειπε ο Οδυσσέας, οι Ιθακήσιοι θυμόντουσαν πολλά από αυτόν, αλλά δεν τον νοσταλγούσαν. Ενώ ο Οδυσσέας υπέφερε από νοσταλγία και δεν θυμόταν σχεδόν τίποτα…
…Όσο πιο έντονη είναι η νοσταλγία τόσο πιο πολύ αδειάζει από αναμνήσεις…Γιατί η νοσταλγία δεν εντείνει τη δραστηριότητα της μνήμης, δεν ξυπνά αναμνήσεις, αλλά αρκείται στον εαυτό της, στη δική της συγκίνηση, έτσι όπως είναι εντελώς απορροφημένη από τον δικό της αποκλειστικά πόνο…»
Μίλαν Κούντερα από την ''Αγνοια'' θα επανέλθω...
www.dimentes12.blogspot.com
«Η ΦΡΑΣΗ σκέφτομαι, άρα υπάρχω δεν μπορεί παρά να χαρακτηρίζει ένα διανοούμενο που υποτιμά τον πονόδοντο.» Ναι, ο Μίλαν Κούντερα είναι δαιμονικά ευφυής,παλεύοντας σε κάθε βιβλίο με την έννοια της νοσταλγίας (το άλγος του νόστου), την κατάρα της εικονολογίας, το τρίγωνο της ανθρώπινης μεταφυσικής που ορίζεται από το θάνατο, την σεξουαλικότητα και φυσικά τη μνήμη.
Δημοσίευση σχολίου