Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)


Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2021

Νοσταλγεῖστε στραβάδια…

Ναί, διετέλεσα, ἐκτὸς ἀπὸ ποιητὴς μιᾶς συλλογῆς (καντίποτα ὑποσχομένης) κι ἀπείρων δημοσιογραφικῶν στιχουργημάτων, ἠθοποιὸς κανονικὸς κομπάρσος ἤγουν, ἐν στολῇ γυμνικῇ ἔστω - φοροῦσα δηλονότι μόνο τὸ δέρμα μου, σὲ μεγάλη κινηματογραφικὴ παραγωγή. Πρωτοεῖδα ταινία στὴν πλατεία τοῦ χωριοῦ καθήμενος χαμαί, προβαλλομένη στὸν τοῖχο τοῦ οἴκου Καραπατσίδη (τ’ Μήτσ τ΄ Γιὼργώτ’ Γκὲλ - ὁ παπποῦς του ἄνηκε στὴν ἐσχάτη κοινωνικὴ κατηγορία τῶν ληξίδων τοῦ χωριοῦ ποὺ ὁ μπέης, χάριν ἐλέους, ἔδωσε τόπο κι ἔστησαν κάτι σὰν σπίτια ἰσόγειον βόδια καὶ γαϊδουρομούλαρα, ἀπάνω ἄνθρωποι) ποὺ πρόβαλε ἡ Κινηματογραφικὴ Ὑπηρεσία Στρατοῦ στὴν ὕπαιθρο χώρα. Ὁ Κώστας Κακαβᾶς πρωταγωνιστὴς σὺν ἐπίκαιρα περὶ τοῦ βλαβεροῦ περινόσπορου καὶ κομμουνισμοῦ, συνώνυμα εἴδη. Θαύμαζα τὸν Θωμᾶ Λάπα (δραγάτη ἔνστολο) καὶ Βαγγέλη Τζιαχάνα (ταξιτζῆ) ὅτι στρατιῶτες ὄντες ἔπαιξαν κομπάρσοι στὴν θρυλικὴ ταινία «Ὁ Λέων τῆς Σπάρτης» (1961). Εἶδα φωτογραφίες τους. Ἐζήλεψα. Ὅμως ἔχει ὁ καιρὸς γυρίσματα κι εἰδικὰ γυρίσματα ταινιῶν μὲ ἀφορμῆδε αὐτῶν λαμβάνουν ἐκδίκηση τὰ ὄνειρα τοῦ Ὀδυσσέως Ἐλύτη κι ἄλλων βαρεμένων τῆς ποιήσεως ἀλλὰ καὶ τῆς πολιτικῆς λ.χ. ὁ πολυετὴς δημαρχοβουλευτουπουργὸς Π. Κουκουλόπουλος ἔτσι ἔκλεινε τοὺς ἐπὶ ἐξέδρας λόγους καὶ κέρδιζε σερί. Μετὰ ἀπὸ χιλιάδες ταινίες ἀπὸ ἐκείνη μὲ τὸν Κακαβὰ ἐπέστη ὁ καιρὸς νὰ γυρίσω κι ἐγὼ ταινία. Αὔγουστος 1976. Κόρινθος, 6ον Σ.Π. Ἐπὶ διήμερον μᾶς πήγαιναν πεζῇ στὴν παραλία της. Χιλιάδες 8 περίπου φανταρία ἀπὸ ὅλα τὰ κέντρα νεοσυλλέκτων Πελοποννήσου. Ὅπως καὶ ἐπὶ Λέοντος. Κουρεμένοι ἐν χρῷ οὕτως ἢ ἄλλως, ὁλόγυμνοι ἐντελῶς (ὄχι, ἐκεῖ ἐγδυνόμεθα κι ὄχι στὸ στρατόπεδο, σκεφτεῖτε τὴν εἰκόνα χιλιάδων γκόλιαβων νὰ διασχίζουν τοὺς δρόμους τῆς πόλεως καὶ αἱ Κορίνθιες (οἱ), νὰ χειροκροτοῦν τὰ ἑλληνικὰ στρατὰ «ποὺ κίνησαν στὸν πόλεμο νὰ πᾶν / στὸ ΙΡΑΝ, ΣΟΥΔΑΝ, ΑΜΜΑΝ κι ὢχ ἀμάν»). Διότι σχεδὸν περὶ αὐτοῦ ἐπρόκειτο. Ὁ κύριος σκηνοθέτης Μ. Κακογιάννης ἐγύριζε τὴν ταινία Ἰφιγένεια κι ἤθελε στρατὸ τζάμπα ὡς μακρινὸ φόντο. Χιλιάδες. Εἴμεθα οἱ γενναῖγοι Ἀχαιοὶ ἐκείνου τοῦ καιροῦ. Μὲ μαραμένες ὅλες τὶς ἀρσενικὲς φύσεις νὰ κινοῦνται πέρα δῶθε, σπασμένα χέρια ἐκτὸς νάρθηκος, ἐκ τῶν ἀντιδιεγερτικῶν κατευναστικῶν οὐσιῶν ποὺ ἔριχναν στὸ τσάι, φτυαριές. Μαζεμένα καβαφικὰ ἀπομεινάρια περιμέναμε νὰ φυσήξει ὁ ἀέρας, νὰ φύγουν τὰ καράβια, νὰ πᾶμε στὴν Τροία, νὰ τὴν κάψουμε, νὰ πάρουμε την Ἑλένη καὶ νὰ γυρίσουμε… …οἱ Ἀλεξανδρεῖς, οἱ Ἀντιοχεῖς, οἱ Σελευκεῖς, κι οἱ πολυάριθμοι ἐπίλοιποι Ἕλληνες Αἰγύπτου καὶ Συρίας, κι οἱ ἐν Μηδίᾳ, κι οἱ ἐν Περσίδι, κι ὅσοι ἄλλοι. Μὲ τὲς ἐκτεταμένες ἐπικράτειες, κ.λπ μικρὰ καβαφικά. Δὲ φυσοῦσε στὴν ὁμηρικὴ μυθολογία ἀλλὰ ἐδῶ φυσοῦσε ἄγρια, γέμιζαν τὰ μάτια καὶ ἡ φασολάδα στὴν καραβάνα, μὲ σιάβαρα καὶ ἄμμο ποὺ ἐκριτσίνιζε ἅμα τῇ εἰσόδῳ σὲ στόμα. Τέλος πάντων μὲ τὸν ἄνεμο τὰ βρήκαμε κάποτε «φύσα θάλασσα πλατιὰ φύσα ἀέρι κ.λπ» ἀλλὰ ἔλα ποὺ ὁ κυρ’ σκηνοθέτης ἤθελε ὅλο αὐτὸ τὸ γυμνὸ καὶ γουλὶ κεκαρμένο τσοῦρμο νὰ κοιτάει μὲ νοσταλγία τὸ πέλαγος… Δηλαδής; Φώναζε μὲ τὸ χωνί: –Νὰ κοιτᾶτε μὲ νοσταλγία τὸ πέλαγος… -Ὠρὲ τί μλκς εἶναι αὐτὲς χαμηλοσκέφτονταν οἱ φανταροκόμπαρσοι. Πῶς ἀποτυπώνεται ἡ νοσταλγία στὸ πρόσωπο, αὐτὴ συνήθως εἶναι θέμα ψυχῆς. Δὲν τὰ καταφέρναμε. Ξανὰ πάλι - Νὰ κοιτᾶτε μὲ νοσταλγία κ.λπ. Ἀποτελέσματα πενιχρά. Μέχρι ποὺ οἱ ἐνδεδυμένοι λοχίες, παλιοσειρὲς ποὺ μᾶς ἐκπαίδευαν, μᾶς περίλαβαν. Ἔλυσαν τὶς ζωστῆρες καὶ περιέρχονταν σὰν μπακακέοι καὶ φίδια ἀνάμεσα στὸ πλῆθος κοάζοντας καὶ συρίζοντας: - Νοσταλγεῖστε μαλάκαι μᾶς ἔχει τρελάνει ὁ πούστης δυὸ μέρες; Νοσταλγεῖστε τὴν Παναγία σας κι ἄλλα γνώριμα σχετλιαστικὰ τῶν βαθμοφόρων τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ κουνώντας ἀπειλητικὲς ζωστῆρες. Δὲν χτυποῦσαν ἀλλὰ δὲν ἤθελε καὶ πολύ. «Πῶς νὰ νοσταλγήσουμε γμτ.», στέναζε ἔνδον τὸ στράτευμα Ἀχαιῶν, νεοελλήνων, νεοσυλλέκτων; Ὁ καθένας ἦταν χωμένος καὶ χαμένος στὴν ἀτομικὴ νοσταλγία τόπων καὶ προσώπων κυρίως ἀγαπημένων. Πῶς νὰ πετύχουμε τὸ συλλογικὸ νοσταλγούμενο; Ἀδύνατον! Δὲν ξέρω ἂν καταφέραμε τὸ σκηνοθετικὸν ζητούμενο. Προχωρήσαμε σὲ ἄλλες σκηνές. Τότε εἶδα ἐκ τοῦ σύνεγγυς τὰ θηρία τοῦ ἑλληνικοῦ σινεμά: Κώστα Ἀγαμέμνονα Καζάκο, Κ. Καρρᾶ ὡς Μενέλαο, τὴν Τατιάνα Παπαμόσχου Ἰφιγένεια, Εἰρήνη Παππᾶ Κλυταιμήστρα, δὲ θυμᾶμαι καὶ ποιὸς ὑποκρινόταν τὸν Ἀχιλλέα, μὴ κι ὁ Γ. Φέρτης; Ἤμουν δὲ κι ἐγὼ ἐκεῖ...… Ἐμᾶς ἄλλο ἔκαιγε, νεοσύλλεκτοι ὄντες οὔτε νὰ κρατήσουμε τὸ ὅπλο ξέραμε καὶ τὸ τουρκικὸν σκάφος Χόρα (πρώην Σισμίκ) ἔκοβε βόλτες στὸ Αἰγαῖο. Μᾶς θέριζε ἡ ἀγωνία πολέμου ἔστω κι ἐπεισοδίου. Τὴ νοσταλγία τοῦ κάθε Κακογιάννη θὰ κοιτούσαμε...… Τὴν ταινία δὲν τὴν εἶδα παρότι μοῦ τὴ χάρισαν σὲ ἕνα ντοσιὲ μὲ τὴν ἀρχαία τριλογία τοῦ σκηνοθέτη. Ἀλλὰ πάντα εἶχα τὴν ἀπορία πετύχαμε ἄραγε ἐκείνη τὴ νοσταλγία στὴν παραλία Κορίνθου τῷ καιρῷ ἐκείνῳ; ΥΓ. Τὴ θητεία μου στὸν κινηματογράφο σημειώνω στὸ βιογραφικὸ ποὺ ὑπέβαλα στὴν Ἑταιρεία Συγγραφέων ἵνα καταστῶ μέλος της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: