«Πεζούρα και Καβαλαρία» γράφει ο Μακρυγιάννης αλλά
ο παππούς το όνομα του οποίου φέρω με όλα τα πάθη τα πάθια τα λάθη και τα λάθια του, πότε πεζός και πότε καβαλάρης. Τρία μπ(ου)λάρια είχε κι ένα γομάρι. Το αγόρασαν απ' τους Κουτρωτσαίους. Βγήκε αχαϊρευτο. Το πούλησαν. Σ’ αυτό καβάλα διέσχιζει τα ορεινά μονοπάτια προς Βόιον, Πεντάλοφον, Επταχώρι κ.λπ. χωριά. Για κυδώνια, κάστανα, μήλα. Κουβαλούσε αλεύρι στους βουνίσιους, ημιορεινός αυτός. Φορτωμένος πήγαινε το ίδιο γύριζε. Κυρατζής· έμπορος, μεταπράτης πριν τους ανακαλύψει ο Μοσκώφ. Στο σπίτι οι γειτόνισσες ερχόταν κρυφά με το κλεμμένο στάρι από τα φτωχικά αμπάρια τους, στην ποδιά ν’ αγοράσουν φρούτα. Τις βάραιναν οι άντρες. «Γυναίκα και γομάρα, βάρα» έλεγε ο πάππος Χαρσός στην πόλη. Ασμάζωχτες, ασυνάστρεγες. Η Μιχάλαινα μπήκε κρυφά στην αυλή να κλέψει κυδώνια, την πήρε χαμπάρι το μουλάρι και την συγύρισε με τα πισινά. Το λέει και το ρητό «Φυλάξου από τα πισινά μουλαριού και τα...». Λιποθύμησε από φόβο και πόνο.
– Χαντακωμένη τι δεν μ’ έλεγες να σε δώσω όσα σε λείπαν. Αυτή όμως τα ήθελα για αλλού...
...Λίγο πριν την Καστοριά πέφτουμε σε ένα κρατικό αγρόκτημα γεμάτο μηλιές. Χυθήκαμε μέσα στρατιώτες σε πόλεμο είμασταν. Ο φύλακας φώναζε:
- Αλτ , αλτ , που πάτε;
- Κάνε άκρα σκοπέ. Μαζέψαμε τόσα που δε χωρούσαν στο γυλιό. Απληστοι, αχόρταγοι, νηστικοί για μήλα και ζωή τώρα. Ανεβήκαμε στα τζαίημς. Πετάξαμε όσα περίσσεψαν. Πόσα να φας...
Μακριά φάνηκε ο Γράμμος που περίμενε να μας φάει ...
ο παππούς το όνομα του οποίου φέρω με όλα τα πάθη τα πάθια τα λάθη και τα λάθια του, πότε πεζός και πότε καβαλάρης. Τρία μπ(ου)λάρια είχε κι ένα γομάρι. Το αγόρασαν απ' τους Κουτρωτσαίους. Βγήκε αχαϊρευτο. Το πούλησαν. Σ’ αυτό καβάλα διέσχιζει τα ορεινά μονοπάτια προς Βόιον, Πεντάλοφον, Επταχώρι κ.λπ. χωριά. Για κυδώνια, κάστανα, μήλα. Κουβαλούσε αλεύρι στους βουνίσιους, ημιορεινός αυτός. Φορτωμένος πήγαινε το ίδιο γύριζε. Κυρατζής· έμπορος, μεταπράτης πριν τους ανακαλύψει ο Μοσκώφ. Στο σπίτι οι γειτόνισσες ερχόταν κρυφά με το κλεμμένο στάρι από τα φτωχικά αμπάρια τους, στην ποδιά ν’ αγοράσουν φρούτα. Τις βάραιναν οι άντρες. «Γυναίκα και γομάρα, βάρα» έλεγε ο πάππος Χαρσός στην πόλη. Ασμάζωχτες, ασυνάστρεγες. Η Μιχάλαινα μπήκε κρυφά στην αυλή να κλέψει κυδώνια, την πήρε χαμπάρι το μουλάρι και την συγύρισε με τα πισινά. Το λέει και το ρητό «Φυλάξου από τα πισινά μουλαριού και τα...». Λιποθύμησε από φόβο και πόνο.
– Χαντακωμένη τι δεν μ’ έλεγες να σε δώσω όσα σε λείπαν. Αυτή όμως τα ήθελα για αλλού...
...Λίγο πριν την Καστοριά πέφτουμε σε ένα κρατικό αγρόκτημα γεμάτο μηλιές. Χυθήκαμε μέσα στρατιώτες σε πόλεμο είμασταν. Ο φύλακας φώναζε:
- Αλτ , αλτ , που πάτε;
- Κάνε άκρα σκοπέ. Μαζέψαμε τόσα που δε χωρούσαν στο γυλιό. Απληστοι, αχόρταγοι, νηστικοί για μήλα και ζωή τώρα. Ανεβήκαμε στα τζαίημς. Πετάξαμε όσα περίσσεψαν. Πόσα να φας...
Μακριά φάνηκε ο Γράμμος που περίμενε να μας φάει ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου