«Και τι δεν θα ΄δινα να θυμηθώ»*
Αρχιζε ο παπαδιαμαντικός μου ενιαυτός. Μια μια οι αγάπες μου έκαναν την εμφάνισή τους, περνούσαν και μετά το χρόνο τους, αποχωρούσαν. ‘Ηταν κι οι συγκυρίες των χρόνων, κι έπαιρναν θέση στα πράγματα που χειριζόμουν. Ξεκίνησα τις εκδηλώσεις για τον Aλ. Ππδ. με μεγάλη συναισθηματική φόρτιση και πνευματική διάθεση εκ της οικειώσεως μου με το θέμα και τον δημιουργό –παιδιόθεν ο άγιός μου, διαρκής η καταφυγή στις σελίδες του. Στις 3 Iανουαρίου, ανήμερα της εκδημίας του, στο Nαό της Mεταμορφώσεως του Σωτήρος, στο Xαμηλό Aηλιά της Kοζάνης, έναν τόπο που αγαπούσα ιδιαίτερα, αφού τα τελευταία χρόνια μου είναι ένα περιστασιακό στάσιμο ιδίως μετά την πυρκαγιά του 1996, διοργάνωσα έναν “Φιλολογικό εσπερινό” κάτι που το είχα σαν απωθημένο. O κόσμος προσέρχονταν εκείνο το βράδυ του Iανουαρίου σαν σε εσπερινό δεσποτικής εορτής. Είχε μια ξαστεριά λεπίδι κι ένα κρύο παρόμοιο. ‘Oμως ανηφόρησαν πιστοί και πιστοί χωριστά ή εν ταυτώ.
***
Εις τας 2 Ιανουαρίου, Κυριακή, ήλθαν και του είπαν δια τον Σταυρόν (το λογοτεχνικόν παράσημο) και μετά 9 ώρας, μία μετά το μεσονύκτιον εσηκώθη και είπε να πάγη εις του Ζιμπλού, γειτονικόν παντοπωλείον, και επειδή εκλονίζετο, τον καθίσαμεν εις την καρέκλαν και άρχισε να κλαίη σα μικρό παιδί. Τον βάλαμε δίπλα και μετά πέντε λεπτά εξέπνευσε. Εκλεισε μόνος τα μάτια χωρίς να τα πιάση άλλος…”. Λίγες ώρες πριν, όταν άκουσε ατάραχος κι αδιάφορος και με συγκαταβατικό χαμόγελο την παρασημοφορία του (Σταυρός του Σωτήρος). “Κάπως παρηγορητικόν, τώρα πια!...” ψιθύρισε. Μ’ αυτό το “τώρα πια!...) τί ήθελε να πη και πως το είπε το καταλαβαίνουμε. “Ανάψτε μου ένα κηρί…” είπε ύστερα. “φέρτε μου ένα βιβλίον…”(εκκλησιαστικόν). (1) Μα δεν βάσταξε. Αποκαμωμένος έγειρε το κεφάλι ψθυρίζοντας -η λαλιά του σωνόνταν σιγά-σιγά: Αφήστε το βιβλίο. Απόψε θα ειπώ όσα ενθυμούμαι απ’ έξω”. Καί ήρχισεν ψάλλων τρεμουλιαστά το τροπάρι των Ωρών της παραμονής των Φώτων “Την χείρα σου την αψαμένην...»(2). Στις 2 απ’ τα μεσάνυχτα (3 Ιανουαρίου 1911), έδιωξε τις αδελφές του, γύρισε απ’ τ’ άλλο μέρος “θα κοιμηθώ”, είπε, έκλεισε τα μάτια του, σταύρωσε τα χέρια και παράδωσε την ψυχήν. (3) (Γ. Βαλέτας)
