Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)


Τετάρτη 23 Απριλίου 2008

Απριλιου και Μ.Εβδομαδος καμωματα

ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

Σύνοψη παρελθόντος μηνός Απριλίου

Β.Π. Καραγιάννης

«Με έπνιξαν οι απελπισμένες μυρωδιές τ’ Απρίλη...» έγραφε κάποτε (το επίρρημα οριστικό κι αμετάκλητο ως προς το χρόνο απώλειας που δηλώνει) ο ποιητής Σπύρος Τσακνιάς.
Τον Απρίλιο οι μυρωδιές είναι πυκνές, σοβαρές, μετρημένες σ’ αντίθεση μ’ αυτές που ακολουθούν το Μάη ανάλαφρες και παιχνιδιάρες. Εχουν όλες τους τη μεγαλοβδομαδιάτικη μεγαλοπρέπεια, την αξιοπρέπεια του ηττημένου, την ελεγχόμενη θλίψη του ατελέσφορου στο παρόν και στο μέλλον.
Τα σύννεφα συνεχώς βαριά σαν στήθη ετοιμόγεννης, γεμάτα νερό που πέφτει όμως με δυστοκία, όπως τα δάκρυα της Μ. Εβδομάδας, τα οποία θέλουν κάπως αναίτια να κυλήσουν αλλά αφήνονται γι’ αργότερα.
Συμπληρώνω αδόκιμα στον ποιητή Σ.Τσ:
«Με ρήμαξαν οι θύμησες στη μονή Βλατάδων...
Κατεβαίνεις τη Δημητρίου Πολιορκητού, δεξιά αφήνεις την κατάκλειστη «Χαρτοθήκη» του ποιητού και καθηγητού του Πολυτεχνείου κ. Ευάγγελου Λιβιεράτου, σχεδόν ευθεία, κατηφορική μ’ ελαφριές διακυμάνσεις αλλ’ αίφνης στρίβεις· την Πολιορκητού συνεχίζει η οδός Μοναχού Παϊσίου, μεγάλη η χάρη του. Αραγε ο προορατικός αυτός ημι-άγιος είχε προϊδει πως θα εντοιχίζονταν στην άνω Πόλη, στα όρια με την κάτω.
Κοζάνη-Θεσσαλονίκη. Ενα ταξίδι πάντα κι όσο κι αν έχει περιοριστεί ο χρόνος, η απόσταση παραμένει, άρα η απόσπασή από τον τόπο σου αποτελούν υλικά ταξιδιού. Το μικρό ταξίδι στη Θ. είναι μια επιστροφή στις μνήμες, τους ανθρώπους, στους πρώην μας τρόπους.
Αποχαιρετάς τους Χαιρετισμούς της Θεσσαλονίκης και την πόλη αυτή που αποτελεί τη δεύτερη πατρίδα του σώματός αλλά ίσως και την διαρκή πατρίδα της ψυχής και εισέρχεσαι στη δική σου μεγάλη Εβδομάδα, στον τόπο όπου κοινωνείς με το σώμα και τη σκέψη από το διαφυγόν κέρδος της.
***

Λαζάρου του τετραημέρου, του από Βηθανίας

«Δεν είμαι εγώ η ανάσταση και η ζωή
Απ’ την πλευρά του Λαζάρου
για ησυχία εκλιπαρώ
Κοιμούμαι
Πέντε οργιές βαθύτερα απ’ τον ύπνο
πέντε φορές ψηλότερα απ’ τον αφρό.»
ο Γιώργος Βέλτσος

Κυριακή των Βαϊων και μετά κλάδων από ήμερη ηγιασμένη δάφνη και ημιορεινό πυξάρι. Τα βάγια στην είσοδο του ναού διανέμονται με αντίτιμο το ...ό,τι προαιρείσθαι στους εισερχόμενους για να παρακολουθήσουν τον μέγα Ερχόμενο προς το εκούσιον πάθος Του.
Δευτέρα Μεγάλη. Να δώσω το παρόν και να πάρω ευλογίες στην «Παναγία Βοήθεια», άσημο παλαιόν ναϊδριον έναντι των νέων ΚΤΕΛ ένθα μυσταγωγικά, λιτά κι απέριττα διεξάγετε κάθε ακολουθία. Επικράνθη ως ο Αδης η ψυχή, εξηράνθη το σώμα ως η συκή της βραδιάς. Αμέσως με την απόλυση σφαίρα χώνομαι στο χώμα και το σώμα της άνοιξης.
Μεγάλη Τρίτη διατρέχω εκκλησίες και μονύδρια από νωρίς να ακούσω «μ’ αυτί κουφού» εκ της εκείθεν εκπορευόμενες πολυφωνίες τις παραλογές της βραδιάς στις παραλλαγές των ψαλτολόγων.
Μεγάλη Τετράδη αναβοσβήνω τα επτά κεριά του ευχελαίου στημένα στο πιάτο με το αλεύρι, στο μοναστήρι του αργούντος αμιάντου επί γης, καθώς ετοιμάζεται ο μυστικός και ο αμείαντος δείπνος και ύπνος εν ιδρώτι, φόβο, αγωνία και προσευχή. Προσεύχομαι ένδον ξεδιπλώνοντας το ειλητάρι των αγαπημένων.
Μεγάλη Πέμπτη ακριβώς στη μέση έκοβα την ακολουθία των παθών. Μετά την πρώτη δόση των έξη ευαγγελίων εισέρχομαι ανυπόδητος ψυχικά στον άγιο Δημήτριο, πολίτης β’ θρησκευτικής διαλογής, όμως οι μέρες και οι νύχτες το συγχωρούν, το σηκώνουν. Αντλούν συγκίνηση από το λιμνάζον φρέαρ των ενθυμήσεων με τραβούν εκεί, να περιμένω την συνάντηση με το άλλο μου είναι, που ήταν και πέρασε.
Μεγάλη που είναι αυτή η Παρασκευή!

«Μη με διαβάζετε
αν δεν έχετε
παρακολουθήσει κηδείες αγνώστων
η έστω μνημόσυνα...

Οταν δεν πήγατε τουλάχιστον μια φορά
στην Αποκαθήλωση»
ο Ν. Καρούζος κι αυτός στο κάποτε· Μια πασχαλιά με γλυκο-κρυφο-κοιτάζει στην περιοχή του ερειπωμένου και δηωμένου Ξενία. Την επισκέπτομαι το αυτό πρωί, κάθε χρόνο, λίγο πριν την έναρξη του εσπερινού της Αποκαθήλωσης, μέρα κοντά μεσημέρι, στον άγιο Νικόλαο. Την νιώθω αδελφή ψυχή εκ της μελαγχολίας της ημέρας. Αναγκάζομαι να επέμβω επί της κλαδικής της ακεραιότητας. Το σπαρακτικό, χορωδιακό μέρος από τα «Κατά Ματθαίον» του Μπαχ με συνοδεύει σ’ αυτόν τον πένθιμο, ευώδη διακλαδισμό. Το ακούω ως κοσμικό απόηχο στον αναδιπλασιασμό των ήχων στις καμπάνες.
Μεγάλο Σάββατο με πενθοφορεί μια αδιέξοδη πορεία αδημονίας στα χωράφια. Τι περιμένω άραγε για το βράδυ. Ισως και να δω κάποια αγαπημένα μου πρόσωπα από το χτες και ειδικά εκείνο που αμέσως μετά το «Αληθώς Ανέστη», παιδί ανάσκελα στη γη, μετρούσα κάπως τ’ άστρα, ενώ στη διπλανή κυδωνιά το αηδόνι που διανυκτέρευε να τρελένεται από την ανοιξιάτικη θλίψη και τα ατελέσφορά της τελικά συμπεράσματα, στα οποία καταλήγουν όλες οι γλυκιές αναμονές.
Ανάσταση μυρίζω αέρα.
Κυριακή πρωί ακούω στον μορμυρίζοντα νερόλακκο τα διαυγή, αισθαντικά νερά του Χαίντελ καθώς εισέρχονται στα παλιά χώματα και στα νέα κορμιά των λαχανικών: τα κρεμμύδια, πράσα, σκόρδα, μαρούλια, σπανάκια ημερεύουν· τα ελευθεριάζοντα χόρτα γενικώς και τα ατίθασα ραδίκια ειδικώς αγριεύουν. Σε λίγο θα λάβει χώρα η θυσία χωρικής ανέσεώς τους με προεξάρχοντα τα θυσιασθέντα, εκ της γης προσφάτως αναδειχθέντα, και παθόντα και εκριζοθέντα με μητρική δεξιότητα δε μαγειρευθέντα.
Η απέραντη χλαλοή των αισθημάτων του σώματος.
Ανοιξη και πέντε.
Πάσχα παρά κάτι.
***
Αλλά ακόμα Μεγάλη Εβδομάδα έχουμε.
Ας σωπάσουμε επιτέλους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: