Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)


Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2009

K. Καρυωτάκη, Μπαλλάντα στους παραληφθέντες πολιτευτές υπο Β.Π.Κ. παραποιηθείσα αγρίως



Aπό λαό και μηχανισμούς παραμελημένοι,
αφού οι αρχηγοί τους ξέχασαν πικροί,
μαραίνονται οι πολιτευτές· τους απομένει
πλούτος η πλήξη κι η οργή η παγερή.
Ευήθεις και με αφέλειες έμπλεοι την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση απειλούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλλάντα στους πολιτευτές ως μλκς που’ ναι.

Για να ζήσουν οι Πάριδες ευτυχισμένοι.
οι Ρούληδες το έπαιζαν για χρόνια μωροί,
η κυρία Βουλή τούς είναι χωρισμένη.
Κι έτσι κανένας όμως δεν ανιστορεί
και η μούντζα τους εσκέπασε βαρύτατη
τους παραλειφθέντες των εκλογών που κλαψουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω γλυκύτατη
μπαλλάντα στους πολιτευτές ως νούμερα πού ναι.

Αν και του κόμματος η περιφρόνηση τούς βαραίνει
αυτοί περνούνε στον πεζόδρομο κορδωμένοι αλλ’ ωχροί.
στην κωμικο-τραγικήν απάτη τους δοσμένοι
πως κάπου, που θα πάει η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθύκολπη και με γαστέρα χαλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τούς ξεχνούνε,
νοσταλγικά κι εγώ παραποιώ τη θλιβερή
μπαλλάντα στους πολιτευτές ως λόξες πού ναι.

Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
-Ποιος νούμερο παρα-ποιητής θέλω να πούνε,
την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλλάντα στους πολιτευτές φουκαράδες πού’ναι;

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ένα είναι σίγουρο, ο ποιητής -που του πέφτει και λόγος για την παραποίηση- θα το χαιρόταν σφόδρα. Για τον επιπλέον λόγο ότι κάτι τέτοιοι "μλκς" τον πέταξαν στην Πρέβεζα.
Πέραν τούτων, κάποιοι δυστυχώς θα πρέπει να γυρνούν μόνο σε τούτη την προσφώνηση και κάποια πράγματα δυστυχώς δεν μπορούν να ονοματιστούν παρά μόνο έτσι.

δημήτριος παν. μεντεσίδης είπε...

Μπορεί ο παραποιημένος Καβάφης του αγαπητού Β. να μας αναφέρει οτι ''Πλησίαζε τα τριάντα (βάλε βάλε) χωρίς ποτέ έναν χρόνο
να βγάλει σε δουλειά, τουλάχιστον γνωστή'',αλλά να που παρακάτω και ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης δε χρειάζεται καμμία μα καμμία παραποίηση,έστω και αν ο Δήμος του έχει να παρουσιάσει ''έργο'' πενήντα χρόνων (ώχ,ώχ, ώχ).

Ὁ Δῆμος καὶ τὸ καρυοφύλλι του

Ἐγέρασα, μωρὲς παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης
τὸν ὕπνο δὲν ἐχόρτασα, καὶ τώρ᾿ ἀποσταμένος
θέλω νὰ πάω νὰ κοιμηθῶ. Ἐστέρεψ᾿ ἡ καρδιά μου.
Βρύση τὸ αἷμα τὄχυσα σταλαματιὰ δὲ μένει.
.............................
Ποιὸς ξέρει ἀπ᾿ τὸ μνῆμα μου τί δέντρο θὰ φυτρώσει!
Κι ἂν ξεφυτρώσει πλάτανος, στὸν ἴσκιό του ἀπὸ κάτω
θά ῾ρχονται τὰ κλεφτόπουλα τ᾿ ἅρματα νὰ κρεμᾶνε.
Νὰ τραγωδοῦν τὰ νιάτα μου καὶ τὴν παλληκαριά μου.
Κι ἂν κυπαρίσσι ὄμορφο καὶ μαυροφορεμένο,
θἄρχονται τὰ κλεφτόπουλα τὰ μῆλα μου νὰ παίρνουν,
νὰ πλένουν τὶς λαβωματιές, τὸ Δῆμο νὰ σχωρᾶνε.