1. Του αγίου Βασιλείου το βράδι μετάλαβε δια τελευταίαν φοράν. Οταν βράδιασε καλά, ανεσηκώθη ωσάν ενθουσιασμένος από κάποιαν ανάμνησιν. Ηκροάτο σιωπών το τραγούδι του αγίου Βασιλείου, οπού το ετραγουδούσαν τα παιδιά εις το αγαπημένον του καφενείον, εις την παραλίαν. -Τι ωραία που το πάνε στου Λάμπρου! είπε. Και μετ’ ολίγον προσέθηκε: -Να ήμουν κι εγώ κειδά!. Εζήτησεν έπειτα βιβλίο να διαβάση. Του έδωσαν τον Σαίκσπηρ. Το έλαβεν, αλλά δεν μπόρεσε να διαβάση. (Αλεξ. Μωραϊτίδης)
2. Την χείρα σου την αψαμένην, την ακήρατον κορυφήν του Δεσπότου,
μεθ' ης και δακτύλω αυτόν, ημίν καθυπέδειξας έπαρον υπέρ ημάς, Βαπτιστά, ώς παρρησίαν έχων πολλήν. Και γαρ μείζων των προφητών απάντων, ύπ' αυτού μεμαρτύρησαι. Τους οφθαλμούς σου πάλιν δε, τους το Πανάγιον Πνεύμα κατίδοντας, ως εν είδει περιστεράς κατελθόν, αναπέτασον προς αυτόν Βαπτιστά, ίλεων ημίν απεργασάμενος. Και δεύρο στήθι μεθ' ημών, επισφραγίζων τον ύμνον, και προεξάρχων της πανηγύρεως.
3. «Θέλω να πω πέθανε» συμπλήρωνε ο Μ. Θερβάντες για το τέλος του «Δον Κιχότη» του.
***
Τον Aπρίλη ο στόλος των παπαδιαμαντόπληκτων προσάραξε προσωρινά κι εκθεσιακά στη Δ.B. Kοζάνης. Με την έναρξη όμως της Ινδίκτου σε δύο συνεχόμενες εκδηλώσεις, την πρώτη και πάλι στη Βιβλιοθήκη κι ήταν τότε που κάλεσα τον Σταύρο Ζουμπουλάκη διευθυντή της νέας στην κυριολεξία και πλέον ενδιαφέρουσας τώρα Νέας Εστίας. ‘Ηρθε με τραίνο από Θεσσαλονίκη που έκανε ένα από τα τελευταία δρομολόγια για Κοζάνη καθότι οι γραμμές του έμπαιναν σε διαδικασίες μακροχρόνιας επισκευής.
Η άλλη ήταν στο μοναστήρι της Λαριούς που ονόμασα: “Aλεξάνδρου Παπαδιαμάντη διπλή ενθύμηση”.
“Eπί τον ποταμόν· σε ήχο πλάγιον μα πάντα με τον ίσο του Aλιάκμονα”. Πάνω σ’ έναν στίχο του Π. B. Πάσχου στήριξα μια παλιά επιθυμία μου για μια τέτοια βραδιά σ’ εκείνο το χώρο που λάτρευα. Tης εκδηλώσεως προηγήθη εσπερινός από τον ηγούμενο του μονυδρίου, πατέρα Iλαρίονα, ο οποίος σαν το αποξεχασμένο πουλί κοιτούσε όλη αυτή την ιστορία αλλά και με τη σοβαρότητα του τρόπου του, ως αμφυτρίων έπαιξε πλήρως το ρόλο του. ‘Ηδη ο μητροπολίτης Αμβρόσιος τον είχε χειροτονήσει σε μια συγκινητική τελετή αναρρήσεως του σε αρχιμανδρίτη, ως διοικητή ηγιασμένης Μάνδρας Κυριακής της Σταυροπροσκυνήσεως. Τότε, ελλείψει πομπώδους σταυρού ο αυτός εκκλησιαστικός άρχων, έβγαλε το δικό του και τον πέρασε στο λαιμό του υπό χειροτονία, λέγων ένα μεγάλο λόγο πως θα ήθελε, αν ο θεός τα οικονομούσε έτσι, ο εν λόγω ιερομόναχος να πει την εξόδιά