Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)
Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2009
Προδρομικά και αγαπητικά
O πτερωτός Ιωάννης Πρόδρομος
και τα έπεα πτερόεντα μιας «Ημέρας αγάπης» του
Του Β.Π. Καραγιάννη
Εισερχόμενος στο ναό του Τιμίου Προδρόμου Λευκοπηγής (1848 η θεμελίωσή του από τον Χαμίτ Μπέη ο οποίος ανακαινίστηκε σχεδόν εκ βάθρων μετά το σεισμό του 1995, νομαρχούντος και βοηθούντος του κ. Πασχάλη Μητλιάγκα) και στο μόλις μετατραπέντα πρόναον (νάρθηκα) σε παρεκκλήσιο του οσίου Νικάνορος του θαυματουργού, προστάτου και περιφερειάρχου αγίου, Δυτικής Μακεδονίας, υπό του ρέκτου, λίαν αισθητή περί την εν γένει καλαισθησίαν, παπα-Γιάννη, πριν έμβης στον κυρίως ναό, σε σταματά το βλέμμα Του εταστικόν. Τι λέω, σε διατρυπά σχεδόν! Πας να το αποφύγεις εις μάτην. Προσκυνάς εκών άκων την εικόνα. Οχι φωνή βοόντως αλλά βλέμμα που χώνεται στην έρημη χώρα της ψυχής σου, τελικά, είναι αυτό το δήθεν απλανές κοίταγμα.
-Εδώ μηδείς εισείτω για …πλάκα υπενθυμίζει.
Είναι μια εικόνα του Προδρόμου μεταβυζαντινού, ζωγραφικού τρόπου, με φτερά αγγέλου Κυρίου, με λιπόσαρκον την όψιν και σουβλερήν, που σε ευλογεί αρχιερατικά και στο άλλο χέρι να κράτα την κομμένη κεφαλή του, μέσα σε σουπιέρα, όπως υπό της μαινομένης Σαλώμης απαιτήθηκε κι έγινε. Φέρει κατάσαρκα μηλωτήν εκ δέρματος καμήλου κ.λπ.
Σύνηθες το φαινόμενο να φύονται εικαστικές πτέρυγες στον Πρόδρομο. Επικαιρικώ τω λόγω φυλλομετρώ τη λιγνή αλλά λίαν περιεκτική μελέτη του διευθυντού της «Νέας Εστίας» κ. Σταύρου Ζουμπουλάκη με τίτλο «Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος ως άγγελος» και υπότιτλο «Οι θεολογικές προϋποθέσεις της φτερωτής απεικόνισης» εκδ. Δόμος 1992. Το θέμα της τοιουτοτρόπως απεικονίσεως του πρώτου τη τάξει αγίου μετά την Κυρία Παναγία, έχει τις θεολογικές του μικροέριδες με οπαδούς αλλά και πολέμιους, κυρίως ως προς την ερμηνεία του εικαστικού πράγματος. Ο Φ. Κόντογλου στο έργο του «Εκφρασις της Ορθοδόξου Εικονογραφίας», Αθήνα 1960 τ. Α, καταλήγει στη περιγραφή του Π.: «…Εις τους ώμους του είναι φυτρωμένες άγριες πτέρυγες αετού…Αι πτέρυγες αύται συνεργούν εις το να φαίνεται το ιερόν τούτο πτηνόν πλέον υπερφυές». Και συνεχίζει αλλαχού: «Αυτό το παράξενο φτερωτό πλάσμα σε καρφώνει στον τόπο. Κατά την ιδέαν μου, σπάνια ο άνθρωπος φτιάνει δημιουργήματα με τέτοιο βάθος…». Ο Στ. Ζ. στο ζήτημα αυτό αρχικά συνοψίζει και στη συνέχεια μελετά την αγγελοείδεια του Πρ. που οφείλεται σε τρεις κυρίως λόγους: Ι) Οτι εκόμισε την αγγελίαν της ένσαρκης επιδημίας του Χριστού στην γην (και τα υπό γην). ΙΙ) Εζησε ως άυλος και ασώματος, όπως οι άγγελοι. ΙΙΙ) Σε στενή με τη δεύτερη βρίσκεται και η τρίτη όψη της προδρομικής αγγελοειδείας συνδεμένη με την αγγελική πολιτεία, δηλονότι τον μοναχισμόν, που θέλησε να δει στο πρόσωπο του Ιωάννη το πρότυπο αυτής της βιοτής, τον πατέρα του αγγελικού σχήματος.
Ως εκ τούτου η εικαστική πτέρωσης άρα και αγγελοείδεια του Πρδρμ. έχει σοβαρά θεολογικά ερείσματα, τα οποία αναλυτικά διεξέρχεται ο σ. Βέβαια το γεγονός αυτό δεν περνά χωρίς αντιρρήσεις. Στη Δυτική εικονογραφία είναι εντελώς άγνωστο το φαινόμενο των αγγελικών πτερύγων στον Πρ. Αλλά και στην Ανατολική παράδοση «Της καθ’ ημάς ανατολής» έχουν αντιρρήσεις. Ως κι ο Αλεξ. Παπαδιαμάντης, αυστηρά μάλιστα, εναντιούται. «Τινές εικονογράφοι ζωγραφούσι τον Ιωάννην με πτέρυγας υλικωτάτη και άτοπος εξαντικειμένισις του παρά τοις προφήταις ρητού «ιδού αποστέλλω τον άγγελόν μου (πρόδρομον) προ προσώπου σου του κατασκευάσαι την οδόν σου». «Τα Αγια Θεοφάνεια» Απαντα 5,81.
Τι μας έπιασε τώρα ν’ ασχοληθούμε με τα φτερά του Προδρόμου;
Είναι μια πρόφαση θα έλεγα για να σχολιάσουμε κάποια διαδρώμενα θρησκευτικο-λαογραφικά, μικρώς κι επιπολαίως, ότι για μεν τα ιερά δεν έχουμε τις θεολογικές γνώσεις, αντίθετα πλειστάκις θεολογούμε μετ’ ευτελείας (ούτε δεσπότες να είμασταν). Για τα επίλοιπα στερούμαστε τον απαιτούμενο λαογραφισμό που μαστίζει τη λόγια επικράτεια της περιοχής και τον επί των γονάτων ιστορισμό. Είναι ένα θέμα που εδώ και χρόνια μας προκαλεί (πληθυντικός ευγενείας και όχι ενικός εγωιστικός της πολύξερης απολυτότητος) στην εξέλιξή του κάτι σαν ναυτία. Πάει το είπα! Την εορτή της Συνάξεως του Προδρόμου που πανηγυρίζει ο περί ο λόγος ναός τελείται περί την μεσημβρίαν μια γιορτή ενώπιον της αυστηράς εικόνας του που έρχεται σε κατάφορη αντίθεσιν με το λιτοδίαιτον και αυστηρόν ήθος του αγίου. Μετατρέπεται ο ναός σε διασκεδαστήριο οίκο, ότι λέει, αναβιώνει το βλακώδες στην τιτλοφορία του έθιμον της «Ημέρας Αγάπης». Το χειμώνα μετά τις γιορτές της γουρνοχαράς, της τσιγαρίδας, των γιαπρακιών της σουγλιμάδος (τι λυρικά απαίσιον άκουσμα), όλα έχουν πίσω τους έναν άγιο και δίπλα ένα δήμαρχο, έρχεται και η γιορτή της «Αγάπης». Δε λέω είναι κάπως πιο εκλεπτυσμένη ηχητικά από τις προηγούμενες. Όμως είναι γελοιοδέστερο το έθος, ως όρος με το οποίο το ετιτλοφόρησαν ανοήμονες κι απελπιστικά ημιμαθείς του χωριού, τα νέα μας χρόνια, από τότε που ήρθε για βόλτα ο σοσιαλισμός στην Ελλάδα. Αν ακούσεις τις δηλώσεις των αρχοντοχωριατών σε όλους τους καιρούς, ενώπιον των ακόμα πιο γελοίων τηλεοπτικών μικροφώνων, σου δίνεται η εντύπωση πως προεκτείνεται και συνορεύει το έθιμο με τις πρώτες χριστιανικές αγάπες, μήπως και πάει και π.Χ! Οσο δηλαδή κρατάει η ιστορική σκούφια της Λευκοπηγής από τους αρχαίους Μιλήσιους της Μ. Ασίας, όπως αναπόδεικτα κι ανιστόρητα εδογμάτισε, λίαν ελαφρώς, («οι ελαφροί ας με λένε ελαφρόν») ο αείμνηστος Κ. Σιαμπανόπουλος, άλλο τόσο και το έθιμον αυτό έχει τοιούτον βάθος χρόνου και αιτιολογίας. Βαρύτατες ελαφρότητες, γενικώς. Από τότε που ανέλαβαν σύλλογοι, κοινότητες, δήμοι την εκποίηση των πατροπαράδοτων εθών αυτά κατά κανόνα, θύουν ή εξ ανάγκης θύονται, στο βωμό και στην αγωνία της διαιώνισης του είδους τους, καθώς είναι αγκιστρωμένοι εκεί στις θέσεις τους μονίμως μέχρι να βγάλουν ρίζες. «Ημέρα της αγάπης» λένε και γεμίζει στο στόμα σου από έννοια και τρυφερότητα, η οποία στην πράξη μετουσιώνεται σε φαγητό επί της κοινής τραπέζης. Πως τρων έτσι στο νάρθηκα της εκκλησίας οι καλεσμένοι παρατρεχάμενοι κάθε γιορτής από του βουκουλικού γιδοκουρέματος και γαλομέτρου έως της τρυφεράς και λυγεράς τσιγαρίδος; Πεινασμένοι μόνιμα. Υστερα χορεύουν. Χορεύουν συνεχώς κι αδιαλείπτως παντού όπου βρεθούν και σε ό,τι σκοπό τους λαλήσουν. Καλά κάνουν δηλαδή, όπως καλύτερα κάνουν και ναυτιώντες οι πολίτες που απέχουν. Μένουν μόνον να συγκαθούν, με την γελοία αμφίεση κάθε παραδοσιακού καιρού, αυτή των αρχαίων νεοελλήνων και χωρικών νεοελληνίδων, όμιλοι οι οποίοι περιφέρουν, χοροπηδώντας σαν ξωτικά και καλικάντζαροι, τη δυστυχία του να είσαι το ενιαύσιον θύμα μιας Ημέρας αγάπης.
Αλλά για ποια αγάπη πρόκειται δηλονότι και δηλαδή για να ‘χουμε καλό ρητορικό ερώτημα αλλά και καμιά απάντηση. Την ευαγγελική «αγαπάτε αλλήλους» και σφαγείτε στα επιμέρους, την εκκλησιαστική αυτή που ανακοινώνουν στα διαγγέλματά τους οι ελέω, αλίμονο, θεού δέσποτες που μας αγαπούν (σε τι τους φταίξαμε) όλους φύρδην μείγδην, άρα και κανένα, την αγάπη μεθ’ έρωτος ψυχικού, αυτού που λεν πλατωνικού δηλαδή νερόβραστου, την αγάπη μεθ’ έρωτος σαρκικού λίαν ευλογημένην και η πλέον επιδιωκόμενη εν παντί καιρώ και τόπο, την αγάπη που έγινε δίκοπο μαχαίρι του Μ. Χατζηδάκι υπό της Μελίνας Μερκούρη εκτελεσμένη, την αγάπη που κόβει τον καιρό στα δυο του Γ. Σεφέρη, την Αγάπη, κοινότητα Γρεβενών που ανήκει στο Δήμο Βεντζίων, την αγάπη του αποστόλου Παύλου η οποία ουδέποτε εκπίπτει κ.λπ.
Ποιάς τέλος πάντων αγάπης είμεθα ετήσια θύματα;
……..
Περί την 2αν και 30 μεταμεσημεριανη χτυπά η καμπάνα. Αι κυρίαι γυναίκαι του χωριού σαν έτοιμες από ώρα ξεκινούν με τα χέρια γεμάτα πιάτα με γιαπράκια, κότες ψημένες, πίτες, τυριά, κανάτες κρασί, ό,τι έχει εύκαιρον κάθε μια. Όχι όλες αλλά κατεξοχήν οι μητέρες και πενθερές των νέων ζευγαριών που παντρεύτηκαν την προηγούμενη χρονιά. Τα εναποθέτουν σαν τα άγια των αγίων στην κοινή τράπεζα στο νάρθηκα. Ηδη έχουν λάβει θέση οι αρσενικοί και οι επίσημοι του κρατικού και δημοτικού πρωτοκόλλου, καμαρωτοί κι ελαφρώς αγχωμένοι για την ώρα. Εχουν κι αλλού να πάνε. ΄Ο παπαΓιάνης βάζει το ευλογητός με το «Εν Ιορδάνη» και το «Μνήμη δικαίου μετ’ εγκωμίων» συνεπικουρούμενος εδώ και …εκατοντάδες χρόνια (αλλά όχι και τα τελευταία πέντε έξη που ανεχώρησε των εγκοσμίων) από τον μπαρμπα Μήτρο, ψάλτην θεσπέσιον στην αδεξιοσύνην του. Μικρά λιτή και άρχεται το φαγητό, τς ανακατωτές. Πριν προλάβουν να αποσώσουν το παραδοσιακό τραγούδι «Κάτω στον άγιο Πρόδρομο στον άγιο Κωνσταντίνο πανηγυράκι γίνονταν κ.λπ.» οι αρχαίοι άντρες της Λευκοπηγής, συνοδεία των ευρυπεριφέρειων γυναικών, ορμούν στο νάρθηκα τα μισθωμένα με τη μέρα, άργανα, που λιανοπατούσαν στον αύλειο χώρο, κι αρχίζουν να παίζουν τα καθιστικά τους, γυρίζοντας εννοείται το δίσκο της επαιτείας. Τότε ένας έκαστος ξηλώνεται κανονικά σε ένα ήπιο πλειστηριασμό επιφανειακής επιδείξεως και καθυβρίσεως ένδον. Αρχιζε ήδη το λιανεμπόριον της αγάπης. Σε λίγο θα βγούν στην αυλή κι ώσπου να ξαραδιαστούν οι επίσημοι προσκεκλημένοι από το σύρσιμο του χορού νυχτώνει ο άγιος θεός τη μέρα, ότι αυτές ακόμα δεν πήραν πάνω τους. Αλλά οι χωρικοί έχουν ήδη φύγει από ώρα ή δεν προσέγγισαν στο πανηγύρι που έγινε πλέον θέσμιον για τους ξένους, ξένοι αυτοί μιας παλιάς, γνήσιας και πάτριας αγάπης για τα χωριό τους, που τους προέκυψε τώρα με γεύση πλαστικού.
Εμεινε ο σύννους Πρόδρομος μετά των πτερύγων του και βλοσυρότερος κατά τι και κατ’ έτος, για το μπαίγνιον που υφίσταται η αγία μνήμη του και αυτό που διαπράττεται ενώπιόν του από τις κοινοτικές, δημοτικές, πολιτιστικές, εκκλησιαστικές και Καπη-λειολογικές δυνάμεις, που μας αγαπούν με το ζόρι κι ατιμωρητί.
Ενας απόηχος έρχεται μόνον από τις μνήμες. Ο μέγας χορός των απλών ανθρώπων, γερόντων και λοιπών στη χιονισμένη αυλή του Προδρόμου, που κατηφόριζε από τα Καραγάτσια κι έφτανε μέχρι την πλατεία. Σ’ αυτόν προεξήρχε και προεξείχε ο μπαρμπα Χρήστος Ντ., ο επωνομαζόμενος και «Ηρώδης» λόγω της βροντώδους φωνής (έλεγε στις λειτουργίες πάντα το απολυτίκιο του Προδρόμου «Μνήμη δικαίου…», αναπληρωτής στο αριστερό ψαλτήρι) και του σημαντικού σωματοτύπου του, προσωνύμιον σε ευθεία αναντιστοιχία με την καλοσύνη, την καταδεκτικότητα και την φιλευσπλαχνία που τον έδερνε. Και αρχινούσε φωνή γεγονυία το τραγούδι: «Παίρνω το ντουφεκάκι μου, με έβρεχε με χιόνιζε/ και πάω να κυνηγήσω κι ας έβρεχε κι ας χιόνιζε…». Επαιρναν τούμπες στο χιόνι, γλιστρήματα κανονικά με τα γουρνοτσάρουχά τους επενδυμένα με πατούσες από γιδότριχα, στο ατόφιο γλέντι του δικού τους αγίου, διατελούντες σε μια πανηγυρική και νηφάλια, θεία μέθη, αλλά με κρασί παραγωγής τους πάντα.
- Για ποιές γιορτές αγάπης και τρίχες μας μιλάνε τώρα…
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
1 σχόλιο:
Είναι απ' τους "τρόπους συνύπαρξης των διεστώτων τους"...
ή αλλιώς έτσι "τη βρίσκουν"
(αγιασμένοι μάλιστα αφού τους δέχονται στα ...μαγαζιά τους οι άγιοι.Θα πήγαινα αν είχε καλά όργανα)
Άλλοι ψάχνουν τρόπους συνύπαρξης σε βραδιές "ωραίων λέξεων" ή σε σονάτες υπό το σεληνόφως...
Και μετά εγώ...ενδον-περιπλανήθηκα (καλά λέει και η Μάτσου "ξανά και ξανά") με τον βαρυαλγούντα ουραγό εικονοφόρο εικονολάσπα τελικά...
(κι αυτό νοσταλγικό. Χρειάζεται και ...Νοσταλγία Β΄)
Δημοσίευση σχολίου