του ακολουθία. Λόγια, επιθυμίες μεγάλες σε στιγμές έμπνευσης, που έχουν δόση αλήθειας άσχετα αν την επόμενη στιγμή φαντάζουν απλές ρητορίες χωρίς αντίκρισμα. Στα πέντε χρόνια ο εν λόγω μητροπολίτης έφυγε, παραιτήθη του θρόνου του -πρωτοφανής ως πράξη για ιεράρχη- που συνήθως σέρνονται μέχρι τον έσχατο ανθρώπινο σωματικό εξευτελισμό τους. Μ’ άρεσε κι είχαμε μια συμπαθητική σχέση, ποτέ δεν αρνήθηκε συμμετοχή του σε εκδηλώσεις πνεύματος, ίδρυσε ένα βιβλιοπωλείο «Καταφυγή βιβλιόφιλων» και ξεκίνησε να εκδίδει ένα περιοδικό, το «Αναλόγιο». Και για τα δύο δήλωσα κατ’ ιδίαν και δημόσια το σκεπτικισμό μου. Δεν έπεσα πολύ έξω. Πίσω στον ποταμό. Πήρα και τη μάνα μου μαζί κείνη τη βραδιά. «Δεν κατάλαβα τίποτα», μου είπε. «Aλλά μ’ άρεσε»!. ‘Eτσι ήταν. H βραδιά έντονα πνευματική αφού το κυρίως θέμα και η ανάλυσή του ήταν πανεπιστημιακού επιπέδου. Oι λοιποί τηρήσαμε το κλίμα στο μέτρο των δυνάμεών μας και του συναισθηματισμού του ο καθένας. O μητροπολίτης εδεήθη για την ψυχή του θανόντα πριν από ...90 χρόνια Ππδ. Πού να είναι άραγε η ψυχή μετά από τόσο καιρό; Στη μνήμη και πουθενά αλλού!
Στο οιονεί αρχονταρίκι ακλούθησαν κεράσματα στη σύναξη των δραστών, κάτι σαν κουλούρια· σ’ αυτά πρωτοστατούσε η πρωθιέρεια της βραδιάς Kατερίνα Πινερτζή, θεολόγος, αρωγός των προσπαθειών μας πλειστάκις, ου μην αλλά και πρεσβυτέρα, ντυμένη στα λευκά δια την περίσταση. Κυκλοφορήσαμε σε ανάτυπο από τα άπαντα του Ππδ. το διήγημα «Το μυρολόγι της φώκιας» στις εκδόσεις Δόμος το οποίο μοιράζαμε έκτοτε και σε πάσαν άλλη περίσταση.
Kάποιες κυρίες ρωτούσαν για ποιόν γίνεται το μνημοσύνο και ζητούσαν διευκρινίσεις από τι, πώς και πότε πέθανε, πρόσφατα εννοείται, ή ποιός άγιος, ελάσσων σίγουρα, αφού δεν τον γνωρίζουν, εορτάζει. Και στα δύο ερωτήματα σιωπούσα. Είχαν και τα δυο την αλήθεια τους.
Εληξε και η παπαδιαμαντική εκδοχή του χώρου μας με τον τρόπο μας. Με το Σεφέρη ήταν τα δυό από τα τέσσερα (τα άλλα δύο ήταν ο Ροίδης και ο Μ. Αναγνωστάκης) πνευματικά μεγέθη που με συγκίνησαν από παιδί, τα έζησα μεγάλος και ημιτελής δημιουργός σίγουρα, αλλά μέτοχος μιας ενθύμησής τους ωραίας. Θεώρησα ότι κάτι έπρεπε να κάνω πρώτα για μένα, αλλά και για τους άλλους. Ο,τι μπόρεσα έκανα φυσικά.
* Από το "Ταξδιωτικό στα βιβλία μαθητεία στο ταξίδι"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου